Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΕΙΣ ΤΟ 1940 : ΕΡΓΩ ΤΑΣ ΤΙΜΑΣ...

Γράφει ο Βασίλειος Κουτσούγερας
ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ
ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ
ΕΤΟΣ ΣΤ'   ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1957   ΙΩΑΝΝΙΝΑ
ΤΕΥΧΟΣ 66ον

 
σιωπὴ εἶναι ἕνα ἐμβριθὲς βάθος. Ὁ λόγος εἶναι μιὰ ἐπικίνδυνη ἀνάγκη. Ἰδού ἕνα σχέτλιο δίλημμα. Στὴν πεφορτισμένη ἐρημία μας ἀναζητοῦμε ταὐτόχρονα, δραματικὰ τὴν σιωπὴ καὶ τὸν λόγο· τὴν σιωπὴ σὰν περισυλλογὴ καὶ διάσωσι τῆς οὐσίας μας, τὸν λόγο σὰν ἀναζήτησι μιᾶς δραστικῆς εὐρυχωρίας. Ὡπωσδήποτε· ἀλλ᾿ εὐχερὲς εἶναι ἡ σιωπὴ νὰ διολισθήσῃ σὲ ὀκνηρὴ ἀπόδραση, καὶ ὁ λόγος σὲ προχειροκουφισμὸ ἐκλύσεως.
Γιατί, κύριοί μου, τὸ πιὸ φθηνὸ ἐφεύρημά μας εἶναι ἡ λαλιά μας. Ἕνα σκιῶδες σμῆνος ἀπὸ μέλη μιᾶς τεμαχισμένης ἐκπνοῆς· ἐρήμην. Ἰδού, αὐτὴ τὴν στιγμὴ κλείνω καὶ συναθροίζω μέσα μου ἕνα γεγονὸς τῆς Ἱστορίας τοῦ Ἔθνους μου, ἔργο ὀργῆς καὶ πίστεως ἑνὸς λαοῦ, ποὺ ἔγινε ἀδεὴς παγκοσμιότης, γιατὶ ἐσφήνωσε ἕνα νεογενῆ σπασμὸ στὴν βούλησι τῆς ἀνθρωπότητος, ποὺ ἐπίπεδη, πελιδνή, ἀπέθνησκε ἀναρμόδια ἀπὸ φόβο, μιά καὶ ἰσοπέδωνε τὴν φυσιογνωμία της γιὰ νὰ διευκολύνῃ τὴν χυδαία ὕβρι τῶν σχιζοφρενῶν.
Ὁλόκληρο αὐτὸ τὸ γεγονός συγκλίνει αὐτὴ τὴν στιγμὴ μὲς στὴν ψυχή μας· ἀνεβοκατεβαίνει μεσ᾿ ἀπὸ τὸν πυθμένα καὶ πάει νὰ ζυμωθῇ στὸν θόλο τοῦ κρανίου μας, ν᾿ ἀνέβῃ ἀπὸ τὸ θολὸ βίωμα σὲ διαυγὲς θεώρημα. Ἀγωνίζεται νὰ διαδραματισθῇ, νὰ ρυθμισθῇ, νὰ ὑπάρξῃ. Γίνεται αὐτὴ τὴν στιγμὴ ἡ οὐσία μας. Καὶ ὅμως καλούμαστε τὴν διαπρεπῆ αὐτὴ οὐσία νὰ τὴν κρεουργήσωμε μέσα στὸν λόγο καὶ ἀπροσάρμοστη, κῳμαιώδη νὰ τὴν χύσωμε μέσα σὲ βραχεῖς ἤχους κομμένους καὶ διάκενους. Πόση διασπάθισις: Ὁλόκληρη θὰ καταστάξῃ σὰν παλαιὸ φοίνιο καὶ ὁλοσχερής. Δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ κραταιωθῇ ἔτσι πᾶσα οὐσία, νὰ μείνῃ καίρια κι ὁλοσχερής. Ποῦ νὰ βρῇς ἕναν ὁλόκληρο λόγο, ποὺ νὰ εἶναι ἁπλὸς καὶ σύμπας καὶ μόνος;
Μπορεῖς νὰ ἐγκυμονῇς αἰῶνες μιὰ λέξι καὶ νὰ συσσωρεύῃς ἐκεῖ σημασία καὶ διαστάσεις. Τὸ πρᾶγμα μπορεῖ νὰ ἔχῃ μιὰν ἰλιγγιώδη ἐγκυμοσύνη καὶ ἡ διαδικασία ἀναρίθμητο βάθος.
Ὅμως, ἂν τὴν προφέρῃς, ἀπέβη μάταιη, θνησιγενής, φλοιὸς ἑνὸς φθόγγου. Ὁ πληρέστερος λόγος εἶναι ἡ κραυγὴ ἑνὸς ἀγριμιοῦ, ὁ ἀκριβέστερος ἡ σιωπή. Ὡστόσο ἡ σιωπὴ ἐκπίπτει εὐχερῶς σὲ χειμέρια νάρκη, ἐνῷ εἶναι θέρος κι οἱ σκιές πυρέσσουν. Ἐπικίνδυνη λοιπὸν ἡ ἀνάγκη.
Αὐτό, κύριοι, εἶναι ἡ ἐμπειρία τῶν καιρῶν. κι ἐγώ, σὰν γνήσιο προϊὸν τοῦ ἔσχατου λόγου αὐτοῦ τοῦ χρόνου, εἶμαι ἄναρθρος. Περισσότερο ἄναρθρος, ὅταν ὁμιλῶ. Μοναδικὴ φιλοδοξία μου ὡστόσο, τῆς στιγμῆς αὐτῆς, εἶναι νὰ μεταβληθῇ ὁ χῶρος αὐτὸς σὲ μιὰ συστάδα ψυχῶν· ν᾿ ἀποτελέσῃ ἕνα θυμικὸ συνεχές.
Ἐπιθυμῶ νὰ διαδραματισθῇ, κατ᾿ ἐξοχήν, μιὰ βουλητικὴ σύλληψι τοῦ γεγονότος, ἕνας γενέθλιος σπασμὸς ποὺ θὰ καταστήσῃ ἐγκύμονα τὴν βούλησί μας. Δὲν ἐπιδιώκω παρὰ μόνο νὰ παρασκευάσω μιὰν ἑτοιμότητα γιὰ μιὰ ἐκ τοῦ συστάδην, ἀφεγγῆ ἔστω, ἐνδόμυχη ὄρχησι, ποὺ μόνη μπορεῖ μέσα στὴν ἐρεθισμένη πύκνωσι νὰ ἐκτρίψῃ τὸ φέγγος καὶ νὰ ἐκθλιβῇ γενναία, ἄν ὄχι διαυγής, ἡ ἐπίγνωσι τοῦ μεγέθους ποὺ καλούμεθα νὰ τιμήσωμεν.
Νὰ τιμήσωμεν! Ἀλλὰ πῶς; Ἔχει καμμιὰ κρισιμότητα τὸ ἐρώτημα; Γιατί, κύριοι, ὅταν ἔνα δαιμόνιον, τῷντι, ἄθλημα ἑνὸς ἀκεραίου ἔθνους ἀληθὴς ὄλβος, κατεβαίνῃ ἀπίθανον καὶ ἀνευρίσκῃ μόνον του τὸν μύχιον δρόμον, γιὰ ν᾿ ἀθροισθῇ ἀκολούθως σὲ τέλειον ἀνάστημα, ποὺ στασιάζει, ἀσύμμετρον μέσα στὴν πυκνὴ φυσιογνωμία τῆς Ἱστορίας· ὅταν μὲ σαφήνεια χάλκινου βήματος διαγράφεται εὐδιάκριτο μέσα στὴν ὑπεύθυνη μνήμη τοῦ Ἔθνους, μολονότι ἐκεῖ συνωθῆται φοβερὰ μιὰ ὁλόκληρη ἀγέλη αἰώνων, οἱ πλέον εὐδόκιμοι, οἱ πλέον δαιμόνιοι αἰῶνες τῆς γῆς· ὅταν ὑπάρχῃ μέσα στὸ ἴδιο τὸ πρᾶγμα μιὰ τόσον ἐξαίσια ἐνδογενὴς εὐγλωττία, πρὸς τί οἱ ἀναιδεῖς δικανισμοὶ στὸν ἀθρόο προθάλαμο τῆς ἀγορᾶς;
Αὐτὸ εἶναι εὔγλωττον καὶ δι᾿ αὔριον οὔ προσδεῖται ὁμηρίδου. Τιμὴ τῶν ὑψηλῶν ἔργων εἶναι ἡ διάρκειά των, ἡ ἔργῳ διάρκεια. Ἕνα εὐμέγεθες βαρύρροπον ἔργον τὸ τιμᾷς μόνον ὅταν ἀντιμετρηθῇς ἐνώπιόν του, ὅταν ἀντιτάξῃς μιὰν ἰσόρροπη πρᾶξι παρόντος. Ἄλλως, ὁ γενναῖος ἐκεῖνος ὄγκος τοῦ παρελθόντος ἀποσύρεται κι ἀποβαίνει μακρινὸ κι οὐδέτερο ἀπολίθωμα, γιὰ μάταιους λιβανωτούς.
Ἡ τιμὴ λοιπὸν εἶναι χαλεπὸν χρέος. Ἡ τιμὴ ποὺ ὀφείλεις σὲ μιὰν αὐθυπέρβασι τοῦ Ἔθνους σου εἶναι ἐξαίσια, ἀλλὰ βαρυτάτη, γιατὶ εἶναι ἀνάβασις ἐκεῖθεν μιᾶς ἀναβάσεως. Ὁ βίος ἄλλωστε τῶν ἐθνῶν εἶναι μιὰ διαρκὴς σωτηρία. Ἀνὰ πᾶσαν στιγμήν ἀγωνίζονται νὰ σωθοῦν, νὰ ἐξακριβώσουν τὴν σπιθαμὴ τῆς ὑπάρξεώς των διεκδικουμένη, ἐπίμονα, μέσα σ᾿ ἕνα μυθικὸ ἐναγκαλισμὸ θανάτου. Ὄπισθέν των, ὥς τὴν πτέρνα τοῦ πρόσφατου βήματος, καταφθάνει ταχὺς καὶ τελεσίδικος ὁ νεκρὸς χρόνος, δεινὸς καταπότης τῆς ὁδοιπορίας μας.
Πρέπει κατεπειγόντως, ἀγωνιωδῶς νὰ διεκδικήσωμε ἀπὸ τὸν ἀνηλεῆ αὐτὸ παγετῶνα τὰ παλαιὰ κέρδη μας. Πρέπει νὰ ἐκφορτώσωμεν τὴν ὕλη τοῦ μεγάλου παρελθόντος μέσα στὰ ἐπίκεντρα, νὰ τὴν μεταλλάξωμεν σὲ γενναία ροπὴ ἐνέργειας, ἁμιλλητήρια πρᾶξι παρόντος. Ἄλλως, ὁλόκληρο τὸ διαπρεπὲς φορτίο τῆς ἱστορίας μας θὰ καταστῇ ἄπρακτη, ἔγχρωμη, νυσταλέα ὁμίχλη ποὺ τυλίσσει τὶς ἕδρες, ἡμερομίσθια φλυαρίας, γελοία διέξοδος γιὰ τὴν ἀμηχανία τῶν ρητόρων.
Ἁρμόδια λοιπόν, καὶ κρίσιμα ἀπεφάνθη ὁ κλασικὸς αἰῶνας ἐξαγγέλλοντας εἰς γενναίαν ρήτραν τὴν ἀνάγκην τοῦ: ἔργῳ δηλοῦσθαι τὰς τιμάς. [σ.σ.: Θουκυδίδου Ἱστορίαι, βιβλ. 2, § 35.1: Περικλέους Ἐπιτάφιος.]
 
Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΡΑΞΕΩΣ

Μιὰ ψυχρὴ καὶ ἀνοίκεια ἀπαρίθμησι γεγονότων δὲν θ᾿ ἀπέφερε κέρδος. Ἡ ζημία θὰ ἦταν ἀναπόφευκτη. Γιατὶ ὁ αἱμόφυρτος ἆθλος τοῦ Ἔθνους, ἀπειροπληθὴς ὅπως εἶναι, θὰ ἐκινδύνευε ν᾿ ἀποβῇ βραχείας ἀξίας τεκμήριο. Θὰ ἀκολουθήσω ἀσφαλέστερη ὁδό.
Αἰσθάνομαι, κατ᾿ ἐξοχήν, νὰ μὲ κυριεύῃ ὄχι τόσο ἡ ποικίλη μορφολογία τοῦ πράγματος, ἡ ἀφηγηματικὴ ἐκδοχή του, ὅσο ἡ αἵρεσι τοῦ οὐσιώδους κυρίως, ἡ περιληπτικὴ ὀρθοτομία τοῦ νοήματος, τὸ πυκνὸ φάσμα τῶν ἰδεῶν, ἡ παιδεία τῆς μεγάλης πράξεως. Γιατὶ τῶν γεγονότων τὰ σώματα εἶναι ἡ μοῖρα των νὰ μὴν ὑπάρχουν. Ἡ μνήμη δὲν διασώζει ἀπ᾿ αὐτά, παρὰ μόνον ὠχρὰ σκέλεθρα. Ἡ σφριγηλὴ λεπτομέρεια σκυλεύεται ὡς ἀναφαίρετη λεία ἀπὸ τὴν λήθην.
Ἐκεῖνο ποὺ σώζεται, τὸ οὐσιῶδες, εἶναι ἡ παιδεία των, τὸ πλῆθος τῆς πείρας, αἱ σφραγίδες δωρεᾶς ποὺ καταλείπουν, αἱ ροπές ποὺ ἀνακινοῦν μέσα στὸ εἶναι μας, ἡ ἐπήρειά των, αἱ ἀλλοιώσεις ποὺ ἐπιφέρουν στὴν οὐσία μας. Τῆς παιδείας αὐτῆς τὴν ἐπισήμανσι ἀπεδέχθη ὡς κυρίαρχον χρέος ὁ παρὼν λόγος. 

1. Τὸ ἱστορικὸ νόημα τοῦ ἀγῶνος

ταν μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ δυσμενεῖς ὧρες τῆς ὑπάρξεως τοῦ κόσμου. Τὸ πρόσωπον τῆς Γῆς αἱμόφυρτο, μὲ τραγικὴ σύσπασι, ὡς δυστυχὴς πυθμήν, ὠδυνᾶτο χωρὶς ἔλεος κάτω ἀπὸ τὸ βάρος μιᾶς ἐνεργοῦ νύκτας, ποὺ συστρεφόταν πάνω στῶν πληγῶν τὴν φλόγωσι. Ἐκεῖ μέσα ἐξετρέφετο ἡ παραφροσύνη δι᾿ αὔριον, φέρελπι ἔκτρωμα ἐκτρόπων φρενῶν. Οἱ σχιζοφρενεῖς ἡγέται ἤδη ὅταν ἡ τάξις ἀπέβη ἔκπτωτος, ἀφρώδεις, ἀπίθανοι, σὲ μιὰ ἀσυγκράτητη ἔξαψι, ἐξήγγελλαν ἀπὸ παταγώδεις ἐξώστας φρενήρη θάνατον. Ἦταν τὸ ὅπλο καὶ ἡ ἐλπίς των.
Ἡ Ρώμη, ποὺ ἐπιχειροῦσε μὲ ἰταμότητα νὰ ὑπάρξῃ πολὺ ὕστερ᾿ ἀπὸ τὸν αἰῶνα της· τὸ Ράϊχ, ποὺ ἐξύφαινε καὶ ἐξαπέλυε νέον αἰῶνα πάνω ἀπὸ τὴν φρίκη τοῦ κόσμου, αἰῶνα ξανθῆς κτηνωδίας, ἐκάγχαζον πάνω ἀπὸ τὸ ἀρτιθάνατον πτῶμα τῆς Εὐρώπης. Συστάδες λαῶν ἐξῆψαν μέσα των τὸν νόμο τῆς σήψεως καὶ περιεφράχθησαν στὸ ψῦχος, ἐνῷ ἡ νύκτα ἐπύκνωνε σὲ μεσονύκτιο.
Ἐκεῖ μέσα οἱ σχιζοφρενεῖς ἐποίμεναν τὴν ἀγέλη τῶν μύθων των, τοὺς χυδαίους ἐξαγγέλους θανάτου, ποὺ ἐσώρευαν στὰ βλέμματα τὸ δέος, στὶς καρδιὲς τὸ ψῦχος καὶ στὸν νοῦ τὸ ἀγχῶδες χάος τῆς ἐσχάτης ἀναμονῆς. Ρυθμοὺς ἐσχάτων ἠμερῶν κατόπτριζαν αἱ συνειδήσεις. Ἡ φρικαλέα πίστις ὅτι ἡ ἐλευθερία δὲν ἐκχωρεῖ πλέον στὴν μοῖρα μας, καὶ ὅτι ὁ λογισμός καὶ ἡ σύνεσι δὲν μποροῦν νὰ χρησιμεύσουν, παρὰ ἐπειγόμενοι θεράποντες τῆς θεομηνίας, περιέδραμον, ὡς ἐπικερδὴς κίνδυνος, τὴν θολὴ καταφυγὴ τῶν συνειδήσεων. Τὸ κτῆνος καὶ ἡ παράκρουσις ἐμπέδωσαν ἀδιαφιλονίκητο κράτος. Καὶ ὅταν τὰ ἔθνη ἀποσυντέθηκαν σὲ ἀσύντακτες ψυχές, χωρὶς φυσιογνωμία, ποὺ ἰσοπεδωμένες ἔσπευδαν νὰ ἐνταχθοῦν μὲ ἔξαλλη ἐπιμέλεια στὴν νέα παρανοϊκὴ δομὴ τοῦ κόσμου, ἡ παραφροσύνη ποὺ ἡγεμόνευε μέ ἄφθιτο κῦρος, ἀπέκτα ἐξαίφνης ἐκτάκτως σιδηρᾶν κρᾶσι. Τότε ὁ βαθυχαιτήεις τραγέλαφος ἐλυμαίνετο τοὺς οἰωνούς.
Ἀλλ᾿ οἱ οἰωνοὶ ἐταράχθησαν. Ὁ τραγέλαφος περιεσπάσθη. Ὁ λαὸς τῶν Ἑλλήνων, νηπενθὴς ὡς χθὲς καὶ δίκαιος, μὲ καθημερινὸν ἀνάστημα, ἀγωνιζόμενος νὰ καταστῇ αἴσιος, ἐμερίμνα γιὰ τὴν εὐμένεια τῶν ἡμερῶν. Καὶ ἦρθε ἐπὶ θύρας ὁ νέος αἰών, τὸ φρενῆρες ἦθος, καὶ τὴν νύκτα ἀργά, ἐνῶ ἐκοιμᾶτο μέ ὕφος εἰρήνης, τὸν ἐρράπισε ζητῶντας κατεπειγόντως τοὺς ἁρμούς τῆς ὑπάρξεώς του. Ἀλλ᾿ ἡ λαβὴ δὲν ἐδόθη. Ὁ πολύτροπος τοῦτος λαός, ὁ ὀλίγος, ἠγέρθη δυσμενής· παραμέρισε τὰ ὄνειρα· ἀνασύνταξε τὴν ὕπαρξή του· διευθέτησε ἀπταίστως τὴν μνήμη του καὶ ὕψωσε τὴν ὀργή του «ὑπὲρ τὴν νύκτα». Γιὰ νὰ ζήσῃ τὸν συνεπῆρε ὁλόκληρον ἔρως θανάτου, ἡ παλαιὰ ἱερή του μανία. Μόνος του στὴν κορυφὴ τοῦ κόσμου, γυμνός, χωρὶς ἔγκαιρη πανοπλία, ὑπερέβη τὴν μοῖρα ὁλοκλήρου τῆς γῆς καὶ ἐνίκησε.
Ἀνασκεύασε τὴν θύελλα τοῦ τρόμου ποὺ μαστίγωνε τὸ ἠθικὸ ἐρείπιο τῶν ἐθνῶν, ἐφύτεψεν ἑστίαν σήψεως στὴν ἐκκωφαντικὴ ὕβρι τοῦ αἰῶνος, περιήγαγε σὲ τραυλισμὸ τὸν εὐφραδῆ κομπασμὸ τοῦ ἐξώστου, ἄνοιξε ρωγμὴ μεσημβρίας στὸ μεσονύκτιο καὶ μέσα στὴν ἀκμὴ τῆς ἀπογνώσεως ἐρέθισε τὴν θηριωδία τῆς ἐλπίδος.
Τὰ πράγματα τότε ἄλλαξαν. Ἡ ἀγέλη τῶν μύθων δὲν εὕρισκε λειμῶνες ἐλεύθερους καὶ ἐρρικνώθη. Ὅ,τι χθὲς ἐφαίνετο ἀδιαχώρητη μοῖρα, ἐφάνη σήμερα διαφανὴς παγίδα ἀβάσιμου δέους. Ἡ αἰδὼς κατακυρίευσε τοὺς καιροὺς καὶ τὸ θάρρος διευθέτησε τὸ «μέγα ἐρείπιο» σ᾿ εὐθυτενέστερο ὕφος. Ἐσαρώθη τὸ ὑδαρὲς φρόνημα καί, ἐνῷ ἐσχηματίσθησαν οἱ ἄξονες τῆς ἐλευθερίας στὴν διαδικασία τοῦ κόσμου, διερράγη ὁ κλοιὸς τοῦ ἄγχους, διεκοσμήθη συνδρόμως τὸ χάος τῶν προοπτικῶν καὶ ὁ χρόνος ἐλευθερώθη καὶ ἔγινε πεδίο θετικῆς ἀμφισβητήσεως.
Ὁ κόσμος ἔκτοτε ἐνίκησε μὲ τὰς δυνάμεις του. Ἀλλὰ ἡ Ἑλλὰς ἄστραψε τὸ φῶς. Ἔπεισε τὸν κόσμο περὶ τῆς δυνάμεώς του. Ἀπέδειξε ὅτι ὁ χρόνος δὲν ἦταν τελεσίδικη ἰδιοκτησία τῶν σχιζοφρενῶν, ἀλλὰ ἀμφίρροπον ἆθλον κείμενον ἐν μέσῳ. Ἄστραψε φῶς καὶ ἐγνώρισαν. Τίποτε ὑψηλότερον ὡς προσφορά, προπαντὸς ὅταν ἡ ὥρα λαμβάνει ἀνάστημα κοσμικό. Στὴν δυστυχέστερη στιγμή του νὰ πείσῃς τὸν κόσμο, ὅτι μπορεῖ νὰ σωθῇ καὶ ἡ πειθώ σου νὰ ἔχῃ τὴν σαφήνεια ἀρραγοῦς μεσημβρίας, τότε παρεσκεύασες τὸ τέλειο δώρημα. Τὸ πρᾶγμα ἀποκτᾷ τὸ κῦρος ἑνὸς μεγίστου μαθήματος κατὰ τὴν παγκόσμια ἐκείνη ὥρα καὶ ἡ Ἑλλάς, ὡς πρᾶξις, ἀποβαίνει βασίμως καὶ πάλι παίδευσι αὐτόχρημα οἰκουμενική.
Ἡ Ἑλλὰς ἐθεμελίωσε τὸν μῦθο τοῦ ἀνθρώπου, νέον εἶδος αὐτόφωτο στὴν τυφλὴ διαδικασία τοῦ σύμπαντος καὶ δικαίωσε τὴν παράλογη ὕπαρξί μας. Ἀπὸ τὸν κόσμο, ἐν τούτοις, ἀπεκόμισε σταυρόν. Μολοντοῦτο, συμπεριεφέρθη πάντοτε πρὸς ὅλους ὡς ὀφειλέτις. Πρὸς ὅλους˙ καὶ πρὸς τοὺς ἐχθροὺς ὡσαύτως. Τὸν παλαιὸν ἔμμονον τοῦτον νόμον ἐτήρησε καὶ ἐν προκειμένῳ. Ἰδοὺ τὸ ἱστορικὸ νόημα τοῦ ἀγῶνος. 

2. Τὸ ὀντολογικό, βιολογικὸ νόημα τοῦ ἀγῶνος

λοι ἐγεύθησαν τὸν κλονισμό, ὅταν, ὡς δυσμενὴς ὑετός, ὁ κίνδυνος ἔκρουσε τὴν στέγη τῆς χώρας. Ἀλλὰ ὁ μέγας κίνδυνος γιὰ τὰ ἔθνη ποὺ ἔχουν βιώσιμο φρόνημα δὲν εἶναι παντάπασι δυσμενὴς μοῖρα. Καθὼς ἀνακύπτει τελεσίδικος καὶ ἀνενδότως σαφής, διαδραματίζεται πάγκοινος καὶ κατέρχεται, δεινὰ ἀνηλεής, ὢς τὸν πυθμένα τοῦ Ἔθνους. Καὶ τὸ Ἔθνος ἐξαίφνης ἐγείρεται καὶ χειρονομεῖ νὰ ἐκτινάξῃ, ὡς παλαιωθὲν ἱμάτιο καὶ ἀγχῶδες ὄστρακο τὸν ἡσυχασμό. Καθὼς ἡ ἐμβριθὴς ὥρα γεννᾷ ἀγωνιώδη ροπὴ στὸ ἰσόρροπο χθὲς Ἔθνος, ὁ μέγας κίνδυνος διαχέεται ὡς ὀντολογικὴ φρικίαση, ἀνεβάζει τὸν πυρετὸ τῆς ζωῆς τοῦ Ἔθνους, πλουτίζει μὲ δέος τὴν ψυχή του καὶ τὸ ἐξωθεῖ εἰς ἔκτακτον ἐπίδοσι. Τὸ ὀγκῶδες, τὸ ξηρόν δέος ἐκχερσώνει τὸν ὕπνον, ἐρεθίζει χωρὶς ἔλεος τὴν ἐγρήγορσι, καὶ μὲ φρενιτιώδη μελέτη τῶν ἡμερῶν μηχανᾶται ὁδοὺς καὶ ὑπερβάσεις πάνω ἀπὸ τὸ ἄνανθο χάσμα τοῦ σεισμοῦ.
Ὅταν ὁ κίνδυνος εἶναι πρὸς ἀληθῆ κίνδυνον, γιὰ τὰ μεγαλόφρονα ἔθνη, δὲν εἶναι ἀληθῶς εἰπεῖν κίνδυνος. Ἐκεῖ ἔγκειται ἡ εὐκαιρία των. Δὲν εἶναι δυσμενὴς ὑετός, εἶναι πρόνοος ἴσως χορηγία τῆς μοίρας, δόσις ἀπροόπτως ἐπίκαιρη. Γιατὶ μ᾿ αὐτὸν κυρίως ἐπιτελεῖται ἕνας ὀντολογικὸς καθαρμός, μιὰ βιολογικὴ ἀνανέωσις. Σὰν ὕψιστη ἔκτακτη μορφὴ δοκιμασίας ἀποσαφηνίζει τὴν βιολογικὴ ἀναγκαιότητα τῆς φυλῆς, ἀπαλλάσσοντας τὴν γνήσια φύσι της ἀπὸ τὴν φθορὰ καὶ τὶς διαβρώσεις, σύνδρομα ἐπιφαινόμενα τῶν ἀντιφάσεων τῆς ἀγωγῆς. Ἀπογυμνώνοντας ἀπὸ τὴν τυχαία παρασιτικὴ βλάστησι τὴν βούλησι τοῦ ἐθνικοῦ σώματος καὶ ἐξακριβώνοντας τὴν φυσική του κρᾶσι, ἀναστυλώνει δυναμικά, πλήρη τὴν ὀντολογική του καμπύλη. Τεκμήριο τῆς αὐτοσιότητας ποὺ φέρει καὶ τῆς νεότητας ποὺ ἀνασύρει ἀπὸ τὸ βιολογικὸ βάθος ἡ φυσικὴ ἄσκησι, ἀγαθὸ παρακόλουθο τοῦ κινδύνου, ἀποτελεῖ τὸ γεγονός ὅτι μολονότι ἡ φυλὴ τῶν Ἑλλήνων ἔχει καταπατηθεῖ ἀπὸ τὶς ἐπίμονες ὁπλὲς μιᾶς ἀγέλης αἰώνων συμπεριεφέρθη τὶς περίεργες ἐκεῖνες ἡμέρες ποὺ ἐγκαινίασε ὁ Ὀκτώβριος τοῦ 1940 ὡς θυμοειδὴς ἔφηβος, δίνοντας μιὰ προκλασσικὴ αὐτόχρημα διαδικασία στὴν πολιορκημένη ὕπαρξί του. Ἀνανεωμένος ἔκτοτε διανύει καὶ ἐπαληθεύει νέα γνησιώτερη ἀναγκαιότητα.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ὀντολογικὴ προσφορά· βιολογικὸ τὸ νόημα τοῦ ἀγῶνος. 

3. Τὸ ψυχολογικὸ νόημα τοῦ ἀγῶνος

λλὰ καὶ πέραν τούτου, νέα τοῦ νοήματος πτυχὴ σημαίνεται. Ὁ Μεσοπόλεμος ὡς γραμματεία εἶχεν ἐπιδοθῇ σὲ θλιβερὲς διακονίες. Τὸ ἄγχος, ἡ ἀμήχανη κρίσι τῶν ἀξιῶν παγίδεψε πολλοὺς σὲ βραχύπνοες δοκήσεις, ποὺ καὶ ἂν διέρρευσαν ἐνωρίς, ὅμως διακηρύχθηκαν μὲ τελεσίδικη πεποίθησι, αἰτιολογημένη βέβαια, ἀλλ᾿ ἀδικαίωτη ἤδη. Ἀκολουθώντας τὴν τροχιὰ μιᾶς πτώσεως, χωρίς -καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ κεντρικὸ σύμπτωμα-, χωρὶς βούλησι, ἰδεῶν, εἶχεν ἐνσπείρει τὴν ἰδεολογικὴ χαλάρωσι, ὅπου ἐπρυτάνευσε ὡς συνέπεια ἡ ἐθνικὴ ἀπιστία. Μὲ βλάσφημη κάποτε παρρησία διεκήρυξε τὴν ἐθνικὴ ἀνικανότητα. Ἡ ἀντίληψι αὐτὴ τῆς ἀπιστίας πρὸς τὸ Ἔθνος δὲν ἐπρόλαβε νὰ γίνῃ ἠθικὸ ἀπόθεμα καὶ πεποίθησι· ἔμεινε μιὰ διακοσμητικὴ δόκησις συγχρονισμένων, διαθρυλούμενη φιλαρέσκειας ἕνεκεν. Ὁ Μεσοπόλεμος ὅμως ἔληξε μὲ τὸ ᾿40. Διαλύθηκε μέσα στὴν ἔκρηξί του. Καθὼς τοῦτο διεστάλη σ᾿ ἕνα παγκόσμιο ἱστορικὸ μέγεθος, διέλυσε τὸ στεῖρο νέφος καὶ τὸ διαθρύλημα τῆς ἀπιστίας καὶ ἐμπέδωσε ἕνα ρωμαλέο ἐθνικὸ αἴσθημα. Ἀποκαλύπτοντας τὴν δύναμι καὶ τὸ βάθος μας, ἑδραίωσε εὔγλωττο τὸ δικαίωμα τῆς ὑπάρξεώς μας, μᾶς ἐξώθησε βιαίως σὲ αὐτεπίγνωσι, θεμελιώνοντας ἀνενδότως τὴν ἐθνική μας αὐτοπεποίθησι. Καὶ εἶναι μέγα τὸ κέρδος. Γιατὶ ἡ ἱστορικὴ αὐτοπεποίθησι εἶναι τὸ ψυχολογικὸ βάθρο, ὅπου ὀρθώνεται βασίμως τὸ ἔθνος, γίνεται βιώσιμο καὶ ἀποκτᾷ αὐστηρὴ ἔνδοθεν σύνταξι καὶ φυσιογνωμία. Ἂν συμβῇ μάλιστα καθὼς ἐν προκειμένῳ νὰ διανυθοῦν ἀγῶνες δίκαιοι καὶ ἐν ταυτῷ ἄνισοι καὶ ἐντούτοις νικηφόροι, ἡ αὐτοπεποίθησι ποὺ ἀπορρέει ἐκεῖθεν λαμβάνει ἐνεργητικὸ ρυθμό, μορφώνεται σὲ βούλησι καὶ διαπρέπει γονίμως σὲ πρᾶξι. Ἐκεῖθεν ἐκκινοῦν οἱ ἡμέρες τῶν πολιτισμῶν, ποῦ αἱροῦνται ἑαυτούς· καὶ διανύουν ἀνύσματα αὐτοδικαίου καινοφανοῦς ἔργου, καὶ ἀποπειρῶνται Καινὰς Διαθήκας.
Ἡ προσφορὰ λοιπὸν τοῦ ἀγῶνος ἐδῶ εἶναι ὅτι ἀπέλυσε ἐνέργεια μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ Ἔθνους· εἶναι τὸ ψυχολογικὸ νόημά του. 

4. Τὸ ἠθικὸ νόημα τοῦ ἀγῶνος

τέταρτη διάστασι τοῦ νοήματος ποὺ διαπραγματευόμεθα εἶναι ἠθική. Γιὰ τὸ κῦρος τῆς ἐλευθερίας ὡς ἀγαθοῦ ὁ λόγος. Ἡ δοκιμασία τοῦ πολέμου ἀψευδὴς ὅσο καὶ αἱμόφυρτη ἐπικύρωσε τὴν γηραιὰν ἀλήθεια, ὅτι ὁ Ἕλληνας, ὡς ἀγαθὸ ἐξακοντίζει τὴν ἐλευθερία πάνω ἀπὸ τὴν ὕπαρξι. Ὁ νέος μας βίος παρέσχε διπλῆ πεῖρα, πεῖρα ἐν προκειμένῳ ἠθική, ὡς εὐδοκίμησι δηλαδὴ τῆς ἐλευθερίας μὲ τὴν μορφὴ ἀξίας ποὺ ἐλαύνει τὴν καθαρὴ καθαυτὸ πρᾶξι· τὸ ᾿21 ἔδωσε τὴν πεῖρα τῆς ἀποκτήσεως τῆς ἐλευθερίας. Τὸ ᾿40 τῆς συντηρήσεως. Τὸ ᾿21 ἐπιζητεῖ τὴν ἐλευθερία μὲ τὴν μορφὴ τοῦ ἰδεώδους. Τὸ ᾿40 τὴν ὑπερασπίζεται ὡς πραγματικότητα. Τὸ ἰδεῶδες ὅμως εἶναι τέλειο καὶ ἡ θυσία ὑπὲρ αὐτοῦ μπορεῖ ἀπὸ ἐρωτικὴ αὐτόχρημα πρὸς τὸ ἰδεῶδες ἕλξι νὰ φτάσῃ σὲ παροξυσμό. Ἡ πραγματικότητα ὅμως εἶναι ἀπελπιστικὰ ἀτελὴς καὶ ἡ θυσία ὑπὲρ αὐτῆς, ἀνέραστη καὶ χωρὶς ἕλξι, ἀποδεικνύεται γυμνὴ βούλησι ἠθική. Ὁ ἡρωισμὸς τοῦ ᾿40 εἶναι μιὰ θεωρητικὴ δυσχέρεια. Εἶναι ὁ στυγνότερος νεοελληνικὸς ἡρωισμός, ὁ πιὸ ἄνανθος, καὶ γιὰ τοῦτο περισσότερο γνήσιος. Μὲ τὸν ἡρωισμὸ αὐτὸ συρόμεθα πρὸς δύο ἐνδεχόμενα, χωρὶς ἀντίφασι ὡστόσο. Τί πράγματι δύναται νὰ συμβαίνῃ; Στὸ βάθος τοῦ ἡρωισμοῦ αὐτοῦ ὑπόκειται ἡ βιολογικὴ μέθη, ὁ ἐρασιθάνατος ἐφηβισμός, ὁ ἡρωισμὸς τῆς ζωικῆς πλησμονῆς, ὁ ἡρωισμὸς ἀνδρείας: ἡ προκλασσικὴ δηλ. ἐκδοχή· ἢ εἶναι ἡρωισμὸς πρὸς διέξοδο τοῦ λογισμοῦ, ἀναζήτησι ψυχροῦ θανάτου, ἡρωισμὸς ἠθικῆς σοφίας, ὁ ἡρωισμὸς τοῦ καθήκοντος: ἡ μεταχριστιανικὴ δηλονότι ἐκδοχή. Τὸ πρῶτο μᾶς προσεγγίζει στὸν μηδικὸ πόλεμο, τὸ δεύτερο στὴν Ἅλωσι. Τὸ πρῶτο προδίδει νεότητα, τὸ δεύτερο καίρια ὡρίμανσι. Ὅ,τι καὶ νὰ συμβαίνῃ πάντως, ὁ Ἕλληνας ἀνακινεῖται ἔνδοθεν ἀπὸ ἀνάγκη νὰ συνθέσῃ ἕνα διαλεκτικὸ συνεχές, ἕνα verum continuum ὑπάρξεως καὶ ἐλευθερίας, αἴροντας τὴν ἀντίφασι τῆς μοίρας σὲ μιὰ ἠθικὴ προέκτασι τῆς ὀντολογικῆς του παιδιᾶς.
Αὐτὸ εἶναι ἡ ἠθικὴ δωρεά, ἡ σφραγὶς ἠθικοῦ νοήματος, ποὺ διασῴζει μὲ σαφήνεια ὁ ἀγῶνας. 

5. Τὸ πνευματικὸ νόημα τοῦ ἀγῶνος

Νέα περαιτέρῳ φάσι τοῦ νοήματος ποὺ ἀναζητοῦμε διαγράφεται τώρα. Εἶναι στὸ εἶδος τῆς πνευματικῆς.
Στὴν σχιζόθυμη ἐποχὴ μας στρέφεται καὶ δεινοπαθεῖ τὸ πνεῦμα ὡς τὴν γυμνὴν ἀπόγνωσι. Ἡ ἐποχὴ μας εἶναι ἀπειροπληθὴς καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔρημος. Συνωθούμεθα ἑρμητικοί, ἀπαραβίαστοι καὶ ἀλλότριοι. Διανύομε ἕνα κραταιὸ θορυβῶδες νέφος ποὺ κατέβη ἐπιμόνως στοὺς δρόμους. Μιὰ ἀδιάσειστη ὁμίχλη μᾶς περιέφραξε. Μένει κανεὶς ἐμβρόντητος μπρὸς σ᾿ αὐτὴ τὴν πολυδάπανη τεχνουργία ἐρημώσεων. Ἡ ἐποχὴ μας ἔχει ἐπὶ πλέον πολλὴν εὐκολία, καὶ γίνεται γιὰ τοῦτο δύσκολη καὶ μᾶς δυσχαιραίνει. Ἔρημοι λοιπὸν καὶ δυσχερεῖς καὶ ἔγκλειστοι εἴμαστε. Τὰ φορτία μας πυκνώνουν καὶ ἀγριαίνονται· ἐπειγόμεθα γιὰ μιὰ εὐρυχωρία. Καὶ ἀκριβῶς γιατί ἔχομε διατυπωθῇ σὲ αὐτοφορτία ἀδιαχώρητα, διψοῦμε ἀκαταγώνιστα γιὰ τὸν ἄλλον, ποὺ εἶναι ἀνάγκη, ποὺ ἐπειγόμεθα νὰ γίνῃ ὁ πλησίον μας. «Ἐπεπόθησεν ἡ ψυχή μου ἐν παντί». Μολοντοῦτο ὁ Ἄλλος ποὺ μᾶς προσεγγίζει εἶναι ὠσαύτως πρόβλημα. Δὲν ἔρχεται ὡς πειθήνιο κάτοπτρο. Ἔρχεται ὑπερπλήρης, νοσῶν ἀπὸ ἱστορία. Δραστικὰ αὐτοτελὴς ἀντιδικεῖ ἐπιμόνως μέσα στὸ χῶρο σου, μέσα στὴ ζωτικὴ σπιθαμή σου. Ἔρχεται νὰ διευρύνῃ τὴν ἱστορία του, ἔρχεται νὰ ἱδρύσῃ τὴν ἱστορία του μέσα σου· ν᾿ ἀλλοτριώσῃ τὸ φορτίο, νὰ ἐπαληθευθῇ. Καὶ εἶναι πρόβλημα ἐπειδὴ δὲν εἶναι περιττός. Διψοῦμε γιὰ ἕνα κάτοπτρο. Διψοῦμε γιὰ τὸν Ἄλλον ποὺ εἶναι πλησίον μας καὶ δὲν εἶναι ὁ πλησίον μας. Ἕνα αὐχμηρὸ τοπίο διατυπώνεται γύρω ἀπὸ τὴν δίψα μας, ὅπου τὰ ἀπεγνωσμένα δάκτυλά μας ἐπαληθεύουν τὸ ἁρμυρὸ δέρμα του. Ἡ διψαλέα ὁδοιπορία μας ἐναυάγησεν εἰς τὸ μέσον της ἐρήμου, ὅπου δὲν εἰκάζεται πέρας ἢ διαφυγὴ ἀπὸ τὴν σπασμώδη τροχιά μας. Οὔτε ἕνα τιμαλφὲς δὲν ἔχομε γιὰ νὰ πλάσωμε τὸν μόσχο τῆς λατρείας μας, ἕνα βάθρο ἱεροῦ ψεύδους, τὴν ἐπίσπευσι ἑνὸς μύθου. Ὅλη τὴν πολυτελῆ σκευή μας τὴν ἀφήσαμε ἐκεῖθεν τῆς ἐρήμου, ἐκεῖ ποὺ μᾶς ἐγκατέλειψεν ὁ Θεός. Ἄλλοτε πιστεύαμε ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ἡ τελειότης καὶ εἶχε ἀποβῇ μακρινός, κάτι συναφὲς πρὸς τὶς ἀνέφικτες πραγματικότητες. Τώρα μὲ προπετῆ σοφία ἀντιφατικῆς κράσεως ἐγυμνώσαμε τὸ θάνατο, τὸν καταστήσαμε ἁπλοῦν καὶ πλῆρες μηδέν, καὶ φυσικὸν ἦτο νὰ σβεσθῇ ὁ θεσπέσιος ἔρως θανάτου καὶ ἡ ὑψηλὴ ἀλχημεία τῆς μελέτης του. Ἔκτοτε ὁ θάνατος εἰσήλασε μέσα στὴν ὕπαρξί μας καὶ ἀπέθεσε τὴν ἐπίμονη ὁπλή του στὸν τράχηλο τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἐμπειρία τοῦ κενοῦ στὸ ἔντρομο βλέμμα μας. Ὁ θάνατος ἔγινε ἡ ἐγκυρότερη πραγματικότητα, ὁ βεβαιότερος τόνος τοῦ κόσμου. Τὸ ὅτι ὅλοι, χωρὶς ἐξαίρεσι, χωρὶς ἔλεος, εἴμαστε μελλοθάνατοι, ἔλαβε τὴν σαφήνεια μιᾶς ἑνιαίας δέσμης χιλίων ἡμερῶν. Πῶς θὰ ὑπάρξωμε ἔτσι, θλιβερὰ προεξοφλήματα θανάτου καθὼς ἀπέβημεν; Σπασμωδοῦμε χωρὶς ἔλεος, ἀνύπαρκτοι ἤδη, μέσα σ᾿ ἕνα πλῆθος δισεκατομμυρίων ὁμοίων μας. Ναυαγοὶ τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῆς πράξεώς μας, κομίζομε ἕνα θηριῶδες πρόβλημα πίστεως, ποὺ μᾶς ἐξουθενώνει καὶ μᾶς λυμαίνεται. Χρειαζόμαστε ἐπειγόντως μιὰ πίστι, ἕνα ἰδεῶδες, μιὰ σπιθαμὴ στερεότητας.
Ἐδῶ ἀποκορυφοῦται κρίσιμα τοῦ παρελθόντος ἡ σημασία· τὸ παρελθὸν μεταλλάσσεται σὲ παιδεία. Ὅλα τὰ μεγάλα ἔργα πίστεως μεταπίπτουν σὲ ἐνέργεια σωτηρίας, σωτηρία ποὺ ἀντλεῖται ἀπὸ τὴν ἀποσαφήνισι βεβαιοτέρας ὑπάρξεως, ὅπου ἕνα εὔξεινον πεπρωμένον χειραγωγεῖ. Ἡ πίστις ὅθεν εἶναι πιθανὸν ἐφικτὴ καὶ ἡ ζωὴ ἀπὸ σπασμῶδες γελοιογράφημα μπορεῖ νὰ γίνῃ βιώσιμος ἀναβαθμὸς τελειοτέρας οὐσιώσεως. Ἡ θέα κατακλυσμιαίων πράξεων ἐλαυνόμενων ἀπὸ κάτι ὑψίτονο ποὺ ἔχει ἀναρριχηθῇ στὸν κρημνὸ τῆς αἰωνιότητος, μπορεῖ ν᾿ ἀνασυντάξῃ τὴν ὕπαρξι τοῦ αἰῶνος, νὰ γεφυρώσῃ τὶς συνειδήσεις μὲ τὴν ὕλη μιᾶς κοινῆς πίστεως, νὰ καταστήσῃ γευστὸν τὸν ξηρὸν χρόνον, τὸν ὀλίγο χρόνο μας, μὲ μιὰν ἐμβολὴ σαφῶς αἰωνιότητος, καὶ νὰ ἰκριώσῃ τέλος στὶς ἠμέρες μας, τὴν ὀντολογία μας πάνω ἀπὸ τὴν φρενήρη ἄβυσσο.
Ἐντεῦθεν ἀντλεῖται μὲ σαφήνεια τὸ πνευματικὸ κῦρος ἀγώνων σὰν τοῦ ᾿40, ποὺ σὲ μιὰ ἐμβριθέστερη μελέτη ἀποκαλύπτονται παιδεῖαι ὑψηλῆς χρήσεως, πρόσφορες γιὰ τὴν τροπὴ ἑνὸς αἰῶνος, ποὺ ἐγκάθετος πάνω στὴν ὕπαρξί του ὀδυνᾶται εἰς φαῦλον κύκλωμα. Ἡ ὑψηλὴ παιδεία τοῦ παρελθόντος, τῆς φωνῆς ποὺ ἐκκινᾷ ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα, θὰ μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς ἔγκαιρον ἐντροπήν, διότι καταστήσαμε τὸ πνεῦμα μας ἕνα μονῆρες ἔλασμα ψύχους μέσα στὸν παραλογισμὸ τοῦ Σύμπαντος. 

6. Τὸ αἰσθητικὸ νόημα τοῦ ἀγῶνος

Πολλὰ πέραν τούτου θὰ ἔπρεπε νὰ ἐκτεθοῦν γιὰ τὸ αἰσθητικὸ νόημα τοῦ ἀγῶνος.
Ὀλίγα, ὡστόσο, μόνον. Μὲ τὴν ἐπικὴ τόσο ὅσο καὶ τὴν τραγικὴ ἐπαλήθευσί του, ὁ λαὸς τῶν Ἑλλήνων εἰσάγει τὴν ἱστορικὴ ὕλη σὲ δίδυμη αἰσθητικὴ ἀκολουθία, ὅπου συντίθεται σὲ εὐπαγῆ μῦθο τὸ τραχὺ βάρος τῆς πράξεως. Ἡ ἱστορία ἐλαύνεται ἀπὸ ἕναν ἔρωτα ποιήσεως, κυριεύεται ἀπὸ τὴν αἰσθητικὴ πανουργία. Παίρνει κάτι ἀπὸ τὸ ὕφος καὶ τὴν περίσκεψι τοῦ δημιουργοῦ. Διευθετεῖ τοὺς ὄγκους σὲ περίεργη τάξι. Ὁ ὄγκος τῆς βουλήσεως, ποὺ συζευγνύεται σ᾿ ἔσχατη ἀντιδικία, ἡ ἐκκένωσι τῆς ἀναβάσεως πάνω στὸ ἀσθμαῖνον στέρνο τοῦ πεπρωμένου, ὁ γοερὸς χορὸς τῶν λαῶν, τὸ σκεῦος δηλαδὴ τοῦ δέους, ποὺ συνυφαίνεται μὲ τὴν πρᾶξι, ὁ «ἔσχατος ἱδρὼς» τοῦ ἀκραίου μετεωρισμοῦ, τῆς τραγικῆς πτώσεως τὸ ἆσθμα, ἡ περιπλοκὴ τῶν ἐσταυρωμένων γονάτων τοῦ ἐλέους, ἡ ἐν παντὶ ἔνυλη ἐκδοχὴ τοῦ τραγικοῦ, ἀποδίδουν ἕναν αἰσθητικὸ κάματο ποὺ ἐξακοντίζει τὸ σκληρὸ καὶ ἐπίφοβο κάλλος τοῦ ὑψηλοῦ.
Ἰδοὺ ἡ ἕκτη, ἡ αἰσθητικὴ διάστασι τοῦ ἀγῶνος. 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Αὐτὸ εἶναι τὸ φάσμα τῆς οὐσίας τοῦ ᾿40 καί, ὡς ἀπεδείχθη, ἡ ἀξία του δὲν εἶναι ἡ τυχοῦσα. Ὅμως οἱ ὑψηλὲς πράξεις, τὰ ἀληθινὰ ἀθλήματα τῶν λαῶν δὲν ἔγιναν γιὰ μάταιη καύχησι. Καυχῶνται μόνον οἱ γηραλέοι, οἱ πρώην ὑπάρξαντες. Τὸ ᾿40 κατωρθώθη χθές, ἀλλὰ κρίνεται σήμερα. Ἀναζητεῖ ἀντισταθμίσματα παρόντος. Ἂν ὅμως συμβαίνει νὰ νομίζωμε, ὅτι γιὰ νὰ κατορθώσουμε κάτι μεγάλο χρειάζεται ἕνας ἔκτακτος κίνδυνος, ἂς ἀντιληφθοῦμε μὲ σαφήνεια ὅτι ὁ ἀπαράλειπτος κι᾿ ἀθρόος κίνδυνος εἶναι ἡ Ἱστορία καὶ οἱ ἀξιώσεις της. Ὅταν δὲν νοιώθῃ τὸ ἱστορικό χρέος του ἕνας λαός, ὅταν δὲν εὐρίσκῃ εὐκαιρίες σὲ κάθε στιγμὴ καὶ σ᾿ ὁποιαδήποτε συνθήκη, κινδυνεύει. Ἰδοὺ ὁ κίνδυνος. Ὁ κίνδυνος, λοιπόν, καὶ ὅταν δὲν εἶναι θεαματικὸς εἶναι σφοδρὸς καὶ ἀπαράλειπτος. Ὑπάρχει ὅθεν χῶρος γιὰ ὑψηλὲς πράξεις. Καμμιὰ λοιπὸν χαλάρωσι. Γιατί, ἂν πάρωμε τὴ ζωὴ στὰ σοβαρά, χρειάζεται δύναμη καὶ ὑγεία πολλή, γιὰ νὰ μὴν πτοηθοῦμε. Καὶ ὁ λαὸς τῶν Ἑλλήνων ἔχει καταστήσει τὴ ζωή του σοβαρὴ διατριβὴ καὶ δὲν πτοεῖται. Συνέχεται πάντοτε ἀπὸ τὴν ἐντροπὴ τοῦ θανάτου. Ὑπάρχει ἐπειδὴ ἐντρέπεται ν᾿ ἀποθάνῃ. Κι ἡ ὕπαρξί του εἶναι καθημερινὸ γέρας, κατόρθωμα. Δὲν εἶναι μοιραία συνθήκη ἑτοιμόρροπη καὶ ἀτιμωτική. Προπαντὸς ὄχι, ἐν τούτοις, στείρα οἴησι καὶ κομπασμό. Ἡ ὑπερηφάνεια μετὰ τὸ κατόρθωμα εἶναι ἀτόπημα, ἂν δὲν εἶναι κούρασι ἢ ὕβρις. Μᾶς ἐπιτρέπεται νὰ ὑπερηφανευθοῦμε νομίμως, μόνον ὅταν τὸ διεξερχώμεθα ἀξίως ἢ τὸ συνεχίζωμε ἀνταξίως. Ποτὲ ἄλλοτε.
Μᾶς ἀπαγορεύεται ἄλλωστε νὰ καυχηθοῦμε καὶ γιὰ ἕναν ἄλλο, ἱερό, λόγο. Τὸ ᾿40 εἶναι καύχημα, ἀλλὰ τοῦ καυχήματος ἡ λάμψι ἐστιλβώθη ἀπὸ τὸν θάνατον. Ὁ γοερὸς κύκλος τοῦ αἵματος τὸ περιφράσσει καὶ τὸ ἐξακοντίζει εἰς ὕψος. Χωρὶς τὴν κλίμακα τοῦ θανάτου, χωρὶς τὴν ὁροθεσία του, κάθε πρᾶξις γίνεται βραχὺ ἐγχείρημα. Τὸ μεγαλεῖο μιᾶς πράξεως ἔγκειται εἰς τὸ ὅτι ὁδὸς θανάτου ὁδηγεῖ πρὸς αὐτήν. Τῶν νεκρῶν μας ὅθεν εἶναι ἔργο τὸ παρὸν μέγεθος, εἶναι ἡ δωρεὰ τοῦ θανάτου των.
Ἂς κατέβωμε λοιπὸν εἰς τοὺς τάφους νὰ γευθοῦμε τὸ αἰώνιο πνεῦμα των. Εὐπρεπεῖς, μὲ μιὰν εὐγένειαν πένθους, ἂς δέσωμεν χοηφόρον κύκλο γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦμε τοῦ θανάτου των τὸ ἥμερο κάλλος. Θὰ ἦταν καλὸ νὰ ἴδωμεν τοὺς νεκροὺς αὐτοπροσώπως καὶ ν᾿ ἀρχίσωμεν μαζὶ των νηπενθῆ διάλογον γιὰ τῆς ζωῆς τὸ γῆρας, γιὰ τοῦ θανάτου τὴ νεότητα, γιὰ τὴν τραγικὴν ἔμφραξί μας, γιὰ τὴν ἐσταυρωμένην ἐλπίδα τοῦ ὄντος, γιὰ τὸ μυστήριο τοῦ φοβεροῦ, τοῦ «ἐσχάτου ἱδρῶτος». Ἂς ὁλοκληρώσωμε μαζὶ των τὴν διατριβή μας καὶ ἂς ἐξυφάνωμε ἡρέμως τὴν δική μας μελέτη θανάτου.
Ἂς διδαχθοῦμε. Οἱ νεκροὶ μποροῦν νὰ διδάξουν. Εἶναι σοφοί, ἔχουν ὅ,τι δὲν ἔχει κανείς μας: τὴν γνῶσι τοῦ θανάτου. Μόνον αὐτοὶ ξέρουν ὅτι ἡ μόνη ἐφικτὴ τελειότης εἶναι ὁ θάνατος. Ἐκεῖθεν ἀποκτοῦν καὶ τὴν ὁλοσχερῆ γνῶσι τῆς ζωῆς, τὴν σοφία ποὺ παρασκευάζει ἐξαίφνης ἡ σκοπιὰ τῆς αἰωνιότητος. Ὕστερα, πεφορτισμένοι ἀπὸ τὴν σοφία καὶ ἐλαφροὶ ἀπὸ τὸ ἄγχος, ἂς φύγωμεν. Ὄπισθέν μας οἱ νεκροί, καὶ εἶναι ὅλοι τους σχεδὸν νέοι, ἤρεμοι καθὼς ὅταν ἤρθαμε, ἀκύμαντοι θὰ παρακολουθοῦν τὸ μάταιο βῆμα μας, μὲ τὴν γαλήνη τῆς ἐσχάτης συνέσεως, μὲ τὴν θεία εἰρωνεία, προσηκόντως, μὲ εὐπρέπειαν χιλίων θανάτων καὶ ἐκεῖνο τὸ βλέμμα των ποὺ δεσμεύει κάτι ἀπὸ τὴν τρυφερὴ καὶ θεσπέσια εὐγένεια τοῦ πένθους καὶ κάτι ἀπὸ τὴν μεγαθυμία τῆς αἰωνιότητος.
Τελείωσα. Τώρα ἔχω, φαντάζομαι, ἀποδείξει πόσο μάταιος εἶναι ὁ λόγος, τὶ ἀναιδὲς ἐγχείρημα, πόσον ἀναρμόδια παρεμβολή. Αὐτοσχέδιος κόμπος μᾶλλον τάδε ἐν τῷ παρόντι, κόμπος ἐπίγονος. Ἥκιστ᾿ ἄρα ἰσόρροπον ὀφείλημα ὁ λόγος.


http://pheidias.antibaro.gr/1940/koutsougeras.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου