Σάββατο 28 Μαΐου 2022

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (ΒΥΖΑΝΤΙΟ) : ΑΛΩΣΙΣ 29 ΜΑΪΟΥ 1453 (Kωνσταντίνος Παλαιολόγος (1448-1453), Πολιορκία - Τελευταίες ημέρες)

O θάνατος του Ιωάννη Η' βρήκε τόν Κωνσταντίνο στό Μυστρά. Εκεί εστέφθη ως "Κωνσταντίνος ΙΑ' Αυτοκράτωρ Ρωμαίων", στίς 6 Ιανουαρίου 1449. H στέψη έγινε στόν Κωνσταντίνο καί όχι στόν ανάξιο καί καιροσκόπο Δημήτριο, ύστερα από επιμονή της μητέρας τους, Έλενας Δραγάση, η οποία είχε προηγουμένως στείλει τόν Γεώργιο Σφρατζή στόν σουλτάνο Μουράτ γιά νά ζητήσει τήν έγκρισή του. Ο Κωνσταντίνος είχε γεννηθεί στίς 9 Φεβρουαρίου 1404 καί ήταν ήδη 45 ετών. Είχε παντρευτεί τό 1428, στό κάστρο του Χλεμουτσίου της Γλαρέντζας, τήν Θεοδώρα, κόρη του Φράγκου ηγεμόνα Τόκκο, αλλά η άτυχη κοπέλα πέθανε ένα χρόνο μετά στό Σανταμέρι Αχαΐας. Τό 1441 ξαναπαντρεύτηκε τήν Αικατερίνη, κόρη του Λατίνου άρχοντα της Λέσβου Γατελούζου, αλλά κατά τήν διάρκεια της πολιορκίας, από τούς Τούρκους, του Παλαιοκάστρου της Λήμνου, η Ιταλίδα πριγκίπισσα, η οποία κυοφορούσε τό παιδί του Κωνσταντίνου, πέθανε σύμφωνα μέ τόν Schlumberger από τόν τρόμο της. Ατυχος λοιπόν ο Κωνσταντίνος σέ όλες τίς φάσεις της ζωής του. O τελευταίος αυτοκράτορας της Ελληνικής Αυτοκρατορίας παρελήφθη υπό καταλανικών πλοίων, δυστυχώς τό βυζαντινό ναυτικό ήταν ανύπαρκτο, καί εισήλθε στήν Κωνσταντινούπολη στίς 12 Μαρτίου 1449, εν μέσω επεφημιών από τό πλήθος των χριστιανών κατοίκων. Τό Ελληνικό κράτος τό αποτελούσε τότε μόνο η Βασιλεύουσα, μέ πληθυσμό λιγότερο από εκατό χιλιάδες κατοίκους, η πόλη της Σηλυμβρίας, η Πέρινθος, η Μεσημβρία, οι Επιβάτες καί η Αγχίαλος στήν Θράκη, μερικά νησιά του Αιγαίου καί η Πελοπόννησος, τήν οποία τήν μοιράζονταν οι δεσπότες Δημήτριος καί Θωμάς πού σπαταλούσαν τόν καιρό τους φιλονικώντας ο ένας μέ τόν άλλον.

Τό 1451 πέθανε ο Μουράτ καί τόν διαδέχθηκε στό θρόνο ο γιός του Μωάμεθ Β'. Ο Μωάμεθ ήταν μόλις 21 ετών, η μητέρα του ήταν χριστιανή σκλάβα καί έτσι γνώριζε ελληνικά εκτός από τουρκικά καί αραβικά, ενώ ήταν γνώστης της ιστορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η μόνη σκέψη πού απασχολούσε τόν νέο σουλτάνο ήταν η κατάκτησις της Κωνσταντινουπόλεως, της βασιλίδος των πόλεων, τήν οποία είχαν πολιορκήσει ματαίως ο πατέρας του, Μουράτ καί ο παππούς του, Βαγιαζήτ. Σύμφωνα μέ τόν Σλουμβερζέ, τόν μεγαλύτερο βυζαντινολόγο πού έζησε στίς αρχές του 20ου αιώνα καί έγραψε χιλιάδες σελίδες γιά τήν ιστορία του Βυζαντίου:

"...χαρακτηριστικόν του μεγάλου εκείνου στρατηλάτου ήτο παράδοξον κράμα της απηνούς ωμότητος Τούρκου ηδυπαθούς καί φανατικού, καταστροφέως ανοικτίρμονος απάντων των εχθρών της ιδίας αυτού θρησκείας άνευ διακρίσεως ηλικίας καί φύλου καί παραδόξου ζήλου υπέρ τινών ζητημάτων φιλισοφικών, θεολογικών καί καλλιτεχνικών. Ωφειλε δέ βεβαίως τάς ιδιότητας ταύτας καί τήν μεγάλη αυτού νοημοσύνην, προσόντα άλλως σπάνια παρά τή τουρκική φυλή, εις τήν καταγωγή της μητρός, ήτις ήτο δούλη, πιθανώτατα έλκουσα τό γένος εκ Χριστιανών."

Ο Μωάμεθ ανακυρήχθηκε σουλτάνος στήν οθωμανική πρωτεύουσα, τήν Αδριανούπολη (Εριδνέ), καί αμέσως διέταξε νά ταφή μεγαλοπρεπώς στήν Προύσα, ο προκάτοχός του Μουράτ. Αφού, ακολουθώντας τό οθωμανικό έθιμο, στραγγάλισε τά αδέλφια του, διατήρησε στίς θέσεις τους τόν μεγάλο βεζύρη Χαλίλ πασσά καί τόν άλλο ευνοούμενο του πατέρα του Ισαάκ πασσά. Κατόπιν στράφηκε στούς αντιπάλους του ηγεμόνες καί κυρίως αυτόν της Καραμανίας, γιά νά απαλλαγεί από τούς εσωτερικούς εχθρούς καί νά ασχοληθεί απρόσκοπτα μέ τά μεγαλεπήβολα σχέδιά του. Όλα τά τότε γνωστά έθνη έσπευσαν νά αποστείλουν πρέσβεις γιά νά συγχαρούν τό νέο ηγεμόνα. Μεταξύ των απεσταλμένων ήταν αυτοί των δύο κατ'όνομα αυτοκρατόρων Κωνσταντινουπόλεως καί Τραπεζούντος, των δεσποτών της Πελοποννήσου, του Σέρβου κράλη Γεωργίου Βράνκοβιτς, των ηγεμόνων της Λέσβου Γατελούζων, των Γενουατών της Χίου καί του Γαλατά, των ιπποτών της Ρόδου καί πολλών άλλων.



Ο ανυπόμονος σουλτάνος αμέσως ξεκίνησε τήν κατασκευή φρουρίου στήν δυτική πλευρά του Βοσπόρου, απέναντι από τό "Ανατολού Χισάρ", τό οποίο είχε κατασκευάσει ο Βαγιαζήτ. Κατ' αυτόν τόν τρόπο απέκλειε τά στενά του Βοσπόρου καί ήλεγχε πλήρως τόν επισιτισμό της Θεοφύλακτης. Ο Κωνσταντίνος ήταν ανίσχυρος νά εμποδίσει τήν περαίωση των εργασιών, καί παρ'ότι ήθελε νά αντιμετωπίσει στρατιωτικά τούς Τούρκους, δέν τόν άφησαν οι σύμβουλοί του. Ο τουρκικός στρατός λεηλάτησε όλα τά γύρω χωριά, κατέσφαξε τούς κατοίκους των Επιβατών, άρπαξε όλα τά ζώα, μέ αποτέλεσμα πλήθος προσφύγων νά συρεύσουν εντός των τοιχών της Πόλης. Ο αποκλεισμός πλέον είχε γίνει αφόρητος. Τό νέο φρούριο ήταν έτοιμο τόν Αύγουστο του 1452, καί είχε κτισθή στή θέση του μεγαλοπρεπούς ναού του Αρχάγγελου Μιχαήλ. Οι Ρωμηοί τό ονόμασαν "Κεφαλοκόπτη", ενώ οι Οθωμανοί "Ρούμελη Χισσάρ". Ο Μεχμέτ εγκατέστησε χάλκινα τηλεβόλα ικανά νά ρίχνουν ογκώδεις λίθους αρκετά μέτρα μακριά καί διόρισε διοικητή της φρουράς τόν Φιρούζ αγά μέ τήν εντολή νά επιτηρεί τά στενά. Ολα τά πλοία ήταν υποχρεωμένα νά κατεβάζουν τά ιστία, νά αγκυροβολούν κάτω από τό φρούριο καί νά πληρώνουν διόδια. Φυσικά τά πλοία, αρχικά αγνοούσαν τίς διαταγές του Τούρκου διοικητή, ώσπου στίς 26 Νοεμβρίου 1452 συνέβη τό ακόλουθο συμβάν τό οποίο μας τό διοιγείται στό ημερολόγιό του ο Βενετός χειρούργος Νικόλαος Barbaro:

"Η μεγάλη βομβάρδα του νέου φρουρίου εβύθισε τό πλοίον του Αντωνίου Ρίτζου, όπερ κατέπλεεν εκ του Ευξείνου καί έφερε φορτίον κριθής χάριν εφοδιασμού της Κωνσταντινουπόλεως. Συνέβη δέ τούτο τη 26η Νοεμβρίου 1452. Ο καραβοκύριος του πλοίου τούτου εζωγρήθη εν τη θαλάσση, εστάλη εις τήν Αδριανούπολη όπου ο σουλτάνος διέταξε τόν ανασκολοπισμόν αυτού. Οι δέ λοιποί εδιχοτομήθησαν διά πρίονος..."

Από τότε η διέλευση των ιταλικών πλοίων από τόν Εύξεινο Πόντο καί η μεταφορά εφοδίων γιά τούς Έλληνες κατοίκους της πρωτεύουσας έγινε πολύ δύσκολη. Στό μεταξύ ο Κωνσταντίνος προσπαθούσε νά συγκροτήσει το στρατό και να βελτιώσει τήν άμυνα της Πόλης, έστελνε πρεσβείες στήν Δύση εκλιπαρώντας γιά βοήθεια ενώ επιχείρησε καί επιδρομές μέ τά ελάχιστα πλοία πού διέθετε στίς ακτές της Μικράς Ασίας. Παράλληλα συνέχισε τήν ενωτική στάση, υποστηριζόμενος μάλιστα από τόν ιστορικό της ΄Αλωσης Σφραντζή, ο οποίος επιθυμούσε τήν «κατ΄ οικονομίαν» ένωση, μία παράκαμψη από τόν ορθόδοξο δρόμο πού γινόταν γιά τό καλό της Εκκλησίας καί δέν σήμαινε ότι, όταν περνούσαν οι δύσκολες μέρες, η Εκκλησία δέν θά μπορούσε νά ξαναβρεί τόν ορθό δρόμο. Έτσι ο Ελληνας αυτοκράτορας υποδέχθηκε θερμά τόν ληγάτο του πάπα, καρδινάλιο Ισίδωρο, Ρωμηό καταγώμενο από τό Μοριά, ο οποίος θά φρόντιζε γιά τίς διαπραγματεύσεις σχετικά μέ τήν υποταγή της Ελληνικής Εκκλησίας στήν Λατινική. Τόν Ισίδωρο συνόδευσε ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης Λεονάρδος μαζί μέ μερικές εκατοντάδες Ιταλούς τοξότες. Διαζώζεται μάλιστα επιστολή του Λεονάρδου πρός τόν πάπα Νικόλαο Ε' η οποία περιέγραφε τά καθέκαστα της άλωσης της Πόλης. Οι εκπρόσωποι του πάπα μαζί μέ τήν ενωτική μερίδα καί μέ τήν παρουσία του βασιλιά καί του πατριάρχη Γρηγορίου, συλλειτούργησαν από κοινού στήν Αγία Σοφία, στίς 12 Δεκεμβρίου 1452, ημέρα εορτής του Αγίου Σπυρίδωνος, καί διακύρηξαν πανηγυρικώς τήν ένωσιν των εκκλησιών. Ο δέ Γεώργιος Σχολάριος, ο μετέπειτα πρώτος πατριάρχης της αλώσεως, επικεφαλής των ανθενωτικών, από τό κελλί του στήν μονή του Παντοκράτορος εκτόξευε απειλές καί κατάρες γιά τήν προδοσία της πίστεως. Ανθενωτικός ήταν καί ο πρωθυπουργός Μέγας Δούκας Λουκάς Νοταράς ο οποίος είπε τό περίφημο εκείνο: "Κρειττότερόν εστιν ειδέναι εν μέση τη πόλει φακι όλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν." Καί βέβαια θά δούμε αργότερα πως πλήρωσε τήν πολιτική του αυτή επιλογή ο Νοταράς καί η οικογένειά του.

Τό μόνο όπλο πού είχε απομείνει στόν αυτοκράτορα ήταν η περίφημη βυζαντινή διπλωματία. Μέσω αυτής προσπαθούσε νά συνάψει συμμαχίες ικανές νά τόν βοηθήσουν νά αντιμετωπίσει τήν τουρκική λαίλαπα. Μετά τούς δύο αποτυχημένους γάμους πού έκανε ο τελευταίος Παλαιολόγος προσπάθησε νά διαπραγματευθεί μέ πολλούς ηγεμόνες ώστε μέσως του γάμου του μέ τίς κόρες τους νά εξασφαλίσει στρατιωτική βοήθεια γιά τήν χώρα του. Ήρθε λοιπόν σέ διαπραγματέυσεις μέσω του φίλου του Φρατζή, μέ τόν δόγη της Βενετίας Φραγκίσκο Φόσκαρη, μέ τόν ηγεμόνα του Τάραντα, μέ τόν αντιβασιλέα της Πορτογαλίας Πέτρο, μέ τόν αυτοκράτορα της Τραπεζούντος Ιωάννη Δ' Κομνηνό καί μέ πολλούς άλλους. Σκεπτόταν μάλιστα νά νυμφευθεί τήν Άννα Νοταρά, κόρη του πρωθυπουργού Νοταρά ακόμα καί τή χήρα του Μουράτ, τή χριστιανή πριγκίπισσα Μάρα της Σερβίας, που ασκούσε επιρροή στό νέο σουλτάνο, τόν Μεχμέτ Β΄. Η σουλτάνα, ωστόσο, αρνήθηκε τήν πρόταση. Τελικά η νύφη πού επιλέχθηκε ήταν η κόρη του βασιλιά της Ιβηρίας του Καυκάσου (Γεωργίας), Γεώργιου. Κατά τήν ώρα όμως της αναχωρήσεως της γιά τήν Κωνταντινούπολη, ο Κωνσταντίνος δέν ζούσε πιά.

Ο Μωάμεθ συγκέντρωσε τόν Φεβρουάριο του 1453 στά ανάκτορά του στήν Αδριανούπολη τούς αξιωματικούς του καί τούς κάλεσε νά πολεμήσουν μέ όλες τους τίς δυνάμεις τούς Ρούμ γιατί η Κωνσταντινούπολη δέν επρόκειτω νά αντέξει περισσότερο. Όλες οι ελληνικές πόλεις της Θράκης κατελήφθησαν από τόν Καρατζά βέη. Η Πέρινθος, η Αγχίαλος, η Μεσημβρία, η Βιζύη, ο πύργος του Αγίου Στέφανου, οι Επιβάται καί άλλες παράλιες πόλεις της Προποντίδας καί του Εύξεινου Πόντου λεηλατήθηκαν καί παραδόθηκαν στίς φλόγες. Σύμφωνα μέ τόν προδότη ιστορικό Κριτόβουλο:

"... ο της Ευρώπης σατράπης ευθύς στρατιά αγείρας κατατρέχει μέν τά περί τήν πόλιν άπαντα καί τό άστυ μέχρις αυτών των πυλών, καί ληίζεται, κατατρέχει δέ καί Συλημβρίαν καί τά περί αυτήν, αφιστά τε τά περί τήν ταύτη θάλασσαν, Πέρινθον τε καί τά λοιπά, προσχωρεί δέ αυτώ καί τό των Επιβατών φρούριον ομολογία, ξυναφιστά δέ καί τά περί τόν Μέλανα πόντον όσα Ρωμαίοις υπήκοα ήν, χειρούται τε πρός τούτοις καί τό εν Μεσημβρία φρούριον..."

Προηγουμένως ο Μεχμέτ είχε αποστείλει στήν Πελοπόννησο τόν φοβερό στρατηγό Τουραχάν μέ τούς γιούς του Αχμέτ καί Ομάρ προκειμένου νά εμποδίσει τούς δεσπότες Θωμά καί Δημήτριο νά στείλουν ενισχύσεις στόν βασιλιά Κωνσταντίνο. Ο Τουραχάν εκυρίευσε τό Εξαμίλιον στόν ισθμό, λεηλάτησε τήν Αρκαδία, ερήμωσε τήν Μεσσηνία αλλά ο γιός του Αχμέτ αιχμαλωτίσθηκε από τόν Ματθαίο Ασάνη στό Λεοντάριον (Μεγαλούπολη). Ο σκοπός όμως επετεύχθη καί ελληνική βοήθεια από τόν Μοριά ποτέ δέν έφθασε στήν Πόλη. (Παρατίθεται απόσπασμα από τό έργο του Χαλκοκονδύλη). Αντιθέτως έφθασε ιταλική βοήθεια καί μάλιστα τελείως απρόσμενα. Ο Ενετός Ιάκωβος Κόκκος μέ τρείς εμπορικές γαλέρες έφθασε τυχαία αλλά ο Γενουάτης Ιωάννης Ιουστινιάνης (Giovanni Giustiniani) μέ δύο πλοία καί επτακόσιους κατάφρακτους στρατιώτες, ήλθε στήν μεγάλη χριστιανική πόλη από δική του πρωτοβουλία γιά νά τήν υπερασπισθεί καί νά μήν πέσει στά χέρια των αλλοθρήσκων. Ο Ιουστινιάνης, ο επονομαζόμενος Λόγγος ήταν άνδρας θαραλλέος, επαγγελματίας στρατιωτικός καί η βοήθειά του θά αποδεικνύονταν πολύτιμη στίς τελευταίες εκείνες ώρες της Βυζαντινής πρωτεύουσας. Τήν κατά τά άλλα κοσμοπολίτικη καί πολυεθνική Κωνσταντινούπολη μόνο Έλληνες καί Ιταλοί εδέησαν νά τήν υπερασπισθούν. Ω τί ειρωνεία! Αρχαίοι Έλληνες καί Αρχαίοι Ρωμαίοι τήν είχαν ιδρύσει. Ουδείς άλλος Ευρωπαίος ηγέτης δέχτηκε νά βοηθήσει.

Στά τέλη Μαρτίου 1453, ο Κωνσταντίνος μέ τήν βοήθεια των Βενετών ναυτών του Αλουΐσιου Διέδου καί του Γαβριήλ Τρεβιζά βάθυνε τήν μεγάλη τάφρο στήν Ξυλόπορτα δίπλα στόν Κεράτιο κόλπο ενώ τήν φύλαξη τεσσάρων πυλών τήν ανέθεσε στούς Βενετούς Κονταρίνη, Κόρνερ, Μοτσενίγον καί Δολφίν. Στίς 2 Απριλίου ο αυτοκράτορας τοποθέτησε τήν αλυσίδα πού θά έκλεινε τόν Κεράτιο Κόλπο (Χρυσούν Κέρας), από τόν Πύργο του Αγίου Ευγενίου στήν Κωνσταντινούπολη μέχρι τόν Γαλατά ο οποίος ως γνωστόν βρισκόταν υπό Γενουατικήν κυριαρχίαν. Πίσω από αυτή τήν αλυσίδα η οποία είχε μήκος πολλές εκατοντάδες μέτρα τοποθετήθηκαν δέκα μεγάλα πλοία γιά νά παρεμποδίσουν τήν καταστροφή της από τόν εχθρό. Τά χερσαία τείχη της Επταλόφου πόλης είχαν μείνει απαραβίαστα γιά ολόκληρο τό διάστημα της χιλιόχρονης ύπαρξής τους. Τό μεγαλύτερο μέρος τους είχε κατασκευασθεί από τό Μέγα Θεοδόσιο, γι'αυτό ονομάζονται καί "Θεοδοσιανά Τείχη". Εκτείνονταν από τό Επταπύργιον (Γεντί Κουλέ) της Προποντίδος μέχρι τό Παλάτι των


Βλαχερνών
 στόν Κεράτιο Κόλπο, καλύπτοντας επτά χιλιόμετρα ενώ διακόπτονταν από 96 μικρούς καί μεγάλους πύργους. Τό Θεοδοσιανό λοιπόν τείχος αποτελείτω από δύο παράλληλα τείχη, τό εσωτερικό τείχος είχε ύψος 22 μέτρα ενώ τό εξωτερικό τείχος πού χωριζόταν μέ μία περίβολο από τό εσωτερικό είχε ύψος 7 μέτρα. Εξωτερικά προστατεύονταν από μία τάφρο πλάτους 20 μέτρων, η οποία τήν εποχή της αλώσεως ήταν γεμάτη μέ θαλασσινό νερό. Η πρώτη από τίς πύλες ξεκινώντας από τήν Προποντίδα ήταν η Χρυσή Πύλη (Γεντί Κουλέ Καπού), από τήν οποία εισέρχονταν οι θριαμβευτές αυτοκράτορες έπειτα από κάποια νίκη τους, η δεύτερη ήταν η Πύλη της Συλημβρίας, η οποία οδηγούσε στήν πόλη της Συλημβρίας καί βρισκόταν κοντά στό αγίασμα του Μπαλουκλή. Η τρίτη πύλη ήταν η Πύλη του Πολυανδρίου ή Ρουσία Πύλη, ακολουθούσε η Πύλη του Ρωμανού (Τόπ Καπού), η Πύλη της Αδριανούπολης ή Χαρισίου (Εδιρνέ Καπού), η μοιραία Κερκόπορτα ή πύλη Ξυλοκέρκου καί πρός τόν Κεράτιο Κόλπο ήταν η Καλιγαρία Πύλη (Εγρί Καπουσί) η οποία βρισκόταν κοντά στό Παλάτι των Βλαχερνών (Τεκφούρ Σεράϊ), στό παλάτι του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου καί στόν Πύργο του Ανεμά. Τά πελώρια τείχη ίσως νά άντεχαν στίς επιθέσεις των βαρβάρων αν δέν είχαν υπάρξει τά φοβερά κανόνια τού Ούγγρου Ουρβανού των οποίων οι βολές τά κατενίκησαν σύμφωνα μέ τήν διήγηση του Σλουμβερζέ:

"Τό διπλούν καί οχυρόν τείχος της Κωνσταντινουπόλεως τό πολλάκις αντιστάν νικηφόρως εις τάς επιθέσεις πλείστων όσων εθνών της Εσπερίας καί της Ανατολής θά διετέλει καί ταύτην τήν φοράν αμυντήριον των Ελλήνων κατοίκων δυσάλωτον, άν μή ήθελε βομβαρθισθή καί διασπαραχθή, έπειτα δέ κατασκαφή υπό των νέων εκείνων οργάνων καταστροφής, των γιγαντιαίων χαλκών πυροβόλων του σουλτάνου των εκτινασσόντων μακράν τας ουχ ήττον γιγαντιαίας λιθίνας αυτών σφαίρας, ων αι φρικταί καταστροφαί επέτρεψαν τέλος εις τά τουρκικά τάγματα νά επιχειρήσωσιν επιτυχώς τήν τελικήν έφοδον."




Πολιορκία - Τελευταίες ημέρες

Ο Μωάμεθ, από τά τέλη Μαρτίου είχε ολοκληρώσει τίς προετοιμασίες του στήν Αδριανούπολη.


Ολόκληρος ο διαθέσιμος στρατός σέ Ευρώπη καί Ασία είχε συγκεντρωθεί στήν πόλη της Θράκης καί ο ακριβής προσδιορισμός των Οθωμανών στρατιωτών είναι αδύνατο νά υπολογιστεί καθ'ότι ποικίλλουν οι εκτιμήσεις των ιστορικών. Πόσο μάλλον αφού καθ'όλη τή διάρκεια της πολιορκίας συνέρρεαν μουσουλμάνοι άτακτοι από όλα τά αραβικά εδάφη γιά νά πολεμήσουν κατά των απίστων στόν ιερό πόλεμο "Τζιχάντ" καί νά συμμετάσχουν βεβαίως καί στίς αναμενόμενες λεηλασίες. Είναι αξιοσημείωτος καί ανεξήγητος ο διακαής πόθος των μουσουλμάνων νά καταλάβουν τήν Κωνσταντινούπολη από τόν 7ο αιώνα ακόμα. Ο Μωάμεθ βέβαια εκμεταλευόμενος αυτόν τόν πόθο είχε στείλει σέ όλες τίς κατευθύνσεις ιμάμηδες γιά νά εξεγείρουν τά πλήθη των οπαδών του Ισλάμ καί νά σπεύσουν καί αυτοί κατά σμήνη μπροστά στά τείχη της Κωνσταντινούπολης. Βλέπει κανείς καί σήμερα σέ ιστοδελίδες Αράβων νά πανηγυρίζουν γιά τήν ημέρα της κατάληψης της χριστιανικής μεγαλούπολης από τούς ομόθρησκούς τους. Γιά νά επανέλθουμε στό πλήθος των πολιορκητών, σάν πιό αξιόπιστη μαρτυρία θεωρείται εκείνη του Ενετού Μπάρμπαρο σύμφωνα μέ τήν οποία ο τακτικός στρατός ανέρχονταν σέ 160 χιλιάδες καί άλλοι τόσοι ήταν οι ναύτες του στόλου, οι άτακτοι στρατιώτες αλλά καί οι έμποροι, οι τεχνίτες, οι εργάτες, οι δερβίσηδες, οι ιμάμηδες καί τά πλήθη εκείνα των τυχοδιωκτών πού ακολουθούσαν τίς μεγάλες στρατιές στίς εκστρατείες τους.

Τό σημαντικότερο σώμα τό αποτελούσαν οι γενίτσαροι (νεήλυδες κατά τούς Βυζαντινούς) οι οποίοι ήταν άριστα εκπαιδευμένοι καί υπόκεινταν σέ αυστηρότατη στρατιωτική πειθαρχία. Ως γνωστόν ήταν τά πιό δυνατά παιδιά χριστιανών τά οποία οι γονείς τους ήταν αναγκασμένοι χωρίς αντίρρηση νά τά παραδίδουν στούς χοτζάδες. Σύμφωνα δέ μέ τόν Παπαρρηγόπουλο περίπου ένα εκατομμύριο ελληνόπουλα καθ'όλη τή διάρκεια της Τουρκοκρατίας είχαν μετατραπεί σέ γενίτσαρους. Όλοι οι θρίαμβοι του σουλτάνου κατά των χριστιανικών εθνών τήν διάρκεια του 14ου καί 15ου αιώνα οφείλονταν στά παιδιά αυτά των χριστιανών. Απειράριθμοι ήταν οι άτακτοι βασιβοζούκοι πού συμμετείχαν στό στράτευμα καί οι οποίοι σάν μόνο όπλο είχαν ένα γιαταγάνι. Δυστυχώς χιλιάδες ήταν καί οι Ευρωπαίοι οι οποίοι συμμετείχαν στήν πολιορκία καθώς επίσης Ελληνες αλλά καί Σέρβοι πού είχε στείλει ο κράλης της Σερβίας Βράνκοβιτς.

Τό μεγαλύτερο όμως πλεονέκτημα του Τούρκου κατακτητή ήταν τό τρομερό κανόνι πού κατασκεύαζε ο Ουρβανός στήν Αδριανούπολη. Ο Κωνσταντίνος δέν μπόρεσε νά ικανοποιήσει τίς χρηματικές απαιτήσεις του Ούγγρου, όταν αυτός είχε προτείνει στόν Ελληνα αυτοκράτορα τήν κατασκευή τέτοιου όπλου καί έτσι ο τελευταίος στράφηκε πρός τόν Μωάμεθ. Η ευσυνειδησία του Παλαιολόγου, ο οποίος κάλλιστα θά μπορούσε νά δολοφονήσει ή νά φυλακίσει τόν άπληστο Ουρβανό, δέν του βγήκε σέ καλό, διότι ο Ούγγρος κατάφερε νά κατασκευάσει γιά λογαριασμό των πολιορκητών τό μεγαλύτερο κανόνι πού είχε δεί τότε η ανθρωπότητα καί γιά τό οποίο χρειάστηκαν τριάντα ζεύγη βοδιών καί εκατοντάδες εργάτες γιά νά τό μεταφέρουν από τήν Αδριανούπολη μέχρι τά τείχη της Πόλης. Bέβαια ο άπληστος Ουρβανός λίγο αργότερα θά έβρισκε τό θάνατο από τήν έκρηξη του δικού του κανονιού, αλλά τό κακό είχε ήδη γίνει. Ο σουλτανος είχε αποκτήσει τήν τεχνογνωσία πού του χρειαζόταν γιά νά γκρεμίσει τά γερασμένα τείχη.

Στίς 23 Μαρτίου 1453 ο ίδιος ο Μωάμεθ έστηνε τήν μεγαλοπρεπή σκηνή του κοντά στόν χείμαρρο του

Λύκου μπροστά από τήν Πύλη του Ρωμανού. Ως γνήσιος μωαμεθανός, μόλις έφτασε, άπλωσε ένα χαλί, στράφηκε πρός τήν Μέκκα, γονάτισε καί προσευχήθηκε. Ολόκληρος ο στρατός τόν μιμήθηκε. Φανταζόμαστε τόν τρόμο των κατοίκων της Πόλης οι οποίοι είχαν συγκεντρωθεί στά γερασμένα τείχη καί παρακολουθούσαν τήν θάλασσα εκείνης της πολυάριθμης στρατιάς πού εκτείνονταν σέ όλο τό μήκος των χερσαίων τειχών, από τήν Προποντίδα μέχρι τόν Κεράτιο Κόλπο. Καί όμως είχαν αποφασίσει νά πολεμήσουν απέναντι σέ αυτόν τόν ανίκητο στρατό της Οθωμανικής υπερδύναμης. Απέναντι λοιπόν από τήν πύλη του Ρωμανού, στόν λόφο Μαλτεπέ, έστησε ο σουλτάνος τό στρατηγείο του, περιστοιχιζόμενος από τήν αυτοκρατορική φρουρά των δεκαπέντε χιλιάδων γενιτσάρων. Ο Ζαγανός πασσάς, ο οποίος ήταν Αλβανός εξωμότης, ανέλαβε τήν φύλαξη των υψωμάτων του Πέρα, γιά νά επιτηρεί τή Γενουατική συνοικία του Γαλατά. Ο Καρατζάς πασσάς, βεϊλέρβεης της Ρούμελης, δηλαδή στρατηγός των Ευρωπαϊκών στρατευμάτων, έλαβε τή αρχηγία του αριστερού κέρατος της απειράριθμης στρατιάς, απέναντι από τό ανάκτορο του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου (Τεκφούρ Σεράϊ). Ο αρχηγός των ασιατικών στρατευμάτων, Ισαάκ πασσάς, βεϊλέρβεης της Ανατολής, καί ο αρνησίθρησκος Έλληνας Μαχμούτ Μπέης, έλαβαν τήν αρχηγία του δεξιού μέρους του Τουρκικού στρατού, δηλαδή από τό Τόπ Καπού μέχρι τήν Χρυσή Πύλη δίπλα στήν παραλία της Προποντίδος, εκεί πού σήμερα βρίσκεται τό Γεντί Κουλέ (Επταπύργιον). Ο Μεγάλος βεζύρης Χαλίλ πασσάς, ο οποίος ήταν ευάλωτος στήν δωροδοκία καί έδινε πολύτιμες πληροφορίες στούς Ελληνες, ανέλαβε τήν διοίκηση του κέντρου, απέναντι από τήν πύλη της Αδριανούπολης. Η Προποντίδα ήταν γεμάτη από τά εκατοντάδες πλοιάρια πού είχε κατασκευάσει ο σουλτάνος στήν Καλλίπολη καί τά οποία ήταν υπό τίς διαταγές του πρώτου στήν ιστορία Καπουδάν πασσά, του Μπαλτόγλου ο οποίος ήταν Βούλγαρος στήν καταγωγή καί του Χαμουζά πασσά. Ηταν η πρώτη πολιορκία της Βασιλεύουσας στήν οποία οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν στόλο. Ο ναύσταθμος του στόλου τούτου ήταν τό Διπλοκιόνιο (σημερινό Ντολμά Μπαξέ).

Σύμφωνα μέ τόν Κριτόβουλο πρίν τήν άφιξη του κυρίως σώματος του εχθρικού στρατού οι Ρωμηοί, έκαναν αιφνιδιαστική επίθεση καί σκότωσαν αρκετές εκατοντάδες από τούς ατάκτους μουσουλμάνους, αλλά μέ τήν εμφάνιση του κυρίως όγκου του εχθρού αποσύρθησαν, διέλυσαν τίς γέφυρες καί έκτισαν τίς πύλες του εξωτερικού τείχους. Τήν διάταξη των επτά χιλιάδων αμυνομένων στρατιωτών τήν περιγράφει ο Παπαρρηγόπουλος στήν "Ιστορία του Ελληνικού Έθνους". Τήν πύλη του Αγίου Ρωμανού πού ήταν τό πιό ευάλωτο σημείο θά τήν υπερασπίζοταν ο ίδιος ο Aυτοκράτορας μαζί μέ τόν Ιουστινιάνη καί τούς κατάφρακτους στρατιώτες του, ο Ιωάννης Καντακουζηνός καί ο Δόν Φραγκίσκος από τό Τολέδο (απόγονος του Αλεξίου Κομνηνού). Τήν Χαρσία Πύλη τήν ανέλαβε ο Θεόδωρος Καρυστινός, άριστος τοξότης, καί ο Γερμανός μηχανικός Ιωάννης Γκράντ, πού έμελλε μέ επιτυχία νά εξουδετερώσει όλες τίς προσπάθειες υπονόμευσης των τειχών. Στήν Εδιρνέ Καπού τοποθετήθηκαν οι αδελφοί Μποκκάρδοι από τή Βενετία. Τό παλάτι του Εβδόμου ανατέθηκε στόν βενετό βάϊλο Μινότο ενώ τό τείχος στό παλάτι των Βλαχερνών ανατέθηκε στόν καρδινάλιο Ισίδωρο. Στήν μεριά του Κεράτιου, από τήν Ξυλόπορτα μέχρι τήν Πετρίου Πύλη τοποθετήθηκαν δύο Γενουάτες, ο Ιερώνυμος καί ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος καί ο Ρωμηός μαθηματικός Μανουήλ Παλαιολόγος. Τό υπόλοιπο μέρος του Κερατίου τό ανέλαβε ο αρχιναύαρχος Λουκάς Νοταράς μέ 500 σφενδονητές καί τοξότες, ο Αλέξιος Δισύπατος, ο Αλουΐσιος Διέδο, Ιωάννης Βλάχος, καί ο Μετοχίτης, ενώ κρητικοί ναύτες θά υπερασπίζοταν τόν πύργο του Βασιλείου ο οποίος βρίσκοταν δίπλα στήν πύλη του Νεωρίου ή αλλιώς Ωραία Πύλη (Μπαχτσέ Καπού). Αυτοί θά ήταν οι μόνοι πού θά έφερναν μέχρι τέλους τό έργο τους. Τό τείχος στήν Προποντίδα τό ανέλαβε ο Ορχάν, ξάδελφος του Μωάμεθ καί διεκδικητής του θρόνου μαζί μέ Έλληνες μοναχούς, τούς Βενετούς Κονταρίνι καί Τρεβιζάνο καί τόν Ισπανό Πέτρο Γουλιάνο πού βρισκόταν στό παλάτι του Βουκολέοντος. Στήν Χρυσή Πύλη καί στήν Πύλη της Συλημβρίας τοποθετήθηκαν οι Ιταλοί Κορνέρος, Μοσενίγος, Γουδέλης καί ο Ανδρόνικος Καντακουζηνός. Τίς εφεδρείες στό μέσον της πόλης, στήν εκκλησία των Αγίων Αποστόλων τίς αποτελούσαν οι Θεόφιλος Παλαιολόγος, Δημήτριος Καντακουζηνός καί Νικηφόρος Παλαιολόγος μαζί μέ 700 ακόμα άνδρες. Καί βέβαια μακάρι νά μπορούσα νά γράψω όλα τά ονόματα αυτών πού έμειναν γιά νά πεθάνουν γιά τούς τάφους των πατεράδων τους, γιά τήν τιμή των οικογενειών τους καί γιά τήν υπεράσπιση ενός χιλιόχρονου πολιτισμού, αλλά καί γιά τόυς Ιταλούς καί τούς λίγους Ισπανούς πού πολέμησαν μαζί τους. Άλλοι τόσοι Ελληνες βρίσκοταν έξω από τά τείχη, στήν υπηρεσία του εκπροσώπου της τότε νέας τάξης πραγμάτων.

Αγωνίζοταν γιά μία αυτοκρατορία πολυπολιτισμική, χωρίς σύνορα, χωρίς σημαίες στήν οποία όλες οι εθνότητες θά ζούσαν μαζί, αλλά αγωνίζονταν ταυτόχρονα γιά τό προσωπικό τους συμφέρον καί γιά τόν πλουτισμό τους. Οι Ελληνες πού ήταν μέσα στά τείχη αγωνίζοταν γιά πατρίδα, θρησκεία, τιμή καί οικογένεια καί σύντομα οι περισσότεροι από αυτούς θά έχαναν τή ζωή τους. Η ιστορία πάντα θά επαναλαμβάνεται, άλλοι θά είναι εντός των τειχών καί άλλοι εκτός των τειχών.


Πολλοί μέ κατακρίνουν μέ ηλεκτρονικά μηνύματα ότι όλα αυτά πρέπει νά ξεχαστούν, ότι η Πόλις είναι τουρκική καί είναι φασισμός καί εθνικισμός νά τήν κρατούμε ζωντανή στή μνήμη μας ύστερα από τόσα χρόνια. Υπάρχει αυτή η καραμέλα πού μασιέται κυρίως από άτομα πού ανήκουν στήν εξουσία (δημοσιογράφοι, πολιτικοί καί επιχειρηματίες) οι οποίοι υπηρετούν τό νεοφασιστικό σύστημα της Νέας Τάξης Πραγμάτων. Δικαιώνουν έτσι τήν κατάκτηση καί τήν ξένη κατοχή επειδή πέρασαν τά χρόνια. Τή δικαιώνουν ίσως γιατί η Νέα Τάξη Πραγμάτων λειτουργεί μέ κατοχή (βλέπε Ιράκ, Κόσσοβο, Σκόπια, Κύπρος κλπ). Διερωτιέμαι τί θά έκαναν τήν περίοδο του 18ου αιώνα όταν θά ζούσαν στήν Αθήνα πού ζούσε υπό ξενική κατοχή γιά 600 χρόνια. Θά έλεγαν νά τήν ξεχάσουμε καί είναι μία ωραία τουρκική πόλη καί θά πρέπει νά ζήσουμε αρμονικά μέ τόν κατακτητή; Γιά τήν Θεσσαλονίκη η οποία τόν 19ο αιώνα ζούσε τόν 6ο αιώνα της ξενικής της κατοχής; Κακώς τήν θυμηθήκαμε τό 1912-13; Η Κρήτη από τόν 11ο αιώνα μέχρι τόν 20ο αιώνα δέν ήταν Ελληνική. Είχε περάσει Αραβική, Βενετική καί Τουρκική κατοχή γιά 900 χρόνια. Υπάρχει χρονικός ορίζοντας γιά τήν δικαίωση του κατακτητή; Οι Γερμανοί πού εισέβαλαν στήν Ελλάδα, ύστερα από πόσα χρόνια θά δικαιώνονταν; Αν εποίκιζε ο Χίτλερ τήν Ελλάδα θά έπρεπε τώρα νά ζούμε μαζί μέ τούς Γερμανούς αρμονικά καί όμορφα; Μήπως γι'αυτό μάς εξανάγκασαν τά πανίσχυρα ΜΜΕ καί οι εξαγορασμένοι πολιτικοί νά αποδεχτούμε τό σχέδιο Αννάν; 30 χρόνια είναι αρκετά γιά νά συμφιλιωθούμε μέ τόν κατακτητή καί νά αποδεχτούμε τήν αρπαγή περιουσιών, τό θάνατο των αμυνομένων καί τήν βεβήλωση τάφων καί ναών; Αυτοί πού μέ κατακρίνουν μέ κοσμητικά επίθετα όπως φασίστας, ρατσιστής ή εθνικιστής καλύτερα θά ήταν νά απαντήσουν στίς ερωτήσεις μέ επιχειρήματα. Ισως ότι δέν έχουν επιχειρήματα καί μέ βρίζουν νά είναι μία δικαίωση γιά μένα καί τά γραφόμενά μου. Ίσως γιατί δέν ξέρουν νά ξεχωρίσουν τόν φουκαρά μετανάστη, τόν τρομοκρατημένο πρόσφυγα, τόν ξέγνοιαστο τουρίστα από τόν αλλαζόνα κατακτητή, γιαυτό μέ βρίζουν. Αλλά ο Τούρκος αγαπητοί υβριστές μου δέν ήρθε στά εδάφη μας σάν μετανάστης ήρθε σάν κατακτητής όπως ακριβώς ήρθαν οι Ναζί. Οι κουκουλοφόροι πού συνεργάστηκαν μέ τόν κατακτητή εκείνα τά χρόνια αποτελούν γιά εμάς βδελυρά αποβράσματα. Τί άλλαξε από τότε;

Αλλά ας επανέλθουμε στήν αφήγησή μας. Στίς αρχές Απριλίου ο Μεχμέτ διέταξε νά καταλάβουν καί τούς τελευταίους πύργους στά περίχωρα της Κωνσταντινουπόλεως. Κυριεύτηκε τό φρούριο στά Θεραπειά, στίς όχθες του Βοσπόρου, τό φρούριο του Στουδίου καί τό φρούριο στή νήσο Πρίγκηπο, τό οποίο υπερασπιζόταν τό περίφημο μοναστήρι στό οποίο ως γνωστόν κατέφευγαν τά μέλη της αριστοκρατίας πού επιθυμούσαν νά μονάσουν. Παραθέτω αφήγηση του Κριτόβουλου:

"Ο σουλτάνος προσέβαλε τό φρούριο τούτο καί επιστήσας πυροβόλα κατέσεισε καί κατέρριψε τό πλείστον τούτου, καί των εντός αυτού πολλοί εφονεύθησαν υπό των λίθων των εκπεμπομένων από των πυροβόλων, οι δέ περιλειφθέντες των φρουρών, μή δυνάμενοι πλέον νανθέξωσι, προσεχώρησαν δι'όμολογίας, όπως μεταχειρισθή κατά βούλησιν αυτούς, καί εκείνος ανεσκολόπισεν αυτούς, τεσσαράκοντα όντας. Εκείθεν δέ μετέβη εις τό φρούριον τό καλουμένον του Στουδίου, καί αυτό κατασείσας διά των πυροβόλων καί καταρρίψας αυθημερόν εξεπόρθησε καί τούς άνδρας ανεσκολόπισεν, αγαγών παρά τό τείχος της πόλεως, ίνα ώσι καταφανείς. Κατά δέ τάς αυτάς ημέρας καί Παλτόγλης ο του στόλου ηγεμών τάς μέν πλείους των νεών αυτού κατέλιπεν εφορμείν τω στόματι του λιμένος καί τη αλύσει, αυτός δέ αναλαβών τάς λοιπάς, κελεύσαντος βασιλέως, επιπλεί τη Πριγκίπω νήσω, ην δέ εκεί φρούριον ασφαλέστατον, φυλακήν έχον εντός άνδρας καταφράκτους τριάκοντα, άνευ μέντοιγε των οικητόρων."



Τό φρούριο της Πριγκήπου άντεξε τόν κανονιοβολισμό καί γιαυτό ο Μπαλτόγλου συγκέντρωσε έφλεκτες ύλες νά τό κάψει. Οι αμυνόμενοι δέν άντεξαν τίς αναθυμιάσεις, παραδόθηκαν καί άπαντες αποκεφαλίσθησαν. Οι κανονιοβολισμοί στά γερασμένα τείχη της Βασιλεύουσας άρχισαν στίς 6 Απριλίου καί μέχρι τίς 18 Απριλίου συνοδεύονταν από διάφορες ασήμαντες απόπειρες εφόδου από πλευράς επιτιθέμενων. Τά μεγαλύτερα κανόνια είχαν τοποθετηθεί μπροστά από τό ασθενέστερο τμήμα του χερσαίου τείχους, στήν πύλη του Αγίου Ρωμανού. Οι κάτοικοι πού δέν είχαν συνηθίσει τόν θόρυβο του κανονιοβολισμού κατεβλήθησαν από τρόμο στό άκουσμα των κρότων, ενός τρόμου ο οποίος


μεγάλωσε όταν είδαν τμήματα του εξωτερικού τείχους νά καταρρέουν παρασύροντας μαζί τους καί δύο πύργους. Τίς νύχτες λοιπόν γυναίκες, γέροι καί παιδιά βοηθούσαν στήν αποκατάσταση των γκρεμισμένων τειχών, τοποθετώντας πέτρες, πλέγματα από δοκάρια καί σακκιά γεμάτα χώμα. Φαντάζεται κανείς τήν κούραση των πολιορκουμένων οι οποίοι πολεμούσαν τήν ημέρα καί τή νύκτα έπρεπε νά είναι σέ επιφυλακή γιά τυχόν επίθεση, αλλά ταυτόχρονα έπρεπε νά επιδιορθώνουν καί τίς φθορές στά τείχη. Πράγματι τίς βραδυνές ώρες της 18ης Απριλίου, οι Τούρκοι επιχείρησαν αιφνιδιαστικά τήν πρώτη σημαντική έφοδο τους στά τείχη. Οι Έλληνες μέ επικεφαλής τόν Αυτοκράτορα απέκρουσαν μέ επιτυχία τήν επίθεση αυτή ρίχνοντας κάτω τίς πολυάριθμες σκάλες πού έστηνε ο εχθρός, ενώ μέ τά βέλη καί τά πρωτόγονα ντουφέκια εξουδετέρωναν τόν ένα Τούρκο μετά τόν άλλο. Αλλά τή θέση του νεκρού τήν έπαιρναν άλλοι επιτιθέμενοι καί συνεχίσθηκε έτσι η έφοδος γιά πέντε ώρες, μέχρι πού ο εχθρός αποσύρθηκε. Σύμφωνα μέ τόν Sir Edwin Pears οι απώλειες των μουσουλμάνων ήταν αρκετές εκατοντάδες σέ αντίθεση μέ τούς χριστιανούς πού ήταν μηδαμινές.

Τήν επομένη μία καινούργια νίκη θά έδινε ελπίδες στούς Ελληνες καί Ιταλούς υπερασπιστές της Πόλης. Ο Τούρκος ναύαρχος ανέλαβε νά επιτεθεί μέ όλη τήν δύναμη των τριακοσίων περίπου πλοίων καί νά διασπάσει τήν αλυσίδα του Κεράτιου Κόλπου ή Χρυσού Κέρατος όπως τόν έλεγαν οι Ρωμηοί. Τήν αλυσίδα τήν φύλαγαν μεγάλα Βενετικά καί Γενοβέζικα πλοία καί τό γενικό πρόσταγμα τό είχε ο Μέγας Δούκας Λουκάς Νοταράς. Οι αμυνόμενοι έριχναν από τά υψηλότερα πλοία τους πλήθος από πέτρες καί βέλη, ενώ έκαιγαν τά εθχρικά πλοιάρια μέ τό Υγρόν Πύρ. Επί τέλους υποχώρησαν οι Οθωμανοί καί τά λιμάνια στόν Κεράτιο Κόλπο παρέμεναν πρός τό παρόν ασφαλή.

Στίς 20 Απριλίου όλοι οι κάτοικοι συγκεντρώθηκαν στά τείχη πού βλέπουν στήν Προποντίδα γεμάτοι περιέργεια. Πανιά φάνηκαν στόν ορίζοντα καί όλοι ανεθάρρησαν ότι έρχεται επιτέλους η βοήθεια από τόν πάπα. Τά πλοία ήταν μόλις τέσσερα, αλλά ίσως ήταν η εμπροσθοφυλακή ενός μεγάλου χριστιανικού στόλου πού πλησίαζε νά διώξει τούς βαρβάρους. Δυστυχώς όμως τά σκάφη αυτά ήταν εκείνα στά οποία ο Κωνσταντίνος είχε παραγγείλει προμήθειες γιά τούς κατοίκους. Τά τρία ήταν Γενοβέζικα καί τό ένα καί μεγαλύτερο ήταν βασιλικό καί είχε καπετάνιο τόν περίφημο Φλαντανελά. Τά πλοία αρχικά είχαν καθηλωθεί στήν Χίο από βόρειους ανέμους, αλλά τώρα οι ισχυροί νοτιάδες τά έσπρωχναν πρός τόν Κεράτιο. Ο Μωάμεθ αμέσως διέταξε τόν Μπαλτόγλου νά πάρει όλη τή δύναμη από τό Διπλοκιόνιο (Mπεσικτάς) καί νά τά συλλάβει. Τά τέσσερα μεγάλα πλοία περικυκλώθηκαν από τά δεκάδες μικρότερα τουρκικά καί τό χειρότερο ήταν ότι ο άνεμος έπαψε νά φυσά. Ο καπουδάν πασσάς εμβόλισε τόν βυζαντινό δρόμωνα καί άρχισε μία σκληρή μάχη σώμα μέ σώμα. Οι ελπίδες των χριστιανών ήταν ελάχιστες αλλά υπό τό βλέμμα των χιλιάδων κατοίκων αγωνίζονταν μέ γενναιότητα. Τά χριστιανικά πλοία δέθηκαν μεταξύ τους καί έμοιαζαν σάν ένα οχυρό μέσα στήν θάλασσα, τό οποίο χιλιάδες τούρκοι προσπαθούσαν νά τό εκπορθήσουν. Ο κυβερνήτης Φλαντανελάς δέν έπαψε στιγμή νά εμψυχώνει τούς άντρες του καί συνέχισε μέ ένα τεράστιο πέλεκυ νά πολεμά μέ πείσμα. Αλλά καί κάποιος άλλος είχε αγωνία γιά τήν έκβαση της παράξενης αυτής ναυμαχίας. Ο σουλτάνος έφιππος είχε μπεί στό νερό καί εκτόξευε απειλές καί ύβρεις κατά του ναυάρχου του.

"ο δέ αμηράς θεωρών μηδέν άξιον έργον ποιούντα τόν τοσούτον καί τηλικούτον στόλον αλλά μάλλον ήττονα όντα, μανείς καί θυμώ ληφθείς, βυχώμενος καί τούς οδόντας τρίζων ύβρεις ενέχεε εις τούς αυτού, δειλοκάρδιους καί γυναικώδεις καί ανωφελείς αποκαλών, καί τόν ίππον κεντρίσας ήλθεν εντός της θαλάσσης..."

Η μοίρα παίζοντας τό παιχνίδι της έκανε τόν νοτιά νά δυναμώσει, έσπρωξε τά μεγάλα πλοία πρός τόν Κεράτιο κόλπο πού ήταν οι υπόλοιπες ιταλικές γαλέρες του Τρεβιζάνου καί του Ζαχαρία Γριώνη καί τά τούρκικα υποχώρησαν. Ισως ήταν ευκαιρία νά επιτεθούν όλα τά χριστιανικά πλοία καί νά διαλύσουν τόν στόλο του Μωάμεθ αλλά δέν τό έκαναν. Η σωτηρία των εξαντλημένων χριστιανών ναυτικών αναπτέρωσε τό ηθικό των κατοίκων της Πόλης, ενώ ντρόπιασε τούς Οθωμανούς των οποίων οι απώλειες ξεπέρασαν τούς χίλιους σκοτωμένους. Ο Μωάμεθ έξαλλος ήθελε νά παλουκώσει τόν άτυχο Μπάλτογλου αλλά τόν συγκράτησαν οι στρατηγοί του. Ράβδισε ο ίδιος τό ναύαρχο, τόν καθαίρεσε καί όρισε αντικαταστάτη τόν Χαμουζά πασσά, ενώ τήν περιουσία του όλη τήν μοίρασε στούς γενίτσαρους, όπως συνηθίζοταν σέ παρόμοιες περιπτώσεις.

Τελικά βέβαια, τή χαρά των Ελλήνων διαδέχτηκε η λύπη γιατί τελικά χριστιανικός στόλος δέν ερχόταν γιά νά τούς σώσει καί όπως λεέι ο Sir Edwin Pears "η τύφλωση των ηγεμόνων της Εσπερίας έφθανε μέχρι τήν παραφροσύνη. Αυτοί καί οι λαοί τους έμελλε νά τιμωρηθούν σκληρά γιά τήν αισχρή εγκατάλειψη της Κωνσταντινούπολης, του αυτοκράτορα καί του λαού της." Εν τω μεταξύ ο βομβαρδισμός των χερσαίων τειχών συνεχίζοταν ακατάπαυστα καί κατέρευσε καί ο πύργος της Βακτατονίας δίπλα στήν πύλη του Αγίου Ρωμανού.

Τήν 22α Απριλίου, ημέρα Κυριακή, έμελλε νά συμβεί ένα από τά παραδοξότερα γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας. Ο Μωάμεθ μέ τήν βοήθεια Ιταλού μηχανικού είχε συλλάβει τό σχέδιο νά κατασκευάσει διολκό από τήν οποία θά μετέφερε τά έλαφρά πλοιάρια του, τίς λεγόμενες φούστες, από


τό Διπλοκιόνιο (Μπεσικτάς) στόν Κεράτιο. Η αποτυχία του Μπαλτόγλου νά εξουδετερώσει τίς τέσσερες γαλέρες τόν επείσμωσε καί έθεσε πάραυτα τό μεγαλεπίβολο σχέδιό του. Σύμφωνα μέ τόν Λατίνο χρονογράφο Πούσκουλο, ο Ζαγανός πασσάς ξεκίνησε βομβαρδισμό των ιταλικών πλοίων γιά λόγους αντιπερισπασμού. Τά κανόνια στήθηκαν πίσω από τήν γενουατική συνοικία του Γαλατά ώστε νά μήν γίνει αντιληπτή η κατασκευή του διολκού ούτε από τούς Γενουάτες αλλά ούτε καί από τούς πολιορκουμένους. Οι χιλιάδες χριστιανοί σκλάβοι αφού ισοπέδωσαν τόν δρόμο στό λόφο πού βρίσκεται σήμερα τό Πέραν (Σταυροδρόμιον), τοποθέτησαν ξύλινα δοκάρια τά οποία επάλειψαν μέ λίπος. Τό βράδυ δοκίμασε μέ μία φούστα η οποία σύρθηκε μέ τήν βοήθεια βοδιών καί πολυάριθμων σκλάβων καί τό αποτέλεσμα ήταν τό τουρκικό πλοιάριο νά βρεθεί εντός του Κερατίου Κόλπου. Ακολούθησαν κατά τή διάρκεια της νύκτας 70 πλοιάρια. Σύμφωνα μέ τόν Κριτούβουλο "ήτο δέ τό θέαμα παράξενον καί απίστευτον εις τούς ακούοντας πλήν των ιδόντων, τό νά βλέπωσι ναυς επί της μεσογαίας φερόμενας μετ'αυτών των πληρωμάτων καί των ιστίων καί της άλλης αποσκευής." Kατ'αυτόν τόν τρόπο αξιόμαχος στολίσκος βρέθηκε στό λιμάνι των Ψυχρών Υδάτων (Κασίμ πασσά), μέσα στόν Κεράτιο, πρός μεγάλη έκπληξη των Ελλήνων οι οποίοι μέ τό πρώτο φως της ημέρας έβλεπαν τόν εχθρό νά απειλεί καί τά τείχη πρός τήν μεριά του Κεράτιου, τείχη τά οποία ήταν καί πολύ αδύνατα καί επανδρωμένα μέ ολιγάριθμους άνδρες. Καί βέβαια όλοι οι κάτοικοι ήξεραν ότι από εκείνα τά τείχη είχε αλωθεί η πολυαγαπημένη πόλη τους από τούς Φράγκους τό 1204.

Η απελπισία ήταν μεγάλη του βασιλιά Κωνσταντίνου ο οποίος ήταν τώρα αναγκασμένος νά μεταφέρει στρατεύματα από τίς άλλες αμυντικές θέσεις πρός τήν πλευρά του Κεράτιου. O Γουσταύος Σλουμβερζέ γράφει: "Η θέσις των Ελλήνων ήτο αμέτρως στενόχωρος καί τραγική. Δέν εγίγνωσκον αληθώς πού τήν κεφαλήν κλίναι. Καί όμως έπραξαν πάν ότι ήτο ανθρωπίνως δυνατόν εν περιστάσεσιν ούτω τραγικαίς." Έτσι όταν ο Μωάμεθ του ζήτησε νά παραδώσει τήν Πόλη μέ αντάλλαγμα πλούτη, αξιώματα, προστασία καί τήν επαρχία του Μοριά, ο περήφανος εκείνος Ρωμηός του απάντησε σύμφωνα μέ τόν Δούκα: "ου γάρ ήν δυνατόν παραδοθήναι τήν πόλιν τοις Τούρκοις εκ των χειρών των Ρωμαίων ει γάρ είχε τούτο γενέσθαι, ποίαν οδόν ή ποίον τόπον ή πόλιν είχον μετοικήσαι Χριστιανών του μή καταπτύειν καί ονειδίζειν καί σφακελίζειν τούς Ρωμαίους; ουχί μόνον Χριστιανοί αλλά καί αυτοί Τούρκοι καί Εβραίοι είχον εξουθενείν αυτούς.".

Στίς 23 Απριλίου οι αμυνόμενοι συνήλθαν σέ συμβούλιο ώστε νά αποφασίσουν τί μέλλει γενέσθαι. Ο Βενετός Ιάκωβος Κόκκος"ανήρ οξύτερος του ποιείν ή λέγειν, ήρξατο του έργου πάνυ επιτηδείως καί καλώς τρόπω τοιώδε, ακάτια τρία πάνυ ταχέα καί γοργά οικονομήσας, καί τεσσαράκοντα νέους θαρσαλέους καί μεγαλοψύχους καί ανδρείους εν αυτοίς έβαλε, Γραικούς τε καί Ιταλούς, καί καλώς παραγγείλας αυτοίς τά πάντα καί τάς κατασκευασθείσας μετά του υγρού πυρός τέχνας δώσας, ίνα έλθωσιν νυκτός καί περάσωσι πρός τόν Γαλατάν καί πλησίον της πέρας εκείνης γης έλθωσιν έως των τριήρεων καί τά ορισθέντα πράξωσιν...", κατά τόν Φρατζή. Ακολούθησαν συσκέψεις καί μέ προτροπή των Γενουατών η επιχείρηση αναβλήθηκε, μέ τό σκεπτικό νά προετοιμαστεί καλύτερα. Ομως κάποιος Γενουάτης από τήν συνοικία του Γαλατά πρόδωσε τό μυστικό καί ειδοποίησε τόν σουλτάνο, ο οποίος έστησε τά κανόνια του, ετοίμασε τά πληρώματα καί περίμενε. Είναι σίγουρο ότι αν η πρόταση του Βενετού υλοποιούνταν αμέσως η φθορά του τουρκικού στολίσκου θά ήταν μεγάλη. Ομως όταν τή νύκτα της 28ης Απριλίου ξεκίνησαν τά πυρπολικά, τά οποία τά συνόδευαν δύο γαλέρες του Γαβριήλ Τρεβιζάνου καί του Ζαχαρίου Γριόνη καί τρείς φούσται του Σιλβέστρου Τρεβιζάνου, του Ιερώνυμου Μοροζίνη καί του Ιάκωβου Κόκκου, μία λάμψη από τόν πύργο του Γαλατά ειδοποιούσε τούς Τούρκους νά ετοιμασθούν. Πράγματι μία ομοβροντία από τά κανόνια του σουλτάνου βύθισε τό πλοίο του γενναίου Ιάκωβου Κόκκου, στέλνοντας στόν βυθό της θάλασσας εβδομήντα δύο πολεμιστές. Ακολούθησε επίθεσις των τουρκικών πλοιαρίων η οποία απέτρεψε οριστικώς τό παράτολμο εκείνο εγχείρημα. Σαράντα χριστιανοί ναύτες πού αιχμαλωτίσθησαν από τόν Μωάμεθ αφού γυμνώθηκαν απέναντι από τά τείχη ώστε νά είναι ορατοί από τούς αμυνομένους, παλουκώθηκαν. Ο αυτοκράτορας οργισμένος διέταξε τότε νά απαγχονισθούν διακόσιοι εξήντα μουσουλμάνοι αιχμάλωτοι πάνω στίς επάλξεις του τείχους.

Η αποτυχία της επιχείρησης υπήρξε αιτία διαμάχης καί φιλονεικίας στίς τάξεις των Βενετών καί των Γενοβέζων, η οποία τερματίστηκε μετά από τήν επέμβαση του Κωνσταντίνου. Εν τω μεταξύ ενώ συνεχίζοταν ακατάπαυστα ο βομβαρδισμός των χερσαίων τειχών, καθώς καί οι μικροσυμπλοκές στά τμήματα των τειχών πού κατέρρεαν, ιδιαίτερα παρά τη πύλη του Αγίου Ρωμανού, ο νεαρός σουλτάνος κατασκεύασε μέ βαρέλια, μία γέφυρα στήν πύλη του Κυνηγού, στό σημερινό Αϊβάν Σεράϊ. Ο κλοιός στένευε καί ενώ ο αριθμός των αμυνομένων ελλατώνονταν οι επιτιθέμενοι ενισχύοταν από νέα στίφη μουσουλμάνων πού συνέρρεαν διαρκώς από τά βάθη της Ασίας. Πέραν αυτού πολλοί Έλληνες λόγω ιδεολογίας ή θρησκευτικού φανατισμού αρνούμενοι νά πολεμήσουν χλεύαζαν τόν βασιλιά. Ιδού πώς περιγράφει τήν κατάσταση ο Παπαρρηγόπουλος:

"Ενώ ο βασιλεύς μετά του Φραγκίσκου του Τολητινού καί του Φρατζή δέν έπαυε δι'όλης της ημέρας καί νυκτός περιπατών έφιππος περί τά τείχη καί εντός της πόλεως καί διατάσσων τά δέοντα καί επιτηρών τήν εκτέλεσιν αυτών, ενώ ο έμπειρος πολέμαρχος Ιουστινιανός, οι ηρωικοί αδελφοί Βροζάρδοι, ο γέρων αλλά ρωμαλέος Θεόδωρος Καρυστινός, ο λόγιος αλλά γενναίος Θεόφιλος Παλαιολόγος, καί τοσούτοι άλλοι Έλληνες καί ξένοι, ότε μέν έφιπποι ότε δέ πεζοί, ότε μέν αμυνόμενοι ότε δέ επιτιθέμενοι, ότε μέν πυροβολούντες ότε δ'επισκευάζοντες τάς εκ των πολεμίων πυροβόλων προξενουμένας ζημίας καί αείποτε εγκαρτερούντες περί τά τείχη, έκτωντο κλέος αθάνατον, οι φλύαροι ακείνοι δημαγωγοί, οι μηδέν πράττοντες καί εις ουδένα εκτιθέμενοι κίνδυνον, περιεφέροντο εις τάς πλατείας καί ρύμας της πόλεως λοιδορούντες τόν βασιλέα καί τούς άρχοντας. Ο δέ μανθάνων τά τοιαύτα ή καί αυτήκοος αυτών έστιν ότε γινόμενος ουδέν έλεγεν αλλ'εξηκολούθει επιτελών τό καθήκον."

Τήν 3η Μαΐου ο Παλαιολόγος ετοίμασε ένα μπριγαντίνι μέ δώδεκα άνδρες καί τού ανέθεσε τήν αποστολή του εντοπισμού του στόλου της Βενετίας, ο οποίος ήταν υπό τήν αρχηγία του Ιάκωβου Λορεδανού καί υποτίθεται ότι ερχόταν πρός βοήθεια της Θεοφύλακτης πόλης. Ο μικρός δρόμωνας έφερε τήν τουρκική σημαία καί επωφελούμενος του σκότους, κατάφερε νά διαπλεύσει τήν Προποντίδα καί μέσω του Ελλησπόντου γλύστρησε στά νερά της Άσπρης Θάλασσας (Αιγαίου). Υπήρξε η σκέψη νά ξεφύγει μέ τέτοιο τρόπο καί ο αυτοκράτορας. Ο ανώνυμος συγραφέας του Ρωσσικού Χρονικού μας περιγράφει πως οι σύμβουλοι του Κωνσταντίνου τόν ικέτευαν νά δραπετεύσει από τήν Πόλη καί νά συναντήσει ή τόν Καστριώτη ο οποίος πολεμούσε στά βουνά της Ιλλυρίας, ή τά αδέλφια του Δημήτριο καί Θωμά στόν Μοριά καί μέ ενισχύσεις νά αναγκάσει τόν σουλτάνο νά λύσει τήν πολιορκία. Σύμφωνα μέ τό Ρώσσο χρονογράφο, οποίος πιθανώς νά ήταν καί αυτόπτης μάρτυρας η απάντηση του Αυτοκράτορα είχε ως εξής:

"Η συμβουλή υμών είναι εξαίρετος. Ευχαριστώ υμάς επ'αυτή, αλλά ουδέποτε θαποφασίσω νά εγκαταλείψω εν τοιαύτη συμφορά τόν κλήρο μου καί τάς αγίας εκκλησίας καί τήν πρωτεύουσαν, τόν θρόνον καί τόν λαό μου. Τί θά έλεγε περί εμού η οικουμένη; Σας ικετεύω απ'εναντίας, όπως ζητήσετε παρ'εμού νά μή σας εγκαταλίπω. Ναί, επιθυμώ ναποθάνω εδώ μεθ'υμών."

Τό βράδυ της 7ης Μαΐου 30000 Οθωμανοί μέ πολιορκητικές μηχανές προσπάθησαν μέ ξαφνική έφοδο νά καταλάβουν τά τείχη. Oι υπερασπιστές δέν αιφνιδιάστηκαν καί απέκρουσαν τήν έφοδο επιφέροντας σημαντικές απώλειες στόν εχθρό. Ιδού πως περιγράφει τό Ρωσσικόν Χρονικόν τή λυσσώδη μάχη, όπως είναι καταγεγραμμένο από τόν ιστορικό Σλουμπερζέ:

"O Iουστινιάνης, ηγούμενος στίφους πολυπληθούς, εκβάλλων κραυγάς τρομεράς, εδίωκε τούς Τούρκους, απωθών αυτούς εκ του τείχους, πληρών διά των νεκρών αυτών τήν τάφρον. Εις των παλαιμάχων γενιτσάρων του Μουράτ, άλλος κολοσσός, εφορμήσας εναντίον του Ιουστινιάνη, ήρχισεν επιτιθέμενος εναντίον αυτού μετά μανίας, αλλά μαχητής Έλλην, πηδήσας θαρραλέως εκ του ύψους του τείχους, απέκοψε διά του πελέκεως αυτού τήν κνήμη του απίστου, καί έσωσεν ούτω τόν μέγαν Ιταλόν αρχηγόν από του θανασίμου εκείνου κινδύνου. Κατά τόν αυτόν δέ χρόνον άλλος Τούρκος πολεμιστής, ο Αμέρβεης, εφώρμα καί αυτός εναντίον των Ελλήνων, αλλά αρχηγός τις αυτών, στρατηγός καλούμενος Ραγκαβής, επιτεθείς εναντίον αυτού, κραδαίνων τό ξίφος δι'αμφοτέρων των χειρών καί τρέπων πρό αυτού τούς Τούρκους εις φυγήν, έπληξεν αυτόν μετά τοιαύτης ορμής, ωςτ'εδιχοτόμησεν αυτόν. Οι Τούρκοι εν τω κατακορύφω της λύσσης κατέβαλον τόν γενναίον εκείνον παμπληθείς καί κατεμάχισαν αυτόν."

Μετά από τήν αποτυχία της επίθεσης, οι Οθωμανοί συνέχισαν τόν βομβαρδισμό ο οποίος είχε τσακίσει τά νεύρα των μή συνηθισμένων σέ τέτοιυς κρότους, κατοίκων. Ακολούθησαν πολεμικά συμβούλια καί κατά τή διάρκεια ενός τέτοιου συμβουλίου στήν Αγία Σοφία, τό βράδυ της 12ης Μαΐου, ο αυτοκράτορας είδε πλήθος φυγάδων πανικόβλητων νά τρέχουν στούς δρόμους. Αφού τούς υποχρέωσε


νά γυρίσουν στά τείχη, έτρεξε καί εκείνος μέ τό άλογό του, εκεί πού ο Μωάμεθ εξαπέλυε μία ακόμα λυσσαλέα επίθεση, αυτή τή φορά μέ 50000 στρατιώτες. Η έφοδος εκδηλώθηκε βορείως της πύλης της Αδριανουπόλεως (Χαρισίου) στά περίχωρα του ανακτόρου του Πορφυρογέννητου (σημερινού Τεκφούρ Σεράϊ). Γραικοί καί Ιταλοί αιφνιδιάστηκαν καί τό ηθικό τους κλονίστηκε, αλλά η άφιξις του Νικηφόρου Παλαιολόγου μέ τό εφεδρικό σώμα διόρθωσε τήν κατάσταση. Ο ίδιος όμως δέχτηκε τήν αντεπίθεση του βεϊλερβέη της Ανατολής, Μουσταφά πασσά καί ενώ αντιστράφηκαν πάλι τά πράγματα υπέρ των Τούρκων, κατέφθασαν ο Θεόδωρος Καρυστινός καί ο Γενουάτης Ιωάννης Ιουστινιάνης μέ χίλιους άνδρες καί απώθησαν οριστικά τούς εισβολείς.

Tίς επόμενες ημέρες ο επίμονος σουλτάνος προσπάθησε μέ ολόκληρο τό στόλο του νά επιτεθεί στήν αλυσίδα του Κεράτιου αλλά όλες οι επιθέσεις αποκρούσθηκαν από τίς μεγάλες βενετικές γαλέρες πού βρίσκονταν πίσω από τήν αλυσίδα καί των οποίων τό γενικό πρόσταγμα τό είχε ο Αλούσιος Διέδος. Αλλά ο πόλεμος δέν εκτυλίσονταν μόνο στή θάλασσα καί στήν ξηρά. Εκτυλίσονταν καί κάτω από αυτή. Ο Ζαγανός πασσάς, Αλβανός εξωμότης, είχε επιστρατεύσει χιλιάδες χριστιανούς εργάτες γιά νά σκάψουν υπονόμους κάτω από τά τείχη. Όλες οι απόπειρες έγιναν στήν πύλη της Καλιγαρίας, (σημερινό Αγρί Καπού) εκεί πού τό τείχος ήταν μονό καί μπροστά από τό οποίο βρίσκοταν λόφος όπου οι Οθωμανοί μπορύσαν νά σκάψουν χωρίς νά γίνουν αντιληπτοί. Οι Ελληνες όμως είχαν τήν τύχη νά βρίσκεται μαζί τους καί ένας κορυφαίος Γερμανός μηχανικός, ο Ιωάννης Γκράντ. Έμελλε δέ ο Γκράντ νά ματαιώσει όλες τίς προσπάθειες υπονόμευσης των τειχών από τούς Τούρκους. Τοποθετούσε πάνω στά τείχη βαρέλια γεμάτα μέχρι τό χείλος μέ νερό καί στά σημειά όπου αυτό χυνόταν έξω έφτιαχνε δική του υπόνομο η οποία συναντούσε αυτή των αντιπάλων. Τότε ή μέ τό υγρό πύρ ή μέ εκρήξεις κατέστρεφε τήν υπόνομο των εχθρών παγιδεύοντας εντός αυτής καί τούς στρατιώτες αλλά καί τούς άτυχους εργάτες.

Τό ξημέρωμα της 18ης Μαΐου καινούργια δυσάρεστη έκπληξη περίμενε τούς αμυνόμενους. Δίπλα στήν τάφρο καί απέναντι από τήν πύλη του Αγίου Ρωμανού, βρίσκοταν ένας γιγαντιαίος κινητός ξύλινος πύργος. Ο πύργος ήταν τριών ορόφων καί ξεπερνούσε σέ ύψος τό εξωτερικό τείχος. Είχε συναρμολογηθεί στή διάρκεια της νύκτας καί τά ξύλινα δοκάρια ήταν προστατευμένα από τή φωτιά χάρη σέ δέρματα από βουβάλια καί γκαμήλες. Πίσω από τόν πύργο ήταν ένας μακρύς διάδρομος προστατευμένος καί ο οποίος επέτρεπε ελεύθερα τή διέλευση μαχητών σπό τό στρατόπεδο μέχρι τόν πύργο. Από τήν κορυφή του πύργου εκτοξεύονταν βέλη καί πέτρες εναντίον των τειχών ενώ στό κάτω τμήμα του υπήρχε πόρτα, από τήν οποία οι επιτιθέμενοι έριχναν χώμα καί ξύλα, γιά νά σκεπάσουν τήν τάφρο. Άλλη μία αιματηρή μάχη εκτυλίχθηκε στην πύλη του Αγίου Ρωμανού καί τον πολιορκητικό πύργο, στήν οποία πρωταγωνιστής ήταν καί πάλι ο Θεόδωρος Καρυστινός. Οι Τούρκοι ακόμα μία φορά απέτυχαν καί μόλις έδυσε ο ήλιος σταμάτησαν τήν επίθεση. Τή νύκτα πλήθος από γυναίκες, γέρους καί παιδιά εργάστηκαν γιά νά αποκαταστήσουν τίς ζημιές στά τείχη κάτω από τήν καθοδήγηση του Κωνσταντίνου. Ταυτόχρονα βγήκαν κρυφά από τά τείχη Ελληνες μεταμφιεσμένοι σέ Οθωμανούς, τοποθέτησαν μπαρούτι στή βάση του πύργου καί τόν έκαψαν. Εν μία νυκτί φτιάχτηκε ο πύργος καί εν μία νυκτί καταστράφηκε. Ο σουλτάνος λύσσαξε από τό θυμό του στή θέα τής καταστροφής, αποκεφάλισε τούς υπεύθυνους καί τά κεφάλια τους τά άφησε σέ κοινή θέα πάνω σέ πασσάλους. Ακόμα μία μέρα κρατούσε η πόλη αλλά ήδη τό τέλος πλησίαζε. Κωνσταντίνος Ελένης ήταν ο πρώτος αυτοκρατόρας πού τήν είχε δημιουργήσει καί Κωνσταντίνος Ελένης ως τελευταίος αυτοκράτορας, θά τήν έχανε.

Στίς 23 Μαΐου οι φρουροί στά τείχη της Προποντίδας παρατήρησαν ένα μικρό δρόμωνα νά κινείται μέ ταχύτητα πρός τό μέρος τους. Τό μικρό πλοιάριο τό κατεδίωκαν τουρκικές γαλέρες οι οποίες νόμιζαν ότι ήταν προπομπός χριστιανικόυ στόλου ο οποίος ερχόταν γιά νά βοηθήσει τήν Βασιλεύουσα. Πρίν όμως προλάβουν νά τό συλλάβουν, τό μπριγαντίνι έμπαινε σώο μέσα στόν Κεράτιο κόλπο. Δυστυχώς όμως δέν ήταν προπομπός καμμίας βοήθειας από τήν χριστιανική Ευρώπη. Η Ευρώπη από τότε μέχρι σήμερα κρατάει τήν παράδοση. Ο δρόμωνας τελικά, ήταν αυτός πού είχε στείλει ο Αυτοκράτορας γιά νά ψάξει στήν Άσπρη Θάλασσα νά εντοπίσει τόν βενετικό στόλο. Μάταια όμως, πουθενά δέν ήταν ο στόλος του βενετού Λορεδανού. Οι δώδεκα ανώνυμοι ηρωϊκοί νάυτες ύστερα από εικοσαήμερη περιπλάνηση στά νερά του Αιγαίου αποφάσισαν νά γυρίσουν. Αποφάσισαν νά γυρίσουν καί νά πεθάνουν, αντί νά κατευθυνθούν πρός τήν ασφάλεια κάποιου χριστιανικού λιμανιού. Τί ψυχή είχαν αυτοί οι άνθρωποι γιά νά προτιμήσουν νά ολοκληρώσουν τήν αποστολή πού τούς εμπιστεύτηκαν παρά νά δραπετεύσουν άνανδρα. Γιαυτό ο Κωνσταντίνος πού γνώριζε τό δίλημμα πού θά αντιμετώπιζαν τούς υποδέχτηκε μέ δάκρυα στά μάτια καί τούς ευχαρίστησε.

Απαίσια απογοήτευση προκάλεσε η δυσάρεστη αναγγελία στούς πολίτες ότι ουδεμία βοήθεια δέν υπήρχε στόν ορίζοντα. Τό ηθικό κλονίστηκε περισσότερο, μαζί μέ τά τείχη πού κατέρρεαν από τόν συνεχή βομβαρδισμό. Τό μόνο πού ακουγόταν μέσα στήν πόλη ήταν "Ουαί τοίς ηττημένοις". Δυσοίωνα σημάδια ακολούθησαν τά οποία καταρράκωσαν ακόμα περισσότερο τούς δεισιδαίμονες κατοίκους της Κωνσταντινούπολης. Κατά τή διάρκεια λιτανείας στούς δρόμους της πόλης έπεσε η θαυματουργή εικόνα της Θεομήτορος τήν οποία είχε κατασκευάσει μέ μαστίχα καί κερί ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Η εικόνα αυτή αποτελούσε τό σύμβολο του Βυζαντινού κράτους, αφού είχε σώσει τούς Ρωμιούς από πολλές επιθέσεις βαρβάρων. Κατά τήν διάρκεια της πολιορκίας από τούς Αβάρους τό 626 καί από τούς Ρώσσους τό 907 η Παναγία είχε δώσει τή νίκη στούς αγαπημένους της πιστούς. Τό βράδυ της 26ης Μαΐου, μέσα στό σκοτάδι, εμφανίστηκε ένα παράξενο φώς πάνω στόν τρούλλο της Αγίας Σοφίας. Γιά τό φώς αυτό έγραψαν καί οι ιστορικοί πού βρέθηκαν τότε εντός των τειχών καί ο Κριτόβουλος, ο οποίος τό παρατήρησε καί ο οποίος βρισκόταν έξω από τά τείχη. Τό φαινόμενο αυτό τάραξε ακόμα περισσότερο τούς πολιορκουμένους καί τό θεώρησαν δυσμένεια του Θεού εναντίον τους.



Άλωσις - 29 Μαΐου 1453

Διανύουμε τίς τρείς τελευταίες μέρες ζωής της Ελληνικής Κωνσταντινούπολης. Οι Τούρκοι ετοιμάζουν τήν μεγάλη έφοδο καί κάθε βράδυ ανάβουν χιλιάδες φωτιές στό αχανές στρατόπεδό τους γιά νά ενσπείρουν τρόμο στίς καρδιές των αμυνομένων, ενώ παράλληλα μέ τά τύμπανα ακούγονται κραυγές μέχρι τό πρώτο φως της ημέρας. Ο σουλτάνος κάνει τήν τελευταία απόπειρα γιά διαπραγματεύσεις καί στέλνει τόν Ισμαήλ Χαμουζά πασσά, αφέντη της Σινώπης καί της Κασταμονής ο οποίος είχε καλές σχέσεις μέ τόν Παλαιολόγο, γιά νά του ζητήσει νά δεχτεί τούς όρους γιά νά σωθεί τόσο ο ίδιος όσο καί οι υπήκοοι του.  Ο Δούκας μας έσωσε τήν στιχομυθία:

- Iσμαήλ:
"Γίνωσκε ότι απηρτίσθησαν τά πάντα πρός τήν γενικήν έφοδον, ήν θέλομεν νυν επιχειρήσει αφιέμενοι τήν έκβασιν τω Θεώ. Τί λέγεις; εκχωρείς εκ της πόλεως απερχόμενος όπου βούλεσαι μετά των σων αρχόντων καί των υπαρχόντων αυτοίς, καταλείπων τόν δήμον αζήμιον καί παρ'ημών καί παρά σου, ή επιμένεις εις τήν αντίστασιν, δι'ης σύ τε καί οι μετά σου θέλετε απολέσει σύν τη ζωή τά υπάρχοντα, οι δέ άλλοι κάτοικοι αιχμαλωτευθέντες θέλουσι διασπαρή εν πάση γή;"

- Κωνσταντίνος:

"Έχε τά αφ'ημών αρπαγέντα αδίκως φρούρια καί γήν, ως δίκαια, όρισε τόν πληρωτέον σοι ετήσιον φόρον ανάλογον πρός τούς πόρους ημών καί άπελθε εν ειρήνη. Τό δέ τήν πόλιν σοι δούναι ουκ εμόν εστίν ούτ'άλλου των κατοικούντων ενταύθα, κοινή γάρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν μή φειδόμενοι της ζωής ημών."

Νά καί απάντηση του Παλαιολόγου σέ ελεύθερη απόδοση από τό Νίκο Καζαντζάκη: " Αν θες ειρηνικά να πορευτείς μαζί μας, των Μουσουλμάνων βασιλιά, χαρά μεγάλη σε μένα, στους αρχόντους, στο λαό μου. Κι άκου: τα κάστρα και τη γής που μ'άρπαξες, το πλήθιο το ψυχομέτρι που μου σκλάβωσες, τα σβήνουμε απ' την παλιά κληρονομιά μας, χαρισμά σου. Κι ακόμα φόρο εγώ θα σου πλερώνω κι όλες σου τις ανομιές και τις ντροπές θα τις ξεχάσω, να τραβηχτείς μονάχα ειρηνικά απ' την Πόλη. Και μη γυρεύεις ό,τι μια ψυχή γενναία και περήφανη ποτέ δε θα δεχτεί να δώσει. Πιο πάνω απ΄ τη ζωή η τιμή θρονιάει του ανθρώπου κι ομόγνωμα όλοι μας και λεύτερα καρατώντας στα χέρια το σταυρό και τ΄ άρματα, απαντούμε: Δεν παραδίνουμε την Πόλη, τη ζωή μας πήραμε απόφαση να δώσουμε, απροσκύνητα για λευτεριά στο χώμα ετούτο πολεμώντας. Καλός για τ΄ ακριβό χατήρι της κι ο Χάρος."

O σουλτάνος όταν άκουσε τήν περήφανη απάντηση του Παλαιολόγου συγκάλεσε συμβούλιο μέ όλους τούς Οθωμανούς αξιωματούχους, στρατηγούς καί βεζύρηδες γιά νά αποφασίσουν περί του πρακτέου. Ο μέγας βεζύρης Χαλήλ πασσάς, ο οποίος θεωρείται ότι χρηματίζοταν από τούς Ρούμ καί ο οποίος εξ αρχής ήταν αντίθετος μέ τήν πολιορκία, μίλησε πρώτος καί πρότεινε τήν αποχώρηση του στρατού, διότι η Πόλις άντεχε καί πολλοί στρατιώτες του σουλτάνου είχαν χάσει τήν ζωή τους, χωρίς νά καταφέρουν τίποτα. Μπορούσε δέ αυτή η κατάστασις νά προκαλέσει σταυροφορία εκ μέρους της Δύσης καί νά χρειαστεί νά αντιμετωπίσουν τόν φοβερό ουγγρικό στρατό του Ουνυάδη ή τόν παντοδύναμο στόλο της Βενετίας. Τόν λόγο πήρε ο νεώτερος Ζαγανός πασσάς ο οποίος εκπροσωπώντας τούς νεώτερους αξιωματικούς παρότρυνε τόν σουλτάνο γιά τήν μεγάλη επίθεση. Υπενθυμίζοντας τήν διχόνοια των χριστιανικών κρατών υποστήριξε ότι από τούς Ευρωπαίους δέν θά έφτανε ποτέ βοήθεια. Τά δέ τείχη είχαν καταρεύσει σέ τρία τουλάχιστον σημεία καί οι αμυνόμενοι είχαν φτάσει στά όρια της αντοχής τους. Τήν ένθερμη ομιλία τήν χειροκρότησε ο Τουραχάν πασσάς, Έλληνας στήν καταγωγή, ο αρχιευνούχος, ο μέγας σεΐχης Ακ-Σεμζεδίν εφένδης, ο ουλεμάς Αχμέτ Κουράνης καί πολλοί άλλοι. Ο Μωάμεθ αναθάρρησε καί ανήγγειλε ότι σέ τρείς μέρες θά γινόταν η μεγάλη έφοδος. Αμέσως διέταξε τόν Ζαγανό πασσά νά προετοιμάσει τόν στρατό καί ειδικά τό σώμα των γενίτσαρων.

Κυριακή, 27 Μαΐου 1453. Ο νεαρός καί ακούραστος σουλτάνος ξύπνησε νωρίς, πήρε τή συνοδεία του καί άρχισε νά διατρέχει ολόκληρο τό στρατόπεδο, από τόν Κεράτιο εως τήν Προποντίδα. Οργάνωσε όλες τίς λεπτομέρειες της επίθεσης η οποία θά γινόταν από όλα τά μέρη των τειχών, ενώ ακόμα καί ο στόλος θά προσέγγισε τά θαλάσσια τείχη γιά νά απασχολεί τούς εκεί αμυνόμενους. Διαρκώς ενθάρρυνε τούς στρατιώτες του, οι οποίοι τόν επεφημούσαν: "Αλλάχ Ιλαλλάχ Μωχαμέτ Ρουσολαλλάχ", δηλαδή "υπάρχει μόνο ένας θεός καί ο Μωάμεθ είναι ο προφήτης του." Κάθε Οθωμανός μαχητής έπαιρνε τή θέση του καί υποχώρηση ή λιποταξία ισοδυναμούσε μέ θάνατο. Ο βομβαρδισμός συνεχιζόταν ακατάπαυστα μαζί μέ τίς προεργασίες της εφόδου. Τό βράδυ άναψαν στό τουρκικό στρατόπεδο χιλιάδες φωτιές οι οποίες συνοδεύοταν από ισάριθμες κραυγές καί αλλαλαγμούς παγώνοντας τίς καρδιές των αμυνομένων. Ο Μωάμεθ βρισκόταν στή σκηνή του, απέναντι από τό Μυρίανδρο καί τό Μεσοτείχιο, περιτριγυρισμένος από τούς αγαπημένους του γενίτσαρους οι οποίοι ήταν περίπου δώδεκα χιλιάδες. Συγκάλεσε πάλι σέ συμβούλιο τούς στρατηγούς, τούς χιλίαρχους, τούς ναυάρχους, τούς πασσάδες καί τούς βεζύρηδες καί τούς απηύθυνε τόν παρακάτω λόγο όπως μας τόν σώζει ο αυτόπτης μάρτυρας Κριτόβουλος:

"Γενναίοι άντρες καί φίλοι, σας κάλεσα όχι μόνο γιά νά σας θυμήσω γιά τούς αγώνες πού κάναμε καί τούς κινδύνους πού περάσαμε γιά νά αποκτήσουμε όλα αυτά τά αγαθά, αγώνες στούς οποίους επιδείξατε ανδρεία καί τόλμη, αλλά σας κάλεσα γιά νά σας υπενθυμήσω γιά τόν απέραντο πλούτο πού μάς περιμένει σέ αυτή τήν πόλη. Πλούτο πού βρίσκεται στό παλάτι του βασιλιά, στά μέγαρα των πλούσιων αλλά καί στίς εκκλησίες καί στά μοναστήρια. Όλα τά ιερά κειμήλια πού είναι φτιαγμένα από χρυσό καί ασήμι, όλοι οι πολύτιμοι λίθοι καί τά μαργαριτάρια, τά έπιπλα καί τά πολυτελή σπίτια θά γίνουν δικά σας.

Έπειτα ακολουθούν ακόμα ωραιότερα αγαθά. Γυναίκες ωραιότατες, παρθένες έτοιμες γιά γάμο, ευγενείς κυρίες, νεότατα αγόρια καί κορίτσια, όλα αυτά θά γίνουν δικά σας γιά νά τά γευτείτε καί νά τά απολαύσετε, ενώ όσους αιχμαλώτους πιάσετε θά τούς έχετε ή δούλους ή θά τούς πουλήσετε γιά νά κερδίσετε καί άλλα χρήματα. Καί δέν είναι μόνο αυτά. Αποκτούμε τήν ενδοξότερη πόλη των Ρωμιών, βασιλεύουσα όλης της Οικουμένης, μέ τά ωραιότερα κτίσματα πού έχουν φτιαχτεί ποτέ. Μέ αυτή τήν πόλη θά γίνουμε παντοδύναμοι καί ενδοξότεροι.

Οι αμυνόμενοι είναι ολιγάριθμοι καί άπειροι στόν πόλεμο ενώ εμείς είμαστε μεγάλο πλήθος καί οι καλύτεροι μαχητές του κόσμου. Αυτοί είναι κουρασμένοι καί άϋπνοι ενώ εμείς ξεκούραστοι καί χορτασμένοι από φαΐ καί ύπνο. Εσύ Χαμουζά μέ τόν στόλο σου θά περικυκλώσεις τά θαλάσσια τείχη καί θά βάλλεις διαρκώς από τά καταστρώματα των πλοίων, εσύ Ζαγανέ πέρασε τήν ξύλινη γέφυρα καί μέ τά πλοία νά επιτεθείς στά τείχη του Κερατίου, εσύ Καρατζά νά διαβείς τήν τάφρο καί μέ κλίμακες νά προσπαθήσετε νά ανέβετε στά τείχη, ομοίως καί εσείς Ισαάκ καί Μαχμούτ, ενώ εμείς Χαλίλ θά επιτεθούμε στήν κοιλάδα του Λύκου, στή μέση του τείχους όπου τά ρήγματα είναι πού μεγάλα."

Διαφορετική ήταν η ατμόσφαιρα εντός των τειχών. Ο Λεονάρδος μας πληροφορεί γιά τίς αναρίθμητες λιτανείες των εικόνων καί των λειψάνων των αγίων εκ μέρους των πιστών. Πλήθη από γέροντες, γυναίκες καί παιδιά μέ δάκρυα στά μάτια προσεύχονταν καί έψελναν αδιάκοπα, ακολουθώντας μέ γυμνά πόδια τούς ιερείς, ορθοδόξους καί καθολικούς, κατά μήκος των τειχών, οι οποίοι περιέφεραν τίς εικόνες καί ιδιαίτερα τήν θαυματουργή εικόνα της Οδηγήτριας. Ο βασιλεύς εκάλεσε όλους τούς Ελλήνες καί Ιταλούς ευγενείς, στρατιωτικούς καί πολιτικούς αρχηγούς. Η σκηνή υπήρξε επιβλητική καί ο λόγος του Κωνσταντίνου, όπως σώθηκε από τόν πιστό του φίλο Φρατζή, θά μείνει στήν ιστορία ως ένα ηθικό δίδαγμα γιά τήν στάση των εντίμων καί ηρωϊκών αντρών. Ο λόγος ήταν αντάξιος του Ομηρικού "Υπέρ βωμών καί εστιών", αντάξιος του Λεωνίδα καί των 300 Σπαρτιατών μέ τό "Μολών Λαβέ" καί τό "Ο ξείν αγγέλειν Λακαιδεμονίοις ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι", αντάξιος των λόγων του Πλάτωνος "Μητρός τε καί Πατρός καί των άλλων προγόνων απάντων τιμιοτέρων εστί πατρίς":

"... παρακαλώ υμάς ίνα στήτε ανδρείως και μετά γενναίας ψυχής, ως πάντοτε έως του νυν εποιήσατε, κατά των εχθρών της πίστεως ημών. Παραδίδωμι δε υμίν την εκλαμπροτάτην και περίφημον ταύτην πόλιν και πατρίδα ημών και βασιλεύουσαν των πόλεων. Καλώς ουν οίδατε, αδελφοί, ότι διά τέσσαρά τινα οφειλέται κοινώς εσμέν πάντες ίνα προτιμήσωμεν αποθανείν μάλλον ή ζήν· πρώτον μεν υπέρ της πίστεως ημών και ευσεβείας, δεύτερον δε υπέρ της πατρίδος, τρίτον δε υπέρ του βασιλέως ως χριστού κυρίου, και τέταρτον υπέρ συγγενών και φίλων. Λοιπόν, αδελφοί, εάν χρεώσταί εσμεν υπέρ ενός εκ των τεσσάρων αγωνίζεσθαι έως θανάτου, πολλώι μάλλον υπέρ πάντων τούτων ημείς, ως βλέπετε προφανώς, και εκ πάντων μέλλομεν ζημιωθήναι.

Εάν διά τα εμά πλημμελήματα παραχωρήσηι ο θεός την νίκην τοις ασεβέσιν, υπέρ της πίστεως ημών της αγίας, ήν Χριστός εν τωι οικείωι αίματι ημίν εδωρήσατο, κινδυνεύομεν· ό εστι κεφάλαιον πάντων. Και εάν τον κόσμον όλον κερδήση τις και την ψυχήν ζημιωθή, τι το όφελος; Δεύτερον πατρίδα περίφημον τοιούτως υστερούμεθα και την ελευθερίαν ημών. Τρίτον βασιλείαν την ποτέ μεν περιφανή, νυν δε τεταπεινωμένην και ωνειδισμένην και εξουθενωμένην απωλέσαμεν, και υπό του τυράννου και ασεβούς άρχεται. Τέταρτον δε και φιλτάτων τέκνων και συμβίων και συγγενών υστερούμεθα. Αυτός δε ο αλιτήριος ο αμηράς πεντήκοντα και επτά ημέρας άγει σήμερον αφ’ ού ημάς ελθών απέκλεισεν και μετά πάσης μηχανής και ισχύος καθ’ ημέραν τε και νύκτα ουκ επαύσατο πολιορκών ημάς και χάριτι του παντεπόπτου Χριστού κυρίου ημών εκ των τειχών μετά αισχύνης άχρι του νυν πολλάκις κακώς απεπέμφθη... Τους αγρούς ημών και κήπους και παραδείσους και οίκους ήδη πυριαλώτους εποίησε· τους αδελφούς ημών τους Χριστιανούς, όσους εύρεν, εθανάτωσε και ηχμαλώτευσε· την φιλίαν ημών έλυσε.

Ελθών ουν, αδελφοί, ημάς απέκλεισε, και καθ’ εκάστην το αχανές αυτού στόμα χάσκων, πώς εύρηι καιρόν επιτήδειον ίνα καταπίη ημάς και την πόλιν ταύτην, ήν ανήγειρεν ο τρισμακάριστος και μέγας βασιλεύς Κωνσταντίνος εκείνος, και τηι πανάγνωι τε και υπεράγνωι δεσποίνηι ημών θεοτόκωι και αειπαρθένωι Μαρία αφιέρωσεν και εχαρίσατο τού κυρίαν είναι και βοηθόν και σκέπην τη ημετέρα πατρίδι και καταφύγιον των Χριστιανών, ελπίδα και χαράν πάντων των Ελλήνων, το καύχημα πάσι τοις ούσιν υπό την του ηλίου ανατολήν. Και ούτος ο ασεβέστατος την ποτε περιφανή και ομφακλίζουσαν ως ρόδον του αγρού βούλεται ποιήσαι υπ’ αυτόν. Ή εδούλωσε σχεδόν, δύναμαι ειπείν, πάσαν την υφ’ ήλιον...."

Μετά τό λόγο του ο Παλαιολόγος αγκάλιασε όλους τούς παρευρισκομένους καί τούς ζήτησε νά τόν συγχωρέσουν άν ποτέ τούς έβλαψε σέ κάτι. Καί όλοι Βενετοι, Γενουάτες, Ελληνες ενωτικοί καί Ελληνες ανθενωτικοί αγκάλιασαν ο ένας τόν άλλο ξέροντας ότι ζούν τίς τελευταίες ώρες της ζωής τους. Υποσχέθηκαν ότι δέν θά τρέξουν νά σώσουν τίς οικογένειές τους ή τίς περιουσίες τους, αλλά θά αγωνίζονταν γιά τήν πατρίδα μέχρι τελικής πτώσης. (Mάλιστα σύμφωνα μέ τόν Pears, οι μαχητές πού πήγαν στό εξωτερικό τείχος, έκλεισαν τίς πύλες του εσωτερικού τείχους, πίσω από τήν περίβολο, ώστε νά είναι αδύνατη η υποχώρηση. Τόσο αποφασισμένοι ήταν νά πολεμήσουν μέχρις εσχάτων). Καί από πέτρα νά ήταν κάποιος γράφει ο Φρατζής δέν θά ήταν δυνατό νά μήν δακρύσει στούς τελευταίους εναγκαλισμούς των αμυνομένων. Ο αυτοκράτορας χαιρέτησε λέγοντας το προφητικό εκείνο: "Στέφανος αδαμάντινος εν ουρανοίς εναπόκειται ημίν καί μνήμη αιώνιος καί άξιος εν τω κόσμω έσεται."

Τότε τελείως αυθόρμητα συνέβη μία τραγική καί απροσδόκητη σκηνή. Σύσσωμος ο λαός άρχισε νά συρρέει πρός τήν Αγία Σοφία, τήν οποία είχαν εγκαταλείψει μετά τήν κοινή λειτουργία μέ τούς καθολικούς πού είχε γίνει στίς 12 Δεκεμβρίου 1452. Η απέραντη εκκλησία γέμισε από δεκάδες χιλιάδες πιστούς οι οποίοι μαζί μέ τόν βασιλιά, τήν αριστοκρατία, τόν κλήρο, τέλεσαν τήν τελευταία λειτουργία, στίς 28 Μαΐου 1453, προσευχόμενοι γιά τή σωτηρία της Βασιλεύουσας. Η λαμπρότερη εκκλησία πού κατασκευάστηκε ποτέ ζούσε τήν αγωνία της γερασμένης αυτοκρατορίας πού πέθαινε. Εκείνες οι ψαλμωδίες μας διαβεβαιώνει ο μεγάλος δάσκαλος Σλουμβερζέ θά αντηχούν αιώνια στήν ελληνική ψυχή.


Tό τελευταίο βράδυ ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έφιππος μαζί μέ τόν αχώριστο σύντροφό του Φρατζή, έκαναν επιθεώρηση στά τείχη, προσπαθώντας νά εντοπίσουν τά αδύνατα σημεία των ρηγμάτων καί νά εμψυχώσουν τούς άγρυπνους σκοπούς. Αργά τή νύκτα χώρισαν καί δέν έμελλαν νά ξαναδούν ο ένας τόν άλλον. Στό στρατόπεδο του κατακτητή τά φώτα όλα ήταν σβησμένα καί όλοι περίμεναν τό σύνθημα της επίθεσης. Τή σιωπή τήν συνόδευε μία αποπνικτική ομίχλη η οποία σύμφωνα μέ τούς ουλεμάδες του σουλτάνου προανήγγειλε τήν πτώση της πόλης.

Η έσχατη επίθεσις άρχισε τίς πρώτες πρωϊνές ώρες, τή νύκτα της Δευτέρας 28 Μαΐου πρός τήν Τρίτη 29 Μαΐου, πρός όλα τά σημεία των τειχών, καί από τή στεριά καί από τή θάλασσα. Η κύρια βέβαια έφοδος έγινε στήν κοιλάδα του Λύκου, μεταξύ της Πύλης του Ρωμανού καί τήν Πύλη της Αδριανουπόλεως, εκεί πού τό εξωτερικό τείχος είχε καταρρεύσει τελείως, οι τέσσερεις πύργοι είχαν κατεδαφισθεί καί στήν θέση τους βρίσκοταν ένα αυτοσχέδιο πλέγμα από δοκάρια, κλαριά καί βαρέλια γεμάτα μέ χώμα καί πέτρες. "Αλλάχ αλλάχ λαχιλαλλάχ" κραύγαζαν οι επιτιθέμενοι τήν ώρα πού ορμούσαν στά τείχη. "Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τά νικητήρια" απαντούσαν οι αμυνόμενοι από τό πάνω μέρος των τειχών, τήν ώρα πού εκσφενδόνιζαν σύννεφα από βέλη καί πέτρες καί έριχναν καυτό λάδι καί υγρό πύρ στούς βαρβάρους.

Πολλές διηγήσεις έχουν διασωθεί γιά τό χρονικό της επίθεσης, εκείνη όμως πού θεωρείται η πλέον αξιόπιστη είναι του Βενετού Nicolo Barbaro: "Dio die la aspra sententia contra griexi, che el volse che questa citta andasse in questo zorno in man de Macomet bei". "On the 29th of May, the last day of the siege, our Lord God decided, to the sorrow of the Greeks, that He was willing for the city to fall on this day into the hands of Mahomet Bey the Turk son of Murat," είναι η μετάφρασις πού έκανε ο ιστορικός Pears. Σύμφωνα λοιπόν μέ τό Barbaro, ο Μεχμέτης διαίρεσε τό στρατό του σέ τρία σώματα, τό κάθε ένα αποτελούμενο από πενήντα χιλιάδες άντρες. Τό πρώτο σώμα αποτελείτο από Χριστιανούς (Greace, Latini, Panones, Boetes, ex omunium Christianorum regionibus Teucris commixti) καί από άτακτους μουσουλμάνους, βαζιβουζούκους οι οποίοι πολεμούσαν χωρίς οπλισμό καί θωράκιση, παρά μόνο μέ ένα γιαταγάνι στό χέρι. Τό δέυτερο σώμα αποτελείτο από τακτικά στρατεύματα μέ θωράκιση καί τό τρίτο από τούς επίλεκτους μεταξύ των οποίων οι τρομεροί γενίτσαροι οι οποίοι ξεχώριζαν από τά λευκά σαρίκια.

Οι άτακτοι λοιπόν επιτέθηκαν πρώτοι, πέρασαν τήν τάφρο καί μέ εκατοντάδες σκάλες επιχείρησαν νά ανέβουν στά τείχη. Βέλη, ακόντια, πέτρινες καί μολυβένιες σφαίρες έριχνε ο ένας αντίπαλος στόν άλλο χρησιμοποιώντας τόξα, σφενδόνες, τουφέκια καί άλλα πολεμικά όπλα της εποχής. Ιδού η αφήγησις του Barbaro:

"Οι ημέτεροι παραχρήμα κατέρριπτον τάς κλίμακας εκείνας χαμαί μεθ'απάντων των κρατούντων αυτάς, καί άπαντες εκείνοι παραχρήμα εφονεύοντο, πρός τούτοις δέ οι ημέτεροι έρριπτον από των επάλξεων κάτω μεγάλους λίθους ούτως, ώστε ολίγοι εκείνων ηδύναντο νά διασώσωσι τήν ζωήν αυτών. Όσοι ήρχοντο υπό τά τείχη, τόσοι εφονεύοντο, καί ότε οι φέροντες τάς κλίμακας έβλεπον αυτούς ούτω φονευομένους, ήθελον νά επιστρέψωσιν οπίσω πρός τό στρατόπεδον, όπως μή φονευθώσιν υπό των λίθων. Καί ότε οι άλλοι Τούρκοι, οι Τσαούσηδες, οι ευρισκόμενοι όπισθεν έβλεπον, ότι εκείνοι έφευγον, πάραυτα κατέκοπτον αυτούς μέ τά γιαταγάνια αυτών καί ηνάγκαζον νά επιστρέψωσιν εις τά τείχη ούτως, ώστε κατά πάντα τρόπον συνέπιπτε ναποθάνωσιν τήν μίαν φοράν ή τήν άλλην."

Οι Ελληνες καί οι Ιταλοί πολεμούσαν σαν λεοντάρια καί ιδιαιτέρως ο Ιουστινιάνης καί ο Αυτοκράτορας οι οποίοι κρατούσαν τό πιό αδύνατο σημείο στήν Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Τό πρώτο κύμα της εφόδου τό μόνο πού κατάφερε ήταν νά κουράσει τούς αμυνόμενους καί στό τέλος αποδεκατίσθηκε. Υστερα από δύο ώρες ο σουλτάνος επέτρεψε στούς επιζώντες νά υποχωρήσουν. Αλλωστε αυτός ήταν ο σκοπός αυτής της εφόδου: να κουραστούν οι αμυνόμενοι καί νά αποδεκατιστούν οι άτακτοι καί οι τυχοδιώκτες. Αργότερα μέ τό πρώτο λυκαυγές όρμησε τό δεύτερο κύμα, τακτικού στρατού, άριστα εξοπλισμένοι, οι οποίοι δέν είχαν ανάγκη από τσαούσηδες νά τούς παρεμποδίζουν τήν υποχώρηση, γιατί αυτοί οι γενναίοι μαχητές δέν υποχωρούσαν αλλά θεωρούσαν τιμή τους νά πεθάνουν γιά τόν σουλτάνο καί τόν Αλλάχ. Ας αφήσουμε τώρα τόν επίσης αυτόπτη Κριτόβουλο νά μας διηγηθεί τήν δεύτερη έφοδο των τουρκικών στιφών:

"Έπειτα μέγας βοήσας ο βασιλεύς Μεχεμέτης καλεί τούς υπασπιστάς καί οπλίτας καί τό άλλο άγημα. Οι δ'ευθύς ξύν βοή καί αλαλαγμώ φρικαλέω διαβάντες τήν τάφρον προσέμειξαν τω έξω τείχει· τό δέ όλον κατέριπτο ταίς μηχαναίς· σταυρώματα δέ μόνον ήσαν αντί τείχους αυτού μεγάλων δοκών καί φάκελοι κλημάτων καί άλλης ύλης καί αμφορείς μεστοί γης. Ενταύθα ξυνίσταται μάχη κρατερά εκ χειρών αγχεμάχοις όπλοις, των μέν οπλιτών καί υπασπιστών αγωνιζομένων βιάσασθαι τε τούς προμαχομένους καί επιβήναι του σταυρώματος των δέ Ρωμαίων καί Ιταλών αποσασθαί τε τούτους καί φυλάξαι τό σταύρωμα. Ούτως ουν ευρώστως καί γενναίως αγωνιζομένων αμφοτέρων καί μαχομένων, τό πλέον της νυκτός παρελήλυθε· καί εκράτουν καί οι Ρωμαίοι καί Ιουστίνος μετά των ξύν αυτώ, κατέχοντες τε ασφαλώς τό στάυρωμα καί φυλάσσοντες, καί αμυνόμενοι τούς επιόντας γενναίως."

Αντεξαν λοιπόν καί τό δεύτερο τρομερό κύμα εφόδου οι Ρωμηοί, οι Βενετοί καί οι Γενουάτες. Όλοι οι αμυνόμενοι διακρίθηκαν καί περισσότερο, σύμφωνα μέ τόν Σλουμβερζέ οι τρείς Ιταλοί αδελφοί Boccardi, καί οι αρχηγοί Τρεβιζάνος καί Minotto πού μάχονταν στό ανάκτορο του Πορφυρογέννητου (Τεκφούρ Σεράϊ). Καί ίσως αυτό νά ήταν τό κρισιμότερο σημείο της μάχης. Η Πόλις άντεχε, κανένας Τούρκος δέν είχε καταφέρει νά περάσει τό σταύρωμα καί τά τείχη, καί ο σουλτάνος αγανακτούσε μέ τήν αποτυχία. Αρχίσαν νά χαμογελουν οι αμυνόμενοι παρά τήν κούραση καί τήν αϋπνία πού τούς είχαν εξαντλήσει.

Ο Μωάμεθ αν καί είχε χάσει τήν ψυχραιμία του, βλέποντας πλήθος τούς νεκρούς των στρατιωτών του, οργάνωσε αμέσως τήν τρίτη έφοδο. Πλησίασε τούς γενίτσαρους, τούς εξόρκισε νά πολεμήσουν γιά τήν πίστη τους καί τό πρωΐ πλέον της 29ης Μαΐου, όπου ο ήλιος είχε ήδη ανατείλλει, όρμησε τό τρίτο κύμα κατά των τειχών. Καί ενώ μαίνοταν η μάχη στήν περίβολο, μεταξύ του εσωτερικού καί του εξωτερικού τείχους, ο Θεός, όπως λέει καί ο Βενετός ιστορικός είχε πάρει τήν απόφασή του. Εκεί πού τό χερσαίο τείχος πλησίαζε πρός τόν Κεράτιο Κόλπο, κοντά στό Παλάτι του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, υπήρχε ανοικτή μία μικρή πόρτα. Η μισή ήταν κάτω από τό επίπεδο του εδάφους καί λεγόταν Κερκόπορτα ή πύλη του κίρκου, επειδή οδηγούσε σέ ένα ιπποδρόμιο (κίρκο) έξω από τά τείχη. Επειδή λοιπόν είχε φέξει οι Γενίτσαροι πού τριγύριζαν στήν περίβολο παρατήρησαν τήν ανοικτή πύλη καί αμέσως πενήντα από αυτούς εισέβαλλαν στήν πόλη. Αφού εύκολα εξουδετέρωσαν όσους μάχονταν πάνω στά τείχη πέταξαν τίς σημαίες μέ τό Δικέφαλο Αετό καί τό Λεοντάρι του Αγίου Μάρκου καί έστησαν μπαϊράκια μέ τήν ημισέληνο. Οι διψασμένοι γιά λάφυρα Οθωμανοί αμέσως έτρεξαν στή Μονή της Χώρας (Καχριέ τζαμμί) καί τήν λεηλάτησαν ενώ εκεί κατέστρεψαν τήν περίφημη εικόνα της Οδηγήτριας, τό παλλάδιον της Θεοφύλακτης Πόλης, πού είχε σχεδιάσει ο Ευαγγελιστής Λουκάς. "Η Πόλις Εάλω" αντήχησε από στόμα σέ στόμα σπέρνοντας τόν πανικό στίς ψυχές των Ελλήνων.

Τήν ίδια στιγμή στό σημείο της Πύλης του Ρωμανού, όπου συνεχίζοταν η μάχη σώμα μέ σώμα, τραυματίστηκε ο Ιουστινιάνης, ο οποίος αποφάσισε νά εγκαταλείψει τόν αγώνα καί νά αποσυρθεί στήν γαλέρα του γιά νά γιατρευτεί. Ο Κωνσταντίνος μάταια τόν ικέτευσε νά παραμείνει στό πεδίο της μάχης, αλλά ο Γενοβέζος επέμεινε καί έφυγε παίρνοντας μαζί του αρκετούς Ιταλούς μαχητές. Κατόρθωσε νά φτάσει στό καράβι του όπου πέθανε πλέοντας πρός στήν Χίο. Οι περισσότεροι συγγραφείς της εποχής κατακρίνουν τόν Ιουστινιάνη γιά τήν ατολμία της στιγμής ή οποία ήταν η αιτία


νά κλονιστεί η άμυνα σέ εκείνο ακριβώς τό σημείο καί οι Τούρκοι νά εισβάλλουν στό εσωτερικό της Πόλης. Ο Παλαιολόγος τότε έβγαλε τήν αυτοκρατορική του στολή, διατηρώντας τά ερυθρά πέδιλα μέ τούς χρυσούς δικέφαλους αετούς, γύρισε στόν Καντακουζηνό καί του είπε: "Υπάγωμεν πρός τόν θάνατο," ενώ κατά άλλους είπε: "Γίνεται εγώ νά είμαι ζωντανός καί η Πόλις νά έχει κυριευτεί; Ας βρεθεί ένας χριστιανός νά μου πάρει τό κεφάλι." Ακολουθούμενος από τούς πιστούς του: Θεόφιλο Παλαιολόγο, Ιωάννη Δαλμάτη, Δημήτριο Καντακουζηνό καί τόν Φραγκίσκο από τό Τολέδο της Γρανάδας, όρμησε στό πλήθος των βαρβάρων καί εχάθη μαχόμενος σάν απλός στρατιώτης, τό πρωΐ της 29ης Μαΐου, ημέρα Τρίτη.

Ο πρώτος Τούρκος πού θά ανέβαινε στό τείχος θά κέρδιζε τήν μεγαλύτερη αμοιβή από τόν σουλτάνο καί ήταν ένας γενίτσαρος μέ τό όνομα Χασάν. Ο Χασάν ήταν γεννημένος Ελληνας από τήν Βιθυνία της Μικράς Ασίας αλλά είχε τήν τύχη των παιδιών πού τά άρπαζαν οι Οθωμανοί καί τά στρατολογούσαν στό σώμα των γενιτσάρων. Ελληνας λοιπόν παρέδωσε τήν Πόλη στόν σουλτάνο καί πρέπει νά ξέρουμε ότι όσους ήρωες γέννησε αυτός ο τόπος, άλλους τόσους καί ίσως περισσότερους προδότες γέννησε καί συνεχίζει νά γεννά. Θα ακολουθήσω τόν Ιμβριο Κριτόβουλο, τόν γραμματέα του σουλτάνου, καί θά δώσω μία ελεύθερη απόδοση της περιγραφής του γιά τήν συνέχεια της φοβερής εκείνης αλώσεως:

"Οι μαχητές μπαίνουν στήν πόλη από τό κατεστραμμένο τείχος καί σκοτώνουν όλους τούς Ρωμηούς πού μάχονταν νά τούς απωθήσουν. Εξοργισμένοι από τίς τόσες μέρες της πολιορκίας ορμούν στά σπίτια καί κατασφάζουν όσους βρίσκουν άντρες, γυναίκες καί παιδιά χωρίς νά λυπηθούν κανένα. Κατά ομάδες κινούνται κατά των πλουσίων οικιών καί κατά των εκκλησιών, όπου ελπίζουν νά βρούν θησαυρούς λεηλατώντας, φονεύοντας, βρίζοντας καί αρπάζοντας αιχμαλώτους. Τό θέαμα ήταν τρομερό καί ελεεινό πέραν πάσης φαντασίας, βλέποντας νά τραβούν από τά μαλλιά, παρθένες οι οποίες δέν είχαν βγεί ποτέ από τά σπίτια τους, ευγενείς κυρίες, καλόγριες πού είχαν αφιερώσει τήν ζωή τους στό Θεό καί νά τίς βιάζουν σάν άγρια θηρία. Τούς γέροντες τούς τρυπούσαν μέ τά ξίφη όπως καί τά μωρά πού άρπαζαν από τήν αγκαλιά των μανάδων τους.

Καί τί νά πεί κανείς γιά τήν σύλληση καί αρπαγή των ιερών εικόνων καί άλλων αντικειμένων από τίς εκκλησίες καί τά μοναστήρια; Τά ιερά άμφια πετάγονταν στήν πυρά ή μέ αυτά έντυναν τά άλογά τους, καί ενώ έπιναν τήν Θεία Κοινωνία, θρυμμάτιζαν τούς μαρμάρινους τάφους καί σκύλευαν τούς νεκρούς, πετάγοντας πρός όλες τίς κατευθύνσεις τά οστά τους. Τά βιβλία καί τά πονήματα των φιλοσόφων πετάγονταν στήν πυρά ή καταπατούνταν. Οι δέ Ρωμηοί πού μάχονταν στά άλλα μέρη του τείχους, όταν έβλεπαν πίσω τους τόν εχθρό νά καταφθάνει έπεφταν κάτω από τά τείχη."

Αντίστοιχη είναι καί η αφήγηση του Φρατζή, σύμφωνα μέ τόν οποίο δέν φαινόταν τό χώμα από τίς αμέτρητες σωρούς των νεκρών, οι δρόμοι είχαν μετατραπεί σέ ποτάμια αίματος, καί η Αγία Σοφία μετατράπηκε σέ χώρο θυσίας καί μαρτυρίου:

"Χριστέ βασιλεύ, ως ανερμήνευτα καί ανεξιχνίαστα εισι. καί ήν ιδείν τόν παμμέγιστον εκείνον ναόν καί θειότατον της του Θεού Σοφίας, τόν ουρανόν τόν επίγειον, τόν θρόνον της δόξης του Θεού, ου έσωθεν των αδύτων καί άνωθεν των θυσιαστηρίων καί τραπεζών ήσθιον καί έπινον, καί τάς ασελγείς γνώμας καί ορέξεις αυτών μετά γυναικών καί παρθένων καί παίδων επάνωθεν εποίουν καί έπραττον. Τίς μή θρηνήση σε, άγιε ναέ; καί πανταχού παν κακόν ήν, καί πάσα κεφαλή ήλγει, εν οίκοις θρήνοι καί κλαυθμοί ανδρών οιμωγαί, γυναικών βιασμοί."

Η χιλιόχρονη αυτοκρατορία γκρεμίζονταν ενώ σφάζονταν οι τελευταίοι κατοικοί της. Σύμφωνα μέ τούς νόμους του Ισλάμ η πόλη ήταν στό έλεος των εισβολέων γιά τρείς μέρες καί τρείς νύκτες, προτού παραδοθεί στόν σουλτάνο. Ο Γάλλος ιστορικός Σλουμπερζέ, στό βιβλίο του γιά τήν άλωση πού έγραφε τό 1914, καί στό οποίο στηρίζομαι γιά τήν αφήγησή μου, εκδήλωνε τήν ευχή οι νίκες των Ελλήνων κατά τούς Βαλκανικούς πολέμους νά αποτελέσουν, παρά τήν αντίδραση των Ευρωπαίων, εκδίκηση γιά τήν μεγάλη εκείνη συμφορά. Δυστυχώς η ευχή του δέν πραγματοποιήθηκε τότε.

Εν τω μεταξύ, οι δερβίσηδες κατακερμάτιζαν επί πολλές ώρες τούς μαρμάρινους τάφους των αυτοκρατόρων καί των Πατριαρχών, ενώ οι εισβολείς οργανωμένοι σέ συμμορίες, σέ κάθε σπίτι πού κατελάμβαναν ύψωναν καί μία σημαία μέ τήν ημισέληνο γιά νά μήν πλησιάσουν άλλοι ομμόφιλοί τους. Ο Barbaro αναφέρει ίσως τόν υπερβολικό αριθμό των διακοσίων χιλιάδων σημαιών ότι ανυψώθηκαν στά σπίτια πού είχαν καταληφθεί. Οι Ιταλοί έτρεχαν πρός τίς γαλέρες τους στόν Κεράτιο γιά νά σωθούν καί οι περίφημοι αδελφοί Boccardi, έφιπποι κατόρθωσαν νά σκοτώσουν πολλούς Τούρκους καθ'οδόν πρός τήν σωτηρία τους. Ολοι οι ναύτες του ναυάρχου Χαμουζά, παράτησαν τά πλοιάρια τους καί έτρεξαν νά λεηλατήσουν τήν πόλη, γεγονός πού επέτρεψε σέ πολλούς Ιταλούς νά διαφύγουν μέ τά πλοία τούς αφού εξουδετέρωσαν τήν μεγάλη αλυσίδα πού τούς έφραζε τήν έξοδο από τόν κόλπο του Χρυσού Κέρατους, όπως αλλιώς λεγόταν ο Κεράτιος κόλπος. Μεταξύ των Ιταλών πού σώθηκαν ήταν ο Φλωρεντίνος ιστορικός Tetaldi, ο Βενετός πλοίαρχος Δολφίνος, ο Βενετός ιστορικός Nicolo Barbaro, ο Ιερώνυμος Μοροζίνι καί άλλοι.

Οι μόνοι υπερασπιστές πού δέν εγκατέλειψαν τήν προσπάθεια, ήταν οι Κρήτες νάυτες πού υπερασπίζοταν τόν πύργο του Βασιλειόυ Β' στήν Ωραία Πύλη, (Μπαχτσε Καπουσί) κόντα στήν έξοδο του Κεράτιου. Αυτούς τελικά ο Μωάμεθ τούς άφησε ελεύθερους νά φύγουν. Πολλοί Ελληνες κλείστηκαν στό ναό της Αγίας Σοφίας αλλά καί στό ναό της Αγίας Θεοδοσίας, πού γιόρταζε καί ήταν στολισμένη μέ τριαντάφυλλα (Γκύλ Τζαμί, γκύλ σημαίνει τριαντάφυλλο), μέ τήν ελπίδα ότι σύμφωνα μέ τήν παράδοση, Άγγελος μέ τήν ρομφαία του θά εμπόδιζε τούς άπιστους νά μπούν μέσα στό ναό. Αλλά κανένας δέν εμπόδισε τούς Οθωμανούς νά μπούν στίς εκκλησίες πού ήταν κατάμεστες από κόσμο καί νά σκορπίσουν τόν τρόμο, τήν ατίμωση καί τελικά τόν θάνατο. Ξεγύμνωναν τίς γυναίκες, τίς βίαζαν πάνω στά πλακόστρωτα δάπεδα των εκκλησιών καί όσες έφερναν αντίσταση, τούς έσπαγαν τό κεφάλι πάνω στά πλακάκια. Τά αγόρια καί τά κορίτσια τά μάζευαν στίς πλατείες γιά νά τά πωλήσουν στά σκλαβοπάζαρα της Μπαρμπαριάς καί της Συρίας. "Σκοτώνετε τούς γέροντες καί νά αρπάζετε τά παιδιά" ήταν η παραγγελία των χοτζάδων στούς μαχητές του Ισλάμ, σύμφωνα μέ τόν Αραβα ιστορικό Saad-ud-din.

Ο ανώτερος κλήρος της Bασιλεύουσας βρισκόταν στήν Αγία Σοφία. Οι ιερείς είχαν φορέσει τά επίσημα άμφια, μήπως καί προκαλέσουν τόν οίκτο των εισβολέων καί τελούσαν λειτουργία τήν ώρα της εφόδου. Φυσικά επειδή οι περισσότεροι ήταν γέροντες κατασφάxτηκαν, αλλά η μνήμη του λαού μας διατηρεί τόν μύθο ότι ένας ιερέας πήρε το Αγιο Δισκοπότηρο, χάθηκε πίσω από τόν τείχο, καί θά επανέλθει νά συνεχίσει τήν Θεία Λειτουργία, όταν Ορθόδοξος βασιλιάς εισέλθει ελευθερωτής στήν Αγία Σοφία. Τά άπειρα βιβλία της Αυτοκρατορικής Βιβλιοθήκης έγιναν στάχτη. Aς σημειωθεί ότι απαγορεύονταν επί ποινή θανάτου, νά εισέρχεται κανείς μέ αναμμένο κερί στό εσωτερικό της στό οποίο βρίσκονταν πολλοί αρχαίοι πάπυροι, σπάνια χειρόγραφα, Ευαγγέλια καί άλλα θεολογικά καί επιστημονικά συγγράματα καί όλος ο πνευματικός πλούτος της Αρχαίας καί Βυζαντινής Γραμματείας.

Σώπασε κυρά Δέσποινα

Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει και η Αγιά Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι
με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες,
κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.

Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο Πατριάρχης
κι απ' την πολλή την ψαλμουδιά, εσειόνταν οι κολώνες.
Να μπούνε στο χερουβικό και να 'βγη ο βασιλέας,
φωνή τους ήρθε εξ' ουρανού κι απ' Αρχαγγέλου στόμα.

Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ' άγια,
παπάδες πάρτε τα ιερά και 'σεις κεριά σβηστείτε,
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψη.

Μον' στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να 'ρθουνε τρία καράβια
το 'να να πάρει το σταυρό και τ' άλλο το βαγγέλιο,
το τρίτο το καλύτερο την Άγια Τράπεζά μας
μη μας την πάρουν τα σκυλιά, μη μας την μαγαρίσουν.

Η Δέσποινα ταράχθηκε κι εδάκρυσαν οι εικόνες
«Σώπασε κυρά Δέσποινα και μη πολυδακρύζεις
πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας θα 'ναι»

Πενήντα χιλιάδες υπολογίστηκαν οι νεκροί της άλωσης καί άλλοι τόσοι οι αιχμάλωτοι από τούς οποίους προσδοκούσαν οι δεσμώτες τους λύτρα. Από τετρακόσια παιδιά εστάλησαν ως λάφυρα στόν χαλίφη της Βαγδάτης, της Μπαρμπαριάς (Αιγύπτου), της Τύνιδος καί της Γρανάδας. Ο βάϊλος της βενετικής συνοικίας Ιερώνυμος Minotto καί ο βενετός ευαπατρίδης Καταρίνος Κονταρίνι αποκεφαλίστηκαν. Ομοίως ο Ισπανός Πέτρος Ιουλιανός μέ τόν γιό του είχαν τήν ίδια τύχη. Ο καρδινάλιος Ισίδωρος, Ρωμηός στήν καταγωγή, φόρεσε τά ρούχα κάποιου νεκρού ζητιάνου καί κατάφερε νά διαφύγει, ενώ οι Τούρκοι όταν βρήκαν τό πτώμα μέ τά ρούχα του καρδινάλιου, έκοψαν τό κεφάλι καί τό περιέφεραν στήν πόλη κραυγάζοντας ότι σκότωσαν τόν απεσταλμένο του πάπα. Ο ιστορικός Φρατζής συνελήφθη καί απελευθερώθηκε μετά από τήν καταβολή λύτρων. Ο δεκαπεντάχρονος όμως γιός του καί η δεκατετράχρονη κόρη του αγοράστηκαν από τόν σουλτάνο. Η κόρη του πέθανε μετά από λίγο διάστημα από τίς κακουχίες καί ο γιός του πού δέν υπέκυψε στίς ανώμαλες ορέξεις του Μωάμεθ, σκοτώθηκε από τόν ίδιο τόν πορθητή. Η χειρότερη ίσως μοίρα περίμενε τόν Μέγα Δούκα Λουκά Νοταρά, ο οποίος σημειωτέον ήταν ανθενωτικός. Αρχικά ο Μωάμεθ τόν μεταχειρίσθηκε μέ επιείκια, ακριβώς επειδή ήταν αντίθετος μέ τήν ένωση των εκκλησιών. Ομως ο ακόλαστος νεαρός ηγεμόνας είχε μάθει ότι ο Νοταράς είχε μία πολύ όμορφη κόρη τήν Αννα Νοταρά. Εστειλε λοιπόν τόν αρχιευνούχο του νά τού τήν φέρει. Η Αννα όμως είχε καταφέρει νά διαφύγει, καί μάλιστα πήγε στήν Βενετία όπου έζησε μέχρι τά βαθιά της γεράματα. Ο σουλτάνος τότε εκνευρισμένος ζήτησε νά του φέρουνε τούς νεαρούς γιούς του Νοταρά. Ο τελευταίος αρνήθηκε καί δόθηκε τότε η διαταγή νά αποκεφαλιστούν καί οι τρείς. Ο τελευταίος πρωθυπουργός του Βυζαντίου ζήτησε από τόν δήμιο νά σκοτώσει πρώτα τά παιδιά του καί μετά αυτόν, φοβούμενος μήπως αλλαξοπιστήσουν τελευταία στιγμή. Ετσι ο άτυχος πατέρας αφού είδε τά κεφάλια των παιδών του νά πέφτουν στό έδαφος, προσευχήθηκε καί έγειρε τό κεφάλι του κάτω από τό ξίφος του δήμιου.

Δημοτικό τραγούδι του Πόντου

Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν' από την Πόλην
ουδέ στ' αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,
επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί' τον κάστρον.

Εσείξεν τ' έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον,
εσείξεν τ' άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον,
Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ' ο μητροπολίτης
έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει.
Σίτ' αναγνώθ' σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν.
"Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!"

Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια
κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται,
-Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι
-Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία 'πάρθεν.
-Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.


Δημοτικό τραγούδι του Πόντου

«Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη,
Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.
Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλιν την αγία,
το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους.
Τις το 'πεν; Τις το μήνυσε; Πότε 'λθεν το μαντάτο;

Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδου
και κάτεργον το υπάντησε, στέκει και αναρωτά το:
-"Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;"
-"Ερκομαι ακ τα' ανάθεμα κι εκ το βαρύν το σκότος,
ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην°
απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην.
Εγώ γομάριν Δε βαστώ, αμέ μαντάτα φέρνω
κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα.»

Ο Μωάμεθ ο κατακτητής μπήκε θριαμβευτής στήν Κωνσταντινούπολη καί έφτασε στό ναό της Αγίας Σοφίας. Εκεί κάλεσε έναν ιμάμη καί τόν διέταξε νά ανέβει στόν άμβωνα καί νά αναγνώσει τό σύμβολο της μωαμεθανικής πίστης. Αυτός στράφηκε πρός τή Μέκκα, καί προσευχήθηκε. Από εκείνη τή στιγμή ο μεγαλοπρεπής ναός του Ιουστινιανού, τό σύμβολο της Ορθοδοξίας, μετατρεπόταν σέ τζαμί, όλος ο πλούτος των μωσαϊκών καί των τειχογραφιών θά καταστρέφοταν ενώ η Βασιλεύουσα, τό καμάρι των Ρωμηών, θά μετονομαζόταν σέ Ιστανμπούλ.


ΑΡΧΕΙΟ ΦΩΤΙΟΥ ΣΤΑΥΡΙΔΗ