Κυριακή 19 Απριλίου 2015

Η ΑΛΩΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΚΑΣΤΡΟΥ (7 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1821)

Πηγές : Aμβροσίου Φραντζή, Επιτομή τής Ιστορίας τής αναγεννηθείσης Ελλάδος
Η ελληνική επανάστασις - Διονύσιος Κόκκινος, 1956
  
Τό Νιόκαστρο τής Πύλου ή Νέο Ναβαρίνο βρίσκεται κοντά στήν είσοδο τού λιμανιού τής Πύλου. Κατασκευάστηκε επί τουρκοκρατίας, λίγο μετά τή ναυμαχία τής Ναυπάκτου (1571) γιά νά ελέγχουν οι Τούρκοι τίς δυτικές ακτές τής Πελοποννήσου. Τό νέο κάστρο ονομάστηκε Νιόκαστρο σέ αντιδιαστολή μέ τό Παλιόκαστρο ή Παλαιό Ναβαρίνο πού υψώνεται στό βόρεια είσοδο τού κόλπου τής Πύλου καί τό οποίο είχε κατασκευαστεί τόν 13ο αιώνα από τόν γαλλικής καταγωγής βαρώνο Nicolas de Saint-Omer. Ο Γάλλος σταυροφόρος είχε ονομαστεί από τούς Ρωμιούς τού Μοριά "Σανταμέρης" 
Στά 1816, σύμφωνα μέ τόν Πουκεβίλ, τό Νιόκαστρο πρωτεύουσα τής επαρχίας τού Ναβαρίνου είχε 600 Τούρκους κατοίκους, ενώ 130 Έλληνες ζούσαν στό βαρόσι, τή συνοικία εκτός τών τειχών. Στό τέλους Μαρτίου 1821 ξεκίνησαν ταυτόχρονα οι πολιορκίες τής Μεθώνης καί τού Νεοκάστρου. Στήν πρώτη έλαβαν μέρος τά στρατιωτικά σώματα τού Νικολάου Γεωργακόπουλου, τού Αναγνώστη Βουτιέρου καί τού Ευστάθιου Δρακόπουλου καί στήν δεύτερη τά σώματα τών Παπατσώρη, Ιωάννη Μέλιου, Παναγιώτη Ντούφα καί Νικολάου Πονηρόπουλου. Στό Νεόκαστρο τής Πύλου είχαν κλειστεί οι Τούρκοι τής Αρκαδιάς (Κυπαρισσίας), οι οποίοι κατέφυγαν αμέσως μετά τήν κήρυξη τής επανάστασης τών Ελλήνων τής επαρχίας Τριφυλίας.

Ολόκληρη η ελληνική δύναμις πού ανέλαβε τήν πολιορκία τών δύο γειτονικών κάστρων κειμένονταν στούς 1600 άνδρες. Ο Πονηρόπουλος οχυρώθηκε σέ απόσταση είκοσι λεπτών από τό Νιόκαστρο καί στίς 30 Μαρτίου 1821 υποδέχθηκε τόν επίσκοπο Μεθώνης Γρηγόριο Παπαθεοδώρου καί τόν Γεώργιο Οικονομίδη μαζί μέ άλλους 180 ένοπλους Μεσσήνιους. Γιά νά είναι πιό αποτελεσματική η πολιορκία τών δύο κάστρων ζητήθηκε η συνδρομή πολεμικών πλοίων από τήν Ύδρα καί τίς Σπέτσες. Στίς 13 Απριλίου κατέφθασε έξω από τή Μεθώνη καί ο Κωνσταντίνος Πιεράκος Μαυρομιχάλης μέ 120 Μανιάτες, γιά νά ενισχύσει τόν Παναγιώτη Ντούφα πού είχε φτιάξει τά ταμπούρια του στή θέση Παλαιοχώρι.  

«Πρό δύω δέ ωρών πρίν δύση ο ήλιος ήλθεν αυτόσε ο Γρηγόριος Δικαίος, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, ο Αναγνωσταράς, ο Κεφάλας, οι Κουμουνδουράκηδες, οι Καπιτανάκιδες, ο Παπά Τζόνης καί άλλοι ομού μέ τά ελληνικά ςρατεύματα, ενηγκαλίσθησαν δέ ευθύς ο Πρωτοσύγκελλος μετά τού Αρχιμανδρίτου Γρηγορίου Δικαίου καί μετά τόν αλλεπάλληλον ασπασμόν των είπεν ο Πρωτοσύγκελλος:

- "Τί ωμιλήσαμεν εις τήν Βοστίτζαν καί τί βλέπω;"

- "Ευχαριστήθην οπού σέ είδα καί δέν αλήθευσαν τά φημιζόμενα, έπειτα οι Τούρκοι τής Πελοποννήσου είναι μία πρέζα ταμπάκου εμπρός εις τούς Έλληνας καί θέλεις τό ιδή." Απεκρίθη ο Δικαίος.

- "Είθε!" είπεν ο Πρωτοσύγκελλος καί ενεκρίθη ν' απελθώσιν άπαντες εις τήν Αρκαδίαν (Κυπαρισσίαν).

Τήν δέ επιούσαν 27η Μαρτίου, ανεχώρησαν εκ τής Σκάλας διά τήν Αρκαδιάν, εκτός τού Ηλία Μαυρομιχάλη όστις ομού μέ 450 Μανιάτας ανεχώρησε διά τήν Καρύταιναν. Καθ' οδόν δ' επληροφορήθησαν ότι οι Οθωμανοί τής Κυπαρισσίας είχον αναχωρήσει διά τά φρούρια Νεοκάστρου καί Μεθώνης.

Ο Ιωάννης Μέλιος, ο Παπατζόρης, ο Γρηγοριάδης, ο Ντούφας, ο Σιράκος καί οι λοιποί οδεύοντες αποφασιστικώς διά τά φρούρια τήν 29η Μαρτίου, απήντησαν μακράν τού φρουρίου Νεοκάστρου 400 Οθωμανούς επιστρέφοντας εις Κυπαρισσίαν πρός διατήρησιν τών οικιών των. Μέ τόν ακόλουθον ιλαρόν τρόπον ενουθέτον τούς Έλληνας:

- "Βρέ Ρωμαίοι! γυρίστε εις τά σπήτια. Μήν σάς επήρεν ο Θεός τήν γνώσιν σας καί θά φάτε τά κεφάλια σας, γιατί δέν θά κατορθώσετε τίποτε, επειδή βλέπομεν ότι είσθε μοναχοί σας καί δέν βλέπομεν Κιράλιδες (βασιλιάδες) καί Φραγκιά νά πολεμήσουν καί εις τήν θάλασσαν καί εις τήν στεργιά. Εσείς μονάχοι σας θά χαθήτε καί σάς λυπούμαστε."»

Aμβροσίου Φραντζή, Επιτομή τής Ιστορίας τής αναγεννηθείσης Ελλάδος
 
Τήν Μεγάλη Εβδομάδα τού Πάσχα, οι Ρωμηοί πού τό έφεραν βαρέως νά μήν εορτάσουν τά πάθη τού Ιησού, χαλάρωσαν τήν πολιορκία τών δύο φρουρίων καί γύρισαν στά χωριά τους. Οι Οθωμανοί τού Νεόκαστρου επιχείρησαν έξοδο τήν Δευτέρα τού Πάσχα - 11 Απριλίου - αιφνιδιάζοντας τίς λίγες δεκάδες τών πολιορκητών, πού είχαν παραμείνει στίς θέσεις τους. Οι αρχηγοί όμως τής πολιορκίας πρόλαβαν νά πιάσουν τά ταμπούρια τους, καί απάντησαν μέ επιτυχία στούς πυροβολισμούς τών εξακοσίων περίπου Τούρκων, πού από αμυνόμενοι μετετράπησαν σέ επιτιθέμενοι. Ο Παναγιώτης Ντούφας μέ τόν παπά Αναστάση από τό χωριό Χαλαζόνι καί τόν Αναστάση Γυφτάκη από τό χωριό Ραφτόπουλο, μέ αντεπίθεση ανάγκασαν τούς αριθμητικά ανώτερους Τούρκους νά επανέλθουν στό κάστρο τους καί η πολιορκία τού κάστρου συνεχίστηκε κανονικά. 
Η παράδοσις τού Νεόκαστρου Peter Von HessΔϋο ολόκληρους μήνες μετά τήν έναρξη τών πολεμικών επιχειρήσεων καί ύστερα από επανειλημμένες εκλήσεις, έφθανε επιτέλους στόν κόλπο τού Ναβαρίνου μικρή ναυτική δύναμη από τή νήσο τών Σπετσών, αποτελούμενη από τά πλοία τού Μπόταση καί τού Αναστασίου Κολανδρούτζου. Τό φρούριο τού Νεόκαστρου, πού είχε λιγώτερες προμήθειες από αυτό τής Μεθώνης, άρχισε νά υποφέρει από τήν έλλειψη τών τροφών. Αφού κατανάλωσαν όλα τά ζώα οι Τούρκοι τού Νιόκαστρου έστειλαν μία φελούκα μέ δύο ψαράδες νά ζητήσουν τρόφιμα από τό γειτονικό κάστρο τής Μεθώνης. Οι Τούρκοι τής Μεθώνης, πράγματι έστειλαν στούς ομοθρήσκους τους (ντίν ισλάμηδες), ένα πλοίο φορτωμένο μέ στάρι καί κουκιά. Τό πλοίο έγινε αντιληπτό από τά σπετσιώτικα πολεμικά, τά οποία τό κανονιοβόλησαν καί τό ανάγκασαν νά επιστρέψει στή Μεθώνη, φέρνοντας τήν απελπισία στούς Τούρκους τού Νέου Ναβαρίνου.  
 
Στίς 14 Ιουλίου 1821, 125 άμαχοι Τούρκοι βγήκαν από τό κάστρο καί παραδόθηκαν στούς πολιορκητές. Τά γυναικόπαιδα τά διασκόρπισαν σέ διάφορα χωριά καί 16 άντρες τούς έκλεισαν στήν Ακρόπολη τής Αρκαδιάς (Κυπαρισσίας). Μετά από λίγες όμως ημέρες, οι φύλακες έριξαν τούς άνδρες αιχμαλώτους κάτω από τήν Ακρόπολη, γεγονός πού καταδικάζει έντονα ο Αμβρόσιος Φραντζής στήν Επιτομή τής Ιστορίας του.

Ο θαλάσσιος αποκλεισμός έφερε τά αποτελέσματά του. Οι εντός τού φρουρίου Οθωμανοί είχαν έρθει σέ απόγνωση. Ο Τούρκος πού κατέβασαν από τά τείχη γιά νά ζητήσει βοήθεια από τήν Τριπολιτσά συνελήφθη από τούς 'Ελληνες. Βοήθεια δέν φαινόταν από πουθενά. Η τόσο κοντινή Μεθώνη δέν μπορούσε πλέον νά στείλει προμήθειες καί η μόνη τους τροφή ήταν πλέον φύλα καί ρίζες από τίς φραγκοσυκιές, τά οποία τά τηγάνιζαν ή τά έβραζαν.

Τελικώς υπογράφηκε η παράδοση τού φρουρίου τού Νεοκάστρου μέ τόν όρο οι Οθωμανοί νά αφήσουν όλα τά πολύτιμα χρυσά καί ασημένια αντικείμενά τους στούς Έλληνες καί οι τελευταίοι νά αναλάβουν νά τούς μεταφέρουν στά παράλια τής Τύνιδος (Τούνεζι). Οι αρχηγοί τής πολιορκίας απομάκρυναν μέ δόλο τόν αντιπρόσωπο τού πρίγκηπα Υψηλάντη Γεώργιο Τυπάλδο προκειμένου νά οικειοποιηθούν τή δόξα, αλλά καί τά λάφυρα πού θά λάμβαναν από τούς αγάδες καί ανέλαβαν αυτοί τήν παράδοση τών κλεισμένων Οθωμανών. Η διαμάχη γιά τήν αρχηγία είχε ήδη ξεσπάσει από τούς πρώτους μήνες τής επανάστασης.  
 
«Τελειωθείσης δέ τής εγγράφου ταύτης συνθήκης, μετεκόμισαν οι Οθωμανοί εις τά δύω πολιορκούντα πλοία τήν κινητήν αυτών περιουσίαν συγκειμένην από κιβώτια (φορτζέρια κασέλας) κλειδομένα άπαντα καί εσφραγισμένα καί από δέσμας (τέγκια) δεδεμένας μέ σχοινία καλώς καί εσφραγισμένας. Τήν δέ πρωΐαν τής 7ης Αυγούστου εγένετο η εκ τού φρουρίου έξοδος τών Οθωμανών επί τή ελπίδι καί ταίς βάσεσι τής συνθήκης, αλλά νά ψαυσθή παρά τών Ελλήνων έκαστος Οθωμανός μήπως ήθελε φέρη μεθ' εαυτού χρήματα ή άλλα μεταλλικά είδη πολύτιμα καί ούτω νά επιβιβασθώσιν εις τά πλοία καί νά μετακομισθώσιν ως διελάμβανεν η συνθήκη υπογεγραμμένη από τούς αρχηγούς τής ξηράς καί τής θαλάσσης.»
Aμβροσίου Φραντζή, Επιτομή τής Ιστορίας τής αναγεννηθείσης Ελλάδος
 
Όταν, στίς 7 Αυγούστου 1821, άρχισαν νά εξέρχονται οι Τούρκοι από τό Νεόκαστρο, οι ομόπιστοί τους επιχείρησαν πολεμική έξοδο από τό κάστρο τής Μεθώνης. Τήν έξοδο επιχείρησε νά ανακόψει ο Κωνσταντινός Πιερράκος Μαυρομιχάλης μέ 300 Μανιάτες. Οι Τούρκοι όμως τής Μεθώνης ήταν αποφασισμένοι νά πολεμήσουν καί μέ τά γιαταγάνια στά χέρια διασκόρπισαν τούς Μανιάτες. Μόνος μέ εννέα πολεμιστές απόμεινε ο Μαυρομιχάλης ο οποίος τελικώς πέθανε μέ όλους τούς συντρόφους του. Μεταξύ τούτων ήταν καί ο Δημήτριος Χαλαζωνίτης. Ο πατέρας του, ηλικίας 80 ετών, μόλις επληροφορήθη τόν θάνατόν του, είπε:

"- Ας πάγη τό παιδί μου στήν ευχή μου. Δότε μου τ' άρματά του, θά πιάσω εγώ τόν τόπον του."

Οι Έλληνες ξέχασαν τότε καί τίς συνθήκες καί τούς όρκους. Τό αίμα τού νεκρού Μανιάτη θά τό πλήρωναν οι άοπλοι Τούρκοι πού έβγαιναν από τό κάστρο τού Νιόκαστρου, οι οποίοι άπαντες, συμπεριλαμβανόμενων τών γυναικών καί τών παιδιών εσφάγησαν. Οι κραυγές "Αλλάχ ιτσούν", αντηχούσαν μάταια. Τά βρέφη πετάγονταν στή θάλασσα καί η παραλία κοκκίνησε από τό αίμα τών σφαγμένων Τούρκων. Mόνο ο σημαιοφόρος τού Μαυρομιχάλη σκότωσε 30 Οθωμανούς.
«Αλλ' ο φόνος ούτος καί η σφαγή τών Οθωμανών δέν έγινεν εκ προμελέτης, ούτε δέ καί οι οπλαρχηγοί επεθύμουν αυτό. Εγεννήθη δέ από αμαμνήσεις των, όσα οι Έλληνες παρά τών Οθωμανών υπέφεραν δεινά επί Τουρκοκρατείας, οι μέν παρά τών ιδιοκτητών αγάδων τών κωμών, οι δέ παρά τών σπαχήδων. Προέκυψε δέ καί παρά τών ιδίων Οθωμανών αιτία, οίτινες ελάλουν μέ τήν συνήθη αυθάδειάν των καί τήν υπεροψίαν εις τούς Έλληνας καί ως νά είχον ακόμη αυτούς υπεξουσίους.

"Μπρέ Ρωμαίοι!, μπρέ σκλάβοι!"


Μή υποφέροντες ν' ακούουν οι Έλληνες, φέροντες δ' ενταυτώ εις τόν νούν των επανερχομένας καί τάς παρ' αυτών όσας εδοκίμασαν τυραννίας, άλλοι δέ πάλιν στενοί συγγενείς όντες τού παρά τών ιδίων Οθωμανών δολοφονηθέντος προεστώτος τής Αρκαδίας Γρηγορίου Παπα Φωτοπούλου, μή δυνάμενοι δέ νά βλέπωσι τούς δολοφονήσαντας αυτόν Οθωμανούς, ενθυμούμενοι δέ καί τήν αξιοδάκρυτον κατάστασιν καί τόν αφανισμόν τής οικογενείας αυτής μετά τή δολοφονίαν αυτού, ερεθίσθησαν νά φονεύσωσι τούς δολοφόνους καί έκαμαν αρχήν εις τούς φόνους.»

Aμβροσίου Φραντζή, Επιτομή τής Ιστορίας τής αναγεννηθείσης Ελλάδος

Τό αμάρτημα τής σφαγής τού άμαχου πληθυσμού τό επιβάρυνε καί η φιλονικία μεταξύ Τριφυλίων καί Σπετσιωτών γιά τή διανομή τών λαφύρων. Χαμένος τής υπόθεσης ήταν τό Κοινό Ταμείο αφού οι αρχηγοί στό τέλος επιβουλεύθηκαν ο καθένας γιά λογαριασμό του τά λάφυρα από τούς πλούσιους μπέηδες τού Νεοκάστρου. Ακόμα μία αποτυχία σημειώθηκε στήν προσπάθεια πολιορκίας τού κάστρου τής Μεθώνης. Η συγκέντρωση τών ελληνικών δυνάμεων στό Νεόκαστρο έγινε αιτία νά παραμεληθεί η πολιορκία τού βενετικού αυτού κάστρου, τό οποίο δέν κατάφεραν οι νησιώτες νά τό αποκλείσουν αποτελεσματικά ούτε καί από τή θάλασσα.
«Εις τήν Κορώνην τά πράγματα υπήρξαν δύσκολα διά τούς Έλληνας τής επαρχίας. Εκεί οι Τούρκοι ήσαν σκληρότεροι καί πονηρότεροι από τούς άλλους. Εγκατεστημένοι όλοι εις τήν πόλιν, ήσυχοι καί απρόσβλητοι εντός τών τειχών καί τού φρουρίου, ήσαν τόσον τυραννικοί, ώστε είχε διαμορφωθή εις τήν επαρχίαν εκείνην ο θλιβερώτερος τύπος τού ραγιά. Αι δημογεροντίαι δέν κατώρθωσαν νά γίνουν ισχυραί, όπως εις άλλη μέρη τής Πελοποννήσου, όπου είχαν αποκτήσει τήν δύναμιν πραγματικών διοικητικών αρχών. Σχολεία σχεδόν δέν υπήρχαν.

Όταν αι φήμαι περί τής επικείμενης επαναστάσεως έφθασαν καί εις τήν Κορώνην, οι εκεί Τούρκοι ανησύχησαν περισσότερον τών άλλων. Πάντοτε οι τυραννικώτεροι είναι καί περισσότερον καχύποπτοι. Απεφάσισαν αμέσως νά μεταφέρουν όλους τούς Έλληνας τού προαστίου εντός τού φρουρίου άν όχι διά νά τούς θανατώσουν, αλλά τουλάχιστον διά νά έχουν εις τά χέρια τους ικανούς ομήρους.

Όταν οι Τούρκοι τής Κορώνης κατά τήν χαραυγήν τής 26ης Μαρτίου 1821 είδαν γύρω από τό φρούριον σώματα ενόπλων, εφρύαξαν. Δέν είχαν προφθάσει νά παραλάβουν εντός τού φρουρίου παρά μόνον τόν επίσκοπον καί τούς δύο ακολούθους του.

Εις τό ελληνικόν πρό τής Κορώνης στρατόπεδον, τό συσταθέν αρχικώς από τόν Ηλίαν Κατσάκον καί τούς δύο Δαρειώτας, προσετέθησαν καταφθάσαντες μετά τάς πρώτας ημέρας τής πολιορκίας ο Ιωάννης Κατσής Μαυρομιχάλης, ο Γεώργιος Παυλάκης καί ο Ροδίτης μέ τετρακόσιους Μανιάτας. Οι οπλοφόροι τής Κορώνης ανήρχοντο εις τριακόσιους πενήντα καί είχαν επί κεφαλής τόν Ιωάννην Καράπαυλον, τόν Διονύσιον Τριγγέταν, τόν Ηλίαν Σάκην, τόν Ιωάννην Ψαλτάκην, τόν παπα Φώτην Παπαδόπουλον, τόν παπα Σαρέλαν καί τόν Μελέτην.»
 
Η ελληνική επανάστασις - Διονύσιος Κόκκινος, 1956

Αντίστοιχη μέ τή Μεθώνη ήταν καί η πορεία τών επιχειρήσεων στήν Κορώνη, όπου είχε κρατηθεί σάν όμηρος ο Επίσκοπος Γρηγόριος. Αγανακτισμένοι από τήν παράταση τού αποκλεισμού οι Τούρκοι έσφαξαν στό τέλος Ιουλίου τόν ιερωμένο καί τό πτώμα του τό έριξαν κομματιασμένο έξω από τά τείχη τού κάστρου. Ο Τούρκος ντελάλης τότε άρχισε νά καλεί τούς Έλληνες από ψηλά, φωνάζοντας: "ελάτε, βρε Ρωμηοί , νά φάτε τό κρέας τού δεσπότη σας!" Όταν τά κάστρα τής Μεθώνης καί τής Κορώνης ανεφοδιάστηκαν στά τέλη Αυγούστου 1821 από τόν οθωμανικό στόλο, εγκαταλείφθηκε καί η πολιορκία τους από τούς Έλληνες.  
 

http://www.agiasofia.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου