Τρίτη 2 Απριλίου 2013

ΤΟ ΚΑΨΙΜΟ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ΜΑΘΗΤΙΚΟΣ ΧΟΥΛΙΓΚΑΝΙΣΜΟΣ Η ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ;


Του Σαράντου Καργάκου
Ιστορικού - Συγγραφέως


Στο ενεργητικό της εκπαιδευτικής μας πολιτικής εγγράφεται και η από εικοσαετίας -μέσα στα πλαίσια του συστήματος της «δωρεάν παιδείας»- καινοτομία να χορηγούνται δωρεάν στους μαθητές τα σχολικά βιβλία. Την τελευταία τετραετία όμως εμφανίζεται έντονα μια «αχαριστία» από μέρους των μαθητών προς την πολιτεία, με την καθιέρωση ενός νέου «εθίμου»: να καίνε στο τέλος της σχολικής χρονιάς τα βιβλία -όργανα γνώσης- που τους δόθηκαν δωρεάν και που το κόστος τους βαρύνει σοβαρά το φορολογούμενο Έλληνα πολίτη. Πώς μπορεί να ερμηνευθεί η συμπεριφορά αυτή; Είναι απλή εκδή­λωση νεανικής ανωριμότητας, σύμπτωμα πνευματικού χουλιγκανισμού, αναβίωση του πνεύματος του γκαιμπελισμού ή, μήπως, αντίδραση σ' ένα σύστημα παιδείας, που δε συμφιλιώνει το παιδί με την παιδεία του;
Σ' αυτά τα ερωτήματα θα προσπαθήσουμε ν' απαντή­σουμε, όσο γίνεται πιο συνοπτικά και απλά, σε μια προσπάθεια περιστολής του κακού, που κάνει τη μαθη­τική νεολαία να λειτουργεί ως Τορκουεμάδας [1] και το βιβλίο ν' αντιμετωπίζεται ως υποψήφιος Σαβοναρόλα [2] Ξεκινάμε πρώτα από μια κακή νοοτροπία, νοοτροπία φυγοπονίας που είναι διάχυτη -μ' ευθύνη της πολιτείας-στα σχολεία μας. «Διαβάστε περισσότερο, για να ζήσετε λιγότερο» είναι το σύνθημα πολλών μαθητών σήμερα. Και προσπαθούν να εναρμονιστούν, όσο γίνεται, με αυτή την αρχή στο τέλος κάθε σχολικής χρονιάς, όταν αποκηρύσσουν με «σαφή» τρόπο όλα όσα έμαθαν κατά τη διάρκεια της μέσα από τα βιβλία τους.
Κι όμως η καθιέρωση της δωρεάν παιδείας -στο μέτρο που μπορεί να θεωρείται δωρεάν-, που δίνει τη δυνατό­τητα σε όλους να μορφωθούν, αποτελεί μια μεγάλη δημο­κρατική κατάκτηση του λαού μας. Εν τούτοις παρουσιά­ζεται πρόσφατα το φαινόμενο οι μαθητές να σχίζουν, να μουτζουρώνουν και να καίνε τα βιβλία τους, να στήνουν χορούς, ως κανίβαλοι γύρω από την πυρά, κι ακόμη να καταστρέψουν θρανία, να σπάζουν πόρτες, να λερώνουν τοίχους, να βεβηλώνουν προτομές, εικόνες ηρώων ή πνευματικών προσώπων. Το φαινόμενο είναι ιδιαίτερα έντονο στα δημόσια σχολεία, αλλά δεν απουσιάζει και από τα ιδιωτικά. Αυτό μας οδηγεί στη σκέψη πως η αιτία του βανδαλισμού δεν εστιάζεται στη δωρεάνι χορήγηση παιδείας, με την έννοια, δηλαδή, πως ο Έλληνας παύει να εκτιμά ό,τι δεν πληρώνει, ό,τι του προσφέρεται δωρεάν.
Οι μαθητές των ιδιωτικών σχολείων, που πληρώνουν, και μάλιστα ακριβά, για τα βιβλία τους, δε δείχνουν περισσότερο σεβασμό προς αυτά απ' ότι οι μαθητές των δημοσίων. Η εξήγηση γι' αυτό είναι πολύ απλούστερη απ' ό,τι πιστεύεται: το σχολικό βιβλίο στο τέλος της σχο­λικής χρονιάς θεωρείται άχρηστο, γι' αυτό και πετιέται. Μέσ' από το σημερινό σύστημα παιδείας ο μαθητής δεν κατορθώνει να εκτιμήσει ούτε μια λέξη από το βιβλίο αυτό, έστω κι αν πρόκειται για μια αξιοπρόσεχτη συγ­γραφή. Με αυτή την καταστροφή, που συχνά παίρνει τη μορφή «τελετουργίας», που θυμίζει τους φλεγόμενους σταυρούς των Κου-Κλουξ-Κλαν [3], οι μαθητές νομίζουν πως καίνε το δικό τους σταυρό του μαρτυρίου. Εκδικού­νται για όλη την ψυχική πίεση, που δέχτηκαν κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς. Για τον εξαναγκασμό ν' αποστηθίσουν μέσα από αυτά τα βιβλία πράγματα που δεν καταλαβαίνουν, που δεν τους ενδιαφέρουν, που σε πολλά διαφωνούν μαζί τους.
Το σημερινό σύστημα παιδείας δεν προωθεί τη γνώ­ση· την επιβάλλει. Το καθεστώς του ενός και μόνου διδακτικού βιβλίου προωθεί μια μορφή πνευματικής δικτατορίας [4]. Ο μαθητής αντιδρά σ' ένα σύστημα που τον αντιμετωπίζει σαν χώμα, που η γνώση θα ενσφηνω­θεί φυτευτά, που τον παροπλίζει, θέτει σε αποστρατεία και συνταξιοδοτεί την κριτική του ικανότητα, πριν αυτή αναπτυχθεί. Τα πιο γόνιμα βιβλία δεν είναι εκείνα που μας μαθαίνουν κάτι, αλλ' εκείνα που διεγείρουν το στο­χασμό. Τα περισσότερα από τα σύγχρονα βιβλία νεκρώνουν το στοχασμό. Κι επιπλέον βαρύνονται από πλήθος περιττολογιών, άχρηστων λεπτομερειών, με ανιαρά και κακοδιατυπωμένα κεφάλαια, με αοριστίες, ασάφειες, ασυναρτησίες, με επίδειξη κενής σπουδαιοφάνειας και κούφιας επιστημοσύνης. Αλλά κι αν δεν υπήρχαν οι αδυ­ναμίες αυτές, πάλι το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο. Το σύστημα υποχρεώνει τους καθηγητές να «εξετάσουν αυτά που λέει το βιβλίο». Στόχος όχι η καλλιέργεια, η ευρυμάθεια, η πολυμάθεια. Όχι η μάθηση, αλλ' η εκμά­θηση. Και εκμάθηση όχι για έναν ευγενή σκοπό, αλλά «για να πάρουμε βαθμό». Έτσι η βαθμοθηρία τρώει την ουσία της παιδείας.
Το τέλος της σχολικής χρονιάς σημαίνει το τέλος του πνευματικού καταναγκασμού. Τότε κυριαρχεί το πνεύμα της εκδικήσεως· ένα είδος βεντέτας. Το βιβλίο γίνεται εξιλαστήριο θύμα της απροσδιόνυσης [5] παιδείας μας, που έχει κατορθώσει να στρέψει πολλούς μαθητές ενά­ντια στα ωραιότερα επιτεύγματα της ανθρώπινης νόη­σης, όπως τα Μαθηματικά, η Φιλοσοφία, η Βιολογία, ενάντια ακόμη και στην ίδια τους τη γλώσσα. Αυτή, λοι­πόν, η συμπεριφορά είναι, κατά κύριο λόγο, αντίδραση σ' ένα εκπαιδευτικό σύστημα, που μετατρέπει τα παιδιά σε σκυλιά ράτσας «ντόμπερμαν», που όταν διογκωθεί ο εγκέφαλος τους στρέφονται και κατά του εκγυμναστή τους. Μήπως, λοιπόν, τα βιβλία αυτά, όπως διδάσκονται έχουν την ίδια επίδραση; Μάλλον.
Αυτή η εξήγηση μας κάνει να βλέπουμε με κατανόηση το φαινόμενο, όχι όμως και να το δικαιολογούμε. Απλώς το εξηγούμε. Τα σχολικά βιβλία, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο τους και τον τρόπο διδαχής, είναι όργανα μάθησης. Η αποδοκιμασία δεν πρέπει να μετατραπεί σε«κυνήγι μαγισσών». Οι μαθητές που τα καταστρέφουν απερίσκεπτα, μπορούν με τον ίδιο τρόπο να μετατρα­πούν σε διώχτες κι άλλων πραγμάτων, με τα οποία δια­φωνούν ή που τα θεωρούν περιττά. Βλέπουμε έτσι τον κίνδυνο αναβίωσης του πνεύματος του γκαιμπελισμού. Και δυστυχώς ο νεοφασισμός, με τη μορφή του αχαλίνω­του κομματισμού, έχει αρχίσει να χτυπά τις πόρτες των σχολείων μας. Από την άλλη, δεν πρέπει να παραβλέ­πουμε τον κίνδυνο του πνευματικού χουλιγκανισμού, ήγουν του διανοητικού αλητισμού, που οδηγεί σε «αποπατοποίηση» την πνευματική μας ζωή, όπως έγραψε κάποιος πανεπιστημιακός καθηγητής.
Βέβαια δεν παύει μια βασική αιτία του «εθίμου», να χρησιμοποιούνται, δηλαδή, τα σχολικά βιβλία ως καύ­σιμη ύλη του καλοκαιριού, να είναι η επιπολαιότητα. Και ασφαλώς είναι επιπόλαιος ο μαθητής, αν πιστεύει πως το εκπαιδευτικό σύστημα βελτιώνεται με το κάψιμο των βιβλίων. Θα μπορούσε, λοιπόν, κανείς να μιλήσει για παιδική ή -τέλος πάντων- εφηβική ανωριμότητα. Το κακό όμως στην Ελλάδα ξεκινάει δυστυχώς -κι εδώ βρί­σκει τη θέση της μια εξήγηση την οποία παρακάμψαμε παραπάνω- από το ότι ο Νεοέλληνας δεν εκτιμά αυτό που του προσφέρεται δωρεάν. «Το τσάμπα κρέας το τρώνε οι σκύλοι», είναι μια γνωστή λαϊκή έκφραση. Δεν εκτιμά αυτό που μπορεί να παίρνει, χωρίς φαινομενικά να έχει άμεσα κοπιάσει ο ίδιος για την απόκτηση του.
Ιδιαίτερα οι νεότερες γενιές δυσκολεύονται αρκετά ν' αντιληφθούν με ποιες θυσίες κάποιων άλλων απολαμβά­νουν σήμερα αυτά που θεωρούν δεδομένα. Αγνοούν ή θέλουν ν' αγνοούν πως τα βιβλία που καίνε, δεν είναι δωρεάν σταλμένα από τον ουρανό, αλλ' ακριβοπληρω­μένα από τον Έλληνα φορολογούμενο, όπως οι γονείς τους.
Δεν πρέπει όμως να παραβλέψουμε και τη νεοπλου-τική νοοτροπία του Νεοέλληνα, που δεν εκτιμά ό,τι δενέχει οικονομική αξία. Γιατί, άραγε, δεν καίει ή δεν πετάει το βιβλίο που μόνος του αγοράζει; Ακόμη η μικροαστική διάθεση, που μας διακρίνει, δε μας επιτρέ­πει να δούμε το βιβλίο ως όργανο παιδείας και να το εκτιμήσουμε δεόντως· συχνά λειτουργεί ως διακοσμη­τικό αντικείμενο στο αστικό μας «σύνθετο». Γενικά η σύγχρονη ελληνική κοινωνία έχει μια απέχθεια προς καθετί πνευματικό, άρα και προς το βιβλίο. Άλλοτε υπήρχε σεβασμός· σήμερα περιφρόνηση. Όταν «βιβλιο­πώλης» των Αθηνών πουλάει τα βιβλία με το κιλό (!), γιατί έχουμε την απαίτηση να τα σεβαστούν οι μαθητές μας; Ποια παραδείγματα σεβασμού τους προσφέρουμε; Άλλοτε το βιβλιοπωλείο ήταν πνευματικός χώρος. Ένας χώρος ασύνδετος φαινομενικά με το σχολείο, ένα προαι­ρετικό κάλεσμα στο μαθητή να γνωρίσει την πνευματική τροφή. Η επικοινωνία μαθητή-βιβλιοπωλείου δημιουρ­γούσε νέα πνευματικά ερεθίσματα, έκανε το μαθητή φιλαναγνώστη, φίλο του βιβλίου. Σήμερα πολλά βιβλιο­πωλεία της επαρχίας και των συνοικιών έπαψαν να είναι πνευματικές εστίες. Πωλούν τα πάντα και δευτερευό­ντως ή παρεπιπτόντως και βιβλία. Έχασαν, κι αυτό μ' ευθύνη της πολιτείας, την πνευματική τους αποστολή. Ο τρόπος διανομής των σχολικών βιβλίων μέσω του σχο­λείου κι όχι μέσω του βιβλιοπωλείου, θυμίζει τον τρόπο που μοιράζονταν κάποτε τα ρούχα της «Ούνρα[6]». Η μαζική μεταφορά με φορτηγά αυτοκίνητα, το πρόχειρο στοίβαγμα και «δεμάτιασμα», η ανοργάνωτη διανομή, που μοιάζει με Σούπερ Μάρκετ σε ώρες Τσερνομπίλ, δεν κακοποιούν μόνο τα βιβλία, αλλά τους δίνουν το χαρα­κτήρα της ευτέλειας και της ασημαντότητας. Έτσι τα παιδιά στη διάρκεια της σχολικής χρονιάς τα μουτζου-ρώνουν και στο τέλος τα καίνε ως αντικείμενα άνευ αξίας!
Ακόμη η απότομη μετάβαση από την αυταρχική στην αντιαυταρχική εκπαίδευση, χωρίς να έχει περάσει ένα στάδιο προετοιμασίας, έκανε το μαθητή από τρομοκρα-τούμενο, τρομοκράτη. Το κάψιμο των βιβλίων βρίσκει κάποια αντιστοιχία σ' ένα ευρύτερο κοινωνικό βανδα-λικό φαινόμενο, το χουλιγκανισμό των γηπέδων. Ο χου­λιγκανισμός, που τείνει να γίνει έκφραση ζωής για μια μερίδα της νεολαίας, είναι η έμπρακτη εκδήλωση κάποιων νεοφασιστικών τάσεων, που είναι διάχυτες σ' όλη την έκταση της Ευρώπης. Οι νέοι με το κάψιμο των βιβλίων εθίζονται να καίνε τις ιδέες. Η πράξη τους αυτή θυμίζει κάποιες ανελεύθερες εποχές, που η εξουσία έκαιγε κάθε έντυπο (συχνά και το συγγραφέα του), που προωθούσε κάποιες μη αρεστές ιδέες. Όταν δημιουργείς μια γενιά πυρομανών (με κάθε έννοια), τότε η απόσταση που χωρίζει το κάψιμο των βιβλίων από το κάψιμο των δασών και των ανθρώπων, δεν είναι μεγάλη.
Όμως, ας μη μετατρέψουμε τους μαθητές μας σε απο­διοπομπαίους τράγους κι ας μην τους χρεώσουμε την κύρια ευθύνη για το κακό, μια και η ευθύνη βαραίνει κατά πρώτο λόγο την πολιτεία, εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο καθόρισε το ρόλο του βιβλίου στο σχολείο. Ό μαθητής αναγκάζεται να ενταχθεί σ' ένα σύστημα παι­δείας επαχθές. Σύστημα μη δημοκρατικό, που μόνο τον πνευματικό
βασανισμό προωθεί κι όχι τη χαρά της μάθη­σης. Παρά την επίφαση του φιλελευθερισμού, που εκδη­λώνεται ως χαλάρωση,έχουμε τη μονοκρατορία του ενός και μοναδικού βιβλίου, το οποίο προβάλλεται αξιωμα­τικά ως το μοναδικό, έγκυρο και σωστό εγχειρίδιο, έστω κι αν σφάλλει! Το παιδί υποχρεώνεται να θεωρεί σωστό αυτό που γράφει το σχολικό. Έτσι το «σχολικό» λειτουρ­γεί σαν αυθεντία κι όχι σαν ερέθισμα φιλομάθειας. Δεν παρέχονται περιθώρια να προχωρήσει πέρα από αυτό, να επαυξήσει τις γνώσεις του, να διορθώσει αυτό που είναι εσφαλμένο ή να συμπληρώσει αυτό που είναι ανεπαρκές. Το άγχος να καλυφθεί η «ύλη», η ανακριτική εξέταση με βάση πάντα το σχολικό και μια βαθμολογία, που είναι αξιολογητής της απομνημονευτικής κι όχι της κριτικής ικανότητας, κάνει το βιβλίο αντιμέτωπο κι όχι συνεργάτη του μαθητή στο στίβο της μάθησης.
Οι μαθητές δικαιολογημένα ασφυκτιούν, όντας υπο­χρεωμένοι να διαβάζουν ένα μόνο βιβλίο και να εξετά­ζονται μόνο με βάση αυτό. Νιώθουν ότι υπονομεύεται η παιδαγωγική πράξη, όταν βραβεύεται η ξερή απομνημό­νευση. Οι πιο ανήσυχοι ή ευαίσθητοι νιώθουν βαθιά αποστροφή προς ένα όργανο καταπίεσης και φυσικά αισθάνονται βαθιά ικανοποίηση με την καταστροφή του. Όμως το μεγαλύτερο κακό δε βρίσκεται στο «κάψιμο», που μπορεί να είναι μια δικαιολογημένη ή μη αντίδραση των παιδιών. Ας μην ξεχνάμε αυτό που έλεγε ο Αριστο­τέλης: «Οί νέοι φιλοϋσι τε άγαν και μισοϋσιν άγαν και τάλλα πάντα ομοίως». Το κακό είναι βαθύτερο. Το ένα και μοναδικό βιβλίο προωθεί σταδιακά τον πνευματικό εφησυχασμό, τις έτοιμες αλήθειες και νεκρώνει το γόνιμο στοχασμό. Ο μαθητής δε μαθαίνει πώς να σκέπτεται αλλά με τι να σκέπτεται. Δεν ασκεί την κρίση του με συγκλίνουσες ή αποκλίνουσες απόψεις και μόνος του πια σαν ελεύθερο άτομο να βγάλει τα συμπεράσματα του, να διαμορφώσει ιδέες, προσωπικές θέσεις. Απεναντίας δεσμεύεται να υιοθετήσει μια θέση, είτε αυτή τον εκφρά­ζει είτε όχι, είτε την καταλαβαίνει είτε όχι. Αυτό περιο­ρίζει ακόμη και τον καθηγητή, που εκτοπίζεται από την αυθεντία του σχολικού βιβλίου. Ούτε κι αυτός επιτρέπε­ται να έχει προσωπική άποψη, ούτε χρειάζεται να έχει περισσότερες γνώσεις! Συχνά μαθητικά συμβούλια κατέ­φυγαν σε κάτι φρικιαστικό, γκαιμπελικό: κατάγγειλαν, που σημαίνει κατέδωσαν, καθηγητές τους, επειδή τους έλεγαν κι άλλα, που δεν υπήρχαν στο σχολικό! Στην, ελληνική παιδεία του σήμερα είναι επικίνδυνο για καθη­γητές και μαθητές να ξέρουν πολλά! Όταν έχουμε φτάσει σ' αυτό το σημείο, είναι αστείο να μας ενοχλεί μόνο το κάψιμο των βιβλίων.
«Κάθε βιβλίο που καίγεται από φανατικούς, φωτίζει τον κόσμο», πιστεύει κάποιος διανοητής. Τα παιδιά όμως, που στην αρχή του καλοκαιριού εγκαινιάζουν τις πυρπολήσεις των δασών, καίγοντας τα σχολικά βιβλία, δεν το κάνουν, επειδή είναι φανατικά υπέρ ή εναντίον κάποιας ιδέας ή ιδεολογίας. Δε βλέπουν στη στάχτη των βιβλίων τους τη γνώση. Βλέπουν το συγκεκριμένο βιβλίο, το μάθημα που δεν κατάφερε να γίνει φίλος, βοηθός, το μάθημα που έγινε δυνάστης. Τα βιβλία, που καίνε τα παιδιά δε φωτίζουν τον κόσμο. Ίσως μόνο μπορούν, όσο είναι καιρός, να φωτίσουν κάποια λάθη μας και να τα διορθώσουμε.
(Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ», τ. 656, 2 Οκτωβρίου 1987)
[1]Τορκουεμάδας Θωμάς (1420-1498): Ισπανός μοναχός, ιεροεξεταστής. Καταδίκασε σε θάνατο 8.000 άτομα.
[2]Σαβοναρόλα (1452-1498): Δομηνικανός μοναχός και ιεροκήρυκας. Αγωνίστηκε να επιβάλει στη Φλωρεντία ένα πολιτικό σύστημα δημο-κρατικό-θεοκρατικό. Κρεμάστηκε κι έπειτα κάηκε στην Πιάτσα ντέλλα Σινιορία με απόφαση του πάπα Αλεξάνδρου ΣΤ' Βοργία.
[3]Κου-Κλουξ-Κλαν: Αμερικανική τρομοκρατική οργάνωση. Τα μέλη τους φορούσαν λευκές κουκούλες, σκότωναν ή έδερναν μαύρους, άνα­βαν τις νύχτες στα βουνά σταυρούς κ.λπ.
[4]Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως επιβλήθηκε επί δικτατορίας Μεταξά.
 
[5]απροσδιόνυσος: η λέξη παράγεται από τη φράση «ουδέν προς Διόνυσον», που σημαίνει άνθρωπο άσχετο με τη λατρεία του Διονύσου. Μεταφορικά σημαίνει τον άσχετο με ζητήματα πνευματικά.
 
[6]Ούνρα:   Αμερικανική   φιλανθρωπική   οργάνωση   που   μετά   τον πόλεμο μοίραζε ρούχα και τρόφιμα.


http://www.sarantoskargakos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου