Δὲν ξέρω γιατί, πιθανῶς λόγω ἐπιδράσεως τῶν συχνῶν προεκλογικῶν καὶ ἐκλογικῶν ἀναμετρήσεων, μιὰ φράση παλαιὴ ἔρχεται στὰ χείλη πολλῶν καὶ συχνά. Ἐσχάτως πολλοί μοῦ θέτουν τὸ ἐρώτημα: ποιὸς εἶπε, σὲ ποιὸν τὸ εἶπε καὶ μὲ ποιὰ ἔννοια εἶχε τὸν ἱστορικὸ λόγο: «Ὀψόμεθα εἰς Φιλίππους». Ἡ ἔκφραση, ποὺ ἔχει γίνει παροιμιακή, προέρχεται ἀπό το πολύτομο καὶ πολύτιμο ἔργο τοῦ Πλουτάρχου «Βίοι παράλληλοι». Ὁ Πλούταρχος κατ’ ἀκρίβειαν γράφει: «Ὄψει δὲ μὲ εἰς Φιλίππους» (= Θὰ μὲ δεῖς στοὺς Φιλίππους). Ἡ φράση αὐτὴ λέγεται ἀπό το φάσμα τοῦ Ἰουλίου Καίσαρος πρὸς τὸν φονέα του, τὸν Μᾶρκο Ἰούνιο Βροῦτο, τὴν ὥρα τοῦ ὕπνου.
Ἦταν μιὰ ἀπειλητικὴ προειδοποίηση ὅτι σύντομα θὰ ἔρθει ἡ ὥρα τῆς τιμωρίας. Διότι ὁ Βροῦτος καὶ ὁ Κὰσσιος, ὡς προασπιστὲς τάχα τῆς δημοκρατίας, δολοφόνησαν μὲ ἐγχειρίδια τὸν Καίσαρα στὶς «Εἰδοὺς τοῦ Μαρτίου» τοῦ ἔτους 44 π.Χ. Ὁ Βροῦτος εἶχε πολλαπλὰ εὐεργετηθεῖ ἀπο τὸν Καίσαρα, ὁ ὁποῖος μάλιστα τὸν εἶχε υἱοθετήσει. Ἐξ αὐτοῦ καὶ τὸ «Καὶ σύ, τέκνον, Βροῦτε;»
Ἐναντίον τοῦ Βρούτου καὶ τοῦ Κασσίου, ποὺ μὲ τὸ στρατὸ τοὺς εἶχαν καταφύγει στὴν Ἑλλάδα, ἐξεστράτευσαν ἀπὸ τὴ Ρώμη ὁ Ὀκταβιανός (μετέπειτα Αὔγουστος) καὶ ὁ Μάρκος Ἀντώνιος. Οἱ ἀντίπαλες δυνάμεις συγκρούσθηκαν στὴν πεδιάδα τῶν Φιλίππων (κοντὰ στὴν Καβάλα), μιὰ πόλη τὴν ὁποία εἶχε ἱδρύσει ὁ Φίλιππος Β' καὶ στὴν ὁποία εἶχε δώσει τὸ ὄνομά του. Ἡ μάχη ἔγινε τὸ 42 π.Χ. καὶ ὁ στρατὸς τῶν δύο συνωμοτῶν ἡττήθηκε κατὰ κράτος. Γιὰ νὰ μὴ συλληφθοῦν καὶ διαπομπευθούν, ὁ Κάσσιος διέταξε τὸν ἀπελεύθερο ὑπηρέτη του νὰ τὸν σκοτώσει, ἐνῶ ὁ Βροῦτος αὐτοκτόνησε.
Τὴ φράση «ὀψόμεθα εἰς Φιλίππους» τὴ χρησιμοποιοῦμε σὲ παραλλαγὴ πολὺ συχνὰ στὴ σύγχρονη ζωή, μὲ τὴν ἔννοια τοῦ θὰ «ξαναϊδωθοῦμε», «θὰ τὰ ξαναποῦμε», ὄχι μὲ φιλικὴ ἀλλά μὲ ἐκδικητικὴ διάθεση. Δηλαδὴ κάπου, κάπως, κάποτε θὰ ξανασμίξουμε καὶ τότε θὰ «πάρουμε τὸ αἷμα μας πίσω», θὰ ἐκδικηθοῦμε.
Τοὺς τελευταίους μῆνες πρὸ τῶν ἐκλογῶν ἄκουγα συχνὰ κάποιους «νεοδαμώδεις» Ἀριστεροὺς νὰ ἐκφράζονται ἀπειλητικὰ ὄχι μόνο κατὰ τῆς «αἱματορουφήκτρας» Γερμανίας ἢ κατὰ τῶν «βαμπίρ» διεθνῶν πιστωτικῶν ἱδρυμάτων, ἀλλὰ καὶ κατὰ συμπολιτῶν μας ποὺ εἶχαν τὸ ἁμαρτωλὸ στίγμα νὰ ψηφίζουν ἄλλο κόμμα. Αὐτὸ δὲν γίνεται πρώτη φορὰ καὶ τὸ ἔχουμε πληρώσει ἀκριβά. Ἀξιοποιοῦμε τὴν ἐκλογικὴ νίκη γιὰ ἐκδικητικοὺς σκοπούς. Τὸ «θὰ τὰ ποῦμε στὴν κάλπη» κάνει κάλπικη τὴ δημοκρατία μας. Ἂν θέλουμε νὰ ζοῦμε σὲ δημοκρατία, πρέπει νὰ ξέρουμε ὄχι μόνο νὰ κερδίζουμε ἀλλὰ καὶ νὰ χάνουμε. Τὸ ὅτι δὲν μάθαμε νὰ χάνουμε, χαλάει τὸ δημοκρατικὸ αἴσθημα. Πάντα σὲ μᾶς τοὺς παλαιότερους κυριαρχεῖ τὸ φάσμα ἑνὸς νέου ματωμένου τρόμου.Ἔχουμε δεῖ πολὺ αἷμα νὰ τρέχει στοὺς δρόμους ἢ σὲ κάποιο πεδίο μάχης. Οἱ ἄνθρωποι πεθαίνουν, ἀλλά το αἷμα δὲν πεθαίνει. Ζητᾶ ἐκδίκηση.
Πάντα εἶναι ἑλκυστικὴ ἡ προοπτική της βίας. Παρατηρῶ καὶ μελετῶ ὅσους ἐκπροσωποῦν τὴν ἄλλη Ἀριστερὰ στὸν τόπο μας ποὺ μοιάζει μὲ καρικατούρα τοῦ ἑαυτοῦ της. Τὸ μυαλὸ κάποιων διασημοτήτων της μοιάζει μέ... ζελέ! Ἄκουγα κάποιον ἢ κάποια νὰ μιλᾶ στὸ ραδιόφωνο, ἐνῶ ὁδηγοῦσα τὸ αὐτοκίνητό μου. Μὲ κυρίευσε πανικὸς σὰν οἱ τροχοὶ τοῦ αὐτοκινήτου νὰ πατοῦσαν σὲ στρῶμα πάγου κι ἐγὼ ἔκανα μιὰ ἐπικίνδυνη στροφή. Ὁ κάποιος ἢ ἡ κάποια μιλοῦσε «γιὰ ραντεβοὺ στὰ γουναράδικα» χωρὶς νὰ ξέρει τί ἐννοεῖ. Ἡ φράση ἀποδίδεται στὸ Βελουχιώτη. Τὸν εἶχα γνωρίσει –παρότι 7χρονο παιδὶ– ὅταν εἶχε κατέλθει στὴ Λακωνία τὸ 1944. Ὁ Βελουχιώτης μιλοῦσε μὲ λαϊκὲς ἐκφράσεις, κυρίως παροιμιακές. Συχνὰ περιπαικτικές.Ὅταν, γιὰ παράδειγμα, ἄκουγε τοὺς «καθοδηγητὲς» τοῦ Κόμματος νὰ κάνουν τὶς βαθυνούστατες πολιτικὲς τοὺς ἀναλύσεις, ἔλεγε εἰρωνικά:
«Γιὰ ρίχτε μὲ στὴ θάλασσα
νὰ πλέω σὰν σκεπάρνι
καὶ ἡ βαρκούλα πάει ψηλὰ
κι ὁ κλέφτης ξεσπαθώνει...»!
Μετὰ τὴ Συμφωνία τῆς Βάρκιζας, συμφωνία ποὺ δὲν τὸν βρῆκε σύμφωνο, συγκάλεσε μυστικὴ σύναξη τῶν «πρωτοκαπετάνιων» στὴ Λαμία, γιὰ νὰ κάνουν μιὰ δική τους συμφωνία: νὰ συνεχίσουν τὸν ἔνοπλο ἀγώνα γιὰ τὴν κατάληψη τῆς ἐξουσίας. Ἂν παραδώσουν τὰ ὅπλα, τοὺς εἶπε ἀποχαιρετώντας, τότε τὸ ἑπόμενο ραντεβοὺ θὰ εἶναι στὰ γουναράδικα. Μὲ ἄλλα λόγια, οἱ ἀντίπαλοι θὰ μᾶς σφάξουν, θὰ μᾶς γδάρουν καὶ τὰ δέρματά μας θὰ «συναντηθοῦν» στὰ γουναράδικα.
Ὅλες αὐτὲς οἱ σκόρπιες σκέψεις εἶναι καρπὸς ἑνὸς σκόρπιου καιροῦ, ποὺ μπορεῖ νὰ σκορπίσει ξανὰ τὴ ζωή μας σὲ ἀνέμους φοβερούς, στὸν ἀνεμοστρόβιλο τοῦ μίσους. Κατανοῶ τὴν ἀγανάκτηση· τὴ συμμερίζομαι. Ὀφείλω, ὅμως, νὰ πῶ μὲ τήν πεῖρα μιᾶς μακρᾶς ζωῆς, ὅτι ἡ πολιτικὴ δὲν εἶναι μιὰ ριψοκίνδυνη ζαριὰ στὴν πράσινη τσόχα τῆς μοῖρας. Εἶναι ἄσκηση τέχνης, ποὺ γιὰ ὅλα πρέπει νὰ χρησιμοποιοῦμε μιὰ ζυγαριὰ ἀκριβείας. Καὶ πάντα νὰ θυμόμαστε ὅτι τὸ πιὸ βαρὺ πράγμα, αὐτὸ ποὺ καμμιὰ ζυγαριὰ δὲν μπορεῖ νὰ μετρήσει, εἶναι τὸ αἷμα. Ὅσο κι ἂν ὑποφέρουμε, πρέπει νὰ ὑπομένουμε. Καὶ πάντα νὰ θυμόμαστε ὅτι ὁ πιὸ ἀδύναμος κρίκος, δηλαδή, ὁ λαός, θὰ πληρώσει τὰ σπασμένα, ἂν κυριαρχήσει ὁ ἄγνωμος φανατισμός.
Ἀντιλαμβάνομαι ὅτι τὸ πολιτικό μας σύστημα ἔχει γεράσει. Μὲ κάποιους νεανίσκους ποὺ κατὰ καιροὺς παρουσιάζονται στὴν πολιτικὴ σκηνή, δὲν ἔρχεται ἡ ἀνανέωση. Ἀπαιτεῖται γενικὴ ἀλλαγή. Ἀλλ’ ὥσπου νὰ ἔλθει ἡ ποθητὴ αὐτὴ στιγμή, πρέπει νὰ πορευθοῦμε μὲ ὅ,τι ἔχουμε. Ἀλλιῶς, ἄντι γιὰ μία εὐεργετικὴ ἀλλαγή, θὰ ἔχουμε μιὰ ἀνεπιθύμητη ἀνατροπὴ τῶν πάντων. Καὶ τότε, δεξιοὶ καὶ ἀριστεροί, μνημονιακοὶ καὶ ἀντιμνημονιακοὶ θὰ δώσουμε ραντεβοὺ στὰ γουναράδικα.
http://www.sarantoskargakos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου