Του Αντωνίου Αντωνάκου
Καθηγητού -Κλασσικού Φιλολόγου
Ιστορικού Σιγγραφέως
Αντιπροέδρου τού Συνδέσμου τών Απανταχού Λακώνων «Ο ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ»
«Μπάρμπα Γιάννη Μακρυγιάννη, πάρε μαύρο γιαταγάνι κι έλα στην ζωή μας
πίσω, το στραβό να κάνεις ίσιο» λέει σ’ ένα τραγούδι του ο Νίκος
Γκάτσος. Και πράγματι η παρουσία και η ανάδειξη τής προσωπικότητος τού
Μακρυγιάννη και των λόγων του, σήμερα είναι περισσότερο επιτακτική από ποτέ!
Το
να προβάλλω εξ αρχής την ζωή και την δράση τού Μακρυγιάννη
σαν πλατωνικό υπόδειγμα, καλύπτει κι’ έναν άλλο σκοπό. Όχι ότι
άλλοι, πολύ αξιόλογοι και ενδεδειγμένοι, πού ασχολήθηκαν με την σημαντικώτερη
αυτή νεοελληνική μορφή, δεν την ετοποθέτησαν στο βάθρο που έπρεπε,
αλλά παρασυρμένοι από την απειρία τών εκδηλώσεων τής δραστηριότητάς της, δεν έθεσαν το
ερώτημα, πού διετύπωσε ο Βλαχογιάννης, ότι δηλαδή «γεννάται
απορία μεγάλη, πώς άνθρωπος τόσον απλούς το ήθος και τον νουν, στερούμενος παντελώς παιδείας
οιασδήποτε, μόλις δε μαθών δι’
αδεξίας χειρός να χαράττη και συνδέη εις συλλαβάς τα γράμματα τού αλφαβήτου, πώς εφαντάσθη εαυτόν
ικανόν να καταστρώση επί
του χάρτου εκθεσιν τόσον λεπτομερή, εκτεταμένην και αρτίαν, όχι μόνον περί των ιδίων πράξεων,
αλλά και περί πλείστων άλλων
συγχρόνων γεγονότων, εν συνοχή λογική και εν συγγραφική ενότητι τόσον τελεία, οποία η εν τω
έργω τούτω του ρηθέντος
στρατηγού…»
Και πράγματι! Τα λόγια τού Μακρυγιάννη είναι καθοριστικά
και οι θαρραλέες απαντήσεις του στους ξένους διαχρονικές! Σήμερα μάλιστα, με
τις ταπεινώσεις που δεχόμαστε από τους ευρωπαίους είναι πλέον επιτακτικό να
γνωρίζουμε τα λόγια αυτά… Ας θυμηθούμε λοιπόν κάποια ιδιαίτερα σημαντικά! Λίγο
μετά την δολοφονία τού Καποδίστρια, γαλλικός στρατός αφοπλίζει τους γύρω από το
Ναύπλιο Έλληνες αγωνιστές. Παίρνουν και τον οπλισμό τού Μακρυγιάννη. Κι
αυτός λέει στον διοικητή: «Τί σας έκαμε αυτό τ’ όνομα τών
Έλλήνων εσάς των γενναίων αντρών τής Ευρώπης, εσάς των
προκομμένων, εσάς των πλούσιων. Όλοι οι προταγμένοι άντρες των
παλαιών Ελλήνων, οι γενναίοι όλης της άνθρωπότης, ο Λυκούργος, ο
Πλάτων, ο Σωκράτης, ο Αριστείδης, ο Θεμιστοκλής, ο Λεωνίδας, ο Θρασύβουλος,
ο Δημοσθένης και οι επίλοιποι πατέρες
γενικώς τής άνθρωπότης κοπίαζαν και βασανίζονταν νύχτα και ημέρα μ’
αρετή, με ’λικρίνεια, με καθαρό ενθουσιασμό να φωτίσουνε την άνθρωποτη και να την αναστήσουν να ’χη αρετή και φώτα, γενναιότητα και πατριωτισμό. Όλοι αυτήνοι
οι μεγάλοι άντρες τού κόσμου κατοικούνε τόσους αιώνες στον Άδη σ’ έναν
τόπο σκοτεινό και κλαίνε και βασανίζονται για τα πολλά δεινά οπού τραβάγει ή
δυστυχισμένη μερική πατρίδα τους η Ελλάς, έσβησε τ’ όνομά της.
Αυτήνοι δεν τήραγαν να θησαυρίσουμε μάταια και προσωρινά, τήραγαν
να φωτίσουν τον κόσμο με φώτα παντοτινά. Έντυσαν τους ανθρώπους αρετή, τους γύμνωσαν από την κακή διαγωή·
και τοιούτως θεωρούσαν γενικώς την ανθρωπότη
και γένονταν δάσκαλοι τής αλήθειας.
Κάνουν και οι μαθηταί τους οι Ευρωπαίοι την ανταμοιβή στους απογόνους εμάς — γύμναση της κακίας και παραλυσίας. Τέτοι’ αρετή έχουν, τέτοια φώτα μάς
δίνουν. Μια χούφτα απόγονοι εκεινών
των παλαιών Ελλήνων χωρίς ντουφέκια
και πολεμοφόδια και τ’ άλλα τ’ αναγκαία τού πολέμου ξεσκεπάσαμε την μάσκαρα τού Σουλτάνου, οπούχε στο
πρόσωπό του κι έσκιαζε τον μεγάλο
Ευρωπαίο...».
Αυτά,
αγαπητοί φίλοι είναι υπερήφανα ελληνικά λόγια! Λόγια άνωθεν υπαγορευθέντα,
που τα έκανε πράξη ο αγράμματος Ρουμελιώτης.
Θείες εντολές, όμως, δεν εκτελούσε και όταν σύστησε σε δύο
στρατιώτες, πού ’θελαν να πουλήσουν σ’
ευρωπαίους δύο αρχαία αγάλματα, να μη το κάνουν, όχι για χίλια ούτε για δέκα χιλιάδες τάλληρα, λέγοντάς
τους το περίφημο εκείνο «γι’ αυτά πολεμήσαμε»; Δεν αποδεικνύει
κι αυτό το γεγονός, το ψυχολογικό
βάθος τής προσωπικότητας αυτής;
Κι
όταν έστειλε στην Οθωνική Αντιβασιλεία αναφορά, ότι παραιτείτο τού μισθού του, αν
και ήταν φτωχός, για να δοθεί αυτός
στους αγωνιστές και τις χήρες και τα
ορφανά πού πέθαιναν της πείνας, αποφασίζοντας να δικαιώσει τους αδικημένους,
(«επαμύνειν τοις αδικουμένοις» όπως έλεγε και ο αρχαίος Περικλής), δεν έδειχνε αυτό μια έμπρακτη άσκηση πολιτικής αρετής και ανθρωπιάς; Ακόμη περισσότερο πού γι’ αυτή την εκδήλωση
καταδιώχθηκε.
«Την
καταφρόνεσι την ’στάνομαι» έλεγε βαρύθυμος, όταν αναγκάσθηκε
να εγκαταλείψει το Παλάτι, επειδή, ύστερα από ραδιουργίες, δεν παρουσίασαν αυτόν και τους άλλους
καπετανέους στον Όθωνα, στην τελετή τής ενηλικιώσεώς του. Ποιός τού
ενέπνευσε μια τέτοια έννοια της
αξιοπρέπειας;
Εκεί, όμως, όπου η «αιδώς και δίκη» ανευρίσκει την
αυθεντική ύπαρξή της σε ανθρώπινη ψυχή, είναι στα όσα είπε ο Μακρυγιάννης στον Γάλλο
περιηγητή Μαλέρμπ, πού, μαζί με την
συνέντευξη που του πήρε, τόλμησε ν’ αναφέρει ότι τους Έλληνες τούς βλάπτει ή
μεγάλη τους προσήλωση στην θρησκεία. Ας τον ακούσουμε πάλι: «Όσο να
καταστρέψη την αρετή, δεν σώνεται· ότι χωρίς αρετή και θρησκεία δεν σκηματίζεται κοινωνία, ούτε
βασίλειο. Και πράμα τζιβαϊρκόν, πολυτίμητο,
όπου το βαστήξαμεν εις την τυραγνία του Τούρκου, δεν το δίνομε τώρα,
ούτε τα καταφρονούμεν οι Ελληνες. Η ευγενεία
σου απαρατιέσαι από την θρησκείαν σου; Κι αν γυρίσω εγώ και οι άλλοι, πώς θα μας θεωρήσης τίμιους ανθρώπους εσύ ο τίμιος; Και τί έχεις εσύ για μένα τί
δοξάζω εγώ; Και γιατί να φροντίζω εγώ
για σένα τί δοξάζεις; Ο Θεός ας θεωρήση του κάθε ενού τη γνώμη, είναι φροντίδα αυτηνού...».
Είναι αναγκαίο να ξέρει κάποιος πώς αυτός, πού δοκίμασε
όλους αυτούς τούς εξευτελισμούς, ήταν εκείνος πού σε μια κρίσιμη
στιγμή τού Αγώνα, άφησε όλη την δύναμη τής ψυχής του ν’ απαθανατίσει
την εθνική περηφάνεια και την αλύγιστη πίστη τού Γένους με τον ανόθευτο Λόγο,
πού τον επικύρωσε η σφραγίδα τού ηρωϊσμού του! Είναι ανάγκη να
ξανακούσουμε την γνωστή, μα και θρυλική, απάντηση, πού έδωσε στον Γάλλο ναύαρχο
Ντεριγνύ, όταν είπε στον Μακρυγιάννη πως η οχύρωση, που έκανε στους Μύλους
τ’ Αναπλιού, δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τις χιλιάδες τού στρατού τού
Ιμβραΐμ: «Είναι αδύνατες οι θέσες κι εμείς. Όμως είναι δυνατός ο
Θεός που μας παραστέκει, και θα δείξουμε την τύχη μας σ’ αυτές
τις θέσες
τίς αδύνατες. Κι’ αν είμαστε ολίγοι στο πλήθος τού Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ’
έναν τρόπο· ότι ή τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε
ολίγους. Ότι αρχή και τέλος παλαιάθε και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε.
Τρώνε από μας και μένει και μαγιά.
Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν. Και όταν κάνουν αυτήνη την απόφαση, λίγες φορές χάνουν
και πολλές κερδαίνουν. Ή θέση όπου
είμαστε τώρα είναι τοιούτη. Και θα ιδούμε
την τύχη μας οι αδύνατοι με τους δυνατούς».
Θεώρησα αναγκαίο να επικαλεσθώ αυτά τα λόγια τού Μακρυγιάννη, όχι,
βέβαια, για να ισχυροποιήσω την πατριωτική του προσφορά, πού
είναι μια άλλη εξ ίσου εκπληκτική πλευρά τής προσωπικότητάς του,
αλλά για να φωτίσω από μια άλλη σκοπιά την αμετάτρεπτή του
απόφαση να υπηρετήσει, μέχρι την τελευταία του πνοή, το κάθε
ιδανικό πού φυτρώνει στις ανώτερες φύσεις. Κι ακόμη, για να ζυγίσω
και να παραβάλω με προσοχή το ειδικό βάρος και την απόσταση τών πάντοτε λίγων
Μεγάλων από τους πάντοτε πολλούς Μικρούς. Το γιατί,
τώρα, ή Πρόνοια τού Κόσμου δικαιώνει και φθάνει ν’ αποθεώνει τους λίγους πού
θυσιάζονται κι όχι τους πολλούς πού προτιμούν να θυσιάζουν άλλους, αυτό μας το
προσφέρουν να το νιώσουμε όσοι, σαν τον Μακρυγιάννη, δικαίωσαν την επίγεια
παρουσία τους!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου