Το φαινόμενο των ευεργεσιών απόκτησε στον Ηπειρωτικό χώρο ιδιαίτερες
διαστάσεις που όμοιές της δεν εμφανίσθηκαν σε κανένα άλλο σημείο της
Ελλάδας. Δεν ήταν μόνο ο μεγάλος αριθμός των ευεργετών και των
ευεργεσιών αλλά και η ποιότητα και το όραμα των σχεδίων τους που
προσδίδουν μια ξεχωριστή αίγλη στους Ηπειρώτες ευεργέτες. Οι Ηπειρώτες
αυτοί που έζησαν και πρόκοψαν σε κάποια βαλκανική, ανατολική ή
κεντροευρωπαϊκή χώρα ακόμα και στην Αίγυπτο, δεν λησμόνησαν ούτε τις
ρίζες τους ούτε τους ανθρώπους τους. Η ηπειρωτική αποδημία κράτησε
ολόκληρη την περίοδο της Τουρκοκρατίας αλλά και αργότερα γεμίζοντας κατ’
αυτό τον τρόπο τις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού με δραστήριους
ανθρώπους που είχαν οικονομικές φιλοδοξίες αλλά και εθνικά οράματα.
Στους λόγους της αποδημίας θα πρέπει να τονίσουμε όχι μόνο την
τοπογεωγραφία της Ηπείρου που σίγουρα περιόριζε τις οικονομικές
δραστηριότητες αλλά θα πρέπει να σταθούμε και στο ζωηρό εμπορικό πνεύμα
που διέκρινε ανέκαθεν τον Ηπειρώτη και την τάση του για αναζήτηση
καλύτερων συνθηκών διαβίωσης. Αυτή η αγάπη του Ηπειρώτη για την αλλαγή,
για το ταξίδι στο άγνωστο και οι ελκυστικές προκλήσεις που πρόσφεραν οι
μακρινές και άγνωστες χώρες δεν στέρησαν σε καμία των περιπτώσεων τους
δεσμούς του ανθρώπου από τον τόπο του την γενέτειρα.
Οι ευεργεσίες ξεκίνησαν χρονικά από τα τέλη του 16ου αιώνα, χωρίς να αποκλείονται και κάποιες προηγούμενες ατομικές προσπάθειες. Από την εποχή αυτή οι Ηπειρώτες της Βενετίας και σταδιακά οι απόδημοι της Ρωσίας, της Αιγύπτου, της Ρουμανίας και άλλων περιοχών αρχίζουν να προσφέρουν μεγάλα ποσά για την ανασυγκρότηση και ανακούφιση της ταλαίπωρης πατρίδας τους. Οι ευεργεσίες αποτέλεσαν κατά την Τουρκοκρατία τις μοναδικές πηγές που συντηρούσαν και ενίσχυαν την πνευματική, οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της περιοχής. Οι στόχοι των ευεργετών αυτών — που όπως είναι γνωστό δεν περιορίστηκαν στα στενά όρια της Ηπείρου — ήταν πιο αναλυτικά:
Α) Η ενίσχυση των ορθόδοξων εκκλησιών που αποτελούσαν τον βασικό πυρήνα δημιουργίας και διατήρησης της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης των υπόδουλων.
Β) Η ανάπτυξη της εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες με την ίδρυση και συντήρηση σχολείων, τον διορισμό ικανών δασκάλων, την χορήγηση υποτροφιών σπονδών και με την έκδοση βιβλίων.
Γ) Η θεραπεία κοινωνικών αναγκών όπως ήταν η ενίσχυση των φτωχών οικογενειών της Ηπείρου, το προίκισμα των άπορων κοριτσιών, η αποφυλάκιση ανθρώπων που είχαν φυλακιστεί λόγω χρεών, η ενίσχυση και η ίδρυση ορφανοτροφείων, πτωχοκομείων και νοσοκομειακών ιδρυμάτων.
Δ) Η κατασκευή έργων κοινής ωφέλειας όπως γεφυριών, υδραγωγείων κ.α.
Ε) Η οικονομική και ηθική στήριξη των ελληνικών — ηπειρωτικών κοινοτήτων και παροικιών του εξωτερικού που αποτελούσαν τους πόλους για την περαιτέρω ανάπτυξη της δραστηριότητας των αποδήμων σε όλους τους τομείς και συντελούσαν στην ανάδειξη και ενδυνάμωση της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων.
Ξεκινώντας την ανάλυση και παρουσίαση των δραστηριοτήτων των Ηπειρωτών ευεργετών θα πρέπει να κάνουμε μια ειδική αναφορά στους έλληνες αποδήμους στη Ρωσία. Η ηπειρωτική κοινότητα ήταν ευάριθμη και οικονομικά πολύ ισχυρή. Οι Ηπειρώτες που ήταν συγκεντρωμένοι κυρίως στη Μόσχα, την Οδησσό, τη Νίζνα και την Πετρούπολη θα αποκτήσουν τεράστιες περιουσίες κατά τα τέλη τον 18ου αιώνα και θα ξεκινήσουν μια μεγάλη προσπάθεια για την τόνωση της πνευματικής ζωής της Ηπείρου και των υπόλοιπων ελληνικών περιοχών καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Επιπλέον θα δραστηριοποιηθούν έντονα για την εθνική αποκατάσταση των Ελλήνων και θα πρωτοστατήσουν στις επαναστατικές κινήσεις που γεννήθηκαν στη Ρωσική Αυτοκρατορία με στόχο την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού στην Ελλάδα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι δύο από τους τρεις ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας το 1814 στην Οδησσό ήταν Ηπειρώτες (Α. Τσακάλωφ και Ν. Σκουφάς), ενώ τα αξιολογότερα μέλη των Ηπειρωτών αποδήμων οργανώθηκαν γύρω από το νέο φορέα του ελληνισμού πολύ γρήγορα.
Οι αδελφοί Ζωσιμάδες, οι έξι αυτοί Ηπειρώτες από το ορεινό Γραμμένο που το όνομά τους κατέστη συνώνυμο με την αναζωογόνηση της εκπαίδευσης στην Ελλάδα, ήταν εγκατεστημένοι στη Νίζνα και στο Λιβόρνο της Ιταλίας και επένδυσαν τα τεράστια κέρδη τους από τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες στην εκπαίδευση. Με δικά τους χρήματα ιδρύθηκε το 1828 η «Ζωσιμαία Σχολή» στα Ιωάννινα που αποτέλεσε πραγματικό φυτώριο για την ανάδειξη πολλών νέων επιστημόνων που πρόσφεραν τις γνώσεις τους στην Ήπειρο και το Ελληνικό Κράτος. Η «Ζωσιμαία» θα αγκαλιάσει ολόκληρη την φιλομαθή νεολαία της Ηπείρου αλλά και της Αλβανίας με αποτέλεσμα πολλοί από τους πρωταγωνιστές αργότερα στην αλβανική εθνική αφύπνιση να έχουν λάβει καλή ελληνική παιδεία. Οι εκατοντάδες απόφοιτοί της διέπρεψαν σε όλους τους τομείς της επιστήμης και ανέπτυξαν μεγάλη και ποικίλη δράση σε ολόκληρη την Ελλάδα. Με δαπάνη των Ζωσιμάδων εξάλλου χτίστηκε το κτίριο του Νομισματικού Μουσείου στην Αθήνα, το Ορφανοτροφείο Πατρών και χρηματοδοτήθηκαν οι εκδοτικές προσπάθειες του Αδαμάντιου Κοραή. Το εθνικό τους έργο συνεχίστηκε με την εκπροσώπηση στην Ιταλία των συμφερόντων της Ιονίου Πολιτείας και με την ενίσχυση των ταμείων του πρώιμου αυτού νεοελληνικού κρατικού μορφώματος. Για την προσφορά τους μάλιστα αυτή τιμήθηκαν ως επίτιμα μέλη της Ιονίου Γερουσίας. Οι Ζωσιμάδες ενίσχυσαν εξάλλου με μεγάλα χρηματικά ποσά τις επαναστατικές κινήσεις του Αλέξανδρου Υψηλάντη στις Παραδουνάβιες χώρες και αργότερα στην Πελοπόννησο. Οι διαθήκες τους συντέλεσαν στην συντήρηση και ανάπτυξη των εκπαιδευτικών και κοινωνικών στόχων που είχαν θέσει σε ολόκληρη τη ζωή τους και το έργο τους αποτέλεσε παράδειγμα για πολλούς Ηπειρώτες εμπόρους που έσπευσαν να τους μιμηθούν και να ιδρύσουν σχολεία και άλλα κοινωφελή ιδρύματα όπως για παράδειγμα η ίδρυση της «Καπλανείου Σχολής» από τους αδερφούς Μάνθο και Ζώη Καπλάνη στα Γιάννενα.
Στον χώρο της παιδείας θα δραστηριοποιηθούν πάμπολλοι Ηπειρώτες έμποροι, οι οποίοι εκτός από τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους διέθεταν και όραμα που συχνά ξεπερνούσε την εποχή τους. Το παράδειγμα του Ιωάννη Δομπόλη είναι ενδεικτικό. Ο έμπορος αυτός από τα Κούρεντα Ιωαννίνων μπορεί να θεωρηθεί ως ο πρώτος ιδρυτής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χάρη στην στενή φιλία του με τον Καποδίστρια και το θαυμασμό που έτρεφε για τον πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας, κληροδότησε ολόκληρη την περιουσία του με σκοπό την ίδρυση «Καποδιστριακού Πανεπιστημίου». Ο Δομπόλης μάλιστα βάσει της διαθήκης του είχε την φιλοδοξία να γίνονται κάθε χρόνο δεκτοί φοιτητές από την Ήπειρο σε ποσοστό ως και το μισό του συνολικού αριθμού των φοιτητών του ιδρύματος. Το πρώτο παρθεναγωγείο στον ηπειρωτικό χώρο οφείλεται σε μια ιδέα των Ζαγορίσιων αδελφών Ριζάρη, οι οποίοι θα επηρεαστούν έντονα από τις εξελίξεις στην Ευρώπη και θα προωθήσουν την εκπαίδευση των κοριτσιών. Παράλληλα θα μεριμνήσουν για την ανώτερη μόρφωση των κληρικών και για το σκοπό αυτό ίδρυσαν το 1843 στην Αθήνα Ανώτατη Ιερατική Σχολή που έλαβε το όνομά τους («Ριζάρειος»).
Σημαντική και πρωτοποριακή για τα δεδομένα της εποχής μπορεί να χαρακτηριστεί και η κοινωφελής δραστηριότητα μιας σειράς Ηπειρωτών ευεργετών που συνέβαλαν στην οικονομική ανόρθωση και οργάνωση του νεοσύστατου ελληνικού βασιλείου μετά το 1830. Τα μεγάλα πνευματικά ιδρύματα που κοσμούν την Αθήνα είναι αποτέλεσμα της φιλοπατρίας των Ηπειρωτών. Παράλληλα με τα χρήματα που διέθεσαν για εκπαιδευτικούς σκοπούς, κληροδότησαν επίσης μεγάλα ποσά για την ανάπτυξη του τόπου και σε άλλους τομείς. Ο Γεώργιος Σταύρος συμμετείχε ενεργά στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Ελλάδας ολόκληρο το β’ μισό του 19ου αιώνα. Η ίδρυση από τον Σταύρου ενός μεγάλου τραπεζικού-πιστωτικού ιδρύματος ώθησε την οικονομική ζωή της Ελλάδας προς την εξέλιξη και αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες βάσεις ανάπτυξης του εμπορίου. Επιπλέον η δράση του συνεχίστηκε με την ανέγερση νοσοκομείων, οικοτροφείων και γηροκομείων στην πατρίδα του τα Γιάννενα. Με τους ίδιους στόχους ο Δημήτριος Ζέρβας θα προχωρήσει στην ίδρυση ναυτικής σχολής και χειροτεχνικών σχολών που έδωσαν μια νέα δυναμική στην τεχνική εκπαίδευση που ήταν πολύ αναγκαία για την ταχύτερη ανάπτυξη του ελληνικού κράτους.
Μια ιδιαίτερη κατηγορία ευεργετών αποτελούν εκείνοι οι Ηπειρώτες —κυρίως με καταγωγή από το Μέτσοβο — που δραστηριοποιήθηκαν στην Αίγυπτο από την εποχή του Μωχάμεντ Αλί και μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Ο Μιχαήλ Τοσίτσας κατάφερε να σχηματίσει με κολοσσιαία περιουσία το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, την οποία και διέθεσε για κοινωφελή ιδρύματα στο Μέτσοβο, την Αθήνα και την Αλεξάνδρεια. Ο Τοσίτσας θα φανερώσει μια άλλη πτυχή της ευεργεσίας όταν θα δαπανήσει πολλά χρήματα για να εξασφαλίσει την απελευθέρωση γυναικόπαιδων που είχαν πουληθεί σε σκλαβοπάζαρα στην Αίγυπτο. Παρόμοια, ο Νικόλαος Στουρνάρας κληροδότησε τεράστια ποσά χάρη στα οποία και με βάση τη διαθήκη του οργανώθηκε το Πολυτεχνείο Αθηνών σε ευρωπαϊκά πρότυπα γεγονός που φανερώνει την ευρυμάθεια και την ενημέρωση που είχαν οι άνθρωποι αυτοί για τις παιδευτικές καινοτομίες που έρχονταν από τη Δύση αλλά συγχρόνως και τη γνώση των αναγκών που είχε το νεαρό Βασίλειο. Ο Γεώργιος Αβέρωφ θα φροντίσει με τη σειρά του για την θεμελίωση του Καλλιμάρμαρου Σταδίου στο οποίο έγιναν το 1896 οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες, την επέκταση του Πολυτεχνείου, την δημιουργία κτιρίου για τη Σχολή Ευελπίδων κ.α. Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει στην αγορά του περίφημου θωρηκτού «Αβέρωφ» που 12 χρόνια μετά το θάνατο του Μετσοβίτη ευεργέτη θα λάβει μέρος στους βαλκανικούς πολέμους χάρη στους οποίους απελευθερώθηκε η πατρίδα του η Ήπειρος.
Η Βόρεια Ήπειρος γέννησε σημαντικούς ευεργέτες που με ιδιαίτερη θέρμη προώθησαν την εκπαίδευση στην περιοχή. Στην Ήπειρο και την Αλβανία από τα μέσα του 19ου αιώνα εκδηλώνεται μια σταθερή οικονομική πρόοδος. Οι εμπορικές συναλλαγές σταθεροποιούνται και επεκτείνονται σε ολόκληρη την περιοχή από την Αδριατική ως την Κωνσταντινούπολη ιδίως από το 1850 και εξής. Η επίκαιρη θέση της Βόρειας Ηπείρου — ιδιαιτέρως της Κοριτσάς — ως σταυροδρόμι στο διαμετακομιστικό εμπόριο ανάμεσα στην Αυστρία και την Ιταλία αφενός και την Ήπειρο, τη Μακεδονία και την περιοχή της Κωνσταντινούπολης αφετέρου, αποτελεί ουσιαστικό παράγοντα διαμόρφωσης της οικονομικής ζωής. Δίνεται έτσι η δυνατότητα στους δραστήριους Έλληνες εμπόρους της περιοχής να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους σε ολόκληρη την έκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Βορειοηπειρώτες έχοντας ως εμπορικό άξονα την πόλη της Κοριτσάς συναλλάσσονται με την Αγγλία, τη Γαλλία, την Ελβετία, την Ολλανδία και με τις άλλες περιοχές της Αυτοκρατορίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι εξαιτίας του μεγάλου όγκου των εμπορικών συναλλαγών με τη Βρετανία, στην Κοριτσά λειτούργησε υποπροξενείο για τέσσερα χρόνια (1858-1862). Μάλιστα, έγιναν προσπάθειες για τη σύσταση και εμπορικού δικαστηρίου και Τράπεζας με πρωτοβουλία του υποπρόξενου της Βρετανίας Georgevitch, οι οποίες όμως απέτυχαν.
Η νέα αστική τάξη που διαμορφώθηκε στην Κοριτσά, το Αργυρόκαστρο, το Δέλβινο, τη Μοσχόπολη και στις άλλες πόλεις της περιοχής πέτυχε μέσω της οικονομικής προόδου να συνδράμει το έργο της εκπαίδευσης των Ελλήνων της περιοχής, να βοηθήσει στην πολιτισμική ανάταση των κατοίκων και να ενισχύσει την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ιδιαίτερα θα συμβάλει στην οικονομική και πολιτισμική αυτή ανανέωση η έκδοση του Χάτι Χουμαγιούν το 1856 που παραχωρούσε σημαντικά δικαιώματα στις εθνότητες της Αυτοκρατορίας. Τα εμβάσματα των Ελλήνων της διασποράς, εκείνων δηλ. που είχαν πλουτίσει από τις εμπορικές δραστηριότητες που ανέπτυξαν στα Βαλκάνια, την Κεντρική Ευρώπη και τη Ρωσία, αποτέλεσαν την βασική πηγή χρηματοδότησης της εκπαιδευτικής διαδικασίας στην περιοχή. Οι ίδιοι αυτοί οι έμποροι θα κατανοήσουν σύντομα τη σημασία της διαμόρφωσης μιας εθνικής παιδείας στα πλαίσια της προσπάθειας για την εθνική αποκατάσταση και ενώ οι βαλκανικοί εθνικισμοί γίνονται περισσότερο αισθητοί παρά ποτέ. Ειδικότερα με την όξυνση του Ανατολικού Ζητήματος από το 1878 και εξής, η ελληνική εκπαίδευση θα προσλάβει σημαίνουσα βαρύτητα στον Βορειοηπειρωτικό χώρο και στον αγώνα του Ελληνισμού απέναντι τόσο στο Νεοτουρκισμό που θα εκδηλωθεί το 1908 όσο και στην αφυπνισμένη αλβανική εθνική Κίνηση.
Ο Γεώργιος Σίνας με καταγωγή από τη Μοσχόπολη, γόνος μιας πανίσχυρης οικονομικά οικογένειας που είχε δημιουργήσει περιουσία στην Αυστροουγγαρία στα τέλη του 18ου αιώνα και είχε ενταχθεί επιτυχημένα στην ντόπια αριστοκρατία, συνέχισε την εμπορική αλλά και την αγαθοεργή δράση των προγόνων του. Η οικογένεια Σίνα είχε εγκατασταθεί από τα μέσα του 19ου αιώνα στη Βιέννη, είχε δραστηριοποιηθεί έντονα στο εμπόριο αλλά και στις εθνικές αναζητήσεις της ελληνικής ομογένειας, η οποία ήταν εξαιρετικά ευαίσθητη στα κελεύσματα του ευρωπαϊκού διαφωτισμού και πρωτοπόρα στην ανανέωση της ελληνικής παιδείας. Ο Γεώργιος Σίνας είχε εμπορικές επιχειρήσεις αλλά και βιομηχανίες νημάτων, χαρτοποιίες, σιδηροδρομικές και ακτοπλοϊκές εταιρίες, τράπεζα κ.ά. Από το 1833 μάλιστα ο Σίνας διατέλεσε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Βιέννη και το 1842 ίδρυσε το Αστεροσκοπείο Αθηνών με δικά του έξοδα. Με τη διαθήκη του το 1856 φρόντισε να ενισχύσει την ελληνική κοινότητα Βιέννης και τα σχολεία της με σημαντικά ποσά. Ο διάδοχος του Σίμων Σίνας ο Νεώτερος, κληρονόμος μιας αμύθητης περιουσίας αλλά και έντονης φιλοπατρίας, προχώρησε στη χορήγηση ενός μεγάλου ποσού για την δημιουργία του κτιρίου της Ακαδημίας Αθηνών. Με δικές του δαπάνες αποκαταστάθηκε το κτίριο του Αστεροσκοπείου Αθηνών που είχε θεμελιώσει ο πατέρας του, ανοικοδομήθηκε η ορθόδοξη εκκλησία της Αγίας Τριάδας στη Βιέννη, και αποπερατώθηκε ο Μητροπολιτικός Ναός Αθηνών. Αλλά και στην Αυστρία και την Ουγγαρία ο Σίνας χορήγησε μεγάλα ποσά για την ενίσχυση της Παιδείας (κυρίως σε εμπορικές, καλλιτεχνικές σχολές και στην Ακαδημία της Βουδαπέστης) συνεχίζοντας έτσι την παράδοση των ελλήνων ευεργετών που φρόντιζαν και για τις χώρες όπου δραστηριοποιούνταν και πλούτιζαν. Ο Σίνας υπήρξε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Βιέννη από το 1856 διαδεχόμενος τον πατέρα του και από το 1858 πρεσβευτής της Ελλάδας στη Βιέννη, το Μόναχο και το Βερολίνο ως το 1864.
Σημαντική υπήρξε η παρουσία των Ζωγράφειων Σχολείων στο μικρό χωριό Κεστοράτι, κοντά στο Αργυρόκαστρο. Η πλούσια οικογένεια των Ζωγράφων πρόσφεραν στην γενέτειρά τους εκπαιδευτικά ιδρύματα υψηλού επιπέδου, ισάξια με εκείνα των άλλων μεγάλων κέντρων του υπόδουλου Ελληνισμού (Κων/πολη, Σμύρνη, Θεσσαλονίκη κ.α.). Με δαπάνες του Χρηστάκη Ζωγράφου ιδρύθηκαν δύο διδασκαλεία αρρένων και θηλέων που προετοίμαζαν εκτός των άλλων δασκάλους για τα αλληλοδιδακτικά σχολεία της περιοχής. Την σημασία των διδασκαλείων τόσο στην εκπαίδευση των Ελλήνων όσο και στην προετοιμασία νέων δασκάλων επισήμαιναν συχνά και ο Ελληνικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Κων/πολης και ο Ηπειρωτικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος της Κων/πολης τονίζοντας ιδιαίτερα την σημασία που είχε για το έθνος η παρεχόμενη παιδεία.
Ο Απόστολος Αρσάκης έζησε και έκανε περιουσία στη Ρουμανία όπου και κατάφερε το 1860 να αναδειχθεί και Υπουργός Εξωτερικών. Παρόλη την πολυσχεδή ενασχόλησή του ο Χοταχόβα ευεργέτης δεν λησμόνησε την πατρίδα του. Ένα σημαντικότατο μέρος της περιουσίας του το διέθεσε για την ενίσχυση της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας Αθηνών και για την ίδρυση των περίφημων σχολείων που έφεραν το όνομά του.
Από τη Βόρεια Ήπειρο (Άνω Λάμποβο) κατάγονταν και οι Αφοί Ζάππα. Τα εκπαιδευτήρια που φέρουν το όνομά τους στη Βόρεια Ήπειρο, στη Θράκη και στην Κωνσταντινούπολη εντάσσονται στην προσπάθεια για τόνωση των γραμμάτων. Το κληροδότημα του Κωνσταντίνου Ζάππα έδωσε τη δυνατότητα να χτιστούν πάμπολλα εκπαιδευτήρια στο Λάμποβο, στο Δέλβινο, στην Πρεμετή, στη Δρόβιανη και στη Νίβανη, Οι Ζάππα προώθησαν εξάλλου την ιδέα της βιομηχανικής ανάπτυξης της Ελλάδας και την Τεχνική εκπαιδευτική κατάρτιση, ενώ μεγάλα χρηματικά ποσά κατατέθηκαν στην «Εθνική Τράπεζα» με σκοπό την εκπαίδευση των νέων σε γεωργικές σχολές και για την έκδοση σύγχρονων γεωργικών εγχειριδίων, Στους στόχους τους εξάλλου ήταν η αναγέννηση της ολυμπιακής ιδέας και με δικά τους έξοδα ιδρύθηκε το «Ζάππειο Μέγαρο» με σκοπό την ενίσχυση των εμπορικών ανταλλαγών στην Αθήνα. Η περιουσία του Ζάππα ήταν τεράστια και η κληροδότησή της εξ ολοκλήρου στην Ελλάδα προκάλεσε ένα τεράστιο νομικό ζήτημα που προσέλαβε το 1892 μεγάλες και απρόβλεπτες διπλωματικές διαστάσεις. Η ρουμανική κυβέρνηση επιζητούσε να παραμείνει στη Ρουμανία το μισό της περιουσίας του έλληνα ευεργέτη βάσει της νέας νομοθεσίας της χώρας. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την αντίδραση της Ελλάδας σε μια εποχή μάλιστα που κορυφώνονταν οι προπαγανδιστικές δραστηριότητες των Ρουμάνων στην Μακεδονία με σκοπό τον προσηλυτισμό των Βλάχων. Οι Ρουμάνοι εξαπέλυσαν κύμα διώξεων εις βάρος των Ελλήνων που ζούσαν στη χώρα και μόνο μετά από μια πενταετία αποκαταστάθηκαν οι ελληνορουμανικές σχέσεις.
Στην νοτιοανατολική Αλβανία η Κοριτσά αποτελεί από τα μέσα του αιώνα το εκπαιδευτικό κέντρο ολόκληρης της περιοχής. Χάρη στη βοήθεια των ελλήνων εμπόρων από την Αίγυπτο ανασυστάθηκε το σχολείο της πόλης το 1836 και κλήθηκαν δάσκαλοι της αλληλοδιδακτικής μεθόδου. Χαρακτηριστική για τη σημασία που έδιναν οι Κοριτσαίοι στην εκπαίδευση είναι και το γεγονός της ίδρυσης ενός κοινοτικού ταμείου για την εκπαίδευση, του «Λάσσου», όπου οι πλούσιοι έμποροι αλλά και οι υπόλοιποι κάτοικοι κατέθεταν τις οικονομίες τους για τη συντήρηση και ενίσχυση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της πόλης. Η Κοριτσά όμως στάθηκε και πρωτοπόρος στην εκπαίδευση καθώς από το 1857 και μετά λειτουργεί Παρθεναγωγείο, ένα από τα πρώτα στην περιοχή της Ηπείρου. Το 1889 ο Κοριτσαίος έμπορος Ιωάννης Μπάγκας, ο οποίος είχε δραστηριοποιηθεί επιχειρηματικά στην Αίγυπτο, τη Ρουμανία και την Αθήνα, πρόσφερε στην ελληνική κυβέρνηση το σύνολο της περιουσίας του. Ο Μπάγκας που τα προηγούμενα χρόνια συντηρούσε όπως και οι άλλοι Κοριτσαίοι έμποροι, το κοινοτικό ταμείο του «Λάσσου», εκτός από τα ποσά που διέθεσε για το ελληνικό βασίλειο υποστήριξε την ίδρυση Ελληνικού γυμνασίου στην πατρίδα του με σημαντικά υψηλή ετήσια τροφεία. Παρόμοια δαπάνη προέβλεψε και για τους Κοριτσαίους που θα φοιτούσαν στη Ριζάρειο Σχολή Αθηνών. Λίγα χρόνια αργότερα και χάρη στις ευεργεσίες του Αναστάσιου Αβραμίδη-Λιάκτση και του Ναούμ Κωνσταντίνου λειτουργεί μεγάλη αστική σχολή. Η περίπτωση του Αναστάσιου Αβραμίδη-Λιάκτση παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο Κοριτσαίος αυτός έμπορος που ζούσε και εργαζόταν στο Βουκουρέστι, είχε έρθει σε επαφή με την ευάριθμη αλβανική παροικία και ως το 1884 μετείχε σε ρουμανοβλαχικό σύλλογο από τον οποίο προήλθε η αλβανική εθνική κίνηση Dritta. Οι Αλβανοί του Βουκουρεστίου επεδίωξαν να πείσουν τον Λιάκτση να διαθέσει την περιουσία του για την ίδρυση αλβανικού σχολείου στην πόλη. Ύστερα από έναν ευρύ κύκλο συζητήσεων και επαφών ο Λιάκτσης αποφάσισε να χορηγήσει το κληροδότημά του στην ελληνική κοινότητα για τη συντήρηση και λειτουργία των σχολείων και άλλων κοινωφελών ιδρυμάτων στην Κοριτσά. Η δράση του Λιάκτση παρόλο που δεχόταν ισχυρές πιέσεις από τους «αλβανίζοντες» κύκλους του Βουκουρεστίου, προσέλαβε στο τέλος καθαρά ελληνικές εθνικές κατευθύνσεις σε μια περίοδο ιδιαίτερα έντονων εθνικών ζυμώσεων στον ευρύτερο αλβανικό χώρο.
Η ελληνική εκπαίδευση στην περιοχή απέκτησε σαφή εθνικό προσανατολισμό κυρίως μετά το 1880. Στόχος είναι η ενίσχυση της εθνικής συνείδησης των κατοίκων μέσω της γλώσσας και της θρησκείας. Η εμφάνιση μετά το 1878 ενός ολοένα και εντονότερου εθνικιστικού αλβανικού ρεύματος, καθώς και οι έντονοι εθνικιστικοί ανταγωνισμοί στον βαλκανικό χώρο, στρέφουν ολόκληρη την εκπαιδευτική διαδικασία στην τόνωση του εθνικού αισθήματος των Ελλήνων. Επιπλέον, η ελληνική εκπαίδευση έχει να αντιμετωπίσει ποικίλες προκλήσεις των ξένων προπαγανδών (κυρίως αυστριακή και ιταλική) που αναπτύσσονται στον χώρο.
Συνοψίζοντας, οι ποικίλες ανάγκες για την ίδρυση, συντήρηση και λειτουργία των σχολείων στις περισσότερες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καλύπτονταν από την τοπική εκκλησία, τις κοινότητες, τους συλλόγους και από δωρεές και ευεργεσίες ομογενών. Η Κοριτσά λόγου χάριν η οποία γύρω στα 1850 κατέχει τα σκήπτρα κοινοτικού πλούτου στην Ήπειρο και στη Μακεδονία, οφείλει τη διαμόρφωση αυτής της ιδιαίτερης πραγματικότητας στον ελληνισμό της διασποράς που βρίσκεται έξω από τον συγκεκριμένο τόπο, αλλά διατηρεί με αυτόν σταθερούς δεσμούς, οι οποίοι εστιάζονται στο ιδεολογικό επίπεδο. Έτσι διατηρούν τις ευγενείς παραδόσεις, τη φιλεργία, το φιλότιμο και το δια βίου διακαή πόθο να ευεργετήσουν την ελληνική τους γενέτειρα και τα πνευματικά της ιδρύματα. Στις χώρες του εξωτερικού, όπου είναι εγκατεστημένοι, παρά το γεγονός ότι κατέχουν ρυθμιστικές και ηγετικές θέσεις στους οικονομικούς κύκλους που ανήκουν, μένουν χωρίς ιδιαίτερους δεσμούς ενσωμάτωσης, αναφομοίωτοι από το ντόπιο στοιχείο.
Βασικό στοιχείο της περιόδου 1850-1900 για την αστική τάξη της διασποράς στη Ρουμανία αποτελούσε το θέμα των κληροδοτημάτων. Τα κληροδοτήματα αυτά συνήθως περιελάμβαναν ακίνητη περιουσία, καλλιεργήσιμες εκτάσεις, εκμίσθωση γαιών. Οι πόροι αυτοί εξασφάλιζαν ένα τακτικό εισόδημα, ικανοποιητικό και συνήθως ετήσιο. Αυτοί και ίσως και κάποιοι άλλοι ιδεολογικοί παράγοντες, καθώς και η ακτινοβολία της ελεύθερης Ελλάδας λειτουργούν ως ισχυρά κίνητρα όπως προκύπτει από την προσεκτική ανάγνωση των όρων των διαθηκών τους και εκφράζουν μια γενικότερη νοοτροπία των ευεργετών.
Οι ενέργειες αυτές συνηγορούν υπέρ της γενικότερης άποψης ότι η εθνική συνείδηση η οποία αναπτύσσεται στα Βαλκάνια και στη Νοτιοανατολική Ευρώπη είναι συναρτημένη με τον πολιτισμικό πατριωτισμό. Εστιάζεται στο ιδεολογικό επίπεδο και τροφοδοτεί τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και την παρεχόμενη από αυτά παιδεία. Το κοινοτικό πνεύμα και το αίσθημα αλληλεγγύης προς το γενέθλιο τόπο συντελεί έτσι ώστε να ρυθμίζουν τις μετακινήσεις τους από τόπο σε τόπο, να συλλέγουν μεγαλύτερα κεφάλαια με σκοπό να εκπληρώσουν πληρέστερα τον εθνικό τους σκοπό. Δηλαδή τη γενική συνείδηση ταύτισης των εθνικών ιδεωδών με την πολιτισμική ακτινοβολία, καθώς και την συνείδηση της ελληνικής αστικής τάξης ότι η οικονομική της θέση δεν μπορούσε να διατηρηθεί χωρίς να αναπαραχθεί μια ειδικευμένη κοινωνική ομάδα με ευρύτερες πρακτικές οικονομικές γνώσεις και καλύτερη κλασική θεωρητική παιδεία μέσα στις συνεχώς διευρυμένες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες.
Σημείωση: Οι πάμπολλες παραπομπές και σημειώσεις της συγγραφέας δεν μεταφέρονται για λόγους ευνόητους.
Πηγή: Τα πρακτικά του ΚΒ’ Πανελληνίου Ιστορικού Συνεδρίου, που έλαβε χώρα στις 25, 26 και 27 Μαΐου του 2001.
Πηγή2: www.e-istoria.com
http://www.ideografhmata.gr/forum/viewtopic.php?f=114&t=10663
Οι ευεργεσίες ξεκίνησαν χρονικά από τα τέλη του 16ου αιώνα, χωρίς να αποκλείονται και κάποιες προηγούμενες ατομικές προσπάθειες. Από την εποχή αυτή οι Ηπειρώτες της Βενετίας και σταδιακά οι απόδημοι της Ρωσίας, της Αιγύπτου, της Ρουμανίας και άλλων περιοχών αρχίζουν να προσφέρουν μεγάλα ποσά για την ανασυγκρότηση και ανακούφιση της ταλαίπωρης πατρίδας τους. Οι ευεργεσίες αποτέλεσαν κατά την Τουρκοκρατία τις μοναδικές πηγές που συντηρούσαν και ενίσχυαν την πνευματική, οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της περιοχής. Οι στόχοι των ευεργετών αυτών — που όπως είναι γνωστό δεν περιορίστηκαν στα στενά όρια της Ηπείρου — ήταν πιο αναλυτικά:
Α) Η ενίσχυση των ορθόδοξων εκκλησιών που αποτελούσαν τον βασικό πυρήνα δημιουργίας και διατήρησης της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης των υπόδουλων.
Β) Η ανάπτυξη της εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες με την ίδρυση και συντήρηση σχολείων, τον διορισμό ικανών δασκάλων, την χορήγηση υποτροφιών σπονδών και με την έκδοση βιβλίων.
Γ) Η θεραπεία κοινωνικών αναγκών όπως ήταν η ενίσχυση των φτωχών οικογενειών της Ηπείρου, το προίκισμα των άπορων κοριτσιών, η αποφυλάκιση ανθρώπων που είχαν φυλακιστεί λόγω χρεών, η ενίσχυση και η ίδρυση ορφανοτροφείων, πτωχοκομείων και νοσοκομειακών ιδρυμάτων.
Δ) Η κατασκευή έργων κοινής ωφέλειας όπως γεφυριών, υδραγωγείων κ.α.
Ε) Η οικονομική και ηθική στήριξη των ελληνικών — ηπειρωτικών κοινοτήτων και παροικιών του εξωτερικού που αποτελούσαν τους πόλους για την περαιτέρω ανάπτυξη της δραστηριότητας των αποδήμων σε όλους τους τομείς και συντελούσαν στην ανάδειξη και ενδυνάμωση της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων.
Ξεκινώντας την ανάλυση και παρουσίαση των δραστηριοτήτων των Ηπειρωτών ευεργετών θα πρέπει να κάνουμε μια ειδική αναφορά στους έλληνες αποδήμους στη Ρωσία. Η ηπειρωτική κοινότητα ήταν ευάριθμη και οικονομικά πολύ ισχυρή. Οι Ηπειρώτες που ήταν συγκεντρωμένοι κυρίως στη Μόσχα, την Οδησσό, τη Νίζνα και την Πετρούπολη θα αποκτήσουν τεράστιες περιουσίες κατά τα τέλη τον 18ου αιώνα και θα ξεκινήσουν μια μεγάλη προσπάθεια για την τόνωση της πνευματικής ζωής της Ηπείρου και των υπόλοιπων ελληνικών περιοχών καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Επιπλέον θα δραστηριοποιηθούν έντονα για την εθνική αποκατάσταση των Ελλήνων και θα πρωτοστατήσουν στις επαναστατικές κινήσεις που γεννήθηκαν στη Ρωσική Αυτοκρατορία με στόχο την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού στην Ελλάδα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι δύο από τους τρεις ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας το 1814 στην Οδησσό ήταν Ηπειρώτες (Α. Τσακάλωφ και Ν. Σκουφάς), ενώ τα αξιολογότερα μέλη των Ηπειρωτών αποδήμων οργανώθηκαν γύρω από το νέο φορέα του ελληνισμού πολύ γρήγορα.
Οι αδελφοί Ζωσιμάδες, οι έξι αυτοί Ηπειρώτες από το ορεινό Γραμμένο που το όνομά τους κατέστη συνώνυμο με την αναζωογόνηση της εκπαίδευσης στην Ελλάδα, ήταν εγκατεστημένοι στη Νίζνα και στο Λιβόρνο της Ιταλίας και επένδυσαν τα τεράστια κέρδη τους από τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες στην εκπαίδευση. Με δικά τους χρήματα ιδρύθηκε το 1828 η «Ζωσιμαία Σχολή» στα Ιωάννινα που αποτέλεσε πραγματικό φυτώριο για την ανάδειξη πολλών νέων επιστημόνων που πρόσφεραν τις γνώσεις τους στην Ήπειρο και το Ελληνικό Κράτος. Η «Ζωσιμαία» θα αγκαλιάσει ολόκληρη την φιλομαθή νεολαία της Ηπείρου αλλά και της Αλβανίας με αποτέλεσμα πολλοί από τους πρωταγωνιστές αργότερα στην αλβανική εθνική αφύπνιση να έχουν λάβει καλή ελληνική παιδεία. Οι εκατοντάδες απόφοιτοί της διέπρεψαν σε όλους τους τομείς της επιστήμης και ανέπτυξαν μεγάλη και ποικίλη δράση σε ολόκληρη την Ελλάδα. Με δαπάνη των Ζωσιμάδων εξάλλου χτίστηκε το κτίριο του Νομισματικού Μουσείου στην Αθήνα, το Ορφανοτροφείο Πατρών και χρηματοδοτήθηκαν οι εκδοτικές προσπάθειες του Αδαμάντιου Κοραή. Το εθνικό τους έργο συνεχίστηκε με την εκπροσώπηση στην Ιταλία των συμφερόντων της Ιονίου Πολιτείας και με την ενίσχυση των ταμείων του πρώιμου αυτού νεοελληνικού κρατικού μορφώματος. Για την προσφορά τους μάλιστα αυτή τιμήθηκαν ως επίτιμα μέλη της Ιονίου Γερουσίας. Οι Ζωσιμάδες ενίσχυσαν εξάλλου με μεγάλα χρηματικά ποσά τις επαναστατικές κινήσεις του Αλέξανδρου Υψηλάντη στις Παραδουνάβιες χώρες και αργότερα στην Πελοπόννησο. Οι διαθήκες τους συντέλεσαν στην συντήρηση και ανάπτυξη των εκπαιδευτικών και κοινωνικών στόχων που είχαν θέσει σε ολόκληρη τη ζωή τους και το έργο τους αποτέλεσε παράδειγμα για πολλούς Ηπειρώτες εμπόρους που έσπευσαν να τους μιμηθούν και να ιδρύσουν σχολεία και άλλα κοινωφελή ιδρύματα όπως για παράδειγμα η ίδρυση της «Καπλανείου Σχολής» από τους αδερφούς Μάνθο και Ζώη Καπλάνη στα Γιάννενα.
Στον χώρο της παιδείας θα δραστηριοποιηθούν πάμπολλοι Ηπειρώτες έμποροι, οι οποίοι εκτός από τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους διέθεταν και όραμα που συχνά ξεπερνούσε την εποχή τους. Το παράδειγμα του Ιωάννη Δομπόλη είναι ενδεικτικό. Ο έμπορος αυτός από τα Κούρεντα Ιωαννίνων μπορεί να θεωρηθεί ως ο πρώτος ιδρυτής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χάρη στην στενή φιλία του με τον Καποδίστρια και το θαυμασμό που έτρεφε για τον πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας, κληροδότησε ολόκληρη την περιουσία του με σκοπό την ίδρυση «Καποδιστριακού Πανεπιστημίου». Ο Δομπόλης μάλιστα βάσει της διαθήκης του είχε την φιλοδοξία να γίνονται κάθε χρόνο δεκτοί φοιτητές από την Ήπειρο σε ποσοστό ως και το μισό του συνολικού αριθμού των φοιτητών του ιδρύματος. Το πρώτο παρθεναγωγείο στον ηπειρωτικό χώρο οφείλεται σε μια ιδέα των Ζαγορίσιων αδελφών Ριζάρη, οι οποίοι θα επηρεαστούν έντονα από τις εξελίξεις στην Ευρώπη και θα προωθήσουν την εκπαίδευση των κοριτσιών. Παράλληλα θα μεριμνήσουν για την ανώτερη μόρφωση των κληρικών και για το σκοπό αυτό ίδρυσαν το 1843 στην Αθήνα Ανώτατη Ιερατική Σχολή που έλαβε το όνομά τους («Ριζάρειος»).
Σημαντική και πρωτοποριακή για τα δεδομένα της εποχής μπορεί να χαρακτηριστεί και η κοινωφελής δραστηριότητα μιας σειράς Ηπειρωτών ευεργετών που συνέβαλαν στην οικονομική ανόρθωση και οργάνωση του νεοσύστατου ελληνικού βασιλείου μετά το 1830. Τα μεγάλα πνευματικά ιδρύματα που κοσμούν την Αθήνα είναι αποτέλεσμα της φιλοπατρίας των Ηπειρωτών. Παράλληλα με τα χρήματα που διέθεσαν για εκπαιδευτικούς σκοπούς, κληροδότησαν επίσης μεγάλα ποσά για την ανάπτυξη του τόπου και σε άλλους τομείς. Ο Γεώργιος Σταύρος συμμετείχε ενεργά στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Ελλάδας ολόκληρο το β’ μισό του 19ου αιώνα. Η ίδρυση από τον Σταύρου ενός μεγάλου τραπεζικού-πιστωτικού ιδρύματος ώθησε την οικονομική ζωή της Ελλάδας προς την εξέλιξη και αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες βάσεις ανάπτυξης του εμπορίου. Επιπλέον η δράση του συνεχίστηκε με την ανέγερση νοσοκομείων, οικοτροφείων και γηροκομείων στην πατρίδα του τα Γιάννενα. Με τους ίδιους στόχους ο Δημήτριος Ζέρβας θα προχωρήσει στην ίδρυση ναυτικής σχολής και χειροτεχνικών σχολών που έδωσαν μια νέα δυναμική στην τεχνική εκπαίδευση που ήταν πολύ αναγκαία για την ταχύτερη ανάπτυξη του ελληνικού κράτους.
Μια ιδιαίτερη κατηγορία ευεργετών αποτελούν εκείνοι οι Ηπειρώτες —κυρίως με καταγωγή από το Μέτσοβο — που δραστηριοποιήθηκαν στην Αίγυπτο από την εποχή του Μωχάμεντ Αλί και μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Ο Μιχαήλ Τοσίτσας κατάφερε να σχηματίσει με κολοσσιαία περιουσία το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, την οποία και διέθεσε για κοινωφελή ιδρύματα στο Μέτσοβο, την Αθήνα και την Αλεξάνδρεια. Ο Τοσίτσας θα φανερώσει μια άλλη πτυχή της ευεργεσίας όταν θα δαπανήσει πολλά χρήματα για να εξασφαλίσει την απελευθέρωση γυναικόπαιδων που είχαν πουληθεί σε σκλαβοπάζαρα στην Αίγυπτο. Παρόμοια, ο Νικόλαος Στουρνάρας κληροδότησε τεράστια ποσά χάρη στα οποία και με βάση τη διαθήκη του οργανώθηκε το Πολυτεχνείο Αθηνών σε ευρωπαϊκά πρότυπα γεγονός που φανερώνει την ευρυμάθεια και την ενημέρωση που είχαν οι άνθρωποι αυτοί για τις παιδευτικές καινοτομίες που έρχονταν από τη Δύση αλλά συγχρόνως και τη γνώση των αναγκών που είχε το νεαρό Βασίλειο. Ο Γεώργιος Αβέρωφ θα φροντίσει με τη σειρά του για την θεμελίωση του Καλλιμάρμαρου Σταδίου στο οποίο έγιναν το 1896 οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες, την επέκταση του Πολυτεχνείου, την δημιουργία κτιρίου για τη Σχολή Ευελπίδων κ.α. Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει στην αγορά του περίφημου θωρηκτού «Αβέρωφ» που 12 χρόνια μετά το θάνατο του Μετσοβίτη ευεργέτη θα λάβει μέρος στους βαλκανικούς πολέμους χάρη στους οποίους απελευθερώθηκε η πατρίδα του η Ήπειρος.
Η Βόρεια Ήπειρος γέννησε σημαντικούς ευεργέτες που με ιδιαίτερη θέρμη προώθησαν την εκπαίδευση στην περιοχή. Στην Ήπειρο και την Αλβανία από τα μέσα του 19ου αιώνα εκδηλώνεται μια σταθερή οικονομική πρόοδος. Οι εμπορικές συναλλαγές σταθεροποιούνται και επεκτείνονται σε ολόκληρη την περιοχή από την Αδριατική ως την Κωνσταντινούπολη ιδίως από το 1850 και εξής. Η επίκαιρη θέση της Βόρειας Ηπείρου — ιδιαιτέρως της Κοριτσάς — ως σταυροδρόμι στο διαμετακομιστικό εμπόριο ανάμεσα στην Αυστρία και την Ιταλία αφενός και την Ήπειρο, τη Μακεδονία και την περιοχή της Κωνσταντινούπολης αφετέρου, αποτελεί ουσιαστικό παράγοντα διαμόρφωσης της οικονομικής ζωής. Δίνεται έτσι η δυνατότητα στους δραστήριους Έλληνες εμπόρους της περιοχής να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους σε ολόκληρη την έκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Βορειοηπειρώτες έχοντας ως εμπορικό άξονα την πόλη της Κοριτσάς συναλλάσσονται με την Αγγλία, τη Γαλλία, την Ελβετία, την Ολλανδία και με τις άλλες περιοχές της Αυτοκρατορίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι εξαιτίας του μεγάλου όγκου των εμπορικών συναλλαγών με τη Βρετανία, στην Κοριτσά λειτούργησε υποπροξενείο για τέσσερα χρόνια (1858-1862). Μάλιστα, έγιναν προσπάθειες για τη σύσταση και εμπορικού δικαστηρίου και Τράπεζας με πρωτοβουλία του υποπρόξενου της Βρετανίας Georgevitch, οι οποίες όμως απέτυχαν.
Η νέα αστική τάξη που διαμορφώθηκε στην Κοριτσά, το Αργυρόκαστρο, το Δέλβινο, τη Μοσχόπολη και στις άλλες πόλεις της περιοχής πέτυχε μέσω της οικονομικής προόδου να συνδράμει το έργο της εκπαίδευσης των Ελλήνων της περιοχής, να βοηθήσει στην πολιτισμική ανάταση των κατοίκων και να ενισχύσει την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ιδιαίτερα θα συμβάλει στην οικονομική και πολιτισμική αυτή ανανέωση η έκδοση του Χάτι Χουμαγιούν το 1856 που παραχωρούσε σημαντικά δικαιώματα στις εθνότητες της Αυτοκρατορίας. Τα εμβάσματα των Ελλήνων της διασποράς, εκείνων δηλ. που είχαν πλουτίσει από τις εμπορικές δραστηριότητες που ανέπτυξαν στα Βαλκάνια, την Κεντρική Ευρώπη και τη Ρωσία, αποτέλεσαν την βασική πηγή χρηματοδότησης της εκπαιδευτικής διαδικασίας στην περιοχή. Οι ίδιοι αυτοί οι έμποροι θα κατανοήσουν σύντομα τη σημασία της διαμόρφωσης μιας εθνικής παιδείας στα πλαίσια της προσπάθειας για την εθνική αποκατάσταση και ενώ οι βαλκανικοί εθνικισμοί γίνονται περισσότερο αισθητοί παρά ποτέ. Ειδικότερα με την όξυνση του Ανατολικού Ζητήματος από το 1878 και εξής, η ελληνική εκπαίδευση θα προσλάβει σημαίνουσα βαρύτητα στον Βορειοηπειρωτικό χώρο και στον αγώνα του Ελληνισμού απέναντι τόσο στο Νεοτουρκισμό που θα εκδηλωθεί το 1908 όσο και στην αφυπνισμένη αλβανική εθνική Κίνηση.
Ο Γεώργιος Σίνας με καταγωγή από τη Μοσχόπολη, γόνος μιας πανίσχυρης οικονομικά οικογένειας που είχε δημιουργήσει περιουσία στην Αυστροουγγαρία στα τέλη του 18ου αιώνα και είχε ενταχθεί επιτυχημένα στην ντόπια αριστοκρατία, συνέχισε την εμπορική αλλά και την αγαθοεργή δράση των προγόνων του. Η οικογένεια Σίνα είχε εγκατασταθεί από τα μέσα του 19ου αιώνα στη Βιέννη, είχε δραστηριοποιηθεί έντονα στο εμπόριο αλλά και στις εθνικές αναζητήσεις της ελληνικής ομογένειας, η οποία ήταν εξαιρετικά ευαίσθητη στα κελεύσματα του ευρωπαϊκού διαφωτισμού και πρωτοπόρα στην ανανέωση της ελληνικής παιδείας. Ο Γεώργιος Σίνας είχε εμπορικές επιχειρήσεις αλλά και βιομηχανίες νημάτων, χαρτοποιίες, σιδηροδρομικές και ακτοπλοϊκές εταιρίες, τράπεζα κ.ά. Από το 1833 μάλιστα ο Σίνας διατέλεσε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Βιέννη και το 1842 ίδρυσε το Αστεροσκοπείο Αθηνών με δικά του έξοδα. Με τη διαθήκη του το 1856 φρόντισε να ενισχύσει την ελληνική κοινότητα Βιέννης και τα σχολεία της με σημαντικά ποσά. Ο διάδοχος του Σίμων Σίνας ο Νεώτερος, κληρονόμος μιας αμύθητης περιουσίας αλλά και έντονης φιλοπατρίας, προχώρησε στη χορήγηση ενός μεγάλου ποσού για την δημιουργία του κτιρίου της Ακαδημίας Αθηνών. Με δικές του δαπάνες αποκαταστάθηκε το κτίριο του Αστεροσκοπείου Αθηνών που είχε θεμελιώσει ο πατέρας του, ανοικοδομήθηκε η ορθόδοξη εκκλησία της Αγίας Τριάδας στη Βιέννη, και αποπερατώθηκε ο Μητροπολιτικός Ναός Αθηνών. Αλλά και στην Αυστρία και την Ουγγαρία ο Σίνας χορήγησε μεγάλα ποσά για την ενίσχυση της Παιδείας (κυρίως σε εμπορικές, καλλιτεχνικές σχολές και στην Ακαδημία της Βουδαπέστης) συνεχίζοντας έτσι την παράδοση των ελλήνων ευεργετών που φρόντιζαν και για τις χώρες όπου δραστηριοποιούνταν και πλούτιζαν. Ο Σίνας υπήρξε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Βιέννη από το 1856 διαδεχόμενος τον πατέρα του και από το 1858 πρεσβευτής της Ελλάδας στη Βιέννη, το Μόναχο και το Βερολίνο ως το 1864.
Σημαντική υπήρξε η παρουσία των Ζωγράφειων Σχολείων στο μικρό χωριό Κεστοράτι, κοντά στο Αργυρόκαστρο. Η πλούσια οικογένεια των Ζωγράφων πρόσφεραν στην γενέτειρά τους εκπαιδευτικά ιδρύματα υψηλού επιπέδου, ισάξια με εκείνα των άλλων μεγάλων κέντρων του υπόδουλου Ελληνισμού (Κων/πολη, Σμύρνη, Θεσσαλονίκη κ.α.). Με δαπάνες του Χρηστάκη Ζωγράφου ιδρύθηκαν δύο διδασκαλεία αρρένων και θηλέων που προετοίμαζαν εκτός των άλλων δασκάλους για τα αλληλοδιδακτικά σχολεία της περιοχής. Την σημασία των διδασκαλείων τόσο στην εκπαίδευση των Ελλήνων όσο και στην προετοιμασία νέων δασκάλων επισήμαιναν συχνά και ο Ελληνικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Κων/πολης και ο Ηπειρωτικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος της Κων/πολης τονίζοντας ιδιαίτερα την σημασία που είχε για το έθνος η παρεχόμενη παιδεία.
Ο Απόστολος Αρσάκης έζησε και έκανε περιουσία στη Ρουμανία όπου και κατάφερε το 1860 να αναδειχθεί και Υπουργός Εξωτερικών. Παρόλη την πολυσχεδή ενασχόλησή του ο Χοταχόβα ευεργέτης δεν λησμόνησε την πατρίδα του. Ένα σημαντικότατο μέρος της περιουσίας του το διέθεσε για την ενίσχυση της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας Αθηνών και για την ίδρυση των περίφημων σχολείων που έφεραν το όνομά του.
Από τη Βόρεια Ήπειρο (Άνω Λάμποβο) κατάγονταν και οι Αφοί Ζάππα. Τα εκπαιδευτήρια που φέρουν το όνομά τους στη Βόρεια Ήπειρο, στη Θράκη και στην Κωνσταντινούπολη εντάσσονται στην προσπάθεια για τόνωση των γραμμάτων. Το κληροδότημα του Κωνσταντίνου Ζάππα έδωσε τη δυνατότητα να χτιστούν πάμπολλα εκπαιδευτήρια στο Λάμποβο, στο Δέλβινο, στην Πρεμετή, στη Δρόβιανη και στη Νίβανη, Οι Ζάππα προώθησαν εξάλλου την ιδέα της βιομηχανικής ανάπτυξης της Ελλάδας και την Τεχνική εκπαιδευτική κατάρτιση, ενώ μεγάλα χρηματικά ποσά κατατέθηκαν στην «Εθνική Τράπεζα» με σκοπό την εκπαίδευση των νέων σε γεωργικές σχολές και για την έκδοση σύγχρονων γεωργικών εγχειριδίων, Στους στόχους τους εξάλλου ήταν η αναγέννηση της ολυμπιακής ιδέας και με δικά τους έξοδα ιδρύθηκε το «Ζάππειο Μέγαρο» με σκοπό την ενίσχυση των εμπορικών ανταλλαγών στην Αθήνα. Η περιουσία του Ζάππα ήταν τεράστια και η κληροδότησή της εξ ολοκλήρου στην Ελλάδα προκάλεσε ένα τεράστιο νομικό ζήτημα που προσέλαβε το 1892 μεγάλες και απρόβλεπτες διπλωματικές διαστάσεις. Η ρουμανική κυβέρνηση επιζητούσε να παραμείνει στη Ρουμανία το μισό της περιουσίας του έλληνα ευεργέτη βάσει της νέας νομοθεσίας της χώρας. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την αντίδραση της Ελλάδας σε μια εποχή μάλιστα που κορυφώνονταν οι προπαγανδιστικές δραστηριότητες των Ρουμάνων στην Μακεδονία με σκοπό τον προσηλυτισμό των Βλάχων. Οι Ρουμάνοι εξαπέλυσαν κύμα διώξεων εις βάρος των Ελλήνων που ζούσαν στη χώρα και μόνο μετά από μια πενταετία αποκαταστάθηκαν οι ελληνορουμανικές σχέσεις.
Στην νοτιοανατολική Αλβανία η Κοριτσά αποτελεί από τα μέσα του αιώνα το εκπαιδευτικό κέντρο ολόκληρης της περιοχής. Χάρη στη βοήθεια των ελλήνων εμπόρων από την Αίγυπτο ανασυστάθηκε το σχολείο της πόλης το 1836 και κλήθηκαν δάσκαλοι της αλληλοδιδακτικής μεθόδου. Χαρακτηριστική για τη σημασία που έδιναν οι Κοριτσαίοι στην εκπαίδευση είναι και το γεγονός της ίδρυσης ενός κοινοτικού ταμείου για την εκπαίδευση, του «Λάσσου», όπου οι πλούσιοι έμποροι αλλά και οι υπόλοιποι κάτοικοι κατέθεταν τις οικονομίες τους για τη συντήρηση και ενίσχυση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της πόλης. Η Κοριτσά όμως στάθηκε και πρωτοπόρος στην εκπαίδευση καθώς από το 1857 και μετά λειτουργεί Παρθεναγωγείο, ένα από τα πρώτα στην περιοχή της Ηπείρου. Το 1889 ο Κοριτσαίος έμπορος Ιωάννης Μπάγκας, ο οποίος είχε δραστηριοποιηθεί επιχειρηματικά στην Αίγυπτο, τη Ρουμανία και την Αθήνα, πρόσφερε στην ελληνική κυβέρνηση το σύνολο της περιουσίας του. Ο Μπάγκας που τα προηγούμενα χρόνια συντηρούσε όπως και οι άλλοι Κοριτσαίοι έμποροι, το κοινοτικό ταμείο του «Λάσσου», εκτός από τα ποσά που διέθεσε για το ελληνικό βασίλειο υποστήριξε την ίδρυση Ελληνικού γυμνασίου στην πατρίδα του με σημαντικά υψηλή ετήσια τροφεία. Παρόμοια δαπάνη προέβλεψε και για τους Κοριτσαίους που θα φοιτούσαν στη Ριζάρειο Σχολή Αθηνών. Λίγα χρόνια αργότερα και χάρη στις ευεργεσίες του Αναστάσιου Αβραμίδη-Λιάκτση και του Ναούμ Κωνσταντίνου λειτουργεί μεγάλη αστική σχολή. Η περίπτωση του Αναστάσιου Αβραμίδη-Λιάκτση παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο Κοριτσαίος αυτός έμπορος που ζούσε και εργαζόταν στο Βουκουρέστι, είχε έρθει σε επαφή με την ευάριθμη αλβανική παροικία και ως το 1884 μετείχε σε ρουμανοβλαχικό σύλλογο από τον οποίο προήλθε η αλβανική εθνική κίνηση Dritta. Οι Αλβανοί του Βουκουρεστίου επεδίωξαν να πείσουν τον Λιάκτση να διαθέσει την περιουσία του για την ίδρυση αλβανικού σχολείου στην πόλη. Ύστερα από έναν ευρύ κύκλο συζητήσεων και επαφών ο Λιάκτσης αποφάσισε να χορηγήσει το κληροδότημά του στην ελληνική κοινότητα για τη συντήρηση και λειτουργία των σχολείων και άλλων κοινωφελών ιδρυμάτων στην Κοριτσά. Η δράση του Λιάκτση παρόλο που δεχόταν ισχυρές πιέσεις από τους «αλβανίζοντες» κύκλους του Βουκουρεστίου, προσέλαβε στο τέλος καθαρά ελληνικές εθνικές κατευθύνσεις σε μια περίοδο ιδιαίτερα έντονων εθνικών ζυμώσεων στον ευρύτερο αλβανικό χώρο.
Η ελληνική εκπαίδευση στην περιοχή απέκτησε σαφή εθνικό προσανατολισμό κυρίως μετά το 1880. Στόχος είναι η ενίσχυση της εθνικής συνείδησης των κατοίκων μέσω της γλώσσας και της θρησκείας. Η εμφάνιση μετά το 1878 ενός ολοένα και εντονότερου εθνικιστικού αλβανικού ρεύματος, καθώς και οι έντονοι εθνικιστικοί ανταγωνισμοί στον βαλκανικό χώρο, στρέφουν ολόκληρη την εκπαιδευτική διαδικασία στην τόνωση του εθνικού αισθήματος των Ελλήνων. Επιπλέον, η ελληνική εκπαίδευση έχει να αντιμετωπίσει ποικίλες προκλήσεις των ξένων προπαγανδών (κυρίως αυστριακή και ιταλική) που αναπτύσσονται στον χώρο.
Συνοψίζοντας, οι ποικίλες ανάγκες για την ίδρυση, συντήρηση και λειτουργία των σχολείων στις περισσότερες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καλύπτονταν από την τοπική εκκλησία, τις κοινότητες, τους συλλόγους και από δωρεές και ευεργεσίες ομογενών. Η Κοριτσά λόγου χάριν η οποία γύρω στα 1850 κατέχει τα σκήπτρα κοινοτικού πλούτου στην Ήπειρο και στη Μακεδονία, οφείλει τη διαμόρφωση αυτής της ιδιαίτερης πραγματικότητας στον ελληνισμό της διασποράς που βρίσκεται έξω από τον συγκεκριμένο τόπο, αλλά διατηρεί με αυτόν σταθερούς δεσμούς, οι οποίοι εστιάζονται στο ιδεολογικό επίπεδο. Έτσι διατηρούν τις ευγενείς παραδόσεις, τη φιλεργία, το φιλότιμο και το δια βίου διακαή πόθο να ευεργετήσουν την ελληνική τους γενέτειρα και τα πνευματικά της ιδρύματα. Στις χώρες του εξωτερικού, όπου είναι εγκατεστημένοι, παρά το γεγονός ότι κατέχουν ρυθμιστικές και ηγετικές θέσεις στους οικονομικούς κύκλους που ανήκουν, μένουν χωρίς ιδιαίτερους δεσμούς ενσωμάτωσης, αναφομοίωτοι από το ντόπιο στοιχείο.
Βασικό στοιχείο της περιόδου 1850-1900 για την αστική τάξη της διασποράς στη Ρουμανία αποτελούσε το θέμα των κληροδοτημάτων. Τα κληροδοτήματα αυτά συνήθως περιελάμβαναν ακίνητη περιουσία, καλλιεργήσιμες εκτάσεις, εκμίσθωση γαιών. Οι πόροι αυτοί εξασφάλιζαν ένα τακτικό εισόδημα, ικανοποιητικό και συνήθως ετήσιο. Αυτοί και ίσως και κάποιοι άλλοι ιδεολογικοί παράγοντες, καθώς και η ακτινοβολία της ελεύθερης Ελλάδας λειτουργούν ως ισχυρά κίνητρα όπως προκύπτει από την προσεκτική ανάγνωση των όρων των διαθηκών τους και εκφράζουν μια γενικότερη νοοτροπία των ευεργετών.
Οι ενέργειες αυτές συνηγορούν υπέρ της γενικότερης άποψης ότι η εθνική συνείδηση η οποία αναπτύσσεται στα Βαλκάνια και στη Νοτιοανατολική Ευρώπη είναι συναρτημένη με τον πολιτισμικό πατριωτισμό. Εστιάζεται στο ιδεολογικό επίπεδο και τροφοδοτεί τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και την παρεχόμενη από αυτά παιδεία. Το κοινοτικό πνεύμα και το αίσθημα αλληλεγγύης προς το γενέθλιο τόπο συντελεί έτσι ώστε να ρυθμίζουν τις μετακινήσεις τους από τόπο σε τόπο, να συλλέγουν μεγαλύτερα κεφάλαια με σκοπό να εκπληρώσουν πληρέστερα τον εθνικό τους σκοπό. Δηλαδή τη γενική συνείδηση ταύτισης των εθνικών ιδεωδών με την πολιτισμική ακτινοβολία, καθώς και την συνείδηση της ελληνικής αστικής τάξης ότι η οικονομική της θέση δεν μπορούσε να διατηρηθεί χωρίς να αναπαραχθεί μια ειδικευμένη κοινωνική ομάδα με ευρύτερες πρακτικές οικονομικές γνώσεις και καλύτερη κλασική θεωρητική παιδεία μέσα στις συνεχώς διευρυμένες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες.
Σημείωση: Οι πάμπολλες παραπομπές και σημειώσεις της συγγραφέας δεν μεταφέρονται για λόγους ευνόητους.
Πηγή: Τα πρακτικά του ΚΒ’ Πανελληνίου Ιστορικού Συνεδρίου, που έλαβε χώρα στις 25, 26 και 27 Μαΐου του 2001.
Πηγή2: www.e-istoria.com
http://www.ideografhmata.gr/forum/viewtopic.php?f=114&t=10663
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου