ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τόμος ΙΒ, εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1979
- Απ.Βακαλόπουλος, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, τόμοι Ε-Η, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1980-88
- Διον. Κόκκινος, Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ, εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα, 1957
- Κων. Παπαρρηγόπουλος, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, εκδόσεις Φάρος, Αθήνα, 1984
- Σπ. Τρικούπης, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ, εκδόσεις Λιβάνης, Αθήνα, 1993
- Χρ. Περραιβός, ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΠΟΛΕΜΙΚΑ 1820-1829, τόμος Β΄, εκδόσεις Κορομηλά, Αθήνα, 1836
Mια από τις σημαντικότερες μάχες των αγώνων για ανεξαρτησία: Οι επαναστάτες συντρίβουν την ισχυρότατη στρατιά εισβολής του Δερβίς πασά
Γράφει ο Φιλολόγος Χρόνης Βάρσος
Πρόλογος
Τελειώνοντας το 1823, η οθωμανική αυτοκρατορία, μετά και την απόλυτη αποτυχία των εαρινών εκστρατειών της στη Στερεά, έδειχνε τελείως αδύναμη να καταστείλει ένοπλα την ελληνική επανάσταση που φαινόταν να έχει σταθεροποιηθεί και επιβληθεί στρατιωτικά ενώ σε διπλωματικό επίπεδο έθετε έντονα πια την ανάγκη για ευρωπαϊκή παρέμβαση.
To 1824 η επανάσταση του ελληνικού έθνους, έμπαινε ήδη στον 4ο χρόνο, και ήδη παρουσίαζε σοβαρά σημάδια κόπωσης. Από την άνοιξη η συμμαχία του σουλτάνου Μαχμούτ Β’ (1808-1839) με τον φιλόδοξο ηγεμόνα της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή (1805-1848) έφερε την ένοπλη σύγκρουση στα όρια της.
Ο σουλτάνος τον κάλεσε (με αντάλλαγμα την παραχώρηση της Κρήτης και του Μοριά στον ικανότατο γιό του Ιμπραήμ πασά) να επέμβει στο πλευρό του εναντίον των απείθαρχων ραγιάδων και να δώσει ένα τέλος στην ελληνική υπόθεση.
Το σουλτανικό σχέδιο δράσης εστιαζόταν στον από κοινού συντονισμό των χερσαίων και ναυτικών επιχειρήσεων. Σε πρώτο στάδιο ο ενωμένος τουρκο-αιγυπτιακός στόλος θα κατέστρεφε τις προκεχωρημένες ναυτικές βάσεις των Ελλήνων στο Αιγαίο (Κάσο, Ψαρά και Σάμο). Σε δεύτερο επίπεδο ο τουρκικός στρατός θα κατέστειλε την επανάσταση στη Ρούμελη και ο αιγυπτιακός στο Μοριά.
Η τελευταία φάση προέβλεπε την καταστροφή της Ύδρας και των Σπετσών γεγονός που θα σηματοδοτούσε την οριστική καταστολή της επανάστασης.
Η αιγυπτιακή επέμβαση ενίσχυσε σοβαρά την οθωμανική αυτοκρατορία και συνέβαλε στην πλήρη καταστολή της επανάστασης στην Κρήτη και την Εύβοια το Μάιο, την καταστροφή της Κάσου τον ίδιο μήνα και των Ψαρών τον Ιούνιο.
Παράλληλα η αναμενόμενη έλευση στο Αιγαίο μέσα στον Ιούλιο μιας τεράστιας αιγυπτιακής αρμάδας και η επικείμενη ένωσή της με την οθωμανική, επρόκειτο να δώσει το τελειωτικό χτύπημα στον ελληνικό στόλο και στα εναπομείναντα ναυτικά οχυρά (Ύδρα, Σπέτσες, Σάμος).
Στον αντίποδα ο ελληνικός α’ εμφύλιος πόλεμος (25 Νοεμβρίου 1823-12 Ιουνίου 1824) είχε διαταράξει συθέμελα το εσωτερικό μέτωπο και εξαντλήσει σοβαρά τη δυναμική της επανάστασης. Ικανότατοι οπλαρχηγοί, όπως ο Θ. Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς, ο Οδ. Ανδρούτσος, ο Γ. Καραϊσκάκης είχαν στοχοποιηθεί ως «εχθροί» του έθνους, έπεσαν σε δυσμένεια, αντιμετωπίζονταν με καχυποψία και εχθρότητα και επί της ουσίας είχαν αδρανοποιηθεί από την κυβέρνηση Γ. Κουντουριώτη-Αλ. Μαυροκορδάτου-Ιω. Κωλέττη.
Στο διχασμό συνέβαλε και το 1ο δάνειο 800.000 λιρών που συνήφθη στις 9 Φεβρουαρίου 1824 με αγγλικό τραπεζικό οίκο (μίζες και σπατάλες δεν άφησαν παρά μόνο ένα μικρό μέρος 298.000 λιρών να φτάσει στα ταμεία).
Νάκος (Ιωάννης) Πανουργιάς. Αγωνιστής του '21 και γιος του οπλαρχηγού των Σαλώνων Πανουργιά.
Η εισβολή του Δερβίς πασά στην ανατολική Ρούμελη
Στο χερσαίο πεδίο, υλοποιώντας το τουρκο-αιγυπτιακό σχέδιο, ο νέος Ρούμελη-βαλεσή, Δερβίς πασάς του Βιδινίου και πρώην μεγάλος Βεζύρης, έχοντας υπό τις διαταγές του, τους Γιουσούφ πασά Περκόφτσαλη της Βράϊλας (πρώην Μόρα-βαλεσή) και Αμπάζ Ντίπρα, ξεκινώντας από τη Λάρισα στα μέσα Ιουνίου 1824, εισέβαλε με 15.000 στην ανατολική Στερεά.
Το σουλτανικό σχέδιο προέβλεπε ταυτόχρονη εισβολή του Ομέρ Βρυώνη με 5.000 στρατό, από την Άρτα μέσω δυτικής Ελλάδας προς τη Ναύπακτο και του Ομέρ πασά της Καρύστου με 3.000 στρατό στην Αττική. Οι ενωμένες πλέον σουλτανικές δυνάμεις, συμποσούμενες σε 23.000, αφού θα διέλυαν την επανάσταση στη Στερεά θα περνούσαν μέσω Φωκίδας στο Αίγιο για να υποτάξουν την Πελοπόννησο.
Στις 23 Ιουνίου η στρατιά του Δερβίς πασά έφτασε στη Λαμία και στρατοπέδευσε στην περιοχή Αμουρίου-Λιανοκλαδίου-Κομποτάδων. Παρά το ατύχημα (ή τη δολιοφθορά) που υπέστη από πυρκαγιά στις 25 Ιουνίου το οθωμανικό στρατόπεδο στο Λιανοκλάδι, με 500 νεκρούς και 400 κατεστραμμένες άμαξες, η πορεία προς τη Φωκίδα σχεδιάστηκε μεθοδικά. Ο σουλτανικός στρατός χωρίστηκε σε 3 τμήματα:
- το πρώτο από 1.500 άνδρες θα επιχειρούσε μέσω Υπάτης-Οίτης-Βαρδουσίων να προσεγγίσει το Λιδωρίκι.
- το δεύτερο και ισχυρότερο, από 10.000 πεζούς, 2 κανόνια και 1.000 ιππείς, υπό τους Γιουσούφ πασά και Αμπάζ Ντίπρα, θα προήλαυνε μέσω Χαλκωμάτας-Μπράλλου-Γραβιάς προς την Άμφισσα.
- το τρίτο τμήμα υπό το Δερβίς πασά, με 2.000 πεζούς και 500 ιππείς από τη Λαμία, θα προστάτευε τις συγκοινωνίες μέσω του στενού των Θερμοπυλών και θα λειτουργούσε ως εφεδρεία του κυρίως στρατού εισβολής.
Από τη Ναύπακτο, τέλη Ιουνίου, άλλοι 1.500 Τούρκοι κινήθηκαν προς Λιδωρίκι και Μαλανδρίνο, αλλά αναχαιτίστηκαν από ελληνικά σώματα.
Παράλληλα αρχές Ιουλίου, ο Ομέρ της Καρύστου με 3.000 στρατό, αποβιβάστηκε στον Ωρωπό και ετοιμαζόταν να επιτεθεί στην Αθήνα.
Χριστόφορος Περραιβός. Έλληνας στρατιωτικός, πολιτικός, αγωνιστής του '21, δάσκαλος, στιχουργός και συγγραφέας πολεμικών απομνημονευμάτων.
Μπροστά στον τεράστιο κίνδυνο που διαγραφόταν για την επανάσταση λόγω της ισχύος του οθωμανικού στρατού, η ελληνική κυβέρνηση, μόλις ένα μήνα μετά το τέλος του πρώτου εμφυλίου, φάνηκε απολύτως αιφνιδιασμένη και ελάχιστα προετοιμασμένη. Στο μέτωπο της Στερεάς, οι μόνες δυνάμεις που βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στη Φωκίδα και θα προσπαθούσαν να αναχαιτίσουν τον τουρκικό στρατό, αποτελούνταν από μόλις 600 άνδρες υπό τον οπλαρχηγό Νάκο Πανουργιά (γιό του γερο-Πανουργιά) και 250 εμπειροπόλεμους Σουλιώτες υπό τους Γεώργιο Δράκο, Γιώτη Δαγκλή, Διαμαντή Ζέρβα, Τούσια Ζέρβα και Χριστόφορο Περραιβό.
Από την Πελοπόννησο ήλθε μόνο μια μικρή βοήθεια από 200 άνδρες με τον Παναγιώτη Νοταρά και 130 επιπλέον Σουλιώτες υπό τον Κίτσο Τζαβέλλα (γιό του ένδοξου πολέμαρχου Φώτου) και το Γεώργιο Καραϊσκάκη. Συνολικά 1.200 μαχητές απέναντι σε 12.500 εισβολείς!!
Το σχέδιο μάχης
Το σχέδιο του γερο-Πανουργιά ήταν να οργανωθεί μια αμυντική τοποθεσία στην θέση Άμπλιανη Φωκίδας, 3 ώρες από τα Σάλωνα (Άμφισσα) και 1 ώρα από τη Γραβιά, κοντά στο χωριό Βάργιανη όπου ήταν εφικτό να αναχαιτιστεί ο ισχυρότατος αντίπαλος καθώς θα εξισορροπούνταν στο σημείο εκείνο η αριθμητική του υπεροχή.
[σημειωτέον η τοποθεσία δεν έχει καμιά σχέση με την Άμπλιανη Λαμίας ή Ευρυτανίας και κακώς συγχέονται οι 2 ονομασίες].
Η περιοχή ήταν καλυμμένη πλήρως από δάσος και γεμάτη βράχια και γκρεμούς. Οι Έλληνες, διαμορφώνοντάς τη κατάλληλα, σχημάτισαν μια αμυντική γραμμή από 10 ταμπούρια: Στα αριστερά της 400 άνδρες υπό το Νάκο Πανουργιά, στο κέντρο οι 250 Σουλιώτες και δεξιά οι 330 άνδρες του Κ. Τζαβέλλα και του Π. Νοταρά.
Ως εφεδρεία κρατήθηκε μεταξύ Γκιώνας-Παρνασσού ένα σώμα από 200 άνδρες του Πανουργιά υπό το Γεώργιο Καλμούκη. Οι υπερασπιστές από την προηγούμενη μέρα, για να κάνουν την πρόσβαση απροσπέλαστη, έριξαν άφθονα έλατα στο δρόμο ώστε να εμποδίσουν την επέλαση του επίφοβου τουρκικού ιππικού.
Η διεξαγωγή της μάχης
Η τουρκική στρατιά που στρατοπέδευε ήδη στη Γραβιά, επιχείρησε στις 6 Ιουλίου με ένα σώμα 6.000 Αλβανών υπό τους Αμπάζ Ντίπρα και Πράχο Πρεβίστα να κινηθεί προς Λιδωρίκι μέσω της βόρειας Φωκίδας, αλλά αναχαιτίστηκε 2 μέρες μετά στη Μπίνιτσα Λιδωρικίου από ελληνικά σώματα υπό τους Δήμο Σκαλτσά και Σαφάκα.
Παράλληλα στο μέτωπο της Αττικής στις 6 Ιουλίου, σε μια σύγχρονη εκδοχή της μάχης του Μαραθώνα, ο τουρκικός στρατός εισβολής υπό τον Ομέρ της Καρύστου, νικήθηκε στο ομώνυμο πεδίο μάχης από το Γ. Γκούρα.
Η επιχείρηση λοιπόν για το άνοιγμα του δρόμου προς Σάλωνα-Ιτέα ήταν χρονικά επιβεβλημένη για να αποφευχθεί κάθε άλλη καθυστέρηση καθόδου στο Μοριά.
Ο τουρκικός στρατός από 11.000 (ή 16.000 σύμφωνα με τον αυτόπτη μάρτυρα Χρ. Περραιβό) διανυκτέρευσε στη Γραβιά και το πρωί της 14ης Ιουλίου ξεκίνησε την πορεία προς τα Σάλωνα.
Όταν έφτασε μπροστά στην οχυρωμένη τοποθεσία χωρίστηκε σε 3 τμήματα:
Το δεξιό της σουλτανικής παράταξης από 3.000 Τουρκαλβανούς υπό τους Αμπάζ Ντίπρα και Πράχο Πρεβίστα χτύπησε τους 400 άνδρες του Πανουργιά.
Στο κέντρο απέναντι στους 250 Σουλιώτες επιτέθηκαν με τα 2 κανόνια, 3.500 υπό τον Γιουσούφ Περκόφτσαλη, ενώ αριστερά 4.000 Τούρκοι από τη Θράκη και τη Μακεδονία όρμησαν εναντίον των 330 ανδρών του Τζαβέλλα και του Νοταρά.
Η μάχη ήταν σφοδρή. Για τουλάχιστον 10 ώρες έως τις 6 το απόγευμα γίνονταν αλλεπάλληλες, λυσσαλέες επιθέσεις στα ελληνικά ταμπούρια. Η αμυντική γραμμή φαινόταν να αντέχει, καθώς οι εχθρικές έφοδοι εξασθενούσαν ολοένα και περισσότερο, παρόλο που η μάχη δεν είχε ακόμη κριθεί.
Εκείνη την ώρα, καθώς έπεφτε το σούρουπο, εμφανίστηκαν στο αριστερό της τουρκικής παράταξης οι 200 άνδρες του Καλμούκη από τον Παρνασσό, προκαλώντας πανικό στις τάξεις της. Οι πολεμιστές του Τζαβέλλα και του Νοταρά εκμεταλλεύτηκαν τη σύγχυση και πέρασαν στην αντεπίθεση. Το τουρκικό αριστερό σταδιακά διαλυόταν και υποχωρούσε προς τα δεξιά του.
Άμεσα και το ελληνικό κέντρο όρμησε μπροστά, συμπαρασύροντας το αντίστοιχο τουρκικό σε υποχώρηση. Ο Γιουσούφ πασάς εγκατέλειψε τη μάχη και υποχώρησε προς τη Γραβιά, γεγονός που οριστικοποίησε την ήττα του οθωμανικού στρατού. Σύντομα και το δεξιό της τουρκικής στρατιάς υπό τους Αμπάζ Ντίπρα και Πράχο Πρεβίστα πήρε το δρόμο της υποχώρησης θεωρώντας την παραμονή του στο πεδίο της μάχης μάταιη όσο και απολύτως επικίνδυνη.
Η μάχη μετά από 11 ώρες (κατ’ άλλους 8) άνισων αλλά ηρωικών συγκρούσεων έληξε. Η εμφάνιση της εφεδρείας του Καλμούκη την κατάλληλη στιγμή και η θυελλώδης αντεπίθεση των 400 Σουλιωτών του Τζαβέλλα έκριναν το αποτέλεσμα.
Η νίκη των Ελλήνων ήταν συντριπτική. Οι τουρκικές απώλειες ξεπέρασαν τις 2.000 σε νεκρούς και τραυματίες, ενώ οι Έλληνες έχασαν 9 άνδρες και είχαν 12 τραυματίες.
Η τελική κατάληξη της εκστρατείας
Μετά τη μάχη της Άμπλιανης το Εκτελεστικό οργάνωσε σε πιο μεθοδική πλέον βάση τα ελληνικά στρατόπεδα στη Στερεά (συνολικά 11.000 ένοπλοι): 3.000 στα Άγραφα και 500 στο Μακρυνόρος προς αντιμετώπιση Ομέρ Βρυώνη, 2.500 στο Λιδωρίκι, 2.500 στα Σάλωνα, 1.000 στο Ζεμενό, 1.000 στην Αττική και 400 στη Ναύπακτο.
Παράλληλα μετά την καταστροφή της Κάσου και των Ψαρών και τον απόπλου του τεράστιου αιγυπτιακού στόλου για το Αιγαίο, η κυβέρνηση, φοβούμενη ορθώς εχθρικές αποβάσεις στο Μοριά, ήδη από τα μέσα Ιουλίου διέταξε την επανέναρξη της πολιορκίας της Πάτρας και δημιούργησε 3 στρατόπεδα με 13.500 άνδρες στην Αχαΐα, την Ηλεία, τη Μεσσηνία και τα Δερβενοχώρια Κορινθίας.
Στο μεταξύ το αποδυναμωμένο τουρκικό στρατόπεδο της Γραβιάς, αν και ενισχύθηκε στις 21 Ιουλίου με 1.000 επιπλέον άντρες, παρουσίαζε σημάδια σαφούς κόπωσης.
Στις 12 Αυγούστου, μάλιστα, 200 Σουλιώτες υπό τους Λ. Βέϊκο και Κ. Τζαβέλλα, από το χωριό Οίτη, διενήργησαν καταδρομική επίθεση στο στρατόπεδο της Γραβιάς και στο τουρκικό νοσοκομείο στα Καλύβια έξω από τη Λαμία διαλύοντας τη φρουρά 100 Τούρκων ιππέων.
Εξάλλου ήδη από τα μέσα Αυγούστου, ο Ομέρ πασάς της Καρύστου αποχώρησε οριστικά από την Αττική για την Εύβοια ηττημένος, ενώ στο ναυτικό πεδίο, ο ενωμένος τουρκο-αιγυπτιακός στόλος υπέστη βαριές ήττες σε όλες τις ναυμαχίες της περιόδου 30 Ιουλίου–29 Αυγούστου 1824 (Σάμος, Αλικαρνασσός, Γέροντας).Με δεδομένο ότι το φθινόπωρο πλησίαζε, ήταν φανερό ότι έπρεπε να αναληφθούν πρωτοβουλίες για άμεση δράση από την πλευρά του Δερβίς πασά στο χώρο της Φωκίδας, καθώς οι προειδοποιήσεις του σουλτάνου ήταν σαφείς.
Κυριάκος "Κίτσος" Τσαβέλλας.
Αγωνιστής της επανάστασης του '21, γιος του Σουλιώτη οπλαρχηγού Φώτου
Τζαβέλα και μετέπειτα στρατηγός, υπουργός και πρωθυπουργός.
Αρχές Σεπτεμβρίου άλλες 4.000 Αλβανοί υπό τον Τσέλιο Πίτσαρη ενίσχυσαν το στρατόπεδο της Γραβιάς, σε μια αγωνιώδη, τελική προσπάθεια να διασπάσουν την ελληνική άμυνα στη Φωκίδα.
Η αντίδραση όμως ήταν αστραπιαία. Στις 14 Σεπτεμβρίου, αποφασίστηκε να διενεργηθεί επίθεση στο στρατόπεδο της Γραβιάς από ελληνικά σώματα (260-500 άνδρες) υπό τους Γ. Δαγκλή, Γ. Δράκο, Ν. Πανουργιά, Χρ. Περραιβό και Γ. Καραϊσκάκη, τα οποία στρατοπέδευσαν κοντά στο χωριό Βάργιανη.
Την άλλη μέρα όμως 1.000 Αλβανοί υπό τον Τσέλιο Πίτσαρη από το στρατόπεδο της Γραβιάς, επιτέθηκαν εναντίον των ελληνικών σωμάτων. Σε μια 3ωρη μάχη μέσα και γύρω από το χωριό, οι Τούρκοι νικήθηκαν (νεκροί Τούρκοι 30, τραυματίες 60 ενώ οι νεκροί Έλληνες ανήλθαν σε 11) και υποχώρησαν.
Στις 16 του μήνα άλλο οθωμανικό σώμα από 4.000 άνδρες από τη Γραβιά κινήθηκε προς Πολύδροσο (Σουβάλα) για να προωθηθεί από εκεί προς τα Σάλωνα αλλά αναχαιτίστηκε από 300 Έλληνες υπό το Γιώργο Δυοβουνιώτη και υποχώρησε με βαριές απώλειες (300 νεκροί).
Μετά τις 2 απανωτές ήττες σε Βάργιανη και Σουβάλα, στις 20 Σεπτεμβρίου, οι Γιουσούφ πασάς και Αμπάζ Ντίπρα διέλυσαν το στρατόπεδο της Γραβιάς και επέστρεψαν στο Λιανοκλάδι όπου βρίσκονταν ο αρχηγός της εκστρατείας.
Μετά από 17 μέρες αποσύρθηκαν όλοι μαζί στη Λαμία και στις 12 Οκτωβρίου τα υπολείμματα της τουρκικής στρατιάς αναχώρησαν ταπεινωμένα για τη Λάρισα.
Ο Ρούμελη-βαλεσή, Δερβίς πασάς, παρόλα τα φιλόδοξα σχέδια που εκπόνησε για την καταστολή της ελληνικής επανάστασης, αποκεφαλίστηκε προς τα τέλη του έτους, εξαιτίας της οικτρής αποτυχίας του από τον σουλτάνο, ενώ τη θέση του πήρε ο πολύπειρος Ρεσίτ πασάς Κιουταχής.
Για 4 περίπου μήνες υποδεέστερες ελληνικές δυνάμεις απασχόλησαν τουλάχιστον 25.000 σουλτανικό στρατό στο μέτωπο Φωκίδας-Αττικής, εμποδίζοντας την κάθοδό του στην Πελοπόννησο και σε συνδυασμό με τις ναυτικές νίκες του Φθινοπώρου (ναυμαχίες Μυτιλήνης και Ηρακλείου) έσωσαν προσωρινά την επανάσταση.
Το φθινόπωρο οι τουρκικές δυνάμεις είχαν υποχωρήσει στη Λάρισα και την Άρτα, ενώ ο Ιμπραήμ κατέφυγε στην Κρήτη για να διαχειμάσει και να ανασυγκροτηθεί. Η επανάσταση για άλλη μια φορά είχε σωθεί.
Η πικρή πείρα της διχόνοιας δεν δίδαξε όμως τους Έλληνες. Στις 22 Οκτωβρίου 1824 (10 μέρες μετά την αποχώρηση του Δερβίς πασά για την Λάρισα!!) ξεσπούσε ο καταστροφικός δεύτερος εμφύλιος στην Πελοπόννησο, που θα δίχαζε και θα αποδυνάμωνε ανεπανόρθωτα τις επαναστατικές δυνάμεις, ανοίγοντας το δρόμο στις αρχές του 1825 στην αιγυπτιακή απόβαση και την καταστροφική μανία του Ιμπραήμ και φέρνοντας την επανάσταση στα όρια της καταστροφής.
http://www.mag24.gr/afieroma/14-iouliou-18244-h-nikhfora-maxh-sthn-ampliani-fwkidas
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου