(Διόδωρος ΙΖ.48.6-7, Κούρτιος 4.5.11, 6.30, 8.9,
Ιώσηπος ΙΑ.302-339)
Θεωρούμε ότι ο Αλέξανδρος
συνέχισε την πορεία του προς την Αίγυπτο τον Μεταγειτνιώνα (15 Αυγούστου –
16 Σεπτεμβρίου), αμέσως μόλις αποκατέστησε τη λειτουργία της Τύρου. Όλες οι
χώρες των μεσογειακών παραλίων της σημερινής Μέσης Ανατολής εκτός από τη
Γάζα, ήταν στα χέρια του. Η Γάζα ήταν η τελευταία πόλη πριν από την έρημο
και απείχε από τη θάλασσα 20 στάδια (περίπου 3,7 χμ), περιβαλλόταν από
παραθαλάσσιο έλος, ήταν μεγάλη, προσβάσιμη μόνο από ένα παχύ στρώμα άμμου,
χτισμένη σε ψηλή πρόσχωση και την προστάτευαν ισχυρά τείχη. Ο διοικητής της,
ο ευνούχος Βάτης,
θεωρώντας ότι η πόλη του ήταν απόρθητη, είχε κάνει από νωρίς προμήθειες για
μακροχρόνια πολιορκία, προσέλαβε Άραβες μισθοφόρους και αρνήθηκε να
παραδοθεί.
Η πρόσχωση ήταν τόσο ψηλή,
που οι μηχανοποιοί βεβαίωναν τον Αλέξανδρο ότι ήταν αδύνατη η προσβολή των
τειχών. Ως την ώρα εκείνη η στρατιά του Αλεξάνδρου προέλαυνε αήττητη, είχε
νικήσει τους αντιπάλους από μειονεκτική θέση και είχε αλώσει όλες τις πόλεις,
που πολιόρκησε. Η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα της στρατιάς και οι
ικανότητες του Αλεξάνδρου τρομοκρατούσαν τους εχθρούς και πειθαρχούσαν τους
φίλους. Οι πειθαναγκασμένοι σε ηρεμία Έλληνες και κυρίως οι εξεγερμένοι
Σπαρτιάτες δεν έπρεπε να δουν κανένα σημείο αδυναμίας του Αλέξανδρου, ούτε
να βρουν συμμάχους και προγεφυρώματα στα πλευρά της στρατιάς του. Ο
Αλέξανδρος γνώριζε ότι αν δεν καθυπέτασσε όλα τα
παράλια της Ανατολικής Μεσογείου, δεν μπορούσε να προχωρήσει στο εσωτερικό
της Ασίας. Το γεγονός ότι η Γάζα ήταν θεωρητικά απόρθητη, θα ενίσχυε τον
αντίκτυπο της άλωσής της σε εχθρούς και συμμάχους. Έπρεπε λοιπόν να
κυριευθεί! Στο μεταξύ οι Σύνεδροι των Ελλήνων
στην Κόρινθο είχαν ψηφίσει να σταλεί 15μελής αντιπροσωπεία, για να μεταφέρει
στον Αλέξανδρο χρυσό στεφάνι ως αριστείο από την Ελλάδα και να τον συγχαρεί
για τη νίκη στην Ισσό. Η αντιπροσωπεία αυτή τον
συνάντησε κατά την πολιορκία της Γάζας.
Οι μηχανικοί επέλεξαν το
νότιο τμήμα του τείχους, που φαινόταν πιο ευάλωτο, και κατασκεύασαν ένα
ανάχωμα πλάτους 2 σταδίων (περίπου 370 μ) και ύψους 250 ποδών (περίπου 75
μ), ώστε οι μηχανές να ανέβουν σ' αυτό και να μπορούν να προσβάλουν τα τείχη.
Επειδή είχε προηγηθεί κάποιο
θεϊκό σημάδι και ο
μάντης
Αρίστανδρος του είπε ότι θα κινδύνευε η ζωή του, ο Αλέξανδρος κρατήθηκε
μακριά από τις βολές των υπερασπιστών. Όταν όμως οι Άραβες έκαναν έξοδο,
πυρπόλησαν τις μηχανές και απώθησαν τους Μακεδόνες, έτρεξε με τους
υπασπιστές και απέτρεψε την
καταισχύνη μίας φυγής. Στη φάση αυτή τραυματίσθηκε σοβαρά από βέλος
καταπέλτη,
που διαπέρασε την ασπίδα και το θώρακά του.
Στο μεταξύ έφτασαν στη Γάζα
δια θαλάσσης οι μηχανές, που είχαν εκπορθήσει την Τύρο. Τις ανέβασαν στο ανάχωμα
και άρχισαν να κατεδαφίζουν τα τείχη. Παράλληλα με τη δράση των μηχανών,
υπέσκαπταν με υπονόμους τα θεμέλια του τείχους, το οποίο γκρεμιζόταν. Οι
κινήσεις του μηχανικού καλύπτονταν από καταιγισμό βελών, που προξενούσε
απώλειες στους Γαζαίους, οι οποίοι ωστόσο άντεξαν σε τρία επιθετικά κύματα.
Λόγω των μεγάλων απωλειών τους και των εκτεταμένων ζημιών στα τείχη, το
τέταρτο επιθετικό κύμα τους κατέβαλε εύκολα. Οι Μακεδόνες είχαν πολύ υψηλό
φρόνημα, κόμπαζαν για τα κατορθώματά τους και μάλλωναν ποιος θα ανεβεί
πρώτος στις
κλίμακες. Τελικά πρώτος πάτησε στα
τείχη της Γάζας ο
εταίρος
Νεοπτόλεμος
από το γένος των Αιακιδών. Πέρασαν με μεγάλη ευκολία τα τείχη και άνοιγαν
διαδοχικά τις πύλες, απ’ όπου όλο και περισσότεροι πολιορκητές εισέβαλλαν
στην πόλη. Οι υπερασπιστές της όμως δεν εγκατέλειψαν τον αγώνα. Παρέμειναν
όλοι συγκεντρωμένοι, πολέμησαν ηρωικά χωρίς να χαλάσουν τις γραμμές τους και
έπεσαν μέχρις ενός, ανεβάζοντας τους πεσόντες σε 10.000. Στη συνέχεια ο
Αλέξανδρος εξανδραπόδισε τα γυναικόπαιδα, μετέφερε τους γειτονικούς
πληθυσμούς, για να την κατοικήσουν, και τη χρησιμοποίησε ως φρούριο. Η
πολιορκία της Γάζας διήρκεσε δύο μήνες, τον Μεταγειτνιώνα (15 Αυγούστου – 16
Σεπτεμβρίου) και τον Βοηδρομιώνα (15 Σεπτεμβρίου – 16 Οκτωβρίου) του 332
π.Χ.
Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι
για τη διέλευση του Αλεξάνδρου μέσα από το σημερινό κράτος του Ισραήλ ούτε
οι Έλληνες ούτε οι Ρωμαίοι ιστορικοί αναφέρουν τίποτα ιδιαίτερο. Μόνο ο
Κούρτιος λέει επιγραμματικά ότι οι Σαμαρείτες εξεγέρθηκαν και έκαψαν ζωντανό
τον σατράπη της Κοίλης Συρίας, Ανδρόμαχο, τον οποίο ο Αλέξανδρος αντικατέστησε με
τον Μένωνα του Κερδίμμα, όταν επέστρεψε ένα χρόνο αργότερα
από την Αίγυπτο. Δεν υπάρχει κανένα
άλλο στοιχείο για το τι συνέβη στο Ισραήλ, ένδειξη ότι όλα κύλησαν ομαλά για
τον Αλέξανδρο κι ενώ οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι δεν βρήκαν καμία αφορμή, για
να διογκώσουν ή να εφεύρουν εξ αρχής κάποιο περιστατικό, το έκανε ο
Ιώσηπος,
ένας εξελληνισμένος Εβραίος.
Λέει λοιπόν ο ιουδαϊκής
καταγωγής Ιώσηπος ότι όσο ο Αλέξανδρος πολιορκούσε την Τύρο, έστειλε
επιστολή στον αρχιερέα της Ιερουσαλήμ και ζητούσε την υποταγή του, πάνω απ’
όλα όμως του ζητούσε ενισχύσεις και εφόδια για τη στρατιά. Ο αρχιερέας
απήντησε ότι δεν είχε πρόθεση να αποστατήσει απ΄ το Δαρείο και απέρριψε τα
αιτήματα. Όμως ο διοικητής της Σαμάρειας, που ήταν και σαμαρειτικής
καταγωγής, στα πλαίσια των εβραϊκών θρησκευτικο-πολιτικών αντιπαλοτήτων τα
αποδέχθηκε χωρίς να του έχουν ζητηθεί. Μετά την άλωση της Γάζας ο Αλέξανδρος
προέλασε βόρεια προς την Ιερουσαλήμ και ο ανυπότακτος αρχιερέας έσπευσε
επικεφαλής όλου του πληθυσμού της πόλης να τον προϋπαντήσει με μία
θρησκευτική υποδοχή πρωτοφανή για αλλοεθνή ηγέτη. Φορούσαν όλοι τις επίσημες
ενδυμασίες και στην
κίδαρι
του αρχιερέα ήταν στερεωμένο το χρυσό έλασμα με το όνομα του θεού του
(του Γιαχβέ).
Κανονικά ο Αλέξανδρος θα
έπρεπε να τιμωρήσει τους ανυπότακτους ηγέτες της πόλης, αλλά προς μεγάλη
κατάπληξη όλων πλησίασε τον αρχιερέα και τον φίλησε, αφού πρώτα προσκύνησε
το όνομα του θεού του. Ο Παρμενίων ρώτησε ποιο ήταν το νόημα αυτής της
απροσδόκητης συμπεριφοράς και ο Αλέξανδρος του απάντησε ότι δεν προσκύνησε
τον αρχιερέα, αλλά τον θεό του. Είπε ακόμη ότι πριν ξεκινήσει την εκστρατεία
και ενώ προβληματιζόταν πώς θα υποτάξει την Ασία, στην ιερή πόλη της
Μακεδονίας το Δίον είδε σε ενύπνιο τον
αρχιερέα με εκείνη ακριβώς την ενδυμασία να του λέει να μη χρονοτριβεί, αλλά
να προχωρήσει στην Ασία άφοβα, διότι εκείνος θα του παρέδιδε το κράτος των
Περσών. Επειδή λοιπόν ο αρχιερέας ήταν ο πρώτος, τον οποίο συναντούσε με
αυτήν την ενδυμασία, ο Αλέξανδρος πείσθηκε ότι ο θεός των Ιουδαίων θα τον
οδηγούσε στην εκπλήρωση των σκοπών του.
Επιβάλλεται να σημειώσουμε
ότι ήδη μεταξύ 247 και 210 π.Χ. επί Πτολεμαίου Β΄ του Φιλάδελφου είχε
αρχίσει η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης από τα εβραϊκά στα ελληνικά.
Πρόκειται για τη γνωστή «μετάφραση των 72»,
στην οποία συμμετέσχαν 6 λόγιοι από κάθε μία των 12 φυλών του Ισραήλ,
κατόπιν αδείας του αρχιερέα της Ιερουσαλήμ, Ελεάζαρ. Τον 1ο μ.Χ. αιώνα,
οπότε έζησε ο Ιώσηπος, και παρά τη ρωμαϊκή κατάκτηση η ελληνική γλώσσα ήταν
η παγκοσμίως ομιλουμένη ο δε Ιουδαϊσμός είχε τη δυνατότητα να αποκτήσει μέσω
αυτής παγκόσμια προβολή. Δεν χωράει λοιπόν αμφιβολία ότι γι’ αυτόν ακριβώς
το λόγο κατασκεύασε το παραπάνω μύθευμα ο θρησκευτικά δραστηριοποιημένος
Ιουδαίος συγγραφέας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου