*Πολιτιστική ιστορία της αρχαίας Ελλάδας – Εγκον Φρίντελ.
Μόνο χάρη σ’ αιγυπτιακά ευρήματα, δηλαδή μόλις τον περασμένο αιώνα, αποκτήσαμε μια συγκεκριμένη εικόνα για το αρχαίο βιβλίο. Η κύρια πηγή απ’ όπου αντλήσαμε αυτή την εικόνα είναι τα μεταχειρισμένα φύλλα παπύρου με τα οποία τυλίγονταν οι μούμιες.
Μ’ αυτό τον τρόπο γνωρίσαμε επίσης ολόκληρο πλήθος από καινούρια κείμενα: αποσπάσματα από τον Τυρταίο, τον Αρχίλοχο και τον Πίνδαρο, τον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη και τον Επίχαρμο, ένα σύγγραμμα του Αριστοτέλη με τίτλο Αθηναίων πολιτεία, εργασίες του Φαβορίνου, του εφευρέτη της «έγχρωμης γραφής», και προπάντων σκηνές από τον Μένανδρο και τον Ηρώνδα.
Ο αρχαιότερος ελληνικός πάπυρος που είναι γνωστός ως τώρα είναι ένα ταφικό ανάθημα από τον τέταρτο προχριστιανικό αιώνα: η κατάληξη του διθυραμβικού ποιήματος Πέρσαι, που έγραψε ο Τιμόθεος γύρω στο 400 για μια γιορταστική εκδήλωση της γενέτειράς του Μιλήτου. Σ’ ολόκληρη την αρχαιότητα η μορφή του βιβλίου ήταν ο κύλινδρος ή ρόλος, που σήμερα επιβιώνει πια μόνο στον «ρόλο» του ηθοποιού και στην μορφή που έχουν μερικά επίσημα έγγραφα, π.χ. το διδακτορικό δίπλωμα.
Στην Ελλάδα και την Περσία το αρχαιότερο υλικό από το οποίο φτιάχνονταν βιβλία ήταν τοδέρμα, και η περγαμηνή, που τον τρίτο προχριστιανικό αιώνα προσπάθησε ν’ ανταγωνιστεί τον πάπυρο, ήταν κι αυτή δέρμα ζώου που είχε περάσει από πολύ λεπτή κατεργασία.
Αλλά μόνο το λινό χαρτί, μια κινέζικη εφεύρεση που έφτασε γύρω στο 800 μ.Χ. στην Αραβία κι από εκεί στην Εσπερία, κατάφερε να εκτοπίσει ολοκληρωτικά τον πάπυρο, που έπαψε να καλλιεργείται ακόμα και στην ίδια την Αίγυπτο. Μόνον ορισμένες λέξεις των ευρωπαϊκών γλωσσών διατήρησαν μια ευλαβική ανάμνηση του παπύρου, καθώς ο Γερμανός, ο Γάλλος και ο Άγγλος έδωσαν στο χαρτί το δικό του όνομα (Papier, papier, paper), ενώ ο Ρώσος λέει το τσιγάρο «παπιρόσα».
Για τις σχολικές ασκήσεις, τις φευγαλέες σημειώσεις και τις σύντομες ανακοινώσεις οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν πινάκια από ξύλο ή ελεφαντόδοντο, που ήταν αλειμμένα με σκούρο κερί- σ’ αυτή την περίπτωση έγραφαν μ’ ένα μεταλλικό κοντύλι, που η άλλη άκρη του είχε σχήμα μικρού φτυαριού, για να μπορεί κανείς να λειαίνει πάλι το κερί• γι’ αυτό η έκφραση «γυρίζω το κοντύλι» σήμαινε «ξεγράφω» ή «αρχίζω απ’ την αρχή».
Όταν συνέδεε κανείς δύο ή τρία πινάκια (ένα υπερυψωμένο πλαίσιο προστάτευε σ’ αυτή την περίπτωση την γραφή από το σβήσιμο), προέκυπτε το «δίπτυχο», από το οποίο κατάγονται όχι μόνο τα σημειωματάρια και τα ντοσιέ μας αλλά και γενικά όλες οι σημερινές μορφές βιβλίου. Για το γράψιμο πάνω σε πάπυρο χρησίμευαν ο κάλαμος, που ήταν κομμένος έτσι ώστε να έχει το σχήμα του χηνίσιου φτερού (γι’ αυτό το κοντυλομάχαιρο ήταν απαραίτητο εξάρτημα), και το μελάνι, που λεγόταν μέλαν, μαύρο• ωστόσο οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν και κόκκινο μελάνι, ιδιαίτερα για τις επικεφαλίδες: απ’ αυτό βγαίνει η λέξη «ρουμπρίκα» (λατινικά rubor = το κόκκινο χρώμα).
Τις επικεφαλίδες τις έβαζαν οι αρχαίοι στο τέλος των κεφαλαίων και τον τίτλο του βιβλίου στο τέλος του έργου. Αλλά κι αν τον έβαζαν στην αρχή, με την μορφή που είχαν τ’ αρχαία βιβλία αυτό δεν θα τους βοηθούσε καθόλου στον προσανατολισμό. Γι αυτό οι ρόλοι τοποθετούνταν πλαγιαστά ο ένας δίπλα στον άλλο πάνω σε ράφια ή μέσα σ’ ένα πέτρινο, πήλινο ή ξύλινο δοχείο, που ονομαζόταν κίστη ή τεύχος (η Πεντάτευχος είναι επομένως το έργο που φυλάγεται «σε πέντε δοχεία», δηλαδή το πεντάτομο έργο, όπως θα λέγαμε εμείς), και ως αναγνωριστικό σημάδι κρεμόταν έξω μια ταινία όπου ήταν γραμμένος ο τίτλος: αυτή είναι η γνωστή «ουρά», που και σήμερα ακόμα χρησιμοποιείται στα κρατικά αρχεία.
Το μέγεθος των αρχαίων βιβλίων παρουσίαζε μεγάλες διακυμάνσεις: έφτανε από 5 ώς 40 εκατοστά, αλλά, όπως σ’ εμάς, το κανονικό σχήμα του ήταν 20-30 εκατοστά. Επίσης και η σχέση του ύψους της στήλης με το ύψος της σελίδας έμοιαζε μ’ εκείνη των τυπωμένων βιβλίων: 2 προς 3 ή 3 προς 4• φυσικά, το χειρόγραφο δεν μπορούσε να έχει ποτέ την συμμετρικότητα του τυπωμένου κειμένου.
Ο όγκος των αρχαίων βιβλίων περιοριζόταν σε στενότερα όρια απ’ ό,τι σήμερα: ένας ρόλος ήταν περίπου αυτό που θα ονομάζαμε κεφάλαιο• άλλωστε, κι εμείς υποδιαιρούμε τα πολύ ογκώδη έργα σε «βιβλία». Καθώς ο αναγνώστης διάβαζε το βιβλίο, τύλιγε το διαβασμένο κείμενο γύρω από ένα πηχάκι, ενώ το αδιάβαστο κείμενο έμενε τυλιγμένο, έτσι ώστε κάθε φορά ήταν ανοιχτή μόνο μία «σελίδα», όπως ακριβώς και σήμερα. Όταν τέλειωνε το διάβασμα, ολόκληρο το βιβλίο είχε τυλιχτεί προς τα αριστερά, αλλά ανάποδα, οπότε ένας άνθρωπος που αγαπούσε την τάξη έπρεπε να το ξανατυλίξει προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Επίσης και το ξεφύλλισμα του βιβλίου ή η ανεύρεση ενός ορισμένου σημείου στο κείμενο ήταν κάτι πιο πολύπλοκο απ’ ό,τι σήμερα, ενώ το συχνό και αναπόφευκτο τύλιγμα και ξετύλιγμα των ρόλων έφθειρε γρηγορότερα το βιβλίο. Αντίθετα, δεν χρειάζονταν σελιδοδείκτες, γιατί μπορούσε κανείς να ξαναβάλει το βιβλίο στο ράφι, τυλιγμένο προς τα δεξιά και τ’ αριστερά της σελίδας όπου είχε μείνει ο αναγνώστης.
Ο διορθωτής ήταν για το αρχαίο βιβλίο μια προσωπικότητα εξίσου σπουδαία όσο και για το σημερινό, μόνο που δεν επιτελούσε το έργο του βυθισμένος στην άδοξη αφάνεια αλλά στο άπλετο φως της ημέρας, κι ένα αντίγραφο θεωρούνταν τόσο πιο πολύτιμο όσο περισσότερες διορθώσεις είχε, που αντιστοιχούσαν σε ισάριθμα λάθη. Ώς τώρα όμως δεν έχει βρεθεί κανένα σχετικά εκτενές έργο που να μην έχει λάθη - ένα μειονέκτημα που πάντως δεν κατάφερε να εξαφανίσει ούτε ο Γκούτενμπεργκ.
Η διάδοση ενός βιβλίου εν μέρει πραγματοποιούνταν δια της ιδιωτικής οδού: το να δανείζεται κανείς ένα βιβλίο σήμαινε συνήθως να παίρνει ένα αντίγραφό του. Γινόταν όμως και διά της εμπορικής οδού: το βιβλιοπωλείο αναφέρεται ήδη στην κωμωδία του πέμπτου αιώνα.
Αλλά δεν υπήρχαν συγγραφικά δικαιώματα και, επομένως, ο συγγραφέας δεν αμειβόταν: όπου γίνεται λόγος για τέτοια αμοιβή, πρόκειται για τιμητικά επιδόματα που χορηγούσε η πόλη ή ένας μαικήνας. Η τιμή καθοριζόταν από την καλλιγραφικότητα του αντιγράφου, την επιμέλεια της διόρθωσης και την κομψότητα της διακόσμησης. Στις φτηνές εκδόσεις χρησιμοποιούνταν φύλλα που ήταν ήδη γραμμένα από την μια μεριά: έτσι, σ’ έναν ρόλο συνυπάρχουν παιάνες του Πίνδαρου και παλιά δικόγραφα. Τα έργα του Αναξαγόρα πουλιόντουσαν στην αθηναϊκή αγορά προς μία δραχμή, ήταν δηλαδή πολύ φτηνά. Πάντως, φαίνεται ότι ο Αναξαγόρας ήταν ένας από τους πιο πολυδιαβασμένους συγγραφείς της εποχής του Περικλή κι ένας από εκείνους που ασκούσαν την μεγαλύτερη επιρροή.
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
Μόνο χάρη σ’ αιγυπτιακά ευρήματα, δηλαδή μόλις τον περασμένο αιώνα, αποκτήσαμε μια συγκεκριμένη εικόνα για το αρχαίο βιβλίο. Η κύρια πηγή απ’ όπου αντλήσαμε αυτή την εικόνα είναι τα μεταχειρισμένα φύλλα παπύρου με τα οποία τυλίγονταν οι μούμιες.
Μ’ αυτό τον τρόπο γνωρίσαμε επίσης ολόκληρο πλήθος από καινούρια κείμενα: αποσπάσματα από τον Τυρταίο, τον Αρχίλοχο και τον Πίνδαρο, τον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη και τον Επίχαρμο, ένα σύγγραμμα του Αριστοτέλη με τίτλο Αθηναίων πολιτεία, εργασίες του Φαβορίνου, του εφευρέτη της «έγχρωμης γραφής», και προπάντων σκηνές από τον Μένανδρο και τον Ηρώνδα.
Ο αρχαιότερος ελληνικός πάπυρος που είναι γνωστός ως τώρα είναι ένα ταφικό ανάθημα από τον τέταρτο προχριστιανικό αιώνα: η κατάληξη του διθυραμβικού ποιήματος Πέρσαι, που έγραψε ο Τιμόθεος γύρω στο 400 για μια γιορταστική εκδήλωση της γενέτειράς του Μιλήτου. Σ’ ολόκληρη την αρχαιότητα η μορφή του βιβλίου ήταν ο κύλινδρος ή ρόλος, που σήμερα επιβιώνει πια μόνο στον «ρόλο» του ηθοποιού και στην μορφή που έχουν μερικά επίσημα έγγραφα, π.χ. το διδακτορικό δίπλωμα.
Στην Ελλάδα και την Περσία το αρχαιότερο υλικό από το οποίο φτιάχνονταν βιβλία ήταν τοδέρμα, και η περγαμηνή, που τον τρίτο προχριστιανικό αιώνα προσπάθησε ν’ ανταγωνιστεί τον πάπυρο, ήταν κι αυτή δέρμα ζώου που είχε περάσει από πολύ λεπτή κατεργασία.
Αλλά μόνο το λινό χαρτί, μια κινέζικη εφεύρεση που έφτασε γύρω στο 800 μ.Χ. στην Αραβία κι από εκεί στην Εσπερία, κατάφερε να εκτοπίσει ολοκληρωτικά τον πάπυρο, που έπαψε να καλλιεργείται ακόμα και στην ίδια την Αίγυπτο. Μόνον ορισμένες λέξεις των ευρωπαϊκών γλωσσών διατήρησαν μια ευλαβική ανάμνηση του παπύρου, καθώς ο Γερμανός, ο Γάλλος και ο Άγγλος έδωσαν στο χαρτί το δικό του όνομα (Papier, papier, paper), ενώ ο Ρώσος λέει το τσιγάρο «παπιρόσα».
Οξύρρυγχος πάπυρος με τους άθλους του Ηρακλή - 300 π.Χ. - βιβλιοθήκη Οξφόρδης. |
Για τις σχολικές ασκήσεις, τις φευγαλέες σημειώσεις και τις σύντομες ανακοινώσεις οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν πινάκια από ξύλο ή ελεφαντόδοντο, που ήταν αλειμμένα με σκούρο κερί- σ’ αυτή την περίπτωση έγραφαν μ’ ένα μεταλλικό κοντύλι, που η άλλη άκρη του είχε σχήμα μικρού φτυαριού, για να μπορεί κανείς να λειαίνει πάλι το κερί• γι’ αυτό η έκφραση «γυρίζω το κοντύλι» σήμαινε «ξεγράφω» ή «αρχίζω απ’ την αρχή».
Όταν συνέδεε κανείς δύο ή τρία πινάκια (ένα υπερυψωμένο πλαίσιο προστάτευε σ’ αυτή την περίπτωση την γραφή από το σβήσιμο), προέκυπτε το «δίπτυχο», από το οποίο κατάγονται όχι μόνο τα σημειωματάρια και τα ντοσιέ μας αλλά και γενικά όλες οι σημερινές μορφές βιβλίου. Για το γράψιμο πάνω σε πάπυρο χρησίμευαν ο κάλαμος, που ήταν κομμένος έτσι ώστε να έχει το σχήμα του χηνίσιου φτερού (γι’ αυτό το κοντυλομάχαιρο ήταν απαραίτητο εξάρτημα), και το μελάνι, που λεγόταν μέλαν, μαύρο• ωστόσο οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν και κόκκινο μελάνι, ιδιαίτερα για τις επικεφαλίδες: απ’ αυτό βγαίνει η λέξη «ρουμπρίκα» (λατινικά rubor = το κόκκινο χρώμα).
Τις επικεφαλίδες τις έβαζαν οι αρχαίοι στο τέλος των κεφαλαίων και τον τίτλο του βιβλίου στο τέλος του έργου. Αλλά κι αν τον έβαζαν στην αρχή, με την μορφή που είχαν τ’ αρχαία βιβλία αυτό δεν θα τους βοηθούσε καθόλου στον προσανατολισμό. Γι αυτό οι ρόλοι τοποθετούνταν πλαγιαστά ο ένας δίπλα στον άλλο πάνω σε ράφια ή μέσα σ’ ένα πέτρινο, πήλινο ή ξύλινο δοχείο, που ονομαζόταν κίστη ή τεύχος (η Πεντάτευχος είναι επομένως το έργο που φυλάγεται «σε πέντε δοχεία», δηλαδή το πεντάτομο έργο, όπως θα λέγαμε εμείς), και ως αναγνωριστικό σημάδι κρεμόταν έξω μια ταινία όπου ήταν γραμμένος ο τίτλος: αυτή είναι η γνωστή «ουρά», που και σήμερα ακόμα χρησιμοποιείται στα κρατικά αρχεία.
Το μέγεθος των αρχαίων βιβλίων παρουσίαζε μεγάλες διακυμάνσεις: έφτανε από 5 ώς 40 εκατοστά, αλλά, όπως σ’ εμάς, το κανονικό σχήμα του ήταν 20-30 εκατοστά. Επίσης και η σχέση του ύψους της στήλης με το ύψος της σελίδας έμοιαζε μ’ εκείνη των τυπωμένων βιβλίων: 2 προς 3 ή 3 προς 4• φυσικά, το χειρόγραφο δεν μπορούσε να έχει ποτέ την συμμετρικότητα του τυπωμένου κειμένου.
Ο όγκος των αρχαίων βιβλίων περιοριζόταν σε στενότερα όρια απ’ ό,τι σήμερα: ένας ρόλος ήταν περίπου αυτό που θα ονομάζαμε κεφάλαιο• άλλωστε, κι εμείς υποδιαιρούμε τα πολύ ογκώδη έργα σε «βιβλία». Καθώς ο αναγνώστης διάβαζε το βιβλίο, τύλιγε το διαβασμένο κείμενο γύρω από ένα πηχάκι, ενώ το αδιάβαστο κείμενο έμενε τυλιγμένο, έτσι ώστε κάθε φορά ήταν ανοιχτή μόνο μία «σελίδα», όπως ακριβώς και σήμερα. Όταν τέλειωνε το διάβασμα, ολόκληρο το βιβλίο είχε τυλιχτεί προς τα αριστερά, αλλά ανάποδα, οπότε ένας άνθρωπος που αγαπούσε την τάξη έπρεπε να το ξανατυλίξει προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Επίσης και το ξεφύλλισμα του βιβλίου ή η ανεύρεση ενός ορισμένου σημείου στο κείμενο ήταν κάτι πιο πολύπλοκο απ’ ό,τι σήμερα, ενώ το συχνό και αναπόφευκτο τύλιγμα και ξετύλιγμα των ρόλων έφθειρε γρηγορότερα το βιβλίο. Αντίθετα, δεν χρειάζονταν σελιδοδείκτες, γιατί μπορούσε κανείς να ξαναβάλει το βιβλίο στο ράφι, τυλιγμένο προς τα δεξιά και τ’ αριστερά της σελίδας όπου είχε μείνει ο αναγνώστης.
Ο διορθωτής ήταν για το αρχαίο βιβλίο μια προσωπικότητα εξίσου σπουδαία όσο και για το σημερινό, μόνο που δεν επιτελούσε το έργο του βυθισμένος στην άδοξη αφάνεια αλλά στο άπλετο φως της ημέρας, κι ένα αντίγραφο θεωρούνταν τόσο πιο πολύτιμο όσο περισσότερες διορθώσεις είχε, που αντιστοιχούσαν σε ισάριθμα λάθη. Ώς τώρα όμως δεν έχει βρεθεί κανένα σχετικά εκτενές έργο που να μην έχει λάθη - ένα μειονέκτημα που πάντως δεν κατάφερε να εξαφανίσει ούτε ο Γκούτενμπεργκ.
Η διάδοση ενός βιβλίου εν μέρει πραγματοποιούνταν δια της ιδιωτικής οδού: το να δανείζεται κανείς ένα βιβλίο σήμαινε συνήθως να παίρνει ένα αντίγραφό του. Γινόταν όμως και διά της εμπορικής οδού: το βιβλιοπωλείο αναφέρεται ήδη στην κωμωδία του πέμπτου αιώνα.
Αλλά δεν υπήρχαν συγγραφικά δικαιώματα και, επομένως, ο συγγραφέας δεν αμειβόταν: όπου γίνεται λόγος για τέτοια αμοιβή, πρόκειται για τιμητικά επιδόματα που χορηγούσε η πόλη ή ένας μαικήνας. Η τιμή καθοριζόταν από την καλλιγραφικότητα του αντιγράφου, την επιμέλεια της διόρθωσης και την κομψότητα της διακόσμησης. Στις φτηνές εκδόσεις χρησιμοποιούνταν φύλλα που ήταν ήδη γραμμένα από την μια μεριά: έτσι, σ’ έναν ρόλο συνυπάρχουν παιάνες του Πίνδαρου και παλιά δικόγραφα. Τα έργα του Αναξαγόρα πουλιόντουσαν στην αθηναϊκή αγορά προς μία δραχμή, ήταν δηλαδή πολύ φτηνά. Πάντως, φαίνεται ότι ο Αναξαγόρας ήταν ένας από τους πιο πολυδιαβασμένους συγγραφείς της εποχής του Περικλή κι ένας από εκείνους που ασκούσαν την μεγαλύτερη επιρροή.
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου