Βιβλιογραφία – Πηγές
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ (ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ), ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΚΚΑΒΟΥ, Ἀντιστράτηγου, Μακεδονικὴ Βιβλιοθήκη, Ε.Μ.Σ. σελ. 97
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ, Π. ΤΣΑΜΗ, Μακεδονικὴ Λαϊκὴ Βιβλιοθήκη, Ε.Μ.Σ. σελ. 176-178
Εἰκόνες ἀπὸ Ι.Μ.Μ.Α
Σύντομος σύνδεσμος .αρθρου – Shortlink: http://wp.me/p456C4-D
Οἱ Βούλγαροι μετὰ τὴν ἀποτυχία τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ Ἴλιντεν, τὸ 1903, καταδιωκόμενοι ἀπὸ τὰ τουρκικὰ ἀποσπάσματα βρῆκαν καταφύγιο στὸ βάλτο τῶν Γιαννιτσῶν. Ὁ Βάλτος αὐτός ἦταν μία ἀβαθῆς λίμνη, ποὺ ἐκτεινόταν περίπου στὸ χῶρο μεταξύ Γιαννιτσῶν – Κρύας Βρύσης – Ἁγίας Μαρίνης – Νησίου – Ν. Μοναστηρίου καὶ Παραλίμνης, καὶ ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὴ θάλασσα μέσω τοῦ Λουδία ποταμοῦ. Αὐτός ποὺ κυριαρχοῦσε στὸν χῶρο τοῦ Βάλτου, μποροῦσε νὰ ἐλέγχει τὶς δύο ἀρτηρίες Θεσσαλονίκης – Βέροιας καὶ Θεσσαλονίκης – Ἐδέσσης, καθῶς καὶ τὰ γύρω χωριά. Ἡ ἀπέραντη αὐτὴ ἑλώδης ἔκταση καλυπτόταν ἀπὸ πυκνὴ βλάστηση ὑδροχαρῶν φυτῶν καὶ ἰτιῶν, τὰ ὁποῖα ἔκαναν τὸν βάλτο ἀδιαπέραστο. Σύννεφα ἀπὸ κουνούπια σκέπαζαν ὅλη ἐκείνη τὴν ἔκταση, τὰ νερὰ ἦταν γεμάτα βδέλλες καὶ ἡ ὑγρασία σάπιζε τὰ πάντα.
Οἱ ψαράδες τῶν γύρω χωριῶν χρησιμοποιοῦσαν γιὰ νὰ διασχίζουν τὸν Βάλτο βάρκες χωρὶς καρίνα, τὶς «πλάβες», ποὺ τὶς κινοῦσαν πιὸ πολὺ μὲ ἕνα μακρὺ ξύλο τὸ «σταλίκι», παρὰ μὲ κουπιά, μπήγοντάς το στὸ βυθὸ καὶ σπρώχνοντας. Γιὰ νὰ μποροῦν νὰ κινοῦνται μέσα ἀπὸ τὰ καλάμια καὶ τὰ ἄλλα φυτά, ἔπρεπε νὰ ἀνοίγουν τεχνητὰ περάσματα, τὰ ὁποῖα ὅμως ἔκλειναν γρήγορα ὅταν ἔμεναν ἀδούλευτα.
Μέσα στὸ Βάλτο ὑπῆρχαν καὶ ξέρες, δημιουργημένες ἀπὸ τὰ ριζώματα τῶν φυτῶν. Ἔτσι στὸ Βάλτο εἶχε δημιουργηθεῖ ἕνας δαίδαλος ἀπὸ παλιὰ καὶ καινούργια περάσματα, ποὺ ἦταν ἀδύνατο νὰ τὰ θυμᾶται κανεῖς, ὅσο καὶ νὰ ἦταν κατατοπισμένος γιὰ τὸν χῶρο.
Τὸ μέρος αὐτὸ λοιπόν, ὅπου δύσκολα μποροῦσε κάποιος νὰ προσπελάσῃ καὶ ὅπου οἱ συνθῆκες ζωῆς ἦταν ἐξαιρετικὰ δύσκολες, ἐξ αἰτίας κυρίως τῶν κουνουπιῶν καὶ τῆς ὑγρασίας, τὸ βουλγαρικὸ κομιτάτο σκέφτηκε νὰ τὸ ἀξιοποιήσῃ, ὀργανώνοντας μἰα πρώτης τάξεως βάση γιὰ ἐπιχειρήσεις…
http://anihneftes.blogspot.gr/2014/02/blog-post_26.html
Οἱ Βούλγαροι μετὰ τὴν ἀποτυχία τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ Ἴλιντεν, τὸ 1903, καταδιωκόμενοι ἀπὸ τὰ τουρκικὰ ἀποσπάσματα βρῆκαν καταφύγιο στὸ βάλτο τῶν Γιαννιτσῶν. Ὁ Βάλτος αὐτός ἦταν μία ἀβαθῆς λίμνη, ποὺ ἐκτεινόταν περίπου στὸ χῶρο μεταξύ Γιαννιτσῶν – Κρύας Βρύσης – Ἁγίας Μαρίνης – Νησίου – Ν. Μοναστηρίου καὶ Παραλίμνης, καὶ ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὴ θάλασσα μέσω τοῦ Λουδία ποταμοῦ. Αὐτός ποὺ κυριαρχοῦσε στὸν χῶρο τοῦ Βάλτου, μποροῦσε νὰ ἐλέγχει τὶς δύο ἀρτηρίες Θεσσαλονίκης – Βέροιας καὶ Θεσσαλονίκης – Ἐδέσσης, καθῶς καὶ τὰ γύρω χωριά. Ἡ ἀπέραντη αὐτὴ ἑλώδης ἔκταση καλυπτόταν ἀπὸ πυκνὴ βλάστηση ὑδροχαρῶν φυτῶν καὶ ἰτιῶν, τὰ ὁποῖα ἔκαναν τὸν βάλτο ἀδιαπέραστο. Σύννεφα ἀπὸ κουνούπια σκέπαζαν ὅλη ἐκείνη τὴν ἔκταση, τὰ νερὰ ἦταν γεμάτα βδέλλες καὶ ἡ ὑγρασία σάπιζε τὰ πάντα.
Οἱ ψαράδες τῶν γύρω χωριῶν χρησιμοποιοῦσαν γιὰ νὰ διασχίζουν τὸν Βάλτο βάρκες χωρὶς καρίνα, τὶς «πλάβες», ποὺ τὶς κινοῦσαν πιὸ πολὺ μὲ ἕνα μακρὺ ξύλο τὸ «σταλίκι», παρὰ μὲ κουπιά, μπήγοντάς το στὸ βυθὸ καὶ σπρώχνοντας. Γιὰ νὰ μποροῦν νὰ κινοῦνται μέσα ἀπὸ τὰ καλάμια καὶ τὰ ἄλλα φυτά, ἔπρεπε νὰ ἀνοίγουν τεχνητὰ περάσματα, τὰ ὁποῖα ὅμως ἔκλειναν γρήγορα ὅταν ἔμεναν ἀδούλευτα.
Μέσα στὸ Βάλτο ὑπῆρχαν καὶ ξέρες, δημιουργημένες ἀπὸ τὰ ριζώματα τῶν φυτῶν. Ἔτσι στὸ Βάλτο εἶχε δημιουργηθεῖ ἕνας δαίδαλος ἀπὸ παλιὰ καὶ καινούργια περάσματα, ποὺ ἦταν ἀδύνατο νὰ τὰ θυμᾶται κανεῖς, ὅσο καὶ νὰ ἦταν κατατοπισμένος γιὰ τὸν χῶρο.
Τὸ μέρος αὐτὸ λοιπόν, ὅπου δύσκολα μποροῦσε κάποιος νὰ προσπελάσῃ καὶ ὅπου οἱ συνθῆκες ζωῆς ἦταν ἐξαιρετικὰ δύσκολες, ἐξ αἰτίας κυρίως τῶν κουνουπιῶν καὶ τῆς ὑγρασίας, τὸ βουλγαρικὸ κομιτάτο σκέφτηκε νὰ τὸ ἀξιοποιήσῃ, ὀργανώνοντας μἰα πρώτης τάξεως βάση γιὰ ἐπιχειρήσεις…
Σῶμα Ἑλλήνων ἀνταρτῶν στὴν λίμνη Γιαννιτσῶν
Βούλγαροι ἀξιωματικοὶ
μελέτησαν τὴν περιοχὴ καὶ ἔδωσαν τὰ σχέδια γιὰ τὴν ὀργάνωση καὶ τὴν
ὀχύρωσή του. Σὲ ἐπίκαιρες θέσεις τοῦ Βάλτου καὶ κυρίως στὴ βορειοδυτικὴ
πλευρά του, ἔφτιαξαν τὰ λεγόμενα «πατώματα», ποὺ ἦταν αὐτοσχέδια
κατασκευάσματα, ἰκανά νὰ χρησιμεύσουν γιὰ διαμονὴ συμμοριῶν.
Γίνονταν μὲ δέματα ἀπὸ καλάμια καὶ ραγάζια ποὺ τὰ στοίβαζαν τὸ ἕνα πάνω στὸ ἄλλο, ὥσπου νὰ ὑπερυψωθῇ πάνω ἀπὸ τὸ νερὸ μία ξερὴ ἐπιφάνεια, ἕνα εἶδος νησίδας. Πάνω στὴν ἐπιφάνεια αὐτή τῶν στοιβαγμένων φυτῶν, στερέωναν σανίδια ἢ ἔστρωναν χῶμα καὶ ἔτσι γινόταν ἕνα πάτωμα. Πάνω σὲ αὐτό, ἔπλεκαν μὲ καλάμια καὶ ραγάζια μία καλύβα, γιὰ νὰ μένουν οἱ συμμορῖτες.
Στὴν πρόσοψη ἢ στὶς πλευρὲς τοῦ «πατώματος» στοίβαζαν κομμάτια ὑγρὸ χῶμα, ποὺ τὸ ἔκοβαν καὶ τὸ μετέφεραν ἀπὸ τὴν παραλία, δημιουργῶντας ἔτσι ἕνα προστατευτικὸ πρόχωμα. Τὰ «πατώματα» εἶχαν σκάλα μὲ σανίδια γιὰ νὰ πλευρίζουν οἱ πλάβες, ἀποθῆκες γιὰ ἐφόδια καὶ πυρομαχικὰ καὶ φούρνους ἀκόμη, γιὰ νὰ ψήνουν ψωμὶ καὶ φαγητά.
Γίνονταν μὲ δέματα ἀπὸ καλάμια καὶ ραγάζια ποὺ τὰ στοίβαζαν τὸ ἕνα πάνω στὸ ἄλλο, ὥσπου νὰ ὑπερυψωθῇ πάνω ἀπὸ τὸ νερὸ μία ξερὴ ἐπιφάνεια, ἕνα εἶδος νησίδας. Πάνω στὴν ἐπιφάνεια αὐτή τῶν στοιβαγμένων φυτῶν, στερέωναν σανίδια ἢ ἔστρωναν χῶμα καὶ ἔτσι γινόταν ἕνα πάτωμα. Πάνω σὲ αὐτό, ἔπλεκαν μὲ καλάμια καὶ ραγάζια μία καλύβα, γιὰ νὰ μένουν οἱ συμμορῖτες.
Στὴν πρόσοψη ἢ στὶς πλευρὲς τοῦ «πατώματος» στοίβαζαν κομμάτια ὑγρὸ χῶμα, ποὺ τὸ ἔκοβαν καὶ τὸ μετέφεραν ἀπὸ τὴν παραλία, δημιουργῶντας ἔτσι ἕνα προστατευτικὸ πρόχωμα. Τὰ «πατώματα» εἶχαν σκάλα μὲ σανίδια γιὰ νὰ πλευρίζουν οἱ πλάβες, ἀποθῆκες γιὰ ἐφόδια καὶ πυρομαχικὰ καὶ φούρνους ἀκόμη, γιὰ νὰ ψήνουν ψωμὶ καὶ φαγητά.
Ἀργότερα, ἀντὶ νὰ
στηρίζουν τὰ πατώματα σὲ ξέρες ἢ ρίζες δέντρων, τὰ στήριζαν σὲ
πασσάλους, ποὺ μπήγανε μέσα στὸ βυθὸ καὶ ἀντὶ νὰ στοιβάζουν δέματα ἀπὸ
καλάμια καὶ ἄλλα φυτά, ἔφτιαχναν σανιδένια δάπεδα, πάνω στὰ ὁποῖα
στοίβαζαν χόρτα καὶ ἔφτιαχναν ἔτσι τὶς καλύβες, τὰ προχώματα καὶ τοὺς
βοηθητικοὺς χώρους.
Τὰ πατώματα ἐκεῖνα ἦταν στερεωμένα καὶ πιὸ ἄνετα, εἶχαν ὅμως τὸ
μειονέκτημα ὅτι πλημμύριζαν ὅταν ἀνέβαινε ἡ στάθμη τοῦ νεροῦ, ἐπειδὴ
ἦταν σταθερά, ἐνώ τὰ πρῶτα ἀνυψώνονταν, ἀνάλογα μὲ τὴ στάθμη. Τέτοια
λοιπὸν «πατώματα» ἔφτιαξαν οἱ Βούλγαροι, τὰ ἐπάνδρωσαν μὲ συμμορίες καὶ
ἔγιναν κύριοι τοῦ ὑδάτινου ἐκείνου χώρου.
Μὲ ὀρμητήριο τὰ πατώματα
τοῦ Βάλτου οἱ βουλγαρικὲς συμμορίες ἔλεγχαν τὶς δύο ὁδικές ἀρτηρίες,
ἐξουσίαζαν ὅλα τὰ παραλίμνια χωριὰ καὶ ἐνεργοῦσαν ἀπὸ ἐκεῖ ἐπιδρομὲς καὶ
σὲ μακρινὲς ἀκόμη περιοχές. Μέσα ἐκεῖ ἐξ ἄλλου ἔστηναν τὰ δικαστήριά
τους καὶ ἐκτελοῦσαν τοὺς «ἀντιφρονοῦντες» χωρικούς. Καὶ πάνω ἀπ` ὅλα
ἐκεῖ ἦταν πλήρως ἀσφαλισμένοι, γιατὶ τὰ τουρκικὰ ἀποσπάσματα δὲν
τολμοῦσαν νὰ μποῦν μέσα στὸν λαβύρινθο ἐκεῖνο, ὅπου σὲ κάθε βῆμα
παραμόνευε ὁ θάνατος.
Ἔτσι, ὁ Βάλτος τῶν Γιαννιτσῶν εἶχε καταστεῖ ἡ μυθικὴ σπηλιὰ τοῦ δράκου…
Πλάβα στὴν λίμνη τῶν Γιαννιτσῶν
Κατὸπιν τῆς ὀξύτητος ποὺ
εἶχε λάβει ἡ ἔνοπλος ἐπέμβαση τῶν Βουλγάρων κατὰ τὰ ἔτη 1903 καὶ 1904
ἐλήφθῃ ἀπόφαση περὶ ὀργανώσεως δικῆς μας ἔνοπλης ἀμυντικῆς ἐνέργειας, μὲ
τὴν στελέχωση σωμάτων ὑπὸ τῶν διαταγῶν Ἑλλήνων ἀξιωματικῶν. Τὰ μέρη
ὅπου θὰ δροῦσαν θὰ ὴταν τὰ πιὸ ἀπειλούμενα καὶ ἡ ἐμφάνιση τῶν ἑλληνικῶν
σωμάτων θὰ ἀναθάρρυνε τοὺς πτοημένους καὶ θὰ προστάτευαν τοὺς
ἀπειλούμενους ἀπὸ τὸ βουλγαρικὸ κομιτάτο. Ἡ λίμνη τῶν Γιαννιτσῶν ἦταν
ἀνάμεσα στὶς περιοχὲς αὐτές. Πρὶν τὴν ὀργάνωση τῶν ἑλληνικῶν σωμάτων,
στὴ λίμνη τῶν Γιαννιτσῶν δροῦσε ὀλιγάριθμο σῶμα ὑπὸ τὸν Τζόλαν Περήφανον
ἀπὸ τὸ Γιδᾶ, τὸν ὁποῖον διαδέχθηκε ὁ συμπατριώτης του Θεοχάρης
Κούγκας. Τὰ σώματα αὐτὰ δροῦσαν γιὰ τὴν προστασία τῶν Ἑλλήνων ἁλιέων τῆς
λίμνης. Καὶ οἱ δύο ὁπλαρχηγοὶ, παρὰ τὰ λιγοστὰ μέσα ποὺ διέθεταν,
ἐργάσθηκαν μὲ πολλὴ ἀφοσίωση καὶ εὐσυνειδησία καὶ προσχώρησαν στὸ πρῶτο
ἐπίσημο ἑλληνικὸ σῶμα ποὺ ἔφθασε στὴν περιοχὴ ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα,
ποὺ ἦταν ὑπὸ τὶς διαταγὲς τοῦ Κ. Μπουκουβάλα (καπετὰν Πετρίλος).
Χλόη
http://anihneftes.blogspot.gr/2014/02/blog-post_26.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου