Γιώργος Αναστασιάδης
Καθηγητής Πολιτικής Ιστορίας στη Νομική Σχολή Α.Π.Θ.
Πρόκειται για ψηφίδες και σπαράγματα που προσεγγίζουν κυρίως με το βλέμμα της λογοτεχνίας όλη αυτή τη μετάβαση από την καθημερινότητα στις μέρες του πολέμου, στις μέρες του φόβου, των εγκλημάτων αλλά και του αντιστασιακού έπους. Τα όρια του κειμένου αυτού δεν επιτρέπουν παρά μόνο ένα δείγμα γραφής για κάθε μία από τις 6 ενότητες στις οποίες διαρθρώνεται το αποθησαύρισμα:
- Η Θεσσαλονίκη στις 28-10-1940: Πώς μπήκε ο πόλεμος στη ζωή των Θεσσαλονικέων.
- Η Θεσσαλονίκη των βομβαρδισμών και των καταφυγίων (Νοέμ. 1940 – Απρ. 1941).
- Οι Γερμανοί μπαίνουν στη Θεσσαλονίκη (9-4-41).
- Οι κυριότερες πτυχές από την κατοχή και την αντίσταση στην Θεσσαλονίκη (1941 – 44).
- Ο αποτρόπαιος αφανισμός των Εβραίων της Θεσσαλονίκης (1943).
- Η «παραπεταμένη» απελευθέρωση της πόλης (30-10-44).
Παράλληλα όλη αυτή η θεώρηση επιδιώκει να δείξει ότι η Πολιτική Ιστορία μας αναπνέει ασφαλώς, ως καλύτερα και μιλάει πιο ελκυστικά, πιο απλά και πιο πειστικά μέσα από τη λογοτεχνία και τη χρονογραφία που έρχονται να δώσουν πνοή στις βασικές κλασσικές πηγές και τελικά στον ιστοριογραφικό λόγο.
- Η Θεσσαλονίκη στις 28-10-1940: Πώς μπήκε ο Πόλεμος στη ζωή των Θεσσαλονικέων
«Πόλεμος! Μια νέα λέξη έμπαινε στη ζωή μας, απειλητική, χωρίς ωστόσο να μπορούμε να πιάσουμε όλο το νόημά της…» – Ντ. Χριστιανόπουλος
«Ο πόλεμος» – γράφει ο Λ. Ζησιάδης – «που όλοι υποψιαζόμασταν αλλά κανένας δεν περίμενε να έρθει έτσι ξαφνικά και απροειδοποίητα μας βρήκε στην τελευταία τάξη Συναγερμού με τον κόσμο έξω από τα σπίτια του μαζεμένο ομάδες – ομάδες στις γωνίες των δρόμων και τις εξώπορτες (…) τρέξαμε στα σχολεία μας να μάθουμε λεπτομέρειες (…) Άρπαζε ο ένας από τον άλλο την «Μακεδονία» με την έκτακτη είδηση για να δει με τα μάτια του σαν μη πίστευε τυπωμένη την ατιμία (…) Ως το βράδυ της άλλης μέρας άδειασε η μισή πόλη. Εγώ και οι φίλοι μου δεν είμαστε σε ηλικία για πόλεμο. Επιστρατεύσαμε τον εαυτό μας. Γίναμε τραυματιοφορείς, επόπτες στα καταφύγια, νοσοκόμοι. Οι μάνες και οι αδελφές μας πλέκουν ασταμάτητα πουλόβερ, κάλτσες και κασκόλ για το μέτωπο…».
. - Η Θεσσαλονίκη των βομβαρδισμών και των καταφυγίων (Νοέμ. 40 – Απρ. 41).
«Έτρεξα στην βομβαρδισμένη περιοχή όπου σπίτια είχαν γκρεμισθεί και πυρκαγιές είχαν ανάψει. Σε μια ζώνη που άρχιζε από την παραλία εκεί κοντά στην πλατεία Αριστοτέλους και προχωρούσε λοξά ως την πλατεία Αγ. Σοφίας τα αεροπλάνα του εχθρού είχαν αδειάσει όλες τις βόμβες τους (…)» – Γ. Βαφόπουλος
«Και η σειρήνα» – γράφει ο Ντ. Χριστιανόπουλος – «μπήκε στη ζωή μας. Μόλις την ακούγαμε αφήναμε τις δουλειές μας και τρέχαμε όλοι στο καταφύγιο που ήταν φίσκα γιατί μαζεύονταν όλοι οι κάτοικοι του δρόμου μας (…) Συνήθως ένας συναγερμός κρατούσε είκοσι λεπτά με μισή ώρα (…) Όταν βγήκαμε από το καταφύγιο διαπιστώσαμε ότι είχε βομβαρδιστεί το ίδιο μας το σπίτι! Το συγκλονιστικό είναι ότι μαζί μ’ αυτό βομβαρδίστηκε και η ίδια η Αγία Σοφία. Ίσως οι Ιταλοί είχαν ένα σατανικό σχέδιο: να βομβαρδίσουν τα μνημεία μας. Κι άρχισαν από την Αγία Σοφία και την Παναγία Χαλκέων. Γιατί δεν μπορώ να διανοηθώ τι άλλο ήθελαν να βομβαρδίσουν σε εκείνη την περιοχή (…)»
. - Οι Γερμανοί μπαίνουν στη Θεσσαλονίκη (9-4-1941)
«Τρίτη 8 Απριλίου 1941. Οι Γερμανοί είναι δύο ώρες έξω από τη Θεσσαλονίκη (…) Από τις 19.30 η Θεσσαλονίκη δεν απαντά στο τηλέφωνο… Η πιο δύσκολη μέρα από τότε που άρχισε ο πόλεμος…» - Γ. Σεφέρης
«Στις 8 Απριλίου» – γράφει η Ελ. Δροσάκη – «άρχισαν οι ανατινάξεις στη Θεσσαλονίκη. Ανατινάζονται τα πυρομαχικά, τα πετρέλαια, οι γέφυρες, τα τρένα. Τίποτε δεν πρέπει να βρει όρθιο ο εχθρός. Η περιοχή γίνεται κόλαση. Ο κόσμος τρέχει. Οι δεξαμενές καίγονται. Καπνοί και φλόγες σκεπάζουν τον ουρανό. Βαρέλια με βενζίνες σκάζουνε στον αέρα (…) Ο στρατός σε φάλαγγες εγκαταλείπει την πόλη (…) Το άλλο πρωί, 9 Απριλίου μπαίνουνε στη Θεσσαλονίκη οι Γερμανοί. Ο κόσμος είναι κλεισμένος στα σπίτια του. Παγεροί και αγέλαστοι οι Γερμανοί μέσα στις μοτοσικλέτες, στα τανκς, τα θωρακισμένα, κλπ. Το ίδιο απόγευμα τοιχοκόλλησαν στα κεντρικά σημεία της πόλης κείμενα στην ελληνική και γερμανική γλώσσα που έλεγαν πως οι Γερμανοί ήρθαν σαν φίλοι και έδωσαν διαταγή να ανοίξουν τα μαγαζιά…»
. - Η κατοχή και η αντίσταση στη Θεσσαλονίκη (1941 – 44)
«Ίσως δεν υπήρξε άλλο Πανεπιστήμιο σαν το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης στον καιρό της κατοχής στην Ευρώπη που να έχει να επιδείξει κάτι συγκλονιστικότερο σε εθνικό πυρετό και σε συλλαλητήρια, διαδηλώσεις, κινητοποιήσεις, με 80 νεκρούς και εκατοντάδες τραυματισμένους. Δίκαια ονομάστηκε “Μακεδονικός Βεζούβιος”» – Γ. Καφταντζής
«Η κατοχή στη Θεσσαλονίκη» – γράφει ο Γ. Ιωάννου, – «ήταν πολύ διαφορετική, πιο σκοτεινή και μουντή απ’ αυτή της Αθήνας (…) Η αγορά έκλεισε πολύ γρήγορα. Όλα τα μαγαζιά κλειστά (…) Όταν άνοιγε κανένα σχηματιζόταν τεράστιες ουρές. Το «Καπάνι» είχε βγάλει χορτάρι (…) Ο κόσμος δεν πέθανε τότε γιατί υπήρχε η «μαύρη αγορά» στην οποία εύρισκες πολλά πράγματα (…) Κοντά σε αυτά θα πρέπει να βάλεις τις εκτελέσεις που διαβάζαμε ξαφνικά σε κάτι κτηνώδεις ανακοινώσεις, τις οποίες τοιχοκολλάγανε οι Γερμανοί, τα ονόματα των εκτελεσθέντων. Είχε κι εδώ στην πόλη μας πρησμένους από την πείνα ανθρώπους που ξαπλώνανε στο παρκάκι που ήταν κοντά μας στην Πλατεία Δικαστηρίων και πεθαίνανε (…) Είναι απίστευτο! Δηλαδή ένας σημερινός άνθρωπος που δεν τα έζησε αυτά ένας σημερινός νέος δεν μπορεί να φανταστεί τι θα πει πείνα και τι θα πει κατοχή της χώρας από τους εχθρούς (…) Βάλτε και τη φοβερή συσκότιση (…) Και μετά από τον πατέρα μου πρωτάκουσα για την Εθνική Αντίσταση και το ΕΑΜ που βέβαια κυριάρχησε στη Θεσσαλονίκη (…) Στα 1943 – 44 η Θεσσαλονίκη είναι μια Ευρωπαϊκή πόλη εν πολέμω. Είχαμε και πολλά θύματα, τουφέκιζαν οι Γερμανοί, δημιουργήθηκαν τα Τάγματα Ασφαλείας, μια ιστορία φρικαλέα, εφέροντο ως στυγνοί εγκληματίες, ήταν πολύ συχνό το φαινόμενο να ψωνίζουν στην αγορά με το περίστροφο στο χέρι…»
. - Ο αποτρόπαιος αφανισμός των Εβραίων της Θεσσαλονίκης
«… Το αβυσσαλέο μίσος των Γερμανών βρίσκει τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης απροετοίμαστους να το αντιμετωπίσουν. Η σκέψη τους είναι όπως πάντα απλοϊκή: Τι διαφορές μπορεί να έχει ο Χίτλερ με τον Εβραίο χαμάλη του λιμανιού; Τι θέλει από τον καστανά, τον σαλεπιτζή ή τον εργάτη;…» Νίνα Ναχμία «… Πρώτα τους φορούν το άστρο» – γράφει ο Γ. Ιωάννου – «και τους επιτρέπουν να κινούνται μέσα στην πόλη ελεύθερα αλλά με το άστρο. Τους είπαν: «άμα σας πιάσουμε χωρίς το άστρο, θα σας τουφεκίσουμε» (…) Γέμισε η πόλη κίτρινα άστρα. Τότε καταλάβαμε πόσο πολλοί ήταν οι Εβραίοι (…) Δημιουργούν τα προσωρινά γκέτο. Μεταφέρονται άρον άρον και στριμώχνονται οι Εβραίοι μόνο σε ορισμένες γειτονιές (…) Στο μεταξύ ετοιμάζεται πυρετωδώς το στρατόπεδο του βαρόνου Χιρς, μια φτωχοσυνοικία στον παλιό σταθμό (…) Οι Γερμανοί λένε ανοιχτά πια στους Εβραίους ότι θα τους μεταφέρουν στην Κρακοβία (…) Στις 15 Μαρτίου του ’43 το πρωί οι Γερμανοί αρπάζουν τις πρώτες τρεις χιλιάδες, τους φορτώνουν σε ένα τεράστιο τρένο εμπορικό με πάνω από σαράντα βαγόνια και τους εξαποστέλλουν. Από τη μέρα εκείνη συχνά πάντα συμβαίνει το ίδιο. Μπλόκο στις γειτονιές τα ξημερώματα, σύνταξη των Εβραίων με τα μπογαλάκια τους, ξεκίνημα με ποδαρόδρομο για το στρατόπεδο του βαρόνου Χιρς. Εκεί δεν τους μαντρώνουν απλώς ώσπου να ετοιμάσουν την αποστολή, αλλά τους εξαθλιώνουν συστηματικά, τους ληστεύουν, τους δέρνουν, μερικούς τους σκοτώνουν (…) Συνολικά από τη Θεσσαλονίκη μεταφέρθηκαν με τα τρένα του ολέθρου 42.830 ψυχές (…) Τους Σαλονικιούς τους έκαψαν κυρίως στα κρεματόρια του Μπιρκενάου…»
. - Η «παραπεταμένη» απελευθέρωση της πόλης (30-10-44)
«…Είχε ψιλοβρέξει με το φευγιό των Γερμανών και ύστερα έβγαζε ήλιο το απόγευμα. Στόμα με στόμα μάθαμε πως οι πρώτοι αντάρτες θα μπαίνανε από το Ντεπό. Μικροί – μεγάλοι πήγαμε και σταθήκαμε εκεί που είναι ο «Κρόνος», το σινεμά. Με τα πολλά φάνηκαν οι πρώτοι. Δεν ήταν πολλοί, φορούσαν χακιά, φαίνονταν κατάκοποι και μπροστά είχαν μια ελληνική σημαία. Ο κόσμος τρελάθηκε, όρμηξε και τους αγκάλιαζε άλλοι φιλούσαν την σημαία και έκλαιγαν (…)» - Ν. Μπακόλας
«Τα χωνιά» – γράφει ο Γ. Ιωάννου – «ωθούσαν τον κόσμο προς την πλατεία Αγ. Σοφίας. Εκεί κατέληγαν όλα τα αφρισμένα ποτάμια. Από την οδό της Αγ. Σοφίας κατέβαιναν σαρώνοντας τις γειτονιές τα παιδιά του Κουλέ Καφέ, του Αγ. Παύλου, της Ακρόπολης, της Κασσάνδρου. Το Τσινάρι, Εσκί Ντελίκ, Προφήτης Ηλίας, Διοικητήριο κατέβαιναν τη Βενιζέλου. Από το Βαρδάρη πάλι ερχόταν ξυπόλυτη, ρακένδυτη, πειναλέα, σπαρταρώντας από ενθουσιασμό η Ραμόνα, η Επτάλοφος, ο Παλιός Σταθμός, η Νεάπολη, η Σταυρούπολη, ενώ αντίθετες από ανατολικά, κατέφταναν μέσα σε σκόνη και αλλαλαγμό με τρομπέτες, παντιέρες, λάβαρα και χωνιά η Τούμπα – «Τούμπα – Στάλιγκραντ» φώναζαν – η Αγία Φωτεινή, η Ευαγγελίστρια, η Τριανδρία ακόμη και η τόσο μακρινή Καλαμαριά. Πλημμύρισαν οι δρόμοι και οι πλατείες. Πανζουρλισμός (…) Περπατώντας αργά για το σπίτι θυμόμουνα όλους εκείνους που είχα δει να χάνονται. Τουμπανιασμένα, μαυρισμένα, σκασμένα από την πείνα πόδια (…) ξεγυρισμένες κλωτσιές με μαύρες καλογυαλισμένες μπότες, δολοφονίες μέσα στη γεμάτη κόσμο αγορά, μπλόκα το πρωί στις γειτονιές και μπλόκα το σούρουπο στα σταυροδρόμια, συμπλοκές και ξαφνικές χειροβομβίδες. Και αίματα, πολλά αίματα το πρωί στο πεζοδρόμιο (…) Θυμήθηκα και τις φάλαγγες των Εβραίων που τους πέρασαν όλους από την Εγνατία μέσα σε γενική εγκατάλειψη (…) Τόσο απλό λοιπόν, τόσο απαλό ήταν αυτό το λαχταρισμένο τέλος; Τώρα όλα θα πήγαιναν καλά, θα ξεχνούσαμε πρώτα – πρώτα. Το τελευταίο αυτό πραγματικά έγινε, κομμάτι παραπάνω απ’ όσο θα ’πρεπε. Δεν ξεχάσαμε απλώς, τα τσαλαπατήσαμε όλα και τα πετάξαμε στην μπάντα…»
Επίλογος
Σε μια πρώτη ανάγνωση εντοπίζουμε στη Θεσσαλονίκη του Β‘ Παγκόσμιου Πόλεμου σε σχέση με την Αθήνα 3 θεμελιώδεις διαφορές (υπάρχουν κι άλλες π.χ. η πείνα δεν θέρισε στη Θεσσαλονίκη σώματα και ψυχές όπως στην Αθήνα, η οποία όμως δεν γνώρισε βομβαρδισμούς από τα ιταλικά αεροπλάνα, κλπ.):- Στη Θεσσαλονίκη έλαβε τις τερατώδεις διαστάσεις του, το έξω από κάθε λογική και ανθρωπιά, ρατσιστικό έγκλημα των Γερμανών εναντίον των Εβραίων. 50.000 άνθρωποι της πόλης αρπάχτηκαν και αφανίστηκαν κατά τον πιο φριχτό τρόπο.
- Οι Θεσσαλονικείς απόλαυσαν το τελικό «στραπατσάρισμα» των Γερμανών πολύ πιο άνετα απ’ ό,τι οι Αθηναίοι. Είχαν το προνόμιο να δουν την καταρράκωση του αλαζονικού εχθρού. Τον είδαν να χάνει όλους τους εγχώριους συνεργάτες του (…) Τον είδαν να κάνει πως δεν βλέπει τους ενόπλους του ΕΛΑΣ που παραφύλαγαν λίγο πιο κει στις γωνιές. Και τέλος τον είδαν να φεύγει αργόσυρτα, ζεμένος σαν υποζύγιο τα κανονάκια του.
- «Η Θεσσαλονίκη» – γράφει ο Γ. Ιωάννου – «είχε άλλη άποψη για την κατοχική βαρβαρότητα: πιο βαθειά και πιο γνήσια…»
Βιβλιογραφία
- Αναστασιάδης Γ. Η Θεσσαλονίκη στις συμπληγάδες του 20ου αιώνα (2005).
- Αμπατζοπούλου Φ. Οι διωγμοί των Εβραίων στην Ελλάδα (περ. Παρατηρητής, τχ 25 – 26, Χειμώνας 1994).
- Βασιλικός Β. Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα (1999).
- Βαφόπουλος Γ. Σελίδες αυτοβιογραφίας, τ. 2ος (1971).
- Γιακοέλ Γ. Απομνημονεύματα 1941 – 43 (1993).
- Γούναρης Β. – Παπαπολυβίου Π. (επιμ). Ο φόρος του αίματος στην κατοχική Θεσσαλονίκη (2002).
- Δορδανάς Στρ. Έλληνες εναντίον Ελλήνων. Ο κόσμος των ταγμάτων Ασφαλείας
- στην κατοχική Θεσσαλονίκη, 1941 – 1944 (2006).
- Δροσάκη Ε.Εν Θεσσαλονίκη (1985).
- Ενεπεκίδης Π.Οι διωγμοί των Εβραίων εν Ελλάδι, 1941 – 1944
- επί τη βάσει των μυστικών αρχείων των Ες – Ες (1969).
- Ζησιάδης Λ. Θεσσαλονίκη, όσα θυμάμαι (1991).
- Ζουργός Ισ. Στη σκιά της πεταλούδας (2005).
- Θεοδωρίδης Χ. Ο χειμώνας του 1941 – 42. Χρονικό της κατοχής (1980).
- Ιωάννου Γ. Η πρωτεύουσα των προσφύγων (1984).
- Ιωάννου Γ. Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. Συνεντεύξεις (επιμ: Γ. Αναστασιάδης), 1996.
- Κονδυλάκης Μ. Εφημεριδογραφία της Θεσσαλονίκης. Από τον πόλεμο στη δικτατορία,
- Δ‘ 1941 – 1967 (2008).
- Καφταντζής Γ. Το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης στον καιρό της κατοχής (1998).
- Καφταντζής Γ. Το ναζιστικό στρατόπεδο Παύλου Μελά Θεσσαλονίκης 1941 – 1944,
- όπως το έζησε και το περιγράφει στο ημερολόγιό του ένας όμηρος,
- ο Λεωνίδας Γιασημακόπουλος (Τόμος 2, 1998, 2001).
- Κίλι Ε. Η σιωπηλή κραυγή της μνήμης. Χορτιάτης 1994 (1996).
- Κούνιο – Αμαρίλιο Ε. – Ναρ Α. Προφορικές μαρτυρίες Εβραίων της Θεσσαλονίκης για το ολοκαύτωμα (1998).
- Κουπαράνης Π. Η Θεσσαλονίκη στην Κατοχή. Ορισμένα ζητήματα μέσα από τα γερμανικά αρχεία.
- Στον τόμο «Η Θεσσαλονίκη μετά το 1912», 1986.
- Λαλάγκας Ηρ. Θεσσαλονίκη. Χίλιες τριακόσιες ημέρες (2007).
- Μαζάουερ Μ. Στην Ελλάδα του Χίτλερ (1984).
- Μαζάουερ Μ. Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων (2004).
- Μόλχο Μ. In Memoriam. Αφιέρωμα εις μνήμην Ισραηλιτών θυμάτων του ναζισμού εν Ελλάδι (1976).
- Μπακόλας Ν. Η μεγάλη πλατεία (1987).
- Σκαμπαρδόνης Γ. Ουζερί Τσιτσάνη (2002).
- Σφυρίδης Π. Ψυχή μπλε και κόκκινη (1996).
- Τομανάς Κ. Χρονικό της Θεσσαλονίκης, τόμος Β‘, 1921 – 1944 (1996).
- Χεκίμογλου Ευ. Η Θεσσαλονίκη του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Συσσίτια και καταφύγια
- («Θεσσαλονίκη», Επιστ. Επετηρ. ΚΙΘ, 1999).
- Χριστιανόπουλος Ντ. Θεσσαλονίκη ου μ’ εθέσπισεν. Αυτοβιογραφικά κείμενα (1999).
http://diasporic.org/mnimes/archives/thessaloniki-wwii
Type rest of the post here
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου