Γράφει ο Ιωάννης Αλεξανδρόπουλος
Ο Χαρίλαος Τρικούπης ανέκαθεν μου δημιουργούσε ανάμικτα συναισθήματα Ένας πολιτικός που ξεκίνησε αρκετά ριζοσπαστικά με ένα κείμενό του σε μια εφημερίδα, το οποίο θα μπορούσε να ήταν μοιραίο για την πολιτική του καριέρα, ως πολιτικός πραγματοποίησε τομές στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας και δυστηχώς, έφτασε στο σημείο να κηρύξει απο το βήμα της Βουλής αδυναμία αποπληρωμής των χρεών του ελληνικού δημοσίου προς τους δανειστές ανοίγοντας την πόρτα στην δημιουργία της πρώτης τρόικας στην Ελλάδα, η οποία τότε είχε τον τίτλο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος.
Ο Τρικούπης κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας επί 19 χρόνια, από το 1875 έως το 1894, παίρνοντας τη θέση του πρωθυπουργού επτά συνολικά φορές και κυβέρνησε τη χώρα για σχεδόν 10 χρόνια από τα 20 αυτής της περιόδου.
Επίσης ήταν ένας πολιτικός ο οποίος ηττήθηκε απο τον λαϊκισμό των πολιτικών του αντιπάλων.
Αλλα ας πάρουμε τα πράγματα απο την αρχή…
Λίγα βιογραφικά στοιχεία
Γεννήθηκε στο Ναύπλιο και καταγόταν από την ιστορική οικογένεια Τρικούπη του Μεσολογγίου και την οικογένεια Καρατζά της Κωνσταντινούπολης. Ήταν γιος του Σπυρίδωνα Τρικούπη πολιτικού, ιστορικού και επίσης πρωθυπουργού της Ελλάδας και της Αικατερίνης το γένος Μαυροκορδάτου. Ανάδοχός του ήταν ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης.
Μετά τη φοίτησή του σε γυμνάσιο της Αθήνας, όπου γυμνασιάρχης του ήταν ο Γεώργιος Γεννάδιος, σπούδασε νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου μετά τριετή φοίτηση συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι. Με το τέλος των σπουδών του χρημάτισε ιδιαίτερος γραμματέας του πατέρα του Σπυρίδωνα, που τότε ήταν πρέσβης στο Λονδίνο και ακολούθως το 1856 διορίστηκε επίσημος γραμματέας της πρεσβείας στο Λονδίνο ακολουθώντας το διπλωματικό σώμα. Το 1862 εκλέχτηκε πληρεξούσιος της Β΄ Εθνικής Συνέλευσης της ελληνικής παροικίας του Λονδίνου και αποσυρθέντος του πατέρα του ανέλαβε ως επιτετραμμένος της πρεσβείας. Αν και η διπλωματική σταδιοδρομία του υπήρξε βραχεία, εν τούτοις διακρίθηκε για την απαράμιλλη δεξιοτεχνία του, το 1863, κατά τις διαπραγματεύσεις με την αγγλική κυβέρνηση, ως πληρεξούσιος της ελληνικής κυβέρνησης, στη σχετική συνθήκη της παραχώρησης των Ιονίων νήσων από τη Μεγάλη Βρετανία στο Βασίλειο της Ελλάδος, που ήταν ο κυρίαρχος όρος αποδοχής του στέμματος του Βασιλείου από τον πρίγκιπα και μετέπειτα Βασιλέα των Ελλήνων Γεώργιο τον Α΄.
Σημειώνεται ότι το θέμα της παραχώρησης, στην πραγματικότητα εκχώρησης, των νήσων αυτών δεν ήταν τόσο απλό μετά την αντίδραση της Βασιλικής Αυλής της Δανίας, όπου η σχετική συνθήκη είχε συνομολογηθεί ερήμην της ελληνικής κυβέρνησης, συνέπεια της οποίας ήταν να ακολουθήσει δεύτερη σχετική συνθήκη με το διπλωματικό όρο "ενσωμάτωση". Επί της 2ης αυτής συνθήκης ήταν πληρεξούσιος ο Χ. Τρικούπης, του οποίου η διπλωματική καριέρα κράτησε 8 έτη (1856-1864).
Έχοντας ζήσει πολλά χρόνια της νεότητάς του στο Λονδίνο, επηρεάστηκε τόσο από την αγγλική πολιτική και τρόπο ζωής όσο και το βρετανικό φλέγμα και αυτοσυγκράτηση. Χαρακτηριστική εδώ είναι η διήγηση της αδελφής του Σοφίας για τον θάνατο της μητέρας τους, η οποία πνίγηκε στην Αίγινα: τα σπαρακτικά αναφιλητά της Σοφίας για τον χαμό της μητέρας σταμάτησαν μόνο κάτω από το βλοσυρό βλέμμα του Χαρίλαου. Το ίδιο βράδυ, μόλις βρέθηκαν μόνοι, εμβρόντητη τον άκουσε να της λέει ότι δεν περίμενε ποτέ από εκείνη παρόμοια συμπεριφορά: «Εις τοιαύτας στιγμάς δεν σκέπτεται τις περί εαυτού, αλλά περί του τι οφείλει να πράξη», της είπε.
Από τη θητεία του στο Λονδίνο υιοθέτησε το σκούρο κοστούμι αγγλικής κατασκευής, την αυστηρή μορφή και την άκαμπτη κορμοστασιά, παραμένοντας στητός και σοβαρός τόσο στα νιάτα του όσο και στο μεσουράνημά του. Οι σύγχρονοί του συμφωνούσαν ότι ως χαρακτήρας διακρινόταν για την εντιμότητά του, την ατσάλινη θέληση, την εργατικότητα και τη φιλομάθειά του. Ο Τρικούπης συνήθιζε να ξενυχτά δουλεύοντας: «Πού θα ευρεθή ένας σαν τον Τρικούπην», αναρωτιόταν ο Συγγρός, «να μην έχη ώρας ύπνου, ώρας αναπαύσεως, καλέ να μη κοιμάται σας λέω». Συστηματικός και οργανωμένος από τη φύση του, ταξινομούσε πάντα εξαντλητικά τα έγγραφά του σε φακέλους και τα φύλαγε προσεκτικά στα συρτάρια του, καθώς το γραφείο του το ήθελε καθαρό και τακτοποιημένο, χωρίς στοίβες χαρτιών.
Το 1864 παραιτήθηκε από τη διπλωματική υπηρεσία για να συμμετάσχει στις εκλογές. Το1865 εκλέχτηκε βουλευτής Μεσολογγίου και το 1866 ανέλαβε τη θέση του Υπουργού Εξωτερικών στην 3η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, αλλά στους επόμενους μήνες ήρθε σε διάσταση απόψεων με τον Κουμουνδούρο και απομακρύνθηκε από την κυβέρνηση. Για τέσσερα χρόνια πολιτεύτηκε (1868-1872) ανεξάρτητα από τα κόμματα που υπήρχαν.
Η δυναμική είσοδος στο πολιτικό προσκήνιο
Το 1872 ίδρυσε το «Πέμπτο κόμμα», στο οποίο συγκεντρώθηκαν οι πιο φιλελεύθερες και προοδευτικές προσωπικότητες της εποχής. Το 1874, μέσα σε κλίμα πολιτικής αυθαιρεσίας της τότε κυβέρνησης του Δ. Βούλγαρη, με τα περίφημα Στηλιτικά, έγραψε στην εφημερίδα "Καιροί" ένα σαρκαστικό άρθρο με τον τίτλο «Τις πταίει», που δημοσιεύτηκε στις 29 Ιουνίου του 1874, στο οποίο κατήγγειλε το πολιτικό σύστημα της εποχής, αλλά ουσιαστικά κατηγορούσε το Βασιλιά, επειδή μετά την πτώση του Δεληγεώργη, εξ αιτίας των Λαυρεωτικών, είχε χρίσει κυβέρνηση εκείνη του Βούλγαρη που ήταν μειοψηφίας
Συγκεκριμένα, το 1874 δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Καιροί» άρθρο του Χαρίλαου Τρικούπη με τίτλο «Τις πταίει». Σε αυτό ο Τρικούπης καταδεικνύει ως υπεύθυνο για την πολιτική κρίση που διέρχεται ο τόπος τον βασιλιά Γεώργιο Α΄.Ως τότε ίσχυε η λεγόμενη «θεωρία του κηπουρού»: ο Βασιλιάς μπορούσε να διορίσει πρωθυπουργό όποιον ήθελε, ακόμα και τον κηπουρό του.Η αρχή της δεδηλωμένης είναι όρος του Συνταγματικού Δικαίου και ορίζει ότι η κυβέρνηση οφείλει να έχει τη «δεδηλωμένη» εμπιστοσύνη της Βουλής.
Σύμφωνα με την αρχή αυτή η κυβέρνηση οφείλει να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, ενώ η τελευταία διατηρεί το δικαίωμά της να άρει την εμπιστοσύνη της υπό προϋποθέσεις με ψήφο δυσπιστίας ύστερα από πρόταση μομφής. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η δημοκρατική νομιμοποίηση της κυβέρνησης, η οποία συνήθως, σε αντίθεση με το Κοινοβούλιο, δεν εκλέγεται απευθείας από τον λαό, αλλά διορίζεται από τον ανώτατο άρχοντα της χώρας.
..Ενώ η πολιτική ζωή της χώρας βρισκόταν σε έκρυθμη κατάσταση, ένας πρωτοεμφανιζόμενος τότε πολιτικός άνθρωπος, ο Χαρίλαος Τρικούπης, με την αποφασιστική του στάση στάθηκε αφορμή για την αλλαγή των πολιτικών πραγμάτων. Στα πρώτα βήματα της πολιτικής του καριέρας συνειδητοποίησε πως ο τρόπος διακυβέρνησης της χώρας δεν ήταν ευεργετικός για την πρόοδο της, ούτε σύμφωνος με τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Ο Τρικούπης πίστευε πώς η λύση στην πολιτική αστάθεια που χαρακτήριζε τη χώρα ήταν η εγκαθίδρυση του κοινοβουλευτισμού με την ανάθεση σχηματισμού κυβέρνησης στα κόμματα πλειοψηφίας και την αντίστοιχη απαγόρευση αυτού του δικαιώματος σε κομματικές μειοψηφίες, ώστε να δημιουργηθούν σταθερές κυβερνήσεις πλειοψηφίας
Με το άρθρο του «Τίς πταίει»*, που δημοσιεύτηκε ανυπόγραφο στις 29 Ιουνίου 1874 στην εφημερίδα «Καιροί», ο Τρικούπης με επικριτικό ύφος αντιτίθεται στην πολιτική του βασιλιά Γεωργίου Α΄, τον οποίο κατηγορούσε για την αυθαίρετη αντικατάσταση κυβερνήσεων. Ο Τρικούπης κατέκρινε τις κυβερνήσεις μειοψηφίας, που έλαβαν την εξουσία από το 1868 και έπειτα, θεωρώντας τες προσωπικές κυβερνήσεις που δεν συγκέντρωναν την αποδοχή του λαού ούτε την εμπιστοσύνη της Βουλής, τύγχαναν όμως της βασιλικής εύνοιας. Το άρθρο αποτελεί επίσης καταγγελία των παράνομων μεθόδων που μεταχειρίζονταν οι υποψήφιοι προκειμένου να κερδίσουν τις εκλογές. Οι εκβιασμοί εις βάρος των πολιτών και οι νοθείες κατά την διεξαγωγή των εκλογών είναι μερικά από τα φαινόμενα που υπονόμευαν την εγκυρότητα και τη διαφάνεια των εκλογών. Ο Τρικούπης λοιπόν διερωτάται ποιος μπορεί να ευθύνεται για την ανώμαλη πολιτική ζωή της χώρας αν όχι η διαβλητή πολιτική του βασιλιά και καλεί το λαό σε επανάσταση έναντι στην ανελευθερία και την υποταγή στην βασιλική εξουσία.
Το άρθρο του Τρικούπη, το οποίο χαρακτήριζε τις εκλογές νόθες, αν και δεν αποτελούσε το μοναδικό δημοσιευμένο άρθρο που στιγμάτιζε την πολιτική του βασιλιά, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις καθώς, δημοσιεύτηκε μόλις τρεις μέρες μετά την λήξη των εκλογών. Εξάλλου η επαναστατική κινητοποίηση εναντίον του βασιλιά που υποδαύλιζε το άρθρο, παραβίαζε τον ποινικό νόμο. Ο Τρικούπης ανέλαβε αμέσως την ευθύνη της συγγραφής του άρθρου γεγονός που οδήγησε στην ποινική του δίωξη και την προφυλάκιση. Αποφυλακίστηκε, ωστόσο, τέσσερις μέρες αργότερα έχοντας ήδη γράψει μέσα στη φυλακή ένα δεύτερο άρθρο με το οποίο υπενθύμιζε σε λαό και πολιτικούς πως παλαιότερα ο Όθωνας ακολουθώντας τακτικές αντίθετες προς το Σύνταγμα προκάλεσε τις αντιδράσεις του λαού με αποτέλεσμα την έξωση του από την χώρα.
Μετά την αρθρογραφία του Τρικούπη, η κρίση συνεχίστηκε για αρκετούς μήνες. Τον Απρίλιο του 1875 ο βασιλιάς θέλησε να αναθέσει την πρωθυπουργία στον Ανδρέα Κουντουριώτη, πρεσβευτή της Ελλάδας στο Παρίσι. Ο Κουντουριώτης όμως αντιλήφθηκε πως δεν μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση και πρότεινε στο Γεώργιο να αναθέσει την πρωθυπουργία στον Τρικούπη, αν και δεν ήταν καν υπουργός. Η ενέργεια αυτή του βασιλιά δεν ήταν σύμφωνη με τις διακηρύξεις του Τρικούπη, όμως αυτός δέχτηκε την πρωθυπουργία που θα του έδινε τη δυνατότητα να διεξάγει αδιάβλητες εκλογές και να κερδίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών. Εξάλλου η δεδηλωμένη δεν είχε θεσπιστεί ακόμη συνταγματικά, επομένως η στάση του Τρικούπη δεν παραβίαζε το γράμμα του νόμου. Ο Τρικούπης τελικά οδήγησε τη χώρα σε εκλογές που διεξήγησαν στις 18-21 Ιουλίου.Ο δικομματισμός, η απαραίτητη αυτή προϋπόθεση της ομαλής λειτουργίας του βρετανικού κοινοβουλευτισμού, που τόσο θαύμαζε ο Τρικούπης, αρχίζει σταδιακά να εδραιώνεται και στην Ελλάδα. Κύριος αντίπαλός του τώρα ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, ο πρώτος πολιτικός της παλιάς γενιάς με κοινοβουλευτική συνείδηση.
Ο Χ. Τρικούπης μετά το πρώτο του εκείνο άρθρο δημοσίευσε και δεύτερο στις 9 Ιουλίου του 1874 με τον τίτλο "Παρελθόν και Ενεστώς", με το οποίο έθετε ως δόγμα της Βουλής τη "δεδηλωμένη" (εμπιστοσύνη) της Βουλής, που αργότερα και καθιερώθηκε ως "αρχή της δεδηλωμένης". Για το τόλμημα όμως των άρθρων του αυτών, αν και το πρώτο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ακαδημαϊκή διάλεξη, στρεφόμενη όμως κατά του «ανεύθυνου» κατά το Σύνταγμα Βασιλέως συνελήφθη ο εκδότης της εφημερίδας Π. Κανελλίδης θεωρούμενος ως ο συντάκτης. Κατά την ανάκριση απροσδόκητα αποκαλύφθηκε ότι πραγματικός συντάκτης ήταν ο Χ. Τρικούπης, που παρουσιάστηκε αυθόρμητα και ανέλαβε την ευθύνη των ανυπόγραφων άρθρων του. Έτσι, αναγκάστηκε η Δικαιοσύνη να προφυλακίσει τον Τρικούπη με μόνο τέσσερις ημέρες φυλάκιση, πλην όμως αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση και τελικά αθωώθηκε με βούλευμα.
Παρά ταύτα λίγους μήνες μετά, τον Απρίλιο του 1875, πήρε εντολή από το Βασιλιά να σχηματίσει κυβέρνηση, την Κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη 1875, διαλύοντας τη Βουλή και τη διενέργεια στη συνέχεια εκλογών. Παρέμεινε έτσι στην εξουσία για 5,5 περίπου μήνες, μέχρι τις 15 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, όπου κατά τις εκλογές που διεξάχθηκαν, διατηρώντας και αυτός μειοψηφία αναγκάστηκε σε παραίτηση υπέρ του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, που είχε πλειοψηφήσει.
Όταν έπεσε η κυβέρνηση Κουμουνδούρου, που αντικατέστησε την Κυβέρνηση Κανάρη, ο Τρικούπης έφτιαξε μια κυβέρνηση, την Κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη 1878 (που την αποκάλεσαν Υπουργείον Τρικούπη-Ζαΐμη), η οποία δεν μπόρεσε να βρει υποστήριξη στη Βουλή και έπεσε πέντε ημέρες μετά το σχηματισμό της.
Το 1879 κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές του 1879, το Μάρτιο σχημάτισε την Κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη 1880, αλλά τον Οκτώβριο του ίδιου έτους η κυβέρνηση παραιτήθηκε.
Tον Μάρτιο του 1882 επανήλθε στην πρωθυπουργία με την Κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη 1882, η οποία παρέμεινε μέχρι το 1885. Η κυβέρνηση λόγω του διογκούμενου χρέους αποφάσισε να επιβάλλει δασμούς και νέους φόρους (επί του οινοπνεύματος και ζύθου, περί καπνού, περί σιγαροχάρτου, περί πετρελαίου, περί πυρείων (σπίρτα), περί παιγνιοχάρτων) και αύξηση των φόρων κατά 12%. Επιπλέον προχώρησε σε υποτίμηση του νομίσματος κατά 15-20%, εισήγαγε δε τη δραχμή στην Λατινική Ένωση το Νοέμβριο του 1882 (Γαλλία, Ελλάδα, Ρουμανία, Ιταλία και Ελβετία) με την οποία καθιερωνόταν ως νομισματική μονάδα το γαλλικό φράγκο αντί της παλαιάς δραχμής.
Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της χώρας από την κυβέρνηση Τρικούπη, πέθανε ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος.
Στις 5 Φεβρουαρίου 1885 έχασε τη στήριξη της Βουλής, αλλά ο Δηλιγιάννης που πήρε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης δεν μπόρεσε να σχηματίσει κυβέρνηση και στις 11 Φεβρουαρίου ο Τρικούπης κέρδισε ξανά ψήφο εμπιστοσύνης στη βουλή. Η βουλή διαλύθηκε με βασιλικό διάταγμα και έγιναν οι εκλογές του 1885 στις οποίες έχασε η κυβέρνηση Τρικούπη η οποία παραιτήθηκε στις 11 Απριλίου.
Στις 19 Απριλίου 1885 ανέλαβε η Κυβέρνηση Θεόδωρου Δηλιγιάννη 1885.
Δέον είναι να αναφερθεί το επεισόδιο Νίκολσον που έλαβε χώρα τον Ιανουάριο 1885, που εξευτέλισε την ελληνική κυβέρνηση και την οδήγησε σε εκλογές. Αποκλειστικά ευθυνόμενος ήταν ο κ Χαρίλαος Τρικούπης, πρωθυπουργός την ίδια περίοδο.
Ο Νίκολσον, λοιπόν, ήταν ο Βρετανός προσωρινός επιτετραμένος της Αγγλίας στην Αθήνα. Ένα πρωινό, στις 4 Ιανουαρίου του 1885αποφάσισε να ανέβει με τη γυναίκα του για περίπατο στο λόφο του Λυκαβηττού. Πλησιάζοντας την κορυφή, το ζεύγος συνάντησε τρεις χωροφύλακες που με φωνές και νοήματα δεν τους άφηναν να προχωρήσουν παραπέρα.
Στην πραγματικότητα, οι χωροφύλακες τους έλεγαν να ακολουθήσουν ένα διαφορετικό μονοπάτι καθώς απαγορευόταν να περάσουν από το σημείο εκείνο επειδή είχε γίνει πρόσφατα η δενδροφύτευση του. Αλλά ο Νίκολσον και η γυναίκα του δεν κατάλαβαν λέξη, καθώς δεν μιλούσαν σχεδόν καθόλου ελληνικά. Οπότε απλά αγνόησαν τους θορυβώδεις χωροφύλακες και συνέχισαν το μονοπάτι που είχαν ήδη πάρει.
Τότε, σύμφωνα πάντα με την επίσημη έκθεση του Βρετανού διπλωμάτη προς την ελληνική κυβέρνηση, ο ένας από τους τρεις χωροφύλακες τον απώθησε βίαια, τον χτύπησε με το ραβδί του τρεις φορές και στη συνέχεια, όταν ο Νίκολσον έτρεξε προς την κεντρική οδό, του πέταξε και πέτρες.
Ο Νίκολσον, λοιπόν, μετά από το περίεργο αυτό επεισόδιο αποφάσισε να παρακάμψει τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών και να απευθυνθεί κατευθείαν στον Πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη, παραβιάζοντας έτσι το διπλωματικό πρωτόκολλο. Ζήτησε την παραδειγματική τιμωρία του χωροφύλακα και ο Τρικούπης τον διαβεβαίωσε ότι θα τον ικανοποιούσε άμεσα. Πράγματι, πραγματοποιήθηκε αμέσως η σχετική έρευνα και προέκυψε ότι ο χωροφύλακας αυτός ήταν ο Λουκάς Καλπούζος, ο οποίος, αφότου τον αναγνώρισε και ο ίδιος ο Νίκολσον, συνελήφθη.
Παρόλα αυτά, δεν απολύθηκε παρά μια μέρα αργότερα. Παρομοίως, μέλη της κυβέρνησης, υπό τον Τρικούπη μετέβησαν με καθυστέρηση στην οικία του Άγγλου διπλωμάτη για να εκφράσουν επισήμως την συμπάθεια τους. Στη συνέχεια, ο Τρικούπης στην επίσκεψη αυτή παρέθεσε τα γεγονότα και την κατάθεση Καλπούζου με έναν τρόπο που αναιρούσε πλήρως τα λεγόμενα του Νίκολσον.
Ο τελευταίος προσβλήθηκε και απαίτησε η διαταγή της αποπομπής Καλπούζου να διαβαστεί μπροστά σε γενικό προσκλητήριο της Χωροφυλακής Αττικής από τον διοικητή της ταγματάρχη Στεφάνου. Στην διαταγή αποπομπής που είχε συνταχθεί, όμως ,από τον ίδιο τον Τρικούπη με την ιδιότητα του υπουργού στρατιωτικών, εμμέσως καταλογιζόταν μέρος της ευθύνης για το ατυχές συμβάν και στον Νίκολσον.
Ο τελευταίος αποφάσισε πλέον ότι μάλλον ούτε η ελληνική κυβέρνηση διατίθεται να τον ικανοποιήσει και απείλησε ότι με το θέμα θα ασχοληθεί δυναμικά πλέον η Αγγλία –αν και από την σωζόμενη αλληλογραφία του Foreign Office δεν προκύπτει κάτι τέτοιο.
Μετά τις απειλές αυτές, ο Βρετανός διπλωμάτης απαίτησε την παρουσία ολόκληρου του σώματος Χωροφυλακής “παρατεταγμένου εν μεγάλη στολή” στην Πλατεία Συντάγματος όπου θα παρουσίαζε όπλα και θα παιάνιζε τον Αγγλικό Εθνικό ύμνο ενώπιον του.
Ο Τρικούπης, παρά το γεγονός πως ο Καλπούζος είχε ήδη απολυθεί, έσπευσε να ικανοποιήσει το αίτημα αυτό. Στις 7 Ιανουαρίου, λοιπόν, δύο ενωμοτίες πεζών και έφιππων χωροφυλάκων υπό τον διοικητή τους ταγματάρχη Στεφάνου έλαβαν μέρος στην τελετή αυτή, η οποία και αποτέλεσε τον μεγαλύτερο εξευτελισμό της Ελληνικής Χωροφυλακής στην σύγχρονη Ιστορία της.
Ο Τρικούπης στο κοινοβούλιο έσπευσε να χαρακτηρίσει την χορηγηθείσα ικανοποίηση ως “υπερβολική” για την περίπτωση και ζήτησε να σταματήσει η σχετική συζήτηση καθώς βλάπτονταν τα εθνικά συμφέροντα. Οι διαθέσεις της κοινής γνώμης και του Τύπου, πάντως, παλινδρομούσαν ανάμεσα στην συγκρατημένη δυσαρέσκεια και την ασυγκράτητη έκρηξη οργής.
Το επεισόδιο Νίκολσον δεν είχε σημαντική επιρροή στις πολιτικές εξελίξεις, καθώς γνωστή είναι και η ροπή του Τρικούπη προς την Αγγλία, αλλά δείχνει σε ποιο σημείο ήταν έτοιμο να φτάσει το νεοσύστατό τότε ελληνικό κράτος προκειμένου να μην χάσει την εύνοια των ξένων δυνάμεων.
Επανήλθε το 1886 με την Κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη 1886. Ένα χρόνο αργότερα κέρδισε τις εκλογές του 1887, αλλά έχασε εκείνες του1890, οπότε και έπεσε η κυβέρνησή του.
Ανέλαβε πάλι την πρωθυπουργία στην Κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη 1892. Στην τελευταία περίοδο της πρωθυπουργίας του (Κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη 1893-1895) η Ελλάδα πτώχευσε και σταμάτησε μονομερώς να αποπληρώνει δάνεια που είχε λάβει από το εξωτερικό.
Το «δυστηχώς επτωχεύσαμεν»
Στον Τρικούπη αποδίδεται η φράση "δυστυχώς επτωχεύσαμεν" ενώπιον της Βουλής, την οποία, όμως ουδέποτε διετύπωσε, όπως αποδεικνύεται από την ανάγνωση των πρακτικών της Βουλής. Πέραν αυτού, από μελέτη των στοιχείων εκτιμάται ότι η πτώχευση θα είχε αποφευχθεί, αν ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ αποδεχόταν τους χειρισμούς του Χαριλάου Τρικούπη για τη σύναψη νέου δανείου για την αντιμετώπιση του χρέους.
Όνειρο του Τρικούπη ήταν να εκσυγχρονίσει την Ελλάδα. Να τη μετατρέψει από μία αγροτική επαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας σε ένα σύγχρονο, ευρωπαϊκό κράτος. Για ένα διάστημα φάνηκε ότι θα τα κατάφερνε. Ξεκίνησε σημαντικά, μεγαλεπήβολα δημόσια έργα και έκανε ριζικές μεταρρυθμίσεις. Αποξήρανε τη λίμνη Κωπαΐδα, δημιούργησε σιδηροδρομικό δίκτυο, κατασκεύασε τη διώρυγα της Κορίνθου, αναδιοργάνωσε την αστυνομία και τη Σχολή Ευελπίδων. Δυστυχώς όμως, η ελληνική οικονομία δεν μπορούσε να αντέξει τα φαραωνικά έργα. Ο Τρικούπης χρηματοδότησε τις κατασκευές με συνεχόμενα δάνεια από το εξωτερικό, τα οποία η χώρα δεν μπορούσε να αποπληρώσει, καθώς παράλληλα ξέσπασε και η σταφιδική κρίση, που έπληξε καίρια την οικονομία. Το 1892 επέβαλε βαριά φορολογία και μέτρα λιτότητας, αλλά η αντίδραση του κόσμου ήταν βαθύτατα αρνητική. Από εκσυγχρονιστής για τους αντιπάλους του και μερίδα της κοινής γνώμης έγινε «φορομπήχτης».
Αν και θεωρείται πως η φράση λέχθηκε από το βήμα της Βουλής, αμφισβητείται πως χρησιμοποιήθηκε από τον Τρικούπη στην ομιλία του, καθώς από τα πρακτικά της Βουλής δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Διάφορες άλλες μαρτυρίες, (όπως η μαρτυρία του Ανδρέα Συγγρού στα Απομνημονεύματά του, που αναφέρει πως άκουσε εκείνη την μέρα τον Τρικούπη να προφέρει την φράση στην ομιλία του), αναφέρουν πως η φράση ελέχθη κανονικά από αυτόν, αλλά χωρίς να είναι ξεκάθαρο αν ειπώθηκε στη Βουλή ή εκτός αυτής.
Στη πραγματικότητα η φράση αυτή λέχθηκε από τον Χ. Τρικούπη την παραπάνω ημερομηνία από του βήματος της Βουλής (Παλαιά Βουλή), όχι όμως απευθυνόμενος προς το Σώμα της Βουλής ως επίσημη διακήρυξη, αλλά "εν τη ρύμη του λόγου" του, αναφέροντας "εν παρόδω" στις αναγκαίες προς τους δανειστές διαπραγματεύσεις, που πίεζαν απροκάλυπτα τον οικονομικό έλεγχο της Ελλάδας, "ότι πρέπει να λαλήσωμεν προς αυτούς επτωχεύσαμεν δυστυχώς κ.λπ.
Η αντιπολίτευση όμως εκμεταλλευόμενη κομματικά τη φράση αυτή παράστησε τον πρωθυπουργό να κηρύσσει με αυτήν επίσημα από του βήματος της Βουλής τη χρεωκοπία της Ελλάδας. Τη θέση αυτή υιοθέτησαν και όλα σχεδόν τα έντυπα της εποχής σε σημείο που να δημιουργήσουν ακόμα και απαγοητευτική εντύπωση στους οπαδούς του Χ. Τρικούπη. Η προπαγάνδα αυτή το πόσο ευνόησε υπέρμετρα την τότε αντιπολίτευση διαφαίνεται από τον ειρωνικό σκωπτικό χαρακτήρα που αποδόθηκε σ΄ αυτήν και που χρησιμοποιήθηκε ομοίως μυριάδες φορές με συνέπεια να παραμείνει ιστορική μέχρι σήμερα.
Ο Τρικούπης προσπάθησε να σώσει τη χώρα από τη δημοσιονομική κατάρρευση χωρίς να υπονομευτεί η αναπτυξιακή της πορεία, γνωρίζοντας ωστόσο ότι όλες οι μεταρρυθμίσεις του χρηματοδοτούνταν από τα δάνεια της περιόδου 1880-1890. Ο πρωθυπουργός κυνήγησε την αναχρηματοδότηση των παλιότερων δανείων ζητώντας νέο δανεισμό από την Αγγλία, με το πακέτο να είναι αποφασιστικής σημασίας για την εκτέλεση του προϋπολογισμού της χρονιάς του 1893, αν και συνάντησε σθεναρή αντίδραση τόσο από την αντιπολίτευση του Δηλιγιάννη και τον Τύπο όσο και από γαλλικά αλλά και ελληνικά συμφέροντα. Όσο για τους όρους που έθεταν οι δανειστές, παραήταν σκληροί, καθώς η αξιοπιστία της Ελλάδας είχε βληθεί εξαιτίας των συσσωρευμένων χρεών αλλά και της αρνητικής πορείας των ομολόγων των προηγούμενων δανείων (οι δυσβάσταχτοι τόκοι των δανείων έφταναν πια στο 30% της συνολικής τους αξίας).
Η κυβέρνηση Τρικούπη παραιτήθηκε αμέσως μετά την ανακοίνωση της πτώχευσης, ενώ στις εκλογές του 1895 το κόμμα του συνετρίβη και ο ίδιος δεν εκλέχθηκε καν βουλευτής στο Μεσολόγγι όπου έβαζε υποψηφιότητα, χάνοντας την έδρα για τέσσερις ψήφους από τον Γουλιμή. Τότε διατύπωσε τη γνωστή ρήση: «Ανθ' ημών Γουλιμής... Καληνύχτα σας!». Στη συνέχεια αναχώρησε για ένα ταξίδι στην Ευρώπη.
Αποσύρθηκε στις Κάννες όπου και πέθανε στις 30 Μαρτίου του 1896, ενώ λίγο πριν από το θάνατό του ήταν εν αγνοία του υποψήφιος στις αναπληρωματικές εκλογές όπου και εξελέγη πανηγυρικά.
Είχε εντωμεταξύ οργώσει όλη την Ευρώπη, περνώντας από Βενετία, Μόναχο, Βερολίνο, Δρέσδη, Στοκχόλμη, Πράγα, Βιέννη, Βουδαπέστη, Σαράγεβο, Φλωρεντία, Ριβιέρα και Νίκαια. Αν και ήταν στο γαλλικό θέρετρο που θα άφηνε την τελευταία του πνοή στις 30 Μαρτίου 1896. Όχι ότι γλίτωσε από τις ελλαδικές περιπέτειες, καθώς ο ορκισμένος πολιτικός του εχθρός Δηλιγιάννης αρνήθηκε να στείλει πολεμικό σκάφος να παραλάβει τη σορό του ισχυριζόμενος πως τα πλοία του στόλου δεν προορίζονται για τη μεταφορά νεκρών!
Η σορός του έφτασε τελικά στον Πειραιά στις 9 Απριλίου με τη μεσολάβηση των φίλων του, όπως ο Ανδρέας Συγγρός, που κάλυψαν τα έξοδα της μεταφοράς της στην Ελλάδα, και εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στον ναό της Ζωοδόχου Πηγής. Ενταφιάστηκε χωρίς επισημότητες, όπως το ήθελε εξάλλου, στον οικογενειακό τάφο στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, με ένα πρωτόγνωρο πλήθος κόσμου να σπεύδει για το ύστατο χαίρε.
Τα τελευταία 13 χρόνια της ζωής του τα έζησε σε νοικιασμένο σπίτι στο κέντρο της Αθήνας, καθώς την περιουσία που του είχε αφήσει ο πατέρας του είχε αναγκαστεί να την εκποιήσει σταδιακά, πεθαίνοντας τελικά φτωχός. Απορροφημένος από την πολιτική, δεν παντρεύτηκε ποτέ, αν και ερωτεύτηκε παράφορα στη δεκαετία του 1880 την 25χρονη βαρόνη φον Τράουτενμπεργκ, σύζυγο του αυστριακού πρεσβευτή στην Ελλάδα, με τον πλατωνικό πιθανότατα δεσμό να τον συνοδεύει ως τον θάνατό του. Όλα του τα χρόνια τα πέρασε πλάι στην αδελφή του Σοφία.
Το έργο του
Τον Οκτώβριο του 1867 ως υπουργός Εξωτερικών υπέγραψε σύμφωνο αμυντικής συνεργασίας με τον ηγεμόνα Μιχαήλ της Σερβίας.
Το Μάρτιο του 1880 με πρότασή του καταργήθηκε ο φόρος της δεκάτης στα δημητριακά προϊόντα και αντικαταστάθηκε με το φόρο επί των αροτριώντων κτηνών. Επίσης μείωσε τη στρατιωτική θητεία σε ένα έτος αντί τριών που ήταν μέχρι τότε.
Με την κυβέρνηση που συγκρότησε το Μάρτιο του 1882 αναδιοργάνωσε την αστυνομία, την αγροφυλακή και τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Θέσπισε νόμους για προσόντα, μονιμότητα και προαγωγή δημοσίων υπαλλήλων. Αποφάσισε την αποξήρανση της λίμνης Κωπαΐδας και τη δημιουργία σιδηροδρομικού δικτύου. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ το 1882 υπήρχαν σε λειτουργία μόνο 9 περίπου χιλιόμετρα σιδηροδρομικής γραμμής που συνέδεαν την Αθήνα (Θησείο) με το επίνειό της, τον Πειραιά, το 1893 λειτουργούσαν 914 χιλιόμετρα σιδηροδρομικών γραμμών και άλλα 490 ήταν υπό κατασκευή. Για τη χρηματοδότηση των έργων πήρε δύο μεγάλα δάνεια και επέβαλε φορολογία στον καπνό και το κρασί. Η διάνοιξη της Διώρυγας της Κορίνθου επετεύχθη χάρη στον Τρικούπη, ο οποίος και την εγκαινίασε το 1893. Επίσης έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην ανάπτυξη της παιδείας.
Στην επόμενη διακυβέρνησή του (1886-1890) μείωσε τον αριθμό των βουλευτών από 240 σε 150 (το κατώτατο όριο που προέβλεπε τότε το Σύνταγμα) και επίσης ενίσχυσε το Βασιλικό Ναυτικό με παραγγελία τριών μεγάλων πλοίων, των θωρηκτών Ύδρα, Σπέτσαι καιΨαρά, για τη χρηματοδότηση των οποίων αναγκάστηκε να πάρει και άλλο ένα δάνειο. Επέβαλε και φόρο επί των οικοδομών.
Ο Χαρίλαος Τρικούπης επιδίωξε έναν ιδιαίτερα αισιόδοξο εκσυγχρονισμό, ο οποίος παρουσίασε πάντως προβλήματα, καθώς οι αλλαγές δε βρήκαν πρόσφορο έδαφος λόγω της προβληματικής ελληνικής οικονομίας και του συντηρητικού πνεύματος της εποχής. Χαρακτηριστικός πολιτικάντης αντίπαλος στην εποχή του ήταν ο Τσελεπίτσαρης που διοργάνωνε πορείες με συνθήματα εναντίον του Τρικούπη.
Χαρακτηριστικό της προοδευτικότητάς του είναι το παράτολμο, για την εποχή του, όραμά του για τη ζεύξη του στενού Ρίου-Αντιρρίου, ιδέα που υλοποιήθηκε πάνω από έναν αιώνα αργότερα, το 2004, με την κατασκευή της Γέφυρας Ρίου-Αντιρρίου, στην οποία δόθηκε το όνομά του στις 25 Μαΐου 2007.
Γενικότερα, η δράση του Χαριλάου Τρικούπη στην Ελλάδα θεωρείται από τις πιο καθοριστικές για τη μετάβαση της χώρας στον 20ό αιώνα. Το έργο του προκάλεσε πολλές φορές διχογνωμίες και αντιδράσεις την εποχή εκείνη, όμως τα αποτελέσματά του σε πολλές περιπτώσεις είναι ορατά ακόμα και στη μεταγενέστερη και σύγχρονη Ελλάδα.
Συνοψίζοντας, ο Χαρίλαος Τρικούπης υλοποίησε πολλά έργα στη χώρα με στόχο τον εκσυγχρονισμό της και γι' αυτό αποτελεί αναμφίβολα έναν από τους μεγαλύτερους πολιτικούς που πέρασαν από αυτήν.
Ο αιώνιος αντίπαλος
Γόνος σημαντικής Πελοποννησιακής πολιτικής οικογένειας προκρίτων και αρχόντων, ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης ήταν γιος του Πανάγου Δεληγιάννη, επαναστάτη του '21 και στη συνέχεια έπαρχου Ηλείας και διοικητή Κορίνθου, και εγγονός του Ιωάννη Δεληγιάννη, Μωρογιάννη (κοτζαμπάση όλου του Μωριά) επί Τουρκοκρατίας. Αδελφός του ήταν ο ανώτατος δικαστικός και πρόεδρος του Αρείου Πάγου Νικόλαος Δηλιγιάννης.
Ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης αποφοίτησε με Άριστα από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1843, αλλά δεν τον ενδιέφερε η ενασχόληση με τη δικηγορία, και έτσι αμέσως μετά την αποφοίτησή του διορίστηκε στο υπουργείο Εσωτερικών, του οποίου ανέβηκε πολύ γρήγορα την ιεραρχία, εν μέρει λόγω και του ονόματός του. Διετέλεσε ιδιαίτερος γραμματέας του υπουργού, διευθυντής Προσωπικού, γενικός επιθεωρητής Νομαρχιών και τελικά το 1859, σε ηλικία μόλις 35 ετών, έγινε γενικός γραμματέας του υπουργείου Εσωτερικών.
Έγινε πληρεξούσιος της Β΄ Εθνοσυνέλευσης το 1862, και την ίδια χρονιά βουλευτής, ενώ το 1863 υπουργός Εξωτερικών. Χρημάτισε επίσης υπουργός Οικονομικών, Εσωτερικών, Εκκλησιαστικών (1877 και 1878) σε διάφορες κυβερνήσεις. Το 1883 αναδείχθηκε αρχηγός του Εθνικού Κόμματος και το 1885 χρίσθηκε για πρώτη φορά Πρωθυπουργός, αξίωμα στο οποίο ανήλθε άλλες τέσσερις φορές. Διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας τα διαστήματα 1885-1886, 1890-1892,1895-1897 και 1902-1903.
Ως πολιτικός, υπήρξε ο μεγάλος αντίπαλος του Χαρίλαου Τρικούπη. Οι δύο πολιτικοί κυριάρχησαν στην ελληνική πολιτική σκηνή κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, με τον Τρικούπη να ενσαρκώνει τον εκσυγχρονισμό των δομών της ελληνικής κοινωνίας και τον Δηλιγιάννη να μετατρέπεται στον συντηρητικό εκφραστή της λαϊκής δυσαρέσκειας, των κρατικοδίαιτων στρωμάτων αλλά και της διευρυμένης δημοσιοϋπαλληλίας που πληττόταν από τα μέτρα του μεταρρυθμιστή Μεσολογγίτη.
H πρόταση του Δηλιγιάννη σε σχέση με τα οικονομικά θέματα του κράτους ακολουθεί ένα διαφορετικό πολιτικοοικονομικό μοντέλο από του Τρικούπη και στηρίζεται στη γερμανική εμπειρία, αποδίδοντας στο κράτος πρωταγωνιστικό ρόλο όχι μόνο στο πεδίο της πολιτικής αλλά και σε αυτό της οικονομίας. H πολιτική αυτή πρόταση συνοδεύτηκε από την υιοθέτηση μιας σκληρής καταγγελτικής αντιπολιτευτικής τακτικής με συνθήματα όπως «κάτω οι φόροι». Συνακόλουθα, η εναλλακτική οικονομική πρόταση του Δηλιγιάννη περιοριζόταν στην επίμονη άρνηση των αλλαγών που επέφερε η τρικουπική πολιτική. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα μόνα ουσιαστικά μέτρα που εφάρμοσε ως πρωθυπουργός ήταν η κατάργηση των φορολογικών νομοσχεδίων της τρικουπικής περιόδου!
Ο Δηλιγιάννης ασκούσε μεγάλη επιρροή στα παραδοσιακά αγροτικά στρώματα της υπαίθρου, που απέκτησαν μετά τη Μεταρρύθμιση του 1871 τη νοοτροπία του μικροϊδιοκτήτη. Το λεγόμενο «αντιπλουτοκρατικό πρόγραμμα» του Δηλιγιάννη δεν εξέφραζε παρά τους φόβους και τη δυσαρέσκεια όσων υπέστησαν τις συνέπειες των εκσυγχρονιστικών αντιλήψεων του Tρικούπη. Τις αλλαγές αυτές είναι που πολέμησε με σθένος ο Δηλιγιάννης, στον λόγο του οποίου κυριαρχούν τα συνθήματα ενάντια στην επιβολή νέων φόρων. Tα συνθήματα αυτά, καθώς και η πολεμική του ρητορεία στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής, τον κατέστησαν εξαιρετικά δημοφιλή, αν και ως πρωθυπουργός αποδείχθηκε κομματάκι άβουλος στη διαχείριση των εθνικών κρίσεων.
Επί πρωθυπουργίας του διοργανώθηκαν πάντως οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες της σύγχρονης εποχής (1896), την ίδια ώρα βέβαια που οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονταν στο χειρότερο δυνατό σημείο, τόσο λόγω του Κρητικού όσο και του Μακεδονικού Ζητήματος.
Ως πρωθυπουργός, δημιούργησε ένα κλίμα προσδοκίας για εισβολή στην Τουρκία, που εκείνη την εποχή κατέρρεε ως αυτοκρατορία και επέκταση των ελληνικών συνόρων προς την Μακεδονία (τότε έφταναν μέχρι την Θεσσαλία). Πρώτη συνέπεια των πράξεών του ήταν ο ναυτικός αποκλεισμός της Ελλάδας από τους συμμάχους. Όταν στην συνέχεια ξεκίνησε εξωτερικό δανεισμό για να αντεπεξέλθει στην δυσμενή οικονομική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η Ελλάδα, ο βασιλιάς με άκομψο τρόπο τον έπαυσε και ανέλαβε και πάλι ο Τρικούπης. Τα συσσωρευμένα χρέη ήταν τόσα που το 1893 η Ελλάδα πτώχευσε, με τον Τρικούπη και τον Δηλιγιάννη να κατηγορούν ο ένας τον άλλο.
Η Ελλάδα ενεπλάκη τελικά σε πόλεμο με τους Τούρκους τον Απρίλιο του 1897 ο οποίος όμως είχε κριθεί πριν να αρχίσει. Η Ελλάδα, αναγκάστηκε να δανειστεί για να πληρώσει πολεμικές αποζημιώσεις στην Τουρκία και για γίνει αποδεκτός ο δανεισμός συμφώνησε με τους δανειστές στην αποπληρωμή των χρεών που το 1893 σταμάτησε να εξυπηρετεί με την τότε πτώχευση και στο μηχανισμό του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου που κράτησε για 81 χρόνια, μέχρι το 1978.
Ο Δηλιγιάννης πράγματι ήταν αντιπαθής τόσο στην οικονομική ελίτ, όσο και στην (πολύ μικρή αριθμητικά τότε) εργατική τάξη. Κυρίως ήταν εκφραστής μιας ετερόκλητης συμμαχίας των κρατικών υπαλλήλων (στην πλειοψηφία τους Πελοποννήσιοι) με διάφορα μικροαστικά και μεσαία στρώματα αγροτών, αυτο-απασχολούμενων και μικροεμπόρων. Ο Δηλιγιάννης χρεώνεται σε μεγάλο βαθμό τον «ατυχή πόλεμο» του 1897 και τα επακόλουθά του, αλλά δεν πρέπει να παραγνωρίζονται οι προσπάθειές του στον τομέα της κοινωνικής νομοθεσίας και της προστασίας των οικονομικά ασθενέστερων πολιτών.
Η δολοφονία του Θεόδωρου Δηλιγιάννη από πρώην λεσχηάρχη και χαρτόμουτρο στα σκαλοπάτια της Βουλής προσυπέγραψε ίσως γλαφυρά ένα από τα δραματικότερα γεγονότα της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ιστορίας: 64 χρόνια μετά την τραγική δολοφονία του Ιωάννη Καποδιστρία στο Ναύπλιο, ο πρωθυπουργός της χώρας έπεφτε και πάλι νεκρός.
Ήταν στις 5:00 το απόγευμα της 31ης Μαΐου 1905 όταν ο πρωθυπουργός Θεόδωρος Δηλιγιάννης, επιβαίνοντας στην άμαξά του με μαύρη ρεντιγκότα και γκρίζο ημίψηλο καπέλο, καταφτάνει στο Βουλευτήριο για να παραστεί στη συνεδρίαση. Τον συνόδευε μόνο ο πιστός ακόλουθός του Γιάννης Πάνου. Η άμαξα στάθμευσε, ο Δηλιγιάννης κατέβηκε και είδε στο προαύλιο της Βουλής μια χούφτα ατόμων, πλάι στους στρατιώτες της φρουράς.
Τίποτα το περίεργο δηλαδή, αν και μόλις επιχείρησε να ανεβεί τα σκαλιά του κοινοβουλίου συνέβη το μοιραίο: ένας άγνωστος κακοντυμένος άντρας τον πλησίασε κάνοντας πως ήθελε να του παραδώσει κάτι. Ο Δηλιγιάννης είχε πάντα επαφή με τον λαό και ήταν συνηθισμένος σε τέτοιες εκδηλώσεις με τον κόσμο, κι έτσι στράφηκε αμέριμνος προς το μέρος του. Εκείνος έβγαλε με μια αστραπιαία κίνηση το δίκοπο μαχαίρι του και το κάρφωσε στην κοιλιά του πρωθυπουργού.
Ένας πολίτης και οι φρουροί της Βουλής συνέλαβαν αμέσως τον δράστη, ενώ ο σοβαρά τραυματισμένος πρωθυπουργός μεταφέρθηκε στο Ιατρείο της Βουλής για τις πρώτες βοήθειες, ήταν όμως αργά. Εκεί άφησε την τελευταία του πνοή και λίγο αργότερα ο Πρόεδρος της Βουλής ανακοίνωνε στους βουλευτές τη δολοφονία του πρωθυπουργού. Η σορός του Δηλιγιάννη εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα σε αίθουσα της Βουλής.
Γιατί σκότωσε όμως ο Αντώνιος Γερακάρης, που όλοι τον ήξεραν ως «Κωσταγερακάρη», τον πρωθυπουργό της χώρας; Γιατί δηλαδή ένας μπράβος, «κράχτης», μανιώδης χαρτοπαίκτης και πρώην ιδιοκτήτης λέσχης να αφαιρέσει τη ζωή του πρώτου τη τάξει κοινοβουλευτικού άντρα; Επειδή ο συντηρητικός Δηλιγιάννης πρωτοστατούσε, ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, στον αγώνα για τον περιορισμό της χαρτοπαιξίας, παίρνοντας μια σειρά από αυστηρά περιοριστικά μέτρα που αφορούσαν στη λειτουργία των λεσχών. Λίγο πρωτύτερα μάλιστα, την άνοιξη του 1905, είχε ζητήσει από τις αστυνομικές διευθύνσεις της χώρας να εφαρμόσουν τα σκληρά διατάγματά του, που προέβλεπαν τώρα το οριστικό κλείσιμο των λεσχών. Ο Κωσταγερακάρης, μπράβος και θυρωρός σε χαρτοπαικτική λέσχη, είχε χάσει τη δουλειά του όταν η κυβέρνηση έκλεισε τη λέσχη που εργαζόταν.
Το πλήθος πήγε να λιντσάρει τον φονιά, καταφέροντάς του χτυπήματα με τις γροθιές και τα μπαστούνια τους, και από την οργή του κόσμου τον έσωσε ένας λοχίας της Φρουράς, που τον μετέφερε βαριά πληγωμένο στο υπόγειο της Βουλής. Εκεί ο επικεφαλής της Φρουράς πληροφορήθηκε το όνομα του δράστη και την ιδιότητά του: λεσχηάρχης και χαρτοπαίκτης. «Τι έκανες μωρέ», του είπε. «Έκλεισε τα χαρτοπαίγνια και εψόφησα από την πείνα», ψέλλισε ο δολοφόνος και ξεψύχησε.
Ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης κηδεύτηκε με μεγάλες τιμές, ενώ η καρδιά του φυλάσσεται στον Ναό των Αγίων Ταξιαρχών στη γενέτειρά του, τα Λαγκάδια. Ο ανδριάντας του στήθηκε στην είσοδο της Παλαιάς Βουλής για να τιμήσει έναν άντρα απόλυτα προσηλωμένο στον κοινοβουλευτισμό.
http://istorikatekmiria.blogspot.gr/?wref=bif
Ο Χαρίλαος Τρικούπης ανέκαθεν μου δημιουργούσε ανάμικτα συναισθήματα Ένας πολιτικός που ξεκίνησε αρκετά ριζοσπαστικά με ένα κείμενό του σε μια εφημερίδα, το οποίο θα μπορούσε να ήταν μοιραίο για την πολιτική του καριέρα, ως πολιτικός πραγματοποίησε τομές στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας και δυστηχώς, έφτασε στο σημείο να κηρύξει απο το βήμα της Βουλής αδυναμία αποπληρωμής των χρεών του ελληνικού δημοσίου προς τους δανειστές ανοίγοντας την πόρτα στην δημιουργία της πρώτης τρόικας στην Ελλάδα, η οποία τότε είχε τον τίτλο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος.
Ο Τρικούπης κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας επί 19 χρόνια, από το 1875 έως το 1894, παίρνοντας τη θέση του πρωθυπουργού επτά συνολικά φορές και κυβέρνησε τη χώρα για σχεδόν 10 χρόνια από τα 20 αυτής της περιόδου.
Επίσης ήταν ένας πολιτικός ο οποίος ηττήθηκε απο τον λαϊκισμό των πολιτικών του αντιπάλων.
Αλλα ας πάρουμε τα πράγματα απο την αρχή…
Λίγα βιογραφικά στοιχεία
Γεννήθηκε στο Ναύπλιο και καταγόταν από την ιστορική οικογένεια Τρικούπη του Μεσολογγίου και την οικογένεια Καρατζά της Κωνσταντινούπολης. Ήταν γιος του Σπυρίδωνα Τρικούπη πολιτικού, ιστορικού και επίσης πρωθυπουργού της Ελλάδας και της Αικατερίνης το γένος Μαυροκορδάτου. Ανάδοχός του ήταν ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης.
Μετά τη φοίτησή του σε γυμνάσιο της Αθήνας, όπου γυμνασιάρχης του ήταν ο Γεώργιος Γεννάδιος, σπούδασε νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου μετά τριετή φοίτηση συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι. Με το τέλος των σπουδών του χρημάτισε ιδιαίτερος γραμματέας του πατέρα του Σπυρίδωνα, που τότε ήταν πρέσβης στο Λονδίνο και ακολούθως το 1856 διορίστηκε επίσημος γραμματέας της πρεσβείας στο Λονδίνο ακολουθώντας το διπλωματικό σώμα. Το 1862 εκλέχτηκε πληρεξούσιος της Β΄ Εθνικής Συνέλευσης της ελληνικής παροικίας του Λονδίνου και αποσυρθέντος του πατέρα του ανέλαβε ως επιτετραμμένος της πρεσβείας. Αν και η διπλωματική σταδιοδρομία του υπήρξε βραχεία, εν τούτοις διακρίθηκε για την απαράμιλλη δεξιοτεχνία του, το 1863, κατά τις διαπραγματεύσεις με την αγγλική κυβέρνηση, ως πληρεξούσιος της ελληνικής κυβέρνησης, στη σχετική συνθήκη της παραχώρησης των Ιονίων νήσων από τη Μεγάλη Βρετανία στο Βασίλειο της Ελλάδος, που ήταν ο κυρίαρχος όρος αποδοχής του στέμματος του Βασιλείου από τον πρίγκιπα και μετέπειτα Βασιλέα των Ελλήνων Γεώργιο τον Α΄.
Σημειώνεται ότι το θέμα της παραχώρησης, στην πραγματικότητα εκχώρησης, των νήσων αυτών δεν ήταν τόσο απλό μετά την αντίδραση της Βασιλικής Αυλής της Δανίας, όπου η σχετική συνθήκη είχε συνομολογηθεί ερήμην της ελληνικής κυβέρνησης, συνέπεια της οποίας ήταν να ακολουθήσει δεύτερη σχετική συνθήκη με το διπλωματικό όρο "ενσωμάτωση". Επί της 2ης αυτής συνθήκης ήταν πληρεξούσιος ο Χ. Τρικούπης, του οποίου η διπλωματική καριέρα κράτησε 8 έτη (1856-1864).
Έχοντας ζήσει πολλά χρόνια της νεότητάς του στο Λονδίνο, επηρεάστηκε τόσο από την αγγλική πολιτική και τρόπο ζωής όσο και το βρετανικό φλέγμα και αυτοσυγκράτηση. Χαρακτηριστική εδώ είναι η διήγηση της αδελφής του Σοφίας για τον θάνατο της μητέρας τους, η οποία πνίγηκε στην Αίγινα: τα σπαρακτικά αναφιλητά της Σοφίας για τον χαμό της μητέρας σταμάτησαν μόνο κάτω από το βλοσυρό βλέμμα του Χαρίλαου. Το ίδιο βράδυ, μόλις βρέθηκαν μόνοι, εμβρόντητη τον άκουσε να της λέει ότι δεν περίμενε ποτέ από εκείνη παρόμοια συμπεριφορά: «Εις τοιαύτας στιγμάς δεν σκέπτεται τις περί εαυτού, αλλά περί του τι οφείλει να πράξη», της είπε.
Από τη θητεία του στο Λονδίνο υιοθέτησε το σκούρο κοστούμι αγγλικής κατασκευής, την αυστηρή μορφή και την άκαμπτη κορμοστασιά, παραμένοντας στητός και σοβαρός τόσο στα νιάτα του όσο και στο μεσουράνημά του. Οι σύγχρονοί του συμφωνούσαν ότι ως χαρακτήρας διακρινόταν για την εντιμότητά του, την ατσάλινη θέληση, την εργατικότητα και τη φιλομάθειά του. Ο Τρικούπης συνήθιζε να ξενυχτά δουλεύοντας: «Πού θα ευρεθή ένας σαν τον Τρικούπην», αναρωτιόταν ο Συγγρός, «να μην έχη ώρας ύπνου, ώρας αναπαύσεως, καλέ να μη κοιμάται σας λέω». Συστηματικός και οργανωμένος από τη φύση του, ταξινομούσε πάντα εξαντλητικά τα έγγραφά του σε φακέλους και τα φύλαγε προσεκτικά στα συρτάρια του, καθώς το γραφείο του το ήθελε καθαρό και τακτοποιημένο, χωρίς στοίβες χαρτιών.
Το 1864 παραιτήθηκε από τη διπλωματική υπηρεσία για να συμμετάσχει στις εκλογές. Το1865 εκλέχτηκε βουλευτής Μεσολογγίου και το 1866 ανέλαβε τη θέση του Υπουργού Εξωτερικών στην 3η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, αλλά στους επόμενους μήνες ήρθε σε διάσταση απόψεων με τον Κουμουνδούρο και απομακρύνθηκε από την κυβέρνηση. Για τέσσερα χρόνια πολιτεύτηκε (1868-1872) ανεξάρτητα από τα κόμματα που υπήρχαν.
Η δυναμική είσοδος στο πολιτικό προσκήνιο
Το 1872 ίδρυσε το «Πέμπτο κόμμα», στο οποίο συγκεντρώθηκαν οι πιο φιλελεύθερες και προοδευτικές προσωπικότητες της εποχής. Το 1874, μέσα σε κλίμα πολιτικής αυθαιρεσίας της τότε κυβέρνησης του Δ. Βούλγαρη, με τα περίφημα Στηλιτικά, έγραψε στην εφημερίδα "Καιροί" ένα σαρκαστικό άρθρο με τον τίτλο «Τις πταίει», που δημοσιεύτηκε στις 29 Ιουνίου του 1874, στο οποίο κατήγγειλε το πολιτικό σύστημα της εποχής, αλλά ουσιαστικά κατηγορούσε το Βασιλιά, επειδή μετά την πτώση του Δεληγεώργη, εξ αιτίας των Λαυρεωτικών, είχε χρίσει κυβέρνηση εκείνη του Βούλγαρη που ήταν μειοψηφίας
Συγκεκριμένα, το 1874 δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Καιροί» άρθρο του Χαρίλαου Τρικούπη με τίτλο «Τις πταίει». Σε αυτό ο Τρικούπης καταδεικνύει ως υπεύθυνο για την πολιτική κρίση που διέρχεται ο τόπος τον βασιλιά Γεώργιο Α΄.Ως τότε ίσχυε η λεγόμενη «θεωρία του κηπουρού»: ο Βασιλιάς μπορούσε να διορίσει πρωθυπουργό όποιον ήθελε, ακόμα και τον κηπουρό του.Η αρχή της δεδηλωμένης είναι όρος του Συνταγματικού Δικαίου και ορίζει ότι η κυβέρνηση οφείλει να έχει τη «δεδηλωμένη» εμπιστοσύνη της Βουλής.
Σύμφωνα με την αρχή αυτή η κυβέρνηση οφείλει να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, ενώ η τελευταία διατηρεί το δικαίωμά της να άρει την εμπιστοσύνη της υπό προϋποθέσεις με ψήφο δυσπιστίας ύστερα από πρόταση μομφής. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η δημοκρατική νομιμοποίηση της κυβέρνησης, η οποία συνήθως, σε αντίθεση με το Κοινοβούλιο, δεν εκλέγεται απευθείας από τον λαό, αλλά διορίζεται από τον ανώτατο άρχοντα της χώρας.
..Ενώ η πολιτική ζωή της χώρας βρισκόταν σε έκρυθμη κατάσταση, ένας πρωτοεμφανιζόμενος τότε πολιτικός άνθρωπος, ο Χαρίλαος Τρικούπης, με την αποφασιστική του στάση στάθηκε αφορμή για την αλλαγή των πολιτικών πραγμάτων. Στα πρώτα βήματα της πολιτικής του καριέρας συνειδητοποίησε πως ο τρόπος διακυβέρνησης της χώρας δεν ήταν ευεργετικός για την πρόοδο της, ούτε σύμφωνος με τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Ο Τρικούπης πίστευε πώς η λύση στην πολιτική αστάθεια που χαρακτήριζε τη χώρα ήταν η εγκαθίδρυση του κοινοβουλευτισμού με την ανάθεση σχηματισμού κυβέρνησης στα κόμματα πλειοψηφίας και την αντίστοιχη απαγόρευση αυτού του δικαιώματος σε κομματικές μειοψηφίες, ώστε να δημιουργηθούν σταθερές κυβερνήσεις πλειοψηφίας
Με το άρθρο του «Τίς πταίει»*, που δημοσιεύτηκε ανυπόγραφο στις 29 Ιουνίου 1874 στην εφημερίδα «Καιροί», ο Τρικούπης με επικριτικό ύφος αντιτίθεται στην πολιτική του βασιλιά Γεωργίου Α΄, τον οποίο κατηγορούσε για την αυθαίρετη αντικατάσταση κυβερνήσεων. Ο Τρικούπης κατέκρινε τις κυβερνήσεις μειοψηφίας, που έλαβαν την εξουσία από το 1868 και έπειτα, θεωρώντας τες προσωπικές κυβερνήσεις που δεν συγκέντρωναν την αποδοχή του λαού ούτε την εμπιστοσύνη της Βουλής, τύγχαναν όμως της βασιλικής εύνοιας. Το άρθρο αποτελεί επίσης καταγγελία των παράνομων μεθόδων που μεταχειρίζονταν οι υποψήφιοι προκειμένου να κερδίσουν τις εκλογές. Οι εκβιασμοί εις βάρος των πολιτών και οι νοθείες κατά την διεξαγωγή των εκλογών είναι μερικά από τα φαινόμενα που υπονόμευαν την εγκυρότητα και τη διαφάνεια των εκλογών. Ο Τρικούπης λοιπόν διερωτάται ποιος μπορεί να ευθύνεται για την ανώμαλη πολιτική ζωή της χώρας αν όχι η διαβλητή πολιτική του βασιλιά και καλεί το λαό σε επανάσταση έναντι στην ανελευθερία και την υποταγή στην βασιλική εξουσία.
Το άρθρο του Τρικούπη, το οποίο χαρακτήριζε τις εκλογές νόθες, αν και δεν αποτελούσε το μοναδικό δημοσιευμένο άρθρο που στιγμάτιζε την πολιτική του βασιλιά, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις καθώς, δημοσιεύτηκε μόλις τρεις μέρες μετά την λήξη των εκλογών. Εξάλλου η επαναστατική κινητοποίηση εναντίον του βασιλιά που υποδαύλιζε το άρθρο, παραβίαζε τον ποινικό νόμο. Ο Τρικούπης ανέλαβε αμέσως την ευθύνη της συγγραφής του άρθρου γεγονός που οδήγησε στην ποινική του δίωξη και την προφυλάκιση. Αποφυλακίστηκε, ωστόσο, τέσσερις μέρες αργότερα έχοντας ήδη γράψει μέσα στη φυλακή ένα δεύτερο άρθρο με το οποίο υπενθύμιζε σε λαό και πολιτικούς πως παλαιότερα ο Όθωνας ακολουθώντας τακτικές αντίθετες προς το Σύνταγμα προκάλεσε τις αντιδράσεις του λαού με αποτέλεσμα την έξωση του από την χώρα.
Μετά την αρθρογραφία του Τρικούπη, η κρίση συνεχίστηκε για αρκετούς μήνες. Τον Απρίλιο του 1875 ο βασιλιάς θέλησε να αναθέσει την πρωθυπουργία στον Ανδρέα Κουντουριώτη, πρεσβευτή της Ελλάδας στο Παρίσι. Ο Κουντουριώτης όμως αντιλήφθηκε πως δεν μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση και πρότεινε στο Γεώργιο να αναθέσει την πρωθυπουργία στον Τρικούπη, αν και δεν ήταν καν υπουργός. Η ενέργεια αυτή του βασιλιά δεν ήταν σύμφωνη με τις διακηρύξεις του Τρικούπη, όμως αυτός δέχτηκε την πρωθυπουργία που θα του έδινε τη δυνατότητα να διεξάγει αδιάβλητες εκλογές και να κερδίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών. Εξάλλου η δεδηλωμένη δεν είχε θεσπιστεί ακόμη συνταγματικά, επομένως η στάση του Τρικούπη δεν παραβίαζε το γράμμα του νόμου. Ο Τρικούπης τελικά οδήγησε τη χώρα σε εκλογές που διεξήγησαν στις 18-21 Ιουλίου.Ο δικομματισμός, η απαραίτητη αυτή προϋπόθεση της ομαλής λειτουργίας του βρετανικού κοινοβουλευτισμού, που τόσο θαύμαζε ο Τρικούπης, αρχίζει σταδιακά να εδραιώνεται και στην Ελλάδα. Κύριος αντίπαλός του τώρα ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, ο πρώτος πολιτικός της παλιάς γενιάς με κοινοβουλευτική συνείδηση.
Ο Χ. Τρικούπης μετά το πρώτο του εκείνο άρθρο δημοσίευσε και δεύτερο στις 9 Ιουλίου του 1874 με τον τίτλο "Παρελθόν και Ενεστώς", με το οποίο έθετε ως δόγμα της Βουλής τη "δεδηλωμένη" (εμπιστοσύνη) της Βουλής, που αργότερα και καθιερώθηκε ως "αρχή της δεδηλωμένης". Για το τόλμημα όμως των άρθρων του αυτών, αν και το πρώτο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ακαδημαϊκή διάλεξη, στρεφόμενη όμως κατά του «ανεύθυνου» κατά το Σύνταγμα Βασιλέως συνελήφθη ο εκδότης της εφημερίδας Π. Κανελλίδης θεωρούμενος ως ο συντάκτης. Κατά την ανάκριση απροσδόκητα αποκαλύφθηκε ότι πραγματικός συντάκτης ήταν ο Χ. Τρικούπης, που παρουσιάστηκε αυθόρμητα και ανέλαβε την ευθύνη των ανυπόγραφων άρθρων του. Έτσι, αναγκάστηκε η Δικαιοσύνη να προφυλακίσει τον Τρικούπη με μόνο τέσσερις ημέρες φυλάκιση, πλην όμως αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση και τελικά αθωώθηκε με βούλευμα.
Παρά ταύτα λίγους μήνες μετά, τον Απρίλιο του 1875, πήρε εντολή από το Βασιλιά να σχηματίσει κυβέρνηση, την Κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη 1875, διαλύοντας τη Βουλή και τη διενέργεια στη συνέχεια εκλογών. Παρέμεινε έτσι στην εξουσία για 5,5 περίπου μήνες, μέχρι τις 15 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, όπου κατά τις εκλογές που διεξάχθηκαν, διατηρώντας και αυτός μειοψηφία αναγκάστηκε σε παραίτηση υπέρ του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, που είχε πλειοψηφήσει.
Όταν έπεσε η κυβέρνηση Κουμουνδούρου, που αντικατέστησε την Κυβέρνηση Κανάρη, ο Τρικούπης έφτιαξε μια κυβέρνηση, την Κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη 1878 (που την αποκάλεσαν Υπουργείον Τρικούπη-Ζαΐμη), η οποία δεν μπόρεσε να βρει υποστήριξη στη Βουλή και έπεσε πέντε ημέρες μετά το σχηματισμό της.
Το 1879 κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές του 1879, το Μάρτιο σχημάτισε την Κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη 1880, αλλά τον Οκτώβριο του ίδιου έτους η κυβέρνηση παραιτήθηκε.
Tον Μάρτιο του 1882 επανήλθε στην πρωθυπουργία με την Κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη 1882, η οποία παρέμεινε μέχρι το 1885. Η κυβέρνηση λόγω του διογκούμενου χρέους αποφάσισε να επιβάλλει δασμούς και νέους φόρους (επί του οινοπνεύματος και ζύθου, περί καπνού, περί σιγαροχάρτου, περί πετρελαίου, περί πυρείων (σπίρτα), περί παιγνιοχάρτων) και αύξηση των φόρων κατά 12%. Επιπλέον προχώρησε σε υποτίμηση του νομίσματος κατά 15-20%, εισήγαγε δε τη δραχμή στην Λατινική Ένωση το Νοέμβριο του 1882 (Γαλλία, Ελλάδα, Ρουμανία, Ιταλία και Ελβετία) με την οποία καθιερωνόταν ως νομισματική μονάδα το γαλλικό φράγκο αντί της παλαιάς δραχμής.
Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της χώρας από την κυβέρνηση Τρικούπη, πέθανε ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος.
Στις 5 Φεβρουαρίου 1885 έχασε τη στήριξη της Βουλής, αλλά ο Δηλιγιάννης που πήρε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης δεν μπόρεσε να σχηματίσει κυβέρνηση και στις 11 Φεβρουαρίου ο Τρικούπης κέρδισε ξανά ψήφο εμπιστοσύνης στη βουλή. Η βουλή διαλύθηκε με βασιλικό διάταγμα και έγιναν οι εκλογές του 1885 στις οποίες έχασε η κυβέρνηση Τρικούπη η οποία παραιτήθηκε στις 11 Απριλίου.
Στις 19 Απριλίου 1885 ανέλαβε η Κυβέρνηση Θεόδωρου Δηλιγιάννη 1885.
Δέον είναι να αναφερθεί το επεισόδιο Νίκολσον που έλαβε χώρα τον Ιανουάριο 1885, που εξευτέλισε την ελληνική κυβέρνηση και την οδήγησε σε εκλογές. Αποκλειστικά ευθυνόμενος ήταν ο κ Χαρίλαος Τρικούπης, πρωθυπουργός την ίδια περίοδο.
Ο Νίκολσον, λοιπόν, ήταν ο Βρετανός προσωρινός επιτετραμένος της Αγγλίας στην Αθήνα. Ένα πρωινό, στις 4 Ιανουαρίου του 1885αποφάσισε να ανέβει με τη γυναίκα του για περίπατο στο λόφο του Λυκαβηττού. Πλησιάζοντας την κορυφή, το ζεύγος συνάντησε τρεις χωροφύλακες που με φωνές και νοήματα δεν τους άφηναν να προχωρήσουν παραπέρα.
Στην πραγματικότητα, οι χωροφύλακες τους έλεγαν να ακολουθήσουν ένα διαφορετικό μονοπάτι καθώς απαγορευόταν να περάσουν από το σημείο εκείνο επειδή είχε γίνει πρόσφατα η δενδροφύτευση του. Αλλά ο Νίκολσον και η γυναίκα του δεν κατάλαβαν λέξη, καθώς δεν μιλούσαν σχεδόν καθόλου ελληνικά. Οπότε απλά αγνόησαν τους θορυβώδεις χωροφύλακες και συνέχισαν το μονοπάτι που είχαν ήδη πάρει.
Τότε, σύμφωνα πάντα με την επίσημη έκθεση του Βρετανού διπλωμάτη προς την ελληνική κυβέρνηση, ο ένας από τους τρεις χωροφύλακες τον απώθησε βίαια, τον χτύπησε με το ραβδί του τρεις φορές και στη συνέχεια, όταν ο Νίκολσον έτρεξε προς την κεντρική οδό, του πέταξε και πέτρες.
Ο Νίκολσον, λοιπόν, μετά από το περίεργο αυτό επεισόδιο αποφάσισε να παρακάμψει τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών και να απευθυνθεί κατευθείαν στον Πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη, παραβιάζοντας έτσι το διπλωματικό πρωτόκολλο. Ζήτησε την παραδειγματική τιμωρία του χωροφύλακα και ο Τρικούπης τον διαβεβαίωσε ότι θα τον ικανοποιούσε άμεσα. Πράγματι, πραγματοποιήθηκε αμέσως η σχετική έρευνα και προέκυψε ότι ο χωροφύλακας αυτός ήταν ο Λουκάς Καλπούζος, ο οποίος, αφότου τον αναγνώρισε και ο ίδιος ο Νίκολσον, συνελήφθη.
Παρόλα αυτά, δεν απολύθηκε παρά μια μέρα αργότερα. Παρομοίως, μέλη της κυβέρνησης, υπό τον Τρικούπη μετέβησαν με καθυστέρηση στην οικία του Άγγλου διπλωμάτη για να εκφράσουν επισήμως την συμπάθεια τους. Στη συνέχεια, ο Τρικούπης στην επίσκεψη αυτή παρέθεσε τα γεγονότα και την κατάθεση Καλπούζου με έναν τρόπο που αναιρούσε πλήρως τα λεγόμενα του Νίκολσον.
Ο τελευταίος προσβλήθηκε και απαίτησε η διαταγή της αποπομπής Καλπούζου να διαβαστεί μπροστά σε γενικό προσκλητήριο της Χωροφυλακής Αττικής από τον διοικητή της ταγματάρχη Στεφάνου. Στην διαταγή αποπομπής που είχε συνταχθεί, όμως ,από τον ίδιο τον Τρικούπη με την ιδιότητα του υπουργού στρατιωτικών, εμμέσως καταλογιζόταν μέρος της ευθύνης για το ατυχές συμβάν και στον Νίκολσον.
Ο τελευταίος αποφάσισε πλέον ότι μάλλον ούτε η ελληνική κυβέρνηση διατίθεται να τον ικανοποιήσει και απείλησε ότι με το θέμα θα ασχοληθεί δυναμικά πλέον η Αγγλία –αν και από την σωζόμενη αλληλογραφία του Foreign Office δεν προκύπτει κάτι τέτοιο.
Μετά τις απειλές αυτές, ο Βρετανός διπλωμάτης απαίτησε την παρουσία ολόκληρου του σώματος Χωροφυλακής “παρατεταγμένου εν μεγάλη στολή” στην Πλατεία Συντάγματος όπου θα παρουσίαζε όπλα και θα παιάνιζε τον Αγγλικό Εθνικό ύμνο ενώπιον του.
Ο Τρικούπης, παρά το γεγονός πως ο Καλπούζος είχε ήδη απολυθεί, έσπευσε να ικανοποιήσει το αίτημα αυτό. Στις 7 Ιανουαρίου, λοιπόν, δύο ενωμοτίες πεζών και έφιππων χωροφυλάκων υπό τον διοικητή τους ταγματάρχη Στεφάνου έλαβαν μέρος στην τελετή αυτή, η οποία και αποτέλεσε τον μεγαλύτερο εξευτελισμό της Ελληνικής Χωροφυλακής στην σύγχρονη Ιστορία της.
Ο Τρικούπης στο κοινοβούλιο έσπευσε να χαρακτηρίσει την χορηγηθείσα ικανοποίηση ως “υπερβολική” για την περίπτωση και ζήτησε να σταματήσει η σχετική συζήτηση καθώς βλάπτονταν τα εθνικά συμφέροντα. Οι διαθέσεις της κοινής γνώμης και του Τύπου, πάντως, παλινδρομούσαν ανάμεσα στην συγκρατημένη δυσαρέσκεια και την ασυγκράτητη έκρηξη οργής.
Το επεισόδιο Νίκολσον δεν είχε σημαντική επιρροή στις πολιτικές εξελίξεις, καθώς γνωστή είναι και η ροπή του Τρικούπη προς την Αγγλία, αλλά δείχνει σε ποιο σημείο ήταν έτοιμο να φτάσει το νεοσύστατό τότε ελληνικό κράτος προκειμένου να μην χάσει την εύνοια των ξένων δυνάμεων.
Επανήλθε το 1886 με την Κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη 1886. Ένα χρόνο αργότερα κέρδισε τις εκλογές του 1887, αλλά έχασε εκείνες του1890, οπότε και έπεσε η κυβέρνησή του.
Ανέλαβε πάλι την πρωθυπουργία στην Κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη 1892. Στην τελευταία περίοδο της πρωθυπουργίας του (Κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη 1893-1895) η Ελλάδα πτώχευσε και σταμάτησε μονομερώς να αποπληρώνει δάνεια που είχε λάβει από το εξωτερικό.
Το «δυστηχώς επτωχεύσαμεν»
Στον Τρικούπη αποδίδεται η φράση "δυστυχώς επτωχεύσαμεν" ενώπιον της Βουλής, την οποία, όμως ουδέποτε διετύπωσε, όπως αποδεικνύεται από την ανάγνωση των πρακτικών της Βουλής. Πέραν αυτού, από μελέτη των στοιχείων εκτιμάται ότι η πτώχευση θα είχε αποφευχθεί, αν ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ αποδεχόταν τους χειρισμούς του Χαριλάου Τρικούπη για τη σύναψη νέου δανείου για την αντιμετώπιση του χρέους.
Όνειρο του Τρικούπη ήταν να εκσυγχρονίσει την Ελλάδα. Να τη μετατρέψει από μία αγροτική επαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας σε ένα σύγχρονο, ευρωπαϊκό κράτος. Για ένα διάστημα φάνηκε ότι θα τα κατάφερνε. Ξεκίνησε σημαντικά, μεγαλεπήβολα δημόσια έργα και έκανε ριζικές μεταρρυθμίσεις. Αποξήρανε τη λίμνη Κωπαΐδα, δημιούργησε σιδηροδρομικό δίκτυο, κατασκεύασε τη διώρυγα της Κορίνθου, αναδιοργάνωσε την αστυνομία και τη Σχολή Ευελπίδων. Δυστυχώς όμως, η ελληνική οικονομία δεν μπορούσε να αντέξει τα φαραωνικά έργα. Ο Τρικούπης χρηματοδότησε τις κατασκευές με συνεχόμενα δάνεια από το εξωτερικό, τα οποία η χώρα δεν μπορούσε να αποπληρώσει, καθώς παράλληλα ξέσπασε και η σταφιδική κρίση, που έπληξε καίρια την οικονομία. Το 1892 επέβαλε βαριά φορολογία και μέτρα λιτότητας, αλλά η αντίδραση του κόσμου ήταν βαθύτατα αρνητική. Από εκσυγχρονιστής για τους αντιπάλους του και μερίδα της κοινής γνώμης έγινε «φορομπήχτης».
Αν και θεωρείται πως η φράση λέχθηκε από το βήμα της Βουλής, αμφισβητείται πως χρησιμοποιήθηκε από τον Τρικούπη στην ομιλία του, καθώς από τα πρακτικά της Βουλής δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Διάφορες άλλες μαρτυρίες, (όπως η μαρτυρία του Ανδρέα Συγγρού στα Απομνημονεύματά του, που αναφέρει πως άκουσε εκείνη την μέρα τον Τρικούπη να προφέρει την φράση στην ομιλία του), αναφέρουν πως η φράση ελέχθη κανονικά από αυτόν, αλλά χωρίς να είναι ξεκάθαρο αν ειπώθηκε στη Βουλή ή εκτός αυτής.
Στη πραγματικότητα η φράση αυτή λέχθηκε από τον Χ. Τρικούπη την παραπάνω ημερομηνία από του βήματος της Βουλής (Παλαιά Βουλή), όχι όμως απευθυνόμενος προς το Σώμα της Βουλής ως επίσημη διακήρυξη, αλλά "εν τη ρύμη του λόγου" του, αναφέροντας "εν παρόδω" στις αναγκαίες προς τους δανειστές διαπραγματεύσεις, που πίεζαν απροκάλυπτα τον οικονομικό έλεγχο της Ελλάδας, "ότι πρέπει να λαλήσωμεν προς αυτούς επτωχεύσαμεν δυστυχώς κ.λπ.
Η αντιπολίτευση όμως εκμεταλλευόμενη κομματικά τη φράση αυτή παράστησε τον πρωθυπουργό να κηρύσσει με αυτήν επίσημα από του βήματος της Βουλής τη χρεωκοπία της Ελλάδας. Τη θέση αυτή υιοθέτησαν και όλα σχεδόν τα έντυπα της εποχής σε σημείο που να δημιουργήσουν ακόμα και απαγοητευτική εντύπωση στους οπαδούς του Χ. Τρικούπη. Η προπαγάνδα αυτή το πόσο ευνόησε υπέρμετρα την τότε αντιπολίτευση διαφαίνεται από τον ειρωνικό σκωπτικό χαρακτήρα που αποδόθηκε σ΄ αυτήν και που χρησιμοποιήθηκε ομοίως μυριάδες φορές με συνέπεια να παραμείνει ιστορική μέχρι σήμερα.
Ο Τρικούπης προσπάθησε να σώσει τη χώρα από τη δημοσιονομική κατάρρευση χωρίς να υπονομευτεί η αναπτυξιακή της πορεία, γνωρίζοντας ωστόσο ότι όλες οι μεταρρυθμίσεις του χρηματοδοτούνταν από τα δάνεια της περιόδου 1880-1890. Ο πρωθυπουργός κυνήγησε την αναχρηματοδότηση των παλιότερων δανείων ζητώντας νέο δανεισμό από την Αγγλία, με το πακέτο να είναι αποφασιστικής σημασίας για την εκτέλεση του προϋπολογισμού της χρονιάς του 1893, αν και συνάντησε σθεναρή αντίδραση τόσο από την αντιπολίτευση του Δηλιγιάννη και τον Τύπο όσο και από γαλλικά αλλά και ελληνικά συμφέροντα. Όσο για τους όρους που έθεταν οι δανειστές, παραήταν σκληροί, καθώς η αξιοπιστία της Ελλάδας είχε βληθεί εξαιτίας των συσσωρευμένων χρεών αλλά και της αρνητικής πορείας των ομολόγων των προηγούμενων δανείων (οι δυσβάσταχτοι τόκοι των δανείων έφταναν πια στο 30% της συνολικής τους αξίας).
Η κυβέρνηση Τρικούπη παραιτήθηκε αμέσως μετά την ανακοίνωση της πτώχευσης, ενώ στις εκλογές του 1895 το κόμμα του συνετρίβη και ο ίδιος δεν εκλέχθηκε καν βουλευτής στο Μεσολόγγι όπου έβαζε υποψηφιότητα, χάνοντας την έδρα για τέσσερις ψήφους από τον Γουλιμή. Τότε διατύπωσε τη γνωστή ρήση: «Ανθ' ημών Γουλιμής... Καληνύχτα σας!». Στη συνέχεια αναχώρησε για ένα ταξίδι στην Ευρώπη.
Αποσύρθηκε στις Κάννες όπου και πέθανε στις 30 Μαρτίου του 1896, ενώ λίγο πριν από το θάνατό του ήταν εν αγνοία του υποψήφιος στις αναπληρωματικές εκλογές όπου και εξελέγη πανηγυρικά.
Είχε εντωμεταξύ οργώσει όλη την Ευρώπη, περνώντας από Βενετία, Μόναχο, Βερολίνο, Δρέσδη, Στοκχόλμη, Πράγα, Βιέννη, Βουδαπέστη, Σαράγεβο, Φλωρεντία, Ριβιέρα και Νίκαια. Αν και ήταν στο γαλλικό θέρετρο που θα άφηνε την τελευταία του πνοή στις 30 Μαρτίου 1896. Όχι ότι γλίτωσε από τις ελλαδικές περιπέτειες, καθώς ο ορκισμένος πολιτικός του εχθρός Δηλιγιάννης αρνήθηκε να στείλει πολεμικό σκάφος να παραλάβει τη σορό του ισχυριζόμενος πως τα πλοία του στόλου δεν προορίζονται για τη μεταφορά νεκρών!
Η σορός του έφτασε τελικά στον Πειραιά στις 9 Απριλίου με τη μεσολάβηση των φίλων του, όπως ο Ανδρέας Συγγρός, που κάλυψαν τα έξοδα της μεταφοράς της στην Ελλάδα, και εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στον ναό της Ζωοδόχου Πηγής. Ενταφιάστηκε χωρίς επισημότητες, όπως το ήθελε εξάλλου, στον οικογενειακό τάφο στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, με ένα πρωτόγνωρο πλήθος κόσμου να σπεύδει για το ύστατο χαίρε.
Τα τελευταία 13 χρόνια της ζωής του τα έζησε σε νοικιασμένο σπίτι στο κέντρο της Αθήνας, καθώς την περιουσία που του είχε αφήσει ο πατέρας του είχε αναγκαστεί να την εκποιήσει σταδιακά, πεθαίνοντας τελικά φτωχός. Απορροφημένος από την πολιτική, δεν παντρεύτηκε ποτέ, αν και ερωτεύτηκε παράφορα στη δεκαετία του 1880 την 25χρονη βαρόνη φον Τράουτενμπεργκ, σύζυγο του αυστριακού πρεσβευτή στην Ελλάδα, με τον πλατωνικό πιθανότατα δεσμό να τον συνοδεύει ως τον θάνατό του. Όλα του τα χρόνια τα πέρασε πλάι στην αδελφή του Σοφία.
Το έργο του
Τον Οκτώβριο του 1867 ως υπουργός Εξωτερικών υπέγραψε σύμφωνο αμυντικής συνεργασίας με τον ηγεμόνα Μιχαήλ της Σερβίας.
Το Μάρτιο του 1880 με πρότασή του καταργήθηκε ο φόρος της δεκάτης στα δημητριακά προϊόντα και αντικαταστάθηκε με το φόρο επί των αροτριώντων κτηνών. Επίσης μείωσε τη στρατιωτική θητεία σε ένα έτος αντί τριών που ήταν μέχρι τότε.
Με την κυβέρνηση που συγκρότησε το Μάρτιο του 1882 αναδιοργάνωσε την αστυνομία, την αγροφυλακή και τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Θέσπισε νόμους για προσόντα, μονιμότητα και προαγωγή δημοσίων υπαλλήλων. Αποφάσισε την αποξήρανση της λίμνης Κωπαΐδας και τη δημιουργία σιδηροδρομικού δικτύου. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ το 1882 υπήρχαν σε λειτουργία μόνο 9 περίπου χιλιόμετρα σιδηροδρομικής γραμμής που συνέδεαν την Αθήνα (Θησείο) με το επίνειό της, τον Πειραιά, το 1893 λειτουργούσαν 914 χιλιόμετρα σιδηροδρομικών γραμμών και άλλα 490 ήταν υπό κατασκευή. Για τη χρηματοδότηση των έργων πήρε δύο μεγάλα δάνεια και επέβαλε φορολογία στον καπνό και το κρασί. Η διάνοιξη της Διώρυγας της Κορίνθου επετεύχθη χάρη στον Τρικούπη, ο οποίος και την εγκαινίασε το 1893. Επίσης έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην ανάπτυξη της παιδείας.
Στην επόμενη διακυβέρνησή του (1886-1890) μείωσε τον αριθμό των βουλευτών από 240 σε 150 (το κατώτατο όριο που προέβλεπε τότε το Σύνταγμα) και επίσης ενίσχυσε το Βασιλικό Ναυτικό με παραγγελία τριών μεγάλων πλοίων, των θωρηκτών Ύδρα, Σπέτσαι καιΨαρά, για τη χρηματοδότηση των οποίων αναγκάστηκε να πάρει και άλλο ένα δάνειο. Επέβαλε και φόρο επί των οικοδομών.
Ο Χαρίλαος Τρικούπης επιδίωξε έναν ιδιαίτερα αισιόδοξο εκσυγχρονισμό, ο οποίος παρουσίασε πάντως προβλήματα, καθώς οι αλλαγές δε βρήκαν πρόσφορο έδαφος λόγω της προβληματικής ελληνικής οικονομίας και του συντηρητικού πνεύματος της εποχής. Χαρακτηριστικός πολιτικάντης αντίπαλος στην εποχή του ήταν ο Τσελεπίτσαρης που διοργάνωνε πορείες με συνθήματα εναντίον του Τρικούπη.
Χαρακτηριστικό της προοδευτικότητάς του είναι το παράτολμο, για την εποχή του, όραμά του για τη ζεύξη του στενού Ρίου-Αντιρρίου, ιδέα που υλοποιήθηκε πάνω από έναν αιώνα αργότερα, το 2004, με την κατασκευή της Γέφυρας Ρίου-Αντιρρίου, στην οποία δόθηκε το όνομά του στις 25 Μαΐου 2007.
Γενικότερα, η δράση του Χαριλάου Τρικούπη στην Ελλάδα θεωρείται από τις πιο καθοριστικές για τη μετάβαση της χώρας στον 20ό αιώνα. Το έργο του προκάλεσε πολλές φορές διχογνωμίες και αντιδράσεις την εποχή εκείνη, όμως τα αποτελέσματά του σε πολλές περιπτώσεις είναι ορατά ακόμα και στη μεταγενέστερη και σύγχρονη Ελλάδα.
Συνοψίζοντας, ο Χαρίλαος Τρικούπης υλοποίησε πολλά έργα στη χώρα με στόχο τον εκσυγχρονισμό της και γι' αυτό αποτελεί αναμφίβολα έναν από τους μεγαλύτερους πολιτικούς που πέρασαν από αυτήν.
Ο αιώνιος αντίπαλος
Γόνος σημαντικής Πελοποννησιακής πολιτικής οικογένειας προκρίτων και αρχόντων, ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης ήταν γιος του Πανάγου Δεληγιάννη, επαναστάτη του '21 και στη συνέχεια έπαρχου Ηλείας και διοικητή Κορίνθου, και εγγονός του Ιωάννη Δεληγιάννη, Μωρογιάννη (κοτζαμπάση όλου του Μωριά) επί Τουρκοκρατίας. Αδελφός του ήταν ο ανώτατος δικαστικός και πρόεδρος του Αρείου Πάγου Νικόλαος Δηλιγιάννης.
Ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης αποφοίτησε με Άριστα από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1843, αλλά δεν τον ενδιέφερε η ενασχόληση με τη δικηγορία, και έτσι αμέσως μετά την αποφοίτησή του διορίστηκε στο υπουργείο Εσωτερικών, του οποίου ανέβηκε πολύ γρήγορα την ιεραρχία, εν μέρει λόγω και του ονόματός του. Διετέλεσε ιδιαίτερος γραμματέας του υπουργού, διευθυντής Προσωπικού, γενικός επιθεωρητής Νομαρχιών και τελικά το 1859, σε ηλικία μόλις 35 ετών, έγινε γενικός γραμματέας του υπουργείου Εσωτερικών.
Έγινε πληρεξούσιος της Β΄ Εθνοσυνέλευσης το 1862, και την ίδια χρονιά βουλευτής, ενώ το 1863 υπουργός Εξωτερικών. Χρημάτισε επίσης υπουργός Οικονομικών, Εσωτερικών, Εκκλησιαστικών (1877 και 1878) σε διάφορες κυβερνήσεις. Το 1883 αναδείχθηκε αρχηγός του Εθνικού Κόμματος και το 1885 χρίσθηκε για πρώτη φορά Πρωθυπουργός, αξίωμα στο οποίο ανήλθε άλλες τέσσερις φορές. Διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας τα διαστήματα 1885-1886, 1890-1892,1895-1897 και 1902-1903.
Ως πολιτικός, υπήρξε ο μεγάλος αντίπαλος του Χαρίλαου Τρικούπη. Οι δύο πολιτικοί κυριάρχησαν στην ελληνική πολιτική σκηνή κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, με τον Τρικούπη να ενσαρκώνει τον εκσυγχρονισμό των δομών της ελληνικής κοινωνίας και τον Δηλιγιάννη να μετατρέπεται στον συντηρητικό εκφραστή της λαϊκής δυσαρέσκειας, των κρατικοδίαιτων στρωμάτων αλλά και της διευρυμένης δημοσιοϋπαλληλίας που πληττόταν από τα μέτρα του μεταρρυθμιστή Μεσολογγίτη.
H πρόταση του Δηλιγιάννη σε σχέση με τα οικονομικά θέματα του κράτους ακολουθεί ένα διαφορετικό πολιτικοοικονομικό μοντέλο από του Τρικούπη και στηρίζεται στη γερμανική εμπειρία, αποδίδοντας στο κράτος πρωταγωνιστικό ρόλο όχι μόνο στο πεδίο της πολιτικής αλλά και σε αυτό της οικονομίας. H πολιτική αυτή πρόταση συνοδεύτηκε από την υιοθέτηση μιας σκληρής καταγγελτικής αντιπολιτευτικής τακτικής με συνθήματα όπως «κάτω οι φόροι». Συνακόλουθα, η εναλλακτική οικονομική πρόταση του Δηλιγιάννη περιοριζόταν στην επίμονη άρνηση των αλλαγών που επέφερε η τρικουπική πολιτική. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα μόνα ουσιαστικά μέτρα που εφάρμοσε ως πρωθυπουργός ήταν η κατάργηση των φορολογικών νομοσχεδίων της τρικουπικής περιόδου!
Ο Δηλιγιάννης ασκούσε μεγάλη επιρροή στα παραδοσιακά αγροτικά στρώματα της υπαίθρου, που απέκτησαν μετά τη Μεταρρύθμιση του 1871 τη νοοτροπία του μικροϊδιοκτήτη. Το λεγόμενο «αντιπλουτοκρατικό πρόγραμμα» του Δηλιγιάννη δεν εξέφραζε παρά τους φόβους και τη δυσαρέσκεια όσων υπέστησαν τις συνέπειες των εκσυγχρονιστικών αντιλήψεων του Tρικούπη. Τις αλλαγές αυτές είναι που πολέμησε με σθένος ο Δηλιγιάννης, στον λόγο του οποίου κυριαρχούν τα συνθήματα ενάντια στην επιβολή νέων φόρων. Tα συνθήματα αυτά, καθώς και η πολεμική του ρητορεία στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής, τον κατέστησαν εξαιρετικά δημοφιλή, αν και ως πρωθυπουργός αποδείχθηκε κομματάκι άβουλος στη διαχείριση των εθνικών κρίσεων.
Επί πρωθυπουργίας του διοργανώθηκαν πάντως οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες της σύγχρονης εποχής (1896), την ίδια ώρα βέβαια που οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονταν στο χειρότερο δυνατό σημείο, τόσο λόγω του Κρητικού όσο και του Μακεδονικού Ζητήματος.
Ως πρωθυπουργός, δημιούργησε ένα κλίμα προσδοκίας για εισβολή στην Τουρκία, που εκείνη την εποχή κατέρρεε ως αυτοκρατορία και επέκταση των ελληνικών συνόρων προς την Μακεδονία (τότε έφταναν μέχρι την Θεσσαλία). Πρώτη συνέπεια των πράξεών του ήταν ο ναυτικός αποκλεισμός της Ελλάδας από τους συμμάχους. Όταν στην συνέχεια ξεκίνησε εξωτερικό δανεισμό για να αντεπεξέλθει στην δυσμενή οικονομική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η Ελλάδα, ο βασιλιάς με άκομψο τρόπο τον έπαυσε και ανέλαβε και πάλι ο Τρικούπης. Τα συσσωρευμένα χρέη ήταν τόσα που το 1893 η Ελλάδα πτώχευσε, με τον Τρικούπη και τον Δηλιγιάννη να κατηγορούν ο ένας τον άλλο.
Η Ελλάδα ενεπλάκη τελικά σε πόλεμο με τους Τούρκους τον Απρίλιο του 1897 ο οποίος όμως είχε κριθεί πριν να αρχίσει. Η Ελλάδα, αναγκάστηκε να δανειστεί για να πληρώσει πολεμικές αποζημιώσεις στην Τουρκία και για γίνει αποδεκτός ο δανεισμός συμφώνησε με τους δανειστές στην αποπληρωμή των χρεών που το 1893 σταμάτησε να εξυπηρετεί με την τότε πτώχευση και στο μηχανισμό του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου που κράτησε για 81 χρόνια, μέχρι το 1978.
Ο Δηλιγιάννης πράγματι ήταν αντιπαθής τόσο στην οικονομική ελίτ, όσο και στην (πολύ μικρή αριθμητικά τότε) εργατική τάξη. Κυρίως ήταν εκφραστής μιας ετερόκλητης συμμαχίας των κρατικών υπαλλήλων (στην πλειοψηφία τους Πελοποννήσιοι) με διάφορα μικροαστικά και μεσαία στρώματα αγροτών, αυτο-απασχολούμενων και μικροεμπόρων. Ο Δηλιγιάννης χρεώνεται σε μεγάλο βαθμό τον «ατυχή πόλεμο» του 1897 και τα επακόλουθά του, αλλά δεν πρέπει να παραγνωρίζονται οι προσπάθειές του στον τομέα της κοινωνικής νομοθεσίας και της προστασίας των οικονομικά ασθενέστερων πολιτών.
Η δολοφονία του Θεόδωρου Δηλιγιάννη από πρώην λεσχηάρχη και χαρτόμουτρο στα σκαλοπάτια της Βουλής προσυπέγραψε ίσως γλαφυρά ένα από τα δραματικότερα γεγονότα της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ιστορίας: 64 χρόνια μετά την τραγική δολοφονία του Ιωάννη Καποδιστρία στο Ναύπλιο, ο πρωθυπουργός της χώρας έπεφτε και πάλι νεκρός.
Ήταν στις 5:00 το απόγευμα της 31ης Μαΐου 1905 όταν ο πρωθυπουργός Θεόδωρος Δηλιγιάννης, επιβαίνοντας στην άμαξά του με μαύρη ρεντιγκότα και γκρίζο ημίψηλο καπέλο, καταφτάνει στο Βουλευτήριο για να παραστεί στη συνεδρίαση. Τον συνόδευε μόνο ο πιστός ακόλουθός του Γιάννης Πάνου. Η άμαξα στάθμευσε, ο Δηλιγιάννης κατέβηκε και είδε στο προαύλιο της Βουλής μια χούφτα ατόμων, πλάι στους στρατιώτες της φρουράς.
Τίποτα το περίεργο δηλαδή, αν και μόλις επιχείρησε να ανεβεί τα σκαλιά του κοινοβουλίου συνέβη το μοιραίο: ένας άγνωστος κακοντυμένος άντρας τον πλησίασε κάνοντας πως ήθελε να του παραδώσει κάτι. Ο Δηλιγιάννης είχε πάντα επαφή με τον λαό και ήταν συνηθισμένος σε τέτοιες εκδηλώσεις με τον κόσμο, κι έτσι στράφηκε αμέριμνος προς το μέρος του. Εκείνος έβγαλε με μια αστραπιαία κίνηση το δίκοπο μαχαίρι του και το κάρφωσε στην κοιλιά του πρωθυπουργού.
Ένας πολίτης και οι φρουροί της Βουλής συνέλαβαν αμέσως τον δράστη, ενώ ο σοβαρά τραυματισμένος πρωθυπουργός μεταφέρθηκε στο Ιατρείο της Βουλής για τις πρώτες βοήθειες, ήταν όμως αργά. Εκεί άφησε την τελευταία του πνοή και λίγο αργότερα ο Πρόεδρος της Βουλής ανακοίνωνε στους βουλευτές τη δολοφονία του πρωθυπουργού. Η σορός του Δηλιγιάννη εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα σε αίθουσα της Βουλής.
Γιατί σκότωσε όμως ο Αντώνιος Γερακάρης, που όλοι τον ήξεραν ως «Κωσταγερακάρη», τον πρωθυπουργό της χώρας; Γιατί δηλαδή ένας μπράβος, «κράχτης», μανιώδης χαρτοπαίκτης και πρώην ιδιοκτήτης λέσχης να αφαιρέσει τη ζωή του πρώτου τη τάξει κοινοβουλευτικού άντρα; Επειδή ο συντηρητικός Δηλιγιάννης πρωτοστατούσε, ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, στον αγώνα για τον περιορισμό της χαρτοπαιξίας, παίρνοντας μια σειρά από αυστηρά περιοριστικά μέτρα που αφορούσαν στη λειτουργία των λεσχών. Λίγο πρωτύτερα μάλιστα, την άνοιξη του 1905, είχε ζητήσει από τις αστυνομικές διευθύνσεις της χώρας να εφαρμόσουν τα σκληρά διατάγματά του, που προέβλεπαν τώρα το οριστικό κλείσιμο των λεσχών. Ο Κωσταγερακάρης, μπράβος και θυρωρός σε χαρτοπαικτική λέσχη, είχε χάσει τη δουλειά του όταν η κυβέρνηση έκλεισε τη λέσχη που εργαζόταν.
Το πλήθος πήγε να λιντσάρει τον φονιά, καταφέροντάς του χτυπήματα με τις γροθιές και τα μπαστούνια τους, και από την οργή του κόσμου τον έσωσε ένας λοχίας της Φρουράς, που τον μετέφερε βαριά πληγωμένο στο υπόγειο της Βουλής. Εκεί ο επικεφαλής της Φρουράς πληροφορήθηκε το όνομα του δράστη και την ιδιότητά του: λεσχηάρχης και χαρτοπαίκτης. «Τι έκανες μωρέ», του είπε. «Έκλεισε τα χαρτοπαίγνια και εψόφησα από την πείνα», ψέλλισε ο δολοφόνος και ξεψύχησε.
Ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης κηδεύτηκε με μεγάλες τιμές, ενώ η καρδιά του φυλάσσεται στον Ναό των Αγίων Ταξιαρχών στη γενέτειρά του, τα Λαγκάδια. Ο ανδριάντας του στήθηκε στην είσοδο της Παλαιάς Βουλής για να τιμήσει έναν άντρα απόλυτα προσηλωμένο στον κοινοβουλευτισμό.
http://istorikatekmiria.blogspot.gr/?wref=bif
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου