Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

Η ΕΛΛΗΝΟΚΑΜΑΡΑ ΤΗΣ ΚΑΣΟΥ

Η Κάσος βρίσκεται στα νότια Δωδεκάνησα, μεταξύ Καρπάθου και του ανατολικού άκρου της Κρήτης (Κάβο Σίδερο).
Το σπήλαιο Ελληνοκαμάρα εντοπίζεται στη γενικότερη περιοχή του χωριού Αγ. Μαρίνα, περίπου 1200 μ. δυτικά του δημοτικού δρόμου προς τις θέσεις Παραϊσι και Αγιασμάκι μετά την εκκλησία του Αγ. Φανουρίου και σε υψόμετρο 125 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας. Στην Ελληνοκαμάρα φτάνει κανείς από ένα ήπια ανηφορικό πλακοστρωμένο μονοπάτι μήκους περίπου 300 μ. Το σπήλαιο έχει ένα μεγάλο φυσικό άνοιγμα με όψη στον Βορρά, το οποίο έχει φραγεί στην αρχαιότητα με μία μνημειακή τοιχοδομή.

Στον αρχαιολογικό χώρο που αποτελείται από τρεις (3) αναβαθμούς, κατά την ανασκαφική έρευνα, βρέθηκαν λαξεύματα στο φυσικό βράχο που σχηματίζουν χώρους όπου γινόταν επεξεργασία πηλού που χρησιμοποιήθηκε για το μερικό στρώσιμο του δαπέδου του εσωτερικού χώρου και ίσως για την επισκευή μεγάλων αγγείων. Αποκαλυφθήκαν επίσης δύο δεξαμενές το δάπεδο των οποίων είναι στρωμένο με εγκάρσια κομμένα βότσαλα και τοποθετημένα μέσα σε υδραυλικό μείγμα. Τα τοιχώματα των δεξαμενών είναι επιχρισμένα με το ίδιο μείγμα σε όλο τους το σωζόμενο ύψος. Η μια δεξαμενή είναι μεγάλη και βρίσκεται ψηλότερα κατά 2,00 μ. από την δεύτερη. Έχει οπή απορροής στη βόρειο ανατολική της γωνία για τον καθαρισμό από τα διάφορα φερτά υλικά και λάσπη. Η δεύτερη είναι μικρότερη και χρησίμευε για την αποδοχή των υλικών από τον καθαρισμό της μεγαλύτερης. Στο δάπεδο της υπάρχει λάκκος για την καθίζηση βαρειών υλικών. Και οι δύο είναι της ίδιας εποχής και τεχνοτροπίας. Στον εξωτερικό χώρο του σπηλαίου βρέθηκαν συστάδες οστράκων διαφόρων χρηστικών αγγείων του 4ου και 3ου αιώνα π.Χ. καθώς και λιγοστά σποραδικά προϊστορικά και τμήματα λεπίδων οψιανού.

Η πρόσβαση στο εσωτερικό γίνεται από είσοδο που βρίσκεται περίπου 2,00 μ. χαμηλότερα από το επίπεδο του αναβαθμού στον αμέσως εξωτερικό χώρο, και γίνεται από κλίμακα με 7 κανονικά λαξευμένα σκαλοπάτια. Ένας μνημειακός τοίχος από 41 κανονικά λαξευμένους ογκόλιθους διαφόρων μεγεθών σε επτά οριζόντιες σειρές, φράζει το φυσικό άνοιγμα του σπηλαίου.

Μπαίνοντας ο επισκέπτης βρίσκεται σε ένα προθάλαμο όπου υπάρχουν δυο θύρες που οδηγούν ανατολικά και δυτικά. Ο εσωτερικός χώρος, συνολικού εμβαδού 250 τ.μ. περίπου, χωρίζεται σε τρεις χώρους, ανατολικό, κεντρικό και δυτικό. Στον ανατολικό, που είναι και ο μεγαλύτερος, βρέθηκε εστία στην ΒΑ γωνία και δίπλα δυο θέσεις τοποθέτησης μεγάλων αποθηκευτικών πίθων. Όστρακα χρηστικών αγγείων 5ου, 4ου και 3ου αιώνα υπήρχαν στις επιχώσεις των δυο δαπέδων. Στην ανατολική πλευρά υπάρχουν κόγχες για την τοποθέτηση πιθανώς λυχναριών μια και το τεχνητό φως ήταν η μόνη πηγή φωτισμού. Ο δυτικός χώρος χρησιμοποιήθηκε μάλλον για την αποθήκευση κρασιού αλλά και διαφόρων χρηστικών αγγείων. Εδώ πιθανά να υπήρχε βωμός στο ΒΔ τμήμα του χώρου όπως φαίνεται από ένα μεγάλο ακατέργαστο κομμάτι καθαρού χονδρόκοκκου γύψου. Και στον δυτικό χώρο υπήρχαν σωροί από όστρακα που μάλλον είχαν σπάσει μέσα στον χώρο, που άλλα σωρεύτηκαν κοντά στην εσωτερική πλευρά της τοιχοδομής και άλλα στον περιβάλλοντα εξωτερικό χώρο. Ο κεντρικός χώρος ήταν προσβάσημος από μια θύρα στον δυτικό χώρο που είχε φραγεί στην αρχαιότητα. Στα δυτικά τοιχώματα του χώρου υπάρχει μικρή γούρνα για τη συλλογή νερού που στάζει. Βρέθηκαν θεμέλια μικρών τοιχίσκων ενώ στο νοτιότερο τμήμα του βρέθηκαν τοιχίσκοι σε σημείο που υπήρχε σταγονορροή, καλυμμένοι από ιζηματογενές υλικό, που υποδηλώνει ανθρώπινη παρουσία από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού τουλάχιστο. Χαρακτηριστική είναι εδώ η παντελής απουσία οστράκων.

Το πλήθος των οστράκων τόσο στον εσωτερικό, όσο και στον εξωτερικό χώρο της Ελληνοκαμάρας, αλλά και ο τρόπος εναπόθεσης των, το στρώμα καταστροφής που παρατηρήθηκε στο εσωτερικό αλλά και στην κλίμακα, η έλλειψη ικανού αριθμού οστράκων πέραν του 3ου αιώνα π.Χ., και η φραγή των δύο εισόδων του σπηλαίου κατά την αρχαιότητα, ενισχύουν την άποψη για καταστροφικό σεισμό που έκανε το σπήλαιο επικίνδυνο για παρά πέρα χρήση. Η σώρευση των οστράκων έγινε αμέσως μετά το σεισμό σε μία προσπάθεια καθαρισμού για να περισωθεί ό,τι ακόμα είχε μείνει άθικτο. Αυτό φαίνεται και από την απουσία ακεραίων αγγείων. Από τα σποραδικά προϊστορικά όστρακα και τα ψήγματα οψιανού, αλλά και από τους τοιχίσκους του κεντρικού χώρου, μπορεί να θεωρηθεί ότι το σπήλαιο χρησιμοποιήθηκε από τις αρχές της Εποχής του Χαλκού σαν χώρος κατοικίας. Στα μετέπειτα χρόνια χρησιμοποιήθηκε σαν ιερό κάποιας θεότητας μέχρι την εγκατάλειψη του.

Η ιδιαιτερότητα του σπηλαίου της Ελληνοκαμάρας είναι η μνημειακή τοιχοδομή που φράζει την φυσική είσοδο, που κτίστηκε γύρο στο τέλος του 5ου αιώνα π.Χ. Σώζεται σχεδόν ολόκληρη μέχρι σήμερα και το καθιστά μοναδικό σε όλη την Ελλάδα. Την ίδια περίοδο έγινε και η διαμόρφωση του ανατολικού χώρου με τη λάξευση των φυσικών τοιχωμάτων και του δαπέδου ώστε να διευρυνθεί ο χώρος. Το υλικό που εξορύχθηκε χρησιμοποιήθηκε για το κτίσιμο της μνημειακής τοιχοδομής, πρακτική που εφαρμόζονταν στην Μ. Ασία κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα σε μεγάλες οχυρωματικές κατασκευές. Οι εργασίες αυτές είχαν σαν αποτέλεσμα να χαθούν στοιχεία προηγουμένων εποχών.

Η θέση του σπηλαίου σε υψόμετρο, τα ευρήματα, η σταγονορροή στο εσωτερικό και οι εξωτερικές δεξαμενές, πιθανό να δηλώνουν τη λατρεία κάποιας θεότητας που έχει σχέση με τα νερά, όπως των Νυμφών. Το πλήθος των οστράκων χρηστικών αγγείων, μπορεί να υποδηλώνει κάποια γιορτή που γινόταν με την ευρεία συμμετοχή κοινού.

Στη γενικότερη περιοχή της θέσης Αγιασμάκι υπάρχουν και άλλες σπηλιές η έρευνα των οποίων πιθανά να δώσει περισσότερα στοιχεία τόσο για την χρήση της Ελληνοκαμάρας όσο και για τη λατρεία και τις θρησκευτικές συνήθειες των κατοίκων της Κάσου κατά την αρχαιότητα.

Η αρχαιολογική έρευνα άρχισε το καλοκαίρι του 1986 και για τα επόμενα καλοκαίρια μέχρι το 1990. Τότε εκπονήθηκαν και τα αρχιτεκτονικά σχέδια κατασκευής πλακόστρωτου μονοπατιού και ενός πλατώματος θέασης καθώς και η οικονομοτεχνική μελέτη του έργου. Το 2007 η Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας Νοτίου Ελλάδος ενέταξε τη μελέτη αυτή στο πρόγραμμα Interreg III με ένα σπήλαιο στην Κύπρο (σπήλαιο Πιθάρκα) για χρηματοδότηση τόσο της ανασκαφής του σπηλαίου, της αξιοποίησής του και της κατασκευής του πετρόκτιστου μονοπατιού μήκους 300 μέτρων περίπου. Όλο το έργο  ολοκληρώθηκε το 2009 και παραδόθηκε στις αρχές του 2010.

Την έρευνα έκανε ο αρχαιολόγος Γιάννης Γ. Σακελλαράκης, που επέβλεψε και την κατασκευή του μονοπατιού.

http://www.provoleas.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=17594&Itemid=37


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου