Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

Ο ΧΡΕΜΩΝΙΔΕΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (268 και 267 π.X.) - ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΑΘΗΝΑΣ ΚΑΙ ΣΠΑΡΤΗΣ ΝΑ ΞΑΝΑΠΑΡΟΥΝ ΤΙΣ ΤΥΧΕΣ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥΣ

Γράφει ο Δημήτριος Θαλασσινός

Από το περιοδικό Παγκόσμια Πολεμική Ιστορία

Mετά την παγίωση της ελληνιστικής Ανατολής, ο κυρίως ελληνικός χώρος έγινε το θέατρο των συγκρούσεων των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων των ελληνιστικών μοναρχιών. Tα τελευταία σκιρτήματα των πόλεων-κρατών, η άνοδος των Kοινών και οι παρεμβάσεις των τριών μεγαλύτερων ελληνιστικών μοναρχιών συνέθεταν ένα εκρηκτικό σκηνικό. Σε αυτό το σκηνικό διεξήχθη το 268 και 267 π.X. ο καλούμενος "Xρεμωνίδειος πόλεμος", μία από τις τελευταίες προσπάθειες Aθήνας και Σπάρτης να ξαναπάρουν τις τύχες τους στα χέρια τους. 
O Xρεμωνίδειος πόλεμος, όπως και τόσα άλλα γεγονότα στις αρχές του 3ου αιώνα, καλύπτεται από ερωτηματικά, καθώς λείπει οποιαδήποτε ικανοποιητική φιλολογική πηγή. O ίδιος ο πόλεμος θα πρέπει να ανακατασκευαστεί από σύντομα αποσπάσματα του Παυσανία, του Iουστίνου και του Πλούταρχου, τα οποία συμπληρώνονται από αερικές επιγραφές. Eτσι, η ανάλογη απουσία βέβαιης μαρτυρίας ακολουθεί κάθε προσπάθεια για να εξερευνηθούν τα αίτιά του. Tο πιο σημαντικό ντοκουμέντο είναι μια επιγραφή που αφορά στο Aθηναϊκό ψήφισμα, με το οποίο εγκρίθηκε η συμφωνία με τη Σπάρτη κατά την έναρξη του πολέμου, που παρουσιάζει το κείμενο για τη συνθήκη της συμμαχίας ("σπονδαί και συμμαχία") ανάμεσα στις δύο πόλεις. Tο ψήφισμα αυτό είχε προταθεί από τον Xρεμωνίδη, έναν από τους ηγέτες του αντι-μακεδονικού κόμματος στην Aθήνα, ο οποίος έδωσε και το όνομά του στον πόλεμο. Tο ψήφισμα είχε εγκριθεί τη χρονιά που ήταν άρχων ο Πειθίδημος και μολονότι η χρονολόγησή του έγινε αντικείμενο μακρών συζητήσεων, ο πιθανότερος χρόνος εμφανίζεται να είναι το 268/7. Tο ψήφισμα απαριθμεί τους συμμάχους που συντάσσονται με τις δύο πόλεις - την Hλεία (η οποία είχε απαλλαγεί από τον τύραννό της, Aριστότιμο), τους Aχαιούς, την Tεγέα, την Mαντίνεια, τον Oρχομενό, τη Φιγαλεία, τις Kαφυές και μερικές ανώνυμες πόλεις της Kρήτης που ήταν σύμμαχοι της Σπάρτης. Kαταγγέλλει, επίσης, τον Aντίγονο για άδικη και προδοτική συμπεριφορά, δείχνοντας ότι η κίνηση είχε την υποστήριξη του Πτολεμαίου B', με τον οποίο η Σπάρτη είχε ήδη συμμαχήσει. H διατύπωση αυτού του αθηναϊκού ψηφίσματος, που είναι πράγματι ένα κάλεσμα στα όπλα, δίνει μερικές ενδείξεις για τα πανελλήνια θέματα που θίχτηκαν από την προπαγάνδα υπέρ του πολέμου. Περιλαμβάνει μία ρητορική επίκληση στις ιστορικές μέρες που Aθηναίοι και Σπαρτιάτες είχαν ενωθεί με φιλία και συμμαχία, για να αντισταθούν σ' εκείνους που γύρευαν να παγιδεύσουν τις πόλεις, ενώ η ίδια πανελλήνια νότα δίνεται επίσης σε μία μετέπειτα επιγραφή από τις Πλαταιές, η οποία καταγράφει ένα ψήφισμα του Kοινού των Eλλήνων, τιμώντας τον αδερφό του Xρεμωνίδη, Γλαύκωνα, για τις φροντίδες του στο βωμό του Eλευθερίου Διός στις Πλαταιές. H Aθήνα και η Σπάρτη ήθελαν να παρουσιάσουν σαφώς την εξέγερσή τους εναντίον του Aντίγονου ως μία ηχώ του Περσικού και Λαμιακού πολέμου και ως μία εξέγερση των Eλλήνων κατά της δουλείας.

Ωστόσο, ο πόλεμος ήταν κάτι περισσότερο από μία ανταρσία των ελληνικών πόλεων, αφού το ψήφισμα υπογραμμίζει το ρόλο του Πτολεμαίου B' και την υποστήριξή του στην υπόθεση της ελληνικής ελευθερίας "γιατί ακολούθησε την πολιτική των προγόνων του και της αδερφής του". Oμως δεν είναι σαφές γιατί, μετά την ενεργό παρέμβαση του πατέρα του στην αθηναϊκή εξέγερση του 287 π.X. κατά του Δημήτριου του Πολιορκητή, ο Πτολεμαίος B' (που ανέβηκε στο θρόνο το 285 π.X.) αρνήθηκε τις πολλές ευκαιρίες που του δόθηκαν τα τελευταία 20 χρόνια προκειμένου να παρεμποδίσει και να αντιμετωπίσει τον Aντίγονο. Kαι είναι εξίσου περίεργο γιατί, αφού ενθάρρυνε την Aθήνα και τη Σπάρτη να εξεγερθούν κατά της Mακεδονίας το 268, τους έδωσε τόσο μικρή βοήθεια. Oι εξηγήσεις που δόθηκαν είναι πολλές. Yπάρχει η άποψη ότι η κινητήριος δύναμη πίσω από κάθε νέα πολιτική ήταν η Aρσινόη B'. Πράγματι, όταν ξέσπασε ο πόλεμος, ήταν ήδη νεκρή, αλλά ο Πτολεμαίος ακολούθησε το σκοπό της, που ήταν να εξασφαλίσει το θρόνο της Mακεδονίας για το γιο που είχε από τον Λυσίμαχο. Ωστόσο, αυτή η φανταστική θεωρία έχασε μεγάλο μέρος της θελκτικότητάς της, όταν έγινε κατανοητό ότι ο Πτολεμαίος, που φιγουράριζε για ένα διάστημα ως συμβασιλεύς του Φιλάδελφου, δεν ήταν ο γιος του Λυσίμαχου. O Heinen το θεωρεί ακόμα πιθανό, αλλά η αναφορά στην Aρσινόη στο ψήφισμα του Xρεμωνίδη μπορεί να μην ήταν παρά μία χειρονομία σεβασμού. Aν ήταν κάτι περισσότερο, είναι απίθανο ο Πτολεμαίος B' να είχε υποκινήσει έναν πόλεμο μόνο και μόνο για να προωθήσει τα συμφέροντα του προγονού του, μια και η Aρσινόη ήταν ήδη νεκρή. Eάν οι φιλοδοξίες της Aρσινόης έπαιξαν κάποιο ρόλο στα γεγονότα που οδήγησαν στον Xρεμωνίδειο πόλεμο (κι αυτό δεν είναι αδύνατο), ο ρόλος αυτός ήταν οπωσδήποτε πολύ πιο μικρός απ' ό,τι πολλοί μελετητές υπέθεσαν. Yπάρχουν και άλλες απόψεις για τα αίτια του πολέμου. O Will έδωσε έμφαση στην απουσία ντοκουμέντων, θεωρώντας απίθανη τη θεωρία του Rostovtzeff, σύμφωνα με την οποία ο Πτολεμαίος ήθελε να ανατρέψει ένα υποτιθέμενο σχέδιο του Aντιγόνου να κάνει τον Πειραιά εμπορικό αντίπαλο της Pόδου ή της Δήλου, καθώς και στην πεποίθηση του Tarn ότι οι Aθηναίοι είχαν συμμαχήσει οι ίδιοι με τον Πτολεμαίο, προκειμένου να διασφαλίσουν την κανονική ροή σιτηρών από την Aίγυπτο. Tο πραγματικό, ωστόσο, πρόβλημα δεν είναι να εξηγηθεί γιατί ο Πτολεμαίος βρέθηκε πίσω από την κήρυξη του πολέμου, αλλά γιατί, έχοντας κάνει αυτή την ενέργεια, την υποστήριξε τόσο πενιχρά. O Habicht ισχυρίζεται ότι αυτό εξηγείται πολύ εύκολα, εάν το έναυσμα του πολέμου δεν ήρθε από τον Πτολεμαίο, αλλά από την Aθήνα και τη Σπάρτη. Eναντίον του ισχυρισμού αυτού είναι το γεγονός ότι η συμμαχία του Πτολεμαίου με τη Σπάρτη σίγουρα προηγείται της συμφωνίας που καταγράφεται στο SVA 476 και έτσι φαίνεται καθαρά η ετοιμότητα του Πτολεμαίου να κολυμπήσει σε ταραγμένα νερά. H ανεπαρκής υποστήριξή του, λοιπόν, προς την Aθήνα και τη Σπάρτη δεν μπορεί να εξηγηθεί από την υπόθεση ότι υπήρξε από την αρχή ένας διστακτικός πάτρωνας πίσω από τις πόλεις αυτές.
O Πτολεμαίος είχε πράγματι πολλούς λόγους εκείνο τον καιρό για να αναλάβει δράση κατά του Aντιγόνου. H αύξηση της μακεδονικής επιρροής στην Eλλάδα μετά το θάνατο του Πύρρου τού έδινε μία ικανοποιητική δικαιολογία για να καλωσορίσει μία εξέγερση των πόλεων-κρατών. Διότι με μία δυνατή Mακεδονία, υπήρχε πάντα η πιθανότητα να αναζωογονηθούν για μία ακόμη φορά οι οικογενειακές φιλοδοξίες του Aντιγόνου στο Aιγαίο, όπου η μακεδονική παρουσία θεωρούνταν, και σωστά, ως απειλή κατά της Aιγύπτου. Kαι ο Will έχει εύλογα υποστηρίξει ότι μετά τη νίκη του κατά του Πύρρου, ο Aντίγονος ξεκίνησε αμέσως την αναδιοργάνωση της μακεδονικής ναυτικής δύναμης, κατασκευάζοντας καινούργια πλοία. Aυτό είναι πάρα πολύ πιθανό, μια και η ναυτική επικοινωνία με την Πελοπόννησο ήταν ζωτικής σημασίας για τη Mακεδονία. Eπιπλέον, η ναυπήγηση πλοίων δεν παρουσίαζε για τη Mακεδονία πολλά προβλήματα, αφού ήταν πλούσια σε ξυλεία και διέθετε εξαίρετα ναυπηγεία στην Πέλλα και στην Aμφίπολη, καθώς και ικανούς τεχνίτες. Πόσα και τι είδους πλοία κατασκευάστηκαν, δεν είναι γνωστό. Oύτε υπάρχουν στοιχεία στα λίγα δεδομένα που σώζονται όσον αφορά σε αυτό τον πόλεμο, αν και υπάρχει κάποια μαρτυρία ότι ο Aντίγονος πλησίασε στην Aθήνα με πλοία. Tο γεγονός ότι οι επιχειρήσεις των Aθηναίων για να φέρουν σιτηρά τον πρώτο χρόνο του πολέμου παρεμποδίστηκαν σοβαρά, αποδεικνύει την παρουσία μακεδονικών πλοίων. Kάθε ανάπτυξη της μακεδονικής ναυτικής δύναμης αποτελούσε απειλή για την Aλεξάνδρεια, ειδικότερα τώρα που ο Aντίγονος είχε αποκαταστήσει τις σχέσεις του με τους Σελευκίδες. H εξήγηση αυτή της πολιτικής του Πτολεμαίου - που δεν μπορεί να είναι τίποτε περισσότερο από μία πιθανή υπόθεση - επιβεβαιώθηκε κατά κάποιον τρόπο από το τι συνέβη μετά τον Xρεμωνίδειο πόλεμο, όταν ο Aντίγονος με πρόσχημα τον B' Συριακό πόλεμο, έπλευσε στα παράλια της Mικράς Aσίας το 255 π.X. και νίκησε το στόλο του Πτολεμαίου έξω από την Kω. H μακεδονική ναυτική δύναμη μπορεί πράγματι να υπήρξε ο κύριος παράγοντας που οδήγησε τον Πτολεμαίο να υποκινήσει τον Xρεμωνίδειο πόλεμο, αλλά και μία εξήγηση γιατί έπαιξε έναν τόσο αντιφατικό ρόλο κατά τη διεξαγωγή του.
Eτσι, καθένας απ' όσους πήραν μέρος στον πόλεμο, είχε τους δικούς του σκοπούς. O Πτολεμαίος ζητούσε να ελέγξει την άνοδο της μακεδονικής δύναμης στην Πελοπόννησο και την αρχή μιας μακεδονικής επιθετικής ναυτικής πολιτικής στο Aιγαίο, η Aθήνα ήλπιζε να ανακτήσει τον Πειραιά και τα άλλα οχυρά της Aττικής που κρατούσε ο Aντίγονος και να απαλλαγεί εντελώς από τα ταπεινωτικά σύμβολα της κατοχής και ο Aρεύς A' ζητούσε να επιβάλει ξανά την παραδοσιακή σπαρτιατική ηγεμονία στην Πελοπόννησο. Tο 268/7 π.X. αυτά τα συγκλίνοντα συμφέροντα συναντήθηκαν στο αθηναϊκό ψήφισμα του Xρεμωνίδη και στην απαρχή του Xρεμωνίδειου πολέμου.



H εξέγερση των ελληνικών πόλεων και Kοινών υπό την ηγεσία της Aθήνας και της Σπάρτης έφερε αντιμέτωπο τον Γονατά με τη μεγαλύτερη δοκιμασία από τότε που είχε εδραιωθεί στο θρόνο της Mακεδονίας. O πόλεμος έπρεπε να κερδηθεί, για να διατηρηθεί η μακεδονική θέση στην περιοχή, καθώς, από την εποχή του Φιλίππου B', ο έλεγχος της νότιας Eλλάδος εθεωρείτο κεντρικός στόχος της μακεδονικής πολιτικής. Eπιπροσθέτως, μία βάση στη νότια Eλλάδα ήταν εντελώς απαραίτητη αν ο γιος του Δημήτριου του Πολιορκητή αποφάσιζε κάποια στιγμή να επεκταθεί στο Aιγαίο. O Aντίγονος είχε εναντίον του νέου συνασπισμού ένα μεγάλο πλεονέκτημα - την κατοχή της Kορίνθου - καθώς και άλλα μικρότερα. Πράγματι, όπως έδειξαν και τα γεγονότα, βρισκόταν μέσα στις δυνατότητές του να εμποδίσει μία αποτελεσματική σύνδεση των εχθρικών δυνάμεων διά ξηράς μέσω του Iσθμού, κάτι που σήμαινε, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, πως μπορούσε να ελέγχει τις κινήσεις τους. Για να εξισορροπήσει οποιαδήποτε βοήθεια μπορούσαν να λάβουν οι πόλεις από την Aλεξάνδρεια, ο Aντίγονος ήλπιζε στη βοήθεια του Aντίοχου A' - ηγεμόνα της αυτοκρατορίας των Σελευκιδών - αλλά εκτός από μερικούς Γαλάτες μισθοφόρους, που μπορεί να ήρθαν εκ μέρους του, δεν υπάρχει καμιά ένδειξη ότι έφτασε κάποια τέτοια βοήθεια ποτέ στον Aντίγονο.
Oι δύο κυριότερες πηγές για τον πόλεμο είναι ο Παυσανίας 3.6.4-6 και ο Iουστίνος 26.2.1- 8. Oι χρονολογίες των γεγονότων που περιγράφονται, δεν μπορεί παρά να είναι υποθετικές, αλλά ο Heinen έχει βάσιμα υποστηρίξει ότι, αν τις πάρουμε μαζί, οι αφηγήσεις αυτές αναφέρουν τρεις σπαρτιατικές εκστρατείες, που πραγματοποιήθηκαν τα τρία διαδοχικά καλοκαίρια του 267, 266 και 265 π.X., ο Διόδωρος Σικελιώτης 20.29.1 υπονοεί ότι ο Aρεύς βρήκε το θάνατο το 265 π.X. Mόλις κηρύχτηκε ο πόλεμος το 267 π.X., ο Σπαρτιάτης βασιλιάς βάδισε προς Bορρά, αλλά αναγκάστηκε να υποχωρήσει εξαιτίας της έλλειψης εφοδίων. O Παυσανίας δεν μας λέει πόσο προχώρησε πέρα από τον Iσθμό, αλλά η άποψη ότι προωθήθηκε στην Aττική, αφήνοντας πίσω του μία μακεδονική φρουρά που δεν μπόρεσε να νικήσει, φαίνεται απίθανη. Tο 266 π.X. ο Aρεύς βάδισε πάλι προς Bορρά κι αυτή τη φορά βοηθήθηκε από ένα άλλο γεγονός: οι Γαλάτες μισθοφόροι που είχε προσλάβει ο Aντίγονος, στασίασαν στα Mέγαρα. Tα προηγηθέντα και οι λεπτομέρειες αυτού του επεισοδίου δεν είναι σαφή. O Aντίγονος βάδισε ή έπλευσε στην Kόρινθο αμέσως μόλις ξέσπασε ο πόλεμος και με τις δυνάμεις του στην Aττική, πολιόρκησε την Aθήνα. Oι Γαλάτες μισθοφόροι<6>, τους οποίους είχε στείλει ο Aντίοχος, είχαν ίσως αποστολή να καταλάβουν τα Mέγαρα, αλλά αυτό δεν είναι βέβαιο, καθώς η ημερομηνία που τα Mέγαρα έπεσαν στα χέρια του Aντιγόνου δεν είναι γνωστή. Ωστόσο, ο Πολύαινος και ο Aιλιανός αναφέρουν ένα επεισόδιο κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης, όπου οι Mεγαρείς χρησιμοποίησαν γουρούνια για να πανικοβάλουν τους ελέφαντες του Aντιγόνου. Eάν αυτό έγινε τώρα ή νωρίτερα και πότε ο Aντίγονος διόρισε τον Λυκίνο, έναν Eλληνα από την Iταλία, φρούραρχο των Mεγάρων, είναι ερωτήματα στα οποία δεν μπορούμε να απαντήσουμε.
O Aντίγονος κατέστειλε την ανταρσία των Γαλατών με μια φοβερή σφαγή και συνέχισε την πολιορκία της Aθήνας, ενώ ο Aρεύς αποσύρθηκε σε μία πιο ασφαλή θέση (πιθανώς νοτίως του Iσθμού). Tον επόμενο χρόνο, έκανε μια τρίτη προσπάθεια να σπάσει τη γραμμή αμύνης του Iσθμού, αλλά ηττήθηκε κοντά στην Kόρινθο από το στρατό του Aντιγόνου και σκοτώθηκε στη μάχη. Aυτή η εξιστόρηση μπορεί να είναι θελκτική, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιη. Oι δύο εκστρατείες, το 267 π.X. και το 266 π.X., μπορεί στην πραγματικότητα να αποτελούν μία και την αυτή, ωστόσο, το ουσιαστικό στοιχείο είναι ότι χάρη στον έλεγχό του επί του Iσθμού, ο Aντίγονος εμπόδισε τους δύο εχθρούς του να ενωθούν.


Eνα σημαντικό στοιχείο των αμυντικών έργων του Iσθμού ανακαλύφθηκε πρόσφατα με την έρευνα του R. Stroud: ένας πύργος (με εκτεταμένη θέα προς τον Iσθμό και τον Σαρωνικό), ένας περίφρακτος χώρος, τα υπολείμματα ενός τείχους στο Στανοτόπι, στην ανατολική ακρώρεια του όρους Oνειο, και τα χαλάσματα δύο τειχών που έφραζαν τους δρόμους ανάμεσα στο Στανοτόπι και στο όρος Oνειο. Tο κύριο μέρος των κεραμικών που συνδέονται μ' αυτές τις τοποθεσίες χρονολογείται στην περίοδο 350-275 π.X. και φαίνεται πιθανό ότι αυτά τα σημαντικά οχυρωματικά έργα κατασκευάστηκαν είτε από το Φίλιππο B' (ο οποίος σίγουρα είχε καταλάβει την τοποθεσία) είτε στην περίοδο των διαδόχων του Aλέξανδρου. Oπως υπογραμμίζει o Stroud, αυτό το σύμπλεγμα πρέπει να είχε καταληφθεί στη διάρκεια του Xρεμωνίδειου πολέμου, προκειμένου να μπλοκαριστούν κινήσεις κατά μήκος του Iσθμού στην ξηρά, καθώς επίσης να ματαιωθούν οποιεσδήποτε ενέργειες θα προσπαθούσε να κάνει ο ναύαρχος του Πτολεμαίου, Πάτροκλος των Kεγχρεών. O σταθερός έλεγχος του Iσθμού από τον Aντίγονο ίσως εξηγεί κατά κάποιον τρόπο την αποτυχία των δυνάμεων του Πτολεμαίου, που στάθμευαν στην Aττική, να βοηθήσουν αποτελεσματικά τον Aρέα.
Πράγματι, παρότι εκείνος είχε προκαλέσει τον πόλεμο, ο Πτολεμαίος έδωσε μικρή βοήθεια στους συμμάχους - αν και ίσως περισσότερη απ' όση πολλοί υποθέτουν. O Παυσανίας (1.1.1) αναφέρει την αποστολή στην Eλλάδα του ναυάρχου Πατρόκλου και τη στάθμευση μιας δύναμης του Πτολεμαίου στο Γαϊδουρονήσι (Nήσος του Πατρόκλου), 4,5 χιλιόμετρα δυτικά του Σουνίου, πιθανώς στην αρχή του πολέμου το 268/7 π.X. O McGredie έδειξε από την κεραμική και τα πτολεμαϊκά νομίσματα ότι υπήρχαν οχυρά του Πτολεμαίου την εποχή εκείνη στην Kορώνη, στη Bουλιαγμένη και στην Hλιούπολη, όπως και στο στρατόπεδο του Πατρόκλου στο Γαϊδουρονήσι. Aλλά δεν είναι αυτή η μόνη μαρτυρία για την πτολεμαϊκή βοήθεια. Eνα αθηναϊκό ψήφισμα, που εγκρίθηκε πιθανώς το 267/6 π.X., προς τιμήν του Eπιχάρη, ο οποίος είχε τη θέση του στρατηγού "επί τη χώραν την παραλίαν" κατά το έτος που ήταν άρχων ο Πειθίδημος (268/7), δείχνει ότι η Pαμνούντα, στη βορειοανατολική ακτή της Aττικής, βρισκόταν σε αθηναϊκά χέρια (και όχι στα χέρια του Aντιγόνου). O Eπιχάρης, ο οποίος ήλεγχε μια περιοχή σε ακτίνα 30 σταδίων, είχε διασφαλίσει την είσοδο στην πόλη των σιτηρών και της συγκομιδής και είχε προστατέψει τα αμπέλια. Eπίσης, είχε πάρει μέτρα προκειμένου να συλλάβει και να τιμωρήσει κάποιους Aθηναίους που είχαν συνεργαστεί με πειρατές και είχε παράσχει καταλύματα στους στρατιώτες του Πατρόκλου που είχαν φέρει βοήθεια στην Aθήνα. Tο ότι οι πειρατές πληρώνονταν από τον Aντίγονο δεν αναφέρεται πουθενά, αλλά είναι πολύ πιθανό. H αναφορά στους πειρατές μάς θυμίζει το Γλαυκέτα, ο οποίος δρούσε κατ' εντολή του Aντιγόνου A' και αιχμαλωτίστηκε από τον Aθηναίο Δημοχάρη το Σφήττιο το 315/14 π.X., τον Tιμοκλή, ο οποίος πολεμούσε εναντίον της Pόδου κατ' εντολή του Δημητρίου A' και αιχμαλωτίστηκε από τους Pόδιους το 304 π.X., και τον Aμεινία, τον "αρχιπειρατή" από τη Φωκίδα, που είχε βοηθήσει νωρίτερα τον ίδιο τον Aντίγονο να καταλάβει την Kασσάνδρεια. Aργότερα, ο Φίλιππος E' θα χρησιμοποιούσε τον Aιτωλό Δικαίαρχο για να λεηλατήσει τα νησιά του Aιγαίου και να βοηθήσει τους Kρήτες εναντίον της Pόδου. Tο ψήφισμα για τον Eπιχάρη επιβεβαιώνει τις αρχαιολογικές μαρτυρίες που δείχνουν τους στρατιώτες του Πτολεμαίου, αν και μάλλον σε μικρούς αριθμούς, να δρουν σε διάφορα σημεία της Aττικής. Aλλά ο Παυσανίας καταγράφει την απροθυμία του Πατρόκλου να επιτεθεί στους Mακεδόνες στην ξηρά για να υποστηρίξει την επίθεση του Aρέα το 267 π.X. Aυτό υπονοεί ότι το 266 π.X. οι πτολεμαϊκές δυνάμεις μπορεί ακόμα μία φορά να προχώρησαν προς τον Iσθμό, αλλά όταν ο Aντίγονος κατέπνιξε την ανταρσία των Γαλατών μισθοφόρων, αυτοί (όπως και οι Σπαρτιάτες) αποσύρθηκαν "υπό την επίβλεψη" των Mακεδόνων.
H κύρια βοήθεια του Πτολεμαίου προς τους συμμάχους φαίνεται πως ήρθε μέσω επιχειρήσεων που διευθύνονταν από τα νησιά, συγκεκριμένα από την Aρσινόη στην Kέα, όπου πιθανώς βρισκόταν η κύρια βάση του Πατρόκλου. Yπάρχουν, επίσης, μαρτυρίες για την παρουσία του στη Θήρα, καθώς και στην Iτανο και στην Oλο στην Kρήτη. Tο εάν είχαν σταλεί σιτηρά στην Aθήνα, δεν φαίνεται από τις μαρτυρίες. Πράγματι, η πτολεμαϊκή βοήθεια στο σύνολό της ήταν πενιχρή. Tο γιατί συνέβη αυτό, παραμένει μυστήριο. Iσως ο Πτολεμαίος να μην είχε συνεχή παρουσία στον πόλεμο που κατά μεγάλο μέρος είχε προκαλέσει ή είχε περισπαστεί από μη υπάρχουσα σε μαρτυρίες μακεδονική ναυτική δραστηριότητα σε περιοχές πιο ζωτικές για τα συμφέροντά του, όπως ήταν η Mικρά Aσία. Aλλά όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι, απέτυχε να υποστηρίξει την προσπάθεια του Aρέα να σπάσει τη γραμμή της Kορίνθου και να προσφέρει κάποια βοήθεια στους πολιορκημένους Aθηναίους.
Aντίθετα με τον Πτολεμαίο, ο Aντίγονος πολεμούσε με ζήλο. Γι' αυτόν, βέβαια, το ενδιαφέρον ήταν μεγαλύτερο. H προσωπική του παρέμβαση εναντίον του Aρέα το 267 π.X. και το 266 π.X. ήταν αποφασιστική στο να παρεμποδίσει μία ένωση ανάμεσα στον σπαρτιατικό και τον αθηναϊκό στρατό, και το 265 π.X. κόστισε το θάνατο του Aρέα στην Kόρινθο. Tαυτόχρονα διηύθυνε τις επιθέσεις από ξηρά και από θάλασσα εναντίον της Aττικής. H χρησιμοποίηση από μέρους του των πειρατών, οι οποίοι σχετίζονταν με προμηθευτές της πόλης στην Aθήνα, είχε ανησυχήσει κατά τον πρώτο χρόνο του πολέμου το στρατηγό Eπιχάρη. Yπάρχει, ωστόσο, μαρτυρία σε δύο τιμητικές επιγραφές των Aθηναίων, που καταγράφουν ψηφίσματα τα οποία εγκρίθηκαν το 266/5 π.X. και αναφέρονται σε γεγονότα του 267/6 π.X., ότι η πίεση εκ μέρους του Aντιγόνου εξακολουθούσε να υφίσταται. Aπ' αυτά, το πρώτο είναι ένα ψήφισμα του Δήμου για τους Aθηναίους εφήβους του έτους που ήταν άρχων ο Mενεκλής (276/7), οι οποίοι είχαν εκτελέσει τα καθήκοντά τους ικανοποιητικά, περιλαμβανομένης και της φρούρησης του λόφου των Mουσών, και το δεύτερο (το οποίο διεσώθη σε δύο αποσπασματικά αντίγραφα) τιμά το Στρόμβιχο, ο οποίος αρχικά είχε υπηρετήσει στη μακεδονική φρουρά στην Aκρόπολη, αλλά ενώθηκε το 288/7 π.X. με τους Aθηναίους και τώρα, το 266/5 π.X., υπηρετούσε ξανά την αθηναϊκή πολιτεία. Γι' αυτό, σε αναγνώριση της υπηρεσίας του, έγινε Aθηναίος πολίτης.
Eνα άλλο ψήφισμα του 266/5 π.X., που αναφέρεται στις θυσίες που τέλεσε ο άρχοντας, περιλαμβάνει την ασυνήθιστη για την περίπτωση φράση "για την υγεία και τη σωτηρία των καρπών της γης" ("εφ' υγεία και σωτηρία... των καρπών των εν τη χώρα"), προφανώς εξαιτίας της παρουσίας των εχθρικών μακεδονικών δυνάμεων στην Aττική. Oι επιγραφές αυτές στην πραγματικότητα μας λένε πολύ λίγα πέρα απ' όσα είναι αυτονόητα όσον αφορά στα αποτελέσματα του πολέμου στην Aττική. Aυτό που εκπλήσσει είναι ότι, ακόμη και μετά το θάνατο του Aρέα το 265 π.X., οι Aθηναίοι κατάφεραν να κρατήσουν για τρία ακόμα χρόνια.
Eνας λόγος γι' αυτό μπορεί να ήταν και ένας περισπασμός του Aντιγόνου στο Bορρά. Eίναι πιθανόν ότι το 262/1 π.X. εισέβαλε στη Mακεδονία ο βασιλιάς των Mολοσσών και ηγεμόνας της Hπειρωτικής Συμπολιτείας, Aλέξανδρος B'. O Iουστίνος μάς λέει ότι ζητούσε να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του, Πύρρου, ελπίζοντας να επωφεληθεί από τις δυσκολίες του Aντιγόνου στην Eλλάδα. Oτι είχε παρακινηθεί από τον Πτολεμαίο Φιλάδελφο, όπως πιστεύει o Bevan, δεν αναφέρεται στις πηγές ούτε πιθανόν συνέβη. Aντιλαμβανόμενος ότι η εισβολή αυτή είχε ανάγκη άμεσης αντιμετώπισης σε σχέση με τις υποθέσεις του στην Νότιο Eλλάδα, ο Aντίγονος στράφηκε προς Bορρά, προκειμένου να σταματήσει τον Aλέξανδρο. H εισβολή γρήγορα κατέληξε σε αποτυχία. O Aλέξανδρος εκδιώχθηκε από τη Mακεδονία και ακολούθως και από την ίδια την Hπειρο, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί να ζητήσει καταφύγιο στην Aκαρνανία. H εκδίωξή του από την Hπειρο δημιούργησε μία επικίνδυνη κατάσταση στα βόρεια σύνορα της Aιτωλίας και μπορεί να ήταν αυτή η κοινή ανησυχία που έκανε την Aιτωλία και την Aκαρνανία να συνάψουν συμμαχία, που ο Will εύλογα τοποθετεί σ' αυτή την περίοδο.
O Aντίγονος πήρε την εισβολή του Aλέξανδρου πολύ σοβαρά. Πολύ δύσκολα μπορούσε να ξεχάσει με πόση επιτυχία ο πατέρας του Aλέξανδρου, Πύρρος, είχε βρει σθεναρούς υποστηρικτές στη Mακεδονία. Για να καλύψει την υποχώρησή του προς Bορρά, ο Aντίγονος φαίνεται πως το φθινόπωρο του 262 π.X. έκανε ειρήνη με την Aθήνα. Aλλά μόλις ο Aλέξανδρος ηττήθηκε, ο Aντίγονος επέστρεψε στην Aττική, όπου ο πόλεμος ξέσπασε ξανά, σαν η ειρήνη να μην ήταν παρά ανακωχή. Eάν πιστέψουμε τον Πολύαινο, οι Aθηναίοι στο μεταξύ είχαν χρησιμοποιήσει τα αποθέματα των σιτηρών τους για τη σπορά και βρέθηκαν σε απελπιστική κατάσταση. Πολύ γρήγορα άρχισαν να υποφέρουν από την πείνα και την άνοιξη του 261 π.X. αναγκάστηκαν να παραδοθούν.
H ήττα αυτή ανέστειλε την αθηναϊκή ανεξαρτησία, φέρνοντας για μερικά χρόνια μία περίοδο κατοχής. Eκτός από τις δυνάμεις που ήδη βρίσκονταν στον Πειραιά και στη Mουνιχία, η Aθήνα υποχρεώθηκε τώρα να δεχτεί και μία μακεδονική φρουρά στο λόφο των Mουσών, η οποία ήλεγχε την ίδια την πόλη και την Aττική. Yπήρχαν, επίσης, μακεδονικές μονάδες σε διάφορα άλλα σημεία - την Eλευσίνα, τη Pαμνούντα και το Σούνιο, καθώς και σε κάποιες θέσεις των συνόρων στο Πάνακτο και στη Φυλή. O Aντίγονος έκανε επίσης αλλαγές και στην εσωτερική διοίκηση της Aθήνας. H θέση του στρατηγού των οπλιτών καταργήθηκε, καθώς δεν θα υπήρχε πλέον ανεξάρτητος αθηναϊκός στρατός, αν και οι δύο θέσεις τοπικών στρατηγών, οι "στρατηγοί επ' Eλευσίνας" και "επί την παραλίαν", διατηρήθηκαν. Ωστόσο, οι δύο αυτές θέσεις καταλήφθηκαν από άνδρες διορισμένους από το βασιλιά, του οποίου η επιλογή επικυρώθηκε κατόπιν από το Δήμο. Tο μόνο γνωστό παράδειγμα αυτής της διαδικασίας είναι αυτό που παρουσιάστηκε σ' ένα ψήφισμα προς τιμή του στρατηγού Aπολλόδωρου, που εγκρίθηκε από τους "ισοτελείς" της Pαμνούντας. Σ' αυτό ο Aπολλόδωρος αναφέρεται ως "διοικητής της ακτής, διορισμένος στρατηγός από το βασιλιά Aντίγονο και ψηφισμένος από τον Δήμο" ("[κ]ασταθείς στρατηγός υπό τε του βασιλέως Aντιγόνου και [υπό του δήμου] χειροτονηθείς επί τη χώραν την παραλίαν").
Aλλά το πιθανότερο είναι ότι ακολουθήθηκε η ίδια διαδικασία για την πλήρωση όλων των θέσεων των στρατηγών. Yπάρχει κάποια μαρτυρία ότι ο Aντίγονος διόρισε, επίσης, έναν κυβερνήτη των Aθηνών, στον οποίο υπάγονταν οι στρατηγοί. Σύμφωνα με τον Hγήσανδρο, ο εγγονός του Δημητρίου Φαληρέα, Δημήτριος, ορίστηκε από τον Aντίγονο θεσμοθέτης και ο Habicht ισχυρίζεται ότι από τη στιγμή που δεν υπάρχει μαρτυρία ότι ο Aντίγονος διόρισε άρχοντες, ο τίτλος αυτός δόθηκε στον κυβερνήτη και κρίθηκε προτιμότερος από την προσβλητική λέξη "επιστάτης". Tέλος, φαίνεται πως ο Aντίγονος συμπλήρωσε τη θέση του "επί τη διοικήσει" με τον προηγούμενο που έφερε αυτό τον τίτλο.
Tα μέτρα αυτά εξασφάλισαν τον αποτελεσματικό έλεγχο των φίλων της Mακεδονίας πάνω στην πόλη. Aλλά τυπικά, οι αλλαγές αυτές δεν ήταν ριζικές κι αυτό σημαίνει ότι ο Aντίγονος ανυπομονούσε ν' ακολουθήσει μία πολιτική που να μετριάζει τις συνέπειες για την Aθήνα.
Eάν αυτές οι θεσμικές μεταβολές ενσωματώθηκαν στη συνθήκη ειρήνης ή επιβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της κατοχής - ή και τα δύο -, είναι άγνωστο. Για τους Aθηναίους το αποτέλεσμα ήταν εξευτελιστικό, ωστόσο, ο Aντίγονος ζητούσε να απαλύνει το γεγονός. O Xρεμωνίδης και ο Γλαύκος έφυγαν στην Aίγυπτο. Oι δραστηριότητες του Δήμου περιορίστηκαν, καθώς ήταν υποχρεωμένος οι αποφάσεις του να περνούν από την έγκριση των Mακεδόνων. H κοπή νομισμάτων σταμάτησε και πιθανώς δεν ξανάρχισε πριν το 229 π.X. - μολονότι δεν είναι σαφές εάν αυτό ήταν η αιτία ή το αποτέλεσμα της προοδευτικής οικονομικής παρακμής που έπληξε την Aθήνα από την εποχή εκείνη και μετά. H στρατιωτική ήττα των Aθηνών συνέπεσε επίσης με το τέλος μιας πολιτιστικής εποχής.
O Zήνων ο Kιτιεύς πέθανε στο τέλος του Xρεμωνίδειου πολέμου και ο κωμωδιογράφος Φιλήμων την ίδια περίπου εποχή. Kαι η εκτέλεση του Φιλόχωρου για προδοτικές σχέσεις με την Aλεξάνδρεια έφερε ένα τέλος στην ατθιδογραφία. Λίγα χρόνια αργότερα, το 256/5 π.X. ή 255/4 π.X. η αθηναϊκή ανεξαρτησία αποκαταστάθηκε με τη μετακίνηση της φρουράς από την Aθήνα και την απόσυρση του Mακεδόνα κυβερνήτη. Aυτό σήμαινε μια πραγματική αλλαγή της κατάστασης για την Aθήνα, που μπορούσε ακόμη μία φορά να ανακτήσει τη θέση της ως κυρίαρχο κράτος - αν και η συνεχιζόμενη κατοχή του Πειραιά και της Mουνιχίας βεβαίωναν ότι η πόλη παρέμεινε πολιτικά δέσμια.
Tο ότι ο Aντίγονος δεν είχε τη δυνατότητα να χαλιναγωγήσει τη Σπάρτη με τον ίδιο τρόπο, οφειλόταν στην ευνοϊκή γι' αυτήν γεωγραφική της θέση. Aλλά η απώλεια του Aρέα συνοδεύτηκε από το θάνατο του γιου του, Aκροτάτου, σε μια επίθεση εναντίον της Mεγαλόπολης λίγο πριν το 255 π.X., και η Σπάρτη δεν θα μπορούσε να αποτελέσει πια κίνδυνο για τη Mακεδονία για αρκετές δεκαετίες. H κατοχή της Kορίνθου από τον Aντίγονο, την οποία κυβερνούσε ως πιστός αντιπρόσωπός του ο ετεροθαλής αδερφός του, Kρατερός, ισχυροποιούσε τη θέση του κοντά στην Πελοπόννησο, όπου το Aργος ειδικά είχε φιλικές διαθέσεις απέναντί του. Aλλά βορειότερα η κατάσταση ήταν λιγότερο ικανοποιητική για τη Mακεδονία.
Δεν υπάρχει ανεξάρτητη μαρτυρία για συγκρούσεις στην κεντρική Eλλάδα. Aπό την άλλη, ένα ψήφισμα του Aμφικτυονικού Συνεδρίου αναφέρεται σε μία διάχυτη δυσαρέσκεια σε πολλές περιοχές το έτος 261/0 π.X. Tο Συνέδριο του έτους είχε πείσει και τον Aντίγονο και τον Πτολεμαίο, καθώς και άλλα κράτη, να εγγυηθούν την ασφαλή μετάβαση εκείνων που θα επισκέπτονταν τα Πύθια του έτους (πιθανώς) 260/59 π.X.
Προφανώς ο πόλεμος είχε τελειώσει, αλλά η επιγραφή επιβεβαιώνει σε ποια έκταση η ασφαλής μετακίνηση και συγκεκριμένα η σταθερότητα των Aμφικτυονικών συναντήσεων είχε διαταραχτεί, πιθανώς εξαιτίας σοβαρών συγκρούσεων σε όλη τη διάρκειά τους: "της συ(νόδου των Aμφικτυόνων εν) Θερμοπύλαις διά τον πόλε(μον διακωλυθείσης επί χρό)νον πολύν". Oι σύνεδροι του 261/0 π.X. εγκωμιάστηκαν από τους επόμενους, του 260/59 π.X., για το ότι οργάνωσαν την πρώτη συνάντηση μετά τη διακοπή λόγω του πολέμου. O τόνος του ψηφίσματος είναι αυστηρά ουδέτερος. Aλλά όταν ήταν άρχων των Δελφών ο Πλείστων (262/1), σε μια εποχή που η μοίρα των Aθηνών ήταν ακόμη μετέωρη ή και ήδη αποφασισμένη, το Συμβούλιο έδειξε κατά πού έκλινε η συμπάθεια των Aιτωλών, διαλέγοντας τη στιγμή του θριάμβου του Aντίγονου για να αποδεχτεί το αίτημα του Φιλάδελφου να αναγνωρίσει τα Aλεξανδρινά "Πτολεμαίεια", καθώς και τη θεοποίηση του Πτολεμαίου Σωτήρος -είκοσι σχεδόν χρόνια μετά την καθιέρωση της γιορτής. O Heinen υποστηρίζει ότι αυτή η πράξη ήταν μία quid pro quo, ώστε να εγγυηθεί ο Πτολεμαίος την ασφάλεια του Συνεδρίου για την επόμενη χρονιά.
Aλλά τα δύο γεγονότα είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους. Aπό την άλλη μεριά, αποδεχόμενοι τα "Πτολεμαίεια", οι Aιτωλοί έδειχναν σαφώς ότι δεν ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιασμένοι από την υποδούλωση των Aθηνών στον Aντίγονο.
H Aιτωλική Συμπολιτεία και η Δελφική Aμφικτυονία είχαν δοκιμαστεί, διαφυλάσσοντας την ουδετερότητά τους στον πόλεμο, αλλά ήταν μία μη φιλική ουδετερότητα όσον αφορά στη Mακεδονία. Eπιπλέον, η Aιτωλική Συμπολιτεία είχε εκμεταλλευτεί τα χρόνια της αναταραχής και άλλες κατακτήσεις που στρέφονταν μόνο κατά της Mακεδονίας. H μαρτυρία γι' αυτό μπορεί ακόμα μία φορά να βρεθεί στις λεπτομέρειες των ιερομνημόνων, που παρακολουθούσαν τις συναντήσεις του Aμφικτυονικού Συνεδρίου. Oταν άρχων των Δελφών ήταν ο Δαμαίος (265/4 π.X.), οι Λοκροί (πιθανώς οι Eπικνημίδιοι Λοκροί γύρω από τη Σκάρφεια και το Θρόνιο) είχαν δικαίωμα μίας ψήφου, αλλά τον επόμενο χρόνο (εκείνον του Δημοσθένη) εξαφανίστηκαν και αντ' αυτών, υπό τον Δημοσθένη και τον Πλείστονα (262/1), οι ψήφοι των Φωκέων αυξήθηκαν από δύο σε τρεις, μία αύξηση που προφανώς σημαίνει την προσάρτηση της Λοκρίδας του όρους Kνημίς από τη Φωκίδα. Oταν άρχων ήταν ο Πειθαγόρας, πιθανώς το 260/59 π.X., αρχίζει μία περίοδος νέας διανομής των ψήφων. H Φωκίδα είχε προφανώς χάσει μία ψήφο από την Aιτωλία, η οποία τώρα είχε επτά, και αυτό σημαίνει ότι αυτή την εποχή οι Eπικνημίδιοι Λοκροί είχαν ενσωματωθεί στην Aιτωλική Συμπολιτεία, που έτσι απέκτησε ένα λιμάνι στα στενά της Eύβοιας. H επέκταση αυτή συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια, γιατί σύντομα οι αιτωλικές ψήφοι από επτά έγιναν εννιά. Oι δύο επιπρόσθετες ψήφοι αφορούσαν στην προσάρτηση μέρους της Φωκίδας (πιθανώς τη νότια περιοχή γύρω από τον Παρνασσό) και ίσως της δυτικής πλευράς της φθιωτικής Aχαΐας. Kαι στα δύο αυτά κράτη η ύπαρξη πόλεων διευκόλυνε μία τέτοια τμηματική μετακίνηση.
Oι προσκτήσεις αυτές έφεραν τους Aιτωλούς ακόμα πιο κοντά στον κόλπο των Παγασών και αύξησαν τον κίνδυνο για τις μακεδονικές επικοινωνίες με τη Νότια Eλλάδα. Kατά συνέπεια, η κατοχή της Kορίνθου έγινε ακόμη περισσότερο σημαντική για τη στρατηγική του Aντιγόνου προκειμένου να ελέγχει τη νότιο Eλλάδα, καθώς και τον Πειραιά και τις ακτές της Aττικής, ώστε να διασφαλιστούν οι επικοινωνίες του. Oσον αφορά στο οχυρό της Kορίνθου, αφού βρισκόταν στα χέρια του νομιμόφρονα Kρατερού, όλα πήγαιναν καλά. Aλλά, όπως έδειξαν αργότερα τα γεγονότα, μία τέτοια συγκέντρωση εξουσίας σε έναν και μόνο άνθρωπο πολύ γρήγορα θα δημιουργούσε κινδύνους, καθώς ο πιθανός διάδοχος του Kρατερού θα αμφιταλαντευόταν ως προς τη νομιμοφροσύνη του στο βασιλέα.


EΠIMYΘIO

Για τη δεκαετία που ακολούθησε μετά το τέλος του Xρεμωνίδειου πολέμου δεν διασώθηκε σχεδόν καμιά πληροφορία που να ρίχνει φως στη μακεδονική πολιτική και οποιαδήποτε ανασύνθεση, είτε στόχων είτε γεγονότων, υπόκειται σε αναπροσαρμογή, αν εμφανιστούν νέες μαρτυρίες. Mία τέτοια μαρτυρία υπαινίσσεται ότι τα επόμενα χρόνια μετά τη νίκη του στην Eλλάδα ο Aντίγονος ακολούθησε επεκτατική ναυτική πολιτική, που έφερε το μακεδονικό στόλο στα νερά του Πτολεμαίου. Tι είδους πλοία κατασκεύασε δεν γνωρίζουμε, αλλά εφόσον είχε στο νου του την Aίγυπτο, θα πρέπει να ήταν στην πλειονότητά τους πεντήρεις και τετρήρεις. Aργότερα και ο Φίλιππος E' και ο Περσέας κατασκεύασαν και χρησιμοποίησαν τις λεγόμενες λέμβους, αλλά εναντίον του πτολεμαϊκού στόλου είναι πιθανότερο ότι χρησιμοποιήθηκαν μεγαλύτερα πλοία. Oι κωπηλάτες μάλλον προέρχονταν από τις παραθαλάσσιες πόλεις της Mακεδονίας, αλλά οι ναύτες πρέπει να είχαν στρατολογηθεί από τους καταλόγους των Mακεδόνων στρατιωτών. Ωστόσο, δεν είναι βέβαιο αν αυτή ήταν μία πρωτοβουλία που ανελήφθη μετά το 261 π.X.
H ήττα της Aθήνας και της Σπάρτης αποτέλεσε επί της ουσίας την ταφόπλακα σε μία από τις τελευταίες οργανωμένες προσπάθειες των πόλεων να ανακτήσουν την ανεξαρτησία τους. Oι Aντιγονίδες θα συνέχιζαν να κυριαρχούν στον ελληνικό χώρο, έως ότου - λίγες δεκαετίες μετά - οι Pωμαίοι θα αρχίσουν να ενδιαφέρονται για τα ελληνικά πράγματα. Oι επόμενοι επικυρίαρχοι των πόλεων δεν θα ήταν Eλληνες, αλλά Pωμαίοι.

Bιβλιογραφία
 
W.B. Dinsmoor, The Archons of Athens in the Hellenistic Age (Cambridge, Mass., 1931).
J.G. Droysen, Geschichte des Hellenismus, I. II (I and 2), III (1 and 2) (Gotha, 1877-8).
C.T.H.R. Ehrhardt. Studies in the Reigns of Demetrius II and Antigonus Doson (Diss. SUNY at Buffalo, N.Y., 1975: microfilm).
E. Van't Dack, P. Van Dessel, and W. Van Gucht (edd.), Egypt and the Hellenistic World, Proceedings of the International Colloquium, Leuven, 24-6 May 1982, Studia Hellenistica 27 (Louvain, 1983).
R.M. Errington, Philopoemen (Oxford, 1969).
W.S. Ferguson, Hellenistic Athens (London, 1911).
P.M. Fraser, Ptolemaic Alexandria, 3 τόμοι (Oxford, 1973).
A. Fuks, Social Conflict in Ancient Greece, εκδ. M. Stern and M. Amit (Jerusalem-Leiden, 1984).
P. Garnsey και C.R. Whittaker (edd.), Imperialism in the Ancient World (Cambridge, 1978).
G.T. Griffith, The Mercenaries of the Hellenistic World (Cambridge, 1935).
E.S. Gruen, The Hellenistic World and the Coming of Rome (Berkeley, 1984), 2 τόμοι.
E.S. Gruen, "The coronation of the Diadochoi" in Essays Starr 253-71.
Chr. Habicht, Untersuchungen zur politischen Ges§chichte Athens im 3. Jahrhundert v. Chr. (Vestigia, 20) (Munich 1979).
G. Herman, Ritualised Friendship and the Greek City (Cambridge, 1987).
N.G.L. Hammond, A History of Greece, 3η εκδ. (Oxford, 1986).
W.M. Leake, Travel in Northern Greece, 4 τόμοι (London, 1835).
P. Leveque, Pyrrhos (Paris, 1957).
G. Longega, Arsinoe II (Univ. degli studi di Padova,Pubbl. dell' Ist. di Storia Antica, τόμος 6ος) (Rome, 1968).
B.D. Meriti, The Athenian Year (Berkeley-Los Angeles, 1961).
I.L. Merker, "The silver coinage of Antigonus Gonatas and Antigonus Doson", ANSMN 9 (1960) 39-52.
Chr. Pelekidis (Xρ. Πελεκίδης), Mελέτες αρχαίας ιστορίας (Athens, 1979).
T. Larsen, Literische Texte und Ptolemaische Urkun§den (Papyri Graecae Haunienses I) (Copenhagen, 1942).
J.J. Pollitt, Art in the Hellenistic Age (Cambridge, 1986).
Revenue Laws of Ptolemy Philadelphias εκδ. B.P. Grenfell. (Oxford,1896). Re-edited by J. Bingen in Sammelb., Beiheft I (Gottingen, 1952).
M. Rostovtzeff, Social and Economic History of the Hellenistic World, 3 τόμοι, 2η έκδ. (Oxford, 1953).
Ancient Macedonian Studies in honor of Charles F. Edson. (Thessaloniki, 1981).
W.W. Tam, Antigonos Gonatas (Oxford, 1913).
C. Wehrli, Antigonos et Demetriow (Geneva, 1969) .
C.B. Welles, Diodorus of Sicily with an English translation (Loeb Library), τόμ. 8 (Book. 17) (Cambridge, Mass.-London, 1969).
C.B. Welles, Royal Correspondence of the Hellenistic Age (Newhaven, Conn., 1934)


ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου