Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ

Μετά από τήν συντριβή των εχθρικών δυνάμεων, στόχος του Γενικού Στρατηγείου ήταν η εκκαθάριση της περιοχής μεταξύ Στρυμόνα καί Μπέλες, ενώ η 7η μεραρχία θά παρέμενε ως εφεδρεία στή δυτική όχθη του εν λόγω ποταμού. Εν τω μεταξύ ο ελληνικός στόλος εκτελούσε παραπειστική ναυτική επίδειξη μπροστά από τήν Καβάλα, ολόκληρη τήν 24η Ιουνίου 1913, μέ αδειανά μεταγωγικά πλοία. Αυτή η κίνηση δημιούργησε τήν εντύπωση στούς Βούλγαρους ότι οι ελληνικές μεραρχίες της Ηπείρου είχαν έρθει ως ενισχύσεις καί αποβιβάζονταν ανατολικά της Καβάλας, στήν Κεραμωτή, απέναντι από τή Θάσο. Ετσι στίς 25 Ιουνίου εκκένωσαν τήν Καβάλα, γιά νά τήν καταλάβει αναίμακτα ο στόλος μας μέ τά αντιτορπιλλικά "Δόξα", "Πάνθηρ" καί "Ιέραξ".

Στό μεταξύ τό δεξιό του ελληνικού στρατού συνέχιζε τίς εκκαθαριστικές του επιχειρήσεις. Επικεφαλής ήταν ο αντιστράτηγος Εμμανουήλ Μανουσογιαννάκης από τά Σφακιά. Τό βράδυ της 25ης Ιουνίου η 1η μεραρχία είχε φτάσει στό Τουρτσελή (Θρακικό) καί η 6η στόν Τζουμά Μαχαλά (Λειβάδια). Υπήρχαν πληροφορίες γιά σημαντικές βουλγαρικές δυνάμεις στά υψώματα της Βετρίνας καί στήν ανατολική όχθη του Στρυμόνα μπροστά από τό Σιδηρόκαστρο (Δεμίρ Ισσάρ). Επειτα από σκληρές μάχες τριών ημερών τό 1ο σύνταγμα ευζώνων κατέλαβε το Νέο Πετρίτσι. Οι Έλληνες κάτοικοι του χωριού έσπευσαν με άκρατο ενθουσιασμό και δάκρυα στα μάτια να υποδεχθούν και να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των κουρασμένων ευζώνων, επικεφαλής των οποίων υπήρξε ο μετέπειτα στρατηγός Γεώργιος Κονδύλης.

Τα υψώματα πάνω απ το χωριό, ήταν καλά οχυρωμένα από τους Βουλγάρους. Εκεί είχαν τοποθετηθεί τα 4 τοπομαχικά πυροβόλα, που δυσκόλευαν στο έπακρο τις κινήσεις των ελληνικών τμημάτων, γύρω από το χωριό. Χρειάστηκε λοιπόν μια νέα προσπάθεια για την κατάληψη και την εκδίωξη του εχθρού. Το πρωί της 27ης Ιουνίου 1913, ο λόχος ευζώνων, με επικεφαλής τον λοχαγό Γεώργιο Παπαδόπουλο, κινήθηκε προς γενική επίθεση, σώμα με σώμα με τον εχθρό. Ο γενναίος λοχαγός, με το περίστροφο στο χέρι και οδηγώντας τους άνδρες τους στα εχθρικά οχυρά, έπεσε νεκρός από βουλγαρικό βόλι. Οι εύζωνοι όμως δεν πτοήθηκαν. Προχώρησαν ακάθεκτοι και με την χαρακτηριστική ιαχή «Αέρα» κατέλαβαν τα 4 πυροβόλα, εκτοπίζοντας τους εναπομείναντες Βουλγάρους, που τράπηκαν σε άτακτη φυγή προς τον Στρυμόνα.

Η περιοχή από το Νέο Πετρίτσι, μέχρι τη γέφυρα του Στρυμόνα κατακλύστηκε από πανικόβλητους Βουλγάρους, που προσπαθούσαν να περάσουν τα στενά του Ρούπελ, ενώ η 6η μεραρχία καταλάμβανε τό Δεμίρ Χισάρ (Σιδηρόκαστρο). Εκεί βρέθηκαν τά πτώματα του μητροπολίτη καί 100 προκρίτων πού είχαν σφαγεί από τούς Βουλγαρους. Ο μέραρχος της έκτης Μεραρχίας Νικόλαος Δελαγραμμάτικας απέστειλε τό ακόλουθο τηλεγράφημα στο Στρατηλάτη Κωνσταντίνο:
«Ο Βούλγαρος λοχαγός της χωροφυλακής Μίκτα Μίλεγκώφ με την υπόδειξη τριών βουλγαρόφωνων κατοίκων συνέλαβε το Μητροπολίτη Κωνσταντίνο, τον ιερέα Παπασταύρο, τον προύχοντα Θωμά Παπαζαχαρίου και πλέον των εκατό άλλων ομογενών, του οποίους έκλεισε στον περίβολο της βουλγαρικής Σχολής. Όλους αυτούς τη νύχτα της 25ης προς 26 τρέχοντος μηνός (1913) Βούλγαροι στρατιώτες και χωροφύλακες τους σκότωσαν.

Αγγάρεψαν, μάλιστα, Τούρκους χωρικούς και τους έθαψαν στον περίβολο της Σχολής, έξω από τον ανατολικό μαντρότοιχο αυτής. Ο αξιωματικός του επιτελείου μου διέταξε την εκταφή αυτών για να βεβαιωθεί για το αποτρόπαιο γεγονός. Πράγματι, σε βάθος πλέον των δύο μέτρων βρέθηκαν μαζεμένα τα πτώματα αυτών που έσφαξαν. Εκτός από τις σφαγές, αξιωματικοί αλλά και στρατιώτες του βουλγαρικού στρατού βίασαν πολλές παρθένους. Μία, μάλιστα, από αυτές, ονομαζόμενη Αγαθή Θωμά, κόρη κηπουρού, αντιστάθηκε και την έσφαξαν».
Ο επικεφαλής της ύλης του ιππικού ανθυπολοχαγός Ιωαννίδης πού ελευθέρωσε τό Σιδηρόκαστρο ύψωσε τήν γαλανόλευκη στό βυζαντινό κάστρο της πόλης. Η μάχη της Βετρίνας - 27 Ιουνίου 1913 Οι συνολικές απώλειες από τή μάχη της Βετρίνας ανήλθαν σέ 39 νεκρούς καί 209 τραυματίες.

Στίς 28 Ιουνίου 1913, η 7η μεραρχία υπό τάς διαταγάς του αντιστράτηγου Ναπολέοντος Σωτήλη, πέρασε τίς γέφυρες Στρυμονικού καί Κουμαριάς καί απελευθέρωσε τίς Σέρρες. Η εικόνα που αντίκρυσε ήταν τρομερή. Οι Βούλγαροι, πριν την αναχώρησή τους έκαψαν το μεγαλύτερο μέρος της πόλης. Κυρίως τη μεγάλη ελληνική συνοικία και την ελληνική αγορά. Ο Μέραρχος έστειλε τηλεγράφημα στο στρατιωτικό επιτελείο στη Δοϊράνη ζητώντας επειγόντως βοήθεια: «Η πόλη των Σερρών εκάη ολόκληρος εξαιρέσει τουρκικής και εβραϊκής συνοικίας. Αγορά εκάη επίσης. Πλήθος γυναικοπαίδων ευρέθησαν φονευμένα ή απηνθρακωμένα εντός των οικιών. Πόλις στερείται εντελώς άρτου. Απόλυτος ανάγκη ληθώσι μέτρα συντόμως προς διατροφήν πληθυσμού. Αστεγοι υπερβαίνουσι 20 χιλιάδας.»

Στίς 30 Ιουνίου 1913, τό 21ο σύνταγμα υπό τήν ηγεσία του Συνταγματάρχη Νικολάου Μιχαλόπουλου Αρκαδινού, έλαβε διαταγή νά κατευθυνθεί πρός τή Δράμα καί τό ίδιο βράδυ έφθασε μέχρι τό σιδηροδρομικό σταθμό Αγγίστης. Τήν επομένη, 1η Ιουλίου, συνέχισε τήν πορεία του καί αφού έδωσε σκληρή μάχη μέ τούς κομιτατζήδες κοντά στήν Αλιστράτη, έφθασε στή Δράμα καί τήν απελευθέρωσε έπειτα από 500 χρόνια βαρβαρικής κατοχής καί δουλείας. Ιδού πώς περιγράφει τόν πανηγυρισμό για την απελευθέρωση της Δράμας από τον ελληνικό στρατό ο τότε Μητροπολίτης Αγαθάγγελος: ««Χαράς ευαγγέλια! Ελευθερία και Ελευθέρια εορτάζομεν από της 4 μ.μ. έν τη Δράμα. Αναπνέομεν! Ζώμεν! Κινούμεθα! Ο ελληνικός μας στρατός νικητής και τροπαιούχος είσήλθεν είς την Δράμαν. Χαρά! Αγαλλίασις, άσματα! Ελευθερία!» Καί βέβαια χάρις στίς φροντίδες της Ορθόδοξης Εκκλησίας κατάφεραν οι ραγιάδες νά κρατήσουν τήν ρωμέϊκη ψυχή καί τήν ελληνικότητά τους στό διάβα των αιώνων καί στό διάβα των αλλοφύλων.
«Τιτάνια η συμβολή του Χρυσόστομου Καλαφάτη, του Εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Δράμας - Σμύρνης, ο οποίος ερχόμενος στη Δράμα, σε ένα χώρο δεινώς και ανηλεώς πυρακτούμενο από ανθέλληνες, ζήτησε εν γνώσει του το σταυρό του μαρτυρίου. Καθιστάμενος από νωρίς στόχος απροσπέλαστος των κατακτητών, απομακρύνθηκε βίαια από το προσφιλές ποίμνιο του! Αλλά η Θεία Πρόνοια, η περιβάλλουσα με ιδιαίτερη στοργή το Γένος των Ελλήνων, μερίμνησε κατά τρόπο εύστοχο και σοφό για τη διαδοχή του.

Στις 13 Μαρτίου 1910, δύο ημέρες μετά την απομάκρυνση του Χρυσόστομου Καλαφάτη από τη Μητρόπολη της Δράμας, φθάνει ο Αγαθάγγελος, η έλευση του οποίου υπήρξε για τον ίδιο νέα πυρακτωμένη κάμινος, αλλά ευεργετική για το ποίμνιο του, το οποίο δοκιμαζόμενο σκληρά ουδέποτε ξέχασε τη ιστορία του».

Ο Μητροπολίτης Δράμας Αγαθάγγελος
Στην κωμόπολη του Δοξάτου, στα νοτιοανατολικά της Δράμας, οι Βούλγαροι κατά την υποχώρησή τους, στις 30 Ιουνίου, διέπραξαν μεγάλης εκτάσεως βανδαλισμούς, την πυρπόλησαν και έσφαξαν περισσότερους από 3.000 κατοίκους της, μεταξύ των οποίων πολλούς ιερείς, γυναίκες και παιδιά. Στίς 9 Ιουλίου, η 7η μεραρχία αφού συγκρούστηκε μέ βουλγαρικά τμήματα κοντά στό Ντεντελέρ (Καπνόφυτο) έφτασε στό Παρανέστιο. Στίς 11 Ιουλίου κατέλαβε τή Χρυσούπολη καί στίς 12 Ιουλίου 1913 τήν Ξάνθη. Ταυτόχρονα ο στόλος μας καταλάμβανε τό Πόρτο Λάγος, τή Μαρώνεια καί τό Δεδεαγάτς (Αλεξανδρούπολη).

Ας δούμε πως περιγράφει την όλη επιχείρηση ο ιδιαίτερος ανταποκριτής της εφημερίδος «ΣΚΡΙΠ» στο φύλλο της 20-7-1913:
«Δεδεαγάτς. 13 Ιουλίου 1913. Πεντήκοντα ώραι παρήλθον από της φυγής των απαισίων Βουλγάρων και εν τούτοις δεν δυνάμεθα έτι να συνελθωμεν εκ του τρόμου και της συντριβής. Τοιαύτη ήτο η δημιουργηθείσα εκ της Βουλγαρικής κατοχής ψυχολογική των κατοίκων Δεδεαγατς κατάστασις, ώστε και μετά την φυγήν των Βουλγάρων και την εμφάνισιν του πρώτου πλοίου του στόλου μας του παραβιάσαντος την ζώνην των τορπιλλών και εμφανισθέντος πρό του λιμένος μας, του «Ιέρακος» ουδέ μία φωνή έσχε την δύναμιν να ζητωκραυγάση εκδηλούσα τον ενδόμυχον ενθουσιασμόν του Ελληνικού Δεδεαγατς...

Τα βλέμματα ημών την παραμονήν της εκκενώσεως εστρέφοντο μετ' ελπίδων προς το Ελληνικόν ανιχνευτικόν του στόλου όπερ επί πολλάς ημέρας περιεπόλει είς απόστασιν 5 μιλλίων από Δεδεαγατς, είς Μάκρην καραδοκούν, την στιγμήν όπως σπεύση είς βοήθειαν ημών. Αποκεκλεισμένοι παντελώς πρό μηνός, εγκεκλεισμένοι διαταγή των Βουλγάρων είς τας οικίας μας, εστερημένοι του Μητροπολίτου μας όν είχον φυλακίσει, εξηρχόμεθα μόνον οσάκις οδηγούμενοι παρα των στρατιωτών Βουλγάρων είς τον περίβολον της Μητροπόλεως, ως πρόβατα επί σφαγήν, ενεκλειόμεθα εκεί όπως υποστώμεν τας ληστρικάς αυτών επιθέσεις. Οσοι επλήρωναν αφίνοντο προσωρινώς ελεύθεροι, οι άλλο εφυλακίζοντο. Ούτως ολίγας ημέρας πρό της εκκενώσεως συνέλεξαν παρά των πτωχών κατοίκων περί τας 1000 λίρας. Αλλά το χείριστον πάντων είναι, ότι, οι μέχρι της χθές εκθειαζόμενοι και θαυμαζόμενοι υπό της Ευρώπης επί πολιτισμώ Βούλγαροι στρατιώται λαμβάνοντες το παράδειγμα από τους αξιωματικούς των προέβησαν εις βιασμούς κατά κορασίδων, ιδίως Μουσουλμανίδων, από ηλικίας επτά ετών και άνω. Ταύτα πάντα γνωρίζουσι καταλεπτώς οι Πρόξενοι οίτινες, ως πληροφορούμεθα, τα εξέθηκαν εις τους αξιωματικούς του στόλου.

Εκ Δεδεαγατς παρέλαβεν 240 προκρίτους Ελληνας και 90 εκ Μάκρης όπου και μεταξύ άλλων έσφαξαν τον Θ. Παναγιώτου και Αποστ. Αντωνίου εβδομηκοντούτην γέροντα, αφού προυγουμένως είδε φρικώδη όργια εις βάρος των μελών της οικογενείας του. Πάντα τα πλοιάρια πρό πολλού είχον εγκλείσει εν τω λιμενίσκω φράξαντες το στόμιον αυτού, τα δε επί της ακτής άλλα επυρπόλησαν και άλλα ετρύπησαν.

Διό και αποφασιστικοί τινές λεμβούχοι ηναγκάσθησαν διά των χειρών να μεταφέρωσι ύπερθεν των εν τω λιμενίσκω βυθισμένων πλοίων λέμβον τινά και να σπεύσωσι προς συνάντησιν του Ελληνικού ανιχνευτικού όπερ ειδοποιηθέν περί των διατρεχόντων έσπευσεν αψηφήσαν τον εκ των τορπιλών κίνδυνον να καταπλεύση πρό της πόλεως. Τούτο ήτο ο «Ιέραξ» ούτινος ο κυβερνήτης του αντιπλοίαρχος Αλέξανδρος Κριεζής απεβιβάσθη αμέσως όπως συνεννοηθή μετά των Προξένων και του Μητροπολίτου διά την σύστασιν πολιτοφυλακής, την κατάσβεσιν της πυρκαιάς και των ληπτέων μέτρων διά την ασφάλειαν της πόλεως.

Την 3ην μ. μ. εξήλθε του «Ιέρακος» ο ύπαρχος αυτού υποπλοίαρχος κ. Π. Αργυρόπουλος όστις συνεννοήθη μετά του Μητροπολίτου και των Προξένων διά την λήψιν συμπληρωματικών ασφαλείας μέτρων μέχρι τής αφίξεως τού επιλοίπου στόλου. Την 6ην μ. μ. κατέπλευσαν τα θωρηκτά «Σπέτσαι» και «Ύδρα» τα αντιτορπιλλικά «Ασπίς» και «Θύελλα» μετα μίαν δε ώραν κατέπλευσεν ο «Αβέρωφ». Πάντα τα πλοία ηκολούθησαν την ακτήν του Αίνου συμφώνως προς τας υποδείξεις του κυβερνήτου του «Ιέρακος».
Οι ελληνικές μεραρχίες του κέντρου καί του αριστερού κινήθηκαν στίς 24 Ιουνίου 1913 πρός τά βορειοανατολικά μέ κατεύθυνση τήν κοιλάδα της Στρωμνίτσας πού τή χώριζε από τήν περιοχή της Δοϊράνης τό βουνό Μπέλες. Έτσι η 2η μεραρχία ξεκίνησε από τό Σνέφτσε (Κεντρικό) καί έφθασε τό βράδυ στίς νότιες προσβάσεις του Βενιζέλος Κωνσταντίνος στό Χατζή - Μπεϊλίκ Μπέλες (Κερκίνη) μαζί μέ τήν 4η μεραρχία, ενώ η 3η καί 5η μεραρχία βάδισαν παράλληλα μέ άξονα τόν αμαξιτό δρόμο Δοϊράνης - Στρωμνίτσας.

Μετά από σκληρές μάχες στίς πλαγιές του όρους, τή νύχτα της 25ης πρός 26η Ιουνίου οι Βούλγαροι υποχώρησαν από όλες τίς θέσεις τους πάνω στό Μπέλες. Μόλις η υποχώρησή τους έγινε αντιληπτή, τό Γενικό Στρατηγείο διέταξε τίς μεραρχίες του κέντρου νά κατέβουν από τό βουνό καί νά καταλάβουν τήν κοιλάδα της Στρωμνίτσας. Αμέσως η 4η μεραρχία καταδίωξε τούς υποχωρούντες αντιπάλους καί αποκόμισε 6 εχθρικά πυροβόλα, ενώ τό 23ο σύνταγμα της 5ης μεραρχίας μάζί μέ τήν ημιλαρχία ιππικού της 3ης μεραρχίας μπήκαν στίς 11 τό πρωΐ στήν πόλη της Στρωμνίτσας, χωρίς νά συναντήσουν αντίσταση. Τέλος τό βράδυ της 26ης Ιουνίου, η 10η μεραρχία έφθασε στό Πόπτσεβο καί η ταξιαρχία ιππικού στό Χατζή - Μπεϊλίκ.

Μετά τήν κατάληψη της Στρώμνιτσας στά δυτικά καί του Σιδηρόκαστρου στά ανατολικά, η 7η μεραρχία πού εκινείτο ανατολικά θά προχωρούσε πρός τό Νευροκόπι, οι μεραρχίες του κέντρου θά ακολουθούσαν τήν κοιλάδα του Στρυμόνα ποταμού πρός τίς πηγές του, ενώ οι μεραρχίες του αριστερού (3η, 10η) θά βάδιζαν πρός τό Πέτσεβο καί από εκεί πρός τήν Τζουμαγιά. Στίς 28 Ιουνίου 1913 η 6η μεραρχία κατέλαβε τό Ρούπελ καί η ταξιαρχία ιππικού τό Πετρίτσι. Ο ελληνικός στρατός κατελάμβανε τό ένα χωριό μετά τό άλλο, καταδιώκοντας κατά πόδας καί μέ τήν ιαχή "ΑΕΡΑ", τήν πάλαι ποτέ πανίσχυρη στρατιωτική βουλγαρική μηχανή.

Ακολούθησαν αιματηρές μάχες στά στενά της Κρέσνας, στό Σιμιτλή καί στή Τζουμαγιά, οι οποίες συνεχίστηκαν μέχρι τίς 18 Ιουλίου 1913. Οι Βούλγαροι εξουθενώμενοι καί διαρκώς υποχωρούντες μέσα στό έδαφός τους ζήτησαν ανακωχή. Ηδη σέ όλα τά μέτωπα είχαν ήττες καί μόνο ήττες. Οι Σέρβοι προέλαυναν, όπως καί οι Τούρκοι πού κατέλαβαν τήν Αδριανούπολη καί τίς Σαράντα Εκκλησιές, ενώ οι Ρουμάνοι διά περιπάτου έφθαναν μέχρι καί τή Σόφια.
«Στις 12 Ιουλίου 1913 η VIη Μεραρχία, συμμετέχοντας με άλλες δυνάμεις στην μάχη της Κρέσνας, ανέλαβε από το Γενικό Στρατηγείο την αποστολή να ωθήσει το αριστερό της προς Ουράνοβο για να κυκλώσει το άκρο της αμυνόμενης βουλγαρικής παράταξης. Σύντομα, με τον τρόπο που εξελίχθηκαν οι μάχες, τον ρόλο εμπροσθοφυλακής Ιωάννης Βελισσαρίου (Κύμη Εύβοιας, 26 Νοεμβρίου 1861 - Κρέσνα, 12 Ιουλίου 1913) ανέλαβε το 9ο Τάγμα Ευζώνων του Βελισσαρίου. Κατά τη διάρκεια της μάχης για την κατάληψη του υψώματος 1378, στο οποίο είχαν εγκατασταθεί αμυντικά οι βουλγαρικές δυνάμεις, ο Βελισσαρίου και οι άνδρες του αντιμετώπισαν ισχυρή αντίσταση, ενώ οι απώλειες των ελληνικών δυνάμεων ήταν μεγάλες.

Στην πιο κρίση στιγμή της μάχης (και αφού προηγουμένως είχε πολεμήσει με πέτρες και βράχους τους Βουλγάρους, λόγω έλλειψης πυρομαχικών) ο Βελισσαρίου σηκώθηκε όρθιος και κραδαίνοντας το περίστροφό του φώναξε ώστε να ακουστεί από όλους: «Όποιος θέλει την νίκη ή αλλιώς τον θάνατο ας με ακολουθήσει» και πρώτος άρχισε να τρέχει προς τον εχθρό. Πίσω του, συνεπαρμένοι από τον ηρωισμό του διοικητή τους, όρμησαν οι εύζωνοί του. Το θεριστικό πυρ των εχθρικών πολυβόλων προκάλεσε μεγάλες απώλειες στο τάγμα, το οποίο όμως συνέχιζε να πολεμά. Κάποια στιγμή ο ταγματάρχης Βελισσαρίου τραυματισμένος έπεσε στο έδαφος. Σύντομα μεταφέρθηκε σε κάποιο ορεινό χειρουργείο, στο οποίο άφησε την τελευταία του πνοή.»
Περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία

http://www.agiasofia.com/1922/1922b.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου