Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, μετάφραση Α. ΓΕΩΡΓΟΠΑΠΑΔΑΚΟΥ, εκδόσεις ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ – ΠΑΙΔΕΙΑ, Ά έκδοση 1985
Η
πρώτη στάση του Αλκιβιάδη και του Χαλκιδέα, όταν έφυγαν από τη Σπάρτη
κι έφτασαν στην Ιωνία ήταν ο Κώρυκος – στην ακτή της Μικράς Ασίας – όπου
και συναντήθηκαν με Χιώτες ολιγαρχικούς, ανθρώπους μυημένους σχετικά με
την αποστασία. Κατόπιν συνεννοήσεως, έφτασαν στη Χίο (προκαλώντας
«έκπληξη και φόβο») τη στιγμή που πραγματοποιούταν συνέλευση της βουλής,
πράγμα καθόλου τυχαίο, καθώς όλα είχαν σκηνοθετηθεί από την ντόπια
ολιγαρχία. Παρουσιάστηκαν ανενόχλητοι μπροστά στη βουλή κι ανακοίνωσαν
ότι εντός ολίγου θα καταφτάσουν κι άλλα καράβια της πελοποννησιακής
συμμαχίας: «Έτσι αποστάτησαν από τους Αθηναίους οι Χιώτες κι αμέσως
κατόπιν οι Ερυθραίοι. Ύστερα απ’ αυτά με τρία καράβια αρμένισαν τούτοι
στις Κλαζομενές και προκάλεσαν την αποστασία τους. Οι Κλαζομένιοι
πέρασαν αμέσως στην αντικρινή ηπειρωτική ακτή κι οχύρωσαν την Πολίχνη,
για να μπορούν να καταφύγουν εκεί, αν βρίσκονταν στην ανάγκη ν’ αφήσουν
το νησάκι που κατοικούσαν». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 14).
Τα νέα της Χίου προκάλεσαν στην Αθήνα μεγάλη ταραχή. Η αποστασία της
Χίου, που ήταν σπουδαία ναυτική δύναμη, δε θα μπορούσε παρά να
λειτουργήσει ενθαρρυντικά για όλους τους άλλους συμμάχους, που ήταν
αγανακτισμένοι από την αθηναϊκή ηγεμονία. Ο κίνδυνος για ανεξέλεγκτο
ντόμινο αποστασιών ήταν πλέον τόσο ορατός, ώστε αυτόματα ακυρώσανε το
νόμο που προέβλεπε ποινές για όποιον πρότεινε τη χρήση των χιλίων
ταλάντων (ποσό που φυλαγόταν σαν κόρη οφθαλμού καθ’ όλη τη διάρκεια του
πολέμου ως ύστατο οικονομικό αποκούμπι) τα οποία και ρίξανε στην αγορά
για την κατασκευή πλοίων. Ταυτόχρονα στείλανε άμεσα στη Χίο οχτώ καράβια
με αρχηγό το Στρομβιχίδη και λίγο αργότερα θα έστελναν κι άλλα δώδεκα
με την ηγεσία του Θρασυκλή. Ο Στρομβιχίδης (έφυγε από το Σπείραιο, όπου
συμμετείχε στον αποκλεισμό τον εχθρικών καραβιών μετά την εκεί αθηναϊκή
επιτυχία) έφτασε πρώτα στην Τέω και ζήτησε από τους κατοίκους να μην
προβούν σε καμία ενέργεια σε βάρος της Αθήνας, αλλά να παραμείνουν
ήσυχοι. Στην Τέω όμως κατευθύνονταν και οι αντίπαλες δυνάμεις τόσο με το
ναυτικό (ο Χαλκιδέας είχε αναχωρήσει από την Χίο με είκοσι τρία
καράβια) όσο και με το πεζικό (βάδιζαν από τη στεριά στρατιωτικές
δυνάμεις αποτελούμενες από Κλαζομενίους κι Ερυθραίους). Ο Στρομβιχίδης,
μπροστά στην ολοκάθαρη υπεροχή των εχθρών, αναγκάστηκε να υποχωρήσει στη
Σάμο κυνηγημένος από τα πλοία του Χαλκιδέα: «Όσο για το πεζικό, οι
Τήιοι στην αρχή δεν το δέχονταν στην πόλη τους, ύστερα όμως απ’ το
φευγιό των Αθηναίων άνοιξαν σ’ αυτό τις πύλες. Στην αρχή τούτοι δεν
έκαναν τίποτε περιμένοντας να γυρίσει ο Χαλκιδέας από την καταδίωξη.
Επειδή όμως αργούσε, άρχισαν, με δική τους πρωτοβουλία, να γκρεμίζουν το
τείχος το οποίο οι Αθηναίοι είχαν χτίσει προς το μέρος της στεριάς. Στο
γκρέμισμα τους βοηθούσαν και μερικοί βάρβαροι που είχαν καταφτάσει με
αρχηγό το Στάγη, υποδιοικητή του Τισσαφέρνη». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος
16).
Τώρα πια για τον Αλκιβιάδη είχε μπει το νερό στ’ αυλάκι. Η καταιγίδα
των αποστασιών είχε ξεσπάσει για τα καλά εξυπηρετώντας τα συμφέροντα της
Σπάρτης και του Τισσαφέρνη, που καραδοκούσε να επιβάλλει τους δικούς
του όρους στις πόλεις που αποχωρίζονταν την αθηναϊκή προστασία. Οι
υποσχέσεις που έδωσε στον Ένδιο πριν αποχωρήσει από τη Σπάρτη
πραγματοποιούνταν στο ακέραιο. Υπό αυτούς τους όρους το σύμφωνο με τον
Πέρση βασιλιά δε θα αργούσε, αφού πλέον η Σπάρτη δεν ήταν μόνο θεωρητικά
ο ισχυρός ρυθμιστικός παράγοντας στην Ιωνία, αλλά πρωταγωνιστούσε
αποφασιστικά δείχνοντας ξεκάθαρα ότι ήλεγχε την κατάσταση απολύτως. Κι
όσο πολλαπλασιάζονταν οι αποστασίες, τόσο ισχυροποιούταν η δύναμη της
Σπάρτης, καθώς η μεγαλύτερη απόδειξη της ισχύος είναι η αδιαπραγμάτευτη
κατάδειξη της κατωτερότητας του αντιπάλου. Κι αυτό ακριβώς πιστοποιούν
οι αποστασίες, αφού, πέρα από την ολοφάνερη στρατιωτική τους σημασία,
σηματοδοτούν την εκ νέου μοιρασιά του κόσμου σύμφωνα με τις επιθυμίες
του καινούργιου αφεντικού. Οι έννοιες απελευθέρωση, ανεξαρτησία,
αυτονομία κλπ, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η συγκάλυψη της διαδικασίας
αλλαγής αφεντικού, που πρωτίστως οφείλει να πάρει ιδεολογικές
διαστάσεις. Γιατί το νέο αφεντικό χρειάζεται και τον κόσμο με το μέρος
του, αφού αποστασίες χωρίς τον κόσμο δεν γίνονται. Κι ο κόσμος δεν
αποστατεί μονάχα υπό το καθεστώς του φόβου. Εξάλλου, ο φόβος μπορεί να
συντελέσει και στη ματαίωση της αποστασίας ως κεκτημένη ορμή προς όφελος
του αφεντικού που φεύγει. Και θα λέγαμε ότι τον πρώτο λόγο, ως προς την
άσκηση του φόβου, την έχει μάλλον το παλιό αφεντικό, αφού αυτό είναι
που τόσα χρόνια χειρίζεται τέτοιες καταστάσεις. Το νέο αφεντικό
αναγκαστικά υστερεί, γιατί πρώτα πρέπει να αποδείξει την υπεροχή του.
Κανείς δε βγαίνει απ’ το μαντρί αν δε σιγουρευτεί ότι δεν υπάρχει λύκος.
Γι’ αυτό και η νέα ισχύς χρειάζεται κάτι παραπάνω από το φόβο για να
ανατρέψει την προηγούμενη. Χρειάζεται την εμπιστοσύνη που μόνο η ελπίδα
μπορεί να γεννήσει. Χρειάζεται δηλαδή ενθουσιασμό. Ως εκ τούτου οφείλει
να δράσει απελευθερωτικά εστιάζοντας στην καταπίεση που φεύγει και ποτέ
σ’ αυτήν που έρχεται. Το ότι φεύγουν οι Αθηναίοι είναι καλό. Το ότι ο
Τισσαφέρνης τρίβει τα χέρια του δε χρειάζεται να το συζητάμε. Κι επειδή
το σίδερο κολλάει στη βράση, ο Αλκιβιάδης σπεύδει αμέσως για τη Μίλητο:
«Στο μεγαλύτερο μέρος του ταξιδιού δεν τους πήραν είδηση οι Αθηναίοι κι
έφτασαν στη Μίλητο λίγο πριν από το Στρομβιχίδη και το Θρασυκλή, ο
οποίος μόλις είχε φτάσει απ’ την Αθήνα με δώδεκα καράβια και τους
κυνηγούσε μαζί με το Στρομβιχίδη. Έτσι πέτυχαν να αποστατήσει η Μίλητος.
Οι Αθηναίοι, που τους είχαν πάρει από κοντά με δεκαεννιά καράβια,
έφτασαν μπροστά στη Μίλητο, αλλά, επειδή οι κάτοικοι δεν τους δέχτηκαν
στην πόλη, πήγαν κι άραξαν στο κοντινό νησί Λάδη, απ’ όπου έκαναν
αποκλεισμό». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 17).
Αμέσως μετά έγινε και η συμμαχία ανάμεσα στους Λακεδαιμονίους και το βασιλιά. Το κείμενο είχε ως εξής: «Οι
Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοί τους κλείσανε με το βασιλιά και τον
Τισσαφέρνη συμμαχία με τους ακόλουθους όρους: Όλη η χώρα κι όλες οι
πόλεις που κατέχει ο βασιλιάς ή κατείχαν οι πρόγονοι του βασιλιά, θα
ανήκουν στο βασιλιά. Όσο για τις εισφορές που από τις πόλεις αυτές, σε
χρήματα ή σε κάτι άλλο, καταβάλλονταν στους Αθηναίους, ο βασιλιάς κι οι
Λακεδαιμόνιοι με τους συμμάχους τους, με κοινές ενέργειές τους, θα τις
εμποδίζουν, ώστε οι Αθηναίοι να μην παίρνουν ούτε χρήματα ούτε τίποτε
άλλο. Τον πόλεμο εναντίον των Αθηναίων θα τον κάμουν μαζί ο βασιλιάς κι
οι Λακεδαιμόνιοι με τους συμμάχους τους. Τερματισμός του πολέμου με τους
Αθηναίους δε θα μπορεί να γίνει παρά μόνο ύστερα από κοινή συμφωνία του
βασιλιά και των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων τους. Αν κάποιοι
αποστατήσουν από το βασιλιά, θα είναι εχθροί και των Λακεδαιμονίων και
των συμμάχων τους. Αν κάποιοι αποστατήσουν από τους Λακεδαιμονίους και
τους συμμάχους τους θα είναι, το ίδιο, εχθροί και του βασιλιά». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 18).
Αμέσως
μετά τη συμμαχία αυτή κατέφθασε από την Αθήνα ο Διομέδοντας με δεκαέξι
καράβια και κυρίευσε τέσσερα χιώτικα πλοία χωρίς τα πληρώματά τους.
Κατόπιν έπλευσε προς τη Σάμο, ενώ οι Χιώτες κατάφεραν να μεταδώσουν το
κύμα των αποστασιών στη Λέβεδο και τις Αιρές. Παράλληλα, τα πλοία των
Πελοποννησίων που είχαν αποκλειστεί στο Σπείραιο κατάφεραν κάνοντας
έξοδο να νικήσουν με ναυμαχία εκείνα των Αθηναίων και να καταφύγουν στις
Κεγχρεές, απ’ όπου θα ξεκινούσαν για τη Χίο και την Ιωνία με ναύαρχο
τον Αστύοχο. Ο Αστύοχος θα είχε και την αρχηγία ολόκληρου του στόλου. Όσο
για την Τέω: «Όταν το πεζικό έφυγε από την Τέω, πήγε κεί με στρατό ο
ίδιος ο Τισσαφέρνης κι αφού γκρέμισε ό,τι είχε απομείνει από το τείχος
έφυγε. Σχεδόν αμέσως ύστερα από την αναχώρηση τούτου, έφτασε κι ο
Διομέδοντας με δέκα αθηναϊκά καράβια κι έκλεισε συμφωνία με τους Τηίους
να δέχονται στην πόλη τους και τους Αθηναίους». (βιβλίο όγδοο,
παράγραφος 20). Όμως το μεγάλο γεγονός ήταν η επανάσταση των δημοκρατικών στη Σάμο:
«Οι δημοκρατικοί Σαμιώτες σκότωσαν συνολικά γύρω στους διακόσιους από
τους πιο σημαντικούς ολιγαρχικούς κι εξόρισαν άλλους τετρακόσιους, τα
χτήματα και τα σπίτια των οποίων μοίρασαν μεταξύ τους. Μετά απ’ αυτό οι
Αθηναίοι, κρίνοντας πως θα τους είναι πια τούτοι πιστοί σύμμαχοι, με
ψήφισμα τους έδωσαν την αυτονομία τους». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 21). Η
Σάμος θα αποτελέσει το κύριο ορμητήριο των δημοκρατικών στη συνέχεια
των επιχειρήσεων στην Ιωνία. Προς ώρας, αυτό που συνεχιζόταν, ήταν το
παιχνίδι των αποστασιών, με τους Χιώτες να πρωτοστατούν εξορμώντας στη
Λέσβο κι εξωθώντας τη Μήθυμνα σε αποστασία. Όμως οι Αθηναίοι με εικοσιπέντε πλοία κι αρχηγούς το Διομέδοντα και το Λέοντα (είχε φύγει από την Αθήνα με δέκα πλοία αμέσως μετά το Διομέδοντα) κατάφεραν να κυριεύσουν τη Μυτιλήνη, καταστέλλοντας κάθε διάθεση αποστασίας:
«Γιατί οι Αθηναίοι, καθώς έφτασαν ξαφνικά, μόλις μπήκαν στο λιμάνι
αιχμαλώτισαν τα χιώτικα καράβια, έκαμαν απόβαση, νίκησαν όσους
αντιστάθηκαν κι έγιναν κύριοι της πόλης». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 23).
Ο Αστύοχος όταν πληροφορήθηκε αυτές τις εξελίξεις προτίμησε να μην πάει
στη Μυτιλήνη, αλλά έπλευσε προς την Ερεσό, οργάνωσε αποστασία κι όπλισε
τους πολίτες: «Οι Αθηναίοι, αφού επανέφεραν στη Λέσβο την προηγούμενη
κατάσταση, αρμένισαν από κει εναντίον της Πολίχνης, στη μικρασιατική
ακτή, την οποία οχύρωναν οι Κλαζομένιοι, κι αφού την κυρίεψαν ξαναφέρανε
τους κατοίκους της στην πόλη που βρίσκεται στο νησί, εκτός απ’ τους
πρωταίτιους της αποστασίας. Τούτοι είχαν αποτραβηχτεί στο Δαφνούντα. Έτσι οι Κλαζομένιοι ξανάγιναν σύμμαχοι των Αθηναίων». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 23).
Επιπλέον, οι Αθηναίοι με τα είκοσι καράβια που από τη Λάδη έκαναν αποκλεισμό της Μιλήτου, βγήκαν στην τοποθεσία Πάνορμο και σκότωσαν σε μάχη το Χαλκιδέα που έσπευσε να τους αντιμετωπίσει. Ταυτόχρονα το δίδυμο Λέοντας και Διομέδοντας προκάλεσε μεγάλες ζημιές στους Χιώτες κάνοντας
εξορμήσεις από τα νησιά Οινούσες, τη Σιδούσσα και το Πτελεό. Ρήμαξαν
τον τόπο και σκότωσαν πολλούς φέρνοντας τους Χιώτες σε τρομερά δύσκολη
θέση: «Καθώς τούτοι βρίσκονταν αποκλεισμένοι από τη θάλασσα κι η γη τους
ρημαζόταν, μερικοί επιχείρησαν να ξαναφέρουν την πόλη στην αθηναϊκή
συμμαχία. Αυτοί που είχαν την εξουσία έμαθαν για την κίνηση τούτη, αλλά
οι ίδιοι δεν έκαμαν τίποτε. Έφεραν όμως από τις Ερυθρές το ναύαρχο
Αστύοχο, με τα τέσσερα καράβια που είχε, και μαζί του συσκέφτηκαν πώς,
όσο γινόταν πιο μαλακά (με το να πάρουν ομήρους ή με κάποιον άλλο
τρόπο), θα ‘βάζαν τέλος στην επιβουλή αυτή». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος
24). Στο τέλος του καλοκαιριού έφτασαν από την Αθήνα σοβαρές ενισχύσεις
(σαράντα οχτώ καράβια, χίλιοι οπλίτες Αθηναίοι, χίλιοι πεντακόσιοι
Αργίτες και χίλιοι ακόμη από τους συμμάχους) με στρατηγούς το Φρύνιχο,
τον Ονομακλή και το Σκιρωνίδη. Οι δυνάμεις αυτές πέρασαν από τη Σάμο στη
Μίλητο με σκοπό να καταστείλουν την αποστασία. Στη μάχη που έγινε οι
Αθηναίοι κατάφεραν να επικρατήσουν «κι ετοιμάζονταν να αποκλείσουν με
τείχος μια θέση που σχημάτιζε ισθμό. Πίστευαν πως αν υπόταζαν τη Μίλητο, εύκολα θα ξαναπροσχωρούσαν στη συμμαχία τους κι οι άλλες πόλεις». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 25).
Κι
ενώ όλα έβαιναν προς την τελική σύγκρουση στη Μίλητο, οι Αθηναίοι έλαβαν
μήνυμα ότι όπου να ‘ναι καταφτάνουν πενήντα πέντε πλοία από Πελοπόννησο
και Σικελία. Οι Συρακούσιοι, αφού πείστηκαν από τις προτροπές του Ερμοκράτη, αποφάσισαν να στείλουν είκοσι πλοία και
οι Σελινούντιοι άλλα δύο. Την αρχηγία αυτής της αρμάδας την είχε ο
Σπαρτιάτης Θηριμένης με αποστολή να την παραδώσει στον Αστύοχο. Ο
Αλκιβιάδης έσπευσε να τους συναντήσει στην Τειχιούσσα της Μιλήτου και
τους ξεκαθάρισε ευθύς εξαρχής ότι δεν υπήρχε τίποτε πιο επείγον εκείνη
τη στιγμή για την υπόθεση της Ιωνίας από την προάσπιση της Μιλήτου. Ο Αθηναίος στρατηγός Φρύνιχος,
όταν ειδοποιήθηκε ότι όλος αυτός ο στόλος πλησιάζει στη Μίλητο,
αποφάσισε να καταφύγει στη Σάμο, παρά τις διαφωνίες των άλλων στρατηγών
που υποστήριζαν ότι έπρεπε να παραμείνουν και να δώσουν αποφασιστική
ναυμαχία παίζοντάς τα όλα για όλα. Ο Φρύνιχος φέρθηκε συνετά, ξέροντας
καλά ότι η Αθήνα δεν έχει την πολυτέλεια της άμεσης αντικατάστασης
δυνάμεων. Μια τέτοια ναυμαχία θα ήταν περισσότερο τζόγος παρά
στρατηγική. Όταν οι Πελοποννήσιοι έφτασαν από την Τειχιούσσα στη Μίλητο,
έμειναν μόνο μία μέρα και στη συνέχεια επέστρεψαν στην Τειχιούσσα για
να πάρουν στρατιωτικό υλικό που είχαν αφήσει. Εκεί τους βρήκε ο
Τισσαφέρνης και τους ζήτησε να επιτεθούν την Ίασο που την κατείχε ο
Αμόργης, ο μεγάλος εχθρός του βασιλιά: «Στην επίθεση απ’ όλους ξεχώρισαν
οι Συρακούσιοι. Τον Αμόργη, νόθο γιο του Πισούνθη που είχε αποστατήσει από το βασιλιά, οι Πελοποννήσιοι τον έπιασαν ζωντανό και τον παράδωσαν στον Τισσαφέρνη για να τον στείλει, αν ήθελε, στο βασιλιά, όπως τον είχε διατάξει. Την Ίασο τη
διαγούμισαν κι η λεία που πήραν οι στρατιώτες ήταν άφθονη, γιατί η πόλη
ήταν πλούσια απ’ τα παλιά τα χρόνια». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 28). Ο
Τισσαφέρνης παρέλαβε την πόλη καθώς και όλους τους αιχμαλώτους δίνοντας
ως αντάλλαγμα χρήματα. Όταν όμως, μετά τα γεγονότα της Ιάσου, ήρθε στη
Μίλητο για να δώσει το μισθό που είχε συμφωνήσει με τους Σπαρτιάτες κι ανακοίνωσε ότι από τον επόμενο μήνα θα έκανε περικοπές στα λεφτά, μέχρι να πάρει την έγκριση του βασιλιά για το θέμα, δημιουργήθηκε δυσφορία, κυρίως από τον Ερμοκράτη.
Τελικά το ζήτημα διευθετήθηκε με μια νέα συμφωνία για το ποσό. Η
υπόθεση της μισθοδοσίας των Πελοποννησίων από τον Τισσαφέρνη ήταν
προβληματική σχεδόν από την αρχή.
Την
περίοδο εκείνη έφτασαν από την Αθήνα άλλα τριάντα πέντε καράβια με
στρατηγούς το Χαρμίνο, το Στρομβιχίδη και τον Ευκτήμονα. Το σχέδιο των
Αθηναίων ήταν να συγκεντρώσουν όλα τους τα πλοία και κατόπιν να τα
χωρίσουν σε δύο αρμάδες με κλήρο. Η μια θα απέκλειε τη Μίλητο και η άλλη
θα κατευθύνονταν στη Χίο. Από την άλλη μεριά ο Αστύοχος δέχτηκε
πρέσβεις από τη Λέσβο που του ζήτησαν και πάλι βοήθεια για να
αποστατήσουν. Κι ενώ ο ίδιος πείστηκε για την ορθότητα του εγχειρήματος,
οι υπόλοιποι σύμμαχοι και οι Κορίνθιοι δεν ήθελαν να εμπλακούν λόγω της
πρόσφατης αποτυχίας. Κι όταν ζήτησε από τον Πεδάριτο (διοικητή της
Χίου) και τους Χιώτες να στείλουν πλοία στη Λέσβο για την πρόκληση
αποστασίας, έλαβε την άρνησή τους. Αυτό τον εξόργισε κι απείλησε τους Χιώτες λέγοντας ότι δεν επρόκειτο να τους ξαναβοηθήσει αν βρίσκονταν σε κίνδυνο.
Τελικά αυτή που αποστάτησε ήταν η Κνίδος, κυρίως χάρη σε ενέργειες του
Τισσαφέρνη. Οι Αθηναίοι, αν και επιτέθηκαν στην Κνίδο και ρήμαξαν τη γη,
δεν μπόρεσαν να την κυριεύσουν.
Στο μέτωπο της Ιωνίας διαμορφώνεται μέχρι στιγμής ένα είδος κλεφτοπόλεμου, (αφού αποφασιστικές μάχες δεν έχει), που επικεντρώνεται στο παιχνίδι των αποστασιών.
Ο Πελοποννήσιοι σπεύδουν να τις θεριέψουν και οι Αθηναίοι να τις
καταπνίξουν. Το κέντρο των Αθηναίων είναι ξεκάθαρα η Σάμος, ενώ οι
Σπαρτιάτες – και οι σύμμαχοί τους – κινούνται κυρίως στη Χίο και τη
Μίλητο. Κι ενώ ο στρατός των Πελοποννησίων ως εκείνη τη στιγμή έχει όλα
τα αναγκαία σε αφθονία, αφού και το πλιάτσικο που έγινε στην Ίασο ήταν
πρόσφατο, αλλά και οι μισθοί του Τισσαφέρνη, ακόμη, ήταν ικανοποιητικοί,
αποφασίστηκε ότι η πρώτη συνθήκη που έγινε με το βασιλιά δεν ήταν
ολοκληρωμένη, κι ως εκ τούτου ούτε και, κατά το δέον, συμφέρουσα. Έτσι,
έγινε νέα συνθήκη που όριζε τα εξής: «Συνθήκη
ειρήνης και φιλίας ανάμεσα στους Λακεδαιμονίους και τους συμμάχους τους
και στο βασιλιά Δαρείο, τα παιδιά του βασιλιά και τον Τισσαφέρνη, με
τους εξής όρους: Απαγορεύεται στους Λακεδαιμονίους και στους συμμάχους
τους να εκστρατεύουν ή να κάνουν οποιαδήποτε ζημιά σε κάθε περιοχή και
κάθε πόλη που ανήκουν στο βασιλιά Δαρείο ή ανήκαν στον πατέρα του ή τους
προγόνους του, καθώς επίσης απαγορεύεται στους Λακεδαιμονίους και τους
συμμάχους τους να εισπράττουν φόρους από τις πόλεις αυτές. Απαγορεύεται
στο βασιλιά Δαρείο και σ’ όσους βρίσκονται κάτω από την εξουσία του να
εκστρατεύουν ή να κάνουν οποιαδήποτε ζημιά στους Λακεδαιμονίους και τους
συμμάχους τους. Αν οι Λακεδαιμόνιοι ή οι σύμμαχοί τους χρειάζονται σε
κάτι το βασιλιά ή ο βασιλιάς χρειάζεται σε κάτι τους Λακεδαιμονίους ή
τους συμμάχους τους, ό,τι κάμουν, ύστερα από κοινή συμφωνία, να
θεωρείται καλά καμωμένο. Τον πόλεμο εναντίον των Αθηναίων και των
συμμάχων τους θα τον κάνουν μαζί ο βασιλιάς και οι Λακεδαιμόνιοι. Αν
θελήσουν να τερματίσουν τον πόλεμο, θα το αποφασίσουν μαζί, κι οι δυο
τους. Ο βασιλιάς είναι υποχρεωμένος να ξοδεύει για τη συντήρηση του
στρατού που, ύστερα από κάλεσμά του, θα βρίσκεται στα εδάφη του. Αν
κάποια απ’ τις πόλεις που περιλαμβάνονται στη συνθήκη με το βασιλιά,
κάμει επίθεση ενάντια σε χώρα του βασιλιά, οι άλλοι σύμμαχοι έχουν την
υποχρέωση να την εμποδίσουν και να βοηθήσουν, όσο μπορούν, το βασιλιά.
Αν κάποιος από την επικράτεια του βασιλιά ή απ’ αυτούς που βρίσκονται
κάτω από την κυριαρχία του, επιτεθεί ενάντια σε έδαφος των Λακεδαιμονίων
ή των συμμάχων τους, ο βασιλιάς έχει την υποχρέωση να τον εμποδίσει και
να βοηθήσει όσο μπορεί αυτόν που δέχτηκε την επίθεση». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 37).
http://eranistis.net/wordpress
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου