Δευτέρα 25 Ιουλίου 2011

ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΣΤΑ ΞΕΝΑ ΑΡΧΕΙΑ

*Σπυρίδων Σφέτας

Η Βουλγαρία και το Μακεδονικό Ζήτημα (1950-1967)

Η στάση που ακολούθησε η κομμουνιστική Βουλγαρία στο Μακεδονικό Ζήτημα, μετά τη ρήξη του Γιουγκοσλάβου Στρατάρχη Τίτο με τον Στάλιν, διαμορφώθηκε υπό την επίδραση πολλών και ποικίλων παραμέτρων. Καθοριστικοί παράγοντες για τη διαμόρφωσή της αναδείχθηκαν το ιδεολογικό σύμπλεγμα που δημιούργησε στα κομμουνιστικά κόμματα η Κομμουνιστική Διεθνής με τη θέση που υιοθέτησε για «μακεδονικό έθνος» ήδη από το 1934, η ανάγκη να αντιμετωπισθούν δραστικά οι εδαφικές διεκδικήσεις που η Ομόσπονδη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΛΔΜ) προέβαλε με τη συνεπικουρία του Βελιγραδίου επί του βουλγαρικού τμήματος της Μακεδονίας, η αναγνώριση ή η αμφισβήτηση της ύπαρξης «μακεδονικής μειονότητας» στη Βουλγαρία καθώς Και η διακύμανση των διπλωματικών σχέσεων της Σοβιετικής Ένωσης και της Γιουγκοσλαβίας. Η πολιτική του βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος μετά το 1948 επικεντρώθηκε σε μια δύσκολη προσπάθεια σύζευξης της ιδεολογικής παρακαταθήκης του «μακεδονισμού» με τα βουλγαρικά εθνικά συμφέροντα: της διατήρησης της εδαφικής ακεραιότητας της Βουλγαρίας, της απονεύρωσης της θέσης για την ύπαρξη «μακεδονικής μειονότητας» στο βουλγαρικό έδαφος με την επισήμανση των στενών σχέσεων Βουλγάρων και «Μακεδόνων», της άρνησης τελικά της ύπαρξης «μακεδονικής μειονότητας» στη Βουλγαρία και της αμφισβήτησης της ιστορικότητας τον «μακεδονικού έθνους». Η βουλγαρική στάση διήλθε από παλινωδίες και αντιφάσεις, ανάλογα με την πορεία των σοβιετογιουγκοσλαβικών σχέσεων, έως ότου αποκρυσταλλωθεί τελικά το 1963.


Η κληρονομιά του παρελθόντος

Το βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα αναγνώριζε ήδη από το 1934 την ύπαρξη «μακεδονικού έθνους», αλλά κατά βάση σε θεωρητικό επίπεδο. Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν διαφοροποιήθηκε επί της ουσίας από την πολιτική που εφάρμοσε η κυβέρνηση του Φίλωφ στο Μακεδονικό, ούτε καταδίκασε την πράξη της ένωσης της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας με το βουλγαρικό κράτος. Με πρωτοβουλία των Βούλγαρων κομμουνιστών, ο Γραμματέας της περιφερειακής επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, Μετόντι Σάτωρωφ, πρώην μέλος του βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος, απέσπασε την κομματική οργάνωση από το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας εντάσσοντάς την στο βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Ο Τίτο καθαίρεσε τον Σάτωρωφ και απευθύνθηκε στην Κομμουνιστική Διεθνή, η οποία τον Αύγουστο του 1941 αποφάνθηκε ότι η σερβική Μακεδονία έπρεπε να είναι προς την πλευρά της Γιουγκοσλαβίας λόγω της αντίστασης που είχε ήδη αρχίσει να εκδηλώνεται στη χώρα, αφήνοντας ανοικτό το μέλλον της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας με βάση το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του πληθυσμού. Η νέα περιφερειακή επιτροπή, υπό τον Λάζαρ Κολισέφσκι, δεν κατόρθωσε να διαφοροποιήσει την κατάσταση και εξαρθρώθηκε από τις βουλγαρικές αρχές Κατοχής. Όταν στις 29 Νοεμβρίου του 1943 η Δεύτερη Αντιφασιστική Συνέλευση της Λαϊκής Απελευθέρωσης της Γιουγκοσλαβίας (ΑVΝOJ), ποδηγετούμενη από τον Τίτο και το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας (ΚΚΓ), αποφάσισε την ομοσπονδοποίηση της Γιουγκοσλαβίας και άφησε να εννοηθεί ότι ολόκληρη η Μακεδονία θα εντασσόταν στη νέα γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία, επιλέγοντας τον Δήμηταρ Βλάχωφ ως εκπρόσωπο της ελληνικής Μακεδονίας και τον Βλαδημήρ Ποτόμωφ ως εκπρόσωπο της βουλγαρικής Μακεδονίας, το Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας αντέδρασε στο ενδεχόμενο μετατροπής του Μακεδονικού σε γιουγκοσλαβικό ζήτημα. Το χειραγωγούμενο από τους Βούλγαρους κομμουνιστές «Πατριωτικό Μέτωπο» της Βουλγαρίας αντιτάχθηκε στη λύση του Μακεδονικού στο πλαίσιο της ομόσπονδης Γιουγκοσλαβίας και επανέλαβε την παλιά θέση περί «ενιαίας, ελεύθερης και κυρίαρχης Μακεδονίας». Ήταν προφανές ότι τους Βούλγαρους κομμουνιστές ανησυχούσε η πιθανότητα έγερσης εδαφικών διεκδικήσεων των Γιουγκοσλάβων κομμουνιστών επί της βουλγαρικής Μακεδονίας στο όνομα του «μακεδονισμού», στο πλαίσιο της πολιτικής φιλοσοφίας του Τίτο για τον ηγεμονικό ρόλο της νέας Γιουγκοσλαβίας στα Βαλκάνια. Προκειμένου να μην προσλάβει μεγάλες διαστάσεις η νέα βουλγαρογιουγκοσλαβική διένεξη, ο Τίτο και ο Δημητρώφ, ο οποίος βρισκόταν στη Μόσχα, συμφώνησαν μετά από παρότρυνση του Στάλιν να μην ανακινηθούν κατά τη διάρκεια του πολέμου ζητήματα που σχετίζονταν με τον καθορισμό των συνόρων. Όσον αφορά το Μακεδονικό Ζήτημα, αυτό θα επιλύονταν στο πλαίσιο της ομοσπονδίας των Νοτίων Σλάβων.
Η ανάδυση όμως της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, κατά την πρώτη Αντιφασιστική Συνέλευση Λαϊκής Απελευθέρωσης της Μακεδονίας (ΑΣΝΟΜ), στις 2 Αυγούστου 1944, στο μοναστήρι Πρόχορ Πτσίνσκι, συνιστούσε μία νέα παράμετρο στο Μακεδονικό Ζήτημα. Η δυναμική που προσέλαβε ο σλαβομακεδονικός εθνικισμός ήταν πλέον ανεξέλεγκτη. Την εποχή αυτή αναπτύχθηκαν και συστηματικοποιήθηκαν δύο προγράμματα: το πρόγραμμα που εξέφραζαν ο Σφετοζάρ Βουκμάνοβιτς—Τέμπο, ο εκπρόσωπος του Τίτο στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, και το νεοϊδρυθέν, τον Μάρτιο του 943, Κομμουνιστικό Κόμμα Μακεδονίας (ΚΚΜ), υπό την ηγεσία του Λάζαρ Κολισέφσκι. Βασική γραμμή του Τέμπο και του Κολισέφσκι ήταν η καταπολέμηση κάθε έκδηλου ή λανθάνοντος φιλοβουλγαρισμού στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία και η ένταξη της περιοχής τη γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία. Η συνένωση και των τριών τμημάτων της Μακεδονίας εντός της γιουγκοσλαβικής επικράτειας αντιμετωπίζονταν στη διάρκεια του πολέμου ως δευτερεύον ζήτημα. Αντίθετα, βετεράνοι της μεσοπολεμικής βουλγαρικής οργάνωσης ΕΜΕΟ (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση) και της φιλοκομμουνιστικής ΕΜΕΟ—Ενωμένης, που αποδέχθηκαν τον σλαβομακεδονισμό ως εθνική επιλογή, έθεταν ως κύριο ζήτημα κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τη συνένωση και των τριών τμημάτων της Μακεδονίας σε ένα ενιαίο κράτος, το μεταπολεμικό μέλλον του οποίου δεν έπρεπε να περιορίζεται αναγκαστικά στην ένταξή του σε μια γιουγκοσλαβική ομοσπονδία, αλλά σε μία βαλκανική ομοσπονδία ή να προκριθεί η ανεξαρτησία του, υπό την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων. Το πρόγραμμα αυτό υποστήριζαν κυρίως ο πρώτος Πρόεδρος του ΑΣΝΟΜ Μετόντιγια Τσέντο, ο Κίρο Γκλιγκόρωφ, ο Πάνκο Μπρασνάρωφ και άλλοι Σλαβομακεδόνες πολιτικοί που δεν βρίσκονταν υπό την άμεση επιρροή του Βελιγραδίου και των Κομμουνιστών. Η συγκεκριμένη ομάδα εκτιμούσε ότι αν το μελλοντικό μακεδονικό κράτος περιοριζόταν απλά στα όρια της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, δεν θα επιβίωνε. Προείχε η ενοποίηση και των τριών τμημάτων της Μακεδονίας, ώστε το νέο κράτος να καταστεί βιώσιμο. Και οι δύο πλευρές, ωστόσο, ανεξάρτητα από την προτεραιότητα που έδιναν, αναγνώριζαν το δικαίωμα του «μακεδονικού λαού» για συνένωση.
Μετά την είσοδο του σοβιετικού στρατού στη Βουλγαρία, στις 9 Σεπτεμβρίου 1944, και την επικράτηση στη χώρα του Πατριωτικού Μετώπου, που ελεγχόταν από τους Βούλγαρους κομμουνιστές, γιουγκοσλαβική αντιπροσωπεία μετέβη στη Σόφια και έθεσε ζήτημα ένταξης της βουλγαρικής στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία. Η βουλγαρική κυβέρνηση του Κίμων Γκεοργκίεφ, μετά από εισήγηση του Δημητρώφ, έθεσε τους εξής όρους: Πρώτον, ζήτησε την αποσαφήνιση του χαρακτήρα της Νοτιοσλαβίας. Η Γιουγκοσλαβία πρότεινε στη Βουλγαρία να ενταχθεί ως έβδομη Δημοκρατία στη γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία με τα ίδια δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των άλλων Δημοκρατιών, γεγονός που θα σηματοδοτούσε την απορρόφηση της Βουλγαρίας από τη Γιουγκοσλαβία. Η Βουλγαρία, από τη μεριά της, δεν επιθυμούσε να απολέσει την κρατική της κυριαρχία και αντιπρότεινε ένα είδος συνομοσπονδίας σε ισότιμη βάση. Επίσης, η βουλγαρική Κυβέρνηση απαίτησε την επιστροφή των «δυτικών επαρχιών» της, των πόλεων Τσάριμπροντ και Μποσίλεφγκραντ, που προσάρτησαν σι Σέρβοι το 1920 για στρατηγικούς λόγους με σκοπό να ελέγχουν τη Σόφια. Οι βουλγαρογιουγκοσλαβικές διαφωνίες αναφορικά με τον χαρακτήρα που θα προσελάμβανε η Νοτιοσλαβία καθώς και οι αγγλικές αντιδράσεις στο ενδεχόμενο ίδρυσης νοτιοσλαβικής ομοσπονδίας, που θα συνιστούσε απειλή για την Ελλάδα, επέσειαν τον κίνδυνο παύσης των βουλγαρογιουγκοσλαβικών διαπραγματεύσεων.
Τον Ιούνιο του 1946, εν όψει της Συνδιάσκεψης της Ειρήνης των Παρισίων, ο Στάλιν παρενέβη εκ νέου στη βουλγαρογιουγκοσλαβική διένεξη για το Μακεδονικό Ζήτημα. Παρότρυνε τους Βούλγαρους κομμουνιστές να παραχωρήσουν πολιτιστική αυτονομία στον σλαβικό πληθυσμό της βουλγαρικής Μακεδονίας διευκολύνοντας τη «μακεδονοποίησή του», χωρίς να επιδείξουν σπουδή στο θέμα της ένωσης της βουλγαρικής με τη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, παρά μόνο όταν τεθεί ζήτημα επιστροφής των δυτικών επαρχιών στη Βουλγαρία. Με απόφαση που έλαβε η 10η Ολομέλεια του βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος στις 9 Αυγούστου του 1946, αναγνώρισε για πολλοστή φορά την ύπαρξη «μακεδονικού έθνους», θεώρησε τη γιουγκοσλαβική Μακεδονία ως το Πεδεμόντιο της ενοποίησης της Μακεδονίας στο πλαίσιο της Γιουγκοσλαβίας, αλλά παράλληλα συνάρτησε τη διαδικασία αυτή με τη σύναψη συμμαχίας ανάμεσα στις δύο χώρες και την επιστροφή των αμφισβητούμενων δυτικών επαρχιών. Είναι προφανές ότι η πολιτική του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας στο Μακεδονικό Ζήτημα διαμορφωνόταν κάτω από εξωτερική πίεση. Η βουλγαρική Κυβέρνηση προσήγαγε σε δίκη την ΕΜΕΟ ως «αντεπαναστατική οργάνωση» και διέλυσε τις «μακεδονικές αδελφότητες», τους συλλόγους δηλαδή των Βουλγαρομακεδόνων προσφύγων, ενώ παρέδωσε στα Σκόπια τα λείψανα του θεωρούμενου μέχρι τότε εθνικού ήρωα για τους Βούλγαρους της Μακεδονίας, του Γκότσε Ντέλτσεφ. Προχώρησε επίσης το 1947 στο κλείσιμο του Μακεδονικού Επιστημονικού Ινστιτούτου, που ασχολούνταν με την ιστορία των Βουλγάρων της Μακεδονίας. Στη διενεργούμενη απογραφή του πληθυσμού, πάνω από 160.000 άτομα δηλώθηκαν ως «Μακεδόνες» στο βουλγαρικό τμήμα της Μακεδονίας μετά από κομματική εντολή. Ωστόσο, δεν παραχωρήθηκε τους επόμενους μήνες πολιτιστική αυτονομία στον σλαβικό πληθυσμό της βουλγαρικής Μακεδονίας, λόγω της αντίδρασης που εκδηλώθηκε από την μέχρι το 1947 ανεκτική βουλγαρική αντιπολίτευση, με προεξάρχοντα το Αγροτικό Κόμμα.
Στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης (Αύγουστος 1946 - Φεβρουάριος 1947), η Γιουγκοσλαβία υποστήριξε τις βουλγαρικές διεκδικήσεις επί της Δυτικής Θράκης και παραιτήθηκε από τη διεκδίκηση των βουλγαρικών πολεμικών επανορθώσεων, ως αντάλλαγμα για τη στάση που κράτησε η Βουλγαρία στο Μακεδονικό Ζήτημα. Παρά ταύτα, στις 10 Φεβρουαρίου του 1947 η Συνδιάσκεψη της Ειρήνης επιδίκασε τη Δυτική Θράκη στην ελληνική επικράτεια, ενώ τον Μάρτιο του 1947 εξαγγέλθηκε η αμερικανική βοήθεια προς την Ελλάδα για την αντιμετώπιση του Κομμουνισμού. Οι εξελίξεις αυτές κατέστησαν τη Βουλγαρία περισσότερο επιφυλακτική στο Μακεδονικό, εφόσον καθίστατο πλέον δύσκολη η εδαφική διέξοδος της χώρας στο Αιγαίο. Έτσι, στη βουλγαρογιουγκοσλαβική συνδιάσκεψη του Μπλεντ (27 Ιουλίου -1 Αυγούστου 1947) η μοναδική υποχώρηση της Βουλγαρίας αφορούσε την ετοιμότητά της να παραχωρήσει πολιτιστική αυτονομία στη βουλγαρική Μακεδονία, για τη διαμόρφωση «μακεδονικής» συνείδησης στον πληθυσμό. Ο Δημητρώφ έθεσε εκ νέου στον Τίτο ως όρο τη συγκρότηση της Νοτιοσλαβίας και κατόπιν τη διευθέτηση του Μακεδονικού Ζητήματος συνολικά. Οι δύο ηγέτες προχώρησαν σε μια σειρά κινήσεων, χωρίς προηγουμένως να ενημερώσουν τον Στάλιν, μονογράφοντας στο Μπλεντ σύμφωνο φιλίας και αμοιβαίας βοήθειας. Ο Στάλιν, φοβούμενος αμερικανικά αντίποινα από τη στενή προσέγγιση Βουλγαρίας-Γιουγκοσλαβίας, αντέδρασε και άσκησε κριτική στον Τίτο και τον Δημητρώφ για τη δημοσιοποίηση του συμφώνου, πριν ακόμη τεθεί σε ισχύ η Συνθήκη Ειρήνης και η Βουλγαρία αποκτήσει διεθνή υπόσταση. Μόνο μετά την επικύρωση της Συνθήκης Ειρήνης από την αμερικανική Γερουσία έδωσε ο Στάλιν τη συγκατάθεσή του για την υπογραφή του βουλγαρογιουγκοσλαβικού συμφώνου φιλίας και αμοιβαίας βοήθειας, το οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 27 Νοεμβρίου 1947.
Στα Σκόπια είχε ήδη αρχίσει η διαδικασία της «σλαβομακεδονικής εθνογένεσης» σε αντιβουλγαρική βάση: Εξαρθρώθηκαν οι αμιγώς βουλγαρικές οργανώσεις που θεωρούσαν τεχνητό το «μακεδονικό έθνος», οι καταλήξεις των ονομάτων άλλαξαν σε -ovski από -ον (Ρορον, Popovski) και δημιουργήθηκε μία λόγια γλώσσα, βασισμένη στις κεντρικές διαλέκτους, με αποστασιοποίηση από το βουλγαρικό αλφάβητο. Επιπλέον εισήχθησαν πολλές σερβικές λέξεις για την απόδοση αφηρημένων κυρίως εννοιών, ενώ προπαγανδίστηκε η «ιστορική συνέχεια του μακεδονικού λαού» από το μεσαιωνικό κράτος του Σαμουήλ και προβλήθηκε η «σλαβομακεδονική Μεγάλη Ιδέα», η ένωση της Μακεδονίας με πυρήνα τη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, το Πεδεμόντιο της μακεδονικής ενοποίησης. Τον Δεκέμβριο του 1947 έφθασαν στη βουλγαρική Μακεδονία 93 δάσκαλοι από τα Σκόπια για τη διδασκαλία της «μακεδονικής γλώσσας», όπως κωδικοποιήθηκε στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία. Άνοιξαν βιβλιοπωλεία στο Πετρίτσι και στο Σαντάνσκι και άρχισε να λειτουργεί θέατρο στην Άνω Τζουμαγιά με παραστάσεις στη «μακεδονική», ενώ κινητός κινηματογράφος και κινητή βιβλιοθήκη περιόδευαν τη βουλγαρική Μακεδονία. Το Υπουργείο Εξωτερικών της Βουλγαρίας προέβη σε ορισμένες διορθωτικές παρεμβάσεις στο περιεχόμενο των σχολικών βιβλίων της ιστορίας, τις οποίες όφειλαν να επισημαίνουν οι ντόπιοι δάσκαλοι κατά τη διδασκαλία του μαθήματος. Το μεσαιωνικά κράτος του Σαμουήλ, για παράδειγμα, δεν έπρεπε να ονομάζεται «δυτικό βουλγαρικό κράτος» αλλά κράτος των Μακεδόνων Σλάβων, τυπικό φεουδαρχικό μόρφωμα, στο οποίο δεν μπορεί να υπάρχει εθνική συνείδηση. Επίσης, οι Σλάβοι διανοούμενοι του ευρύτερου μακεδονικού χώρου κατά τον 19ο αιώνα δεν αναφέρονταν ως εκπρόσωποι της βουλγαρικής αναγέννησης, αλλά ως ενσαρκωτές των αγώνων που ανέλαβαν από κοινού Βούλγαροι και «Μακεδόνες» κατά των Φαναριωτών ηγεμόνων. Τέλος, το μακεδονικό κίνημα για την απελευθέρωση της Μακεδονίας δεν έπρεπε να ερμηνεύεται ως βουλγαρικό εθνικό κίνημα, αλλά ως εκδήλωση συμπάθειας των προοδευτικών κύκλων της Βουλγαρίας προς τους υπόδουλους «Μακεδόνες». Ήταν η «πολιτιστική αυτονομία», που παραχώρησε η Βουλγαρία κατόπιν πιέσεων για «τη μακεδονοποίηση» του πληθυσμού στη βουλγαρική Μακεδονία.
Την υπογραφή του βουλγαρογιουγκοσλαβικού συμφώνου φιλίας και αμοιβαίας βοήθειας ακολούθησαν παρόμοιες συμφωνίες της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας με άλλες ανατολικές χώρες. Το ζήτημα της αποστολής γιουγκοσλαβικής μεραρχίας στην Αλβανία με σκοπό τη μελλοντική απορρόφηση της χώρας από τη γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία, σε συνδυασμό με την έντονη εμπλοκή της Γιουγκοσλαβίας στον ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο, δυσαρέστησε τον Στάλιν. Αλλά και οι ανεύθυνες δηλώσεις του Δημητρώφ στη Ρουμανία, τον Ιανουάριο του 1948, για μια μελλοντική ομοσπονδία των ανατολικών χωρών, στην οποία θα μπορούσε να ενταχθεί και η «λαϊκή Δημοκρατία της Ελλάδας», προκάλεσαν επίσης την οργή του Σοβιετικού ηγέτη. Ο Στάλιν διέβλεπε στον γιουγκοσλαβικό ηγεμονισμό μείωση της σοβιετικής επιρροής στα Βαλκάνια και εν όψει του Ψυχρού Πολέμου φοβόταν αντιπαράθεση με τους Αμερικανούς, καθ’ όσον οι ενέργειες του Τίτο και του Δημητρώφ μπορούσαν να εκληφθούν από τους Αμερικανούς ως έχουσες τη συγκατάθεση της Σοβιετικής Ένωσης. Έτσι, στη σοβιετοβουλγαρο-γιουγκοσλαβική συνάντηση, που πραγματοποιήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 1948 στο Κρεμλίνο, ο Στάλιν άσκησε οξεία κριτική τόσο στη γιουγκοσλαβική όσο και στη βουλγαρική αντιπροσωπεία επιβάλλοντας τη σοβιετική γνωμοδότηση για διεθνή θέματα που αφορούσαν τις δύο χώρες.
Ο Τίτο δεν παραβρέθηκε στην προαναφερόμενη συνάντηση, προαισθανόμενος τι επρόκειτο να λεχθεί. Η κριτική του Στάλιν συνιστούσε στην ουσία αποδοκιμασία της γιουγκοσλαβικής βαλκανικής πολιτικής. Επιπλέον, ήταν εμφανείς οι προσπάθειες της Σοβιετικής Ένωσης να ελέγχει τη Γιουγκοσλαβία είτε οικονομικά, μέσω της ίδρυσης μικτών σοβιετογιουγκοσλαβικών εταιρειών, είτε πολιτικά, επιλέγοντας το Βελιγράδι ως έδρα της Κομινφόρμ. Έτσι, εγκαινιάσθηκε η διένεξη μεταξύ των δύο χωρών, που κορυφώθηκε με την αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ, στις 28 Ιουνίου 1948. Κύρια αιτία της ρήξης στάθηκε η πολιτική ηγεμονισμού του Τίτο στα Βαλκάνια.
Η αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις. Της επιβλήθηκε οικονομικός αποκλεισμός από τα σοσιαλιστικά Κράτη, ενώ στη Σοβιετική Ένωση ο Υφυπουργός Εξωτερικών Βυσίνσκυ επεξεργάστηκε σχέδιο, το οποίο προέβλεπε υπόθαλψη εσωτερικών ταραχών στη Γιουγκοσλαβία για τη δικαιολόγηση εξωτερικής επέμβασης. Η Μόσχα διέκοψε τις διπλωματικές της σχέσεις με το Βελιγράδι. Στην οροθετική γραμμή της Γιουγκοσλαβίας με την Ουγγαρία και τη Ρουμανία μεραρχίες τεθωρακισμένων άρχισαν στρατιωτικά γυμνάσια, ενώ συχνό φαινόμενο αποτελούσε η παραβίαση του γιουγκοσλαβικού εναερίου χώρου από σοβιετικά αεροπλάνα και η πρόκληση μεθοριακών επεισοδίων στα βουλγαρογιουγκοσλαβικά και τα αλβανογιουγκοσλαβικά σύνορα. Όλες οι ανωτέρω ενέργειες των Σοβιετικών στόχευαν στη διόγκωση στο εσωτερικό της Γιουγκοσλαβίας της δυσαρέσκειας εναντίον του Τίτο και των Παρτιζάνων του, ώστε να εκδηλωθεί δυναμική κίνηση για την ανατροπή τους με εξωτερική συνδρομή. Η Γιουγκοσλαβία επιβίωσε χάρη στην ισχυρή οικονομική και στρατιωτική αμερικανική βοήθεια.
Συντονιζόμενος με την εκστρατεία του Στάλιν κατά του Τίτο, ο Γκιόργκι Δημητρώφ, ως Γενικός Γραμματέας του βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος και Πρωθυπουργός της Βουλγαρίας, κατήγγειλε όλες τις συμφωνίες της Βουλγαρίας με τη Γιουγκοσλαβία και ανέστειλε την πολιτική «μακεδονοποίησης» στη βουλγαρική Μακεδονία, εκδιώκοντας τους δασκάλους από τα Σκόπια. Στράφηκε παράλληλα κατά της βίαιης αποβουλγαροποίησης του πληθυσμού στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία και χαρακτήρισε τις βουλγαρογιουγκοσλαβικές διαπραγματεύσεις για την ένωση των Νοτίων Σλάβων ως προσπάθεια της Γιουγκοσλαβίας να απορροφήσει τη Βουλγαρία. Με τον θάνατο του Δημητρώφ, τον Ιούλιο του 1949, η θέση του Γενικού Γραμματέα του κόμματος παρέμεινε κενή, ενώ την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Βασίλ Κολάρωφ. Στις αρχές του 1950, ο θάνατος του Κολάρωφ οδήγησε στην τοποθέτηση του Βούλκο Τσερβένκωφ, έμπιστου του Στάλιν, στο αξίωμα του Πρωθυπουργού και του Γενικού Γραμματέα του Κόμματος. Η Βουλγαρία του Τσερβένκωφ διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με τη Γιουγκοσλαβία και ανέλαβε έντονη δραστηριότητα κατά του Τίτο.


Η αντιγιουγκοσλαβική εκστρατεία του Τσερβένκωφ — Η βουλγαρική Μακεδονία ως το «ελεύθερο τμήμα της υπόδουλης Μακεδονίας» (1950-53)

Η στάση της Βουλγαρίας στο Μακεδονικό Ζήτημα την περίοδο αυτή καθορίστηκε καταλυτικά από το αντιγιουγκοσλαβικό σύνδρομο. Στην Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος, στις 16 και 17 Ιανουαρίου 1950, συζητήθηκε διεξοδικά η λεγόμενη «πολιτιστική αυτονομία» που χορηγήθηκε στο βουλγαρικό Τμήμα της Μακεδονίας και επισημάνθηκε ότι οι πράκτορες του Τίτο και του Κολισέφσκι, που δρούσαν εκεί, ουσιαστικά κατέλυσαν τη βουλγαρική κρατική κυριαρχία, απομακρύνοντας το πορτραίτο του Δημητρώφ, διατηρώντας μόνο το πορτραίτο του Τίτο και του Κολισέφσκι και κατασκοπεύοντας τη Βουλγαρία. Μπορεί να μην αποδοκιμάσθηκαν οι θέσεις της 10ης Ολομέλειας, ωστόσο η εφαρμογή της «πολιτιστικής αυτονομίας» έγινε με τέτοιον τρόπο, που ισοδυναμούσε με κατάλυση του ρόλου της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας. Με απόφασή της η Ολομέλεια επέρριψε ευθύνη στον Κρστε Στόϊτσεφ, τον γραμματέα της περιφερειακής κομματικής επιτροπής για την Άνω Τζουμαγιά, διότι παρέκαμπτε την Κεντρική Επιτροπή του βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος και ελεγχόταν από το Βελιγράδι και τα Σκόπια, επιβάλλοντάς του την ποινή του αποκλεισμού του από την υποψηφιότητα για μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος. Η αντιγιουγκοσλαβική εκστρατεία εμφάνισε μία σταδιακή κλιμάκωση. Η Σόφια προέβη σε διάβημα διαμαρτυρίας προς το Βελιγράδι για την απαγόρευση της εισόδου στη βουλγαρική επικράτεια Βούλγαρων πολιτών που διαβιούσαν στη Γιουγκοσλαβία, όπως και Σλαβομακεδόνων προσφύγων από το ελληνικό τμήμα της Μακεδονίας που είχαν συγγενείς στη Βουλγαρία και επιθυμούσαν να εγκατασταθούν εκεί. Σε διάσκεψη των μακεδονικών πολιτιστικών—μορφωτικών συλλόγων της Βουλγαρίας, που πραγματοποιήθηκε στις 19 Απριλίου 1950 με την παρουσία εκπροσώπου της Κεντρικής Επιτροπής του βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος, καταδικάστηκε τόσο η προδοτική στάση της φράξιας του Τίτο και του Κολισέφσκι, που παρέδωσε τη Μακεδονία στον αγγλοαμερικανικό ιμπεριαλισμό και τη φασιστική τρομοκρατία, όσο και η πολιτική των Ελλήνων μοναρχοφασιστών «που έθεσαν ως σκοπό την εξόντωση του μακεδονικού λαού». Κατά το πνεύμα της διάσκεψης των «μακεδονικών πολιτιστικών-μορφωτικών αδελφοτήτων», το Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής του βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος εξέδωσε στις 10 Μαΐου 1950 απόφαση, με την οποία επιδοκιμάστηκαν οι θέσεις των «μακεδονικών πολιτιστικών-μορφωτικών συλλόγων». Υιοθετήθηκε η εισήγηση του Χρήστο Καλαϊτζήεφ, προέδρου της προσωρινής κεντρικής επιτροπής των πολιτιστικών-μορφωτικών συλλόγων, περί συμπαιγνίας του Τίτο και των Παρτιζάνων με τον ελληνικό μοναρχοφασισμό «κατά του μακεδονικού λαού», για την ανάληψη κοινού αγώνα με στόχο την ανατροπή του Τίτο και του Κολισέφσκι και τη συγκρότηση ενός Δημοκρατικού Μετώπου, με επικεφαλής τη Σοβιετική Ένωση. Στην απόφαση τονίσθηκε ότι: «Η Μακεδονία τον Πιρίν είναι σήμερα το μοναδικό τμήμα της Μακεδονίας, στο οποίο οι Μακεδόνες έχουν πλήρη ελευθερία να εξελιχθούν, να οικοδομήσουν τον Σοσιαλισμό, να ενισχύσουν ελεύθερα τις σχέσεις τους με τους δημοκρατικούς λαούς, με τη Σοβιετική Ένωση και να αναπτύξουν την εθνική τους κουλτούρα».
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας δεν αμφισβήτησε -τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο- την ύπαρξη «μακεδονικού έθνους». Στην παρούσα χρονική συγκυρία προείχε να καταδικαστεί η τρομοκρατία που επιβαλλόταν από τον «προδότη» Τίτο στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία και να παρουσιαστεί η σύμμαχος της Σοβιετικής Ένωσης Βουλγαρία, ως η μοναδική χώρα στην οποία οι «Μακεδόνες» απολάμβαναν την ελευθερία τους. Ο αγώνας που είχε αναλάβει ο Τίτο κατά των «Κομινφορμιστών», εναντίον όσων δηλαδή αποδέχτηκαν στη Γιουγκοσλαβία την κριτική του Στάλιν, παρείχε στη Βουλγαρία μια επιχειρηματολογία. Ειδικά στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία καταδικάστηκαν για «αντιγιουγκοσλαβισμό» άτομα που στο παρελθόν είχαν ταχθεί υπέρ της «Ενιαίας και Ανεξάρτητης Μακεδονίας» και τώρα επιφορτίσθηκαν με το όνειδος του Κομινφορμιστή και του οπαδού του Ιβάν Μιχαήλωφ, του ηγέτη της βουλγαρικής ΕΜΕΟ που από το 1925 ενστερνίστηκε τη θέση της Ενιαίας και Ανεξάρτητης Μακεδονίας. Θύματα υπήρξαν ο ποιητής Βένκο Μάρκοφσκι, ο Πάνκο Μπρασνάρωφ και άλλοι. Τόπο εξορίας των Κομινφορμιστών της Γιουγκοσλαβίας αποτέλεσε το νησί της Αδριατικής Γκόλι Ότοκ, η γιουγκοσλαβική Μακρόνησος. Η επιβίωση του Στρατάρχη Τίτο με την αμερικανική συνδρομή καθώς και η ελληνογιουγκοσλαβική προσέγγιση το 1950 έδιναν στη βουλγαρική πλευρά τον αποχρώντα λόγο να στιγματίσει την προδοσία του Γιουγκοσλάβου ηγέτη και «Την τρομοκρατία Αθήνας και Βελιγραδίου σε βάρος του μακεδονικού λαού».
Η προσέγγιση του ζητήματος της διαμόρφωσης «μακεδονικού έθνους» επιχειρήθηκε βάσει του σταλινικού ορισμού για το έθνος (γλώσσα, κοινή οικονομική ζωή, κοινό έδαφος, κουλτούρα). Σε μια ειδική πραγματεία για το θέμα αυτό, ο Κρστε Τρίτσκωφ διέκρινε τα αστικά από τα σοσιαλιστικά έθνη και σύγκρινε την «εθνογένεση» ων Μακεδόνων με την εθνογένεση διαφόρων λαών στη Σοβιετική Ένωση μετά τη νίκη του Σοσιαλισμού. Χαρακτήρισε επίσης το «μακεδονικό έθνος» ως σοσιαλιστικό κατά βάση έθνος:

Πρέπει ωστόσο να υπογραμμίζουμε ότι η Μακεδονία δεν μπόρεσε να διαμορφωθεί σε κυρίαρχο αστικό έθνος με το δικό της αστικό κράτος κατά την περίοδο της ανόδου του καπιταλισμού […]. Η Μακεδονία καθυστέρησε στην ανάπτυξή της και αυτό επέτρεψε στα πιο αναπτυγμένα βαλκανικά καπιταλιστικά κράτη να διαμελίσουν τη Μακεδονία και να αποτρέψουν την εξέλιξή της σε κυρίαρχο μακεδονικό έθνος. Όπως έχουν τα πράγματα, το μακεδονικό έθνος θα διαμορφωθεί ολοκληρωτικά, θα εμπεδωθεί οριστικά και θα ευδοκιμήσει αληθινά σαν σοσιαλιστικό έθνος κατά την περίοδο της σοσιαλιστικής επανάστασης […]. Και αυτό συμβαίνει στο μοναδικό μέχρι σήμερα ελεύθερο τμήμα του Πιρίν. Οι συνθήκες της Λαϊκής Δημοκρατίας και του Σοσιαλισμού στη Βουλγαρία και στην περιοχή του Πιρίν επιτρέπουν να αναπτυχθεί η κουλτούρα μας, εθνική στη μορφή, σοσιαλιστική στο περιεχόμενο. Η μακεδονική συνείδηση καθημερινά ενισχύεται. Αυτό αποδείχθηκε ιδιαίτερα στο καλλιτεχνικό μας φεστιβάλ, όπου οι άνθρωποι χόρεψαν θαυμάσιους μακεδονικούς χορούς και τραγούδησαν μακεδονικά τραγούδια [...]. Διαφορετικά θέτουν το ζήτημα του μακεδονικού έθνους οι οπαδοί του Τίτο και του Κολισέφσκι. Παντού αντιπαραθέτουν τον μακεδονικό με τον αδελφό βουλγαρικό λαό. Αναζητούν υπαρκτές και ανύπαρκτες διαφορές μεταξύ των δύο σλαβικών λαών, με σκοπό να διαμορφώσουν ένα τεχνητό εμπόδιο μεταξύ τους. Και κάτι περισσότερο. Οι ιστορικοί, οπαδοί του Κολισέφσκι, άρχισαν να αναζητούν την ιστορική και θεωρητική θεμελίωση του μακεδονικού έθνους πριν από 1.000 χρόνια, στην εποχή του Αλέξανδρου του Μακεδόνα. Ισχυρίζονται ότι οι Μακεδόνες είχαν στο παρελθόν το εθνικό τους κράτος, τους βασιλιάδες τους και τους αρχιεπισκόπους τους, ότι το κράτος του Σαμουήλ κατά τον 10ο αιώνα ήταν μακεδονικό εθνικό κράτος. Δεν ακολουθούν τη σταλινική θέση «ότι μέχρι την καπιταλιστική περίοδο δεν υπήρξε και δεν μπορούσε να υπάρξει έθνος».
Πρέπει να πούμε ότι μακεδονικό έθνος υπάρχει, είναι γεγονός αναμφισβήτητο. Οι απαρχές του δεν ανάγονται στην εποχή του Αλέξανδρου του Μακεδόνα και του Σαμουήλ, αλλά αργότερα. Η βουλγαρική εθνική αναγέννηση είναι στενά συνδεδεμένη με τον βουλγαρικό λαό. Το μακεδονικό έθνος γεννήθηκε με τους αγώνες τον μακεδονικού λαού, υπό την καθοδήγηση του προοδευτικού εθνικο-απελευθερωτικού κινήματος, με επικεφαλής τον Γκότσε Ντέλτσεφ, τον Γιάννε Σαντάνσκι, τον Δήμο Χατζηδήμωφ και άλλους [...]. Και μόνο το γεγονός ότι στη διάρκεια 50 ετών ο μακεδονικός λαός διεξάγει αγώνα για την εθνική, πολιτική και πολιτιστική του απελευθέρωση, δείχνει ότι εδώ έχουμε ένα άλυτο εθνικό ζήτημα, ότι υπάρχει εθνική καταπίεση, εθνική δουλεία. Η εθνική καταπίεση του μακεδονικού λαού συνεχίζεται και σήμερα στη μοναρχοφασιστική Ελλάδα και στην τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία. Μόνο οι Μακεδόνες στο ελεύθερο τμήμα του Πιρίν και οι πρόσφυγες στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας δεν καταπιέζονται και για τον λόγο αυτό, ο αγώνας του μακεδονικού λαού θα συνεχιστεί μέχρι την πλήρη λύση του Μακεδονικού Ζητήματος και την ένωση του μακεδονικού λαού.

Ο Τρίτσκωφ αμφισβήτησε την ιστορικότητα του «μακεδονικού έθνους», καθώς δεν ανίχνευσε τις καταβολές του ούτε στην Αρχαιότητα ούτε στον Μεσαίωνα. Χαρακτήρισε τη σλαβική αφύπνιση στον ευρύτερο μακεδονικό Χώρο τον 19ο αιώνα ως βουλγαρική. Ο ίδιος ενέταξε τη γένεση των εθνών στην καπιταλιστική περίοδο, υποστήριξε ωστόσο ότι στη Μακεδονία δεν συντελέστηκε καμία σλαβομακεδονική εθνογένεση λόγω της ανυπαρξίας μιας γηγενούς σλαβικής αστικής τάξης. Διέκρινε τις απαρχές μιας σλαβομακεδονικής συνείδησης εντός της ΕΜΕΟ, στο πλαίσιο του αγώνα της κατά των βερχοβιστών της Σόφιας, αλλά σε τελευταία ανάλυση συνέδεσε τη διαμόρφωση του «μακεδονικού έθνους» με τη Σοσιαλιστική Επανάσταση. Όπως στη Σοβιετική Ένωση με την ίδρυση σοβιετικών σοσιαλιστικών δημοκρατιών συντελέστηκαν εθνογενέσεις μη ιστορικών εθνοτικών ομάδων προκειμένου να αποδυναμωθεί η ρωσική επιρροή, έτσι και στην περίπτωση της Μακεδονίας ο μη ιστορικός μακεδονικός λαός, στο πλαίσιο του Σοσιαλισμού, θα διαμόρφωνε μια εθνική ταυτότητα. Καταδίκασε, τέλος, την καταπιεστική πολιτική που ασκούσε ο Τίτο στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία εξάροντας παράλληλα την πολιτική του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας στο βουλγαρικό τμήμα της Μακεδονίας, όπου οι «Μακεδόνες» απολάμβαναν εθνική ισοτιμία.
Σε όλα ανεξαιρέτως τα κομματικά έγγραφα ανακυκλώνονται οι ίδιες θέσεις. Γίνεται λόγος για προδοσία του Τίτο και του Κολισέφσκι, απευθύνεται έκκληση στον μακεδονικό λαό να εξεγερθεί κατά του Γιουγκοσλάβου ηγέτη και του ελληνικού μοναρχοφασισμού και διατυπώνεται η άποψη πως η Μακεδονία ανήκει στους Μακεδόνες, ενώ η βουλγαρική Μακεδονία αποτελεί το μόνο ελεύθερο τμήμα της Μακεδονίας.
Η διάκριση, ωστόσο, «Μακεδόνων» και Βουλγάρων στη βουλγαρική Μακεδονία είχε αποκλειστικά θεωρητική αξία. Το κόμμα επέτρεπε τη διοργάνωση χορών και φολκλορικών εκδηλώσεων, όπου εξυμνούνταν οι αγώνες του Γκότσε Ντέλτσεφ και του Γιάννε Σαντάνσκι, αλλά η επίσημη γλώσσα ήταν η βουλγαρική, οι «Μακεδόνες» δεν είχαν δικές τους οργανώσεις. Μετά την αναστολή της «μακεδονοποίησης» του πληθυσμού με τους γιουγκοσλαβικούς όρους, το βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα στην πράξη θεωρούσε τους «Μακεδόνες» μέρος του βουλγαρικού έθνους. Για αμιγώς πολιτικούς λόγους, για να αποτελέσει η «ελεύθερη βουλγαρική Μακεδονία» το αντίπαλον δέος του Κολισέφσκι και του Τίτο, το Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας προπαγάνδιζε ότι σέβεται τα δικαιώματα των Μακεδόνων που «καταστρατηγούνταν» από τον προδότη Τίτο και την κλίκα του Κολισέφσκι. Το ΚΚΕ, υπό την ηγεσία του Ζαχαριάδη, ευθυγραμμίστηκε με την αντιγιουγκοσλαβική εκστρατεία της Βουλγαρίας. Στην προδοσία του Τίτο ο Ζαχαριάδης αναζήτησε τη βασική αιτία της ήττας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Η οργάνωση ΝΟΦ, διάδοχη του ΣΝΟΦ, διαλύθηκε και τον Μάρτιο του 1952 ιδρύθηκε στην Πολωνία η οργάνωση «Ίλιντεν», με κύρια αποστολή της την υπονόμευση της κυριαρχίας του Τίτο στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας ενθάρρυνε το ΚΚΕ και
την οργάνωση «Ίλιντεν», για το συντονισμό μιας κοινής αντιγιουγκοσλαβικής εκστρατείας. Όταν τα ηγετικά στελέχη της οργάνωσης «Ίλιντεν» Τάσο Γκούσεφ και Σταύρος Κωστόπουλος έλαβαν γνώση των βουλγαρικών θέσεων για το Μακεδονικό Ζήτημα, συντάχθηκαν σε γενικές γραμμές με τον αντιγιουγκοσλαβικό τόνο, αλλά επισήμαναν και τις εγγενείς αδυναμίες της τοποθέτησης του βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος:

Στο Κομματικό έγγραφο δεν λέγεται τίποτε το συγκεκριμένο, αν ο μακεδονικός λαός στη Βουλγαρία έχει πολιτική αυτοδιοίκηση, εκτός από την πολιτιστική αυτονομία. Η μοναδική επίσημη γλώσσα είναι η βουλγαρική και η μακεδονική χρησιμοποιείται μόνο στις προσωπικές επαφές. Οι Μακεδόνες στη Βουλγαρία δεν έχουν μαζικές πολιτικές εθνικές οργανώσεις ως συστατικά τμήματα του Πατριωτικού Μετώπου. Δεν έχουν ιδιαίτερες μακεδονικές κομματικές οργανώσεις. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι αυτό που τίθεται ως άμεση επιδίωξη του εθνικο-απελευθερωτικού κινήματος του σλαβομακεδονικού λαού στην Ελλάδα, δηλαδή η πολιτική αυτονομία στο πλαίσιο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ελλάδας, εκεί (στη Μακεδονία του Πιρίν) δεν φαίνεται να είναι ουσιαστικό […]. Η άποψη μας είναι ότι μια λύση του μακεδονικού εθνικού ζητήματος στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας, ανάλογη μ’ αυτήν για την οποία αγωνίζεται το ΚΚΕ, θα αφαιρούσε από τον Τίτο και τον Μιχαήλωφ και την παραμικρή δυνατότητα να καπηλευθούν το Μακεδονικό Ζήτημα και θα συντελούσε περισσότερο στην ενθουσιώδη συμβολή του μακεδονικού λαού στη Βουλγαρία στην οικοδόμηση του Σοσιαλισμού.
Μια τέτοια λύση του εθνικού ζητήματος στη Μακεδονία του Πιρίν θα αποτελούσε το καλύτερο πρότυπο για τους Μακεδόνες από τη Μακεδονία του Βαρδάρη και του Αιγαίου και θα τους προσανατόλιζε πιο θερμά στον αγώνα τους για την κατάκτηση των δικαιωμάτων τους. Η Μακεδονία του Πιρίν, το μοναδικό ελεύθερο τμήμα της Μακεδονίας, πρέπει να καταστεί μαχητική βάση στον αγώνα για «Ειρήνη-Δημοκρατία-Ανεξάρτητη Μακεδονία», για την ένωση όλου του μακεδονικού λαού.

Το ηττημένο ΚΚΕ είχε ήδη από την Πέμπτη Ολομέλεια, τον Ιανουάριο του 1949, ασπασθεί τη θέση για «εθνική αυτοδιάθεση και αποκατάσταση του μακεδονικού λαού». Στην ουσία προπαγάνδιζε την Ανεξάρτητη Μακεδονία. Αντίθετα, το ευρισκόμενο στην εξουσία βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα δεν εφάρμοζε παρόμοια διεθνιστική πολιτική. Οι παρατηρήσεις των ηγετικών στελεχών του «Ίλιντεν» ήταν σαφείς: Αν η Βουλγαρία φιλοδοξούσε να αναδείξει τη βουλγαρική Μακεδονία «ως το μοναδικό ελεύθερο τμήμα της Μακεδονίας», προπύργιο για την υπονόμευση της κυριαρχίας του Τίτο στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία και πόλο έλξης των «υπόδουλων Μακεδόνων», όφειλε να αναγνωρίσει έμπρακτα την εθνική ιδιαιτερότητα των Μακεδόνων και να μην περιορισθεί σε θεωρητικές διακηρύξεις. Διαφορετικά, δεν αποκτούσε ουσιαστικό νόημα η αντιγιουγκοσλαβική εκστρατεία. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας δεν είχε προφανώς την πρόθεση να χορηγήσει πολιτική αυτονομία στο βουλγαρικό τμήμα της Μακεδονίας, λόγω της «εθνικής ιδιαιτερότητας των Μακεδόνων του Πιρίν». Έτσι, η Βουλγαρία του Τσερβένκωφ δεν κατόρθωσε να συναγωνισθεί τη Γιουγκοσλαβία του Τίτο στον υπερβάλλοντα ζήλο που επέδειξαν και σι δύο πλευρές για το σεβασμό των δικαιωμάτων των «Μακεδόνων». Μετά τον θάνατο του Στάλιν και τη συνακόλουθη έναρξη της σοβιετογιουγκοσλαβικής προσέγγισης υπό τον Χρουστσώφ, η Βουλγαρία απώλεσε και τον ιδεολογικό πόλεμο της προπαγάνδας.


Η έναρξη της σοβιετογιουγκοσλαβικής προσέγγισης υπό τον Χρουστσώφ (1953-56). Η άνοδος του Τοντώρ Ζίφκωφ στην κομματική ιεραρχία και η αναδίπλωση της Βουλγαρίας στο Μακεδονικό Ζήτημα

Μετά τον θάνατο του Στάλιν, η νέα σοβιετική ηγεσία υπό τον Χρουστσώφ καταδίκασε τον σταλινισμό και την προσωπολατρία (1956), τάχθηκε υπέρ της ειρηνικής συνύπαρξης Κρατών με διαφορετικά καθεστώτα αναιρώντας τη θέση περί της αναπόφευκτης σύγκρουσης του σοσιαλιστικού με τον καπιταλιστικό κόσμο και επιδίωξε να έλθει σε επαφή με την τεχνολογία της Δύσης αλλά ταυτόχρονα και να ενισχύσει τον ταξικό αγώνα. Στόχος της βαλκανικής πολιτικής του Χρουστσώφ ήταν η αποτροπή της στενότερης πρόσδεσης της Γιουγκοσλαβίας στο δυτικό στρατόπεδο και κυρίως η ένταξή της στο ΝΑΤΟ. Η υπογραφή του συμφώνου φιλίας και συνεργασίας ανάμεσα στη Γιουγκοσλαβία, την Τουρκία και την Ελλάδα, στις 28 Φεβρουαρίου 1953, ανησύχησε τη Μόσχα. Το ίδιο έτος, η Σοβιετική Ένωση αποκατέστησε τις διπλωματικές της σχέσεις με τη Γιουγκοσλαβία, ενώ τον Ιούνιο του 1954 ο Χρουστσώφ σε επιστολή του προς τον Τίτο εξέφρασε την επιθυμία για ομαλοποίηση των σοβιετογιουγκοσλαβικών σχέσεων, αναγνωρίζοντας τα λάθη στα οποία περιέπεσε ο Στάλιν το 1948. Η νέα σοβιετική πραγματικότητα επέδρασε και στις σχέσεις της Γιουγκοσλαβίας με τη Δύση. Στις 9 Αυγούστου 1954 υπογράφηκε στο Μπλεντ της Σλοβενίας η τελική συνθήκη «συμμαχίας, πολιτικής συνεργασίας και αμοιβαίας βοήθειας» μεταξύ της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Γιουγκοσλαβίας αλλά, μετά από πίεση της γιουγκοσλαβικής πλευράς, η συνθήκη προσέλαβε αποκλειστικά αμυντικό χαρακτήρα. Η υπογραφόμενη συνθήκη θα είχε ισχύ εφόσον η Ελλάδα ή η Τουρκία δεχόταν σοβιετική επίθεση, ενώ αν κάποιο άλλο μέλος του ΝΑΤΟ δεχόταν επίθεση από τη Σοβιετική Ένωση, τα εμπλεκόμενα μέρη θα συσκέπτονταν για τα ληπτέα μέτρα και δεν θα κήρυτταν αμέσως τον πόλεμο στον επιτιθέμενο. Καθίστατο, έτσι, εμφανής η πρόθεση του Τίτο να μην εμπλέξει τη Γιουγκοσλαβία στους μηχανισμούς του ΝΑΤΟ. Τη διετία 1955-56 επήλθε μια σοβιετογιουγκοσλαβική προσέγγιση. Κατά τους μήνες Μάιο και Ιούνιο του 1955 ο Χρουστσώφ επισκέφθηκε το Βελιγράδι, αναγνωρίζοντας έτσι το γιουγκοσλαβικό δρόμο προς τον Σοσιαλισμό. Χορήγησε επίσης γενναία οικονομική βοήθεια προς τη Γιουγκοσλαβία και παρέγραψε τα χρέη της προς τη Σοβιετική Ένωση.
Πρόθεση των Σοβιετικών ήταν να επιστρέψει η Γιουγκοσλαβία στο σοβιετικό στρατόπεδο και να ενταχθεί στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας, που συγκροτήθηκε στις παραμονές της επίσκεψης του Χρουστσώφ στο Βελιγράδι.
Τον Απρίλιο του 1956 διαλύθηκε η Κομινφόρμ και τον Ιούνιο του ιδίου έτους ο Τίτο πραγματοποίησε επίσκεψη στη Μόσχα.
Ακολουθώντας το σοβιετικό παράδειγμα, το Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής του βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος αποφάσισε, στις 13 Αυγούστου 1953, την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων των δύο χωρών. Ο σταλινιστής Τσερβένκωφ απώλεσε το 1954 τη θέση του Γενικού Γραμματέα του Κόμματος. Για διάδοχο του Τσερβένκωφ ο Χρουστσώφ επέλεξε τον Τοντώρ Ζίφκωφ, ο οποίος προΐστατο της κομματικής οργάνωσης της Σόφιας. Ο Ζίφκωφ, ως εγκάθετος από τον Χρουστσώφ Πρώτος Γραμματέας, δεν είχε να επιδείξει ιδιαίτερα προσόντα. Δεν έχαιρε, άλλωστε, της συμπάθειας των περισσοτέρων μελών του κόμματος και μέχρι το 1956 περιορίζονταν σε έναν συμβολικό ρόλο, στη σκιά του Τσερβένκωφ. Η καταδίκη του Στάλιν από τον Χρουστσώφ στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ σήμανε και το τέλος της εποχής του Τσερβένκωφ. Τον Απρίλιο του 1956, σε Ολομέλεια του βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος, ο Ζίφκωφ επέβαλε την καθαίρεση του Τσερβένκωφ, ο οποίος κατηγορήθηκε για προσωπολατρία και σταλινική άσκηση της εξουσίας. Η θέση του πρωθυπουργού δόθηκε στον Αντών Γιούγκωφ. Από τα πρακτικά της Ολομέλειας προκύπτει ότι η κίνηση του Ζίφκωφ για την καθαίρεση του Τσερβένκωφ δεν έτυχε της έγκρισης πολλών στελεχών της παλιάς φρουράς, τα οποία αμφισβήτησαν τις ικανότητες του Ζίφκωφ και προβληματίστηκαν για τη δική τους πολιτική επιβίωση. Μέχρι το τέλος του 1956, ο Ζίφκωφ δεχόταν εσωκομματική κριτική.
Η Βουλγαρία επί Ζίφκωφ διέλυσε τους μακεδονικούς πολιτιστικούς συλλόγους και διέκοψε την έκδοση της εφημερίδας Ναπρέντ, οργάνου Γιουγκοσλάβων Κομινφορμιστών που είχαν καταφύγει στη Βουλγαρία. Την εποχή αυτή, οι αντιγιουγκοσλαβικοί τόνοι της Σόφιας έπεσαν αισθητά. Η Βουλγαρία έπρεπε να λάβει κάθε μέτρο που θα συνέβαλε στην επιστροφή της Γιουγκοσλαβίας στο δημοκρατικό στρατόπεδο, αποτρέποντας οριστικά τη στροφή της στον ιμπεριαλισμό, εκτιμούσε ο Ζίφκωφ. Η Σόφια ενημερώθηκε επίσημα από τον Χρουστσώφ για τα αποτελέσματα των επαφών που είχε στο Βελιγράδι: για την αποφασιστικότητα του Τίτο να παραμείνει η Γιουγκοσλαβία σοσιαλιστική χώρα και να αποδεσμευθεί από τη μονομερή αμερικανική οικονομική εξάρτηση αλλά και για την υποβάθμιση του Βαλκανικού Συμφώνου, στο οποίο ο ηγέτης της Γιουγκοσλαβίας απέδιδε πλέον μονάχα οικονομική και πολιτιστική και όχι στρατιωτική σημασία.
Παρά το γεγονός ότι τα αντιγιουγκοσλαβικά δημοσιεύματα ατόνησαν στον βουλγαρικό τύπο και η Βουλγαρία απέφευγε να ασκεί κριτική στη Γιουγκοσλαβία, στον τύπο του Βελιγραδίου και των Σκοπίων οι αντιβουλγαρικοί τόνοι δεν είχαν εκλείψει. Εκμεταλλευόμενοι την επισφαλή θέση του εγκάθετου από τον Χρουστσώφ Ζίφκωφ στη θέση του πρώτου (αργότερα Γενικού) Γραμματέα του βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος και την εσωκομματική κριτική που υφίστατο μέχρι τα τέλη του 1956, γιουγκοσλαβικοί κύκλοι αναμιγνύονταν στα εσωτερικά του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας, ζητώντας την ανάδειξη μιας άλλης βουλγαρικής κομματικής ηγεσίας, φιλικά διακείμενης προς το Βελιγράδι.
Η νέα βουλγαρική ηγεσία, υπό τον Ζίφκωφ, εξέφρασε τους φόβους της για μια νέα γιουγκοσλαβική αντεπίθεση στο Μακεδονικό. Το Βελιγράδι και τα Σκόπια φα μπορούσαν να ανακινήσουν ζήτημα σεβασμού των δικαιωμάτων της «μακεδονικής» μειονότητας στη Βουλγαρία με τους γιουγκοσλαβικούς όρους, θέτοντας ζήτημα απόσχισης της βουλγαρικής Μακεδονίας από τη σύσταση του βουλγαρικού κράτους και συγκρότησης νοτιοσλαβικής ομοσπονδίας, να επιστρέψουν δηλαδή στην πολιτική γραμμή του 1944-48. Το βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα άρχισε να δέχεται εισηγήσεις διαφόρων πολιτικών παραγόντων, εξοικειωμένων με το Μακεδονικό Ζήτημα, αναφορικά με τη στάση που επιβάλλονταν να τηρήσει σε περίπτωση που η γιουγκοσλαβική πλευρά επέμενε στην επανάληψη άσκησης μιας τέτοιας πολιτικής. Ο Χρήστο Καλαϊτζήεφ, πρώην πρόεδρος των μακεδονικών μορφωτικών-πολιτιστικών συλλόγων, υπέβαλε στην ΚΕ του ΒΚΚ την ακόλουθη εισήγηση:

Σιωπήσαμε στην επίμονη δράση των Γιουγκοσλάβων ηγετών να καταστήσουν τη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας κέντρο συσπείρωσης όλων των Μακεδόνων. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η δράση τους δεν υπήρξε αναποτελεσματική. Μεγάλο μέρος των Αιγαιατών προσφύγων ήδη βλέπουν με συμπάθεια τη ΛΔΜ και τη θεωρούν πατρίδα τους. Υπάρχει και μια μειοψηφία της σπουδάζουσας νεολαίας στην περιοχή του Πιρίν, που επιδεικνύει ανάλογο φανατισμό. Πλανώνται και εκείνοι που νομίζουν ότι η βουλγαρική συνείδηση των μαζών στη Μακεδονία του Βαρδάρη είναι και τώρα τόσο ακραιφνής, όπως πριν από 40 χρόνια. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μοιραία αποτελέσματα. [...] Οι Γιουγκοσλάβοι ηγέτες, στο όνομα της φιλίας, αναμένουν την κατάλληλη στιγμή να θέσουν το ζήτημα της τύχης της περιοχής του Πιρίν, που είναι τμήμα της Μακεδονίας και λογικά κατ’ αυτούς πρέπει να ενωθεί με τη ΛΔΜ και στο όνομα της ένωσης αυτής καλούνται οι μακεδονικές μάζες να συσπειρωθούν. Νομίζω ότι εμείς δεν θα πρέπει να απορήσουμε τι να κάνουμε όταν τεθεί αυτό το ζήτημα, αλλά να είμαστε έτοιμοι για άμυνα, με ξεκάθαρες θέσεις και πειστικά επιχειρήματα.
Από τις προσωπικές μου συνομιλίες, φαίνεται ότι υπάρχουν δυο απόψεις: 1) Να αφήσουμε τον πληθυσμό να εκφραστεί, 2) αν η Γιουγκοσλαβία σταθεί σε υγιείς σοσιαλιστικές θέσεις, δεν έχει σημασία αν η Μακεδονία θα αποτελέσει τμήμα της Γιουγκοσλαβίας.
Αναφορικά με την πρώτη άποψη, τίθεται το ζήτημα: να ερωτηθεί ο λαός του Πιρίν αν επιθυμεί την ένωση με τη ΛΔΜ η να ερωτηθεί ο λαός και στα δύο τμήματα πώς θέλει να ρυθμίσει τα του οίκου του; Αν τεθεί η πρώτη ερώτηση, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο πληθυσμός του Πιρίν θα θελήσει να μην αποσχισθεί από το βουλγαρικό σύνολο [...]. Η δεύτερη ερώτηση περικλείει σοβαρό κίνδυνο να έχουμε νέο προσφυγικό κύμα, λόγω της ανεπαρκούς εξέλιξης στη ΛΔΜ.
Σχετικά με τη δεύτερη άποψη, αν δηλαδή η Γιουγκοσλαβία σταθεί σε υγιείς σοσιαλιστικές θέσεις, είναι άνευ σημασίας η συνένωση όλου του μακεδονικού λαού εντός της χώρας. Στην άποψη αυτή μπορούμε να αντιτείνουμε: Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι στηρίζεται σε υγιείς σοσιαλιστικές θέσεις η προσπάθεια διαμόρφωσης μακεδονικού έθνους με βίαιη διαστρέβλωση της μακεδονικής ιστορίας, διαμόρφωσης μιας γλώσσας που αποκλίνει πολύ από την ομιλούμενη γλώσσα και την οποία η πλειοψηφία του λαού δεν αποδέχεται γιατί δεν την αισθάνεται ως δική της και δεν μπορεί να δεχτεί ότι στηρίζεται σε σοσιαλιστικές βάσεις μια κατήχηση στον μακεδονικό πατριωτισμό, που έχει ως βάση τη δυσπιστία και την εμπάθεια προς τον βουλγαρικό λαό;
Πιστεύω ότι η σύνθεση αυτών των αντιφάσεων μπορεί να αναζητηθεί στην ακόλουθη κατάσταση των πραγμάτων:
Το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα τον μακεδονικού λαού είναι στενά συνδεδεμένο με τη βουλγαρική προοδευτική κοινωνία ακόμα από την Τουρκοκρατία. Για τον πληθυσμό του Πιρίν και για την πολυάριθμη εκεί προσφυγιά, αυτό συνεχίζεται από τους Βαλκανικούς Πολέμους μέχρι σήμερα. Είναι αδύνατο να στηθεί ένα σινικό τείχος ανάμεσά τους στο όνομα του μακεδονικού πατριωτισμού. Τέτοια ακατάλυτη σχέση έχει ο πληθυσμός της Μακεδονίας του Βαρδάρη με τη γιουγκοσλαβική προοδευτική κοινωνία. Με βάση αυτή την κατάσταση, η ένωση της Μακεδονίας είναι αδύνατη χωρίς την ένωση, υπό κάποια μορφή, της Λαϊκής Δημοκρατίας της Βουλγαρίας με την Ομόσπονδη Λαϊκή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας.
Για την πραγματοποίηση αυτής της ένωσης, είναι αναγκαία μία και μοναδική θεώρηση του Μακεδονικού Ζητήματος. Αυτή η ενότητα είναι δυνατή στη βάση του μακεδονικού έθνους και της μακεδονικής γλώσσας, αφού παραμεριστούν όλες οι παραποιήσεις αναφορικά με το ιστορικό παρελθόν και τη γλώσσα. Να επιτραπεί η φυσική, αβίαστη εξέλιξη του μακεδονικού έθνους.

Το πολιτικό μήνυμα του Καλαϊτζήεφ συνοψίζονταν στα εξής: Στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία το πείραμα της μακεδονοποίησης, παρά τα ανορθόδοξα μέσα, δεν υπήρξε αναποτελεσματικό. Η Βουλγαρία δεν μπορούσε πλέον να αναζητά συμπαγείς πληθυσμούς με ακραιφνή βουλγαρική συνείδηση. Ο σλαβικός πληθυσμός στη βουλγαρική Μακεδονία ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με τους Βούλγαρους και σε καμία περίπτωση δεν θα επιθυμούσε να αποσχισθεί από το βουλγαρικό κράτος. Αν η γιουγκοσλαβική πλευρά επέμενε στην ένωση της βουλγαρικής με τη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, τότε η βουλγαρική ηγεσία απαιτούνταν να θέσει ως όρο αρχικά τη συγκρότηση μιας νοτιοσλαβικής ομοσπονδίας και κατόπιν το ζήτημα της ένωσης του βουλγαρικού με το γιουγκοσλαβικό τμήμα της Μακεδονίας. Τέλος, σε περίπτωση που στο μέλλον πραγματοποιούνταν η προαναφερόμενη ένωση, ήταν αναγκαίο οι δύο χώρες να καταλήξουν σε μια κοινή θεώρηση του Μακεδονικού Ζητήματος, να αποσαφηνιστούν δηλαδή οι έννοιες «μακεδονικό έθνος», «μακεδονική γλώσσα» κλπ.
Κατά την απογραφή του πληθυσμού της Βουλγαρίας, που διενεργήθηκε στις 1 Δεκεμβρίου 1956, 187.789 άτομα δηλώθηκαν ως «Μακεδόνες», υπακούοντας προφανώς σε σχετική κομματική εντολή. Η Σόφια απέδιδε το δικό της περιεχόμενο στον όρο «Μακεδόνες» στη βουλγαρική Μακεδονία. Δεν τους αντιμετώπιζε ως μία ιδιαίτερη εθνική μειονότητα, αλλά ως πολιτισμική ομάδα, συνδεδεμένη άρρηκτα με τον βουλγαρικό λαό. Ωστόσο, και μόνο η μνεία «Μακεδόνων» σε μια στατιστική εξασφάλιζε στη γιουγκοσλαβική πλευρά το επιχείρημα, ώστε να ανακινήσει στη Βουλγαρία ζήτημα εθνικής «μακεδονικής» μειονότητας με τους γιουγκοσλαβικούς όρους περί σεβασμού των δικαιωμάτων της. Για την γιουγκοσλαβική ηγεσία, ενδεχόμενη αναγνώριση «μακεδονικής» μειονότητας από τη Βουλγαρία σήμαινε υιοθέτηση της σλαβομακεδονικής γλώσσας, όπως κωδικοποιήθηκε στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία με τον εξοβελισμό του χαρακτηριστικού βουλγαρικού φθόγγου , την αποδοχή της θέσης ότι οι (Σλαβο)Μακεδόνες είναι ιδιαίτερο νοτιοσλαβικό ιστορικό έθνος και ότι το Μακεδονικό αποτελεί γιουγκοσλαβικό ζήτημα και ως τέτοιο, μπορεί να διευθετηθεί οριστικά με την ίδρυση μιας Ενιαίας Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας εντός της γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας. Η βουλγαρική πλευρά χρειαζόταν να εξεύρει μηχανισμούς άμυνας, προκειμένου να αντικρούσει αιτήματα των Σκοπίων. Σε μία ειδική μελέτη που εκπονήθηκε με τον τίτλο «Υπάρχει σήμερα Μακεδονικό Ζήτημα;» ο θεωρητικός του κόμματος, Νάϊντεν Νικόλωφ, αμφισβήτησε την ιστορικότητα του «μακεδονικού» έθνους, χαρακτηρίζοντας τόσο τη σλαβική αναγέννηση του 19ου αιώνα όσο και το σλαβικό απελευθερωτικό κίνημα που εκδηλώθηκε στη Μακεδονία κατά τη διάρκεια του 19ου και του 20ου αιώνα, ως βουλγαρικά. Επεσήμανε, ωστόσο, τις διαφορετικές εξελίξεις που διαδραματίσθηκαν στα τρία τμήματα της Μακεδονίας μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, γεγονός που καθόρισε και τη διαμόρφωση της συνείδησης του πληθυσμού:

Από το 1972 μέχρι σήμερα, περισσότερα από 45 χρόνια, ο πληθυσμός στο Ράζλογκ, Γκότσε Ντέλτσεφ, Πετρίτσι, Σαντάνσκι, Μελένικο και Μπλαγκόεφγκραντ ζει ελεύθερα στα όρια της Βουλγαρίας και έως τώρα δεν έχει, εκφράσει ποτέ κάποια δυσαρέσκεια λόγω εθνικής καταπίεσης. Η χαρά του για την εθνική απελευθέρωση δεν αμαυρώθηκε από καμιά βίαιη πράξη που έθιξε το εθνικό του αίσθημα. Αυτός ο πληθυσμός και πριν από την απελευθέρωση ήταν βουλγαρικός, με διαμορφωμένη βουλγαρική εθνική συνείδηση και στις δύο ατυχείς εξεγέρσεις, της Κρέσνας και του Ίλιντεν, αγωνίστηκε για την ένωση της μητρικής του γης με τη Βουλγαρία. Πρόσφυγες από την περιοχή αυτή κατέφυγαν στη Βουλγαρία, γεγονός που αναμφισβήτητα είναι σημάδι της εθνικής συνείδησης του πληθυσμού στην περιοχή αυτή [...].
Η ιστορική τύχη της Δυτικής Μακεδονίας υπήρξε διαφορετική από την τύχη του Ράζλογκ, του Γκότσε Ντέλτσεφ, του Μπλαγκόεφγκραντ, του Μελένικου και του Πετριτσίου. Όπως σημείωσα παραπάνω, όχι μόνο η «αμφισβητούμενη ζώνη», αλλά και η «μη αμφισβητούμενη» υπήρξε τμήμα της Σερβίας. Από το 1912 μέχρι το 1944 απαγορευόταν στον πληθυσμό να γράψει και να μιλά στη μητρική του γλώσσα. Ο πληθυσμός υπέστη εθνική καταδίωξη και δεν μπορούσε να εκδηλώσει τη βουλγαρική του εθνικότητα. Υποχρεώθηκε να εκμάθει τη σερβική γλώσσα. Στα σχολεία που άνοιξαν μετά το 1912 στην περιοχή αυτή, γλώσσα διδασκαλίας ήταν μόνο η σερβική και καταδιωκόταν κάθε ελεύθερη έκφραση της βουλγαρικής εθνικότητας και κάθε προσπάθεια εισαγωγής και ανάγνωσης βουλγαρικών βιβλίων. Λόγω της εθνικής αυτής καταπίεσης του πληθυσμού και της πλήρους απαγόρευσής του να εκδηλώνει τη βουλγαρική του εθνικότητα, ο τοπικός πληθυσμός οικειοποιήθηκε ως μέσο άμυνας μια νέα εθνότητα, που δεν υπήρχε πριν, τη μακεδονική εθνότητα. Έτσι, διαμορφώθηκε μία νέα εθνότητα, η οποία κατόπιν αναγνωρίσθηκε στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας, συστατικό τμήμα της Ομόσπονδης Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας. Αυτή η εθνική εξέλιξη του βουλγαρικού πληθυσμού στη Δυτική Μακεδονία ήταν ένα μέσο άμυνας εναντίον του μεγαλοσερβικού σοβινισμού, οι φορείς του οποίου προσπάθησαν να απεθνοποιήσουν και με τη βία να εκσερβίσουν τον βουλγαρικό πληθυσμό στη Δυτική Μακεδονία.
Για μακεδονικό έθνος έγινε λόγος μετά το 1912, όταν η Μακεδονία εντάχθηκε στη Σερβία. Τα γεγονότα μαρτυρούν ότι μόλις μετά το 1912 και συγκεκριμένα το 1920 έγινε λόγος για μακεδονικό έθνος στη Δυτική Μακεδονία, ότι αυτή η εθνική αλλαγή στη Δυτική Μακεδονία συντελέστηκε την περίοδο 1912-1944.
Τριάντα χρόνια πλήρους απαγόρευσης στον βουλγαρικό πληθυσμό της Δυτικής Μακεδονίας να διδάσκεται τη μητρική του βουλγαρική γλώσσα και να εκφράζει τη βουλγαρική του εθνικότητα επέβαλαν στον ίδιο τον πληθυσμό μια νέα εθνική μετονομασία, την οποία ανέχθηκε η σερβική εξουσία, ελπίζοντας ότι η εξέλιξη αυτή θα βοηθήσει την πολιτική της απεθνοποίησης στις νεοαποκτηθείσες χώρες.
Ανεξάρτητα από αυτό, η μακεδονική εθνική συνείδηση διαμορφώθηκε όχι ως αποτέλεσμα μιας μη βίαιης εξέλιξης, αλλά ως αποτέλεσμα μιας εθνικής καταπίεσης, που αποσκοπούσε στην απεθνοποίηση. Με τη λύση του εθνικού προβλήματος της Γιουγκοσλαβίας, που δόθηκε από την Αντιφασιστική Συνέλευση Λαϊκής Απελευθέρωσης Μακεδονίας στην πόλη Γιάϊτσε, το 1943, αναγνωρίσθηκε η μακεδονική εθνότητα του πληθυσμού, που ζει στη σημερινή Λαϊκή Δημοκρατία. Είναι αναμφισβήτητα ένα αποφασιστικό βήμα προς τα εμπρός για την οριστική λύση του Μακεδονικού Ζητήματος, που δηλητηρίαζε τις σχέσεις μεταξύ Βουλγαρίας και Σερβίας.
Η ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας Μακεδονίας ως τμήματος της Ομόσπονδης Λαϊκής Δημοκρατίας Γιουγκοσλαβίας, έδωσε μια λύση που εξαλείψει ένα από τα εμπόδια για την αποκατάσταση σχέσεων καλής γειτονίας μεταξύ της Λαϊκής Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και της Ομόσπονδης Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας.
Απ’ όσα λέχθηκαν, είναι φανερό ότι σήμερα δεν υφίσταται το οξύ Μακεδονικό Ζήτημα, ώστε να υπάρχει ανάγκη συζητήσεων και εξεύρεσης της κατάλληλης λύσης. Δεν δικαιολογείται σήμερα η ανακίνηση του ζητήματος στη διεθνή πολιτική των Βαλκανίων. Αν τεθεί ξανά, θα δηλητηριάσει τις σχέσεις καλής γειτονίας ανάμεσα στην Λαϊκή Δημοκρατία της Βουλγαρίας και την Ομόσπονδη Λαϊκή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας. Η σημερινή εδαφική οριοθέτηση μεταξύ της Λαϊκής Δημοκρατίας Βουλγαρίας και της Ομόσπονδης Λαϊκής Δημοκρατίας Γιουγκοσλαβίας ανταποκρίνεται πλήρως στην εθνική συνείδηση του αντίστοιχου πληθυσμού [...].
Όσον αφορά τους Βούλγαρους της Ελλάδας, εξαρτάται πώς θα καθορίσει ο καθένας την εθνική του συνείδηση στη Νότια Μακεδονία που εντάχθηκε στην Ελλάδα. Αποτελούν μειονότητα στον ελληνικό πληθυσμό και πρέπει να τους αναγνωρισθούν εθνικά μειονοτικά δικαιώματα εντός των ορίων της Ελλάδας. Ανάλογα με την εθνική τους συνείδηση, να αποκτήσουν ελευθερίες, να φοιτήσουν σε βουλγαρικά ή σε μακεδονικά σχολεία, να χρησιμοποιούν τη μητρική τους γλώσσα και να απολαμβάνουν όλων των δικαιωμάτων, όπως στις δημοκρατικές χώρες.

Από τα παραπάνω, καθίσταται προφανές ότι η Βουλγαρία εκτοπιζόταν σε αμυντικές θέσεις. Με την επισήμανση της καταλυτικής επίδρασης που είχαν σι διαφορετικές επιβαλλόμενες συνθήκες στα τρία τμήματα της Μακεδονίας στη διαμόρφωση της συνείδησης του πληθυσμού, ο Νικόλωφ διαχώρισε τους «Μακεδόνες» της βουλγαρικής Μακεδονίας από τους «Μακεδόνες» του γιουγκοσλαβικού τμήματος της Μακεδονίας. Οι πρώτοι είχαν παγιώσει τη βουλγαρική τους συνείδηση μετά την ένταξή τους στο βουλγαρικό κράτος ενώ οι δεύτεροι, Βούλγαροι αρχικά, διαμόρφωσαν αναγκαστικά μία (σλαβο)μακεδονική συνείδηση, προκειμένου να αντιταχθούν στον εκσερβισμό. Με την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, αναγνωρίστηκε η εθνική ιδιαιτερότητα των «Μακεδόνων» της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, η οποία είχε ήδη εκκολαφθεί λόγω πολιτικών συγκυριών και έτσι λύθηκε το Μακεδονικό Ζήτημα.
Τίθεται βέβαια το ερώτημα πως συντελέστηκε η αυτόματη μετάλλαξη του πληθυσμού από Βούλγαρους σε «Μακεδόνες» για την αποφυγή του εκσερβισμού κατά τον Μεσοπόλεμο, κατά πόσο οι εγγενείς δυνάμεις του πληθυσμού ήταν τόσο ισχυρές, ώστε να επιβληθεί
μαζικά ο σλαβομακεδονισμός ως μία νέα συλλογική ταυτότητα. Το γεγονός ότι ο πληθυσμός χρησιμοποιούσε -τόσο στην ελληνική όσο και στη σερβική Μακεδονία- τον όρο «Μακεδόνες» ως ένδειξη αυτοχθονισμού και διάκρισης από τους «επήλυδες», τους Σέρβους εποίκους ή τους Έλληνες πρόσφυγες, δεν σήμαινε ότι είχε ήδη διαμορφώσει (σλαβο)μακεδονική συνείδηση. Εξάλλου, κανένας φορέας δεν αναφερόταν στην ύπαρξη «μακεδονικού έθνους» πριν από τη σχετική απόφαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, το 1934. Η θέση των Σέρβων ότι οι «Μακεδόνες» αποτελούσαν μία άμορφη μάζα δεν σήμαινε ότι αναγνώριζαν την εθνική ταυτότητα των «Μακεδόνων» ως μη Βουλγάρων. Οι Σέρβοι πολιτικοί του Μεσοπολέμου θεωρούσαν ότι η συνείδηση των «Μακεδόνων» ήταν ρευστή και κατά συνέπεια, σε συνθήκες ειρήνης ο εκσερβισμός θα ολοκληρωνόταν με επιτυχία. Το βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα, σε μια περίοδο προσέγγισης της Γιουγκοσλαβίας με τη Σοβιετική Ένωση, προέκρινε την εφαρμογή πολιτικής λεπτών ισορροπιών και δεν επεδίωκε να προκαλέσει τη γιουγκοσλαβική ηγεσία με αναφορά στη βίαιη «μακεδονοποίηση» του πληθυσμού μετά το 1944.
Η νέα ψύχρανση των σχέσεων της Σοβιετικής Ένωσης με τη Γιουγκοσλαβία, από τα τέλη του 1957 μέχρι τη διετία 1960-61, παρείχε προσωρινή ανακούφιση στη βουλγαρική ηγεσία, υπό τον Ζίφκωφ, η οποία σταδιακά άρχισε να μεταβαίνει από την άμυνα στην επίθεση.


Η ψύχρανση των σοβιετογιουγκοσλαβικών σχέσεων (1957-1960) και η βουλγαρική στάση - Αντιδράσεις της Βουλγαρίας στην παραποίηση της ιστορίας της από τους ιστορικούς των Σκοπίων

Τα γεγονότα που διαδραματίσθηκαν στην Ουγγαρία το φθινόπωρο του 1956, προκάλεσαν νέους τριγμούς στις εύθραυστες σοβιετογιουγκοσλαβικές σχέσεις. Ο Τίτο δεν προέβη σε καταδίκη της δεύτερης σοβιετικής επέμβασης στην Ουγγαρία για την καταστολή της αντικομμουνιστικής εξέγερσης, όταν ο πρωθυπουργός της Χώρας Ίμρε Νάγκυ βρέθηκε υπό την πίεση πρώην φασιστικών κύκλων. Τουναντίον, έκρινε ανώφελη την πρώτη επέμβαση της Σοβιετικής Ένωσης, όταν άρχισαν οι ταραχές. Ο ηγέτης της Γιουγκοσλαβίας δεν ενέκρινε γενικά τη χρήση βίας από την πλευρά της Σοβιετικής Ένωσης και αντιτάχθηκε στη σύλληψη του Ούγγρου Πρωθυπουργού Νάγκυ και των συνεργατών του, οι οποίοι είχαν ζητήσει άσυλο στη γιουγκοσλαβική πρεσβεία της Βουδαπέστης. Αρνήθηκε επίσης να ενταχθεί στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας, επιδίωξε διακρατικές σχέσεις με βάση την ισοτιμία, ενώ δεν υπέγραψε ούτε τη διακήρυξη των 12 κυβερνώντων κομμουνιστικών κομμάτων της 16ης Νοεμβρίου 1957, στην οποία αναγνωριζόταν έμμεσα ο ηγεμονικός ρόλος της Σοβιετικής Ένωσης στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα. Τέλος, ο Τίτο εξέφρασε δημόσια τη δυσαρέσκειά του για την εκτέλεση του Νάγκυ, τον Ιούνιο του 1958. Η Σοβιετική Ένωση, όπως ήταν φυσικό, δεν προχώρησε στη χορήγηση των προβλεφθέντων δανείων προς τη Γιουγκοσλαβία. Το δόγμα που διαμόρφωσε την εξωτερική πολιτική της γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας συνοψίζονταν στην τήρηση ίσων αποστάσεων από την Ανατολή και τη Δύση, εγκαινιάζοντας μια αδέσμευτη εξωτερική πολιτική. Η υιοθέτηση της συγκεκριμένης στάσης οδήγησε τον Χρουστσώφ να αποκαλέσει τον Τίτο «Δούρειο Ίππο του ιμπεριαλισμού» στο Έβδομο Συνέδριο του βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που έλαβε χώρα στις 3 Ιουνίου του 1958.
Η Βουλγαρία του Ζίφκωφ ευθυγραμμίστηκε με τη σοβιετική πολιτική και επιδόθηκε ξανά σε μια αντιγιουγκοσλαβική εκστρατεία, η οποία όμως δεν εμφάνισε τους ιδιαίτερα υψηλούς τόνους των ετών 1950-53. Τον Απρίλιο του 1958 η γιουγκοσλαβική ηγεσία προσκάλεσε το βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα να αποστείλει αντιπροσωπεία στο Βελιγράδι, προκειμένου να παραστεί στις εργασίες του Εβδόμου Συνεδρίου της Ένωσης Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβίας. Με την αφορμή αυτή, συνήλθε στις 11 Απριλίου η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας και συζήτησε όλο το πλέγμα των βουλγαρογιουγκοσλαβικών σχέσεων. Στην εισήγησή του ο Ζίφκωφ αναφέρθηκε και στις ταπεινωτικές ερωτήσεις που υποβάλλονταν σε Βούλγαρους πολίτες από τη βουλγαρική Μακεδονία, όταν επισκέπτονταν συγγενείς τους στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας, γιατί για παράδειγμα δηλώνονταν ως Βούλγαροι και όχι ως Μακεδόνες, γιατί δεν αγωνίζονταν για τα εθνικά τους δικαιώματα κλπ. Η Τσόλα Ντραγκοΐτσεβα, η οποία γνώριζε τον Σφετοζάρ Βουκμάνοβιτς-Τέμπο και τον Λάζαρ Κολισέφσκι και είχε βιώσει την ένταση στις σχέσεις των Γιουγκοσλάβων και των Βούλγαρων κομμουνιστών το 1943-48, αναφέρθηκε στις συκοφαντίες που εκτόξευσε ο Κολισέφσκι κατά του Μετόντι Σάτωρωφ, αποκαλώντας τον «Βούλγαρο πράκτορα». Όπως προαναφέρθηκε, ο Σάτωρωφ από τη θέση του γραμματέα της περιφερειακής επιτροπής του ΚΚΓ για τη γιουγκοσλαβική Μακεδονία είχε αποσπάσει την κομματική οργάνωση, τον Απρίλιο του 1941, από τη σύσταση του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας και την είχε εντάξει στο βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Μέχρι σήμερα δεν έχουν διερευνηθεί πλήρως οι περιστάσεις, κάτω από τις οποίες συντελέστηκε αυτή η μεταβολή. Στη Βουλγαρία ο Σάτωρωφ εντάχθηκε στο παρτιζάνικο κίνημα και το 1944 έπεσε ηρωικά μαχόμενος στο Τατάρ-Πάζαρτζικ. Η Τσόλα Ντραγκοΐτσεβα έκανε αναφορά στις επισημάνσεις του Σάτωρωφ για τον αριστοκρατικό τρόπο διαβίωσης του Τίτο (περιπάτους με το σκυλί, μεγάλα φανταχτερά δακτυλίδια), που δεν συμβάδιζε με την κομμουνιστική ηθική.
Η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΒΚΚ, αφού μελέτησε διεξοδικά το προσχέδιο του συνεδρίου της Ένωσης Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβίας, αποφάνθηκε ότι οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές παρεξέκκλιναν από την ιδεολογία του Μαρξισμού-Λενινισμού, εξισώνοντας τις καπιταλιστικές με τις σοσιαλιστικές χώρες και υποβαθμίζοντας την Οκτωβριανή Επανάσταση και την πάλη των τάξεων. Μετά το πέρας της συσκέψεως, αποφασίστηκε τελικά να μη σταλεί βουλγαρική αντιπροσωπεία στο Βελιγράδι.
Ωστόσο, οι ιδεολογικές αντιπαραθέσεις αποτελούσαν ουσιαστικά το περίβλημα των εθνικών αντιπαραθέσεων. Επωφελούμενο από τη νέα κρίση των σοβιετογιουγκοσλαβικών σχέσεων, το βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα θεώρησε ότι δεν έπρεπε να επιδεικνύει ολιγωρία στη θεμελίωση του «μακεδονικού έθνους» στη βάση ενός κατάφωρου αντιβουλγαρισμού. Το Πολιτικό Γραφείο ανέθεσε στον Ε. Στάϊκωφ και στον Δ. Γκάνεφ τη σύνταξη ενός σχεδίου-απόφασης για το Μακεδονικό Ζήτημα. Στις 29 Απριλίου του 1958, σι Στάϊκωφ και Γκάνεφ υπέβαλαν στο Πολιτικό Γραφείο το σχέδιο απόφασης προς έγκριση, ώστε να αποτελέσει επίσημη θέση του κόμματος. Τα βασικά σημεία του επικεντρώνονταν στα εξής:

Μετά τη νίκη της λαϊκοδημοκρατικής επανάστασης στη Γιουγκοσλαβία δημιουργήθηκε η Μακεδονική Λαϊκή Δημοκρατία, ως συστατικό τμήμα της Ομόσπονδης Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας. Εμείς τη θεωρήσαμε ως ένα θετικό φαινόμενο. Το Μακεδονικό Ζήτημα, ωστόσο, και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν λύθηκε πλήρως. Οι ηγέτες της Γιουγκοσλαβίας και ιδίως αυτοί της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας ιδιοποιήθηκαν το δικαίωμα να λύσουν μόνοι τους το Μακεδονικό Ζήτημα ως εσωτερικό ζήτημα, παρόλο που τα υπόλοιπα τμήματα της Μακεδονίας βρίσκονται στα σύνορα των άλλων δύο βαλκανικών κρατών, Βουλγαρίας και Ελλάδας. Για τον λόγο αυτό, επίσημα και ανεπίσημα θέτουν το ζήτημα της ένταξης της περιοχής του Πετριτσίου στη Γιουγκοσλαβία.
Η διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης στη Μακεδονία του Βαρδάρη πραγματοποιείται από τους ηγέτες του Βελιγραδίου και των Σκοπίων σε πνεύμα εχθρότητας και μίσους προς τον βουλγαρικό λαό, σε αντιπαράθεση με τη σοσιαλιστική Βουλγαρία. Όσοι λένε κάποιον καλό λόγο για τη Λαϊκή Δημοκρατία της Βουλγαρίας και τον βουλγαρικό λαό καταδιώκονται, όπως εκείνοι οι Μακεδόνες με βουλγαρική συνείδηση που υπόκεινται σε σκληρή βία. Για τον σκοπό αυτό, καταφεύγουν στα πιο βάναυσα ψεύδη και τις πιο βάναυσες συκοφαντίες μέχρι την πλαστογράφηση της ιστορίας, αρνούνται γενικά την κοινή οικονομική και πολιτιστική ζωή Βουλγάρων και Μακεδόνων στο παρελθόν, τους κοινούς τους επαναστατικούς αγώνες για εθνική και κοινωνική ελευθερία. Τα κατακτητικά σχέδια της βουλγαρικής μοναρχίας και τα εγκλήματα των φασιστών αποδίδονται σε ολόκληρο τον βουλγαρικό λαό και μ’ αυτό το εθνικιστικό πνεύμα γαλουχείται η νέα γενιά και ο πληθυσμός στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας. Όλες αυτές οι εθνικιστικές τάσεις και ενέργειες αντιβαίνουν στη λενινιστική αντίληψη για τη λύση του εθνικού ζητήματος, δε συμβάλλουν στη δημιουργία πραγματικών φιλικών σχέσεων και κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο χωρών για τη σωστή λύση του Μακεδονικού Ζητήματος [...].
Το Πολιτικό Γραφείο θεωρεί επίσης ότι με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να γίνει ούτε λόγος για απόσχιση της περιοχής του Πιρίν από τη Βουλγαρία και για την ένταξη της στη Γιουγκοσλαβία. Είναι ιστορικό γεγονός ότι ο πληθυσμός της περιοχής αυτής, όπως είπε ο Γκιόργκι Δημητρώφ στο Πέμπτο Συνέδριο[. . .] «αισθάνεται συνδεδεμένος οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά με τον βουλγαρικό λαό και δεν επιθυμεί την απόσχιση». [...] Η γλώσσα που ομιλεί ο πληθυσμός της περιοχής του Πιρίν είναι η γλώσσα που μιλούσαν οι πάπποι και οι προπάπποι, η βουλγαρική γλώσσα με ισχνές ιδιαιτερότητες της μακεδονικής διαλέκτου. Για τον λόγο αυτό, ο πληθυσμός δεν επιθυμεί να εκμάθει την τεχνητά καλουπωμένη και ισχυρά εκσερβισμένη μακεδονική λόγια γλώσσα, η οποία του είναι ξένη και ακατανόητη [...].
Θεωρούμε ότι είναι απαραίτητο να αποκατασταθεί μια εκτενέστερη και ευρύτερη πολιτιστική ανταλλαγή μεταξύ της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, αλλά στη βάση της ισοτιμίας, της εγκατάλειψης κάθε εθνικιστικής τάσεως και ιδίως του αντιβουλγαρισμού, που τεχνητά καλλιεργείται στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας. Είναι λαθεμένη και επιβλαβής γραμμή η άρνηση ή η υποβάθμιση της ιστορικής, εθνικής, γλωσσικής και πολιτιστικής κοινότητας των Βουλγάρων και Μακεδόνων στο παρελθόν. Η αναγνώριση της, βουλγαρικής εθνικής συνείδησης των Μακεδόνων στο παρελθόν δε συνιστά άρνηση του ήδη διαμορφωμένου μακεδονικού έθνους. Στις σημερινές συνθήκες, όταν στη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία οικοδομείται ο Σοσιαλισμός, η διαμόρφωση της μακεδονικής εθνικής συνείδησης πρέπει να ακολουθεί το φυσικό της δρόμο και σε καμία περίπτωση να μην τίθεται σε αντιβουλγαρική βάση.

Το σχέδιο απόφασης δεν εγκρίθηκε από το Πολιτικό Γραφείο του ΒΚΚ και ως εκ τούτου, δεν αποτέλεσε επίσημη θέση του. Προφανώς, η βουλγαρική πολιτική και κομματική ηγεσία δεν επιθυμούσε μία περαιτέρω όξυνση των διμερών σχέσεων, υιοθετώντας επίσημα μια τόσο σαφή θέση στο Μακεδονικό. Ωστόσο, στην πράξη η Βουλγαρία κινήθηκε στο πνεύμα του προαναφερομένου σχεδίου απόφασης, δίνοντας εντολή στους Βούλγαρους ιστορικούς να αρχίσουν να στιγματίζουν τις παραποιήσεις της βουλγαρικής ιστορίας από τους ιστορικούς των Σκοπίων. Αλλά και σε δημόσιους λόγους που εκφωνούσαν κομματικά στελέχη, επεσήμαναν τη βίαιη μακεδονοποίηση που συντελούνταν στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία και την καταδίωξη όσων ήθελαν να παραμείνουν Βούλγαροι.
Τον Σεπτέμβριο του 1958 ξέσπασε ένας έντονος φραστικός πόλεμος μεταξύ του Βελιγραδίου και της Σόφιας. Με αφορμή τις εορταστικές εκδηλώσεις για την 40ή επέτειο από τη μάχη στο Καϊμακτσαλάν και στο Ντόμπρο Πόλε και την κατάρρευση του βουλγαρικού μετώπου στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η γιουγκοσλαβική πλευρά εξαπέλυσε έντονη φραστική επίθεση κατά της Βουλγαρίας, ως μιας αθεράπευτα σοβινιστικής χώρας. Η βουλγαρική Κυβέρνηση επέδωσε Μνημόνιο στη γιουγκοσλαβική ηγεσία στις 20 Σεπτεμβρίου. Τον ίδιο μήνα, κατά τη διάρκεια των πανηγυρισμών στο βουλγαρικό τμήμα της Μακεδονίας για την 35η επέτειο της κομμουνιστικής εξέγερσης του Σεπτεμβρίου (1923), η βουλγαρική πλευρά απάντησε στη γιουγκοσλαβική αντιβουλγαρική εκστρατεία, καυτηριάζοντας τη βίαιη πολιτική της εξάλειψης του βουλγαρισμού στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας. Σε δημόσια ομιλία του στο Ράζλογκ ο Δημήταρ Γκάνεφ, μέλος του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΒΚΚ, επισήμανε τα ακόλουθα:

Είναι επίσης γνωστό σε όλους ποια στάση τηρούν οι μεγαλοσέρβοι σοβινιστές και οι πράκτορές τους στα Σκόπια έναντι του μακεδονικού πληθυσμού. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος τον πληθυσμού αυτού για διαφόρους λόγους μετανάστευσε στη Βουλγαρία, απαιτούν από τον μακεδονικό πληθυσμό να διακόψει τις σχέσεις του με κάθε τι το βουλγαρικό, να αρνηθεί το παρελθόν τον και την ιστορία του που είναι κοινή με την ιστορία τον βουλγαρικού λαού. Στη Μακεδονία του Βαρδάρη απαγορεύεται η κυκλοφορία βουλγαρικών εφημερίδων και βιβλίων. Ο μακεδονικός πληθυσμός εξαναγκάζεται να αρνηθεί τη μητρική τον γλώσσα, την οποία μιλούσαν οι πάπποι και οι προπάπποι του και του επιβάλλεται με τη βία μια τεχνητά καλουπωμένη, έντονα εκσερβισμένη γλώσσα, για την οποία η εφημερίδα «Nova Makedonija» των Σκοπίων παραδέχεται ότι την αγνοούν οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι φοιτητές και οι μαθητές. Σήμερα στη Μακεδονία του Βαρδάρη κανένας δεν αποτολμά και δεν έχει το δικαίωμα να δηλωθεί Βούλγαρος, παρόλο που πολλοί άνθρωποι έχουν βουλγαρική συνείδηση.
Όλοι εσείς γνωρίζετε πόσο διαφορετική είναι η κατάσταση στη χώρα μας, στη Λαϊκή Δημοκρατία της Βουλγαρίας, συμπεριλαμβανομένης και της περιφέρειάς σας, όπου κανένας δεν απαγορεύει στον πολίτη να δηλωθεί Μακεδόνας, αν αισθάνεται έτσι, ή Βούλγαρος, αν έχει βουλγαρική εθνική συνείδηση. Κανένας στη χώρα μας δεν ενσπείρει μίσος ανάμεσα σε Βούλγαρους και Μακεδόνες, κανένας δεν πλαστογραφεί την κοινή τους ιστορία, κανένας δεν επιβάλλει στους Μακεδόνες να ομιλούν μια τεχνητή, διαστρεβλωμένη γλώσσα. Οι Μακεδόνες στη Βουλγαρία ομιλούν τη μητρική τους γλώσσα, τη γλώσσα στην οποία ο Νικόλα Βαπτσάρωφ εξύμνησε τον αγώνα του κόμματος, τη γλώσσα στην οποία ο Νικόλα Παπαρούνωφ διηύθυνε τον αγώνα στην περιοχή σας.

Στις 4 Οκτωβρίου του 1958, η γιουγκοσλαβική Κυβέρνηση επέδωσε διακοίνωση διαμαρτυρίας στη Βουλγαρία για τον εμπρηστικό λόγο του Γκάνεφ. Αλλά και η βουλγαρική Κυβέρνηση επέδωσε με τη σειρά της ανάλογη διακοίνωση στο Βελιγράδι, στις 19 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, στην οποία κατηγόρησε τη γιουγκοσλαβική ηγεσία για την ανάμιξή της στα εσωτερικά της χώρας και για τη διασπορά μίσους εναντίον του βουλγαρικού λαού, γεγονός που αποδείκνυαν η παραχάραξη της βουλγαρικής ιστορίας από τους ιστορικούς της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και η έγερση εδαφικών διεκδικήσεων. Στη νότα αναφερόταν χαρακτηριστικά:

Το βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα πάντοτε υποστήριζε μαρξιστικές, διεθνιστικές θέσεις και διεξήγαγε συνεχή αγώνα εναντίον της εθνικιστικής-σοβινιστικής πολιτικής της βουλγαρικής αστικής τάξης και της αστικής τάξης των άλλων βαλκανικών χωρών. Δεν μπορεί και τώρα να συμφιλιωθεί με τις εθνικιστικές ενέργειες των ηγετών της Ομόσπονδης Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, με την παραποίηση των ιστορικών γεγονότων, με τις προσπάθειες καλλιέργειας εθνικής μακεδονικής συνείδησης μέσω της διασποράς μίσους εναντίον του βουλγαρικού λαού, της Λαϊκής Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και του βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος.
Αντί η ύπαρξη της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και το Μακεδονικό Ζήτημα να αποτελέσουν σύνδεσμο και ενωτικό κρίκο μεταξύ της Ομόσπονδης Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, χρησιμοποιούνται από τη γιουγκοσλαβική πλευρά για την έξαψη μίσους και έχθρας ανάμεσα στους λαούς μας. [...] Οι Γιουγκοσλάβοι ηγέτες συνειδητά εγκαινίασαν τη διεξαγωγή μιας εθνικιστικής, αντιβουλγαρικής εκστρατείας, εγείροντας άτοπες και ανυπόστατες διεκδικήσεις για την απόσχιση περιοχών από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Βουλγαρίας.
Δεν πρόκειται για αβάσιμους ισχυρισμούς. Σε διάφορα επίσημα εγχειρίδια γεωγραφίας, ιστορίας και σε άλλα, η περιφέρεια τον Μπλαγκόεφγκραντ της Λαϊκής Δημοκρατίας της Βουλγαρίας θεωρείται περιοχή που πρέπει να ανήκει στη Γιουγκοσλαβία, πράγμα που δεν συνάδει με ομαλές σχέσεις καλής γειτονίας. Έτσι, η νεολαία και η κοινή γνώμη της Γιουγκοσλαβίας εμποτίζονται, μέσω της εκπαίδευσης, με μίσος και εδαφικές διεκδικήσεις εναντίον της Βουλγαρίας. [...] Τα παιδιά στα σχολεία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας μαθαίνουν από τα εγχειρίδια συκοφαντίες, ότι κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η πολιτική της ΚΕ του ΒΚΚ και του Πατριωτικού Μετώπου δεν διέφερε καθόλου από την πολιτική της βουλγαρικής φασιστικής εξουσίας. Στη Γιουγκοσλαβία και τη Μακεδονία δεν ομιλούν για «Βούλγαρους φασίστες» αλλά για «Βούλγαρους», δεν ομιλούν για «βουλγαρική φασιστική εξουσία» αλλά για «βουλγαρική εξουσία». Καταβάλλονται επίμονες προσπάθειες να παρουσιαστεί ο βουλγαρικός λαός ως κατακτητής, επιθετικός και εχθρικός στον πληθυσμό της Γιουγκοσλαβίας τόσο στο παρελθόν όσο και στο μέλλον .

Ο φραστικός πόλεμος ανάμεσα στις δύο χώρες συνεχίστηκε μέσα από τις σελίδες του τύπου. Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 80 χρόνων από την εξέγερση της Κρέσνας, η οποία ήταν μια βουλγαρική αντίδραση στις αποφάσεις του Συνεδρίου του Βερολίνου, το Πολιτικό Γραφείο της ΚΕ του ΒΚΚ έδωσε εντολή κατά τις εορταστικές εκδηλώσεις να μην δοθεί έμφαση στο Συνέδριο του Βερολίνου και τις αποφάσεις του, αλλά να «ξεσκεπαστούν η σοβινιστική εκστρατεία, η οποία διεξάγεται στη Γιουγκοσλαβία και οι συκοφαντίες εναντίον του κόμματός μας». Το Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας έκρινε πλέον απαραίτητη τη συγκρότηση μιας επιτροπής ιστορικών, με σκοπό την ενασχόλησή της με το Μακεδονικό Ζήτημα, ούτως ώστε η βουλγαρική ιστορική επιστήμη να αντικρούσει τις παραχαράξεις της βουλγαρικής ιστορίας από τους ιστορικούς των Σκοπίων. Τον Οκτώβριο του 1959 συγκροτήθηκε στο Ινστιτούτο Ιστορίας του ΒΚΚ μία ομάδα Βούλγαρων ιστορικών, με θεματικό καταμερισμό εργασίας. Αντικείμενα προς έρευνα αποτέλεσαν η στάση του βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος στο Μακεδονικό Ζήτημα, η ιστορία της ΕΜΕΟ, το παρελθόν της Μακεδονίας καθώς και η δράση του Γκότσε Ντέλτσεφ, του Ντάμε Γκρούεφ, του Γιάννε Σαντάνσκι, του Δήμο Χατζηδήμωφ και του Μετόντι Σάτωρωφ. Η βουλγαρική ιστοριογραφία αμφισβήτησε την εκκόλαψη (σλαβο)μακεδονικής εθνικής συνείδησης κατά τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα, αποτίμησε θετικά το ρόλο της βουλγαρικής Εξαρχίας και απέδωσε τις διενέξεις μεταξύ των «Σεντραλιστών» της ΕΜΕΟ και των «Βερχοβιστών» της Σόφιας σε λόγους τακτικής, χωρίς να ανιχνεύσει στον πολιτικό σεπαρατισμό σπέρματα εθνικού σεπαρατισμού. Λόγω όμως του ιδεολογικού συμπλέγματος και της έλλειψης πηγών από το Αρχείο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, οι Βούλγαροι ιστορικοί απέτυχαν να εκτιμήσουν το ρόλο του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος στη γένεση της εθνικής ιδεολογίας του «μακεδονισμού».
Ο πόλεμος προπαγάνδας μεταξύ της Σόφιας και του άξονα Βελιγραδίου-Σκοπίων διεξήχθη σε πολλαπλά επίπεδα. Η βουλγαρική Κυβέρνηση θεώρησε σκόπιμο να επιδείξει ανάλογο με την κυβέρνηση των Σκοπίων ζήλο στον προσεταιρισμό των Σλαβομακεδόνων προσφύγων από την ελληνική Μακεδονία, οι οποίοι είχαν καταφύγει στις ανατολικές χώρες αλλά μετά το 1955 άρχισαν να εγκαθίστανται οριστικά στην Ομόσπονδη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας. Το Πολιτικό Γραφείο της ΚΕ του ΒΚΚ αποφάσισε να επιτρέψει την εγκατάσταση στη Βουλγαρία όσων πολιτικών προσφύγων το επιθυμούσαν. Ιδιαίτερα στην Πολωνία είχε στηθεί μια βουλγαρογιουγκοσλαβική διελκυστίνδα για την προσέλκυση των «Αιγαιατών προσφύγων». Ο ραδιοφωνικός σταθμός των Σκοπίων επιδόθηκε σε μια συστηματική συκοφαντική εκστρατεία κατά της Λαϊκής Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, την οποία κατηγορούσε για παραβίαση των δικαιωμάτων των «Μακεδόνων» και δεν απέκρυπτε τις αλυτρωτικές τάσεις των ιθυνόντων των Σκοπίων. Στη βουλγαρογιουγκοσλαβική μεθόριο οι βουλγαρικές μυστικές υπηρεσίες ανακάλυπταν προπαγανδιστικό υλικό, που διοχετεύονταν στη βουλγαρική Μακεδονία από τα Σκόπια, όπως και δίκτυα κατασκοπείας Γιουγκοσλάβων πολιτών, που επισκέπτονταν το βουλγαρικό τμήμα της Μακεδονίας, με τη συνδρομή της γιουγκοσλαβικής πρεσβείας της Σόφιας. Η απάντηση της Βουλγαρίας στις προκλήσεις δεν είχε την ίδια ένταση, ωστόσο ήταν αισθητή.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τη διετία 1960-62 σημειώθηκε μία σοβαρή κρίση και στις ελληνογουγκοσλαβικές σχέσεις, απόρροια της εκμετάλλευσης της ελληνογιουγκοσλαβικής συμφωνίας της μεθοριακής επικοινωνίας από την πλευρά των Σκοπίων για την άσκηση προπαγάνδας στην ελληνική Μακεδονία, ενώ ταυτόχρονα η πολιτική ηγεσία των Σκοπίων, με την κάλυψη του Βελιγραδίου, αναφερόταν στην καταπίεση των δικαιωμάτων της «μακεδονικής μειονότητας» στην Ελλάδα. Στις αρχές του 1962, η κυβέρνηση Καραμανλή ανακοίνωσε τη μονομερή αναστολή της συμφωνίας της μεθοριακής επικοινωνίας για τους Έλληνες πολίτες. Σε όλη τη διάρκεια του 1962 κυριαρχούσε μία αισθητή ψύχρανση των διπλωματικών σχέσεων των δύο χωρών, ενώ ο Βούλγαρος Πρέσβης στο Βελιγράδι Γκρηγκώρ Ατανάσωφ, σημείωνε στην ετήσια έκθεσή του για την κατάσταση που επικρατούσε στη Γιουγκοσλαβία το ίδιο έτος:
Οι ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις δεν είναι ούτε τόσο φιλικές ούτε πάλι ιδιαίτερα ειλικρινείς. Το ευαίσθητο «Μακεδονικό Ζήτημα» προκαλεί από καιρού εις καιρόν σοβαρές αναταράξεις στις διμερείς σχέσεις της Ελλάδας με τη Γιουγκοσλαβία. Οι ιθύνοντες και οι εθνικιστικοί κύκλοι στην Ελλάδα φοβούνται τις γιουγκοσλαβικές βλέψεις επί της Μακεδονίας του Αιγαίου. Για τον λόγο αυτό, η Ελλάδα ανέστειλε μονομερώς τη συμφωνία μεθοριακής επικοινωνίας με τη Γιουγκοσλαβία για το έτος 1962.

Ωστόσο, η αισθητή σοβιετογιουγκοσλαβική προσέγγιση το 1961- 62, η οποία επιβεβαιώθηκε και με την πολυήμερη επίσκεψη του Τίτο στη Σοβιετική Ένωση τον Δεκέμβριο του 1962, έθεσε στη βουλγαρική ηγεσία το ζήτημα κατά πόσο η βουλγαρική στάση στο Μακεδονικό έπρεπε να συναρτάται από τις διακυμάνσεις των σχέσεων της Σοβιετικής Ένωσης με τη Γιουγκοσλαβία. Η σοβιετογιουγκοσλαβική αντιπαράθεση των ετών 1957-1960 δεν προσέλαβε την οξύτητα του παρελθόντος, για να μην επωφεληθεί ο αμερικανικός παράγων. Εφαρμόζοντας την πολιτική της τήρησης ίσων αποστάσεων από Ανατολή και Δύση, ο Τίτο στήριξε τη σοβιετική πρωτοβουλία για μια απύραυλη Βαλκανική και τη σοβιετική θέση για τη διευθέτηση του Γερμανικού Ζητήματος, καταδίκασε τον τυχοδιωκτισμό της Κίνας το 1960-61 και τον αμερικανικό κατασκοπευτικό πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Καθώς σε διεθνή ζητήματα ζωτικής σημασίας για τη Μόσχα η Γιουγκοσλαβία στήριζε τη Σοβιετική Ένωση και το Βαλκανικό Σύμφωνο που υπογράφηκε το 1953-54 είχε στην ουσία απονεκρωθεί, η Μόσχα αποδέχθηκε το γιουγκοσλαβικό δρόμο προς τον Σοσιαλισμό (αυτοδιαχείριση εργατών, αδέσμευτη εξωτερική πολιτική) και χορήγησε χαμηλότοκα δάνεια στη Γιουγκοσλαβία.
Στη Βουλγαρία, η θέση του Ζίφκωφ ως Γενικού Γραμματέα του ΒΚΚ είχε ήδη εμπεδωθεί. Σε αντίθεση με τον βίαιο, ορμητικά και μονολιθικό Τσερβένκωφ ο Ζίφκωφ, ευφυής και ευέλικτος χωρικός, έχοντας πάντα την κάλυψη του Χρουστσώφ, προχώρησε στην εξουδετέρωση της εσωκομματικής «σταλινικής» αντιπολίτευσης με τα ήπια μέσα της διάσ7τασης και της καθαίρεσης και όχι της προσαγωγής σε δίκη ή των εκτελέσεων. Το καθεστώς δεν φιλελευθεροποιήθηκε επί της ουσίας, καθώς άνοιξαν πάλι τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως και «η αποσταλινοποίηση» συνιστούσε απλά την κάλυψη της εξόντωσης της παλιάς εσωκομματικής αντιπολίτευσης. Το 1962 ο Ζίφκωφ ανέλαβε και το αξίωμα του πρωθυπουργού, ακολουθώντας το παράδειγμα του Χρουστσώφ και καταστρατηγώντας την αρχή της συλλογικής ηγεσίας.
Φοβούμενος ότι η γιουγκοσλαβική πλευρά, επωφελούμενη από τη σοβιετογιουγκοσλαβική προσέγγιση, θα μπορούσε να εγείρει δυναμικά αξιώσεις για αναγνώριση «μακεδονικής μειονότητας» στη Βουλγαρία με τους γιουγκοσλαβικούς όρους ή να προβάλλει εδαφικές διεκδικήσεις, ο Ζίφκωφ έκρινε ότι η Βουλγαρία έπρεπε να διαμορφώσει μία πάγια και επίσημη θέση στο Μακεδονικό Ζήτημα, ανεξάρτητα από την εκάστοτε πορεία των σοβιετογιουγκοσλαβικών σχέσεων. Η αποδοχή από τη σοβιετική ιστορική και γλωσσολογική επιστήμη της ύπαρξης «μακεδονικού έθνους και γλώσσας» και η κατοχύρωση στη διεθνή επιστήμη της Σλαβολογίας του όρου «μακεδονική γλώσσα», όπως αυτή κωδικοποιήθηκε στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, ελλόχευαν, κατά την εκτίμηση της βουλγαρικής πολιτικής ηγεσίας, κινδύνους για τα βουλγαρικά εθνικά συμφέροντα.


Η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΒΚΚ (11-12 Μαρτίου 1963) - Αυτοκριτική και διόρθωση των λαθών του παρελθόντος στο Μακεδονικό Ζήτημα.


Τον Ιανουάριο του 1963, αμέσως μετά την επιστροφή του Τίτο από τη Σοβιετική Ένωση, ο Ζίφκωφ επισκέφθηκε το Βελιγράδι.
Όπως αποκάλυψε στον εναρκτήρια λόγο του στην Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΒΚΚ τον Μάρτιο του 1963, με την ηγεσία της Γιουγκοσλαβίας συζητήθηκαν θέματα προώθησης της διμερούς συνεργίας, στον απόηχο της αισθητής σοβιετογιουγκοσλαβικής προσέγγισης. Αναφέρθηκε επίσης και σε ορισμένους αρνητικούς παράγοντες, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν σοβαρά το νέο κλίμα στις διμερείς σχέσεις. Κεντρική θέση κατείχε το Μακεδονικό Ζήτημα. Ο Ζίφκωφ κατέστησε σαφές ότι το ΒΚΚ αναγνωρίζει τη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας ως συστατικό τμήμα της Ομόσπονδης Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας καθώς και το γεγονός ότι εκεί διαμορφώνεται μια μακεδονική εθνική συνείδηση, αλλά για το ζήτημα αυτό σκόπιμα δεν γίνεται δημόσιος διάλογος. Ο βασικός λόγος έγκειτο στην ανάγκη αποσιώπησης του γεγονότος ότι η μακεδονική εθνική συνείδηση διαμορφώνεται σε αντιβουλγαρική βάση, υπογράμμισε ο Ζίφκωφ στη γιουγκοσλαβική ηγεσία. Αν δεν διευθετηθείτο ζήτημα αυτό, η διαμόρφωση δηλαδή της μακεδονικής εθνικής συνείδησης σε αντιβουλγαρική βάση, θα υπάρχει πάντοτε μια πηγή διενέξεων στις διμερείς σχέσεις, κατέληξε ο Ζίφκωφ.
Στην κύρια εισήγησή του στην Ολομέλεια του Μαρτίου, ο Ζίφκωφ επισήμανε ότι «το μακεδονικό έθνος» δεν είχε ιστορικές καταβολές ούτε στην Αρχαιότητα, ούτε στο Μεσαίωνα, ούτε κατά τον 19ο αιώνα και ότι η βουλγαρική ηγεσία διέπραξε στο παρελθόν δύο σοβαρά σφάλματα: συμπεριέλαβε τον πληθυσμό της Μακεδονίας του Πιρίν στο «μακεδονικό έθνος» και άρχισε διαπραγματεύσεις για τη δημιουργία μιας βουλγαρογιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας. Ο ηγέτης της Βουλγαρίας παρουσίασε το νέο πλαίσιο, μέσα στο οποίο όφειλε να κινείται μελλοντικά η πολιτική της Σόφιας αναφορικά με το Μακεδονικό Ζήτημα:

Πρώτον, πρέπει να αναγνωρίσουμε -εννοείται όταν δημιουργηθούν προϋποθέσεις γι’ αυτό, όχι τώρα- την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στο πλαίσιο της Ομόσπονδης Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας. Αυτή υπάρχει. Υπάρχει μονάχα στη Μακεδονία του Βαρδάρη, όμως υπάρχει. Να ισχυριστούμε ότι δεν υπάρχει και ότι δεν θα υπάρξει, αυτή η θέση δεν είναι ούτε μαρξιστική, ούτε πολιτικά σωστή, ούτε θα μας υποστηρίξει κάποιος.
Δεύτερον, στο πλαίσιο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, στη Μακεδονία του Βαρδάρη διαμορφώνεται μακεδονική εθνική συνείδηση. Αυτή η συνείδηση δεν έχει παγιωθεί, όπως υποστήριξε ο Γκιόργκι Δημητρώφ στο Πέμπτο Συνέδριο του Κόμματος πρόκειται για μια διαδικασία, δεν έχει διαμορφωθεί, αλλά διαμορφώνεται, γεννιέται και αναπτύσσεται. Πρέπει να δούμε τους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης του πληθυσμού στη Μακεδονία του Βαρδάρη.
Ποιοι είναι αυτοί οι παράγοντες; Πρώτον, ο πληθυσμός της Μακεδονίας δεν απελευθερώθηκε ταυτόχρονα με τον υπόλοιπο βουλγαρικό πληθυσμό από τον τουρκικό ζυγό, αλλά παρέμεινε υπό τον τουρκικό ζυγό και μετά την απελευθέρωση της Βουλγαρίας. Οι Βούλγαροι και οι άλλες εθνότητες, μετά την απελευθέρωσή τους από τον τουρκικό ζυγό, δημιούργησαν τα εθνικά τους κράτη, ακολούθησαν τον καπιταλιστικό δρόμο της ανάπτυξης, ενώ ο πληθυσμός της Μακεδονίας παρέμεινε στη φεουδαρχική Τουρκία υπό συνθήκες φεουδαρχίας και υπήρξε αντικείμενο της πιο σκληρής αφομοίωσης, βίας και απεθνικοποίησης [...].
Δεύτερος παράγων, που άσκησε επίσης επίδραση, είναι το γεγονός ότι κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αυτός ο πληθυσμός και το μακεδονικό [κομμουνιστικό] κόμμα διεξήγαγαν κοινό αγώνα κατά του φασισμού όχι με το κόμμα μας, αλλά με το γιουγκοσλαβικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Μαζί πολέμησαν, μαζί αγωνίστηκαν και είχαν την ίδια μοίρα[...]. Η Μακεδονία του Βαρδάρη απελευθερώθηκε, εκεί ιδρύθηκε κράτος με την κυβέρνηση του[...]. Εμείς πρέπει να αναγνωρίσουμε δημόσια —επαναλαμβάνω, αφού πρώτα συμφωνήσουμε μαζί τους, όχι τώρα- την αντικειμενική ύπαρξη της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και τη διαμόρφωση της μακεδονικής εθνικής συνείδησης. Δεν θέλουμε να εμποδίσουμε αυτή τη διαδικασία, αντίθετα, θέλουμε να τη στηρίξουμε. Δεν μπορούμε όμως να συμφιλιωθούμε σε καμιά περίπτωση με τη θεμελίωση αυτής της συνείδησης σε αντιβουλγαρική, εθνικιστική, σοβινιστική βάση [...].
Για την περιοχή του Πιρίν. Ο πληθυσμός της περιοχής του Πιρίν είναι τμήμα του βουλγαρικού έθνους. Δεν υπάρχει εκεί καμιά μακεδονική εθνότητα και δεν μπορεί να υπάρξει. Εκεί δεν άρχισε η διαμόρφωση της μακεδονικής εθνικής συνείδησης, όπως στη Μακεδονία του Βαρδάρη, παρόλο που εμείς πολύ συντελέσαμε σ’ αυτό. Όπως είναι γνωστό, ο πληθυσμός της περιοχής του Πιρίν ήδη το 1912 εντάχθηκε στη μητέρα-πατρίδα και αγωνίστηκε μαζί με τον βουλγαρικό λαό κατά του Καπιταλισμού και του Φασισμού και τώρα μαζί μ’ αυτόν οικοδομεί τον Σοσιαλισμό[...]. Κατά συνέπεια, αυτός ο πληθυσμός σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί τμήμα του μακεδονικού έθνους, το οποίο διαμορφώνεται τώρα στη Μακεδονία τον Βαρδάρη, ούτε μπορεί να γίνει λόγος ένταξής του σ’ αυτό το έθνος. Όλα όσα εμείς διαπράξαμε μέχρι τώρα -επιβολή της γλώσσας, επιβολή μιας άλλης εθνότητας, εξαναγκασμός να απογράφονται Μακεδόνες και τα υπόλοιπα- ήταν μια παραβίαση της θέλησης αυτού του πληθυσμού και δεν συνάδει με τον μαρξισμό-λενινισμό στο εθνικό ζήτημα. Πρέπει στο μέλλον να αντιταχθούμε σε κάθε προσπάθεια, απ’ όπου και αν προέρχεται, ιδιαίτερα από την πλευρά των ηγετών των Σκοπίων, αυτός ο πληθυσμός να προσδιορισθεί ως μακεδονική εθνότητα [...].
Δεν μπορούμε να αρνηθούμε την ιστορία μας. Πρέπει να φωτίζουμε και τη μεσαιωνική και τη νεότερη ιστορία μας. Αν το αρνηθούμε δεν θα είμαστε ούτε διεθνιστές ούτε μαρξιστές, αλλά θα είμαστε μηδενιστές, θα είμαστε κοσμοπολίτες. Η ιστορική αλήθεια πρέπει να λέγεται. Πρέπει να αγωνιζόμαστε εναντίον της παραποίησης της ιστορίας μας, όχι διά της οδού της υποδαύλισης διενέξεων, αλλά με την αντικειμενική της παρουσίαση.

Μετά την εισήγηση του Ζίφκωφ, επακολούθησε συζήτηση. Όλοι οι ομιλητές συμφώνησαν με τη διατυπωμένη θέση του ότι ο σλαβικός πληθυσμός της βουλγαρικής Μακεδονίας αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του βουλγαρικού έθνους και ότι ήταν εσφαλμένη η πολιτική του ΒΚΚ για την προώθηση μιας τεχνητής μακεδονοποίησης με τους όρους των Σκοπίων. Όλοι ανεξαιρέτως συναίνεσαν στην ανάγκη έναρξης μιας βουλγαρικής πολιτιστικής αντεπίθεσης, ως αντίδρασης στην παραποίηση της βουλγαρικής ιστορίας από τους ιστορικούς των Σκοπίων. Δεν εκφράστηκαν σοβαρές αμφιβολίες για το γεγονός ότι στην Ομόσπονδη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας διαμορφωνόταν μια νέα εθνική συνείδηση, ωστόσο διαφωνίες υπήρξαν όσον αφορά το βαθμό παγίωσής της. Για το θέμα αυτό, ο Κρστε Τρίτσκωφ, που ασχολούνταν με την εθνογένεση των Σλαβομακεδόνων, εξέφρασε την ακόλουθη εκτίμηση:
Σχετικά με το ζήτημα αν έχει παγιωθεί ή όχι το μακεδονικό έθνος, μέχρι που έχει φθάσει η διαμόρφωσή του, μπορεί να υπάρχουν διαφωνίες. Το δικό μας Ινστιτούτο Μαρξισμού-Λενινισμού δεν διερεύνησε το θέμα και δεν κατέληξε σε συμπεράσματα. Όμως είναι ολότελα εσφαλμένη η άρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στο πλαίσιο της Ομόσπονδης Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και του γεγονότος ότι εκεί γίνεται συστηματική δουλειά για τη θεμελίωση και την παγίωση μιας μακεδονικής εθνικής συνείδησης, έστω και σε αντιβουλγαρική βάση, για τη δημιουργία της γλώσσας τους, έστω και σερβοποιημένης. Αυτό θα σήμαινε ότι δεν βλέπουμε τις αλλαγές που επήλθαν στον πληθυσμό αυτόν, ότι διαπράττουμε το πολιτικό λάθος που διαπράττουν στα Σκόπια. Δεν θέλουν να δουν το παρελθόν, την ιστορία, να αναγνωρίσουν ότι ήταν Βούλγαροι, πράγμα που είναι ακατανόητο. Είναι αδιαμφισβήτητη αλήθεια, σύντροφοι, ότι ένα μεγάλο μέρος της νέας γενιάς αισθάνονται Μακεδόνες και είναι πολύ ευαίσθητοι, αντιδρούν έντονα και μας κατηγορούν, όταν εμείς εμφανιζόμαστε μπροστά τους σαν Βούλγαροι. Αυτή είναι η αλήθεια. Άλλο θέμα είναι η ηλικία του πληθυσμού. Στη Στρώμνιτσα και στην Αχρίδα οι ηλικιωμένοι αισθάνονται Βούλγαροι, όμως στη νέα γενιά που μεγαλώνει αποτυπώθηκε
η μορφή του μακεδονικού έθνους.

Η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΒΚΚ ενέκρινε ομόφωνα την εισήγηση του Ζίφκωφ, η οποία αποτέλεσε πλέον επίσημη θέση του κόμματος. Η Βουλγαρία αναγνώριζε ότι στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία διαμορφωνόταν μια σλαβομακεδονική συνείδηση στις νέες γενιές. Αντιμετώπιζε όμως το σλαβομακεδονικό έθνος όχι ως ιστορική οντότητα, αλλά ως απόρροια πολιτικών συγκυριών, κυρίως της αποξένωσης του σλαβικού πληθυσμού της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας από τον βουλγαρισμό, μετά το 1913. Σε καμία περίπτωση δεν θα γινόταν πλέον επίσημη αναφορά στην ύπαρξη «Μακεδόνων» στη βουλγαρική Μακεδονία, διότι στον όρο αυτό η γιουγκοσλαβική πλευρά προσέδιδε διαφορετικό περιεχόμενο, θεωρώντας τους «Μακεδόνες» εθνική μειονότητα, μέρος του «μακεδονικού έθνους», όπως αυτό διαμορφωνόταν στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία. Η Ολομέλεια επιστράτευσε ουσιαστικά τους Βούλγαρους ιστορικούς, για τη διεξαγωγή ενός αγώνα κατά της θεμελίωσης του «μακεδονικού έθνους» σε αντιβουλγαρική βάση με την παραχάραξη της βουλγαρικής ιστορίας από τους ιστορικούς των Σκοπίων. Η θέση της Ολομέλειας παρέμεινε αμετάβλητη. Όπως σημειώνει ο Ζίφκωφ στα Απομνημονεύματά του, το Μακεδονικό Ζήτημα καταχωρήθηκε ως θέμα συζήτησης στην Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής, χωρίς να έχει ενημερωθεί ο Χρουστσώφ. Μετά την Ολομέλεια του Μαρτίου, η διένεξη μεταφέρθηκε από τους πολιτικούς στους ιστορικούς. Η βουλγαρική ιστορική επιστήμη επιχείρησε να συζεύξει τον μαρξιστικό διεθνισμό με τον βουλγαρικό εθνικισμό, η βουλγαρική εθνική ιδεολογία υπερίσχυσε της μαρξιστικής διεθνιστικής ιδεολογίας. Η Βουλγαρία δεν αρνήθηκε τη διαμόρφωση μιας νέας ταυτότητας στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας, αλλά αμφισβήτησε την ιστορικότητά της. Το τμήμα κινητοποίησης και προπαγάνδας της κομματικής περιφερειακής επιτροπής του Μπλαγκόεφγκραντ εξέδωσε συγκεκριμένες οδηγίες για τα κομματικά στελέχη, κατά το πνεύμα της Ολομέλειας. Οι οδηγίες εγκρίθηκαν από την ΚΕ και είχαν ως εξής:

Δεν υπάρχει καμία βάση στον ισχυρισμό ότι η μακεδονική εθνότητα υπάρχει ακόμα από την εποχή του Αλέξανδρου του Μακεδόνα, ότι το κράτος του Σαμουήλ ήταν μακεδονικό κράτος στο οποίο ενώθηκε το μακεδονικό έθνος κλπ. Παρά τα ιστορικά γεγονότα, μερικοί άνθρωποι στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας προσπαθούν να αποδείξουν ότι ο Γκρηγκώρ Παρλίτσεφ, οι αδελφοί Μιλαντίνωφ, ο Ράϊκο Ζινζίνωφ και άλλοι δεν ήταν Βούλγαροι, αλλά διαφωτιστές της μακεδονικής εθνότητας.
Διαστρεβλώνεται η ιστορική αλήθεια και σε ό,τι αφορά τη δράση και τις ιδέες της Εσωτερικής Μακεδονο-Θρακικής Επαναστατικής Οργάνωσης, με τον ισχυρισμό ότι η ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στο πλαίσιο της Ομόσπονδης Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας σήμανε την πραγματοποίηση των ιδανικών του Γκότσε Ντέλτσεφ, του Δήμο Χατζηδήμωφ, του Γιάννε Σαντάνσκι και άλλων. Στην προσπάθεια να αντιπαραταχθεί η δημιουργία του μακεδονικού έθνους εναντίον του βουλγαρικού λαού, όλο και εντονότερα διεισδύουν σερβικές λέξεις στη μακεδονική λόγια γλώσσα, πράγμα που απομακρύνει αυτή τη γλώσσα από την ομιλούμενη μακεδονική γλώσσα. Σε καμιά περίπτωση εμείς δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε μ’ αυτό [...].
Είναι παράλογο και αντιεπιστημονικό να σκέφτεται κανείς ότι ο πληθυσμός στην περιοχή του Πιρίν, ο οποίος μέχρι το 1913 ήταν βουλγαρικός, μπορεί μετά την απελευθέρωσή του από τον Τουρκικό ζυγό και την ένωση του με τη μητέρα-Βουλγαρία να έχει άλλη συνείδηση, διαφορετική από τη βουλγαρική. Για τον λόγο αυτό, ήταν λάθος από την πλευρά μας η διοργάνωση μιας εκστρατείας το 1946-47 για να πείσουμε τους ανθρώπους της περιφέρειας του Μπλαγκόεφγκραντ να απογραφούν ως Μακεδόνες στην εθνικότητα, παρόλο που αισθάνονται Βούλγαροι. Ο πληθυσμός, όπως είναι γνωστό, αντιστάθηκε σ’ αυτήν την εκστρατεία.

Σε πολιτικό επίπεδο, η πολεμική Σόφιας-Βελιγραδίου δεν ήταν ιδιαίτερα οξεία. Δύο υπήρξαν οι βασικοί λόγοι γι’ αυτό. Πρώτον, η νέα σοβιετική ηγεσία υπό τον Μπρέζνιεφ, μετά την πτώση του Χρουστσώφ τον Οκτώβριο του 1964, αναγνώρισε το γιουγκοσλαβικό δρόμο προς τον Σοσιαλισμό. Η Γιουγκοσλαβία στήριζε τη Σοβιετική Ένωση σε διεθνή θέματα, καταδικάζοντας την αμερικανική ανάμιξη στο Βιετνάμ. Δεύτερον, τα εθνικά ζητήματα στη Γιουγκοσλαβία άρχισαν να αναδύονται στο πολιτικό προσκήνιο υπό τη μορφή της οικονομικής και πολιτικής αποκέντρωσης, με αποτέλεσμα η γιουγκοσλαβική ηγεσία να στρέφεται πρωτίστως στα εσωτερικά της προβλήματα. Το σύστημα της λεγόμενης «αυτοδιαχείρισης των εργατών» δημιούργησε τις προϋποθέσεις ενός οικονομικού εθνικισμού. Σε κάθε ομόσπονδη δημοκρατία διαμορφώθηκε μία κομματική και γραφειοκρατική ελίτ, που προσέλαβε εθνικά χαρακτηριστικά, ενώ η αντίθεση Βορρά-Νότου καθόρισε την τύχη της χώρας. Η Σλοβενία και η Κροατία, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, επεδίωκαν την απορρόφηση των κονδυλίων για την ανάπτυξη της δικής τους βιομηχανίας και έκριναν ανώφελη κάθε βιομηχανική επένδυση στα Σκόπια, στο Κόσοβο ή στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Έτσι, από νωρίς οι Σλοβένοι και οι Κροάτες έθεσαν το ζήτημα της σταδιακής οικονομικής αποκέντρωσης και υπονόμευσαν την πολιτική καριέρα του Σέρβου Αλεξάνταρ Ράνκοβιτς, αντιπροέδρου της ομόσπονδης Κυβέρνησης και αρχηγού της κρατικής ασφαλείας, που φάνταζε ως ο επικρατέστερος για τη διαδοχή του Τίτο. Η βασική φιλοσοφία του Ράνκοβιτς συνοψίζονταν στην ανάγκη να διατηρήσει το κράτος τον συγκεντρωτικό του χαρακτήρα, προωθώντας μία ισορροπημένη ανάπτυξη Βορρά-Νότου.
Κινούμενη στο πνεύμα της απόφασης της Ολομέλειας του Μαρτίου 1963, η βουλγαρική πολιτική ηγεσία διέταξε την αλλαγή των διαβατηρίων όλων των Βούλγαρων πολιτών. Αναμφισβήτητα, η συγκεκριμένη ενέργεια προσελάμβανε άμεση πολιτική σημασία στο βουλγαρικό τμήμα της Μακεδονίας, όπου η εθνικότητα των πολιτών στα διαβατήρια θα καταγραφόταν οριστικά ως βουλγαρική. Η επιχείρηση αυτή σχολιάστηκε δυσμενώς στον τύπο των Σκοπίων και ο Τίτο έθιξε το ζήτημα κατά τη συνάντησή του με τον Ζίφκωφ, τον Σεπτέμβριο του 1965, στη βουλγαρική πρωτεύουσα:

Πρέπει να καταλάβετε ότι έχουμε υποχρεώσεις έναντι των Μακεδόνων. Αν στη Βουλγαρία γράφουν για τα θέματα αυτά [σ.σ. ο Τίτο εννοεί την αλλαγή των διαβατηρίων], αυτοί απαντούν. Μπορούμε να μεσολαβήσουμε ώστε αυτοί να μην ανακινούν το συγκεκριμένο ζήτημα. Αυτοί γνωρίζουν τι μπορεί να βλάψει τις σχέσεις μας και την ενότητα στη Γιουγκοσλαβία. Δεν πρόκειται για εξαίρεση. Στη Γιουγκοσλαβία υπάρχουν έξι έθνη• αν δεν ενδιαφερόμαστε για τα ζητήματα αυτά, θα έχουμε πολύ άσχημες σχέσεις. Δεν είναι ζήτημα που αφορά μονάχα εσάς. Εμείς, οι ηγέτες, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε όλο μας το κύρος και να επιδείξουμε κατανόηση για να παύσουν αυτά τα πράγματα.

Έχοντας υπόψη του την εκδήλωση φυγόκεντρων τάσεων στη Γιουγκοσλαβία και την ύπαρξη σλαβομακεδονικών κύκλων στο εξωτερικό, που επιδίωκαν την απόσπαση της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας από τη σύσταση της γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας και την ίδρυση ανεξάρτητης Μακεδονίας, ο Τίτο επιθυμούσε προφανώς να τονίσει ότι η γιουγκοσλαβική ηγεσία δεν μπορούσε να παραμείνει αδιάφορη στα αιτήματα της ηγεσίας των Σκοπίων, προκειμένου να διαφυλαχθεί η ενότητα της Γιουγκοσλαβίας. Η απάντηση του Ζίφκωφ δεν είχε απολογητικό τόνο:

Στην περιφέρεια του Μπλαγκόεφγκραντ δεν επιχειρείται καμία μεταβολή της εθνικότητας. Τώρα σε ολόκληρη τη χώρα διεξάγεται επιχείρηση αλλαγής των διαβατηρίων. Θα διαρκέσει 2-3 έτη. Δεν γίνεται κάτι το ιδιαίτερο στην περιοχή του Πετριτσίου. Όπως αισθάνεται ο καθένας, έτσι θα εγγραφεί: Μακεδόνας, Βούλγαρος, δική του υπόθεση. Γιατί να προκαλέσουμε δυσκολίες. Αναγνωρίζουμε το μακεδονικό κράτος που ιδρύθηκε στο πλαίσιο της Ομόσπονδης Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας. Εκεί διαμορφώνεται μακεδονική εθνική συνείδηση. Δεν έχουμε καμιά επιφύλαξη. Όμως, μου φαίνεται ότι πρέπει να είμαστε περισσότερο υπομονετικοί για την ιστορική αλήθεια και να προσφέρουμε στους επιστήμονες μας τη δυνατότητα να ερευνούν αντικειμενικά τα ιστορικά γεγονότα, απαγορεύοντάς τους να στρέφονται εναντίον των χωρών μας. Αλλά η ιστορική επιστήμη είναι επιστήμη.

Εν όσω οι ιστορικοί της Σόφιας και των Σκοπίων είχαν επιδοθεί σ’ έναν ατέρμονο μακεδονικό αγώνα και η κάθε πλευρά παρακολουθούσε τα δημοσιεύματα της άλλης, οι πολιτικοί κρατούσαν γενικά χαμηλούς τόνους. Η βουλγαρική ηγεσία έλαβε σοβαρά υπόψη τη βελτίωση των διπλωματικών σχέσεων της Γιουγκοσλαβίας με τη Σοβιετική Ένωση και ο Ζίφκωφ συμφώνησε με τον Μπρέζνιεφ ότι το Μακεδονικό Ζήτημα έχρηζε ιδιαίτερης προσοχής.
Στη συνάντησή τους στη Σόφια, τον Σεπτέμβριο του 1966, ο Ζίφκωφ τόνισε τα ακόλουθα:

Στις σχέσεις μας με τη Γιουγκοσλαβία υπάρχει το λεγόμενο Μακεδονικό Ζήτημα. Προσπαθούμε να ενεργούμε λογικά. Δεν πρέπει να είναι εμπόδιο για τη βελτίωση της συνεργασίας μας. Εννοείται, συμφωνούμε μαζί σας, ότι πρέπει να επιδείξουμε προσοχή. Πρέπει να διατηρήσουμε τη συνοχή της Γιουγκοσλαβίας. Έχουν ευρεία συνεργασία με τη Σοβιετική Ένωση και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες. Εξοπλίζουν το στρατό τους με σοβιετικά όπλα. Δεν έχουμε πληροφορίες ότι εκεί επαναφέρεται ο καπιταλισμός, όπως ισχυρίζονται οι Αλβανοί.

Η σοβιετική πλευρά τηρούσε ουδέτερη στάση στην βουλγαρογιουγκοσλαβική διένεξη. Η σοβιετική ιστορική και γλωσσολογική επιστήμη είχε αποδεχτεί την ιστορική ύπαρξη «μακεδονικής γλώσσας» και «μακεδονικού έθνους», προτάσσοντας την ιδεολογική παράμετρο της καταπολέμησης του μεγαλοβουλγαρισμού και μεγαλοσερβισμού και εντοπίζοντας παραλληλισμούς με το μολδαβικό ή λευκορωσικό σοσιαλιστικό έθνος. Αλλά η Βουλγαρία συνιστούσε τον στρατηγικό εταίρο της Σοβιετικής Ένωσης στα Βαλκάνια και η Μόσχα δεν μπορούσε να θέσει βέτο στη Σόφια, όταν η βουλγαρική πλευρά έκρινε απαραίτητη την αντίδρασή της στις προκλήσεις που εκπορεύονταν από το Βελιγράδι και τα Σκόπια. Η ένταση ή η ύφεση που επικρατούσε στις βουλγαρογιουγκοσλαβικές σχέσεις για το Μακεδονικό, είχε άμεση συνάρτηση με την εξέλιξη των διμερών σχέσεων Γιουγκοσλαβίας-Σοβιετικής Ένωσης.
Η κατίσχυση των φυγόκεντρων τάσεων στη Γιουγκοσλαβία μετά την πτώση του Ράνκοβιτς, τον Αύγουστο τον 1966, είχε ως αποτέλεσμα την παραχώρηση περισσότερων αρμοδιοτήτων στις ομόσπονδες γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες και τη συνακόλουθη σταδιακή αποδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας. Πρόκειται για μια διαδικασία που οδήγησε στο Σύνταγμα του 1974, με το οποίο η Γιουγκοσλαβία μετεξελίχθηκε σε ένα υβρίδιο μεταξύ ομοσπονδίας και συνομοσπονδίας. Με την αποκέντρωση που πραγματοποιήθηκε, η ηγεσία των Σκοπίων μπορούσε να ανακινεί αυτοβούλως το Μακεδονικό και να έχει επίσημο λόγο στη χάραξη της γιουγκοσλαβικής εξωτερικής πολιτικής για το Μακεδονικό Ζήτημα.


Η πτώση του Ράνκοβιτς και η συνακόλουθη έναρξη αποκέντρωσης της Γιουγκοσλαβίας - Πολιτικοποίηση της διαμάχης Σκοπίων-Σόφιας για την ιστορική οριοθέτηση της σλαβομακεδονικής ταυτότητας

Στην 4η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής της Ένωσης Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβίας, που πραγματοποιήθηκε αρχές Αυγούστου του 1966 στο νησί Μπριόνι της Αδριατικής, συγκροτήθηκε ένα μέτωπο κυρίως Σλοβένων και Κροατών κομμουνιστών κατά του Ράνκοβιτς, ο οποίος κατηγορήθηκε ότι παρεμποδίζει την ανάπτυξη της χώρας σε υγιείς βάσεις, αποθαρρύνοντας τους πολίτες να αγωνισθούν για την περαιτέρω εξέλιξη της κοινωνίας. Υποστηρίχθηκε επίσης ότι ενσπείρει μικροψυχία, απάθεια και αβεβαιότητα και ότι αμφισβητεί ό,τι είναι προοδευτικό. Ο Τίτο πείστηκε και αποκάλεσε τον Ράνκοβιτς «φραξιονιστή», χαρακτηρισμό που στην κωδική κομμουνιστική ορολογία σήμαινε «θανάσιμο εχθρό». Στο περιθώριο της Ολομέλειας ο Τίτο δέχτηκε μια αλβανική αντιπροσωπεία υπό τον Βέλη Ντέβα, η οποία διεκτραγώδησε την κατάσταση που επικρατούσε στο Κόσοβο λόγω της πολιτικής του Ράνκοβιτς. Ο Ράνκοβιτς καθαιρέθηκε.
Μετά την πτώση του, εμφανίστηκαν στο προσκήνιο τα εθνικά ζητήματα της Γιουγκοσλαβίας υπό τον μανδύα της αποκέντρωσης. Η Σλοβενία, η Κροατία και τα Σκόπια ανέπτυξαν από κοινού μία εθνικο-φιλελεύθερη συμμαχία κατά της Σερβίας. Ιδιαίτερα η Κροατία αγωνίστηκε να εξασφαλίσει οικονομική και διοικητική αποκέντρωση αλλά και πολιτιστική αυτονομία (για παράδειγμα, επισημοποίηση του όρου κροατική γλώσσα αντί του όρου σερβοκροατική). Στα Σκόπια ο Κρστε Τσερβενκόφσκυ, πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής της Ένωσης Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβίας στη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας και μέλος του Προεδρείου της Κεντρικής Επιτροπής της Ένωσης Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβίας, εισήγαγε τη θεωρία του «ετεροχρονισμένου μακεδονικού έθνους» που έχρηζε περαιτέρω ανάπτυξης. Το 1967 ιδρύθηκαν στα Σκόπια η «Αυτοκέφαλη Μακεδονική Εκκλησία» και η Ακαδημία Επιστημών και τεχνών, για την ενίσχυση της εθνογένεσης των Σλαβομακεδόνων.
Στα τέλη του 1966, βουλγαρική και γιουγκοσλαβική αντιπροσωπεία επισκέφθηκαν τη Βουδαπέστη προκειμένου να παρευρεθούν στις εργασίες του 9ου Συνεδρίου του Ουγγρικού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος. Στο περιθώριο του συνεδρίου, οι δύο αντιπροσωπείες συναντήθηκαν για να συζητήσουν διμερή και διεθνή θέματα. Ο Τίτο και ο Ζίφκωφ αναφέρθηκαν αρχικά σε διεθνή ζητήματα και ιδιαίτερα στον πόλεμο του Βιετνάμ. Όταν η συζήτηση στράφηκε σε διμερή ζητήματα, κυρίως στο Μακεδονικό, ο Τίτο περιορίστηκε να δηλώσει ότι το θέμα είναι κυρίως της Μακεδονίας αλλά και γιουγκοσλαβικό, δίνοντας αμέσως το λόγο στον πρόεδρο της ΛΔΜ Τσερβενκόφσκυ, ως ειδικό.
Ο Τσερβενκόφσκυ υπογράμμισε ότι το μακεδονικό έθνος υπάρχει ανεξάρτητα αν κάποιος το αναγνωρίζει ή όχι, και βρίσκει την επιβεβαίωσή του στο πρόσωπο του μακεδονικού κράτους. Η ύπαρξή του αναγνωρίζεται όχι μόνο πολιτικά αλλά και επιστημονικά, καθώς μακεδονικά βιβλία μεταφράζονται σε πολλές γλώσσες. Την κύρια όμως αναγνώριση θα δώσουν η επιστημονική κοινότητα, τα δημοσιεύματα και η ιστορία. Καθώς όμως η ιστορία είναι συνδεδεμένη με την πολιτική, πρέπει να αναζητούμε αυτό που μας συνδέει και όχι αυτό που μας χωρίζει, ανέφερε ο Πρόεδρος Τσερβενκόφσκυ.
Στη συνέχεια, εξέφρασε τη λύπη του για την εξαφάνιση των «Μακεδόνων» στην περιφέρεια του Μπλαγκόεφγκραντ και χαρακτήρισε τις μειονότητες ως γέφυρα φιλίας και όχι ως εφαλτήριο για την αλλαγή των συνόρων, την κατάργηση των οποίων προσδοκούν οι κομμουνιστές. Κατέληξε υποστηρίζοντας ότι υφίσταται σε αμοιβαία βάση η καλή θέληση για ανοικτό διάλογο σε ζητήματα που συνδέονται με την ιστορία και την πολιτική, όπως απέδειξε το συνέδριο Βαλκανιολογίας, αλλά ότι σε ορισμένα θέματα στη Βουλγαρία δεν ενεργούν σωστά, όπως για παράδειγμα σχετικά με τον Κλήμη της Αχρίδας, εννοώντας προφανώς την εθνικότητα που του αποδίδεται.
Στην απάντησή του ο Ζίφκωφ επικαλέσθηκε την ίδια λογική, θέτοντας το ζήτημα της τύχης των Βουλγάρων στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία:

Τι γίνεται μ’ αυτούς τους Βούλγαρους, που εξαφανίστηκαν, γιατί τώρα δεν υπάρχει ούτε ένας; Ίσως θα απαντήσετε ότι σ’ αυτούς μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο διαμορφώθηκε μακεδονική συνείδηση, ως αποτέλεσμα πολλών ιστορικών παραγόντων. Γιατί δεν δέχεστε ότι έχει διαμορφώσει βουλγαρική συνείδηση ο πληθυσμός στην περιφέρεια του Μπλαγκόεφγκραντ, ο οποίος εδώ και μερικές δεκαετίες ζει με τον βουλγαρικό λαό, έχει την ίδια ιστορική τύχη και οικοδομεί μαζί του τον Σοσιαλισμό; [...] Εμείς πρέπει με σας, τους Μακεδόνες ηγέτες, να συνεννοηθούμε σε ένα βασικό ζήτημα. Θέλετε να επαναλάβουμε στη Βουλγαρία όλες τις δικές σας επινοήσεις και παραποιήσεις. Αν δεν τις επαναλάβουμε, αν δεν πούμε την αλήθεια, αυτό, κατά τη γνώμη σας, στρέφεται κατά του μακεδονικού κράτους [...]. Σύντροφε Τσερβενκόφσκυ, υπάρχει βουλγαρική ιστορία χωρίς τον πατέρα Παϊσιο [...], χωρίς τον Κλήμη της Αχρίδας, [...] χωρίς τον Δημήταρ Μπλαγκόεφ; [...]
Άντε να συμφωνήσουμε με σας σχετικά μ’ αυτό το επινόημά σας, ότι στον Μεσαίωνα υπήρχε μακεδονική εθνότητα, ότι στην εποχή του τσάρου Σαμουήλ αναπτύχθηκε η μακεδονική εθνότητα και το μακεδονικό κράτος. Σας πληροφορώ ότι στον Μεσαίωνα δεν υπήρχε ούτε βουλγαρικό, ούτε σερβικό ούτε άλλο έθνος στη Βαλκανική Χερσόνησο. Τα έθνη σχηματίστηκαν αργότερα [...]. Εσείς, οι Μακεδόνες ηγέτες, πρέπει να κατανοήσετε καλά ότι εμείς οι Βούλγαροι δεν θα αρνηθούμε την ιστορία μας. Πενήντα φορές να με κρεμάσετε, δεν θα αρνηθώ την ιστορία του λαού μου και του κόμματός μου.

Η βουλγαρική ηγεσία παρέμενε ανένδοτη. Αλλά και η ηγεσία των Σκοπίων δεν μπορούσε να αποδεχτεί το γεγονός ότι το «μακεδονικό» έθνος δεν είχε ιστορικές καταβολές και ότι δημιουργήθηκε τεχνητά στη δεκαετία του 1940 λόγω πολιτικών συγκυριών. Έτσι, αποδεικνύονταν αδύνατη η θεμελίωση του νέου αυτού νοτιοσλαβικού έθνους, χωρίς να θιγεί η Βουλγαρία με την κατάφωρη παραποίηση της βουλγαρικής ιστορίας στα Σκόπια. Το χάσμα ανάμεσα στις δύο πλευρές διαφάνηκε σε μία νέα συνάντηση του Ζίφκωφ με τον Τσερβενκόφσκυ κατά την επίσκεψη του τελευταίου στη Σόφια, τον Μάιο του 1967. Αφού αρχικά τη συζήτηση απασχόλησαν διεθνή θέματα, όπως για παράδειγμα η επιβολή στρατιωτικού πραξικοπήματος στην Ελλάδα, οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και ο πόλεμος στο Βιετνάμ, το ενδιαφέρον των δύο ηγετών μονοπώλησε η πορεία των διμερών σχέσεων της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας και ειδικότερα των σχέσεων με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας.
Ο πρόεδρος της ΣΔΜ επισήμανε ότι το «μακεδονικό» έθνος υφίσταται και αναπτύσσεται, καθώς όλο και περισσότερο αποκτά τα χαρακτηριστικά ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού έθνους με την επικείμενη ίδρυση Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών και την ίδρυση Αυτοκέφαλης Εκκλησίας, ενώ σημειώνει προόδους στην επιστήμη και στην τέχνη έχοντας συγκροτήσει μια γενιά διανοουμένων. Από τους διανοούμενους, ωστόσο, διατυπώνονταν ορισμένα παράπονα σε σχέση με τη Βουλγαρία, για το γεγονός ότι η «μακεδονική» λογοτεχνία δεν μεταφράζεται στη βουλγαρική και τα βουλγαρικά αρχεία είναι απρόσιτα. Ο Τσερβενκόφσκυ τόνισε την ανάγκη να αρχίσουν πολιτιστικές ανταλλαγές και οι εφημερίδες να κυκλοφορούν ελεύθερα και στις δύο χώρες. Παραδέχτηκε ότι στο παρελθόν ορισμένοι ιστορικοί στα Σκόπια υπερέβαλαν, προσβάλλοντας φωτεινά ονόματα της βουλγαρικής ιστορίας, αλλά διαβεβαίωσε ότι κάτι τέτοιο δεν θα επαναλαμβάνονταν στο μέλλον. Στη συνέχεια, έθιξε την πεμπτουσία του ζητήματος:

Φαίνεται ότι ένα πρόβλημα δεν θα λυθεί τόσο γρήγορα, θα διαιωνίζεται. Είναι το πρόβλημα της μακεδονικής μας ιστορίας. Υπάρχουν πολλά κοινά. Οι επιστήμονές σας ισχυρίζονται ότι αυτή είναι κοινή, οι δικοί μας ότι είναι πρωτότυπη. Οι επιστήμονες σας θεωρούν ότι η ιστορία μας, ως πρωτότυπη, αρχίζει από το 1941. Οι επιστήμονές μας πιστεύουν ότι αυτή αρχίζει από τον 19ο αιώνα. Ας αφήσουμε την επιστήμη να αποφανθεί με βάση τα τεκμήρια και μετά από 10 χρόνια θα το επιλύσουμε ευκολότερα.

Δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στους Μακεδόνες της Βουλγαρίας, οι οποίοι στη στατιστική του 1956 αναφέρονταν με αριθμητική δύναμη 180.000 ατόμων, ενώ το 1966 μόνο 8.000 άτομα απογράφηκαν ως «Μακεδόνες».
Απαντώντας με τη σειρά του, ο Ζίφκωφ τόνισε ότι η Ομόσπονδη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας εντός της γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας είναι γεγονός, αλλά επεσήμανε τη θεμελίωση του «μακεδονικού» έθνους σε αντιβουλγαρική βάση, παραπέμποντας στην εξαφάνιση των Βουλγάρων, στα αντιβουλγαρικά δημοσιεύματα και στο επικείμενο γύρισμα κινηματογραφικής ταινίας για τον τσάρο Σαμουήλ. Αναφορικά με την απογραφή που διενεργήθηκε το 1956, απολογήθηκε υποστηρίζοντας ότι τότε ασκήθηκε πίεση στον πληθυσμό να δηλωθεί ως μακεδονικός, ενώ τώρα μπορεί να εκφράζεται ελεύθερα. Όσον αφορά τη «μακεδονική» γλώσσα, σχολίασε με σκωπτική διάθεση ότι «Μακεδόνες» και Βούλγαροι δεν έχουν πρόβλημα συνεννόησης, όπως αποδεικνύει η συνομιλία τους.
Ο Τσερβενκόφσκυ διέγνωσε σωστά ότι ήταν αδύνατη μια προσέγγιση Σόφιας-Σκοπίων στο ζήτημα της ιστορικότητας του «μακεδονικού έθνους» και ότι αυτή αποτελούσε τη γενεσιουργό αιτία όλων των παρεξηγήσεων:

Έχετε την άποψη ότι μακεδονική εθνική συνείδηση υπάρχει από την ίδρυση της Γιουγκοσλαβίας, από το έτος 1945. Κατά τα δικά μας δεδομένα, κατά τις έρευνες των επιστημόνων μας, θεωρούμε ότι αυτό το αίσθημα έχει τις ρίζες του στα μέσα του 19ου αιώνα. Η ηγεσία μας δεν μπορεί να πει στο λαό μας ότι μέχρι το 1945 ήμασταν Βούλγαροι και κατόπιν Μακεδόνες. Αυτό το αίσθημα άρχισε να αναπτύσσεται στα μέσα του 19ου αιώνα [...]. Αν αρχίσουμε τώρα να φιλονικούμε για την ταυτότητά μας, πώς ήμασταν στον 19ο αιώνα, θεωρώ ότι λόγω της δυσκολίας του ζητήματος η επίλυση του θα απαιτήσει πολύ χρόνο [...]. Δεν μπορείτε να απαιτείτε από εμάς να αρνηθούμε την ιστορία μας. Τι ήμασταν τον 18ο αιώνα; Ούτε εσείς ούτε εμείς γνωρίζουμε. Ήμασταν μια άμορφη μάζα. Αλλά αυτό είναι ήδη ιστορία.

Ο Τσερβενκόφσκυ συνέδεσε τη γένεση των εθνών με την ανάπτυξη του Καπιταλισμού. Ωστόσο, μια εθνική ιδεολογία συγκροτείται από υπαρκτά στοιχεία, παρόλο που εμπεριέχει και το μύθο. Αν στη σλαβομακεδονική περίπτωση η εθνική συνείδηση άρχισε να εκδηλώνεται στα μέσα του 19ου αιώνα, ποιοι ήταν οι αστικοί φορείς της, ποια επιχειρηματολογία ανέπτυσσαν, πώς έβλεπαν το παρελθόν των Σλαβομακεδόνων; Στην ουσία επρόκειτο για μια βουλγαρική εθνική αφύπνιση και το μείζον πρόβλημα τότε για τους Σλάβους διανοούμενους της Μακεδονίας ήταν η κωδικοποίηση της νεοβουλγαρικής γλώσσας, αν δηλαδή έπρεπε να είναι μονοδιαλεκτική ή πολυδιαλεκτική, να συμπεριλαμβάνει δηλαδή και διαλέκτους της Μακεδονίας ή να στηριχθεί μόνο στη διάλεκτο της βορειοανατολικής Βουλγαρίας, που εμφανιζόταν ως η περισσότερο καλλιεργημένη. Οι Βούλγαροι διανοούμενοι μπορούσαν να επικαλεστούν το βουλγαρικό ιστορικό μεσαιωνικά παρελθόν, τη συγγένεια της γλώσσας και τον δυνητικό απελευθερωτικό ρόλο της Ρωσίας, για να αποσπάσουν τους Σλαβοφώνους από την επιρροή του Ελληνισμού και του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Η βουλγαρική ηγεσία συνειδητοποίησε τη δυναμική του εξελισσόμενου σλαβομακεδονικού εθνικισμού και τη ματαιοπονία της να πείσει την άλλη πλευρά να μη θεμελιώνει τη διαμόρφωση του σλαβομακεδονικού έθνους σε αντιβουλγαρική βάση. Η σχετική ελευθερία πολιτικών κινήσεων που απέκτησε η ηγεσία των Σκοπίων μετά την πτώση του Ράνκοβιτς, προκαλούσε επιπρόσθετες ανησυχίες στη Σόφια, διότι θα εντείνονταν η σλαβομακεδονική προπαγάνδα. Καθώς η Γιουγκοσλαβία ακολουθούσε το δικό της δρόμο προς τον Σοσιαλισμό, κινούμενη μεταξύ Ανατολής και Δύσης, η προβολή της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας ως του εθνικού κέντρου των «αλύτρωτων Μακεδόνων» συνιστούσε ταυτόχρονα έναν προπαγανδισμό του «φιλελεύθερου γιουγκοσλαβικού σοσιαλιστικού μοντέλου» και απόρριψη του βουλγαρικού σοβιετικού μοντέλου. Οι φόβοι δεν ήταν αβάσιμοι. Σε ειδική έκθεση του γραφείου της περιφερειακής επιτροπής του ΒΚΚ στο Μπλαγκόεφγκραντ προς τη γραμματεία της ΚΕ του ΒΚΚ στη Σόφια επισημάνθηκε η ανεξέλεγκτη προπαγάνδα των Σκοπίων στη βουλγαρική Μακεδονία το 1967: πληθώρα δημοσιευμάτων με αντιβουλγαρικό, αλυτρωτικό περιεχόμενο, που μέσω μυστικών διαύλων διοχετεύονταν στη βουλγαρική Μακεδονία, διανομή δίσκων με φολκλορικά άσματα στα σύνορα αλλά και στο εσωτερικό της Βουλγαρίας, αντιβουλγαρικές εκπομπές του ραδιοφωνικού σταθμού Σκοπίων. Η προπαγάνδα δεν υπήρξε ατελέσφορη.

Ως αποτέλεσμα αυτής της προπαγάνδας, μεμονωμένοι πολίτες μας και νέοι υποκύπτουν στην εθνικιστική επιρροή και στρέφονται φανερά κατά της πολιτικής του κόμματός μας αναφορικά με το Μακεδονικό Ζήτημα. Κατά τα τελευταία τρία χρόνια, στην περιφέρεια εξαρθρώθηκαν 15 ομάδες και μια οργάνωση 90 περίπου ατόμων με εθνικιστική απόχρωση, πράγμα που εκφράστηκε κυρίως στη διανομή φυλλαδίων «Για Ελεύθερη και Ανεξάρτητη Μακεδονία». Μετά την ανακήρυξη του αυτοκέφαλου της μακεδονικής εκκλησίας δραστηριοποιείται και ο κλήρος των Σκοπίων, ο οποίος αναζητά ομοϊδεάτες στους εκπροσώπους του κλήρου και των θρησκευτικών κέντρων στην περιφέρεια.

Η περιφερειακή κομματική επιτροπή πρότεινε στη Σόφια τη λήψη μιας σειράς μέτρων, που ισοδυναμούσαν με την κήρυξη ενός βουλγαρικού ιερού πολιτιστικού πολέμου κατά του «μακεδονισμού»: την πατριωτική διαφώτιση των εργαζομένων, τη συγγραφή εκλαϊκευμένων πονημάτων για το Μακεδονικό, τη διερεύνηση του παρελθόντος της Μακεδονίας και του Μακεδονικού Ζητήματος από τους ιστορικούς, την αναθεώρηση των σχολικών εγχειριδίων, την ανάληψη κάθε είδους δραστηριότητας για την απονεύρωση της εθνικής ιδεολογίας του «μακεδονισμού» και τη διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας της Βουλγαρίας. Η γραμματεία της Κεντρικής Επιτροπής, στη συνεδρίαση της 19ης Δεκεμβρίου 1967, ενέκρινε τη λήψη των ανωτέρω μέτρων.
Έτσι, από τα τέλη του 1967 εγκαινιάσθηκε ένας έντονος πολιτιστικός πόλεμος μεταξύ της Σόφιας και των Σκοπίων και το Μακεδονικό εισήλθε σε μια νέα φάση. Η εισβολή των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας, με εξαίρεση τη Ρουμανία και την Αλβανία, στην Τσεχοσλοβακία και το διαμορφούμενο δόγμα Μπρέζνιεφ για την περιορισμένη κυριαρχία των σοσιαλιστικών χωρών προσέδωσαν στην εθνική διαμάχη και μια ιδεολογικο-πολιτική διάσταση. Η Βουλγαρία επέμενε να απαντά σε κάθε «πρόκληση» των Σκοπίων που σχετίζονταν είτε με το ζήτημα της αναγνώρισης «μακεδονικής μειονότητας» είτε με την παραποίηση της βουλγαρικής ιστορίας.


* Ο Σπυρίδων Σφέτας είναι επίκουρος καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Βαλκανικής Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Υ.Γ. Ευχαριστώ το κύριο Σφέτα που με τιμά με την συμπάθειά του και που μου εμπιστεύθηκε το παρών κείμενο.
Υ.Γ. Είναι περιττό φυσικά να σας πω πως το βιβλίο είναι γεμάτο σημειώσεις και με μια καταπληκτική βιβλιογραφία και πως δεν πρέπει να λείπει από καμία ενημερωμένη βιβλιοθήκη.

Πηγή: Το εξαίρετο και πρωτότυπο έργο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΜΙΛΗΤΟΣ (Αθήνα 2008), ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΣΤΑ ΞΕΝΑ ΑΡΧΕΙΑ – Απόρρητα έγγραφα Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας (1950-1967).


e-istoria


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου