Σε προηγούμενο άρθρο αναλύσαμε την σημασία που έχει ο λακωνισμός για έναν πολιτικό ή έναν ομιλητή, εννοώντας με τον όρο αυτό τον σύντομο, περιεκτικό και φιλοσοφημένο λόγο. Η αφορμή γι’ αυτό ήταν μία «κοκορομαχία» μεταξύ δύο βουλευτών του δικομματισμού, οι οποίοι, χωρίς να σεβασθούν τους τηλεθεατές, που τους παρακολουθούσαν, ομιλούσαν συνεχώς με φληναφήματα (δηλαδή, φλυαρίες, μωρολογίες, ανοησίες) και πομφόλυγες (δηλαδή αερολογίες, φούσκες)! Η «μπουρδολογία» κατά το κοινώς λεγόμενον, έδινε και έπαιρνε αλλά και συνεχίζει να δίνει και να παίρνει, κάθε φορά που γίνονται παρόμοιες συζητήσεις. Οι κανόνες τού διαλόγου αλλά και οι στοιχειώδεις κανόνες ομιλίας ουδόλως τηρούνται. Και ο κόσμος αναρωτιέται: Είναι δυνατόν μεγάλοι μορφωμένοι, υποτίθεται σοβαροί, άνθρωποι να μη μπορούν να συζητήσουν ευπρεπώς πάνω σε ένα θέμα, ούτως ώστε να γίνουν κατανοητοί στους πολίτες που τους παρακολουθούν; Ξεκίνησα, λοιπόν, να αναλύω τι γινόταν στην Ελλάδα της κλασσικής εποχής, τότε που οι εφευρέτες τής Δημοκρατίας πρόγονοί μας είχαν φροντίσει να θωρακίσουν την ελευθερία του λόγου από αυτούς, που κατ’ επάγγελμα δεν απαντούσαν αλλά διέκοπταν, αερολογούσαν και γενικά εφέροντο απρεπώς προς τους συνομιλούντες και τους ακροατές! Μετά την έννοια τού λακωνισμού, λοιπόν, που αναλύσαμε στο προηγούμενο άρθρο μας, ερχόμαστε τώρα να αναλύσουμε το θέμα της ευκοσμίας των ομιλούντων!
Ένα κείμενο τού Αισχίνη [22,1-10] παρουσιάζει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, σχετικά με το θέμα τής ευκοσμίας των ομιλούντων. Ας παρακολουθήσουμε την σκέψη του:
«... νυνί μέλλω λέγειν, περί των άλλων Αθηναίων. Απαλλαγείς γαρ των νόμων τούτων έσκέψατο, τίνα χρή τρόπον συλλεγομένους ημάς εις τας εκκλησίας βουλεύεσθαι περί των σπουδαιότατων πραγμάτων. Και πόθεν άρχεται; «νόμοι», φησί, «περί εύκοσμίας». Από σωφροσύνης πρώτον ήρξατο, ως, όπου πλείστη ευκοσμία εστί, ταύτην άριστα την πόλιν οικησομένην».
Αυτό το απόσπασμα σημαίνει σε απλά ελληνικά: «... Τώρα θα σας πω τι όρισε και για τους άλλους Αθηναίους. Πράγματι ο νομοθέτης, (αφού προνόησε για τα παιδιά και τους νέους), σκέφθηκε με ποιόν τρόπο πρέπει να γίνονται οι συνελεύσεις μας, στις οποίες αποφασίζουμε για τα σπουδαιότερα πράγματα. Και από που, νομίζετε, αρχίζει; "Περί δημοσίας ευκοσμίας". (Αυτός είναι ο τίτλος). Αρχίζει δε από τις τάξεις πού επιβάλλουν σώφρονα ήθη στην δημόσια ζωή, διότι, όταν υπάρχει ή αρετή αυτή, κρίνει ότι άριστα μπορεί να διοικηθεί ή πόλη».
Άρα από το κείμενο του Αισχίνη φαίνεται σαφώς ότι ή δημόσια ευκοσμία των Αθηναίων και κυρίως των αγορητών ήταν σημαντικό πράγμα για τους προγόνους μας. Οπότε, όποιος ήταν φαύλος, δεν διέθετε ευκοσμία και επομένως ήταν εχθρός τής δημοκρατίας, γι’ αυτό και δεν είχε το δικαίωμα τής ισηγορίας.
Ο λόγος «κατά Τιμάρχου» όμως αποτελεί μίαν ανεξάντλητη πηγή πληροφοριών για τους νόμους των Αθηνών. Έτσι ο Αισχίνης στον λόγο του αυτόν [35, 1-14] μας δίνει και κάποιες άλλες σημαντικώτατες πληροφορίες, που αξίζει τον κόπο να τις εξετάσουμε. Ας φέρουμε λίγο στην σκέψη μας σκηνές από το ελληνικό κυνοβούλιο όπου πλείστοι βουλευτές αερολογούν, γενικολογούν, κακολογούν, διακόπτουν αγορεύσεις (θυμηθείτε προσφάτως τον πρώην πρόεδρο της βουλής Απόστολο Κακλαμάνη αλλά και άλλους πολλούς). Τότε θα διαπιστώσετε τι προέβλεπαν οι πρόγονοί μας!
Μας λέγει λοιπόν ο σπουδαίος ρήτορας Αισχίνης ότι «αν κάποιος εκ των ρητόρων, μιλώντας στην βουλή ή στην εκκλησία του δήμου δεν αναφέρεται στο εισφερόμενο προς συζήτηση θέμα, ή ομιλεί όχι χωριστά για έκαστο (κεφάλαιο) (εννοεί αν ομιλεί με γενικολογίες), ή ομιλεί δύο φορές για το ίδιο θέμα ο ίδιος επί της αυτής συνεδριάσεως, ή εξαπολύει ύβρεις, ή αφήνει κακόβουλους υπαινιγμούς εις βάρος κάποιου, ή τον κακολογεί, ή διακόπτει την αγόρευση άλλου, ή ενώ διεξάγεται η συζήτηση μεταξύ άλλων σηκώνεται και παρεμβαίνει χωρίς να του δοθεί ο λόγος και χωρίς να ανέβει στο βήμα, ή κάνει παρατηρήσεις, ή διασύρει τον πρόεδρο, τότε, όταν τελειώσει η συνέλευση, έχουν οι πρόεδροι το δικαίωμα να του επιβάλουν χρηματική ποινή, η οποία καταβάλλεται στους εισπράκτορες τών δημοσίων εσόδων, μέχρι του ποσού των πενήντα δραχμών για κάθε αδίκημα χωριστά». (Των ρητόρων εάν τις λέγη εν τη βουλή η εν τω δήμω μη περί του εισφερομένου, ή μη χωρίς περί εκάστου, ή δις περί του αυτού ο αυτός τής αυτής ή λοιδορήται, ή κακώς αγορεύη τινά, ή υποκρούη, ή χρηματιζόντων μεταξύ ανεστηκώς λέγη περί τού μη επί του βήματος, ή παρακελεύηται, ή έλκη τον έπιστάτην, αφειμένης τής εκκλησίας ή της βουλής κυριευέτωσαν οι πρόεδροι μέχρι πεντήκοντα δραχμών εις έκαστον αδίκημα εγγράφειν τοις πράκτορσιν. Εάν δε πλέονος άξιος ή ζημίας έπιβαλόντες μέχρι πεντήκοντα δραχμών εισφερέτωσαν εις την βουλήν ή εις την πρώτην έκκλησίαν. Όταν δ’ εξίωσιν αι κλήσεις, κρινάτωσαν· και εάν καταγνωσθή αυτού κρύβδην ψηφιζομένων, εγγραψάτωσαν οι πρόεδροι τοις πράκτορσιν.)
Η σημασία λοιπόν του ανωτέρω αποσπάσματος είναι πολύ μεγάλη, διότι μάς αποδεικνύει ότι ή ελευθερία λόγου τού καθενός σταματούσε εκεί που άρχιζε η ελευθερία λόγου του άλλου. Έτσι έπρεπε ο καθένας να σέβεται αυτόν που ομιλεί και να τηρεί τους κανόνες δεοντολογίας μιας δημοκρατικής συζητήσεως, επιτρέποντας στον άλλο να ολοκληρώσει τις σκέψεις του χωρίς διακοπή. Αυτή δε η ευκοσμία των ομιλούντων προστατευόταν με νόμο. Δεν θα έπρεπε λοιπόν να γίνει κάτι παρόμοιο και σήμερα;
Η όλη φιλοσοφία και ή εξήγηση τής σημασίας της ευκοσμίας των ομιλούντων και κυρίως τής μη μακρολογίας δίδεται και από τον Πλάτωνα στον Γοργία, οπού σε μία συζήτηση τού Σωκράτη με τον Πώλο αναφέρονται από τον μεγάλο φιλόσοφο τα έξης:
«ΣΩ. Ω κάλλιστε Πώλε, αλλά τοι εξεπίτηδες κτώμεθα εταίρους και υείς, ίνα επειδάν αυτοί πρεσβύτεροι γενόμενοι σφαλλώμεθα, παρόντες υμείς οι νεώτεροι επανορθώτε ημών τον βίον και εν έργοις και εν λόγοις. και νυν ει τι εγώ και Γοργίας εν τοις λόγοις σφαλλόμεθα, συ παρών επανόρθου - δίκαιος δ’ ει - και εγώ εθέλω των ωμολογημένων ει τι σοι δοκεί μη καλώς ωμολογήσθαι, αναθέσθαι ότι αν συ βούλη, εάν μοι εν μόνον φυλάττης.
ΠΩΛ. Τι τούτο λέγεις;
ΣΩ. Την μακρολογίαν, ω Πώλε, ην καθέρξης, η το πρώτον επεχείρησας χρήσθαι.
ΠΩΛ. Τι δε; ουκ εξέσταί μοι λέγειν όπόσα αν βούλωμαι;
ΣΩ. Δεινά μεντάν πάθοις, ω βέλτιστε, ει Αθήναζε αφικόμενος, ου της Ελλάδος πλείστη εστίν εξουσία τού λέγειν, έπειτα συ ενταύθα τούτου μόνος ατυχήσαις. αλλά αντίθες τοι· σου μακρά λέγοντος και μη εθέλοντος το ερωτώμενον αποκρίνεσθαι, ου δεινά αν αυ εγώ πάθοιμι, ει μη έξέσταί μοι απιέναι και μη ακούειν σου; άλλ' ει τι κήδη τού λόγου τού είρημένου και έπανορθώσασθαι αυτόν βούλει, ώσπερ νυν δη έλεγον, αναθεμένος ότι σοι δοκεί, εν τω μέρει ερωτών τε και ερωτώμενος, ώσπερ εγώ τε και Γοργίας, έλεγχέ τε και ελέγχου. φης γαρ δήπου και συ επίστασθαι άπερ Γοργίας· ή ου;». Το κείμενο αυτό αποδίδεται ως έξης:
«ΣΩ. Μα γι’ αυτό ίσα - ίσα, χαριτωμένε μου Πώλε, φροντίζουμε να έχουμε φίλους και υιούς, νέους κατά την ηλικία, για να μας βοηθάτε, παρόντες σεις οι νεώτεροι, όταν εμείς γερνώντας πέφτουμε σε σφάλματα, και να μας υποστηρίζετε, όπως στο βάδισμα, έτσι και στην συζήτηση. Και τώρα αν κάπως εγώ και ο Γοργίας κάνουμε λάθος στην συζήτηση, έλα συ να μας διορθώσεις. Είναι αυτό δικαίωμά σου. Και εγώ είμαι πρόθυμος, εάν κάτι από όσα παραδεχθήκαμε νομίζεις ότι δεν έγινε αποδεκτό ορθώς, να ανακαλέσουμε ο,τιδήποτε θέλεις, αρκεί μόνο ένα πράγμα να τηρήσεις.
ΠΩΛ. Ποιο είναι αυτό;
ΣΩΚ. Την μακρολογία αν περιορίσεις, με την οποία άρχισες να μιλάς.
ΠΩΛ. Και πώς; Δεν θα μου επιτραπεί να λέω όσα θέλω;
ΣΩΚ. Μεγάλο δυστύχημα θα πάθαινες, φίλε μου, αν, ερχόμενος στην Αθήνα, όπου περισσότερο από κάθε μέρος τής Ελλάδος υπάρχει ελευθερία τού λόγου, αν -λέγω- έπειτα εσύ μόνος θα εστερείσο τού δικαιώματος αυτού. Μα έλα στην θέση μου. Αν εσύ μακρολογείς και δεν θέλεις να απαντάς στις ερωτήσεις μου, δεν θα πάθαινα μεγάλο δυστύχημα, αν δεν μου επιτραπεί να φύγω και να μη σε ακούω; Άλλα εάν πράγματι ενδιαφέρεσαι για την συζήτηση και θέλεις να επανορθώσεις κάτι, καθώς και προ ολίγου έλεγα, τότε λέγοντας ό,τι κρίνεις σκόπιμο και ερωτώντας και ερωτώμενος με την σειρά, όπως εγώ και ο Γοργίας, ανασκεύαζε και άφηνε να ανασκευάζεσαι, διότι ισχυρίζεσαι βέβαια ότι και συ ακριβώς γνωρίζεις όσα και ο Γοργίας ή όχι;».
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Ή μακρολογία επομένως κατά την διάρκεια τής αγορεύσεως κάνει τον κάθε συνομιλητή ή ακροατή να κουράζεται, να χάνει τον ειρμό των σκέψεων του και τον απομακρύνει από την ουσία της συζήτησης. Η μονοπώληση τού διαλόγου δεν προσφέρει κάτι το ουσιαστικό. Γι’ αυτό και ο κάθε ένας θα πρέπει να μάθει να ερωτά και να ερωτάται, να ανασκευάζει και να ανασκευάζεται. Ας ακολουθήσουν την συμβουλή αυτή οι "παντογνώστες" πολιτικοί και δεν θα βγουν χαμένοι. Ο σεβασμός προς τους συνομιλητές και τους ακροατές, δίνει αξία στην ελευθερία τού λόγου, η οποία είναι η βασική έκφανση τής δημοκρατίας. Εν αντιθέτω περιπτώσει οι "κοκορομαχούντες" πολιτικοί κινδυνεύουν να απολέσουν δια παντός αυτό το δικαίωμα και η δημοκρατία την ίδια την ύπαρξή της!
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου