Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

Η ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ

Του Νίκου Ε. Καραγιαννακίδη
ιστορικού,υποψήφιου διδάκτωρ Ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο,
nikhistor@gmail.com, blog: nikhistor.blogspot.com
 
(αναδημοσίευση από την έκδοση του Δήμου Καβάλας "Στοιχεία Ιστορίας του Νομού Καβάλας")

1.Προλογικά: από το 1912 μέχρι το 1922

Η Καβάλα ενσωματώθηκε στο νεοελληνικό κράτος με μεγάλη καθυστέρηση και έπειτα από πολλές περιπέτειες.
Τον Οκτώβριο του 1912 Ελλάδα, Σερβία και Βουλγαρία συμμαχούν και κηρύσσουν πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με σκοπό την εκδίωξη των κατακτητών από τα Βαλκάνια και την απελευθέρωση των «αλύτρωτων αδελφών» τους, οι οποίοι ζούσαν σε περιοχές εκτός των εθνικών ορίων.
Στο πλαίσιο αυτού του πολέμου, του Α΄ Βαλκανικού, η πόλη καταλαμβάνεται από το «σύμμαχο» βουλγαρικό στρατό, που αξιοποιεί την ευκαιρία της προέλασης προς Νότο για να δημιουργήσει μια κατάσταση ευνοϊκή για τις μεταπολεμικές επιδιώξεις της Βουλγαρίας σχετικά με την περιοχή.  Οι Βούλγαροι συμπεριφέρθηκαν κάθε άλλο παρά ως σύμμαχοι απέναντι στους κατοίκους της Καβάλας, τόσο τους Ρωμιούς όσο και τους μουσουλμάνους. Πολλές εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες, κάτοικοι της πόλης χάθηκαν από πείνα, κακουχίες και επιδημικές ασθένειες. Η πολεμική επιχείρηση των συνασπισμένων βαλκανικών στρατών αποβαίνει νικηφόρα και η Οθωμανική Αυτοκρατορία εγκαταλείπει τις κτήσεις της. Η Συνθήκη Ειρήνης του Λονδίνου υπογράφεται στις 17 Μαΐου 1913, αλλά αμέσως μετά ξεκινά ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος, αυτή τη φορά μεταξύ των πρώην συμμάχων.


Ν.Σωτίλης. Διοικητής 7ης Μεραρχίας
ΑΡΧΕΙΟ ΚΑΛΛΑΡΗ

Από τη μια βρίσκεται η Βουλγαρία και απέναντί της η Ελλάδα, η Σερβία, το Μαυροβούνιο και η Ρουμανία. Η Βουλγαρία χάνει τον πόλεμο και η Συνθήκη του Βουκουρεστίου στις 28 Ιουλίου του 1913 αποδίδει και τυπικά την  Καβάλα στην Ελλάδα. Ένα μήνα νωρίτερα,  στις 26 Ιουνίου, ο ελληνικός στόλος απελευθερώνει την πόλη και η 7η Μεραρχία του ελληνικού στρατού μπαίνει και εκδιώκει τους Βουλγάρους.
Η Καβάλα μένει ελεύθερη μέχρι τις 29 Αυγούστου/11 Σεπτεμβρίου 1916, οπότε ανακαταλαμβάνεται από τους Βουλγάρους. Οι Βούλγαροι, σύμμαχοι αυτή τη φορά της Γερμανίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, επιτέθηκαν εναντίον της Ανατολικής Μακεδονίας στα τέλη Αυγούστου και όταν οι ελληνικές δυνάμεις έλαβαν εντολή –στο όνομα της «ουδετερότητας», δηλαδή της μη εναντίωσης στη Γερμανία- να μην εμπλακούν σε σύγκρουση, μπήκαν στην Καβάλα και την κατέλαβαν. 
Το Δ΄ Σώμα Στρατού, που στρατοπέδευσε στην πόλη, αιχμαλωτίστηκε ολόκληρο και μεταφέρθηκε στη Γερμανία. Παρέμεινε εκεί μέχρι το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η δεύτερη βουλγαρική κατοχή, σκληρή και καταστροφική όσο και η πρώτη, συχνά δε περισσότερο από αυτήν, διήρκεσε μέχρι το Σεπτέμβριο του 1918, όταν η Βουλγαρία  συνθηκολόγησε. 
Σημειώνεται εδώ ότι ο Βενιζέλος, που τελικά έβαλε την Ελλάδα στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ (των Αγγλογάλλων) στα 1917, είχε προτείνει τον Ιανουάριο του 1915 –πριν από τον Εθνικό Διχασμό του 1916 και το σχηματισμό δύο κυβερνήσεων, μιας γερμανόφιλης «ουδέτερης» στην Αθήνα και μιας φιλικής προς την Αντάντ στη Θεσσαλονίκη - στο βασιλιά Κωνσταντίνο την παραχώρηση της Καβάλας στη Βουλγαρία, έναντι ανταλλαγμάτων στα μικρασιατικά παράλια και τη δημιουργία προϋποθέσεων για μια «Μεγάλη Ελλάδα». 
Τον Ιούλιο του 1915, όταν μαθεύτηκε στην Καβάλα η είδηση, οι Καβαλιώτες, που δεν μπορούσαν να ξεχάσουν τη βουλγαρική κατοχή, διοργάνωσαν συλλαλητήριο και έστειλαν ψήφισμα διαμαρτυρίας. Βέβαια, πρέπει να επισημανθεί ότι όταν  διοργανώθηκε το συλλαλητήριο, ο Βενιζέλος δεν ήταν πια πρωθυπουργός και οι προτάσεις του προς τον Βασιλέα αφέθηκαν να διαρρεύσουν (κυρίως στην εφημερίδα ΣΚΡΙΠ) από το κυβερνητικό, μανιωδώς φιλοβασιλικό, κυβερνητικό περιβάλλον, το οποίο είχε διαδεχθεί τον Βενιζέλο που είχε εξωθηθεί σε παραίτηση. Το όλο θέμα περιγράφεται από τον Γρηγόριο Δαφνή στην κλασική μελέτη του Η Ελλάς μεταξύ 1910 – 1920 και δεν έχει εξαντληθεί ακόμη ερευνητικά.  

2.Η πόλη, λίγο πριν την προσφυγιά και
  αμέσως μετά από αυτήν

Όταν ξεκίνησε να παίζεται η τελευταία πράξη του δράματος που βασίστηκε στη «Μεγάλη Ιδέα» της ενσωμάτωσης των Ελληνορθόδοξων πληθυσμών που βρίσκονταν εκτός των ορίων του νεοελληνικού κράτους, δηλαδή την άνοιξη του 1919, όταν άρχισε η μικρασιατική εκστρατεία, η Καβάλα αριθμούσε περίπου 23.000 κατοίκους. Για να είμαστε απολύτως ακριβείς, οι Καβαλιώτες, χριστιανοί, μουσουλμάνοι και Εβραίοι, ήταν συνολικά 22.939: από αυτούς οι άνδρες ήταν 12.201 και οι γυναίκες 10.738.
Ο Δήμος Καβάλλας (το διπλό λάμδα στην αναγραφή της ονομασίας της πόλης επρόκειτο να διατηρηθεί μέχρι τα 1946) είχε ιδρυθεί με Βασιλικό Διάταγμα το Νοέμβριο του 1918 και ανήκε, όπως όλος ο νομός, στο Νομό Δράμας ως «Υποδιοίκησις Καβάλλας». Σημειώνεται ότι στο παρόν κείμενο χρησιμοποιούμε την απλοποιημένη γραφή, ανεξάρτητα από το σε ποια περίοδο αναφερόμαστε. 
Στα τέλη του καλοκαιριού του 1922, πριν από την τραγική κατάληξη της πολεμικής προσπάθειας που διαδραματιζόταν στα εδάφη της Μικρασίας, η Καβάλα ήταν μια σχεδόν ελληνική πόλη, αν βέβαια μιλάμε για πληθυσμιακά δεδομένα. Για την ακρίβεια, ήταν μια ελληνική πόλη, με κυρίαρχη την παρουσία του χριστιανικού στοιχείου, αλλά με σημαντική εβραϊκή κοινότητα και αρκετούς Αρμένιους. Οι μουσουλμάνοι κάτοικοί της ήταν περίπου 10.000 και ήταν εγκατεστημένοι σε αρκετές συνοικίες: οι περισσότεροι στην περιοχή της Παναγίας και άλλοι στις συνοικίες Χαμιδιέ (Αγίας Βαρβάρας), Τσαϊλάρ (σημερινά Ποταμούδια) κι αλλού. Εδώ, θα αναφερθούμε μόνο στους πρώτους.
Οι άνθρωποι αυτοί θεωρούσαν την Καβάλα πατρίδα τους (και ήταν έτσι, αφού οι περισσότεροι –όπως και οι πρόγονοί τους, μερικές γενιές πίσω- είχαν γεννηθεί εδώ), αλλά ήταν γραφτό τους να τη χάσουν οριστικά.

ΑΡΧΕΙΟ ΚΑΛΛΑΡΗ

Για να καταλάβουμε τι συνέβη πρέπει να εξηγηθεί το τι συνέβη στα τέλη καλοκαιριού του 1922, στις αρχές Σεπτεμβρίου. Η ήττα του ελληνικού στρατού στο μικρασιατικό μέτωπο από τις δυνάμεις του Κεμάλ Ατατούρκ οδήγησε στη φυγή των ελληνορθόδοξων πληθυσμών της Ιωνίας, του Πόντου και της Καππαδοκίας. Οι άνθρωποι αυτοί μετατράπηκαν σε πρόσφυγες, που κατέφυγαν στην Ελλάδα για να σωθούν.
Λίγους μήνες αργότερα, τον Ιανουάριο του 1923, υπογράφτηκε η πρώτη στην παγκόσμια ιστορία συμφωνία ανταλλαγής πληθυσμών, αυτή που ονομάστηκε Σύμβαση της Λοζάνης. Την υπέγραφαν η Ελλάδα και η Τουρκία (ως διάδοχη κατάσταση της πάλαι ποτέ κραταιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) και οι βασικοί της όροι προέβλεπαν την ανταλλαγή των πληθυσμών που ήταν πια ανεπιθύμητοι από τις δύο χώρες. Αυτοί ήταν: από τη μια οι Ελληνορθόδοξοι, από τους οποίους ήθελε να απαλλαγεί η Τουρκία (από όσους είχαν μείνει ακόμη στα εδάφη της, αφού οι περισσότεροι είχαν καταφύγει στην Ελλάδα, όπως αναφέρθηκε) και οι Μουσουλμάνοι, τους οποίους η Ελλάδα  ήθελε να στείλει στην Τουρκία, ώστε να τοποθετήσει τους Μικρασιάτες και Πόντιους πρόσφυγες στα μέρη που θα εκκενώνονταν. 
Από τη μετακίνηση εξαιρέθηκαν οι Ρωμιοί της Πόλης, της Ίμβρου και της Τενέδου και οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης (Ξάνθης και Ροδόπης), τόσο οι Πομάκοι όσο και οι τουρκογενείς.
Έτσι, οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της Καβάλας έπρεπε να εγκαταλείψουν την «πατρώα γη» και να μεταναστεύσουν σε έναν τόπο όπου οι ντόπιοι θα μιλούσαν την ίδια γλώσσα μ’ αυτούς, θα πίστευαν στην ίδια θρησκεία, αλλά οι ίδιοι θα ήταν ξένοι, πρόσφυγες. Δεν θα έφευγαν πανικόβλητοι και αφήνοντας πίσω νεκρούς συγγενείς όπως οι Ρωμιοί που έφυγαν από την Τουρκία, αλλά θα ήταν κι αυτοί «ξένοι ανάμεσα σε ξένους».
Με τον τρόπο που περιγράφτηκε ολοκληρώθηκε και τυπικά η φυγή των μουσουλμάνων της Καβάλας από την πόλη και την Ελλάδα, καθώς και η αντίστοιχη των Ελληνορθόδοξων από τις κοιτίδες τους και η δική τους έλευση στη νέα τους πατρίδα, την Ελλάδα και την Καβάλα. Και μόλις πήραν μιαν ανάσα από το φευγιό και μπόρεσαν να πουν «Δόξα τω Θεώ» που σώθηκαν από το θάνατο, έπρεπε να πουν και πάλι «Βοήθα Παναγιά», ώστε να αντεπεξέλθουν στις τεράστιες δυσκολίες που είχαν να αντιμετωπίσουν.
Η Καβάλα του 1922 ήταν μια πόλη με μεγάλες προοπτικές για να βρεθεί απασχόληση για τους πρόσφυγες, και μάλιστα πολλοί επέλεξαν να εγκατασταθούν εδώ, επειδή η φήμη της ως «Μέκκας του Καπνού» ήταν ευρύτατα διαδεδομένη.
Οι συνθήκες που αντιμετώπισαν οι νέοι κάτοικοι της Καβάλας ήταν εξαιρετικά αντίξοες. Παρά την προσπάθεια που καταβλήθηκε, οι πρόσφυγες στοιβάχτηκαν αρχικά όπου υπήρχε διαθέσιμος χώρος: σε καπναποθήκες, σχολεία, άδεια σπίτια, εγκαταλελειμμένα κτίρια και στο ύπαιθρο (στο Κάστρο, σε πλατείες, ακόμη και σε ξέφωτα στις παρυφές της πόλης). Κάποιοι εγκαταστάθηκαν προσωρινά σε σπίτια μαζί με τούς μουσουλμάνους κατοίκους της Καβάλας, στην Παναγία και σε άλλες συνοικίες.

ΑΡΧΕΙΟ Α. ΠΑΠΚΟΣΜΑ

Δεν παρέλειψαν, βέβαια, να συστήσουν σχεδόν αμέσως σωματεία και να προσπαθήσουν και μέσα από αυτά να διεκδικήσουν «μια θέση στον ήλιο».  Οι ονομασίες των σωματείων ήταν ενδεικτικές της προέλευσης των μελών τους:  «Παμμικρασιατικός και Βυζαντινός Σύλλογος Προσφύγων Καβάλλας», «Σύλλογος Προσφύγων εξ Ανατολικής Θράκης» κ.α.π.

 Άρχισε, βέβαια, σχεδόν αμέσως από την Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων, η ανέγερση κατοικιών (σχεδιάστηκαν και χτίστηκαν σπίτια, στα οποία αναλογούσε ένα δωμάτιο σε κάθε οικογένεια, ενώ προβλέπονταν συμπληρωματικοί κοινόχρηστοι χώροι). Πάντως, όπως εύκολα μπορεί να διαπιστώσει όποιος μελετήσει την αρθρογραφία και την ειδησεογραφία της τοπικής εφημερίδας «Κήρυξ» (εκδιδόταν από το 1926 και «σώμα» της σώζεται μέχρι σήμερα στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας), μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1920 οι συνθήκες διαμονής και υγιεινής που χαρακτήριζαν την καθημερινότητα των νιόφερτων ήταν σχεδόν τραγικές. Στην Παναγία, μάλιστα, αρκετές δεκάδες οικογενειών εγκαταστάθηκαν στα δωματιάκια του Ιμαρέτ.

Οι πρόσφυγες μπήκαν γρήγορα στην επεξεργασία του καπνού και προσπάθησαν να ορθοποδήσουν. Μετά τη φυγή των μουσουλμάνων από την Καβάλα, άρχισαν να ενοικιάζουν και στη συνέχεια να αγοράζουν τα σπίτια όπου εκείνοι έμεναν και τα οποία είχαν χαρακτηριστεί «ανταλλάξιμα». Μια ματιά στις εφημερίδες της εποχής, όπου δημοσιεύονταν δεκάδες αγγελίες για πώληση ανταλλαξίμων οικιών (το ρόλο του δημοπράτη είχε επωμιστεί η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος) μπορεί να μας διευκολύνει να κατανοήσουμε την ατμόσφαιρα της εποχής.

3.Ο Μεσοπόλεμος

Στα 1928 η Καβάλα είχε υπερδιπλασιάσει τον πληθυσμό της σε σχέση με το 1920. Έφτασε τους 50.852. Και οι πρόσφυγες κυριαρχούσαν. Οι «γηγενείς», αυτοί δηλαδή που διέμεναν στην πόλη προ του 1922, ήταν μόλις 10.598 (ποσοστό 21%), οι πρόσφυγες έφταναν τους 28.927 (ποσοστό 57%) και οι μετανάστες από άλλες περιοχές (μαζί με κάποιους αλλοδαπούς) ήταν 11.327 (ποσοστό 22%).
Οι πρόσφυγες που κατέφυγαν στην πόλη στα τέλη του 1922 και στις αρχές του 1923 προέρχονταν από διάφορους τόπους. Ήταν Μικρασιάτες, Πόντιοι, από την Ανατολική Θράκη, από άλλα μέρη της Μακεδονίας, από τη Δυτική Θράκη· τέλος, ποσοστό τους προήλθε από τη Στερεά Ελλάδα, τη Θεσσαλία και τη Ρωσία, όπου από τα τέλη του 1917 είχαν επικρατήσει οι «Μπολσεβίκοι» (=πλειοψηφούντες) κομμουνιστές του Λένιν.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι ένα μικρό ποσοστό των νέων κατοίκων της πόλης βρέθηκε στην Ελλάδα πριν το 1922. Αυτοί ήταν Ρωμιοί (ελληνορθόδοξοι) από την Ανατολική Θράκη (περιοχή Κεσσάνης κλπ.), τούς οποίους η κυβέρνηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκδίωξε από τις πατρίδες τους, σε «ανταπόδοση» της φυγής μουσουλμάνων κατοίκων των «Νέων Χωρών» (έτσι ονομάζονταν τα κερδισμένα με τους 2 βαλκανικούς πολέμους) στα τέλη του 1913 και στις αρχές του 1914. 
Υπήρξαν επίσης λίγοι Μικρασιάτες, πού έφυγαν από εκεί μετά το 1919 για να αποφύγουν την εμπλοκή τους στον πόλεμο (ως Οθωμανοί υπήκοοι όφειλαν να στρατευθούν στον τουρκικό στρατό) ή επειδή διέβλεπαν το τραγικό τέλος της Μικρασιατικής εκστρατείας · τέλος, στην πόλη βρέθηκαν προ του 1922 λίγοι Ηπειρώτες και Μακεδόνες.
Οι πρόσφυγες, πριν καταλήξουν στην Καβάλα κατέφυγαν - οδηγήθηκαν και κατευθύνθηκαν, θα ήταν ακριβέστερο- σε διάφορες περιοχές της νέας τους πατρίδας: στη Χίο, τη Λέσβος και τη Λήμνο (νησιά πού βρίσκονται κοντά στη μικρασιατική ακτή και μπόρεσαν σχετικά εύκολα να προσεγγιστούν από καταδιωκόμενους πληθυσμούς), τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη, τη Δράμα, το Αγρίνιο, την Εύβοια, τη Λευκάδα κ.α.
Αναφέρθηκε ήδη πως ήταν μεγάλος ο αριθμός των προσφύγων που μπήκε στην καπνεπεξεργασία. Αυτό ίσχυσε, βέβαια, για το τμήμα του προσφυγικού στοιχείου πού δε γνώριζε κάποια τέχνη.  Όσοι ασχολούνταν με πιο εξειδικευμένες επαγγελματικές δραστηριότητες στους τόπους καταγωγής τους, συνέχισαν –σε μεγάλο βαθμό- να τις εξασκούν και στην Καβάλα. Έτσι, όσοι ήταν ξυλουργοί, οικοδόμοι, ραφείς, σιδηρουργοί, τεχνίτες («μάστορες») ή βοηθοί («τσιράκια») υποδηματοποιοί, αρτοποιοί και αρτεργάτες, μανάβηδες και μπακάληδες, καφεπώλες, ωρολογοποιοί, πεταλωτές, οπλουργοί, άνθρωποι πού κατασκεύαζαν κι επισκεύαζαν ζυγαριές, τορναδόροι, πλανόδιοι πωλητές ψιλικών και ειδών προικός, πλανόδιοι οπωροπώλες, μουσικοί και ναυτικοί συνέχισαν να ασκούν και εδώ τα επαγγέλματά τους.

Πρόσφυγες εργάστηκαν ακόμη σε ρυμουλκά σκάφη, καφεκοπτεία, καθώς και ως οδηγοί οχημάτων (κάρων ή φορτηγών) μεταφοράς καπνών ή αυτοκινήτων πού ανήκαν σε καπνεμπορικές εταιρείες
Γρήγορα μετά την είσοδο στο καπνομάγαζο, οι πρόσφυγες συναντήθηκαν με το συνδικαλιστικό κίνημα και εντάχθηκαν μαχητικά στο μέτωπο των διεκδικήσεων για καλύτερη αμοιβή και καλύτερες συνθήκες απασχόλησης. 
Με πρώτη χρονικά τη συμμετοχή στην κινητοποίηση για την αποτροπή εξαγωγής ανεπεξέργαστων καπνών τον Απρίλιο του 1925 και αργότερα, στα 1928, στη μαζική διαμαρτυρία για την εξασφάλιση της απασχόλησης μετά την εφαρμογή της «τόγκας» (μηχανικής επεξεργασίας των καπνών, αντί της μέχρι τότε εφαρμοζόμενης «κλασικής», δηλ. αυτής που γινόταν με τα χέρια), αποτέλεσαν μια σημαντική «μαγιά» και δεξαμενή υποστηρικτών και ψηφοφόρων για την Αριστερά. 

Βέβαια, μεγάλο μέρος των προσφύγων ήταν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930 πιστοί οπαδοί του Ελευθερίου Βενιζέλου. Παρά το ότι ο Βενιζέλος ήταν αυτός που είχε ξεκινήσει τη Μικρασιατική Εκστρατεία στα 1919, η συντριπτική πλειοψηφία των προσφύγων «χρέωνε» την ήττα και –κυρίως- τον «ξεριζωμό» στους πολιτικούς αντιπάλους του Κρητικού ηγέτη.

Τον Οκτώβριο του 1929 καταρρέει το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης και ξεκινά μια αλυσιδωτή κρίση πού ταλάνισε για μερικά χρόνια όλον τον καπιταλιστικό κόσμο (μιλούμε για χώρες με καπιταλισμό, αφού έχει από το 1917 δημιουργηθεί το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος στον κόσμο, η Σοβιετική Ρωσία).
Η κρίση έφτασε και στην Ελλάδα και επηρέασε δραματικά την οικονομία της. Η χώρα χρεωκοπεί στα 1932 και μετά την υπέρβαση της κρίσης στα 1934 εφαρμόζεται η λεγόμενη «πολιτική της αυτάρκειας»: αυτό σήμαινε ότι εφαρμόστηκε μείωση των εισαγωγών τροφίμων, με παράλληλη αύξηση της σιτοπαραγωγής. 
Το διάστημα, όμως, της κρίσης ήταν μία οδυνηρή περίοδος, με ανεργία, ανέχεια και στερήσεις. Η κατάσταση ήταν τόσο άσχημη, που στην Καβάλα χρειάστηκε να λειτουργήσουν λαϊκά συσσίτια. Γυναίκες που ήταν καπνεργάτριες - ασφαλισμένες του Ταμείου Ασφαλίσεως Καπνεργατών (Τ.Α.Κ.) έδιναν το βιβλιάριό τους σε άλλες, που μέχρι τότε ήταν οικοκυρές, ώστε οι τελευταίες να κάνουν κάποιο μεροκάματο, που ήταν τόσο απαραίτητο για την επιβίωση.
Μήτσος Παρτασαλίδης
ΑΡΧΕΙΟ ΑΣΚΙ

Η κρίση ξεπεράστηκε και δεν πήρε τις διαστάσεις που έλαβε στη Δυτική Ευρώπη, αλλά η πολιτική ζωή της χώρας είχε αποκτήσει ένα καινούριο χαρακτηριστικό: την πολιτική και εκλογική ισχυροποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας. Στις 11 Φεβρουαρίου του 1934 η Καβάλα εξέλεξε τον πρώτο κομμουνιστή δήμαρχο στην ιστορία της Ελλάδας, το συνδικαλιστή καπνεργάτη Μήτσο Παρτσαλίδη. 
Το παράδειγμα της Καβάλας ακολούθησαν μερικές εβδομάδες αργότερα, στις 18 Μαρτίου, οι Σέρρες και μερικές δεκάδες χωριά σε όλη την Ελλάδα. Η Αριστερά πρόβαλλε απειλητική, αλλά οι εξελίξεις υπήρξαν αρνητικές τόσο γι’ αυτήν, όσο και για την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Στην Καβάλα, οι μηνύσεις και οι διώξεις εναντίον του Παρτσαλίδη και των συνεργατών του ήταν πάμπολλες και οδήγησαν τελικά στην έκπτωση του «κόκκινου Δημάρχου» και στην επιβολή άλλης από τη θέληση των εκλογέων.  Τέσσερις από τους δημοτικούς συμβούλους της «κόκκινης» πλειοψηφίας, εκτοπίσθηκαν και – αφού έμειναν 7 χρόνια στην εξορία ή στη φυλακή- παραδόθηκαν στα 1941, από τα απομεινάρια του καθεστώτος Μεταξά, στους Γερμανούς. Ήταν οι Δημοσθένης Μακέδος, Νίκος Νεγρεπόντης, Γιώργης Μπαρμπαλέξης και Γιάννης Ευθυμιάδης, όλοι καπνεργάτες. Και οι τέσσερις εκτελέστηκαν: οι τρεις πρώτοι από τους Γερμανούς, στην Καισαριανή την Πρωτομαγιά του 1944 και ο τέταρτος, στο Κούρνοβο της Θεσσαλίας, τον Ιούνιο του 1943 από τους Ιταλούς. 
  
Στα 1935 η Δημοκρατία έδωσε –μετά από 11 χρόνια- τη θέση της στη Βασιλεία, η οποία επανήλθε με ένα νόθο δημοψήφισμα. Μετά την επάνοδο του βασιλιά Γεωργίου και τις διαδοχικές κυβερνητικές κρίσεις, τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε η δικτατορική κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά (Αύγουστος 1936). Λίγο πριν την επιβολή της δικτατορίας ξέσπασαν μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις. Μάλιστα, είχε προγραμματιστεί πανελλαδική πανεργατική απεργία για τις 5 Αυγούστου.
 Η απεργία δεν έγινε ποτέ, αφού στις 4 Αυγούστου ο Μεταξάς - πού κυβερνούσε ήδη από το Μάρτιο του 1936 «εν λευκώ», με την εξουσιοδότηση της Βουλής και με μοναδική φωνή αντίδρασης αυτή των κομμουνιστών - επέβαλε δικτατορία με τη σύμφωνη γνώμη του Γεωργίου.
Παρά τον αντιλαϊκό του χαρακτήρα, το καθεστώς Μεταξά μερίμνησε για την αντιμετώπιση της ανεργίας. Υφυπουργός Εργασίας τοποθετήθηκε ένας πρώην καπνεργάτης, με συνδικαλιστική δράση στην Καβάλα, ο Αριστείδης Δημητράτος. Ο τελευταίος προσπάθησε να καταστήσει το όνομά του συνώνυμο της κρατικής μέριμνας για τούς εργάτες. 
Βέβαια, η προσπάθεια αυτή αποσκοπούσε στην εκτόνωση της λαϊκής καχυποψίας απέναντι στο καθεστώς και στην αντιμετώπιση της επίδρασης που άσκουσε η ιδεολογία της Αριστεράς και γενικότερα της Δημοκρατίας στις εργατικές μάζες.
Ανεξάρτητα πάντως από το αν το καθεστώς Μεταξά προσπάθησε να «χρυσώσει το χάπι» στους εργαζομένους και να τούς πείσει ότι ενεργούσε προς το συμφέρον τους, αυτό πού προκύπτει από τα διαθέσιμα στοιχεία είναι ότι οι συνθήκες εργασίας και οι αμοιβές βελτιώθηκαν αισθητά. Στο διάστημα 1928-1932 η εβδομαδιαία αμοιβή των καπνεργατών κυμάνθηκε από 60 έως 125 δραχμές, ενώ κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά έφτασε στις 500 δραχμές. Ακόμη, το καθεστώς φρόντισε να λάβει φιλεργατικά μέτρα, όπως ήταν η καθιέρωση του οκταώρου, η διατήρηση της τιμής του ψωμιού σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, η ασφάλιση των εργαζομένων κ.α.π. 

Το γεγονός, πάντως, ότι τα χρόνια μέχρι τον πόλεμο δεν ήταν εύκολα αποδεικνύεται και από μεγάλο ποσοστό γυναικών που εργαζόταν. Βέβαια, οι αντιλήψεις της εποχής επέβαλλαν στη γυναίκα να «κάθεται» στο σπίτι και να ασχολείται με την ανατροφή των παιδιών της· όμως, οι γυναίκες- πρόσφυγες πρώτης γενιάς πού εργάζονταν στην Καβάλα ήταν αρκετές. Κυρίαρχη απασχόληση τους ήταν η καπνεπεξεργασία (ήταν «πασταλτζούδες»), ενώ δεν έλειψαν και αυτές πού έπλεκαν δίχτυα ψαρέματος, οι νοσοκόμες, οι οικιακές βοηθοί, οι εργάτριες γης, καθώς και όσες βοηθούσαν χωρίς αμοιβή το σύζυγο στη δουλειά του (αρτοποιείο, κατάστημα πώλησης τροφίμων ή άλλων ειδών κ.α.π.).
Παρά την τελική επιβολή της «τόγκας» οι καπνεργάτες συνέχισαν να είναι ικανοποιητικά αμειβόμενοι μέχρι το 1940. Το ότι η κυβέρνηση Μεταξά προχώρησε σε συμφωνία με τη Γερμανία για την εφαρμογή του συστήματος «κλήριγκ» (αντιπραγματισμού, δηλαδή της ανταλλαγής γεωργικών προϊόντων με μηχανήματα και βιομηχανικά προϊόντα) συνέβαλε στη σταθερότητα τής καπνεπεξεργασίας και στη διατήρηση του ικανοποιητικού επιπέδου των αμοιβών.  Αυτό διευκόλυνε μεγάλο αριθμό προσφύγων, οι οποίοι ήταν καπνεργάτες, στην αγορά σπιτιών και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής.
 
4.Η ταραγμένη δεκαετία (1940 – 1950)

Ο πόλεμος του 1940– ’41 και η τρίτη βουλγαρική κατοχή, η οποία επιβλήθηκε στην Καβάλα μετά την ήττα από τους Γερμανούς και την απόδοση της περιοχής της Ανατολικής Μακεδονίας στη σύμμαχο των Ναζί Βουλγαρία, οδήγησε σε μια νέα οδυνηρή περιπέτεια τους κατοίκους της πόλης.
Η πολιτική του βίαιου εκβουλγαρισμού που εφάρμοσαν οι κατακτητές χρησιμοποιώντας την πείνα, το διωγμό από την περιοχή προς τη γερμανοκρατούμενη Ελλάδα (πέρα από τον ποταμό Στρυμόνα) και την απαγόρευση κάθε δραστηριότητας που θύμιζε την ελληνικότητα της Καβάλας (χρήσης της γλώσσας, κατοχής και ανάγνωσης εντύπων, εκπαιδευτικής και εκκλησιαστικής δραστηριότητας στην ελληνική γλώσσα) έκανε τη ζωή των Καβαλιωτών μαρτυρική. Εκατοντάδες κάτοικοι πέθαναν από πείνα, χιλιάδες εγκατέλειψαν την πόλη και όσοι έμειναν αναγκάστηκαν να εκποιήσουν ό,τι περιουσιακό στοιχείο διέθεταν για να εξασφαλίσουν την επιβίωση. 


Δεν έλειψαν, βέβαια, και αυτοί που «βουλγαρογράφτηκαν»: άλλαξαν την κατάληξη του ονόματός τους σε –ωφ ή –εφ και δέχτηκαν να γίνουν Βούλγαροι υπήκοοι, προκειμένου να μην ταλαιπωρηθούν από πείνα και άλλες στερήσεις.
Στην Καβάλα ζούσε από τα τέλη του 16ου αιώνα μια ακόμη πληθυσμιακή ομάδα, μια εθνοθρησκευτική κοινότητα. Οι Εβραίοι, που στα 1941 ήταν ένα οργανικό κομμάτι της ζωής της. Ήταν πια οι Έλληνες Εβραίοι της Καβάλας και ζούσαν στην περιοχή της Παναγίας, του Αγίου Γεωργίου και της Αγίας Βαρβάρας.  Ασχολούνταν με το εμπόριο και τη βιοτεχνία, καθώς και την καπνεπεξεργασία: υπήρχαν πλούσιοι καπνέμποροι, αλλά και πολλοί καπνεργάτες. Είχαν Συναγωγή και σχολείο. Τα σχέδια της ναζιστικής Γερμανίας, όμως, άλλα προέβλεπαν: και αυτοί, μαζί με τους ομόθρησκούς τους της υπόλοιπης κατεχόμενης Ευρώπης, δεν είχαν θέση στην προοπτική της «Νέας Τάξης». Έπρεπε να λείψουν. Σε στενή συνεργασία με τη Βουλγαρία υλοποιήθηκε το σχέδιο της εξόντωσης. 

Οι Βούλγαροι τους κατέγραψαν, τους επέβαλαν περιορισμούς και τελικά τους συνέλαβαν και τους απήγαγαν, το βράδυ της 3ης προς 4η Μαρτίου 1943. Μεταφέρθηκαν με τραίνα στην Πολωνία, δήθεν για να εργαστούν εκεί και από μια κοινότητα 2.500 χιλιάδων ψυχών δεν επέστρεψε κανείς. 
Μόνοι επιζήσαντες ήταν μερικοί νεαροί Εβραίοι, που εργάζονταν σε καταναγκαστικά έργα στη Βουλγαρία. Από το Δεκέμβριο του 2003, όταν πέθανε ο τελευταίος, ο καπνέμπορος Σαμπετάι Τσιμίνο, που ήταν ένας από αυτούς τους νεαρούς της Κατοχής, η Καβάλα δεν έχει κανέναν Εβραίο κάτοικο.

Με μεγάλη καθυστέρηση σχετικά με την υπόλοιπη Ελλάδα, στις αρχές του 1944, αναπτύχθηκε στην περιοχή ένα κίνημα αντίστασης. Τελικά, στις 13 Σεπτεμβρίου 1944, λίγες μέρες αφού η Βουλγαρία άλλαξε ηγεσία και μεταπήδησε στο συμμαχικό στρατόπεδο, δυνάμεις του 26ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ (Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, στρατιωτικού σκέλους του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου –ΕΑΜ) απελευθέρωσαν την Καβάλα.

Όμως, οι διαφορετικές πολιτικές επιδιώξεις των Ελλήνων σχετικά με τη μεταπολεμική εξέλιξη της χώρας και η εμπλοκή των ξένων οδήγησαν στον Εμφύλιο Πόλεμο 1946 -1949. Η Καβάλα δεν υπήρξε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων, αλλά κατέβαλε και αυτή βαρύ τίμημα. 
Εκατοντάδες αριστεροί και αντίθετοι με τη Μοναρχία πολίτες εκτελέστηκαν, εξορίστηκαν και διώχθηκαν, και η ζωή της πόλης δηλητηριάστηκε από το ζοφερό κλίμα της εμφύλιας σύρραξης. Δεν ήταν, άλλωστε, λίγα τα νέα παιδιά της Καβάλας που τραυματίστηκαν ή σκοτώθηκαν στις μάχες, φορώντας τη στολή του κυβερνητικού στρατού. Συμπλήρωσαν έτσι, με τον τραγικότερο τρόπο, τον ήδη μεγάλο αριθμό τραυματιών και νεκρών από τον πόλεμο του 1940, το αντιστασιακό κίνημα και την καταστροφική μανία των Βουλγάρων κατακτητών. 
Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι ενώ η Καβάλα είχε στις παραμονές της 28ης Οκτωβρίου 1940 περίπου 50.000 κατοίκους (για την ακρίβεια 49.667) στα 1951 όχι μόνο δεν είχαν αυξηθεί, αλλά ήταν μειωμένοι κατά περίπου 15% (η απογραφή του 1951 κατέγραψε πληθυσμό 42.261, 

5.Ο Μεταπόλεμος, τα δύσκολα χρόνια κι η μετανάστευση (1950 – 1974)

Ο Εμφύλιος τέλειωσε, αλλά η Καβάλα δεν έπαψε να αντιμετωπίζει προβλήματα. Εκτός από τις καταστροφές της σχεδόν δεκαετούς πολεμικής περιόδου, είχε να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό των ποικιλιών καπνού που επεδίωκαν να εκτοπίσουν τα «ανατολικά καπνά» που επεξεργάζονταν αυτοί που απασχολούνταν στα καπνομάγαζα της πόλης. Τελικά, στα 1953 καταργήθηκε διά νόμου ο «κλειστός» χαρακτήρας του καπνεργατικού επαγγέλματος κι έτσι οποιοσδήποτε μπορούσε να εργαστεί στα καπνομάγαζα.

  Η επιδίωξη των καπνεμπόρων να συμπιέσουν το κόστος της παραγωγής έστειλε χιλιάδες άνδρες, μέχρι τότε ασφαλισμένους στο Τ.Α.Κ., στην ανεργία και την υποαπασχόληση. Τη θέση τους πήραν οι λιγότερο αμειβόμενες γυναίκες.
 Η Καβάλα αντιμετώπισε δύσκολες μέρες και την κατάσταση άμβλυναν κάποια κατασκευαστικά έργα που έγιναν.

Επιπλέον, πολλοί καπνεμπορικοί οίκοι μετέφεραν τις εργασίες από την πόλη και τα καπνομάγαζα άρχισαν να αδειάζουν και να γίνονται σιωπηλοί όγκοι δίχως ζωή.
Μια λύση στο πρόβλημα της ανεργίας έδωσε τότε, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, η μετανάστευση προς τη Δυτική Γερμανία, το Βέλγιο, την Αμερική και άλλους μακρινούς προορισμούς.
Παρά τη μέριμνα που προσπάθησε να επιδείξει η κυβέρνηση τού Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος επισκέφθηκε το 1957 την Καβάλα, επικεφαλής κλιμακίου υπουργών, και τα έργα, που αποφασίστηκε να γίνουν, ώστε να αντιμετωπιστεί η ανεργία, η κατάσταση κατά τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1950 ήταν σκοτεινή.


Η καπνεπεξεργασία και η οικοδομική δραστηριότητα βρισκόταν σε ύφεση και οι αμοιβές όσων απασχολούνταν στα καπνομάγαζα μειώνονταν συνεχώς.

Η κατάσταση φάνηκε να βελτιώνεται με τη συνδρομή δύο παραγόντων. Ο ένας ήταν η μετανάστευση, που μείωσε τον αριθμό όσων αντιμετώπιζαν πρόβλημα ανεργίας. Ο άλλος ήταν τα διάφορα έργα, που άρχισαν να πραγματοποιούνται στην πόλη τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960.
Το μεταναστευτικό ρεύμα ξεκίνησε στα 1951-’52, αλλά εντάθηκε μετά το «άνοιγμα» της καπνεπεξεργασίας κι έφτασε στο αποκορύφωμά του στο διάστημα από το 1959 ως το 1963, όταν αρκετοί κάτοικοι της πόλης (και του νομού) άρχισαν να φεύγουν στο Βέλγιο και κυρίως στη Γερμανία. Δεν ήταν εποχή που τα χρήματα στερούνταν αγοραστικής δύναμης. Αυτό που ωθούσε στη μετανάστευση ήταν η έλλειψη θέσεων εργασίας. 
 Η μετανάστευση υποστηρίχτηκε από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ἡ οποία ήθελε με αυτόν τον τρόπο να «απαλλαγεί» από ένα μέρος του πληθυσμού, που αντιμετώπιζε πρόβλημα ανεργίας.


 Η διαδικασία που ακολουθούνταν ήταν η ακόλουθη: τα ξένα εργοστάσια και οι επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων ήταν βιοτεχνίες, μηχανουργεία, ορυχεία, χυτήρια κ.λ.π, έστελναν προκηρύξεις ζητώντας εργάτες και καθορίζοντας τις απαιτούμενες γνώσεις και δεξιότητες. Λειτουργώντας υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του κρατικού μηχανισμού, ταξιδιωτικά γραφεία της πόλης και έξω από αυτήν πουλούσαν εισιτήρια, πληροφορίες και αναλάμβαναν, έναντι αμοιβής, τη διεκπεραίωση της υπόθεσης. 
Απαραίτητη προϋπόθεση, βέβαια, ήταν να μπορεί ο ενδιαφερόμενος να προσκομίσει πιστοποιητικό υγείας, αντίγραφο ποινικού μητρώου και πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, βεβαίωση δηλαδή ότι δεν ήταν «επικίνδυνος διά την δημοσίαν ασφάλειαν».
Ακόμη, η εφαρμογή της αντιπαροχής ενίσχυσε την οικοδομική και οικονομική δραστηριότητα, αλλά στο πέρασμα από τις μονοκατοικίες στο διαμέρισμα χάθηκαν πολλά όμορφα νεοκλασικά.
Η δικτατορία του 1967 μετέβαλε τον οικονομικό προσανατολισμό της πόλης. Ενισχύθηκε ο τομέας των υπηρεσιών και η πόλη μετατράπηκε σε διοικητικό κέντρο, χωρίς να ενισχυθεί η παραγωγική της υποδομή.
Βέβαια, το συνάλλαγμα που εισέρρεε και η λειτουργία, από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, της Βιομηχανίας Φωσφορικών Λιπασμάτων ενίσχυσε την τοπική οικονομία. Ακόμη, δημιουργήθηκαν αρκετές βιοτεχνικές μονάδες, που τόνωσαν κάπως την απασχόληση.

6.Η Μεταπολίτευση και η κατοπινή παρακμή

Μεταπολιτευτικά, η κατάσταση έδειχνε να σταθεροποιείται και η έναρξη, στη δεκαετία του 1980, της λειτουργίας των εγκαταστάσεων άντλησης πετρελαίου στην περιοχή της Θάσου φάνηκε ως μέτρο σημαντικής τόνωσης της οικονομίας της πόλης.

Το μεταναστευτικό ρεύμα σταμάτησε στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Πολλοί έμειναν δέκα ή δεκαπέντε χρόνια και κάποιοι παρέμειναν μόνιμα στο εξωτερικό· σήμερα, πολλοί από την τελευταία κατηγορία επιστρέφουν για λίγο καιρό στην Καβάλα. 
Η επιστροφή των μεταναστών, πάντως, ολοκληρώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980.

Όμως, η κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» μετά το 1989 και η συνακόλουθη δημιουργία νέων επενδυτικών ευκαιριών χαμηλού εργατικού και παραγωγικού κόστους συνέβαλαν στη φυγή από την πόλη σχεδόν όλων των παραγωγικών μονάδων.
Οι νέοι «πρόσφυγες», οι οικονομικοί μετανάστες από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, έφτασαν στην Καβάλα για να βρουν μια καλύτερη ζωή και προσέφεραν ένα φθηνό εργατικό δυναμικό σε τομείς που οι Έλληνες δεν πήγαιναν να εργαστούν. Η οικοδομική δραστηριότητα φάνηκε να ανακάμπτει.

Όμως η Καβάλα άρχισε, στο όνομα της ανάπτυξης της Θράκης, να χάνει υπηρεσίες που μετεγκαταστάθηκαν, να χάνει αρμοδιότητες και ευκαιρίες πρόσβασης σε αναπτυξιακά και επενδυτικά προγράμματα. Πολλοί επισημαίνουν πως η πόλη «ξοδεύει από τα έτοιμα, τρώει τις ίδιες της τις σάρκες».
Βέβαια, στα χρόνια που πέρασαν, χιλιάδες από τα νέα παιδιά της Καβάλας σπούδασαν και αποτελούν -όσα έμειναν στην πόλη και δεν αναζήτησαν την τύχη τους στη Θεσσαλονίκη ή ακόμη μακρύτερα, αφού το ποσοστό της ανεργίας στο νομό είναι πολύ υψηλό- ένα πολύτιμο κεφάλαιο γι’ αυτήν .
Αν, όπως συζητείται, υπάρξει σχεδιασμός για τουριστική ανάπτυξη, η μετατροπή της Καβάλας σε κέντρο παροχής τουριστικών υπηρεσιών, με κατάλληλο σχεδιασμό, προγραμματισμό και δημιουργία ανάλογων έργων υποδομής ενδέχεται να δώσει στην πόλη ένα νέο βηματισμό και μια νέα προοπτική.  

Σημείωμα μνήμης 1:

Ρέει η μνήμη της πόλης
Αλλάζει χάνεται το πρόσωπο του ποταμού
Η θάλασσα, η θάλασσα φωνάζω
Πανσέληνος φωτίζει το κουρεμένο μου κεφάλι
Και φεύγουν κάργες στα τείχη
Χάνονται στο μαύρο καραγάτσι
Σημαίες κόκκινες τότε στο γκαστρωμένο ουρανό
Φωνές δαγκώνουν φωνές την άκρη του χρόνου
Τον άνεμο αγκάλιασαν τον παγωμένο αγέρα
Κέρδη της συναλλαγής της προδοσίας κέρδη
Είχαν σοδειά καλή τ’ αφεντικά
Κι άφησαν πίσω τους πέτρες διατηρητέες
Φαρμάκι της αλαζονείας στο αίμα πώς κυλάς;
Πώς κηλίδα μελάνης κρύβεις τον ήλιο;

Σιωπηλός ελπίζοντας σε μεγάλη καταστροφή
Παραμένω

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου, «Ρέει η μνήμη της πόλης», από την ποιητική συλλογή Πάροδος Μοναστηρίου, εκδ. στιγμή, Αθήνα, 1989.

Σημείωμα μνήμης 2:
«Το βουνό γύρω… κάνει το φως πιο κοφτερό και φωτίζει ανελέητα τις πολυκατοικίες που πληγώνουν ανελέητα τον ουρανό με την ευτέλειά τους, γιατί χτίστηκαν είτε βιαστικά είτε φθηνά και προπάντων για να προλάβει η πόλη την ανάπτυξη, αφού τη δεκαετία του πενήντα, εποχή που οι άλλες πόλεις γνώριζαν τις λέξεις «αντιπαροχή», «γκαρσονιέρα και μπανιέρα», θερμοσίφωνο και κοινόχρηστα» αυτή άρχισε να παρακμάζει με την εξαφάνιση του καπνεμπορίου πού τη στήριζε. 
Μέσα σε μια δεκαετία, αυτήν του εβδομήντα, ρήμαξε και κατεδάφισε οτιδήποτε παλιό και σοφό έχτισε σιγά σιγά ο χρόνος και οι άνθρωποι για να φορέσει αυτό το κοινό κι αδιάφορο πρόσωπο πού δεν έχεις όρεξη ούτε να το κοιτάξεις, γιατί ξέρεις πώς δεν κρύβει εκπλήξεις».

(Κοσμάς Χαρπαντίδης, Μανία Πόλεως, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα, 1993, σ. 17).
 μειωμένο δηλαδή κατά 7.406 ψυχές).


http://arxiokallari.blogspot.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου