Δευτέρα 25 Ιουλίου 2011

ΦΑΚΕΛΟΣ ΚΥΠΡΟΥ 1974 : ΠΩΣ ΦΘΑΣΑΜΕ ΣΤΗΝ ΕΙΣΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΤΤΙΛΑ

Κάθε Ιούλιο «συναντιόμαστε» με δύο θλιβερά γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας της πατρίδας μας , το πραξικόπημα και την εισβολή των Τούρκων στη Κύπρο.
Πως όμως φτάσαμε στην εισβολή; Ποίοι και γιατί έκαναν το παλαιό όνειρο των Τούρκων , που για πολλά χρόνια το έτρεφαν και το συντηρούσαν , πραγματικότητα.
Θα προσπαθήσουμε ρίχνοντας φως στα ιστορικά γεγονότα από την ημέρα που η Κύπρος έγινε ανεξάρτητη (1960) μέχρι την εισβολή (1974) να καταλάβουμε τους λόγους και να δούμε τους πρωταγωνιστές στη στημένη αυτή παράσταση που πληρώθηκε με το αίμα του Κυπριακού λαού

 
Στις 11 Φεβρουαρίου 1959, με την υπογραφή της συνθήκης της Ζυρίχης, η Κύπρος έβρισκε το είδος της ανεξαρτησίας που καθιέρωνε γι’ αυτήν η παραπάνω συνθήκη που υπογράφηκε από τις κυβερνήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ελλάδας και της Τουρκίας .
Η ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία, θα είχε πρόεδρο Ελληνοκύπριο ,αντιπρόεδρο Τουρκοκύπριο, που θα εκλέγονταν χωριστά από τις δύο κοινότητες. Το υπουργικό συμβούλιο θα αποτελούνταν από επτά Ελληνοκύπριους και τρεις Τουρκοκύπριους υπουργούς, ενώ η Βουλή θα αποτελούνταν κατά 70% του αριθμού των μελών της από Ελληνοκύπριους και το 30% από Τουρκοκύπριους. Η κάθε κοινότητα θα εξέλεγε και ένα χωριστό αντιπροσωπευτικό σώμα, αρμόδιο για τα πολιτιστικά, εκπαιδευτικά και θρησκευτικά θέματά της. Στη διοίκηση, το στρατό και την αστυνομία θεσπίστηκε μια αντιπροσώπευση των Τουρκοκυπρίων μεγαλύτερη από την αριθμητική τους αναλογία στον πληθυσμό του νησιού, ενώ παραχωρήθηκε στον Τούρκο αντιπρόεδρο και το δικαίωμα του βέτο, δίνοντάς του πρακτικά τη δυνατότητα να παραλύει τη δραστηριότητα της κυβέρνησης και της Βουλής.
Η Μεγάλη Βρετανία, η Ελλάδα και η Τουρκία, ως εγγυήτριες δυνάμεις, θα μπορούσαν να επεμβαίνουν στην Κύπρο, μαζί ή χωριστά, για την προστασία της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητάς της.
Η Μεγάλη Βρετανία διατηρούσε στην Κύπρο μεγάλες στρατιωτικές βάσεις, με κυριαρχικό δικαίωμα.
Το διάταγμα της επίσημης ανακήρυξης της Κυπριακής Δημοκρατίας υπογράφτηκε στο Λονδίνο και τη Λευκωσία στις 16 Αυγούστου του 1960.
Στα πλαίσια της συνθήκης εγγύησης, αποφασίστηκε η μόνιμη εγκατάσταση στην Κύπρο μικρών στρατιωτικών δυνάμεων της Ελλάδας (ΕΛΔΥΚ) και της Τουρκίας (ΤΟΥΡΔΥΚ), 950 και 650 ανδρών αντίστοιχα. Εκτός από την δημιουργία της ΕΛΔΥΚ και ΤΟΥΡΔΥΚ η συνθήκη προνοούσε την ίδρυση Κυπριακού Στρατού από 2000 άνδρες Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους.
Η Δημοκρατία της Κύπρου αναγνωρίστηκε ως κυρίαρχη και ανεξάρτητη από όλες τις χώρες του κόσμου και οι περισσότερες από αυτές συνάψανε διπλωματικές σχέσεις μαζί της.



Το Σεπτέμβριο του 1960 έγινε μέλος του ΟΗΕ και το 1961 του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Βρετανικής Κοινοπολιτείας.
Πρώτος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας είχε ήδη εκλεγεί το Δεκέμβριο του 1959 ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος (με 67,8% ), ενώ αντιπρόεδρος ο Φασίλ Κιουτσούκ.
Τα πρώτα χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας χαρακτηρίζονται από μια έντονη ανταγωνιστική προσπάθεια των δύο κοινοτήτων να διασφαλίσουν και επεκτείνουν τα πλεονεκτήματα, και να ελαχιστοποιήσουν ή να εξουδετερώσουν τα μειονεκτήματα που περιείχε για κάθε μία απ’ αυτές το καθεστώς της Ζυρίχης.
Οι Ελληνοκύπριοι παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι με τις συμφωνίες της Ζυρίχης – Λονδίνου φαλκιδεύονταν πολλά από τα δημοκρατικά τους δικαιώματα πανηγύρισαν την αποτίναξη του αποικιακού ζυγού και την επιστροφή σ’ ένα ειρηνικό κλίμα σταθερότητας και γαλήνης . Αντίθετα από την Ελληνοκυπριακή ηγεσία που αντιμετώπισε με στωικότητα και πνεύμα συνεργασίας τη λύση Ζυρίχης – Λονδίνου οι ηγέτες των Τουρκοκυπρίων, παρά τα πλεονεκτήματα που τους παρείχαν οι συμφωνίες, δέχτηκαν το νέο καθεστώς με πολλή δυσπιστία και επιφυλακτικότητα.
Η κατάχρηση του βέτο από τον αντιπρόεδρο και η δυνατότητα των Τούρκων βουλευτών να απορρίπτουν τα νομοσχέδια -επειδή για τα σοβαρά θέματα απαιτούνταν η χωριστή πλειοψηφία της τουρκικής αντιπροσωπείας- έφεραν ανυπέρβλητα εμπόδια στην κυβερνητική δραστηριότητα.
Τον Μάρτιο του 1961 παρουσιάσθηκαν οι πρώτες δυσχέρειες από την λειτουργία του συντάγματος. Τα Τ/Κ μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων αρνήθηκαν να ψηφίσουν το νομοσχέδιο για τρίμηνη παράταση της υφισταμένης φορολογικής νομοθεσίας με τη δικαιολογία ότι η Κυβέρνηση δεν είχε συμμορφωθεί σε βασικές πρόνοιες του συντάγματος (Την αναλογία 70% έναντι 30% των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στη Δημόσια υπηρεσία, το διαχωρισμό των Δήμων κτλ).



Τον Οκτώβριο του 1961 ο Αντιπρόεδρος Κιουτσούκ χρησιμοποίησε το βέτο του και ανέτρεψε απόφαση του Υπουργικού συμβουλίου για την ίδρυση Ενιαίου Κυπριακού στρατού (με αναλ. 60% Ε/Κ – 40% Τ/Κ).Βάσει του συντάγματος αρθ. 129 η Κύπρος θα είχε 2000 άνδρες στρατό με αναλογία 1200 Ε/Κ και 800 Τ/Κ, δεν καθόριζε όμως αν ήταν ενιαίος ή χωριστός. Το Υπουργικό Συμβούλιο με την Ελληνική πλευρά αποφάσισε ενιαίο. Οι Τ/Κ υποστήριζαν να διαιρεθεί σε Ε/Κ και Τ/Κ.. Ύστερα από το βέτο δεν προχώρησε η συγκρότηση Κυπριακού στρατού.
Τον Δεκέμβριο του 1961 οι Τ/Κ καταψήφισαν νομοσχέδιο για το φόρο εισοδήματος. Τον ίδιο μήνα ο Κιουτσούκ απέρριψε τη συμμετοχή της Κύπρου στο κίνημα των αδεσμεύτων.
Τον Δεκέμβριο του 1962 οι Ε/Κ βουλευτές ψήφισαν νόμο για την κατάργηση των χωριστών δημαρχείων. Η Τουρκική κοινοτική συνέλευση ψήφισε νόμο που προνοούσε τη διατήρηση των χωριστών Δημαρχείων στις πέντε μεγαλύτερες πόλεις και την ίδρυση ενός νέου Τουρκικού Δημαρχείου στην κωμόπολη Λεύκας.
Η απόφαση αυτή οδήγησε τα Ε/Κ μέλη του Υπουργικού συμβουλίου – παρά την αντίθετη γνώμη των 3 Τ/Κ - να προχωρήσουν στη σύσταση «Συμβουλίων Βελτιώσεων» στα οποία δόθηκαν όλες οι αρμοδιότητες και εξουσίες των δημαρχείων. Το συνταγματικό δικαστήριο κήρυξε αργότερα άκυρες τόσο την απόφαση της Τουρκικής κοινοτικής συνέλευσης για χωριστά δημαρχεία όσο και την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για Συμβούλια Βελτιώσεων.
Παράλληλα παρακρατικές ομάδες στις δυο κοινότητες ετοιμάζονται για δυναμική αντιπαράθεση.



Ο Ραούφ Ντενκτάς ανασυντάσσει την ΤΜΤ (Τουρκική Αντιστασιακή Οργάνωση),με την βοήθεια της ΤΟΥΡΔΥΚ .Η ΤΜΤ ιδρύθηκε το 1957 με τη συνεργασία των Άγγλων και χρησιμοποιήθηκε σαν αντίβαρο στην ΕΟΚΑ. Μετά την υπογραφή των συμφωνιών δεν ζητείται η διάλυση και ο αφοπλισμός της, όπως είχε γίνει με την ΕΟΚΑ αντίθετα ενισχύεται με ανθρώπινο δυναμικό και οπλισμό από την Τουρκία.
Από την άλλη, ο υπουργός Εσωτερικών Πολύκαρπος Γιωρκάτζης ιδρύει την Οργάνωση, μια παραστρατιωτική ομάδα και αναλαμβάνει αρχηγός της με το ψευδώνυμο Ακρίτας .Η Οργάνωση απολαμβάνει ανοχής και υποστήριξης από Ελληνοκύπριους της Δεξιάς οι οποίοι τη θεωρούν ως το αντίπαλο δέος στη ΤΜΤ που αυξάνει τη δραστηριότητα της.
Για την αντιμετώπιση των ζητημάτων αυτών ο πρόεδρος Μακάριος πρότεινε στα τέλη του 1963 σοβαρές συνταγματικές τροποποιήσεις, που έμειναν γνωστές σαν τα «13 σημεία» .
Οι προτάσεις αυτές διαβιβάστηκαν στις 30 Νοεμβρίου 1963 στον Κιουτσούκ και αντίγραφα τους στάλθηκαν για ενημέρωση στις κυβερνήσεις της Βρετανίας ,της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Ενώ οι προτάσεις δεν είχαν ακόμα απαντηθεί ο Κιουτσούκ έγραφε στην Εφημερίδα του «Χαλκίν Σεσί» αναφερόμενος στα 13 σημεία «Αυτοί που σκάβουν το Λάκκο της Τουρκικής Κοινότητας πρέπει να τον σκάψουν στα δικά τους μέτρα, για να μπορέσουν εύκολα να βγουν απ’ αυτό όταν θα πέσουν οι ίδιοι μέσα, στο σύντομο μέλλον».
Τελικά ο Κιουτσούκ στον οποίο απευθύνθηκαν οι προτάσεις δεν απάντησε ,αλλά στις 7 Δεκεμβρίου ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Ερκίν ανήγγειλε ότι η Άγκυρα τις είχε απορρίψει και την ίδια ημέρα ο Τούρκος Πρέσβης Οκζόλ έδωσε στο Μακάριο τη γραπτή απόρριψη .


Ο Μακάριος αρνήθηκε να δεκτή την απόρριψη τονίζοντας ότι οι προτάσεις είχαν σταλεί για απάντηση στον Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο κι όχι σε οποιαδήποτε ξένη κυβέρνηση.
Στις 20 Δεκεμβρίου οι Υπουργοί Εξωτερικών Κύπρου, Ελλάδας και Τουρκίας συναντήθηκαν στο Παρίσι για να συζητήσουν την κατάσταση. Λίγες ώρες μετά την πρώτη τους συνάντηση άρχισε ανταλλαγή πυροβολισμών στη Λευκωσία .
Οι διακοινοτικές ταραχές άρχισαν από ένα επεισόδιο που έγινε στην οδό Ερμού στη Λευκωσία. Γύρω στις 02:30 το πρωί της 21 Δεκεμβρίου 1963 μια αστυνομική περίπολος σταμάτησε ένα αυτοκίνητο για έλεγχο (τα μέτρα επαγρύπνησης είχαν ενταθεί μετά την έκρηξη μιας βόμβας στη βάση του αγάλματος του Μάρκου Δράκου ενός Ελληνοκύπριου ήρωα της ΕΟΚΑ). Στο αυτοκίνητο βρίσκονταν δύο Τ/Κ και δύο Τ/Κες, ο οδηγός δεν δέχτηκε να υποβληθεί σε έρευνα και ακολούθησε συμπλοκή. Ομάδες Τούρκων άρχισαν να έρχονται στην περιοχή και ανταλλάχθηκαν πυροβολισμοί. Στη συμπλοκή σκοτώθηκε ένας Τ/Κ και μια Τ/Κ.

Το πρωί οι Λευκωσιάτες ξύπνησαν από τους κροταλισμούς των πολυβόλων που έβαλλαν από τους μιναρέδες και από άλλα ψηλά κτίρια.
Η αντίδραση των Τ/Κ έδειξε ότι η Τουρκική κοινότητα ήταν άριστα οργανωμένη και παρασκευασμένη στρατιωτικά για τέτοιο ενδεχόμενο
Η ΤΟΥΡΔΥΚ την επομένη 22 Δεκεμβρίου απέκοψε τη συγκοινωνία μεταξύ Λευκωσίας – Κυρήνειας. Συγχρόνως ένοπλες ομάδες Τ/Κ κατέλαβαν τις Βόρειες συνοικίες της Λευκωσίας Τράχωνα, Ομορφίτα, Νεάπολη και Καϊμακλί, ενώ άλλες Τ/Κ ένοπλες ομάδες από το Νότο κινήθηκαν προς Βορρά δημιουργώντας προγεφυρώματα στην Αμμόχωστο, τη Λεύκα, τη Μανσούρα και άλλα σημεία του νησιού. Ακολούθησαν αιματηρές συγκρούσεις σε όλα τα μέτωπα με αποτέλεσμα να απωθήσουν τους Τουρκοκύπριους στις παλιές συνοικίες τους, να μη μπορέσουν όμως να καταλάβουν πολλά από τα προγεφυρώματα που δημιουργήθηκαν.
Ετσι, οι Τουρκοκύπριοι έμειναν κύριοι των Βορείων τμημάτων της παλιάς πόλης της Λευκωσίας και μιάς μεγάλης έκτασης του λεκανοπεδίου που εκτείνεται προς Βορρά, μέχρι του οχυρού του Αγίου Ιλαρίωνα στην κορυφή του Πενταδάκτυλου.
Κράτησαν επίσης την περιοχή του Τζάους στο δρόμο Λευκωσίας – Αμμοχώστου, τη Λεύκα, τα Κόκκινα, το Λιμνίτη, την παλιά πόλη της Αμμοχώστου, τη Λουρουτζίνα, την Κοφίνου, το Μαρί, το Πέργαμο, τα Μαντριά, τη Χρυσοχού, το Αναδιού, και μερικές άλλες περιοχές στις οποίες αργότερα σχηματίστηκαν έξι μεγάλοι Τουρκικοί θύλακοι., συνολικού εμβαδού 449,97 τ.μ. , που αντιστοιχούσαν στα 4,86% του Κυπριακού εδάφους.
Οι συγκρούσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων εντάθηκαν ακόμα περισσότερο στις μέρες που επακολούθησαν και πολλοί αθώοι έχασαν τη ζωή τους τις δραματικές εκείνες μέρες .


Τότε η Βρετανική κυβέρνηση βρήκε την ευκαιρία να επιβάλλει ένα από τα παλαιά της σχέδια (κατά τη διάρκεια του αγώνα για την ανεξαρτησία και ιδιαίτερα το 1958 όταν επεκτάθηκαν οι διακοινοτικές ταραχές οι Βρετανοί επιχείρησαν, χωρίς επιτυχία, να επιβάλλουν διαχωριστική γραμμή μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Η γραμμή εκείνη είναι γνωστή σαν γραμμή Μέϊσον – Ντίξον).
Σε συνεννόηση με την Ελληνική και Τουρκική κυβέρνηση πρότεινε το διαχωρισμό των Ελληνικών και Τουρκικών περιοχών με μια γραμμή που έμεινε γνωστή σαν «Πράσινη Γραμμή». Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, κάτω από το βάρος των περιστάσεων, αναγκάστηκε στις 26 Δεκεμβρίου 1963 να δεχθεί την Πράσινη γραμμή και το κοινό Ελληνο – Βρετανο – Τουρκικό ειρηνευτικό σχέδιο.
Για την εφαρμογή της συμφωνίας καταπαύσεως του πυρός, ο Αρχηγός των βρετανικών δυνάμεων στη Κύπρο Στρατηγός Γιάνγκ χάραξε πάνω στο χάρτη της Λευκωσίας μια γραμμή μεταξύ των θέσεων των Ελλήνων και των Τούρκων, χρησιμοποίησε για το σκοπό αυτό ένα πράσινο μολύβι, και έτσι δημιουργήθηκε η περιβόητη «Πράσινη Γραμμή».
Βρετανικά στρατεύματα άρχισαν να περιπολούν στη Λευκωσία και τη Λάρνακα σχηματίζοντας στην ουσία την πρώτη ειρηνευτική δύναμη
Η Τουρκία απείλησε με στρατιωτική επέμβαση στέλνοντας πολεμικά πλοία στα κυπριακά νερά και πραγματοποιώντας πτήσεις πολεμικών αεροπλάνων πάνω από το νησί.
Η Κυπριακή Κυβέρνηση κατάγγειλε στο Συμβούλιο ασφαλείας στις 28 Δεκεμβρίου 1963 τις Τουρκικές απειλές και επεμβάσεις.
Χάρη στη σοβιετική υποστήριξη προς την κυπριακή κυβέρνηση, την έκκληση του Αμερικανού προέδρου Τζόνσον και τη βρετανική προσφορά για ειρηνευτική παρέμβαση των βρετανικών δυνάμεων αποφεύχθηκε η γενική σύγκρουση και η τουρκική απόβαση.
Μετά τα γεγονότα του Δεκεμβρίου οι Τ/Κ αποχώρησαν ομαδικά από το Υπουργικό Συμβούλιο, τη Βουλή, τις δημόσιες υπηρεσίες και τους κρατικούς και ημικρατικούς οργανισμούς και άρχισαν να οργανώνουν δική τους καθαρά Τουρκοκυπριακή διοίκηση. 

Με βρετανικές ενέργειες συγκλήθηκε τον Ιανουάριο του 1964 η Πενταμερής Διάσκεψη του Λονδίνου, για την ανεύρεση ειρηνικής λύσης, η οποία όμως απέτυχε εξαιτίας των διχοτομικών τάσεων της τουρκικής πλευράς και των απαράδεκτων για την ελληνική, βρετανικών και αμερικανικών προτάσεων.

Τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο απασχολούσε σοβαρά το θέμα της στρατιωτικής άμυνας του Νησιού -ιδιαίτερα μετά τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 1963 και τις Τουρκικές απειλές –έτσι το Φεβρουάριο του 1964 αποφάσισε την ένταξη των υφισταμένων ενόπλων ομάδων κάτω από ένα κρατικό όργανο, την «Εθνική Φρουρά», και, με ειδικό Διάταγμα, καθόρισε τον τρόπο κατάταξης οπλιτών (που παρέμεινε σε εθελοντική βάση), τη διοίκηση και τον εξοπλισμό της.

Στην Αθήνα, μετά από επανειλημμένες συσκέψεις (το Φεβρουάριο και το Μάρτιο του 1964), με συμμετοχή και από τις δύο κυβερνήσεις κατέληξαν στο συμπέρασμα, ότι οι δυνάμεις που υπήρχαν στο Νησί, εκτός του ότι μειονεκτούσαν σοβαρά, από την άποψη της στρατιωτικής οργάνωσης, είχαν ελλιπή εκπαίδευση και ήταν εντελώς ανεπαρκείς για τις περιστάσεις. 'Έπρεπε λοιπόν να οργανωθούν σε άλλη βάση, να ενισχυθούν και να στελεχωθούν με ικανούς αξιωματικούς, ώστε να συγκροτήσουν ένα στρατό που να μπορεί αυτοδύναμα να αντιμετωπίσει επιτυχώς την εσωτερική ανταρσία και ενδεχόμενη Τουρκική εισβολή.


Οι σκέψεις αυτές αποτέλεσαν αργότερα αντικείμενο διαβουλεύσεων με τον Πρωθυπουργό Γ . Παπανδρέου, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, τoν Υπουργό Εξωτερικών Σπύρου Κυπριανού και τον Υπουργό Εσωτερικών Πολύκαρπο Γεωρκάτζη και, με τη σύμφωνη γνώμη όλων, αποφασίστηκε τελικά, να ιδρυθεί στο Υπουργείο Εθνtκής Άμυνας, κάτω από τη διοίκηση του Στρατηγού Γρίβα, το «Ειδικό Μικτό Επιτελείο Κύπρου» (ΕΜΕΚ), και να διορισθεί 'Έλληνας απόστρατος στρατηγός Διοικητής της Εθνικής Φρουράς, η οποία να αναδιοργανωθεί, σε αυστηρά στρατιωτική βάση και να ενισχυθεί με τα απαραίτητα εφόδια και τον αναγκαίο οπλισμό.

Παράλληλα ο Πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου αποφάσισε να ενισχύσει στρατιωτικά την Κύπρο με την άμεση αποστολή δυνάμεων οι οποίες θα εντάσσονταν αμέσως στις δυνάμεις ασφάλειας του Νησιού, στα πλαίσια της άμυνας του . Έτσι άρχισε ( τον Απρίλιο του 1964), η συστηματική αποστολή ανδρών του Ελληνικού στρατού. Η παρουσία τον Ελληνικού στρατού, θωράκιζε το Νησί και διασφάλιζε την ελληνικότητά του.

Τον Φεβρουάριο το Συμβούλιο Ασφαλείας ενέκρινε το σχέδιο του γενικού γραμματέα του οργανισμού και με ομόφωνο ψήφισμα της 4ης Μαρτίου 1964 ζήτησε την αποφυγή επεμβάσεων εναντίον της ομαλότητας στην κυρίαρχη Κυπριακή Δημοκρατία και, με τη συγκατάθεση της κυπριακής κυβέρνησης, εισηγήθηκε την αποστολή ειρηνευτικής δύναμης στο νησί και το διορισμό μεσολαβητή για την ανεύρεση ειρηνικής λύσης.

Στις 24 Μαρτίου 1964 ο Γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών διόρισε σαν μεσολαβητή το Φιλανδό Πρέσβη Σακάρι Σεβέρι Τοουομιόγια.

Στις 27 Μαρτίου 1964 τα πρώτα τμήματα της Ειρηνευτικής Δύναμης με επικεφαλής τον Ινδό Αντιστράτηγο Π.Σ.Γκυάνι έφθαναν στην Κύπρο.

Παράλληλα με τις προσπάθειες του μεσολαβητή ανέπτυξαν έντονη διπλωματική δραστηριότητα οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, που κατέληξε στην υποβολή δύο διαδοχικών σχεδίων τον Ιούλιο του 1964 του πρώην υπουργού Εξωτερικών Άτσεσον. Τα σχέδια Άτσεσον γύρω από τα οποία δημιουργήθηκε μια ιστορική πλέον φιλονικία κατά πόσο αποτελούσαν τη μεγαλύτερη χαμένη ευκαιρία του Κυπριακού ή άλλης μορφής συγκαλυμμένης διχοτόμησης.

Τα σχέδια επί των οποίων συζητήθηκε η επίλυση του Κυπριακού ήταν δυο. Σκοπός όπως ελέγετο ήταν η Ένωση , κατά πόσο τα σχέδια προέβλεπαν ή όχι την ένωση είναι κάτι που μπορεί να εξαχθεί μέσα από ενδελεχή εξέταση των προνοιών τους και τις συνταγματικές γεωστρατηγικές διαστάσεις που θα δημιουργούνταν.

Η Τουρκική κυβέρνηση δέχτηκε τις παραπάνω προτάσεις μόνο σαν βάση για διαπραγματεύσεις. Έβλεπε τα σχέδια σαν μια παραλλαγή της διχοτόμησης ή της διπλής ένωσης, με επίκεντρο του παζαρέματος το μέγεθος της τουρκικής ζώνης. Ακριβώς για τους ίδιους λόγους οι προτάσεις απορρίφθηκαν και από την Ελληνική και Κυπριακή Κυβέρνηση.

Ενώ ακόμα συζητούντο τα Σχέδια 'Ατσεσον, μια απρόοπτη πολεμική εμπλοκή στη βορειοδυτική Κύπρο διατάραξε τις σχέσεις Αθηνών - Λευκωσίας και οδήγησε στα πρόθυρα Ελληνοτουρκικού πολέμου.

Οι Τουρκοκύπριοι διατηρούσαν στην περιοχή πάνω στην ακτή, το θύλακο των Κοκκίνων, που είχε σχηματισθεί αμέσως μετά την κρίση του 1963. Ο Θύλακας εκτεινόταν κατά μήκος του όρμου Κοκκίνων-Μανσούρας, είχε εμβαδόν 20,76 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Ο όρμος των Κοκκίνων προσφερόταν σαν ένα προγεφύρωμα στην Κυβέρνηση της 'Άγκυρας για τον ανεφοδιασμό και την ενίσχυση των Τουρκοκυπρίων σε άνδρες και πολεμικό υλικό. Εκτός όμως απ' αυτό η εκεί παρουσία των Τουρκοκυπρίων απειλούσε άμεσα τις συγκοινωνίες των Ελληνικών περιοχών του Πύργου και του Παχύαμμου.

Για να συμπιέσουν την εστία αυτή, και να αποτρέψουν διεύρυνσή της, δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς κινήθηκαν το βράδυ της 5ης προς την 6η Αυγούστου, και κατέλαβαν το ύψωμα Ακόνι, που κατείχε η Ειρηνευτική Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών, με αντικειμενικό στόχο το Λωρόβουνο, που κατείχαν οι Τούρκοι, και που δέσποζε σ' όλη την περιοχή. Οι κινήσεις αυτές, που είχαν αρχικά περιορισμένο χαρακτήρα, πήραν στην συνέχεια έκταση κι εξελίχθηκαν σε μεγάλης κλίμακας στρατιωτική επιχείρηση.

Μετά την κατάληψη του υψώματος Ακόνι, οι Τουρκοκύπριοι άρχισαν από το Λωρόβουνο να βάλλουν καταιγιστικά πυρά, και εξαπέλυσαν επίθεση για να απωθήσουν τις δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς από το ύψωμα. Ο στρατηγός Γρίβας, παρά τις αυστηρές οδηγίες της Ελληνικής Κυβέρνησης να μη αναληφθεί οποιαδήποτε στρατιωτική ενέργεια, έδωσε εντολή να συνεχισθούν οι επιχειρήσεις, και μάλιστα να καταληφθεί το ύψωμα Λωρόβουνος, διαφορετικά οι Ελληνικές θέσεις θα ήταν επισφαλείς. Πράγματι, στις 7 Αυγούστου καταλήφθηκε ο Λωρόβουνος, και οι Τούρκοι υποχώρησαν προς βορρά. Ο στρατηγός Γρίβας διέταξε τότε κατάληψη των Κοκκίνων .

Το πρωί όμως της 8ης Αυγούστου Τουρκικά στρατιωτικά αεροπλάνα άρχισαν ένα αδιάκριτο σφοδρό βομβαρδισμό της περιοχής. Παρά την απρόοπτη αυτή εξέλιξη, ο στρατηγός Γρίβας, υποστηρίζοντας ότι η κατάληψη των Κοκκίνων είναι ζήτημα μερικών μόνο ωρών, επέμεινε να συνεχισθούν οι επιχειρήσεις.

Η πορεία των γεγονότων αναστάτωσε τον Πρωθυπουργό της Ελλάδας Γ. Παπανδρέου, o οποίος έστειλε στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο εμπιστευτικό μήνυμα (8 Αυγούστου) στο οποίο μεταξύ άλλων έλεγε «άλλα συμφωνούμεν καί άλλα πράττετε», και συνιστούσε αναστολή των επιχειρήσεων και στο στρατηγό Γρίβα εντολή να διακοπούν αμέσως οι εχθροπραξίες. Ο στρατηγός Γρίβας θεωρώντας θιγέντα τον εαυτό του υπέβαλε παραίτηση, εισηγήθηκε όμως και πάλι συνέχιση των επιχειρήσεων και κατάληψη των Κοκκίνων.

Η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο, όταν το βράδυ της 8ης προς τη 9ην Αυγούστου έξι Τουρκικά πολεμικά σκάφη, παραβιάζοντας τα Κυπριακά χωρικά ύδατα, πλησίασαν τις Κυπριακές ακτές, ενώ οι από αέρος βομβαρδισμοί συνεχίζονταν σ' ολόκληρη πλέον την περιοχή της Τηλλυρίας.

Στο μεταξύ, στη Νέα Υόρκη είχε συγκληθεί το Συμβούλιο Ασφαλείας, για να εξετάσει την κατάσταση.

Ο Πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου, απηύθυνε τηλεγραφική έκκληση στο Γρίβα να αποσύρει την παραίτησή του και να επιστρέψει στα καθήκοντά του. Πράγματι ο Γρίβας γύρισε, και ανέλαβε εκ νέου την ανώτατη διοίκηση της άμυνας της Κύπρου.

Στη Λευκωσία η Κυπριακή Κυβέρνηση επέδωσε, μέσω του Αμερικανού Πρέσβη στην Κύπρο, τηλεγραφική διακοίνωση προς την Τουρκία, στην οποία μεταξύ άλλων απευθυνόταν προειδοποίηση στην Κυβέρνηση της 'Άγκυρας, ότι, αν οι βομβαρδισμοί δεν σταματήσουν μέχρι τη 13.30' ώρα της μέρας εκείνης, η Εθνική Φρουρά θα ενεργήσει γενική επίθεση εναντίον των Τουρκοκυπριακών χωριών. 'Ύστερα απ' αυτό οι βομβαρδισμοί διακόπηκαν.

Η Αθήνα αντέδρασε απειλώντας ότι, αν οι βομβαρδισμοί δεν σταματούσαν, η μόνη λύση θα ήταν η «επέμβαση». Το ελληνικό τηλεγράφημα, που έμοιαζε με τελεσίγραφο, παραδόθηκε στο συμβούλιο Ασφαλείας

Η Σοβιετική 'Ένωση υποστήριξε τα ελληνικά αιτήματα. Τόσο ο Πρόεδρος της Αμερικής Τζόνσον, όσο και ο Σοβιετικός ηγέτης Κρούστσεφ δήλωσαν για μια ακόμη φορά στην Τουρκία πως δεν θα ενέκριναν μια εισβολή. Οι Τούρκοι συμμορφώθηκαν και το Συμβούλιο Ασφαλείας, αφού κατήγγειλε την τουρκική ενέργεια, ψήφισε άλλη μια απόφαση (Νο. 193) στις 9 Αυγούστου, ζητώντας κατάπαυση του πυρός. Δύο μέρες αργότερα «η κατάπαυση πυρός εφαρμόζονταν σ' ολόκληρη την Κύπρο». Έτσι με την επέμβαση του Συμβουλίου Ασφαλείας ο πόλεμος αποσοβήθηκε.

Οι Τουρκικοί βομβαρδισμοί προξένησαν σημαντικές καταστροφές και μεγάλο αριθμό θυμάτων μεταξύ του άμαχου πληθυσμού
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1964, πέθανε ο Σακάρι Τουομιόγια και στις 16 του ίδιου μήνα ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών διόρισε σαν νέο Μεσολαβητή τον άλλοτε Πρόεδρο της Δημοκρατίας του Ισημερινού Γκάλο Πλάζα.

Ο Πλάζα υπέβαλε την έκθεσή του στο Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ στις 26 Μαρτίου 1965. Στην έκθεσή του υποστήριξε τη δημιουργία ενός ενιαίου, ανεξάρτητου και κυρίαρχου Κυπριακού κράτους, με πλήρη κατοχύρωση των μειονοτικών δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων και αποκλεισμό της 'Ένωσης και της διχοτόμησης. Απέρριψε επίσης την ιδέα επιστροφής στο καθεστώς της Ζυρίχης, καθώς επίσης και τις Τουρκικές προτάσεις για εγκαθίδρυση ομοσπονδιακού κράτους, και χαρακτήρισε σαν αντίθετες προς κάθε παραδεκτή αρχή δικαίου τις εισηγήσεις του Ραούφ Ντενκτάς για μετακίνηση πληθυσμών και δημιουργία χωριστών αυτόνομων Ελληνικών και Τουρκικών περιοχών στο Νησί.

Η 'Έκθεση Πλάζα έγινε γενικά δεκτή με συμπάθεια από την Ελλάδα και τους Ελληνοκυπρίους. Η Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι απέρριψαν σαν «απαράδεκτη» όχι μόνο την έκθεση αλλά και τον ίδιο τον Πλάζα σαν μελλοντικό μεσολαβητή, προτείνοντας απευθείας συνομιλίες μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.

Από τον Μάιο του 1965 μια σειρά τεχνικών κρίσεων επεξεργασμένων και τελειοποιημένων από τις ξένες και Ελληνικές μυστικές υπηρεσίες και με αρχή αυτή της υπόθεσης ΑΣΠΙΔΑ και τέλος με το συνταγματικό βασιλικό πραξικόπημα της 15 Ιουλίου 1965 αποδυνάμωσαν την συνοχή του πολιτικού κόσμου της Ελλάδας και τον στέρησαν από τα στοιχεία εκείνα που θα ήταν εμπόδια και νησίδες Αντίστασης στην εφαρμογή Σχεδίων που θα ήταν αντίθετα με τα συμφέροντα Ελλάδας και Κύπρου.
Όταν ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, ηγέτης του κόμματος της Δικαιοσύνης, ανέβηκε στην αρχή τον Οκτώβριο του 1965, επέμεινε στη διεξαγωγή συνομιλιών.

Ο Στέφανος Στεφανόπουλος, Πρωθυπουργός από το Σεπτέμβριο του 1965 (που είχε πάντα προστριβές με τον αρχιεπίσκοπο), συμφώνησε να διεξαγάγει μυστικές συνομιλίες με τους Τούρκους, με βάση τις προτάσεις 'Άτσεσον.

Στο μεταξύ στην Κύπρο οι δύο κοινότητες ακολουθούσαν αντίθετες κατευθύνσεις. Η τουρκοκυπριακή ηγεσία δεν αρκέστηκε στο να κρατάει τις δύο κοινότητες χωρισμένες με την πειθώ, τη βία, τις απειλές και τους φόνους, αλλά θέσπισε κανονισμούς για να τις κρατήσει σε απόσταση. Σχηματίστηκε μια τοπική διοίκηση στο κλειστό τμήμα του δρόμου Λευκωσίας - Κυρήνειας με αντιπροσώπους σε άλλες περιοχές, χωριστές δημόσιες υπηρεσίες, αστυνομική δύναμη (όπου η ημισέληνος και το άστρο πήραν τη θέση του εμβλήματος της δημοκρατίας) και ραδιοσταθμό.

Στη συνέχεια οι Τουρκοκύπριοι εγκατέλειψαν πολλά απ' τα χωριά τους και συγκεντρώθηκαν για «αυτοπροστασία» και διευκόλυνση της διχοτόμησης στις πυκνότερα κατοικημένες περιοχές. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ γύρω στις 25.000 δήθεν «πρόσφυγες», αναγκάστηκαν να μεταφερθούν. Οι Ελληνοκύπριοι δεν μπορούσαν να μπουν σ' αυτές τις περιοχές, ούτε οι Τούρκοι μπορούσαν να τις εγκαταλείψουν χωρίς την άδεια των ηγετών τους. Περιορισμένοι σε τέτοια μέρη, χωρίς επαρκείς πηγές, οι Τούρκοι επέζησαν σαν «χωριστή» οντότητα μόνο χάρη στην άμεση οικονομική βοήθεια της Τουρκίας .

Αλλά παρά τις πιέσεις των ηγετών τους και των ενόπλων ομάδων, που είχαν φτάσει από την Τουρκία μετά το 1963, πολύ μεγαλύτερος αριθμός
Τουρκοκυπρίων έμειναν σε περιοχές ελεγχόμενες από την κυβέρνηση.
Το τουρκικό αίτημα για διχοτόμηση ή, σαν δεύτερη καλύτερη λύση, γεωγραφικό διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων, δεν σταμάτησε ποτέ.
Με την αποχή των Τουρκοκυπρίων από τις κυβερνητικές ευθύνες, άλλαξαν οι θεσμοί σε ορισμένους σημαντικούς τομείς. Καταργήθηκε η ιδιαίτερη ελληνική κοινοτική βουλή, που δεν είχε πλέον λόγο ύπαρξης, καταργήθηκαν οι χωριστοί εκλογικοί κατάλογοι για τις δύο κοινότητες και έπαψε να λειτουργεί το συνταγματικό δικαστήριο, του οποίου οι αρμοδιότητες μεταφέρθηκαν στο ανώτατο δικαστήριο.


Το Δεκέμβριο του 1965 το Κυπριακό συζητήθηκε πάλι στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων ΕΘνών, η οποία, με το Ψήφισμά της l8ης Δεκεμβρίου, αναγνώρισε και υπογράμμισε την απόλυτη ανεξαρτησία και την πλήρη κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας, και απέκλεισε κάθε επέμβαση στις εσωτερικές της υποθέσεις.


Η Κυβέρνηση Στεφανοπούλου ακολούθησε δική της πολιτική απέναντι της Κύπρου. Τον Ιούνιο του 1966 εγκαινίασε στις Βρυξέλλες απευθείας Ελληνοτουρκικό διάλογο, που συνεχίστηκε μέχρι το Δεκέμβριο του ιδίου έτους, οπότε έχασε την εμπιστοσύνη της Βουλής και παραιτήθηκε.
Το Μάρτιο του 1966, ανατέθηκε στο Στρατηγό Γρίβα η γενική αρχιστρατηγία όλων των ενόπλων δυνάμεων, που βρίσκονταν στο Νησί.


Σε όλο αυτό το διάστημα το ενδιαφέρον του Ελληνικού λαού για την Κύπρο είχε κορυφωθεί, η ομοψυχία και η συμπαράσταση του ήταν συγκινητική.
Η Κυπριακή Κυβέρνηση είχε την άποψη, ότι η διαδικασία του διαλόγου Ελλάδας Τουρκίας εξέτρεπε το Κυπριακό από την κανονική βάση του, που ήταν η αδέσμευτη ανεξαρτησία και η αυτοδιάθεση, και επιπλέον το απομάκρυνε από την ορθή διαδικασία των Ηνωμένων Εθνών το αποδιεθνοποιούσε και έδινε την ευκαiρία στην Τουρκία, που η διεθνής θέση της ήταν πολύ ισχυρότερη από εκείνη της Ελλάδας να επιβάλει τις δικές της απόψεις. Άλλωστε η Τουρκία υποστήριζε πάντοτε ότι το Κυπριακό αποτελούσε μια καθαρά Ελληνοτουρκική διαφορά, και ότι η σωστή διαδικασία λύσης του θα έπρεπε να επιδιωχθεί με τη διεξαγωγή απευθείας συνομιλιών μεταξύ των δύο χωρών.


Τέλη Νοεμβρίου του 1966 έφθασε στη Λεμεσό φορτίο Τσεχοσλοβακικών όπλων, τα οποία η Κυπριακή Κυβέρνηση είχε παραγγείλει για τον εξοπλισμό της Αστυνομίας. Την άφιξη των Τσεχοσλοβακικών όπλων κατάγγειλε ο Γρίβας στον Πρωθυπουργό Στεφανόπουλο, με τον ισχυρισμό ότι δεν προορίζονταν για την Αστυνομία, αλλά για καθαρά κομματικούς σκοπούς, σε βάρος των γενικότερων εθνικών συμφερόντων. Ο Στρατηγός Γρίβας κατηγορούσε στην επιστολή του προς τον Πρωθυπουργό τον Αρχιεπίσκοπο, ότι ενεργούσε πίσω από τις πλάτες της Ελληνικής Κυβέρνησης, και εισηγείτο να παραδοθεί αμέσως ο οπλισμός στην Εθνική Φρουρά.


Οι συνεχείς καταγγελίες του Γρίβα αλλά και η προσωπική αντίθεση του Στεφανοπούλου προς το Μακάριο συντέλεσαν ώστε να δημιουργηθεί τότε σοβαρό θέμα, και να απειληθεί προς στιγμήν διακοπή των διπλωματικών σχέσεων Αθηνών-Λευκωσίας.
Το θέμα των Τσεχοσλοβακικών όπλων ξέφυγε σιγά-σιγά από το στενό κύκλο των στρατιωτικών, και πήρε σοβαρές πολιτικές διαστάσεις, αφότου η άφιξη των όπλων αυτών περιήλθε σε γνώση της Τουρκικής Κυβέρνησης, η οποία, με έντονες διπλωματικές παραστάσεις προς την Κυβέρνηση της Ελλάδας, αξίωσε να παραδοθεί, χωρίς καθυστέρηση, ολόκληρος ο οπλισμός στην Ειρηνευτική Δύναμη. Ο Μακάριος, από την πλευρά του, επέμενε ότι τα όπλα εισήχθησαν για να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά και μόνο από την Κυπριακή Αστυνομία, (η οποία τότε αντιμετώπιζε σοβαρές επιθέσεις από παράνομες οργανώσεις και άλλα αναρχικά στοιχεία), και ότι αποτελούσαν καθαρή συκοφαντία οι φήμες, ότι επρόκειτο τα όπλα αυτά να χρησιμοποιηθούν για κομματικούς ή άλλους σκοπούς.



Μετά την άρνηση του Αρχιεπισκόπου να παραδώσει τον οπλισμό, τα πράγματα οξύνθηκαν ακόμη περισσότερο, και λίγες μέρες πριν πέσει η Κυβέρνηση Στεφανόπουλου σχεδίαζε να ανακαλέσει τον 'Έλληνα Πρεσβευτή στη Λευκωσία, και να διακόψει διπλωματικές σχέσεις με την Κυπριακή Κυβέρνηση.


Τελικά τα όπλα παραδόθηκαν στην Ειρηνευτική Δύναμη σύμφωνα με την Τουρκική επιθυμία.
Η θητεία της Ελληνικής Βουλής έληγε το 1967, και σε λίγους μήνες έπρεπε να διεξαχθούν βουλευτικές εκλογές. Οι αρχηγοί των δύο μεγάλων κομμάτων ανησυχούσαν για την κατάσταση, καθημερινά οργίαζαν οι φήμες. για κινήσεις στο στράτευμα και για δράση ξένων μυστικών υπηρεσιών. Ο Κανελλόπουλος φοβόταν παραπέρα εκτροπή της κατάστασης και ματαίωση των εκλογών. Ο Παπανδρέου απέβλεπε στις εκλογές σαν το μόνο μέσο αποκατάστασης της ομαλής λειτουργίας του πολιτεύματος. 'Έτσι η πολιτική των δύο μεγάλων κομμάτων, της 'Ένωσης Κέντρου και της ΕΡΕ, συνέπιπτε στο θέμα των εκλογών. Γι' αυτό, ύστερα από συνεννόηση με το Γεώργιο Παπανδρέου, ο Κανελλόπουλος απέσυρε, στις 20 Δεκεμβρίου 1966, την υποστήριξή του από την Κυβέρνηση Στεφανοπούλου, η οποία αναγκάστηκε έτσι να παραιτηθεί.


Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος, με διάγγελμα στις 22 Δεκεμβρίου 1966, ανάγγειλε το διορισμό Υπηρεσιακής Κυβέρνησης υπό τον Ιωάννη Παρασκευόπουλο, η οποία θα ψήφιζε νέο εκλογικό νόμο, και θα διεξήγε βουλευτικές εκλογές, τα τέλη Μαίου 1967.
Οι εκλογές που προγραμματίσθηκαν για τις 28 Μαίου 1967 δεν έγιναν ποτέ.
Τις πρώτες πρωινές ώρες τις 21 Απριλίου 1967 η χούντα των Συνταγματαρχών κινήθηκε εφαρμόζοντας το Νατοϊκό Σχέδιο «Προμηθεύς»-το σχέδιο είχε σχεδιασθεί από τις Ένοπλες Δυνάμεις για να εφαρμοσθεί σε περίπτωση κομμουνιστικού πραξικοπήματος- κατέλαβε με τανκ την πόλη των Αθηνών, κατάργησε το σύνταγμα και επέβαλε στρατιωτικό νόμο σε όλη τη χώρα.


Οι πραξικοπηματίες (Παπαδόπουλος ,Παττακός ,Μακαρέζος ) επισκέπτονται τον Βασιλιά Κωνσταντίνο ,ο οποίος επιλέγει τον συμβιβασμό.
Στις 19:30 της 21 Απριλίου 1967 ορκίζεται η πρώτη Κυβέρνηση τις Χούντας πρωθυπουργός Κ. Κόλλιας, αντιπρόεδρος Γρ. Σπαντιδάκης, υπουργός προεδρίας Γ. Παπαδόπουλος, Συντονισμού Μακαρέζος, Εσωτερικών Στ Παττακός. Ο Βασιλιάς νομιμοποιεί με την παρουσία του το πραξικόπημα.


Ο Μακάριος δε βιάστηκε να εκδηλωθεί είτε υπέρ είτε εναντίον της ελληνικής χούντας, της οποίας αρκετά από τα μέλη είχαν ήδη υπηρετήσει ως στρατιωτικοί στην Κύπρο. Στις 30 Μαΐου έστειλε στην Αθήνα ένα ολιγόλογο και τυπικό τηλεγράφημα. Ο Γρίβας συνεχάρη τη Χούντα, εκ μέρους της Εθνικής Φρουράς, αρκετά νωρίτερα στις 28 Απριλίου. Ήταν πάντως προφανές ότι, ύστερα από πολυήμερο προβληματισμό, ο Μακάριος αποφάσισε να μη συγκρουστεί με το στρατιωτικό δικτατορικό καθεστώς της Αθήνας. Όπως πολλές φορές δήλωσε, η κυβέρνησή του όφειλε να συνεργάζεται με την εκάστοτε κυβέρνηση της Ελλάδος, οποιαδήποτε κι αν ήταν αυτή. Η επιβολή στρατιωτικού δικτατορικού καθεστώτος στην Ελλάδα είχε επιπτώσεις και στην Κύπρο, την οποία φυσικά οι εξελίξεις εκεί επηρέαζαν. Και από ένα τέτοιο καθεστώς οι επιπτώσεις δεν μπορούσαν παρά να ήσαν αρνητικές. Κατέληξαν δε να προκαλέσουν τον καταστροφικό διχασμό των Ελληνοκυπρίων που χωρίστηκαν σε "εθνικόφρονες" υποστηρικτές της "εθνικής " κυβέρνησης των συνταγματαρχών και σε "ανθέλληνες" πολεμίους της. 

Τον Ιούνιο του 1967 ξέσπασε ο Άραβαϊσραιληνός "πόλεμος των 7 ημερών" που δημιούργησε μια νέα κρίσιμη κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο.

Ο πόλεμος δεν επηρέασε άμεσα την Κύπρο αλλά προφανώς για τους δυτικούς ο ρόλος του νησιού (επί του οποίου βρίσκονταν οι τεράστιες βρετανικές βάσεις και άλλες στρατιωτικές εγκαταστάσεις) παρουσιαζόταν αναβαθμισμένος. Η Κύπρος άρχισε μάλιστα να χαρακτηρίζεται ως "αβύθιστο αεροπλανοφόρο". Από την άλλη, οι Αμερικανοί και το ΝΑΤΟ, ήλεγχαν τώρα την ελληνική χούντα και υπό τις διαταγές αυτής της χούντας βρισκόταν και η στη Κύπρο ελληνική μεραρχία όπως βρισκόταν και η ΕΛ.ΔΥ.Κ. και οι Έλληνες αξιωματικοί της Εθνικής Φρουράς.
Τον Ελληνοτουρκικό διάλογο που είχε διακοπεί έσπευσαν να τον επαναρχίσουν οι συνταγματάρχες.


Οι δικτάτορες που είχαν ανάγκη να παρουσιάσουν στον ελληνικό λαό μια "μεγάλη επιτυχία", άρχισαν μιαν άνευ προηγουμένου εξευτελιστική όσο και δουλοπρεπή προσέγγιση της Τουρκίας.

Αποτέλεσμα αυτής της προσέγγισης ήταν μια ελληνοτουρκική συνάντηση κορυφής της Κεσσάνης , στον Έβρο στις 9 και 10 Σεπτεμβρίου. Κατά τη συνάντηση, η ελληνική αντιπροσωπεία ζήτησε από την τουρκική να αποδεχθεί την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Μεταξύ δε άλλων, προβλήθηκε εκ μέρους των και το "επιχείρημα" ότι η Τουρκία διέθετε ήδη μεγάλες εκτάσεις εδαφών και. .. δεν της χρειάζονταν άλλες. Αναφέρεται, επίσης, ότι οι συνταγματάρχες πρότειναν στους Τούρκους μια στρατιωτική βάση στην Κύπρο, όπως προνοούσε και το σχέδιο Άτσεσον. Ο Τούρκος πρωθυπουργός Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ δήλωσε αργότερα ότι η πρωτοβουλία για τη συνάντηση ήταν ελληνική και ότι ο ίδιος πήγε στον Έβρο "για να μάθει τι τον ήθελαν". Φυσικά οι ηγέτες της χούντας επέστρεψαν με άδεια χέρια στην Αθήνα ενώ ο Ντεμιρέλ είχε μια άλλη εμπειρία από τον Έβρο, πολύ χρήσιμη για την ανικανότητα των ανθρώπων που κυβερνούσαν τώρα την Ελλάδα. Έτσι, η Τουρκία εκμεταλλεύθηκε στο έπακρο την ελληνική αδυναμία όταν, λίγο αργότερα, ξέσπασε στην Κύπρο η κρίση της Κοφίνου.

Η Κοφίνου ήταν ένα αμιγώς τουρκοκυπριακό χωριό πάνω στη σημαντική οδική αρτηρία που ενώνει την Λευκωσία με τη Λεμεσό. Οι τουρκοκύπριοι της Κοφίνου, διοικούμενοι από αξιωματικό από την Τουρκία, συνεχώς από τις αρχές του 1964 παρενοχλούσαν όσους ταξίδευαν μεταξύ Λευκωσίας και Λεμεσού και επανειλημμένα απέκοπταν τον δρόμο. Μέσα στο 1967 οι προκλήσεις ήσαν σχεδόν καθημερινές. Στις 14 Νοεμβρίου μονάδες της εθνικής φρουράς, με επί κεφαλής το στρατηγό Γρίβα, πήγαν στην περιοχή και σύντομα οι συγκρούσεις άρχισαν. Η Εθνική Φρουρά δε δυσκολεύθηκε πολύ να τρέψει τους τουρκοκυπρίους σε φυγή και να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν και με τους τουρκοκυπρίους του γειτονικού χωριού Άγιος Θεόδωρος. (Εικ 12&13)

Πολλές και ποικίλες ερμηνείες δόθηκαν ως προς το ποιοι και γιατί προκάλεσαν την κρίση. Μια ερμηνεία αναφέρει ότι ήταν τουρκική πρόκληση που απαντήθηκε, ύστερα από την εκτίμηση των ελληνικών αδυναμιών από την Άγκυρα, αφού έγινε η συνάντηση στον Έβρο. Μια δεύτερη ερμηνεία αναφέρει ότι την κρίση προκάλεσε η ελληνική χούντα για να πλήξει τον Μακάριο. Μια άλλη ερμηνεία λέγει ότι η κρίση προκλήθηκε από κύκλους του βασιλιά Κωνσταντίνου (με τον οποίο ο Γρίβας διατηρούσε μονίμως στενή επαφή), προκειμένου να διευκολυνθεί αυτός στη διενέργεια αντιπραξικοπήματος κατά των συνταγματαρχών, που προετοίμαζε στην Αθήνα. Μια άλλη, τέλος, ερμηνεία αναφέρει ότι επρόκειτο απλώς για επίδειξη δυνάμεως από τον Γρίβα οπότε, μετά την έναρξη των συγκρούσεων, η Άγκυρα βρήκε την αφορμή να δημιουργήσει την κρίση.

Η Τουρκία έστειλε ξανά τα πολεμικά της αεροσκάφη να πετούν για αρκετές ημέρες πάνω από την Κύπρο, ενώ έθεσε σε ετοιμότητα και τον αποβατικό της στόλο. Η Άγκυρα απειλούσε ξανά με πόλεμο και εξαπέλυε τελεσίγραφα τόσο προς την Αθήνα όσο και προς τη Λευκωσία. Σε διάγγελμά του, στις 24 Νοεμβρίου ο Μακάριος ανακοίνωσε ότι διερχόμεθα δραματικάς στιγμάς καί τά νέφη τού πολέμου απλούνται απειλητικώς υπεράνω τής Κύπρου..

Ο γενικός γραμματέας του Ο.Η.Ε. έστειλε αμέσως εκπρόσωπό του ως μεσολαβητή στην κρίση, τον Χοσέ Ρολς Μπέννετ, αλλά και ο πρόεδρος των Η.Π.Α. έστειλε ένα δικό του μεσολαβητή τον Σάϋρους Βανς. Ο τελευταίος κινήθηκε δραστήρια στο τρίγωνο Αθηνών - Άγκυρας - Λευκωσίας, προσπαθώντας να επιτύχει την εκτόνωση με ένα συμβιβασμό. Οι επαφές του αυτές, που συνεχίστηκαν για μια εβδομάδα, πέτυχαν μια συμφωνία η οποία περιλάμβανε τους όρους των τουρκικών τελεσιγράφων. Τη συμφωνία αυτήν, που προφανώς εξυπηρετούσε τα μέγιστα την Τουρκία αλλά και κάθε άλλο παρά την Ελλάδα, ο Βανς κατόρθωσε να την " περάσει" στην Αθήνα όπου κανένας από τους ηγέτες της χούντας δεν ήταν σε θέση να αντισταθεί στον απεσταλμένο του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι όροι της συμφωνίας ήσαν :

Πρώτον: Άμεση, μέσα σε 45 ημέρες, απομάκρυνση ολόκληρου του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος, δυνάμεως 8.000 ανδρών, που είχε σταλεί στην Κύπρο το 1964-1965.

Δεύτερον: Παραμονή στην Κύπρο της ΕΛ.ΔΥ.Κ και της ΤΟΥΡ.ΔΥ.Κ., δηλαδή των σταθμευουσών βάσει των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου ελληνικών και τουρκικών δυνάμεων.

Τρίτον:
Άμεση διάλυση των τουρκικών στρατιωτικών συγκεντρώσεων στα μικρασιατικά παράλια, έναντι της Κύπρου.

Τέταρτον:
Η Ελλάς και η Τουρκία αναλαμβάνουν την υποχρέωση να σεβαστούν την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Δημοκρατίας της Κύπρου.
Πέμπτον: Αποστράτευση και αφοπλισμός των τοπικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Κύπρο.

Έκτον: Διεύρυνση του αστυνομικού ρόλου της δυνάμεως των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο.

OnAlert.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου