Του Σαράντου Καργάκου
Ιστορικού - Συγγραφέως
Πρόλογος : Όπως η αξία του νομίσματος καθορίζεται
από την ποιότητα του μετάλλου, έτσι και η αξία του ανθρώπου από την
ποιότητα του χαραχτήρα του καθορίζεται. Η ποιότητα αυτή δοκιμάζεται κι
ελέγχεται στον τραχύ αγώνα της ζωής, όταν ο άνθρωπος, αντιμέτωπος με
πολυποίκιλα προβλήματα, παίρνει στάση ανάλογη με την προσωπικότητα και
ιδιοσυγκρασία του.
1. Ανάλυση : Η στάση αυτή είναι η Λυδία λίθος, που θα κρίνει την αξία ή την απαξία του ανθρώπου. Σε μια τέτοια στάση αναφέρεται και το εξεταζόμενο θέμα. Ασφαλώς δεν είναι έγκλημα η αποχή από τους κινδύνους, είναι όμως έγκλημα, όταν πέσει κανείς, ακούσια η εκούσια σε κίνδυνο, να μη τον αντιμετωπίζει με γενναιότητα.
2. Το α'σκέλος: Η διπολικότητα του θέματος μας υποχρεώνει να εξετάσουμε αρχικά το πρώτο σκέλος του γνωμικού. Είναι πέρα - για πέρα σεβαστή η επιθυμία κάθε ανθρώπου να ζήσει ήρεμα, γαλήνια, ειρηνικά.
Η επιθυμία αυτή απορρέει από τη σύνεση, από τη συναίσθηση των υποχρεώσεών μας, από τη συνείδηση του ανεπανάληπτου της ανθρώπινης ζωής ή από μια βαθύτατη θρησκευτική αντίληψη, ότι δεν έχουμε το δικαίωμα να καταστρέψουμε ό,τι μας προσφέρθηκε από το Δημιουργό. Επομένως είναι μάταιη επιδίωξη το να εκθέτει κανείς σε κίνδυνο χωρίς σοβαρό λόγοτον εαυτό του και γνώρισμα σοφού ανθρώπου το να τον αποφεύγει, όταν μπορεί, χωρίς μείωση της προσωπικότητάς του.
Κι όμως πολλοί φρονούν ότι η ζωή δεν είναι τίποτε άλλο από μια παροδική ρυτίδωση της θάλασσας του μηδενός και συνεπώς δεν έχει νόημα κανένα, αν δεν τη ζήσει κανείς έντονα. Το «vivere pericolosamente», δηλαδή το «ζην επικινδύνως» είναι για τους ανθρώπους αυτούς κανόνας ζωής. Πιστεύουν ότι οι κίνδυνοι δίνουν στη ζωή έναν ιδιαίτερο χρωματισμό και μια έντονα χαραχτηριστική γεύση. Χωρίς κινδύνους η ζωή χάνει το ενδιαφέρον της, γίνεται στατική, δεν έχει ένταση και ποικιλία και «καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει», κατά τον ποιητή[1]. Χαραχτηριστικά ο Νίτσε έλεγε : «Να ζει κανείς μέσα στον κίνδυνο είναι η μεγαλύτερη απόλαυση της ζωής».
Είναι βέβαια δύσκολο να πούμε ποια από τις δύο αυτές βιοθεωρίες έχει με το μέρος της το δίκαιο. Αν απορρίψουμε τη δεύτερη, θα ήταν σαν ν' αρνιούμαστε από τον άνθρωπο τη βασική του ιδιότητα, που δηλώνεται από τ' όνομα του, δηλαδή να θρώσκει άνω. Θα ήταν σαν ν' αρνιούμαστε όλες τις θαυμαστές του εκτινάξεις, όλους τους επικίνδυνους μετεωρισμούς, με τους οποίους μεγαλύνθηκε το ανθρώπινο γένος. Ν' αρνηθούμε όμως την πρώτη, θα ήταν σαν να εξοβελίζαμε από το χώρο των αξιών τη σωφροσύνη και να επιβάλλαμε την κυριαρχία του παράλογου, οπότε ο άνθρωπος θα έχανε κάθε έρμα ισορροπίας και σαν άθυρμα θα παιζόταν στα χέρια της σκληρής ειμαρμένης. Οι επιλογές του καθενός είναι ζήτημα ιδιοσυγκρασίας και κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει αυτούς που προτιμούν την ήρεμη και γαλήνια ζωή. Πολύ περισσότερο ένας τέτοιος τρόπος ζωής δεν μπορεί να θεωρηθεί έγκλημα.
3. Το β' σκέλος : Είναι όμως έγκλημα, και μάλιστα μεγάλο, και σε βάρος του εαυτού του και σε βάρος της κοινωνίας, όταν πέσει κάποιος σε κίνδυνο και δεν τον αντιμετωπίζει γενναία. Ο κίνδυνος αυτός μπορεί ν' απειλεί την κοινωνική και οικονομική μας ισορροπία, την προσωπική μας ελευθερία, την ηθική υπόσταση και ζωή μας. Είναι δυνατό ακόμη ν' απειλεί και υψηλότερα και οικουμενικότερα ιδανικά, πανανθρώπινες ηθικές και πνευματικές αξίες. Στην περίπτωση αυτή εκείνος που δεν θα επιδείξει μπροστά στον κίνδυνο φρόνημα γενναίο, αλλά θα συμβιβαστεί και θα σκύψει το κεφάλι, αυτός πια θ' απαλλοτριώσει την προσωπικότητά του, θα χάσει κάθε συναίσθηση αξίας, θ' απανθρωποποιηθεί και θα μεταβληθεί σε κλάσμα ανθρώπου. Χάνοντας έτσι την οντότητά του ο άνθρωπος αυτός, γίνεται ρευστός και παίρνει το σχήμα του περιέχοντος δοχείου. Είναι ο άνθρωπος του «μεγάλου ΝΑΙ», που λέγοντάς το «πέρα πηγαίνει στην τιμή και στην υπόληψή του[2]».
Μπορούμε ακόμη καλύτερα να εκτιμήσουμε το μέγεθος του εγκλήματος, όταν σκεφτούμε ότι πολλοί, συμβιβαζόμενοι μπροστά στον κίνδυνο, δεν γίνονται ραγιάδες, αλλά προτιμούν να γίνουν γενίτσαροι. Ο Ελληνισμός δοκίμασε τις περισσότερες φθορές από τους αρνησίθρησκους και αρνησιπάτριδες, που όχι μόνο υποτάχτηκαν παθητικά αλλά και συνεργάστηκαν ενεργητικά με τον εχθρό. Ο Παλαμάς, σε μια ευτυχισμένη ποιητική του στιγμή, καταδικάζει εκείνους που σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές εμφανίζονται άτολμοι, δισταχτικοί και δειλοί: Ανάξιος όποιος δε μπορεί / μες το σεισμό, το χαλασμό / κάστρο τη γνώμη του να στήσει...
Οι αρχαίοι πίστευαν ότι είναι χρέος κάθε πολίτη να συμμετέχει ενεργά στα κοινά και να διακινδυνεύει προσωπικά, όταν η πόλη του απειληθεί από εσωτερικό ή εξωτερικό εχθρό. Ο Σόλωνας μάλιστα για να καταπολεμήσει μια τάση αδιαφορίας για τα κοινά, που πήγαζε από το φόβο εμπλοκής σε κινδύνους, θέσπισε νόμο που όριζε «ἄτιμον εἶναι τόν ἐν στάσει τόν δῆμον μηδετέρας μερίδος γενόμενον»[3]. Ανάλογη ήταν και η αντίληψη του Περικλή γι' αυτούς που από φόβο αποστρέφονται την ανάμειξη στα κοινά : «Τῶν μηδέν τούτων μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα ἀλλ' ἀχρεῖον νομίζομεν»[4]. Οι Σπαρτιάτες, περισσότερο από κάθε άλλο λαό, θεωρούσαν σαν το πιο μεγάλο έγκλημα την υποχώρηση μπροστά στον κίνδυνο. Οι δειλοί στο πεδίο της μάχης ονομάζονταν χλευαστικά «τρέσαντες»[5] και σ' όλη τους τη ζωή, και αυτοί και η οικογένειά τους, ζούσαν περιφρονημένοι. Οι μητέρες στη Σπάρτη, παραδίνοντας την ασπίδα στα τέκνα τους, αντί άλλης ευχής έλεγαν: «Ἤ τάν ἤ ἐπί τάς». Έτσι γεννήθηκαν οι υπέροχοι πρόμαχοι των Θερμοπυλών, που όρμησαν προς τον κίνδυνο προκαλώντας το θάνατο και που δίδαξαν τις επόμενες γενεές γενναιότητα.
Επίλογος: Καλό θα ήταν ίσως να μην παρουσιαστεί η ανάγκη να κινδυνεύσουμε στη ζωή. Αλλ' αν πρόκειται μια κακώς εννοούμενη φρόνηση να μας οδηγήσει στην αδράνεια και να μας εμπνεύσει ένα συνεχή φόβο, είναι προτιμότερο να ριχτούμε μ' ορμή στον αγώνα, χωρίς να λογαριάζουμε υλικές φθορές ή ακόμη κι αυτή τη ζωή μας, έχοντας πάντα στο νου μας ότι μια αγωνιστική στιγμή είναι υπέρτερη από μια μακριά και άπρακτη ζωή.
ΕΡΓΑΣΙΑ: Ο δειλός φοβάται πριν από τον κίνδυνο, ο άνανδρος στη διάρκεια του κινδύνου και ο θαρραλέος μετά» (Ρίκερτ).
[1] Καβάφης : «Μονοτονία».
[2]Καβάφης"Che fece... il gran rifiuto».
[3] Ν' αφαιρούνται τα πολιτικά δικαιώματα από αυτόν, που σε περίπτωση εμφύλιας διαμάχης δεν συμμετέχει ούτε στη μια ούτε στην άλλη παράταξη.
[4] Αυτούς που δεν συμμετέχουν στα κοινά δεν τους θεωρούμε φιλήσυχους αλλ' άχρηστους.
[5] Τρέσαντες (από το ρ. τρέω): Αυτοί που τρέπονται από φόβο σε φυγή. «Οἱ ἐν τῇ μάχῃ καταδειλιάσαντες, οὕς αὐτοί τρέσαντας ὀνομάζουσι» (Πλουτάρχου: Αγησ. 30).
1. Ανάλυση : Η στάση αυτή είναι η Λυδία λίθος, που θα κρίνει την αξία ή την απαξία του ανθρώπου. Σε μια τέτοια στάση αναφέρεται και το εξεταζόμενο θέμα. Ασφαλώς δεν είναι έγκλημα η αποχή από τους κινδύνους, είναι όμως έγκλημα, όταν πέσει κανείς, ακούσια η εκούσια σε κίνδυνο, να μη τον αντιμετωπίζει με γενναιότητα.
2. Το α'σκέλος: Η διπολικότητα του θέματος μας υποχρεώνει να εξετάσουμε αρχικά το πρώτο σκέλος του γνωμικού. Είναι πέρα - για πέρα σεβαστή η επιθυμία κάθε ανθρώπου να ζήσει ήρεμα, γαλήνια, ειρηνικά.
Η επιθυμία αυτή απορρέει από τη σύνεση, από τη συναίσθηση των υποχρεώσεών μας, από τη συνείδηση του ανεπανάληπτου της ανθρώπινης ζωής ή από μια βαθύτατη θρησκευτική αντίληψη, ότι δεν έχουμε το δικαίωμα να καταστρέψουμε ό,τι μας προσφέρθηκε από το Δημιουργό. Επομένως είναι μάταιη επιδίωξη το να εκθέτει κανείς σε κίνδυνο χωρίς σοβαρό λόγοτον εαυτό του και γνώρισμα σοφού ανθρώπου το να τον αποφεύγει, όταν μπορεί, χωρίς μείωση της προσωπικότητάς του.
Κι όμως πολλοί φρονούν ότι η ζωή δεν είναι τίποτε άλλο από μια παροδική ρυτίδωση της θάλασσας του μηδενός και συνεπώς δεν έχει νόημα κανένα, αν δεν τη ζήσει κανείς έντονα. Το «vivere pericolosamente», δηλαδή το «ζην επικινδύνως» είναι για τους ανθρώπους αυτούς κανόνας ζωής. Πιστεύουν ότι οι κίνδυνοι δίνουν στη ζωή έναν ιδιαίτερο χρωματισμό και μια έντονα χαραχτηριστική γεύση. Χωρίς κινδύνους η ζωή χάνει το ενδιαφέρον της, γίνεται στατική, δεν έχει ένταση και ποικιλία και «καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει», κατά τον ποιητή[1]. Χαραχτηριστικά ο Νίτσε έλεγε : «Να ζει κανείς μέσα στον κίνδυνο είναι η μεγαλύτερη απόλαυση της ζωής».
Είναι βέβαια δύσκολο να πούμε ποια από τις δύο αυτές βιοθεωρίες έχει με το μέρος της το δίκαιο. Αν απορρίψουμε τη δεύτερη, θα ήταν σαν ν' αρνιούμαστε από τον άνθρωπο τη βασική του ιδιότητα, που δηλώνεται από τ' όνομα του, δηλαδή να θρώσκει άνω. Θα ήταν σαν ν' αρνιούμαστε όλες τις θαυμαστές του εκτινάξεις, όλους τους επικίνδυνους μετεωρισμούς, με τους οποίους μεγαλύνθηκε το ανθρώπινο γένος. Ν' αρνηθούμε όμως την πρώτη, θα ήταν σαν να εξοβελίζαμε από το χώρο των αξιών τη σωφροσύνη και να επιβάλλαμε την κυριαρχία του παράλογου, οπότε ο άνθρωπος θα έχανε κάθε έρμα ισορροπίας και σαν άθυρμα θα παιζόταν στα χέρια της σκληρής ειμαρμένης. Οι επιλογές του καθενός είναι ζήτημα ιδιοσυγκρασίας και κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει αυτούς που προτιμούν την ήρεμη και γαλήνια ζωή. Πολύ περισσότερο ένας τέτοιος τρόπος ζωής δεν μπορεί να θεωρηθεί έγκλημα.
3. Το β' σκέλος : Είναι όμως έγκλημα, και μάλιστα μεγάλο, και σε βάρος του εαυτού του και σε βάρος της κοινωνίας, όταν πέσει κάποιος σε κίνδυνο και δεν τον αντιμετωπίζει γενναία. Ο κίνδυνος αυτός μπορεί ν' απειλεί την κοινωνική και οικονομική μας ισορροπία, την προσωπική μας ελευθερία, την ηθική υπόσταση και ζωή μας. Είναι δυνατό ακόμη ν' απειλεί και υψηλότερα και οικουμενικότερα ιδανικά, πανανθρώπινες ηθικές και πνευματικές αξίες. Στην περίπτωση αυτή εκείνος που δεν θα επιδείξει μπροστά στον κίνδυνο φρόνημα γενναίο, αλλά θα συμβιβαστεί και θα σκύψει το κεφάλι, αυτός πια θ' απαλλοτριώσει την προσωπικότητά του, θα χάσει κάθε συναίσθηση αξίας, θ' απανθρωποποιηθεί και θα μεταβληθεί σε κλάσμα ανθρώπου. Χάνοντας έτσι την οντότητά του ο άνθρωπος αυτός, γίνεται ρευστός και παίρνει το σχήμα του περιέχοντος δοχείου. Είναι ο άνθρωπος του «μεγάλου ΝΑΙ», που λέγοντάς το «πέρα πηγαίνει στην τιμή και στην υπόληψή του[2]».
Μπορούμε ακόμη καλύτερα να εκτιμήσουμε το μέγεθος του εγκλήματος, όταν σκεφτούμε ότι πολλοί, συμβιβαζόμενοι μπροστά στον κίνδυνο, δεν γίνονται ραγιάδες, αλλά προτιμούν να γίνουν γενίτσαροι. Ο Ελληνισμός δοκίμασε τις περισσότερες φθορές από τους αρνησίθρησκους και αρνησιπάτριδες, που όχι μόνο υποτάχτηκαν παθητικά αλλά και συνεργάστηκαν ενεργητικά με τον εχθρό. Ο Παλαμάς, σε μια ευτυχισμένη ποιητική του στιγμή, καταδικάζει εκείνους που σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές εμφανίζονται άτολμοι, δισταχτικοί και δειλοί: Ανάξιος όποιος δε μπορεί / μες το σεισμό, το χαλασμό / κάστρο τη γνώμη του να στήσει...
Οι αρχαίοι πίστευαν ότι είναι χρέος κάθε πολίτη να συμμετέχει ενεργά στα κοινά και να διακινδυνεύει προσωπικά, όταν η πόλη του απειληθεί από εσωτερικό ή εξωτερικό εχθρό. Ο Σόλωνας μάλιστα για να καταπολεμήσει μια τάση αδιαφορίας για τα κοινά, που πήγαζε από το φόβο εμπλοκής σε κινδύνους, θέσπισε νόμο που όριζε «ἄτιμον εἶναι τόν ἐν στάσει τόν δῆμον μηδετέρας μερίδος γενόμενον»[3]. Ανάλογη ήταν και η αντίληψη του Περικλή γι' αυτούς που από φόβο αποστρέφονται την ανάμειξη στα κοινά : «Τῶν μηδέν τούτων μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα ἀλλ' ἀχρεῖον νομίζομεν»[4]. Οι Σπαρτιάτες, περισσότερο από κάθε άλλο λαό, θεωρούσαν σαν το πιο μεγάλο έγκλημα την υποχώρηση μπροστά στον κίνδυνο. Οι δειλοί στο πεδίο της μάχης ονομάζονταν χλευαστικά «τρέσαντες»[5] και σ' όλη τους τη ζωή, και αυτοί και η οικογένειά τους, ζούσαν περιφρονημένοι. Οι μητέρες στη Σπάρτη, παραδίνοντας την ασπίδα στα τέκνα τους, αντί άλλης ευχής έλεγαν: «Ἤ τάν ἤ ἐπί τάς». Έτσι γεννήθηκαν οι υπέροχοι πρόμαχοι των Θερμοπυλών, που όρμησαν προς τον κίνδυνο προκαλώντας το θάνατο και που δίδαξαν τις επόμενες γενεές γενναιότητα.
Επίλογος: Καλό θα ήταν ίσως να μην παρουσιαστεί η ανάγκη να κινδυνεύσουμε στη ζωή. Αλλ' αν πρόκειται μια κακώς εννοούμενη φρόνηση να μας οδηγήσει στην αδράνεια και να μας εμπνεύσει ένα συνεχή φόβο, είναι προτιμότερο να ριχτούμε μ' ορμή στον αγώνα, χωρίς να λογαριάζουμε υλικές φθορές ή ακόμη κι αυτή τη ζωή μας, έχοντας πάντα στο νου μας ότι μια αγωνιστική στιγμή είναι υπέρτερη από μια μακριά και άπρακτη ζωή.
ΕΡΓΑΣΙΑ: Ο δειλός φοβάται πριν από τον κίνδυνο, ο άνανδρος στη διάρκεια του κινδύνου και ο θαρραλέος μετά» (Ρίκερτ).
[1] Καβάφης : «Μονοτονία».
[2]Καβάφης"Che fece... il gran rifiuto».
[3] Ν' αφαιρούνται τα πολιτικά δικαιώματα από αυτόν, που σε περίπτωση εμφύλιας διαμάχης δεν συμμετέχει ούτε στη μια ούτε στην άλλη παράταξη.
[4] Αυτούς που δεν συμμετέχουν στα κοινά δεν τους θεωρούμε φιλήσυχους αλλ' άχρηστους.
[5] Τρέσαντες (από το ρ. τρέω): Αυτοί που τρέπονται από φόβο σε φυγή. «Οἱ ἐν τῇ μάχῃ καταδειλιάσαντες, οὕς αὐτοί τρέσαντας ὀνομάζουσι» (Πλουτάρχου: Αγησ. 30).
http://www.sarantoskargakos.gr
ΕΥΓΕ ΜΕΓΑ ΔΑΣΚΑΛΕ!
ΑπάντησηΔιαγραφή