Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012

Η ΕΠΑΙΤΗΤΙΚΗ ΡΗΤΟΡΙΚΗ

Του Σαράντου Καργάκου
Ιστορικού - Συγγραφέως
 
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΕΣΤΙΑ στις 27 Ιανουαρίου 2012

Ἐπισημαίνεται, ἀκόμη κι ἀπό ἄλλοτε διαπρύσιους κήρυκες τῶν γλωσσικῶν μας «μεταρρυθμίσεων», μιά ὁλική πτώση τοῦ γλωσσικοῦ μας αἱματοκρίτη. Φυσικό ἦταν καί ὁ πολιτικός μας λόγος νά ἀκολουθήσει αὐτή τή φθίνουσα, τήν κατιοῦσα πορεία. Λόγος φυματικός, βερέμικος, κακομοίρικος.
Ἀντἰθετα παρατηρῶ ὅτι βελτιώνεται σέ ἦχο, σέ παλμό, σέ ἐπιχειρηματολογία καί εὑρηματικότητα ὁ ἐπαιτητικός λόγος. Κάθε φορά πού ταξιδεύω –καί ταξιδεύω συχνά– μέ τόν «Ἠλεκτρικό» θά ἀκούσω τρεῖς κατά μέσον ὅρο «Δημοσθένηδες τῆς ζητιανιᾶς» νά ἀγορεύουν τόσο γλαφυρά καί πειστικά («Ἐλεῆστε γιά νά μή σᾶς κλέβω»!), ὥστε σοῦ εἶναι δύσκολο νά ἀρνηθεῖς τόν ὀβολό σου, ἔστω κι ἄν ξέρεις ὅτι ὁ ἐπαίτης (θηλυκοῦ ἤ ἀρσενικοῦ γένους) σέ ἀπατᾶ· σέ κοροϊδεύει.
Στήν προκειμένη περίπτωση συμβαίνει ὅ,τι καί μέ τήν ψῆφο. Ἐνῶ ξέρουμε ὅτι τά κόμματα μᾶς λένε ψέματα, ἐμεῖς τά ψηφίζουμε, ὅσοι –τέλος πάντων– τά ψηφίζουμε. Ἡ δημοκρατία μας ἔγινε ὑπόθεση ζητιανιᾶς. Καί ἡ ψῆφος μας ἔχει μορφή ἐλεημοσύνης. Ὄχι πάντως ἐμπιστοσύνης. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἡ πολιτική ρητορική ἔχει ἀνυψωθεῖ. Καί δέν χρειάζεται. Τώρα οἱ συνθῆκες ἀπαιτοῦν ταπεινή φωνή, λυπητερή, ἱκετευτική: «Ἐλεῆστε, μουσουλμάνοι καί χριστιανοί». Πᾶσα προσφορά δεκτή. Ἡ ζητιανική ρητορική μπορεῖ νά μᾶς φανεῖ χρήσιμη τώρα πού γίναμε, ὅπως εἶπε Τοῦρκος πολιτικός, οἱ ζητιάνοι τῆς Εὐρώπης.
Καί πῶς, ἄλλωστε νά τόν ἀντικρούσεις; Πρίν ἀπό τρία χρόνια στήν ἐφημερίδα αὐτή εἶχα γράψει στιχάριον ἀγνώστου σ᾽ ἐμέ συγγραφέα (μᾶλλον τοῦ Μιχαήλ Μητσάκη): «Κατέστην ἀξιοθρήνητος, τουτέστιν... ποντεστάς»! Δέν ξέρω τί ἐννοοῦσε ὁ στιχουργός μέ τή λέξη «ποντεστάς», πού κατά τή δική του ἐκτίμηση, ἐξέφραζε τό ἔσχατο ὅριο τῆς καταπτώσεως. Κι ὅμως ἡ λέξη προερχόμενη ἀπό τό λατινικό potestas, πού σημαίνει δύναμη, κράτος, ἐξουσία, μετασχηματισμένη σέ podesta, σήμαινε μεταξύ πολλῶν ἄλλων, καί τόν ἄρχοντα ὑποτελοῦς στή Βενετία περιοχῆς. Ὁ ξεπεσμός ὅμως τῆς Βενετίας προφανῶς ἐπέφερε καί τόν ξεπεσμό τοῦ τίτλου. Ὅπως συνέβη καί μέ τον ὅρο πολιτική, πού κατά τή βυζαντινή ἐποχή πῆρε τή σημασία τῆς... πόρνης! Ὑπῆρχε μάλιστα καί σχετικός παροιμιακός λόγος:
«Ἐπλούτυν᾽ ἡ πολιτικιά κι ἀπέκτησε καί... ψάθα!».
Τώρα, ὅμως, πού ἡ ἄλλοτε φτωχή ἀλλ᾽ ὑπερήφανος Ἑλλάς κατάντησε «παλιόψαθα τῶν ἐθνῶν», ὅπως ἔλεγε μέ πόνο ὁ Μακρυγιάννης, ἕνα μπορεῖ νά ἀντιτάξει: τό πάχος τῶν πολιτῶν της. Πρό τριετίας μαζί μέ δύο λογοτέχνες σιγοπίναμε σέ εὐτελές καπηλεῖο ἀφρώδη ρετσίνα. Ἀπέναντί μας ἡ τηλοψία ἔδειχνε λαλίστατο ἀλλ᾽ ὀγκηρό συνδικαλιστή (ἦταν ἐκπρόσωπος τῶν «ἐπιδοματούχων» ἀγροτῶν) νά λαλεῖ θρηνητικά: «Πεινᾶμε». Καί τότε ὁ ἕνας ἀπό τούς λογοτέχνες τόλμησε νά παρατηρήσει ἀσεβῶς:
«Ὅσο ζυγίζουμε ἐμεῖς, ζυγίζει μόνος του αὐτός»!
Χρησιμοποίησα τό ἐπίρρημα ἀσεβῶς, διότι κανείς δέν γνωρίζει τάς βουλάς τοῦ Κυρίου. Ἡ Θεία Πρόνοια, ὅπως εἶχα γράψει πρό 20ετίας, ἔκανε μερικούς ἀνθρώπους τερατωδῶς εὐτραφεῖς γιά λόγους πειραματικούς: γιά νά διαπιστωθεῖ μέχρι ποίου σημείου μπορεῖ νά φθάσει ἡ ἐλαστικότητα τοῦ ἀνθρωπίνου δέρματος!
Ἀλλ’ας ἐπανέλθουμε στή ζητιανική ρητορική, πού ὅσο κι ἄν τίς προσθέτουμε ὅρους τῆς ἀγγλικῆς, δέν παύει νά εἶναι «σακκουλιέρικη», πού χρησιμοποιοῦσε καί ὁ «Ζητιάνος» τοῦ Καρκαβίτσα. Αὐτός ἔγινε τώρα τό πολιτικό πρότυπό μας. Μέ τή ζητιανική ρητορική του
αὐτός πλάνευε τίς ἐλαφρόνοες γυναικοῦλες, μέ τή ζητιανική μας ρητορική πλανεύαμε κι ἐμεῖς τούς «κουτόφραγκους». Μέχρι πού μᾶς ἔβαλαν καπίστρι.
Τί τά θέλαμε τά μεγαλεῖα; Ἔλεγε τό ἄσμα μιᾶς παλαιότερης ἐποχῆς: «Δέν καθόσουνα στ᾽αὐγά, βρέ Κονδύλω μου; Στάχτη ἔκανες τή στάνη καί τό μύλο σου». Προσωπικά, παρότι ἔχω ἄγνοια ἀπό τά «σπουδαγμένα» οἰκονομικά, εἶχα ὡς παγία ἀρχή ζωῆς μιά λαϊκή ρήση πολύ σοφή: «Γομάρι (=φορτίο) πού δέν δύνεσαι, μή θέλεις νά σηκώσεις». Νομίσαμε ὅτι ἀποκτήσαμε ὤμους Ἄτλαντος καί φορτωθήκαμε βάρη δυσβάστακτα: 500 πανεπιστημιακά τμήματα! Todos cabeleros! Ὅλοι ἐπιστήμονες. Εὐλογημένη ἐπιθυμία, πού θά γινόταν εὐλογία γιά τήν χώρα, ἄν ὅλοι αὐτή ἡ πτυχιοπαραγωγή συνδυαζόταν μέ τήν ἀγροτική, κτηνοτροφική, ἁλιευτική καί βιομηχανική παραγωγή.
Καί τώρα τρέχουμε στόν κόσμο «μέ ἐξαπλωμένη χεῖρα ψωμοζητοῦντες», ὅπως τό ἔλεγε ὁ Κάλβος καί ὅλοι μᾶς οἰκτίρουν μέ λόγια πού εἶναι παραλλαγή παλαιοῦ στιχουργήματος:
«Πίσκοπε τοῦ Δαμαλᾶ, δίχως νοῦ, δίχως μυαλά
τά λιανά δέν ἤθελες, τά μεγάλα γύρευες·
τράβα τό χερόμυλο, κούνα τ᾽ ἀρχοντόπουλο».
Υ.Γ.: Σέ ἄλλη εὐκαιρία θά ἐξηγήσουμε ποιός ἦταν ὁ Δαμαλᾶς καί τί ἔπραξεν ὁ ἄμυαλος δεσπότης του.

http://www.sarantoskargakos.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου