Αυταί
αι γραµµαί γράφονται από έναν άνθρωπον τού οποίου η οικογένεια ήτο
αδελφικώς συνδεδεµένη µέ τήν οικογένειαν τού Ιω. Μεταξά. Όταν τό 1917,
µέσα εις τόν διχασµόν τού 1915, ιδρύθη τό κράτος τής Θεσσαλονίκης από
τόν Ελευθ. Βενιζέλον, οι Γάλλοι, µέ αφορµήν ένα ασήµαντον επεισόδιον,
εξώρισαν τόν Βασιλέα Κωνσταντίνον, τόν αντικατέστησαν µέ τόν
δευτερότοκον υιόν του Αλέξανδρον καί επέβαλον τόν Ελευθ. Βενιζέλον ως
παντοδύναµον πρωθυπουργόν. Τό 1917, εξωρίσθησαν εις τήν Κορσικήν
µερικαί πολιτικαί καί στρατιωτικαί προσωπικότητες καί επετράπη ή
επεβλήθη εις αυτάς, νά τάς συνοδεύσουν αι οικογένειαί των. Μεταξύ αυτών
ήτο καί ο Ιωάννης Μεταξάς καί ο µεγαλύτερος αδελφός µου Γεώργιος.
Έκτοτε ανεπτύχθη µεταξύ τών δύο πολύτιµος σύνδεσµος, ο οποίος τούς
συνέδεεν ολοέν καί περισσότερον. Τά χρόνια περνούσαν καί µαζί µέ τήν
πάροδόν των, επηρεαζόµεναι καί από τά διαδραµατιζόµενα εξαιρετικά
γεγονότα, εξειλίσσοντο ραγδαίως καί αι πολιτικαί συνθήκαι τής χώρας.
Εδηµιουργούντο
νέα κόµµατα, πολιτικαί ανακατατάξεις, νέοι πολιτικοί δεσµοί, οι
οποίοι, όπως ήτο φυσικόν, είχον σχέσιν καί µέ τάς προσωπικάς εκτιµήσεις
τών πρωταγωνιστών τής πολιτικής τής εποχής.
Κατά
τήν εποχήν εκείνην, εξέδωσα καί διηύθυνα τήν εφηµερίδα µου, υπό τόν
τίτλον «Η Πρωία». Η «Πρωία» είχε βέβαια τάς πολιτικάς της δοξασίας, τάς
οποίας υπεστήριζε µέ πάθος. Ετήρει όµως τήν ανεξαρτησίαν της, µακράν
δεσµών καί υποχρεώσεων, επιδιώκουσα πρίν απ' όλα νά σταδιοδροµή ως
ανεξάρτητον όργανον, αποβλέπον εις τήν αµερόληπτον ενηµέρωσιν τής
Κοινής Γνώµης. Αµέσως έγινεν αισθητή η πικρία τού Μεταξά, διότι η
«Πρωία» δέν εξειλίσσετο εις κοµµατικόν ή έστω καί ιδιαιτέρως φιλικόν
πρός αυτόν δηµοσιογραφικόν όργανον. Νοµίζω ότι η αµοιβαία φιλία καί
εκτίµησις µεταξύ τών δύο οικογενειών µας δέν υπέφερεν υπερβολικά από τά
πολιτικά γεγονότα τής εποχής, εν τούτοις απεµακρύνθησαν αισθητώς η µία
από τήν άλλην. Ο τρόπος, µέ τόν οποίον αντιµετωπίζετο τότε η πολιτική
κατάστασις, ωδήγησε τήν χώραν εις πολιτικόν χάος, καί υπ' αυτάς τάς
συνθήκας εφθάσαµεν εις τό 1936. Μέσα εις µίαν αφορήτως συγκεχυµένην
πολιτικήν ατµόσφαιραν, ο Μεταξάς, απολαµβάνων πάντα τής αµερίστου
εκτιµήσεως τού Βασιλέως, επέβαλε τήν Δικτατορίαν τής 4ης Αυγούστου. Τήν
Δικτατορίαν εκείνην τήν παρεστάθη ό Βασιλεύς, παρ' ότι η ερµηνεία πού
εδίδετο από αµφοτέρους εις τό περιεχόµενον καί τήν δεοντολογικήν της
εξέλιξιν ήτο πάντοτε εντελώς διάφορος. Εν τούτοις, η προσωπικότης τού
Μεταξά καί τά µηνύµατα τής διεθνούς ακαταστασίας τής εποχής, τά οποία
όλα προοιωνίζον σύρραξιν, ήσαν παράγοντες, οι οποίοι κατ' ουδέν
εµείωνον τήν υποστήριξιν τού Βασιλέως πρός τό πρόσωπον τού Ιω. Μεταξά. Η
στάσις τής «Πρωίας», από τής αρχής τής Δικτατορίας, ήτο σαφώς
επιφυλακτική καί εξειλίσσετο εις εχθρικήν µέ τόν καιρόν, αφ' ότου
µάλιστα ο Μεταξάς ωργάνωνε τό Κράτος καί τό σύστηµα τής διακυβερνήσεώς
του εις µόνιµον καθεστώς. Τά όρια πού επέτρεπεν η τότε λογοκρισία,
διηυθυνόµενη διά τά εξωτερικά ζητήµατα από τόν πρεσβευτήν Σεφεριάδην
καί διά τά εσωτερικά από τόν δηµοσιογράφον Βατάλαν ήσαν περιωρισµένα. Η
αντίδρασις όµως τής «Πρωίας» ήτο αισθητή καί ακόµη περισσότερον αι
προσωπικαί ιδικαί µου διαθέσεις έναντι τής Δικτατορίας καί, φυσικά, τού
Ιω. Μεταξά. Εξειλίχθησαν µάλιστα µέχρι σηµείου όπου καί χειροδικίας
ακόµη νά έχω νά αντιµετωπίσω. Τούτο εντυπωσίαζεν έτι περισσότερον, λόγω
τής παθητικότητος τού πλείστου τών ελληνικών εφηµερίδων τής εποχής.
Η
πορεία τών γεγονότων, ιστορικώς, θά δικαιώση, εάν δέν εδικαίωσεν ήδη
τήν τότε πολιτικήν τού Ιω. Μεταξά. Καί τούτο όχι µόνον λόγω τής
τερατώδους στάσεως τής Ιταλίας τού Μουσσολίνι απέναντί µας, αλλά καί
διότι, εάν θέλωµεν νά µή χάνωµεν τό αίσθηµα τής πραγµατικότητος, ο
Ιωάννης Μεταξάς, ερµηνευτής τής οµογνωµίας του Έθνους, υπήρξεν ο πλέον
κατάλληλος διά νά προφέρη τό ιστορικόν ΟΧΙ, τό όποίον εδόξασε τήν
Ελλάδα µας. Τό «Όχι» εκείνο, εάν αντεπροσώπευε τά αισθήµατα τών Ελλήνων,
ο Ιωάννης Μεταξάς τό εβροντοφώνησε καί κατέπληξεν ολόκληρον τήν
Οικουµένην. Εις αυτόν δέ οφείλεται ότι απολύτως καµµία αντίθεσις δέν
εσηµειώθη µεταξύ µας. Ούτε κάν καί εις τά ενδόµυχα αισθήµατά µας. Άς
αναλογισθή κανείς οποίας αντιδράσεις θά εδηµιούργει τό «Όχι» εάν δέν
ύπήρχε τό σιδηρόφρακτον κράτος εκείνον, τό όποίον είχε παρασκευασθή από
τόν Ιω. Μεταξάν µέ µοναδικήν συµπαράστασιν τάς προσφοράς τού Έλληνικού
λαού. Άς παραβάλη τά όσα συνέβησαν εις σχετικώς αναλόγους περιστάσεις,
όπως εκείναι τού 1915-1918 µέ τήν ανάµειξιν καί τήν παντοδυναµίαν τών
ισχυροτάτων τότε Αγγλογαλλικών καί Γερµανικών µυστικών υπηρεσιών πού
ηνείχετο τό κράτος τής εποχής εκείνης. Τό 1941 υπήρχε κράτος
πειθαρχηµένον καί παρασκευασµένον νά δεχθή τάς συνεπείας τού «Όχι», δι'
αυτό καί ετιµήσαµεν τάς υποχρεώσεις πού ανελάβοµεν. Βέβαια τό τίµηµα
τής Δικτατορίας υπήρξε βαρύ, διότι η Δικτατορία εκείνη δέν ηστειεύετο
καί τήν επλήρωνεν ο τόπος µέ διώξεις, αρκετά βασανιστήρια, υποβιβασµούς
τής προσωπικότητος τού ατόµου καί άλλα πολλά. Εν τούτοις τό «Όχι»
εκείνο, τό οποίον, παράλληλα µέ τόν Λαόν µας, τό έπλασε καί ο Ιω.
Μεταξάς, εάν δέν υπήρχεν ο Ιω. Μεταξάς, θά εδηµιούργη κενά, τά οποία
δέν θά επέτρεπον νά γραφή η εποποιία τής 28ης Οκτωβρίου.
Αµέσως
µετά τήν κήρυξιν τού πολέµου, µάς εκάλεσεν ο Μεταξάς, τούς διευθυντάς
καί αρχισυντάκτας τών εφηµερίδων, καί µάς ωµίλησε. Δέν πρόκειται νά
αφηγηθώ εδώ τά τής οµιλίας του εκείνης. Μετά τό τέλος τής συσκέψεως,
παρ' ότι αι σχέσεις µας ως Πρωθυπουργού καί Διευθυντού εφηµερίδος ήσαν
σαφώς εχθρικαί, µέ εκάλεσεν ιδιαιτέρως καί κοιτάζοντάς µε εις τά µάτια
µού είπεν επί λέξει: «Στέφανε, ό,τι µάς εχώριζεν έως τώρα, τό
ελησµονήσαµεν ήδη». Επήρε τό επισκεπτήριόν του καί έγραψε: «Επιτρέπεται
εις τόν Σ. Π. νά εισέρχεται εις τό Στρατηγείον εις όλας τάς ώρας τής
ηµέρας καί τής νυκτός». Μού έσφιξε τό χέρι καί απεχωρίσθηµεν.
Τά
αναφέρω όλα αυτά, γιά νά υπογραµµίσω ότι ο Ιω. Μεταξάς ήτο πατριώτης.
Ίσως πολλά νά ήσαν τά ελαττώµατά του, αλλ' επίστευεν εις τήν Πατρίδα
µας, εγνώριζε τί ηθελε καί ήτο πάντοτε παρασκευασµένος διά νά τά
επιδιώξη κατά τόν καλύτερον δυνατόν τρόπον. Καί όσοι τού αρνούνται
αυτάς τάς αρετάς, ή προσπαθούν νά τόν µειώσουν, ή δέν είναι
ειλικρινείς, εάν δέν είναι µύωπες. Έκτοτε τόν επεσκεπτόµην ελευθέρως,
οσάκις ενόµιζον ότι είναι χρήσιµον. Μέ εδέχετο ευχαρίστως καί µού είχε
χαρίσει όλην του τήν εµπιστοσύνην. Μού ενεπιστεύετο πολλά καί,
πολλάκις, δέν µού απέκρυπτε τό πόσον δύσκολοι θά ήσαν δι' ήµάς αι
εξελίξεις πού θά αντιµετωπίζαµεν. Ακλόνητος όµως ήτο η πίστις του διά
τήν τελικήν νίκην καί, εάν η Έλλάς δέν τόν έχανε τόσον πρόωρα,
αναµφιβόλως άλλοι θά ήσαν οι καρποί από τήν εκτίµησιν τής συµβολής µας
εις τόν αγώνα τού Ελευθέρου Κόσµου καί τήν νίκην του.
Όταν
ήρχισαν νά γίνωνται αισθηταί αι δυσχέρειαι τάς οποίας αντεµετώπιζεν ο
στρατός µέσα εις τό Αλβανικόν έδαφος, απεφασίσθη νά αποσταλούν εις τό
Μέτωπον επιφανείς δηµοσιογράφοι διά νά εµψυχώνουν τόν µαχόµενον στρατόν
καί τά µετόπισθεν. Προσωπικώς επρότεινα τόν κ. Θ. Παπακωνσταντίνου. Μέ
εφώναξεν ο Κ. Μανιαδάκης καί µού είπε: «τρελλάθηκες; αυτός είναι
κοµµουνιστής’ θά µού τινάξrι τό Μέτωπον εις τόν αέρα». Μέ τόν κ.
Παπακωνσταντίνου είχα τήν ευκαιρίαν νά συνδεθώ αφ’ ότου υπήρξεν
ουσιαστικός συνεργάτης εις τάς εκδόσεις τής «Πρωίας», καί µετά,
αρχισυντάκτης τής εφηµερίδος µου. Ήτο αριστερός, αλλ' ήτο ακόµη
περισσότερον εθνικόφρων. Ηνωχλήθη ψυχικώς από τήν Δικτατορίαν όσον
ολίγοι. Ο πόλεµος όµως τόν ανέδειξε οποίος πραγµατικώς ήτο: γνήσιος
Έλλην. Ο Κ. Μανιαδάκης επέµενε νά µή συµπεριληφθή εις τόν κατάλογον τών
δηµοσιογράφων πού θά επήγαινον εις τό Μέτωπον. Κάµνοντας χρήσιν τού
θαυµατουργού επισκεπτηρίου τού Μεταξά, τόν επεσκέφθην καί έδωσε τήν
συγκατάθεσίν του. Ο Κ. Μανιαδάκης µού είπεν επί λέξει: «Θά πάη εις τό
Μέτωπον, αλλά εσένα θά κρεµάσω». Φυσικά, όχι µόνον δέν µέ εκρέµασεν,
αλλά ευθέως ανεγνώρισεν ότι απ' όλα όσα εγράφησαν, τά ιδικά του ήσαν τά
καλύτερα.
Διετύπωσα
µερικά επεισόδια από τήν εποχήν τού Πολέµου, συνδεόµενα µέ τόν Ιω.
Μεταξά, όπως τά έζησα ο ίδιος. Καί τούτο διά νά βοηθήσω τόν αναγνώστην
νά σχηµατίση ο ίδιος τήν γνώµην του διά τόν Άνδρα. Δι' εµέ ο Ιω.
Μεταξάς, παρά τά ελαττώµατά του, ήτο αδιαφιλονίκητα άξιος πατριώτης.
Ήτo Έλλην καί αφιέρωσεν ολόκληρον τήν ζωήν του καταβάλλων αδιακόπως
κάθε προσπάθειαν διά νά βοηθήση τόν τόπον, όπως αυτός ενόµιζε
καλύτερον. Δέν ήτο µόνον αυστηρός εις τά όσα επίστευεν, ήτο καί
απόλυτος, τόσον, ώστε δύσκολα νά γίνεται συµπαθής’ καί δι' αυτό, πολλούς
φίλους δέν είχεν. Εις ό,τι όµως επίστευεν, τό επίστευεν ακραδάντως καί
προσεπάθει νά τό εφαρµόζη όπως ο ίδιος έκρινε καλύτερον. Καί πάντοτε
ήτο εξονυχιστικά µελετηµένος. Καί αυτό τό ιστορικόν «Όχι», τό είχεν
ασφαλώς αποφασίσει από καιρού, καί ελέχθη εική καί ως έτυχεν. Εγνώριζεν
άριστα τά όσα θά εκόστιζεν εις τόν τόπον, αλλά καί τά όσα θά ανέµενεν ο
τόπος από αυτό.
Στέφανος Ιω. Πεσµαζόγλου
Εκδότης εφ. Η «Πρωία»
(«Μαρτυρίες ’40-‘41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 45)
Τελικώς θά νικήσωμεν!
30 Οκτωβρίου 1940
Κύριοι,
Έχω
λογοκρισίαν καί ημπορώ νά σάς υποχρεώσω νά γράψετε μόνον ό,τι θέλω.
Αυτήν τήν ώραν όμως, δέν θέλω μόνον τήν πέννα σας. Θέλω καί τήν ψυχήν
σας. Γι' αυτό, σάς εκάλεσα σήμερα γιά νά σάς μιλήσω μέ χαρτιά ανοιχτά.
Θά σάς ειπώ τά πάντα. Θά σάς ειπώ ακόμη καί τά μεγάλα μου πολιτικά
μυστικά. Θέλω νά ξέρετε καί σείς όλα τά σχετικά μέ τήν εθνικήν μας
περιπέτειαν ώστε νά γράφετε, όχι συμμορφούμενοι πρός τάς οδηγίας μου,
αλλά εμπνεόμενοι εις τήν προσωπικήν σας πίστιν από τήν γνώσιν τών
πραγμάτων.
………………………..
………………………..
Τελικώς,
θά νικήσωμεν. Καί θέλω, φεύγοντες από τήν αιθουσαν αυτήν, νά πάρετε
μαζί σας όλην τήν δική μου απόλυτη βεβαιότητα ότι θά νικήσωμεν. Εν
τούτοις, πρέπει νά σάς επαναλάβω ό,τι επισημότερον διεκήρυξα από τήν
πρώτην στιγμήν. Η Έλλάς
δέν πολεμά διά τήν νίκην. Πολεμά διά τήν Δόξαν. Καί διά τήν τιμήν της.
Έχει υποχρέωσιν πρός τόν εαυτόν της νά μείνη αξία τής ιστορίας της.
Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ 1940-1941
(«Μαρτυρίες ’40-‘41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 47)
Ο θάνατος τού Ιω. Μεταξά
Πιστεύω
ειλικρινώς, ότι η μοίρα τής ζωής υπήρξε πολύ ευμενής διά τόν Ιω.
Μεταξά μέ τόν πρόωρον θάνατόν του. Τού επεφύλαξε μίαν έξοδον από τήν
ζωήν μέ γενικήν αναγνώρισιν τής προσωπικότητός του. Είχεν εγκαταστήσει
μίαν Δικτατορίαν καί τήν κατηύθυνεν πρός τήν επιβολήν ενός ιδιορρύθμου
φασισμού. Καί ο θάνατός του τόν έσωσεν από τάς περιπετείας πού είναι
συνυφασμέναι μέ τόν τερματισμόν τών οιωνδήποτε δικτατοριών. Αυτός όμως
απέθανεν εγκαίρως, μέ τήν δόξαν τής αξιοπρεπούς καί επιτυχούς
διεξαγωγής ενός πολέμου. Άλλη, βέβαια, υπήρξεν η τύχη τής Ελλάδος μέ
τόν άκαιρον θάνατόν του. Μετά τόν θάνατον τού Ιω. Μεταξά, επηκολούθησε
χάος. Συναγωνιζόμεναι μεταξύ των διά τήν πρώτην θέσιν τής ευθύνης, αι
ιδικαί μας μωρίαι, η ακυβερνησία καί η αχαριστία τών ισχυρών τής εποχής,
μάς εστέρησαν τού καρπού τής νίκης, πού εδικαιούμεθα. Δι' όλους αυτούς
τούς λόγους, ισχυρίζομαι ότι ο θάνατος τού Ιω. Μεταξά, τήν στιγμήν
όπου συνέβη, υπήρξε δι' αυτόν προσωπικώς ο καλύτερος πού θά ηδύνατο νά
ελπίση οιοσδήποτε πρωτοστάτης τής διακυβερνήσεως ενός τόπου. Αντιθέτως,
διά τήν Ελλάδα, ο θάνατός του, τήν στιγμήν όπου επήλθεν, υπήρξε τραύμα
βαρύτατον, τά αποτελέσματα τού οποίου, ακόμη καί σήμερον, πληρώνομεν.
Στέφανος Ιω. Πεσµαζόγλου
Εκδότης εφ. Η «Πρωία»
(«Μαρτυρίες ’40-‘41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 162)
http://www.greece.org/main/index.php?option=com_content&view=article&id=129&Itemid=134
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου