του Γιάννη Κολοβού
επικοινωνιολόγουΑπάντηση στον κο Ηλία Μόσιαλο, πρώην πρόεδρο του Δ.Σ. του ΙΣΤΑΜΕ «Ανδρέας Παπανδρέου» και σημερινό κυβερνητικός εκπρόσωπο: Με ενδιαφέρον διάβασα το άρθρο του κ. Ηλία Μόσιαλου με τίτλο ''Τα όρια της πολυπολιτισμικότητας'' (The Books’ Journal, τ. 8, σελ. 30-33). Δυστυχώς, το άρθρο αυτό διαπνέεται από ευσεβείς πόθους και πνεύμα στρουθοκαμηλισμού, καθώς αρκείται στο να θεωρητικολογεί υπέρ μίας κοινωνικής φιλοσοφίας η οποία έχει εμπράκτως αποτύχει σε όλες τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης.
Και δικαίως προκύπτουν τα αυτονόητα ερωτήματα: Δεν γνωρίζει ο συγγραφέας για τις φυλετικές ταραχές μεταξύ γηγενών και Νοτιοασιατών στις πόλεις Όλνταμ, Μπράντφορντ και Μπέρνλυ της Βόρειας Αγγλίας το καλοκαίρι του 2001; Δεν γνωρίζει για τις τρομοκρατικές επιθέσεις από φανατικούς μουσουλμάνους στην Μαδρίτη τον Μάρτιο του 2004; Δεν γνωρίζει για την βάρβαρη δολοφονία του σκηνοθέτη Τεό βαν Γκογκ από Ολλανδικής υπηκοότητας μουσουλμάνο στο Άμστερνταμ τον Νοέμβριο του 2004; Δεν γνωρίζει για τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Λονδίνο από Βρετανούς μουσουλμάνους τον Ιούλιο του 2005; Δεν γνωρίζει για τις εθνοτικές ταραχές μεταξύ μαύρων και Νοτιοασιατών στο Μπέρμινγκχαμ τον Οκτώβριο του 2005; Δεν γνωρίζει για τις εκτεταμένες ταραχές στα προάστια των Γαλλικών πόλεων τον Νοέμβριο του 2005; Δεν γνωρίζει για τις απόπειρες τρομοκρατικών επιθέσεων από φανατικούς μουσουλμάνους στο Λονδίνο και στην Γλασκώβη το καλοκαίρι του 2007;
Και αυτά είναι μόνο τα κυριότερα περιστατικά που καταδεικνύουν την πλήρη αποτυχία της πρακτικής εφαρμογής της πολυπολιτισμικότητας. Θα μπορούσαν να απαριθμηθούν δεκάδες από όλες τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Όταν, λοιπόν, υπάρχουν απτά στοιχεία της πλήρους αποτυχίας εφαρμογής της πολυπολιτισμικότητας στην πράξη, έχουν κάποια αξία οι «ασκήσεις επί χάρτου» υπέρ της; Αξία έχει πλέον μόνο η παραδοχή της αποτυχίας αυτής της κοινωνικής φιλοσοφίας και η εξεύρεση τρόπων αναστροφής των διαλυτικών αποτελεσμάτων που είχε η εφαρμογή πολυπολιτισμικών πολιτικών στις Δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες. Και η παραδοχή αυτή έχει ήδη υπάρξει από τους ηγέτες των τριών μεγαλύτερων Δυτικοευρωπαϊκών κρατών: από τον πρωθυπουργό της Βρετανίας Ντέιβιντ Κάμερον, την καγκελάριο της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ και τον πρόεδρο της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί. Αντίστοιχες παραδοχές έχουν γίνει και από κεντροαριστερούς ηγέτες όπως ο πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας Γκόρντον Μπράουν και οι πρώην καγκελάριοι της Γερμανίας Γκέρχαρντ Σρέντερ και Χέλμουτ Σμιτ.
Είναι, λοιπόν, απορίας άξιον γιατί ο κ. Μόσιαλος, παραβλέποντας αυτό το πλήθος των έμπρακτων αποδείξεων αποτυχίας της πολυπολιτισμικότητας, επιθυμεί την ανάσχεση της τάσης οπισθοδρόμησης των πολυπολιτισμικών πολιτικών και ζητά «να ενισχυθούν κοσμοπολίτικες πολιτικές προσεγγίσεις» (σελ. 32). Και όμως και ο ίδιος εμμέσως αναγνωρίζει την αποτυχία της πολυπολιτισμικότητας στην Δυτική Ευρώπη καθώς στο άρθρο του αναφέρει ως χώρα-πρότυπο τον Καναδά, αποφεύγοντας κάθε αναφορά στην Βρετανία και στην Ολλανδία, οι οποίες μέχρι το 2000 προβάλλονταν ως «πρότυπα» πολυπολιτισμικής συμβίωσης.
Και αυτά είναι μόνο τα κυριότερα περιστατικά που καταδεικνύουν την πλήρη αποτυχία της πρακτικής εφαρμογής της πολυπολιτισμικότητας. Θα μπορούσαν να απαριθμηθούν δεκάδες από όλες τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Όταν, λοιπόν, υπάρχουν απτά στοιχεία της πλήρους αποτυχίας εφαρμογής της πολυπολιτισμικότητας στην πράξη, έχουν κάποια αξία οι «ασκήσεις επί χάρτου» υπέρ της; Αξία έχει πλέον μόνο η παραδοχή της αποτυχίας αυτής της κοινωνικής φιλοσοφίας και η εξεύρεση τρόπων αναστροφής των διαλυτικών αποτελεσμάτων που είχε η εφαρμογή πολυπολιτισμικών πολιτικών στις Δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες. Και η παραδοχή αυτή έχει ήδη υπάρξει από τους ηγέτες των τριών μεγαλύτερων Δυτικοευρωπαϊκών κρατών: από τον πρωθυπουργό της Βρετανίας Ντέιβιντ Κάμερον, την καγκελάριο της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ και τον πρόεδρο της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί. Αντίστοιχες παραδοχές έχουν γίνει και από κεντροαριστερούς ηγέτες όπως ο πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας Γκόρντον Μπράουν και οι πρώην καγκελάριοι της Γερμανίας Γκέρχαρντ Σρέντερ και Χέλμουτ Σμιτ.
Είναι, λοιπόν, απορίας άξιον γιατί ο κ. Μόσιαλος, παραβλέποντας αυτό το πλήθος των έμπρακτων αποδείξεων αποτυχίας της πολυπολιτισμικότητας, επιθυμεί την ανάσχεση της τάσης οπισθοδρόμησης των πολυπολιτισμικών πολιτικών και ζητά «να ενισχυθούν κοσμοπολίτικες πολιτικές προσεγγίσεις» (σελ. 32). Και όμως και ο ίδιος εμμέσως αναγνωρίζει την αποτυχία της πολυπολιτισμικότητας στην Δυτική Ευρώπη καθώς στο άρθρο του αναφέρει ως χώρα-πρότυπο τον Καναδά, αποφεύγοντας κάθε αναφορά στην Βρετανία και στην Ολλανδία, οι οποίες μέχρι το 2000 προβάλλονταν ως «πρότυπα» πολυπολιτισμικής συμβίωσης.
Όμως τα χρόνια που ακολούθησαν κατέδειξαν ότι η αντίληψη αυτή ήταν ένας ακόμα ευσεβής πόθος τόσο για την Βρετανία όσο και για την Ολλανδία. Πάντως, ο Καναδάς δεν μπορεί να αποτελεί πρότυπο για τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης καθώς τόσο αυτός όσο και οι ΗΠΑ αποτελούν κράτη αποίκων και μεταναστών με μικρές ιστορικές ρίζες και σχετικά νέα εθνική ταυτότητα κάτι που δεν ισχύει για τα έθνη-κράτη της Δυτικής Ευρώπης, των οποίων η εθνική και πολιτισμική ταυτότητα μπορεί να ανιχνευθεί πολλούς αιώνες στο παρελθόν. Επιπλέον, η κατάσταση στον Καναδά σε θέματα φυλετικής ισότητας και κοινωνικής συνοχής δεν είναι τόσο ρόδινη και βαίνει επιδεινούμενη (δείτε π.χ. Reitz Jeffrey G. and Banerjee Rupa Racial Inequality, Social Cohesion and Policy Issues in Canada, August 2006).
Στο άρθρο του ο κ. Μόσιαλος υποστηρίζει ότι «Κομβική σημασία στην άσκηση της πολυπολιτισμικότητας έχει η εξεύρεση τρόπων για την εδραίωση αισθημάτων αλληλεγγύης μεταξύ των πολιτισμών και των κοινοτήτων» (σελ. 31). Είναι όμως δυνατόν αυτά τα αισθήματα αλληλεγγύης να προκύψουν ανεξαρτήτως των πληθυσμιακών μεγεθών των διάφορων εθνοτικών και πολιτισμικών ομάδων και ανεξαρτήτως της πολιτισμικής τους εγγύτητας; Είναι συμβατές μεταξύ τους όλες οι κοινότητες και όλοι οι πολιτισμοί; Εξίσου ανησυχητική με την μη-παραδοχή της αποτυχίας της πολυπολιτισμικότητας είναι και η αίσθηση που προκύπτει από την ανάγνωση του άρθρου ότι ο κ. Μόσιαλος τάσσεται υπέρ της χρήσης μέτρων «κοινωνικής μηχανικής» (social engineering) προκειμένου να επιβληθεί τεχνητά η πολυπολιτισμική ουτοπία. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στην άποψή του ότι «η υιοθέτηση σκληρών πολιτικών πρακτικών ενδέχεται να περιλαμβάνει τη χρήση των εκλογικών συστημάτων που έχουν σχεδιαστεί έτσι ώστε να εγγυώνται τη δίκαιη εκπροσώπηση στην πολιτική» (σελ. 32).
Στο άρθρο του ο κ. Μόσιαλος υποστηρίζει ότι «Κομβική σημασία στην άσκηση της πολυπολιτισμικότητας έχει η εξεύρεση τρόπων για την εδραίωση αισθημάτων αλληλεγγύης μεταξύ των πολιτισμών και των κοινοτήτων» (σελ. 31). Είναι όμως δυνατόν αυτά τα αισθήματα αλληλεγγύης να προκύψουν ανεξαρτήτως των πληθυσμιακών μεγεθών των διάφορων εθνοτικών και πολιτισμικών ομάδων και ανεξαρτήτως της πολιτισμικής τους εγγύτητας; Είναι συμβατές μεταξύ τους όλες οι κοινότητες και όλοι οι πολιτισμοί; Εξίσου ανησυχητική με την μη-παραδοχή της αποτυχίας της πολυπολιτισμικότητας είναι και η αίσθηση που προκύπτει από την ανάγνωση του άρθρου ότι ο κ. Μόσιαλος τάσσεται υπέρ της χρήσης μέτρων «κοινωνικής μηχανικής» (social engineering) προκειμένου να επιβληθεί τεχνητά η πολυπολιτισμική ουτοπία. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στην άποψή του ότι «η υιοθέτηση σκληρών πολιτικών πρακτικών ενδέχεται να περιλαμβάνει τη χρήση των εκλογικών συστημάτων που έχουν σχεδιαστεί έτσι ώστε να εγγυώνται τη δίκαιη εκπροσώπηση στην πολιτική» (σελ. 32).
Αυτό σημαίνει ότι το εκλογικό σύστημα θα πρέπει να διαμορφωθεί έτσι ώστε η εθνοτική και πολιτισμική σύνθεση της κοινωνίας να αντανακλάται κατ’ αναλογία στους πολιτικούς θεσμούς του κράτους. Αυτό επιτυγχάνεται με την αναλογική εκπροσώπηση, με την διαφύλαξη εδρών και τις ποσοστώσεις για κάθε εθνοτική ή πολιτισμική ομάδα στην εκτελεστική και στην νομοθετική εξουσία. Η υιοθέτηση τέτοιων συστημάτων, όμως, θα σημάνει το ουσιαστικό τέλος της δημοκρατίας όπως την γνωρίζαμε μέχρι σήμερα καθώς το αποτέλεσμα σε μία εκλογική περιφέρεια δεν θα εξαρτάται πλέον από τον απόλυτο αριθμό ψήφων ή σταυρών προτίμησης αλλά θα υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες που θα προκαλούν «στρεβλώσεις» σε αυτό ώστε να επιτυγχάνεται με κάθε τρόπο η «δίκαιη εκπροσώπηση» των εθνοτικών και πολιτισμικών ομάδων.
Τέλος, όσον αφορά την περίπτωση της Ελλάδος, η προσπάθεια εφαρμογής πολυπολιτισμικών πολιτικών είναι καταδικασμένη σε παταγώδη αποτυχία λόγω της πλήρους ανυπαρξίας μίας αυστηρής και περιοριστικής μεταναστευτικής πολιτικής η οποία θα χαράσσεται με βάση τα κριτήρια της εθνικής ασφάλειας, της κοινωνικής συνοχής και των αναγκών της οικονομίας. Η εφαρμογή μίας τέτοιας πολιτικής θα σήμαινε ότι η χώρα δεν θα ήταν «ξέφραγο αμπέλι», ούτε θα επιβράβευε την παρανομία με εκ των υστέρων νομιμοποίηση. Αντιθέτως, οι μετανάστες που θα βρίσκονταν στην χώρα θα κάλυπταν πραγματικές και διαρκείς ανάγκες της οικονομίας και της αγοράς εργασίας που δεν θα μπορούσαν να καλυφθούν από Έλληνες ή κοινοτικούς υπηκόους και θα είχαν έλθει και εγκατασταθεί στην χώρα μας κατόπιν ελέγχου και επιλογής. Τότε, και μόνο τότε, θα ήταν οι Έλληνες δεκτικοί προς τους μετανάστες και θα ήταν εφικτή η ενσωμάτωσή τους. Επιστέγασμα της αποδεδειγμένης ενσωμάτωσης θα ήταν η κτήση της ιθαγένειας από τους μετανάστες.
Δυστυχώς, η σημερινή κατάσταση στην χώρα, σε συνδυασμό με την αδυναμία διαχείρισης του φαινομένου της παράνομης μετανάστευσης, όχι μόνο δεν προοιωνίζεται την ομαλή ενσωμάτωση των μεταναστών στην Ελλάδα αλλά, αντιθέτως, θα οδηγήσει σε κοινωνικές αναταραχές και συγκρούσεις, κάποιες εκ των οποίων θα έχουν τόσο εθνοτικό όσο και θρησκευτικό/πολιτισμικό υπόβαθρο. Όσο γρηγορότερα το συνειδητοποιήσουμε αυτό τόσο το καλύτερο γιατί ο στρουθοκαμηλισμός δεν έσωσε ποτέ την στρουθοκάμηλο!Τέλος, όσον αφορά την περίπτωση της Ελλάδος, η προσπάθεια εφαρμογής πολυπολιτισμικών πολιτικών είναι καταδικασμένη σε παταγώδη αποτυχία λόγω της πλήρους ανυπαρξίας μίας αυστηρής και περιοριστικής μεταναστευτικής πολιτικής η οποία θα χαράσσεται με βάση τα κριτήρια της εθνικής ασφάλειας, της κοινωνικής συνοχής και των αναγκών της οικονομίας. Η εφαρμογή μίας τέτοιας πολιτικής θα σήμαινε ότι η χώρα δεν θα ήταν «ξέφραγο αμπέλι», ούτε θα επιβράβευε την παρανομία με εκ των υστέρων νομιμοποίηση. Αντιθέτως, οι μετανάστες που θα βρίσκονταν στην χώρα θα κάλυπταν πραγματικές και διαρκείς ανάγκες της οικονομίας και της αγοράς εργασίας που δεν θα μπορούσαν να καλυφθούν από Έλληνες ή κοινοτικούς υπηκόους και θα είχαν έλθει και εγκατασταθεί στην χώρα μας κατόπιν ελέγχου και επιλογής. Τότε, και μόνο τότε, θα ήταν οι Έλληνες δεκτικοί προς τους μετανάστες και θα ήταν εφικτή η ενσωμάτωσή τους. Επιστέγασμα της αποδεδειγμένης ενσωμάτωσης θα ήταν η κτήση της ιθαγένειας από τους μετανάστες.
ΕΛ.Κ.Ε.Δ.Α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου