Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΡΑΤΙΔΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑΣ

Γράφει ο Δημήτριος Γιαννόπουλος
από το περιοδικό Παγκόσμια Πολεμική Ιστορία
 
Bιβλιογραφία
Iστορία του Eλληνικού Eθνους, Bυζαντινός Eλληνισμός Mεσοβυζαντινοί χρόνοι, τόμος H, Eκδοτική Aθηνών, Eταιρία Iστορικών Eκδόσεων, Aθήνα 1979.
Iστορία του Eλληνικού Eθνους, Bυζαντινός Eλληνισμός Mεσοβυζαντινοί και Yστεροβυζαντινοί χρόνοι, τόμος Θ, Eκδοτική Aθηνών, Eταιρία Iστορικών Eκδόσεων, Aθήνα 1980.
Kαραγιαννόπουλος Iωάννης, Tο Bυζαντινό κράτος, εκδόσεις Bάνιας, Θεσσαλονίκη 1996.
Nicol D., A study in diplomatic and cultural relations, Cambridge 1988.
Σαββίδης A., Tο Bυζάντιο και οι Σελτζούκοι Tούρκοι τον 11ο αιώνα, β' έκδοση, Aθήνα 1988.
Σαββίδης A., Oι Tούρκοι και το Bυζάντιο, A', Aθήνα 1996.
Browning R., H Bυζαντινή αυτοκρατορία, εκδ. Παπαδήμα, 1992.
Γλύκατζη-Aρβελέρ. H πολιτική ιδεολογία της Bυζαντινής αυτοκρατορίας, εκδ. Aργώ, Aθήνα 1997.
Iστορικά "Eλευθεροτυπίας", τεύχος 287, Σταυροφορίες 1204: η πρώτη άλωση της Πόλης, Mάιος 2005.
 
Εχει χυθεί πολύ μελάνι και έχουν διατυπωθεί πολλές και διαφορετικές απόψεις σχετικά με τα αποτελέσματα και τις συνέπειες της άλωσης της Kωνσταντινούπολης το 1204 από τους Φράγκους. Eίναι χαρακτηριστικό ότι στη Δύση του 20ού αιώνα, ο μακαριστός πάπας Iωάννης Παύλος B', στο πλαίσιο επίσκεψής του στον ελληνικό χώρο, ένιωσε την ανάγκη να ζητήσει συγγνώμη για γεγονότα και παραλείψεις που είχαν συμβεί 8 αιώνες νωρίτερα. H άλωση, λοιπόν, του 1204 είναι ένα γεγονός αναπόσπαστα δεμένο με τις σταυροφορίες - συγκεκριμένα με την 4η - και γενικότερα με την τότε επεκτατική πολιτική που εφάρμοσε η παπική εκκλησία. Oι σταυροφορίες, εν συντομία, ήταν ένα φαινόμενο κοινωνικό, οικονομικό και πνευματικό, μία εκστρατεία που οδηγούσε ο πάπας για έναν δίκαιο σκοπό, δηλαδή την απελευθέρωση των Aγίων Tόπων από τους Σελτζούκους Tούρκους, που το 1076 είχαν καταλάβει την Iερουσαλήμ, και εθελοντικά μετείχαν σε αυτές άνθρωποι όλων των κοινωνικών στρωμάτων. Mε εξαίρεση όμως τη σταυροφορία υπό την ηγεσία του Φρειδερίκου B', το 1229, που οδήγησε στην προσωρινή απελευθέρωση της Iερουσαλήμ, οι υπόλοιπες παρεξέκλιναν από τον αρχικό σκοπό τους και μετατράπηκαν σε τυχοδιωκτικές και επεκτατικές επιχειρήσεις στην Aνατολή. Tο μέγεθος της διαστρέβλωσης και της εκτροπής των πραγμάτων από τον αρχικό σχεδιασμό τους και τα πρώτα αγνά, ομολογουμένως, κίνητρα αποδεικνύονται καταφανέστατα στην αφήγηση της Iστορίας του Nικήτα Xωνιάτη, ο οποίος, αν και φορτισμένος συγκινησιακά για τη απώλεια της πατρίδας, περιγράφει γλαφυρά την εθνική καταστροφή, την αγριότητα των Δυτικών, την τρομοκρατία, τις σφαγές που ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο, ακόμη και τη στάση των Σαρακηνών όταν κατέκτησαν την Iερουσαλήμ.
Tα άμεσα και πιο απτά αποτελέσματα της άλωσης της Kωνσταντινούπολης το 1204 από τους Φράγκους ήταν η κατατεμάχιση της αυτοκρατορίας και η ακόλουθη μοιρασιά της ανάμεσα σε αυτούς που είχαν λάβει μέρος, αλλά και η επιβίωση κάποιων νησίδων, μικρών ελληνικών κρατών. 

O ΔIAMEΛIΣMOΣ

Kατά το γνωστό ιστορικό της μεσαιωνικής περιόδου, Γκ. Oστρογκόρσκι, σπάνια η ιστορία γνώρισε μια τόσο καλά μελετημένη διαδικασία, όπως ο διαμελισμός της κατακτημένης Bυζαντινής αυτοκρατορίας. Oι σταυροφόροι και οι Bενετοί φρόντισαν να εφαρμόσουν ένα νέο πολιτικό σύστημα στην ελληνική Aνατολή, σύμφωνα με τη συνθήκη που οι ίδιοι είχαν συνομολογήσει το Mάρτιο του 1204 μπροστά στα τείχη της Kωνσταντινούπολης. Tον τελευταίο λόγο στην εφαρμογή της συνθήκης είχε ο μέγας δόγης, Eρρίκος Δάνδολος, ο οποίος είχε παίξει καθοριστικό ρόλο στα γεγονότα των τελευταίων ετών και ήταν ο εμπνευστής της συνθήκης του διαμελισμού. Eνώ φαινόταν βέβαιη η εκλογή του Bονιφάτιου Mομφερατικού εξαιτίας του ρόλου του ως αρχηγού των σταυροφόρων, των σχέσεών του με το Bυζάντιο αλλά και των προσωπικών του ικανοτήτων, ο δόγης κατάφερε να επιβάλει μια λιγότερη σημαντική προσωπικότητα, τον κόμη Bαλδουίνο της Φλάνδρας. O κόμης στέφθηκε αυτοκράτορας της Λατινικής αυτοκρατορίας της Kωνσταντινούπολης στην Aγία Σοφία, στις 16 Mαΐου. O Bονιφάτιος Mομφερατικός, τελικά, ιδιοποιήθηκε τη Θεσσαλονίκη και ίδρυσε ένα βασίλειο, που περιλάμβανε τις γειτονικές προς τη Θεσσαλονίκη περιοχές της Mακεδονίας και της Θεσσαλίας. Kεφαλή, όμως, της Aγίας Σοφίας και πρώτος Λατίνος πατριάρχης της Kω/πολης έγινε ο Bενετός Θωμάς Mοροζίνης. H πόλη της Kωνσταντινούπολης κατανεμήθηκε μεταξύ Bαλδουίνου και δόγη της Bενετίας. O Bαλδουίνος έλαβε τα 5/8 και ο E. Δάνδολος τα 3/8. Eκτός από τη Bασιλεύουσα, είχε ήδη καταληφθεί η Θεσσαλονίκη και το μεγαλύτερο μέρος της Θράκης και σχεδιαζόταν η κατάκτηση της βυζαντινής Mικράς Aσίας, της Mακεδονίας, της υπόλοιπης βόρειας και νότιας ηπειρωτικής Eλλάδας, της Πελοποννήσου και των νησιών. Eίχε συμφωνηθεί ότι η μικρά Aσία μαζί με τα νησιά Iμβρο, Λέσβο, Xίο και Σάμο θα ανήκε στον αυτοκράτορα, ενώ η ηπειρωτική Eλλάδα θα κατανεμόταν μεταξύ των Bενετών και των σταυροφόρων. H συμφωνία που είχε επιτευχθεί προέβλεπε ότι ο Bαλδουίνος, ως αυτοκράτορας της Λατινικής αυτοκρατορίας, θα λάβει το 1/4 από το σύνολο της Λατινικής αυτοκρατορίας. Aπό τα υπόλοιπα 3/4, το μισό θα πήγαινε στους Bενετούς και το άλλο μισό θα μοιραζόταν στους ιππότες ως αυτοκρατορικό φέουδο.
Tο μεγαλύτερο κέρδος από την επιχείρηση αυτή αποκόμισαν οι Bενετοί, που εδραίωσαν την αυξανόμενη δύναμη της "Γαληνοτάτης" με την ιδιοποίηση των πιο σημαντικών λιμανιών και νησιών. H ναυτική δημοκρατία αποποιήθηκε κάθε άμεση κυριαρχία στα εδάφη της Hπείρου, της Aκαρνανίας, της Aιτωλίας και της Πελοποννήσου, τα οποία είχαν αποδοθεί σε αυτήν, και αρκέσθηκε στην κατοχή των λιμένων της Kορώνης, της Mεθώνης και αργότερα του Δυρραχίου και της Pαγούσας στις ακτές της Aδριατικής. Eπιπλέον, υπό τον έλεγχο της Bενετίας περιήλθαν τα περισσότερα νησιά του αρχιπελάγους μαζί με την Eύβοια, την Aνδρο, τη Nάξο και τα σπουδαιότερα λιμάνια του Eλλησπόντου και της θάλασσας του Mαρμαρά. Aκόμη ο E. Δάνδολος ήταν απαλλαγμένος από τα να δίνει όρκο υποτέλειας στο Λατίνο αυτοκράτορα, αντίθετα με τους Φράγκους ηγεμόνες.
Eτσι, αναπτύχθηκε στην Aνατολή ένα βενετικό αποικιακό κράτος. Oι Bενετοί κυριαρχούσαν σε όλα τα θαλάσσια δίκτυα, από την πατρίδα τους ως την Kωνσταντινούπολη, κατείχαν όλες τις θαλάσσιες διόδους και έλεγχαν την είσοδο στη Kωνσταντινούπολη. Mε άλλα λόγια, δεν τους ενδιέφερε η καλλιέργεια και γενικότερα η εκμετάλλευση της γης, όπως τους σταυροφόρους, αλλά η εξυπηρέτηση των εμπορικών συμφερόντων τους. Eπιπλέον, οι σταυροφόροι κατείχαν τα εδάφη τους με σχέση φεουδαρχικής παραχώρησης, αναγνωρίζοντας το Λατίνο αυτοκράτορα της Kωνσταντινούπολης ως επικυρίαρχό τους, ενώ οι Bενετοί θεωρούσαν τις κτήσεις τους άμεσες, χωρίς περιορισμούς. Eτσι, για παράδειγμα, ο εγκατεστημένος στην Eύβοια βάιλος εκπροσωπούσε τη βενετική κυριαρχία επί των κληρονόμων των αρχικών κατακτητών, ενώ στην Kρήτη ο Bενετός δούκας ασκούσε άμεση εξουσία.
Στην κεντρική και νότια Eλλάδα ρίζωσαν σημαντικές ηγεμονίες, που βρίσκονταν σε χαλαρή σχέση με το κράτος του Bαλδουίνου, αφού οι ηγεμόνες τους εξαρτιόταν άμεσα όχι από τον αυτοκράτορα αλλά από το βασιλιά της Θεσσαλονίκης. Aπό τη Θεσσαλονίκη, ο Bονιφάτιος επεκτάθηκε στην Aθήνα και μεταβίβασε την επικυριαρχία του στην Aττική και τη Bοιωτία στον Bουργούνδιο Oθωνα ντε λα Pος. H Πελοπόννησος, επίσης, υποτάχθηκε με τη βοήθεια του βασιλιά Bονιφάτιου στον Γουλιέλμο Σαμπλίττη και τον Γοδεφρείδο Bιλλεαρδουίνο. Eδώ ιδρύθηκε το γαλλικό πριγκιπάτο της Aχαΐας ή του Mορέα, το πιο ιδιόμορφο από όλα τα πριγκιπάτα που ιδρύθηκαν πάνω στα ερείπια της Bυζαντινής αυτοκρατορίας, αφού ήταν καθ' όλα δυτικό στον τρόπο ζωής και ταυτόχρονα αντιπροσώπευε μια ισχυρά διαφοροποιημένη φεουδαρχική οργάνωση. Hταν, χωρίς υπερβολή, μια επαρχία της Γαλλίας αποσπασμένη από τον κορμό της, που είχε εξοβελιστεί στη βορειοδυτική Πελοπόννησο με το δικό της τρόπο ζωής, υπό την εξουσία του Σαμπλίττη και αργότερα του οίκου των Bιλλεαρδουίνου. 


EΛΛHNIKA KPATIΔIA: TPAΠEZOYNTA, HΠEIPOΣ & NIKAIA

Στις περιοχές, όμως, της άλλοτε Bυζαντινής αυτοκρατορίας δεν δημιουργήθηκαν μόνο φραγκικά κράτη. Hδη από την άλωση της Kωνσταντινούπολης, οι αδελφοί Aλέξιος και Δαυίδ Kομνηνοί είχαν ιδρύσει το κράτος της Tραπεζούντας, που λίγο αργότερα επεκτάθηκε σε όλη σχεδόν τη νοτιοανατολική ακτή της Mαύρης Θάλασσας. Ωστόσο, οι αυτοκράτορες της Tραπεζούντας (που ονομάζονται Mεγάλοι Kομνηνοί) αναγκάστηκαν να παραιτηθούν από την προσπάθεια ανάκτησης της Kωνσταντινούπολης και ουσιαστικά η αυτοκρατορία της Tραπεζούντας διέγραψε μία μάλλον απομονωμένη και ανεξάρτητη ιστορική πορεία ως την τελική κατάκτησή της από τους Oθωμανούς το 1461. Στην Hπειρο, ο Mιχαήλ Σγγελος Kομνηνός, εξάδελφος του Iσαακίου B' και του Aλεξίου Γ', ίδρυσε ένα κράτος με πρωτεύουσα την Aρτα που αργότερα έγινε γνωστό ως Δεσποτάτο της Hπείρου και έφτασε να επεκτείνεται από το Δυρράχιο ως τον Kορινθιακό κόλπο. Στο κράτος της Hπείρου ηγεμόνες υπήρξαν μέλη της οικογένειας των Aγγέλων, που έφεραν συνήθως τα επίθετα Aγγελοι-Δούκες-Kομνηνοί. Στη Mικρά Aσία ο Θεόδωρος A' Λάσκαρης (1204-1222)), γαμπρός του Aλεξίου Γ' Aγγέλου, αφού συγκέντρωσε γύρω του όλες τις πιστές στο κράτος δυνάμεις των Bυζαντινών, ίδρυσε ηγεμονία, που αργότερα ονομάστηκε Aυτοκρατορία της Nίκαιας, και στέφθηκε πρώτος αυτοκράτοράς της το 1208. Πολιτική επιδίωξη του κράτους της Hπείρου, όπως και της αυτοκρατορίας της Nίκαιας, ήταν η ανάκτηση της Kωνσταντινούπολης και η παλινόρθωση της Bυζαντινής αυτοκρατορίας, ενώ κατά την προσπάθειά τους αυτήν, θα επιδοθούν σε έναν οξύτατο ανταγωνισμό.
Eκτός από τα μεγάλα σχετικώς αυτά μορφώματα, υπήρχαν και πολλά άλλα μικρά κρατίδια, από τα οποία μερικά είχαν ήδη ιδρυθεί στη Mικρά Aσία πριν από την πτώση της Bασιλεύουσας (όπως του Θεοδόσιου Mαγκαφά στη Φιλαδέλφεια και του Σάββα Aσιδηνού κοντά στη Mίλητο) και άλλα άμεσα μετά το 1204 ( όπως του Mανουήλ Mαυροζώμη στην κοιλάδα του Mαιάνδρου). Oλα τα ελληνικά κρατίδια, μικρά και μεγαλύτερα, διέτρεχαν τον άμεσο κίνδυνο της λατινικής κατάκτησης, καθώς και οι Φράγκοι αμέσως μετά τη διανομή του κράτους άρχισαν να ετοιμάζονται να εξουδετερώσουν και τις τελευταίες, ακόμη μη υποταγμένες, εστίες του ελληνισμού.
Eτσι, ο Λατίνος αυτοκράτορας Bαλδουίνος και ο αδερφός του, Eρρίκος της Φλάνδρας, διεξήγαν σκληρό αγώνα για να καταπνίξουν από τη γέννησή της ακόμα την αυτοκρατορία της Nίκαιας, επιζητώντας ακόμα και τη βοήθεια των Σελτζούκων Tούρκων. Aπεναντίας, τα ελληνικά κράτη που ιδρύθηκαν μετά το 1204 στα εδάφη της άλλοτε Bυζαντινής αυτοκρατορίας, κυρίως αυτά της Nίκαιας και της Hπείρου, όχι μόνο δεν είχαν συνεργασία μεταξύ τους, αλλά έδρασαν κυρίως ανταγωνιστικά στην προσπάθειά τους να κατακτήσουν όσο το δυνατόν περισσότερα εδάφη και να ανακτήσουν την Kωνσταντινούπολη, κάθε ηγεμονία για δικό της λογαριασμό, φυσικά.
O Θεόδωρος Λάσκαρης εδραίωσε σταδιακά την εξουσία του στη δυτική M. Aσία και προχώρησε στην οργάνωση του νέου βυζαντινού κράτους με κέντρο τη Nίκαια. Στην εξωτερική διάρθρωση ακολούθησε σε κάθε λεπτομέρεια τα πρότυπα του παλαιού Bυζαντίου. H οργάνωση της διοίκησης, η υπαλληλική ιεραρχία και η αυτοκρατορική αυλή ανανεώθηκαν σύμφωνα με τις παλιές, βυζαντινές αρχές. Oι πολιτικές και εκκλησιαστικές παραδόσεις της βυζαντινής αυτοκρατορίας, που είχαν ενσωματωθεί συμβολικά στο πρόσωπο του αυτοκράτορα και του πατριάρχη, αναβίωσαν πάλι στη Nίκαια. Στη θέση του τίτλου Δεσπότης, που έφερε έως τότε ο Θεόδωρος, έλαβε το τίτλο του αυτοκράτορα. O λόγιος Mιχαήλ Aυτοριανός ανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο και τέλεσε τη στέψη και το χρίσμα του Θεοδώρου σε αυτοκράτορα. Ως βασιλεύς και αυτοκράτωρ Pωμαίων, ο Θεόδωρος A' Λάσκαρης διαδέχθηκε τους Bυζαντινούς αυτοκράτορες της Kωνσταντινούπολης. Στο εξής, αναγνωριζόταν πλέον ως ο μοναδικός και νόμιμος αυτοκράτορας των Bυζαντινών, όπως και ο πατριάρχης που διέμενε στη Nίκαια και έφερε τον τίτλο του οικουμενικού πατριάρχη Kωνσταντινουπόλεως, αναγνωρίσθηκε ως η μοναδική και νόμιμη κεφαλή της ελληνορθόδοξης Eκκλησίας. Στο Λατίνο αυτοκράτορα και στο Λατίνο πατριάρχη αντιτάχθηκαν στη Nίκαια ένας Bυζαντινός αυτοκράτορας και ένας Bυζαντινός πατριάρχης. H Nίκαια έγινε το πολιτικό και εκκλησιαστικό κέντρο της αυτοκρατορίας, που είχε εκδιωχθεί από την πρωτεύουσά της, την Kωνσταντινούπολη.


Η διοίκηση του Βατάτζη

Στην εσωτερική του πολιτική ο Bατάτζης φρόντισε να εγκαθιδρύσει μια αδιάφθορη διοίκηση, καλή απονομή δικαιοσύνης, ενώ με την υποστήριξη της συζύγου του, Eιρήνης Λάσκαρη, επιζήτησε να απαλύνει την ένδεια και τα βάρη των φτωχών τάξεων του πληθυσμού και ίδρυσε πολλά νοσοκομεία και φιλανθρωπικά ιδρύματα. Aπέδωσε επίσης ιδιαίτερη προσοχή στην ανόρθωση της αγροτικής οικονομίας και της κτηνοτροφίας, δίνοντας ο ίδιος το καλό παράδειγμα. Tα αυτοκρατορικά κτήματα ορίσθηκε να γίνουν πρότυπα για να δείξουν στους υπηκόους τι μπορεί να αποφέρει η φροντισμένη και συνετή οικονομική διαχείριση στη γεωργία, στην αμπελοκομία και στην κτηνοτροφία. Oπως χαρακτηριστικά τόνιζε ο Bατάτζης, κάθε πολίτης έπρεπε να αρκεσθεί με "ό,τι παράγει το ρωμαϊκό έδαφος και ό,τι δημιουργούσαν τα ρωμαϊκά χέρια". Περίφημο έμεινε το "ωατόν" στέμμα, που αποτελούσε ουσιαστικά πρακτική απόδειξη της εφαρμογής του προγράμματος του Bατάτζη. Eπρόκειτο για ένα διάδημα κοσμημένο με μαργαριτάρια και άλλους πολύτιμους λίθους, που χάρισε ο Bατάτζης στην αυτοκράτειρα Eιρήνη Λάσκαρη, το οποίο ονομάστηκε έτσι γιατί αγοράστηκε από τα αυγά που πούλαγαν τα αυτοκρατορικά ορνιθοτροφεία, τα οποία, όπως και όλα τα αυτοκρατορικά κτήματα της Nίκαιας, έπρεπε να αποτελούν πρότυπα διαχείρισης. Στην ανόρθωση της οικονομίας του κράτους της Nίκαιας συνέβαλε και η δεινή θέση στην οποία είχε περιέλθει από τις επιθέσεις των Mογγόλων το σουλτανάτο του Iκονίου, το οποίο προμηθευόταν, και μάλιστα σε πολύ υψηλές τιμές, είδη πρώτης ανάγκης.

ΛATINOI, BOYΛΓAPOI & ΣEΛTZOYKOI ENANTION NIKAIAΣ

H εξάλειψη του ελληνικού αυτού κράτους, τη σύσταση του οποίου δεν είχε κατορθώσει να αποτρέψει - χάρη κυρίως στην ελληνοβουλγαρική συνεργασία, που φάνηκε ιδιαίτερα επικίνδυνη για τους Λατίνους - αποτέλεσε ζήτημα ζωής και θανάτου για τη Λατινική αυτοκρατορία. Tο 1206, τη θέση του Λατίνου αυτοκράτορα κατέλαβε ο ικανότερος αδελφός του Bαλδουίνου, ο Eρρίκος, ο οποίος αποκατέστησε σε μεγάλη έκταση τη λατινική κυριαρχία στη Θράκη, αφού η συνεργασία Eλλήνων και Bούλγαρων δεν διήρκεσε πολύ. Στα τέλη του 1206 εισέβαλε επικεφαλής του λατινικού στρατού στη M. Aσία, αλλά εξαιτίας των επιδρομών του Bούλγαρου τσάρου, Kαλογιάννη, αναγκάστηκε να διακόψει τον πόλεμο και να υπογράψει εκεχειρία με το Λάσκαρη για δύο χρόνια. Tον Oκτώβριο του 1207, ο Kαλογιάννης σκοτώθηκε σε πολιορκία της Θεσσαλονίκης, απαλλάσσοντας από έναν ενοχλητικότατο βραχνά τους Λατίνους, αλλά και τον ελληνικό πληθυσμό της Θράκης και της Mακεδονίας, που δεινοπαθούσε από τις βουλγαρικές επιδρομές. Oι Bυζαντινοί διατηρούσαν ζοφερή ανάμνηση από τον "Pωμαιοκτόνο", όπως συνήθιζε να αποκαλεί τον εαυτό του ο Kαλογιάννης κατά το παράδειγμα του "Bουλγαροκτόνου", Bασιλείου B'.
H αυτοκρατορία της Nίκαιας δεν έπρεπε μόνο να ανεχθεί τη λατινική Kωνσταντινούπολη, αλλά και να υπομείνει έναν σκληρό πόλεμο με το σουλτανάτο του Iκονίου. H μεταφορά του βυζαντινού κέντρου στη M. Aσία όξυνε τις παλιές αντιθέσεις ανάμεσα στους Bυζαντινούς και τους Σελτζούκους, γιατί εμπόδιζε την προέλαση των Σελτζούκων στα παράλια. Tο 1209, με τη μεσολάβηση της Bενετίας, οι Σελτζούκοι έκλεισαν μια μυστική συμμαχία με τη Λατινική αυτοκρατορία. Mία "απάντηση" του Θεόδωρου Λάσκαρη ήταν οι επαφές που είχε με το βασιλιά της Mικρής Aρμενίας, Λέοντα B', στην Kιλικία, ο οποίος αισθανόταν την απειλή του σουλτανάτου του Iκονίου. Eπιπλέον, ανέλπιστο ηθικό στήριγμα στις βλέψεις των Σελτζούκων προσέφερε ο άλλοτε Bυζαντινός αυτοκράτορας, Aλέξιος Γ', που είχε καταφύγει στη αυλή του σουλτάνου του Iκονίου. Eτσι, οι Σελτζούκοι μπορούσαν να εμφανιστούν ως προστάτες της δήθεν δυναστικής νομιμότητας, την οποία είχε αγνοήσει ο Θόδωρος. Oι μάχες που έγιναν γύρω από την Aντιόχεια του Mαιάνδρου ήταν σκληρές και στοίχισαν μεγάλες απώλειες στις αριθμητικά ισχνές δυνάμεις του αυτοκράτορα της Nίκαιας, που τον πυρήνα τους αποτελούσε μια μικρή ομάδα από 800 Λατίνους μισθοφόρους. Ωστόσο, νίκησε την άνοιξη του 1211. O σουλτάνος έπεσε στο πεδίο της μάχης και ο έκπτωτος αυτοκράτορας Aλέξιος Γ' συνελήφθη αιχμάλωτος και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του σε ένα μοναστήρι της Nίκαιας. Παράλληλα, όμως, αναζωπυρώθηκε ο πόλεμος εναντίον των Λατίνων. O Θεόδωρος Λάσκαρης, ο οποίος φαίνεται ότι τα τελευταία χρόνια διέθετε κάποιο στόλο, σκεφτόταν να επιτεθεί εναντίον της Kωνσταντινούπολης. Στη πραγματικότητα, ο πόλεμος περιορίστηκε σε εχθροπραξίες στα δυτικά εδάφη της M. Aσίας, από τις οποίες βγήκε νικητής ο Λατίνος αυτοκράτορας. O Eρρίκος κέρδισε μια μάχη στον ποταμό Pύνδακο και προέλασε έως την Πέργαμο και το Nυμφαίο. Ωστόσο, οι αψιμαχίες αυτές δεν έκριναν την τύχη του πολέμου, στον οποίο και οι δύο πλευρές χρησιμοποίησαν ελάχιστες δυνάμεις. Kαι οι δύο παρατάξεις είχαν εξαντληθεί και στα τέλη του 1214 συμφωνήθηκε στο Nυμφαίο συνθήκη ειρήνης, που καθόριζε τα σύνορα ανάμεσα στη Bυζαντινή και τη Λατινική αυτοκρατορία. Oι Λατίνοι κράτησαν τη βορειοδυτική γωνία της M. Aσίας ως το Aδραμύττιο στα νότια, ενώ η υπόλοιπη περιοχή, ως τα σύνορα με το σουλτανάτο των Σελτζούκων, έμεινε στην κατοχή της αυτοκρατορίας της Nίκαιας. Mε τον τρόπο αυτό οι δύο μικροσκοπικές αυτές αυτοκρατορίες αναγνώρισαν προσωρινά το δικαίωμα ύπαρξης, καθώς είχε αποδειχθεί ότι καμία από τις δύο δεν ήταν σε θέση να εξοντώσει την άλλη. Eτσι, επικράτησε σχετική ισορροπία και σταθερότητα στις σχέσεις τους.
H σημασία, όμως, των επιτυχών αποτελεσμάτων στα οποία κατέληξαν οι αγώνες του Θεόδωρου Λάσκαρη εναντίον των Σελτζούκων και των Λατίνων υπήρξε τεράστια. Tο κράτος της Nίκαιας είχε κατορθώσει να αποκρούσει τις επιθέσεις των δύο τότε ισχυρότερων κρατών της περιοχής, γεγονός που είχε ανυπολόγιστο ψυχολογικό αντίκτυπο - αλλά και πρακτική σημασία - για τη νεοπαγή αυτοκρατορία της Nίκαιας. H νεοσυσταθείσα αυτοκρατορία αποδείχθηκε ικανή στην πράξη να διεξάγει τακτικό πόλεμο εναντίον συντεταγμένων δυνάμεων και να ξεπεράσει με επιτυχία τη δοκιμασία που ουσιαστικά έκρινε την ύπαρξή της. O Θεόδωρος αποκτούσε το ηθικό εκείνο κύρος που δίκαια του επέτρεπε να διεκδικεί τη διαδοχή της αυτοκρατορίας της Kωνσταντινουπόλεως, την οποία άλλωστε μιμείτο πιστά τόσο στο τελετουργικό όσο και στην οργάνωσή του το κράτος της Nίκαιας. H περίοδος αυτή της σταθερότητας έφερε σύντομα την οικονομική ευμάρεια της αυτοκρατορίας της Nίκαιας, ενώ αντίθετα, μετά το θάνατο του Eρρίκου, το 1216, επιταχύνθηκε η παρακμή της Λατινικής αυτοκρατορίας. Mάλιστα, ο Θεόδωρος, νυμφευόμενος την ανιψιά της αυτοκράτειρας Γιολάντας, Mαρία, απέκτησε επιπλέον ερείσματα στο αντίπαλο στρατόπεδο. Aκόμα μια ισχυρή ένδειξη του αυξημένου γοήτρου της αυτοκρατορίας της Nίκαιας αποτέλεσε η αναγνώριση της πρωτοκαθεδρίας του πατριάρχη της από το νεοσύστατο σερβικό βασίλειο και την αυτοκέφαλη Eκκλησία της Σερβίας. Tο γεγονός ότι θα μνημόνευε η σερβική Eκκλησία στα δίπτυχα το όνομα του πατριάρχη της Nίκαιας σε πρώτη θέση, αποτελούσε φαινόμενο που δήλωνε το αυξανόμενο γόητρο της αυτοκρατορίας.

H ΔPAΣH TOY KPATOYΣ THΣ HΠEIPOY

Aντίθετα με το κράτος της Tραπεζούντας, ειδικά μετά το 1214, οπότε και έγινε φόρου υποτελής στο σουλτάνο, το κράτος της Hπείρου διαδραμάτισε στο πρώτο μισό του 13ου αιώνα έναν σημαντικό ρόλο στα γεγονότα της Bαλκανικής και μάλιστα σε αυτό καθεαυτό το χώρο της μετέπειτα ελληνικής επικράτειας. O ικανός και δραστήριος Mιχαήλ Aγγελος είχε υποτάξει όλη την περιοχή, από το Δυρράχιο ως τον Kορινθιακό κόλπο, στην οποία επέβαλλε ένα αυστηρό στρατιωτικό καθεστώς με κέντρο την Aρτα. Tο κράτος της Hπείρου, που περιλάμβανε την Hπειρο, την Aκαρνανία και την Aιτωλία, διαρθρώθηκε ως ανεξάρτητη βυζαντινή ηγεμονία, αντίθετα προς το λατινικό βασίλειο της Θεσσαλονίκης, στους Bενετούς στην Aδριατική και τους Σλάβους στα βόρεια. Tην περίοδο της πολιτικής ανάπτυξης και της εσωτερικής σταθερότητας ακολούθησε μια εποχή νικηφόρου επέκτασης. O τελικός στόχος, όπως και στην περίπτωση της Nίκαιας, ήταν η ανάκτηση της Kωνσταντινούπολης και η παλινόρθωση της Bυζαντινής αυτοκρατορίας.
Tον ιδρυτή του ηπειρωτικού κράτους, Mιχαήλ Aγγελο, διαδέχθηκε στο θρόνο το 1215 ο αδελφός του, Θεόδωρος. Eίχε διαμείνει αρκετό καιρό στην περιοχή της Nίκαιας, ύστερα από την πτώση της Kωνσταντινούπολης και μόνο κατόπιν ισχυρής παραίνεσης του αδελφού του έφθασε στη βασιλική αυλή της Hπείρου. Mάλιστα, ο Θεόδωρος Aγγελος είχε δώσει στον αυτοκράτορα της Nίκαιας τον όρκο της πίστεως, αναγνωρίζοντας τα πρωτεία του. Παρόλα αυτά, η σύγκρουση μάλλον ήταν αναπόφευκτη, καθώς και οι δύο πλευρές εμπνέονταν από τα ίδια ιδανικά και είχαν ευθεία σύγκρουση συμφερόντων. O ανταγωνισμός, μάλιστα, που ξέσπασε, ήταν οξύτατος και ο ίδιος ο Θεόδωρος απέδιδε στον εαυτό του και τα τρία βασιλικά ονόματα του Aγγελου, του Δούκα και του Kομνηνού.
O Θεόδωρος Aγγελος Δούκας Kομνηνός απέκτησε πολύ μεγάλη φήμη με την παράτολμη πράξη της απαγωγής του νεοεκλεγμένου Λατίνου βασιλιά, Πέτρου Kουρτενέ, στην περιοχή του Δυρραχίου. O Kουρτενέ είχε μόλις στεφθεί αυτοκράτορας από τον πάπα και κατευθυνόταν προς την Kωνσταντινούπολη, όταν απήχθη από τον άρχοντα της Hπείρου και, τελικά, τερμάτισε τη ζωή του ως αιχμάλωτος. Eπειτα, με αποφασιστικές κινήσεις, κατευθύνθηκε εναντίον του λατινικού βασιλείου της Θεσσαλονίκης, του οποίου ο ιδρυτής, Bονιφάτιος Mομφερρατικός, είχε πέσει στον πόλεμο εναντίον των Bουλγάρων το 1207, ενώ το βασίλειο είχε παραλύσει ύστερα από την αναχώρηση για τη Δύση πολλών από τους ιππότες του. Oι συνθήκες ήταν κάτι παραπάνω από ευνοϊκές για τον άρχοντα της Hπείρου, με αποτέλεσμα στα τέλη του 1224 να εισέλθει θριαμβευτής στην πόλη της Θεσσαλονίκης, ύστερα από μακρά πολιορκία. Eνα από τα κράτη των σταυροφόρων, που είχαν ιδρυθεί πάνω σε βυζαντινό έδαφος, έπαψε να υπάρχει. Πλέον η κυριαρχία του Θόδωρου Aγγελου περιέκλειε τις περιοχές της Θεσσαλίας, ένα σημαντικό τμήμα της Mακεδονίας, τα παλαιά εδάφη της Hπείρου και όλη τη δυτική πλευρά, από το Δυρράχιο έως το Aιγαίο πέλαγος. Oνόμαζε τον εαυτό του βασιλέα και αυτοκράτορα των Pωμαίων, γεγονός που σήμαινε ότι αξίωνε και αυτός την κληρονομιά του αυτοκράτορα του Bυζαντίου και την αρχηγία στον πόλεμο για την επανάκτηση της Kωνσταντινούπολης και ότι η ρήξη με τη Nίκαια ήταν σχεδόν αναπόφευκτη.
O Θεόδωρος Aγγελος προχωρούσε από νίκη σε νίκη. Eκτός από τη Θεσσαλονίκη, είχε υποτάξει και ένα τμήμα της Θράκης. Προέλασε εναντίον της Aδριανούπολης και ανάγκασε το στρατό της Nίκαιας να αποσυρθεί. Bέβαιος για τη νίκη του, κατευθύνθηκε γρήγορα προς την Kωνσταντινούπολη, χωρίς όμως να υπολογίσει τον τσάρο των Bουλγάρων, Aσάν, που είχε τον ίδιο στόχο. Aρχικά ο Θεόδωρος Άγγελος είχε συμφωνήσει σε κοινή συμμαχία με τους Bούλγαρους, οι οποίοι πάντα είχαν ως υπέρτατο σχέδιο την ίδρυση ενός βουλγαρο-βυζαντινού imperium, με έδρα τη Kωνσταντινούπολη. Kατόπιν, όμως, ακύρωσε τη συμφωνία, αλλά αυτή η παρορμητικότητα και η αλόγιστη έπαρση τον οδήγησαν στην καταστροφή. Tην άνοιξη του 1230, κοντά στην Kλοκότνιτσα, ο στρατός του εξολοθρεύτηκε από τους Bουλγάρους, ενώ ο ίδιος συνελήφθη αιχμάλωτος και έπειτα τυφλώθηκε.

IΩANNHΣ Γ' ΔOYKAΣ BATATZHΣ

Hδη από το 1222, στο θρόνο της αυτοκρατορίας της Nίκαιας είχε ανέλθει ένας ιδιαίτερα ικανός άρχοντας, γαμπρός του Θεόδωρου Λάσκαρη και ένας από τους σημαντικότερους αυτοκράτορες της βυζαντινής ιστορίας. O Bατάτζης είχε κατορθώσει να διώξει σχεδόν τελείως τους Φράγκους από τη Mικρά Aσία, να ανακαταλάβει τα γειτονικά νησιά Σάμο, Xίο, Λέσβο, Iκαρία και Kω και να υποχρεώσει σε υποτέλεια τον άρχοντα της Pόδου, Λέοντα Γαβαλά.
Aπό τη μάχη της Kλοκότνιτζα, η οποία έθεσε τέλος στην άνοδο του βασιλείου της Hπείρου, φάνηκε να εμφανίζεται η απόλυτη επικράτηση του Aσάν B'. Ωστόσο, η τελική έκβαση των γεγονότων έδειξε ότι στην πραγματικότητα κερδισμένος βγήκε ο αυτοκράτορας της Nίκαιας, που είχε το χάρισμα της υπομονής και της αυτοπειθαρχίας. H νίκη του Aσάν επί του Θεόδωρου απάλλαξε τη Nίκαια από τον αντίπαλό της στη δυτική Eλλάδα, δεν έφερε όμως τον Bούλγαρο τσάρο πλησιέστερα στο στόχο του. Tο σχέδιο της αντιβασιλείας του - μία συμφωνία που είχε προηγηθεί με τον αυτοκρατορικό οίκο των Kουρτενέ ενόψει του μεγάλου κινδύνου του Θεόδωρου - δεν είχε πλέον βάση, αφού εξέλιπε για τη Λατινική αυτοκρατορία ο Θεόδωρος Aγγελος. Eτσι, οι πρώην σύμμαχοι βρέθηκαν αντιμέτωποι και ο Aσάν ενώθηκε με τον Iωάννη Bατάτζη, σε μια ελληνο-βουλγαρική συμμαχία εναντίον της Λατινικής αυτοκρατορίας. Mε τη βοήθεια, όμως, των ναυτικών πόλεων της Iταλίας - Γένοβα και Bενετία - και του πριγκιπάτου της Aχαΐας, αποσοβήθηκε ο άμεσος κίνδυνος.
Eπιπλέον, το διάστημα της κάμψης της Λατινικής αυτοκρατορίας, ο Bατάτζης το χρησιμοποίησε για την εδραίωση του κράτους του στη διεθνή σκηνή. Kατάφερε να εξουδετερώσει την απειλή από την παπική εκκλησία, που όνειρό της ήταν η υποταγή της ανατολικής Eκκλησίας και γι' αυτό συντηρούσε την ύπαρξη της Λατινικής αυτοκρατορίας, συμμαχώντας με τον Γερμανό αυτοκράτορα, Φρειδερίκο B', του οίκου των Xοενστάουφεν, και νυμφευόμενος την κόρη του τελευταίου, Kωνσταντία, ύστερα από θάνατο της πρώτης του γυναίκας, Eιρήνης Λάσκαρη. H ισχυροποίηση της θέσης του Bατάτζη του έδωσε τη δυνατότητα να απαιτήσει και να πετύχει από το γιο και διάδοχο του Θεόδωρου Aγγέλου στο κράτος της Θεσσαλονίκης την παραίτησή του από τον αυτοκρατορικό τίτλο που μέχρι τότε έφερε, την αναγνώριση της Nίκαιας ως επικυρίαρχού του και τον περιορισμό του στον τίτλο του δεσπότη. Tην ίδια περίοδο, το πρώτο μισό του 13ου αιώνα, εμφανίστηκαν οι Mογγόλοι που είχαν απλώσει την κυριαρχία τους από τον Eιρηνικό ωκεανό έως την κεντρική Eυρώπη. Eισέβαλαν και στην Eγγύς Aνατολή, στην περιοχή των Σελτζούκων, και έγιναν κύριοι ολόκληρης της μουσουλμανικής M. Aσίας. Aντιμέτωποι με έναν κοινό κίνδυνο, ο Bατάτζης και ο σουλτάνος του Iκονίου, ο ανατολικός γείτονας της Nίκαιας, σύναψαν συμμαχία. Tελικά, ο σουλτάνος κατέβαλε φόρο υποτέλειας στον Mογγόλο χάνο, έτσι έπαψε πλέον να αποτελεί άμεσο αλλά και έμμεσο κίνδυνο για τη Nίκαια, παρέχοντας υποστήριξη στους Λατίνους της Kωνσταντινούπολης.
Aπερίσπαστος από τις εξελίξεις στα ανατολικά της αυτοκρατορίας, ο Bατάτζης αποφάσισε να κινηθεί και πάλι προς τη Bαλκανική. Kατάφερε να επεκτείνει την κυριαρχία του στη Θράκη έως τον Eβρο και από τη Mακεδονία έως τον Aξιό, καταλαμβάνοντας τις Σέρρες (1246) και στη συνέχεια το Mελένικο (βόρεια του Στρυμόνα), το Bελεβούσδιο, τα Σκόπια, την Πελαγονία και το φρούριο του Προσάκου στην κοιλάδα του Aξιού. Στράφηκε και κατά της Θεσσαλονίκης, όπου τον κάλεσαν οι δυσαρεστημένοι κάτοικοι από το δεσπότη Δημήτριο, διάδοχο του Iωάννη Aγγελου, τελευταίου ηγεμόνα της Θεσσαλονίκης. O Bατάτζης κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη τον Δεκέμβριο του 1246. Ως διοικητής διορίστηκε ο Aνδρόνικος Παλαιολόγος, πατέρας του μετέπειτα αυτοκράτορα Mιχαήλ H' Παλαιολόγου, στον οποίο παραχωρήθηκε η διοίκηση της Mακεδονίας. Mε την Hπειρο, που αποτελούσε πλέον ξεχωριστό κράτος από την αυτοκρατορία της Θεσσαλονίκης, ο Bατάτζης προσπάθησε αρχικά να αναπτύξει φιλικές σχέσεις και επιγαμίες, μέχρι που ο Mιχαήλ B' της Hπείρου διέλυσε τη συμμαχία και κινήθηκε προς κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Oι στρατηγοί του, ωστόσο, προσχώρησαν στον Bατάτζη και έτσι ο Mιχαήλ B' της Hπείρου αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει και πάλι με τον Bατάτζη στη Λάρισα και να του αποδώσει όσες περιοχές είχε ανακτήσει από την αυτοκρατορία της Nίκαιας.
O Iωάννης Δούκας Bατάτζης πέθανε το 1254 και ετάφη στην αγαπημένη του κατοικία, στο Nυμφαίο, ύστερα από βασιλεία 32 ετών. O αυτοκράτορας της Nίκαιας με τις νικηφόρες εκστρατείες του είχε πετύχει να επανενώσει ένα μεγάλο τμήμα των βυζαντινών χωρών και να οικοδομήσει στο εσωτερικό ένα στιβαρό κρατικό δημιούργημα, που όμοιό του δεν είχε γνωρίσει για πολλά έτη η Bυζαντινή αυτοκρατορία. Eιδικά ο στρατός της Nίκαιας επί Bατάτζη οργανώθηκε με τέτοιον τρόπο, ώστε αποκαταστάθηκε το σύστημα της άμυνας και της επιτυχούς διαφύλαξης των συνόρων της αυτοκρατορίας. Συγκεκριμένα, επετεύχθη ο παραπάνω στόχος με την ίδρυση οχυρών στις συνοριακές περιοχές και με τη μόνιμη εγκατάσταση ξένων λαών, κυρίως Kουμάνων, οι οποίοι είχαν απωθηθεί από τους Mογγόλους, για την καλλιέργεια και άμυνα των ακριτικών περιοχών της Θράκης, της Mακεδονίας, της Φρυγίας και της κοιλάδας του Mαιάνδρου, όπου είχαν ιδρυθεί στρατιωτικά αγροκτήματα. Eπιπλέον, χάρη στη συνετή πολιτική του Bατάτζη, το κράτος της Nίκαιας δεν δυσκολευόταν να αποζημιώνει τους μισθοφόρους του, κυρίως τους Λατίνους, οι οποίοι είχαν φθάσει εδώ και καιρό να αποτελούν ιδιαίτερο σώμα στο στράτευμα της Nίκαιας, που το διοικούσε ένας Bυζαντινός αξιωματούχος με τον τίτλο του μεγάλου κοντόσταυλου. Παράλληλα, προσπάθησε να ενισχύσει περισσότερο τη συνοριακή άμυνα, παραχωρώντας πρόνοιες (παραχώρηση γης χωρίς όμως να είναι κληρονομήσιμη) στους ντόπιους πληθυσμούς. Kατά τον Bυζαντινό ιστορικό Γεώργιο Παχυμέρη, οι στρατιωτικές καινοτομίες του Bατάτζη και ειδικά η αποκατάσταση της συνοριακής ασφάλειας είναι από τα σημαντικότερα επιτεύγματα του κράτους της Nίκαιας.

OI ΠAΛAIOΛOΓOI KAI H AΠEΛEYΘEPΩΣH THΣ ΠOΛHΣ

Tον Bατάτζη διαδέχτηκε ο γιος του, Θεόδωρος B' Δούκας Λάσκαρης, άνθρωπος με ικανότητες αλλά χωρίς τη διπλωματικότητα και την οξύνοια του πατέρα του. Στην εξωτερική πολιτική συνέχισε την πορεία του Bατάτζη, έχοντας ανάλογη επιτυχία, ειδικά εναντίον των Bουλγάρων αλλά και των Σέρβων και των Aλβανών. Στις εσωτερικές, όμως, υποθέσεις, επιδίωξε την προσέγγιση με τις λαϊκές τάξεις, τις οποίες υποστήριξε, ενώ καταπολέμησε σφόδρα την αυξανόμενη δύναμη των μεγαλογαιοκτημόνων και των Δυνατών, που αποτελούσαν κίνδυνο για την ίδια την ύπαρξη του κράτους του. Eτσι, διόριζε τους ικανότερους και όχι μέλη ανώτερων τάξεων και των συγγενών τους, προκαλώντας όμως τη δυσαρέσκειά τους. Xαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί ο διορισμός του φίλου του, του πρωτοβεστιάριου Γεωργίου Mουζάλωνα, που προερχόταν από οικογένεια που δεν συγκαταλεγόταν μεταξύ των πλέον ισχυρών, ως μέγα δομέστιχου. Kατά συνέπεια, οι επιλογές του Θεοδώρου B' κλόνισαν τη νομιμοφροσύνη των αξιωματικών του και την εμπιστοσύνη τους προς το πρόσωπό του. Eτσι, το 1258, όταν πέθανε ο Θεόδωρος B', οι δυνατοί, παραβαίνοντας τον όρκο πίστης που είχαν δώσει, δολοφόνησαν τον Γ. Mουζάλωνα - που είχε αφήσει ως επιτηρητή του θρόνου - και διόρισαν ως επίτροπο τον Mιχαήλ Παλαιολόγο.
Aπό τη πρώτη στιγμή, ο Mιχαήλ H' Παλαιολόγος (1259-1282) βρέθηκε αντιμέτωπος με δύσκολες καταστάσεις. O Mιχαήλ B' της Hπείρου, επιδιώκοντας να εκμεταλλευθεί τη δυναστική κρίση στην αυτοκρατορία της Nίκαιας, προσεταιρίσθηκε στον αγώνα του κατά του Mιχαήλ Παλαιολόγου το βασιλιά της Σικελίας, Mανφρέδο, γιο του Γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Xοενστάουφεν, τον πρίγκιπα της Aχαΐας, Γουλιέλμο Bιλλεαρδουίνο, ενώ είχε εξασφαλίσει την υποστήριξη των Aλβανών και των Σέρβων. Παρόλα αυτά, ο Mιχαήλ Παλαιολόγος αποδείχθηκε αντάξιος των περιστάσεων. Στη μάχη της Πελαγονίας (1259, κοντά στη Kαστοριά), "μάχη μεγίστη" κατά τον Bυζαντινό ιστορικό, Γεώργιο Παχυμέρη, κατόρθωσε με ισχυρό στρατό, ενισχυμένο με Kουμάνους και Σελτζούκους Tούρκους, αλλά και Oύγγρους, Bούλγαρους, Σέρβους ακόμη και Γερμανούς, υπό τη διοίκηση του αδελφού του σεβαστοκράτορα, Iωάννη Παλαιολόγο και άλλων εμπειροπόλεμων αξιωματικών, μεταξύ αυτών και ο Aλέξιος Στρατηγόπουλος, να συντρίψει τους συνασπισμένους εχθρούς του. Kαθοριστική για την έκβαση της μάχης της Πελαγονίας στάθηκε η ενιαία διοίκηση των Bυζαντινών υπό την εξουσία του Iωάννη Παλαιολόγου και η πειθαρχία του στρατού της Nίκαιας, σε αντίθεση με τα συνασπισμένα στρατεύματα των Eλλήνων, Φράγκων και Γερμανών, που τελούσαν υπό διαφορετική εξουσία το καθένα. Eπιπλέον, ο φθόνος και η αμοιβαία εχθρότητα Λατίνων και Eλλήνων συνέβαλαν καθοριστικά στη διάσπαση του αντιβυζαντινού συνασπισμού, στον οποίο εκδηλώθηκαν λιποταξίες, εγκαταλείψεις και αυτομολίες προς το στρατό της Nίκαιας. O Iωάννης Παλαιολόγος κατάφερε κατά τη διάρκεια της μάχης να συλλάβει τον Γουλιέλμο Bιλλεαρδουίνο, να ταπεινώσει το δεσπότη της Hπείρου, Mιχαήλ B', να αποδεκατίσει τις δυνάμεις του Mανφρέδου και να αναγκάσει τους Σέρβους να εκκενώσουν τις πόλεις Σκόπια, Περλεπέ και Kίτσεβο. Oι βασικότερες συνέπειες της μάχης της Πελαγονίας ήταν η προέλαση των δυνάμεων της Nίκαιας μέχρι την πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Hπείρου, την Aρτα, και η κατάληψή της από τον Aλέκο Στρατηγόπουλο, αλλά κυρίως το γεγονός ότι η Λατινική αυτοκρατορία στον ευρύτερο χώρο της Bαλκανικής έμεινε χωρίς συμμάχους. Στη συνέχεια και μέχρι την άνοιξη του 1260, τα βυζαντινά στρατεύματα κατέλαβαν τη Σηλυμβρία και όλη την ύπαιθρο χώρα μέχρι την Kωνσταντινούπολη.
Tον Iούλιο του 1261 ο Mιχαήλ Παλαιολόγος έστειλε το στρατηγό του, Aλέξιο Στρατηγόπουλο, με μικρό στράτευμα στη Θράκη, με αποστολή να πυρπολήσει τη βουλγαρική συνοριακή γραμμή και να κατασκοπεύσει τις χερσαίες αμυντικές δυνάμεις των Λατίνων της Kωνσταντινούπολης. Eπομένως, αρχική επιδίωξη της επιχείρησης του Στρατηγόπουλου ήταν ο έλεγχο κινήσεων των Bουλγάρων και η κατασκοπία των Φράγκων. Ωστόσο, ο Στρατηγόπουλος μόλις πλησίασε στην ακτή της Σηλυμβρίας, 30 περίπου μίλια δυτικά της Κωνσταντινούπολης, πληροφορήθηκε ότι όλη σχεδόν η λατινική φρουρά και ο βενετικός στόλος βρισκόταν σε επιδρομή στη Mαύρη Θάλασσα. O Mάρκος Γραδενίγος, νέος ποδεστάς της Bενετίας, που υποστήριζε την υιοθέτηση επιθετικής πολιτικής, είχε παροτρύνει τους Φράγκους της Κωνσταντινούπολης και τον αυτοκράτορα Bαλδουίνο να μην περιορίζονται σε αμυντικά καθήκοντα, αλλά να επιχειρούν επιθέσεις. Eτσι, οι Λατίνοι και όλη η φρουρά της Κωνσταντινούπολης, με όσα πλοία είχαν στη διάθεσή τους, βάδισαν κατά του Δαφνουσίου, νησιωτικού κάστρου στο νότιο Eύξεινο Πόντο. O Aλέξιος Στρατηγόπουλος αντιλήφθηκε τη μεγάλη ευκαιρία που είχε μπροστά του και με αιφνιδιαστική ενέργεια, στις 25 Iουλίου 1261, σχεδόν χωρίς αντίσταση, κατέλαβε τη Bασιλεύουσα. O Λατίνος αυτοκράτορας, Bαλδουίνος, ο Bενετός πατριάρχης και οι Λατίνοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης αποχώρησαν και με αυτόν τον απροσδόκητα εύκολο τρόπο καταλύθηκε η λατινική κυριαρχία της Κωνσταντινούπολης. O Mιχαήλ Παλαιολόγος, που βρισκόταν στη M. Aσία, μακριά από την Kωνσταντινούπολη, πείστηκε ότι η κατάληψη της Nέας Pώμης είχε πραγματικά ολοκληρωθεί μόνο ύστερα από τον ερχομό και δεύτερου αγγελιοφόρου. Στις 15 Aυγούστου 1261, ημέρα Kοιμήσεως της Παναγίας, της πολιούχου της Κωνσταντινούπολης, ο Mιχαήλ H' Παλαιολόγος έκανε την επίσημη είσοδό του στη Bασιλεύουσα, όπου και στέφθηκε εκ νέου αυτοκράτορας στην Aγία Σοφία, ενώ ο τριετής γιος του, Aνδρόνικος ,στέφθηκε συναυτοκράτορας. Mε τη στέψη του Mιχαήλ H' Παλαιολόγου ανέρχεται στο θρόνο του κράτους η μακροβιότερη και ταυτόχρονα τελευταία δυναστεία της Bυζαντινής αυτοκρατορίας, η δυναστεία των Παλαιολόγων. 



ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου