Γράφει ο Αρματιστής
2 Σεπτεμβρίου 1922 - Αλάτσατα - χερσόνησος Ερυθραίας
Η ώρα είναι 2100 όταν ολόκληρη η δύναμη του Αποσπάσματος του Αντισυνταγματάρχη Οδυσσέα Μαρούλη, αποτελούμενο από το 1ο Σύνταγμα Πεζικού της ΙΙ Μεραρχίας και δύο ορειβατικές πυροβολαρχίες, εγκαταλείπει υπό τη κάλυψη των πυρών των θωρηκτών και των Α/Τ του στόλου την τοποθεσία «Αλάτσατα» της Ερυθραίας και κατευθύνεται προς το λιμάνι του Τσεσμέ. Είναι το Σύνταγμα της Μικρασιατικής Στρατιάς στο οποίο έλαχε ο κλήρος να εγκαταλείψει τελευταίο τη γη της Ιωνίας. Είχε παραμείνει στη τοποθεσία ολόκληρη την ημέρα για να καλύψει την αποχώρηση των Μεραρχιών του Α’ ΣΣ. Τελευταία, στις 1100 ώρα, είχε διέλθει από τις θέσεις του Αποσπάσματος η ΧΙΙΙ Μεραρχία υπό το Πλαστήρα.
Την 0115 ώρα της 3ης Σεπτεμβρίου επιβιβάστηκε στη τελευταία φορτηγίδα και ο διοικητής του Αποσπάσματος με το μητροπολίτη Τσεσμέ. Μετά την επιβίβαση και του τελευταίου τμήματος, ο Αντισυνταγματάρχης Μαρούλης διέταξε το αρχισαλπιγκτή του 1ου Συντάγματος Πεζικού να σημάνει επί της προκυμαίας του Τσεσμέ το σάλπισμα της αποχώρησης. Ο Ελληνικός Στρατός είχε ήδη εγκαταλείψει το προσφιλές και αιματόβρεκτο έδαφος της Μικράς Ασίας.
«Άμα τη σημάνσει του ανωτέρω σαλπίσματος, άπας ο εν τω λιμένι πολεμικός και επιβατικός στόλος απήρε, κατευθυνόμενος εις τα νήσους Χίον και Μυτιλήνην. Ενώ ο Ελληνικός Στρατός απεχώρει εκ Μικράς Ασίας, συγχρόνως εκ διαφόρων ορμίσκων της Ερυθραίας απήρχετο ομοίως αθρόως ο Ελληνικός πληθυσμός επιβιβαζόμενος διαφόρων πλωτών μέσων».
Πέρασαν 90 χρόνια από το σάλπισμα της αποχώρησης από την Ιωνία και το Μικρασιατικό ζήτημα θα συνεχίζει να στοιχειώνει το έθνος για πολλά χρόνια ακόμη. Στη προσπάθεια να δοθούν απαντήσεις για τα αίτια που προκάλεσαν τη καταστροφή, έχουν χυθεί χιλιάδες τόνοι μελάνι. Έχουν γραφεί αναρίθμητα πονήματα. Οι μη στρατιωτικοί συγγραφείς, έχουν τη τάση να αποδίδουν τις ευθύνες σε Άγγλους Γάλους Πορτογάλους, στους πολιτικούς, στο ΚΚΕ, στο Στεργιάδη, στους Μπολσεβίκους, στους Βενιζελικούς, στους Αντιβενιζελικούς, στο βασιλιά και όποιον άλλον βρίσκουν πρόχειρο.
Η καταστροφή όμως, ήταν αποτέλεσμα της συντριβής του στρατού. Και το μέγεθος της καταστροφής ήταν ανάλογο της ασύλληπτης ταχύτητας με την οποία συντρίφτηκε και αποσυντέθηκε η περήφανη Μικρασιατική Στρατιά, που ένα χρόνο πριν από το σάλπισμα της αποχώρησης, έκρουε τις πύλες της Άγκυρας στους βράχους του Καλέ Γκρότο. Και η ευθύνη για τη συντριβή του στρατού, είναι καθαρά Ελληνική, ανήκει σε μας και σε κανένα άλλο. Η ευθύνη για τη σφαγή και το ξεριζωμό από τις πατρογονικές του εστίες του πιο γνήσιου τμήματος της Ελληνικής φυλής, του Ελληνισμού της Ιωνίας με τη τρισχιλιετή ιστορία, βαρύνει αποκλειστικά σύσσωμη τη παλαιά Ελλάδα. Άρχοντες και αρχομένους. Πολιτικούς, πολίτες και στρατιωτικούς. Αυτοί ανέλαβαν το μεγάλο εγχείρημα και αποδείχτηκαν «λίγοι» για να το φέρουν σε αίσιο τέλος.
Το παρόν κείμενο, έχει σαν στόχο να αναδείξει μερικά (πολύ ελάχιστα), από τα ζητήματα που αφορούν τις αιτίες της στρατιωτικής ήττας. Είναι ζητήματα απλά και χειροπιαστά, αντιληπτά και από το μη ειδικό, που δεν έχουν να κάνουν σε τίποτα με την υψηλή στρατηγική, τη τακτική, ή τη διεύθυνση των επιχειρήσεων και της μάχης. Είναι θέματα με διαχρονική αξία που συνεχίζουν να προβληματίζουν όλους όσους από θέση ευθύνης ασχολούνται με την άμυνα μιας χώρας. Τα ζητήματα που θα θίξω, έχω την άποψη ότι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην εξέλιξη των επιχειρήσεων κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία και είχαν κρίσιμο ειδικό βάρος στο τελικό αποτέλεσμα. Πιστεύω όμως ότι και μόνο από την ιστορική τους σκοπιά αν τα δούμε, είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα.
Ζητήματα προς παρουσίαση:
1.Η εκλογή της αμυντικής τοποθεσίας
2.Η οχύρωση
3.Το πυροβολικό
ΜΕΡΟΣ Ι
Η εκλογή της αμυντικής τοποθεσίας στη περιοχή του Σαγγάριου από τη Τουρκική Διοίκηση
Μετά τη μάχη του Εσκή Σεχήρ, η Τουρκική διοίκηση σύμπτυξε τις δυνάμεις της σε βάθος 150 περίπου χιλιομέτρων και τις εγκατέστησε αμυντικά αμέσως ανατολικά του Σαγγάριου. Σκοπός της ήταν να ρυμουλκήσει την Ελληνική Στρατιά σε όσο το δυνατό μεγαλύτερη απόσταση από τις Βάσεις Συντηρήσεώς της. Κατά τη σύμπτυξή της, κατέστρεψε ολοσχερώς τη σιδηροδρομική γραμμή Εσκή Σεχήρ – Άγκυρα, καθώς και τα τεχνικά έργα αυτής.
Η απόφαση της Τουρκικής διοίκησης για την εγκατάλειψη του Εσκή Σεχήρ και τη σύμπτυξη των δυνάμεών της ανατολικά του Σαγγάριου, ήταν μια πολύ δύσκολη απόφαση αλλά ταυτόχρονα και όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, στρατηγικά σοφή, διότι δια ταύτης απέκτησε σημαντικότατα πλεονεκτήματα για τη συνέχιση των επιχειρήσεων, όπως:
• Κέρδισε χρόνο για την ανασυγκρότηση των μονάδων της, την αναπλήρωση των απωλειών, τη συγκρότηση νέων Μεραρχιών με την επιστράτευση και άλλων κλάσεων και την οργάνωση της άμυνας στην επιλεγείσα αμυντική τοποθεσία.
• Μείωσε το μήκος του μετώπου της, εξοικονομώντας έτσι δυνάμεις για τη διεξαγωγή ενεργητικής άμυνας.
• Κάλυψε ευρέως την Άγκυρα που αποτελούσε τη μεγαλύτερη βάση εφοδιασμού της.
• Συντόμευσε τις μεταφορές της από τη βάση ανεφοδιασμού της Άγκυρας προς τη νέα γραμμή του μετώπου της και επιπλέον
• Σε περίπτωση που η Ελληνική Στρατιά θα συνέχιζε τις επιχειρήσεις προς ανατολάς καθώς εκτιμούσε, θα απομακρυνόταν υπέρμετρα από τις βάσεις συντηρήσεως της, με αποτέλεσμα αφ’ ενός σημαντικές δυσχέρειες στον εφοδιασμό των δυνάμεών της κατά τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων και αφ’ ετέρου την απαίτηση διάθεσης ακόμη περισσοτέρων στρατευμάτων για τη προστασία των εκτεταμένων γραμμών συγκοινωνιών της. Στρατευμάτων που υποχρεωτικά θα αφαιρούνταν από τις δυνάμεις κρούσης.
Η απόφαση για την υποχώρηση του Τουρκικού στρατού από το Εσκή Σεχήρ, λήφθηκε προσωπικά από τον Κεμάλ, ο οποίος προσκλήθηκε επί τούτου στο στρατηγείο του Ισμέτ πασά την 6η Ιουλίου 1921. Η απόφαση, όπως μεταφέρεται από επίσημες πηγές, έχει ως εξής: «Εκκενώσατε την περιοχήν, δώσατε διαταγήν υποχωρητικής μάχης εφ’ ολοκλήρου του μετώπου και υποχωρήσατε κατά 300 χλμ μέχρι και πέραν του Σαγγάριου και οργανώσατε αμυντικώς την τοποθεσίαν καλύπτοντες την Άγκυραν. Τούτο θα υπερτείνη τας συγκοινωνίας του εχθρού και θα βραχύνη κατ’ ίσην απόστασιν τας συγκοινωνίας ημών. Επιπλέον θα μας ευκολύνη εις το να ανασυγκροτήσωμεν τα δυνάμεις ημών». (Αντιστράτηγος Γ. Σπυρίδων, «Πόλεμος και Ελευθερίαι», σελ 152)
Η Τουρκική διοίκηση επέλεξε ως αμυντική τοποθεσία για να προστατεύσει την Άγκυρα, μία συνεχή σειρά δεσποζόντων υψωμάτων ανατολικά του Σαγγάριου και βόρεια των παραποτάμων του Γκεούκ και Κατραντζί Ντερέ, που άρχιζε από τη περιοχή βόρεια του Γόρδιου και του Πολατλί, συνέχιζε προς νότο μέχρι το όρος Γκιλντίζ, στη συνέχεια καμπτόταν σε ορθή γωνία προς τα ανατολικά και ακολουθώντας τη κατεύθυνση του Γκεούκ, έφθανε μέχρι το Μανγκάλ Νταγκ. Ύστερα από την αναγνώριση του εύρους του υπερκερωτικού ελιγμού της Ελληνικής Στρατιάς, η υπόψη γραμμή επεκτάθηκε έτι ανατολικότερα, μέχρι τα βραχώδη υψώματα του Ουλού Νταγκ και του Καλέ Γκρότο.
Χαρακτηριστικά της εκλεγείσας τοποθεσίας:
• Διέθετε ανάπτυγμα 90 περίπου χλμ.
• Στήριζε ισχυρά τα πλευρά της, βόρεια στις νοτιοδυτικές αντηρίδες του όρους Ελμά Νταγκ και ανατολικά στα βραχώδη υψώματα Καλέ Γκρότο και το Ουλού Νταγκ.
• Ήταν οικονομική.
• Τα προς νότο κατερχόμενα πρανή των δεσποζόντων υψωμάτων της εκλεγείσας αμυντικής τοποθεσίας επί των οποίων στηρίχθηκε και το πλέγμα της αμυντικής οργάνωσης, είναι παντελώς ακάλυπτα από βλάστηση, παρουσιάζουν μικρές και ομαλές κλίσεις και παρέχουν στον αμυνόμενο επ’ αυτών, ευρεία παρατήρηση και αναπεπταμένα και καθαρά πεδία βολής (προς νότο και δυτικά) που επιτρέπουν την εκτέλεση θεριστικής βολής πολυβόλων.
• Στην ανωτέρω περιοχή και σε ζώνη βάθους 25-35 χλμ, οργανώθηκαν από τους Τούρκους τρεις διακεκριμένες διαδοχικές αμυντικές τοποθεσίες, καθώς και κάποιες ενδιάμεσες.
• Οι αμυντικές τοποθεσίες περιελάμβαναν φύσει ισχυρά εδάφη που κυριαρχούσαν στην ευρύτερη περιοχή τους και των οποίων η φυσική αμυντική ισχύς επαυξήθηκε σημαντικά από την ποιότητα της αμυντικής οργάνωσης που επιτεύχθηκε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Τα υπόψη υψώματα, όπως το Ντουά Τεπέ του Πολατλί, οι αμυντικές περιβολές του Τοϊντεμίρ, η Γυμνή Κορυφή και ο Τραπεζοειδής λόφος της Σαπάντζας, το Μανγκάλ Νταγκ, το Τουρμπέ Τεπέ και οι Δίδυμοι Λόφοι του Ταμπούρ Ογλού, το Καρά Τεπέ, οι γρανιτένιες κορυφές των Καλέ Γκρότο και Ουλού Νταγκ, το Καρακουγιού, το Τσαλ Νταγκ και το Αρντίζ Νταγκ, ποτίστηκαν με το αίμα χιλιάδων Ελλήνων μαχητών, που κοιμούνται εκεί τον αιώνιο τους ύπνο.
• Το σύνολο της αναφερομένης εδαφικής ζώνης (ανατολικά και δυτικά του Σαγγάριου και βόρεια και νότια του Γκεούκ), είναι άδενδρο και ακάλυπτο και δεν παρέχει ούτε την ελάχιστη απόκρυψη και κάλυψη στις κινήσεις δυνάμεων που επιχειρούν στην υπόψη περιοχή. Οι κινήσεις των σχηματισμών της Ελληνικής Στρατιάς, είτε κατά τη προέλαση για τη λήψη της επαφής με την ως άνω τοποθεσία, είτε κατά τη προσπέλαση για την εκτόξευση των επιθέσεων, εγένοντο αντιληπτές από μεγάλες αποστάσεις, με αποτέλεσμα η Τουρκική διοίκηση να προσαρμόζει έγκαιρα τις δυνάμεις της και τα πυρά της ανάλογα με τις απαιτήσεις.
Ακόμη όμως και αν επιτυγχανόταν η κατάληψη και των τριών αμυντικών τοποθεσιών, το έδαφος μέχρι την Άγκυρα προσφερόταν απόλυτα για την οργάνωση και άλλων αμυντικών γραμμών για τη συνέχιση του αμυντικού αγώνα. Και όπως φάνηκε κατά την εξέλιξη των επιχειρήσεων, όταν οι Τουρκικές δυνάμεις ύστερα από αιματηρές μάχες έχαναν ένα ύψωμα ή μια τοποθεσία, συμπτύσσονταν λίγο πιο πίσω και άρχιζαν το σκάψιμο. Είναι χαρακτηριστικός ο διάλογος του Λοχαγού διοικητή λόχου του 34 Συντάγματος της ΙΙ Μεραρχίας με φίλο του διμοιρίτη, ύστερα από την αιματηρή μάχη του Ταμπούρ Ογλού, κατά την οποία το 34 Σύνταγμα κατέλαβε την αιματόβρεκτη κορυφή του Τουρμπέ Τεπέ:
Διμοιρίτης: Κύριε Λοχαγέ στην Άγκυρα δεν θα πάμε, βγάλτο από το νου σου.
Λοχαγός: Μη ρίχνεις το ράϊ, μη κιοτεύεις θα τους φάμε.
Διμοιρίτης: Με ξέρεις αν κιοτεύω, αλλά τώρα έχασα κάθε ελπίδα. Κοιτά τους πως δουλεύουν εις όλην την γραμμήν, κοίτα με γυαλιά σου καλά.
(Και του έδειξε τη γραμμή του Εβλί Φακιλί, στην οποία οι Τούρκοι έσκαβαν χαρακώματα ταχύτατα και σε όλη την έκταση, οι δε διοικητές τους περιφέρονταν έφιπποι επιβλέποντες τις λεπτομέρειες της οχύρωσης).
Η αμυντική οργάνωση της εκλεγείσας τοποθεσίας
Στο χρονικό διάστημα από της 8ης Ιουλίου 1921 κατά την οποία οι Τουρκικές δυνάμεις υποχώρησαν από το Εσκή Σεχήρ, μέχρι και την 11η Αυγούστου που άρχισε η Ελληνική επίθεση για την κατάληψη της Άγκυρας, η Τουρκική διοίκηση επέδειξε ιδιαίτερη ικανότητα στην εκλογή των θέσεων άμυνας επί της εκλεγείσας αμυντικής τοποθεσίας και συγχρόνως ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα για την αμυντική ισχυροποίηση της. Όλο ο στρατός και όλοι οι πολίτες που μπορούσαν, συμμετείχαν στην οργάνωση του εδάφους.
Οι αμυντικές οργανώσεις που εκτελέστηκαν αποτελούνταν αποκλειστικά από έργα εκστρατείας υπό τη μορφή περιβολών που επέτρεπαν την άμυνα προς όλες τις κατευθύνσεις. Περιελάμβαναν χαρακώματα κυρίως ορθίως βάλλοντος, ορύγματα συγκοινωνίας, παρατηρητήρια, θέσεις για τα αυτόματα όπλα και συρματοπλέγματα στα πλέον ευπαθή σημεία. Η πυκνότητα των έργων ήταν ιδιαιτέρως μεγάλη στη περιοχή μεταξύ του όρους Γιλντίζ και της Σαπάντζας. Εκεί που το έδαφος το επέτρεπε εκτελέστηκαν εκσκαφές και όπου αυτό ήταν πετρώδες, εκτελέστηκαν κατασκευές από ξερολιθιά. Στη περιοχή του Καλέ Γκρότο, η βραχώδης φύση του εδάφους αποτέλεσε ουσιαστικά τη μοναδική οχύρωση. Πλέον αυτών κατασκευάστηκαν πολλές και εναλλακτικές θέσεις για το πυροβολικό. Επειδή δε το έδαφος ήταν ερημικό και ομοιόμορφο χωρίς χαρακτηριστικά σημεία αναφοράς, για τη προσαρμογή της βολής του πυροβολικού δημιουργήθηκαν σωροί από πέτρες ως σημεία αναφοράς.
Είναι μάλλον σαφές ότι μέχρι και την δεύτερη ημέρα της Ελληνικής προέλασης προς το Σαγγάριο, οι Τουρκικές αμυντικές οργανώσεις πρέπει να είχαν φθάσει μέχρι και τη Σαπάντζα. Τούτο αποδεικνύεται από τη διάταξη των Τουρκικών δυνάμεων της 2ας Αυγούστου 1921, σύμφωνα με την οποία η ΧΙΙ Ομάδα Μεραρχιών που αποτελούσε το άκρο αριστερό της Τουρκικής διάταξης, κάλυπτε την αμυντική τοποθεσία μέχρι το Ινλάρ Κατραντζί (ΔΙΣ/ΓΕΣ, Επιχειρήσεις προς Άγκυρα, Σχεδιάγραμμα 13).
Η εκτέλεση των αμυντικών οργανώσεων στη περιοχή του Ταμπούρ Ογλού θα πρέπει να ξεκίνησε μετά το βράδυ της 5ης Αυγούστου 1921, οπότε εισήλθε στην Τουρκική αμυντική τοποθεσία στη περιοχή του Ταμπούρ Ογλού η ΙΙ Ομάδα Μεραρχιών, που μέχρι εκείνη τη στιγμή τηρούσε την επαφή με την Ελληνική Στρατιά νότια του Σαγγάριου στην Αλμυρά Έρημο. Στη συνέχεια και μετά την 7η Αυγούστου, όταν πλέον άρχισαν να αποσαφηνίζονται οι προθέσεις της Ελληνικής Στρατιάς για υπερκέραση του αριστερού πλευρού της, πρέπει οι εργασίες οχύρωσης να επεκτάθηκαν και στο Μανγκάλ Νταγκ. (Σημείωση: Τα παραπάνω αναφερόμενα αποτελούν και μια έμμεση απάντηση σε όσους ισχυρίζονται ότι η Τουρκική διοίκηση είχε πληροφόρηση για τις προθέσεις της Ελληνικής διοίκησης.)
Αλλά και από το Google Earth διαπιστώνεται μια πολύ επιμελημένη οχύρωση στις περιοχές Γιλντίζ και Σαπάντζας και μια πολύ βιαστική στο Ταμπούρ Ογλού, αν και ακόμη δεν μπορεί να σχηματιστεί αντικειμενική άποψη, διότι εκεί το Google Earth μας παρέχει εικόνα από λήψεις του 2002.
Η ποιότητα των αμυντικών έργων που εκτελέστηκαν από τους Τούρκους μέσα σε διάστημα 30 ημερών, ήταν αξιοθαύμαστη, αφού ακόμη και σήμερα στα χέρσα εδάφη διακρίνονται καθαρά τα ίχνη τους (οι οχυρώσεις στα καλλιεργούμενα εδάφη έχουν εξαφανιστεί). Αλλά και οι ελάχιστες εικόνες που μπόρεσα να βρω, αυτές φανερώνουν πολύ βαθιές εκσκαφές και θέσεις μάχης ορθίως βάλλοντος πραγματικές.
Ποιο ρόλο όμως έπαιξαν στην εξέλιξη των επιχειρήσεων:
• Η εκλογή από τη Τουρκική διοίκηση ως τελικής τοποθεσίας άμυνας αυτής αμέσως ανατολικά του ποταμού Σαγγάριου;
• Η χάραξη των επιμέρους τοποθεσιών άμυνας επί των δεσποζόντων και των φύσει ισχυρών υψωμάτων;
• Το εύρος και η ποιότητα των Τουρκικών αμυντικών οργανώσεων;
Όσο αφορά το πρώτο ερώτημα, η απάντηση είναι πολύ απλή:
Όλες οι προβλέψεις που ενυπάρχουν στην απόφαση του Κεμάλ, επιβεβαιώθηκαν.
• Οι γραμμές συγκοινωνιών του Τουρκικού Στρατού βραχύνθηκαν ενώ της Ελληνικής Στρατιάς επιμηκύνθηκαν χωρίς ποτέ να επιτευχθεί ένα επαρκές ρεύμα μεταφορών, ειδικά σε πυρομαχικά.
• Οι επιθέσεις των Ελληνικών Μεραρχιών πληρώνονταν με άφθονο αίμα επειδή η υποστήριξη του πυροβολικού ήταν τραγικά ανεπαρκής εξ αιτίας του ότι τα πυρομαχικά του πυροβολικού δεν μπορούσαν να φθάσουν στις Μεραρχίες.
• Αλλά και οι λοιπές δυσχέρειες στον ανεφοδιασμό της Στρατιάς και στην εκκένωση των τραυματιών ήταν τραγικές.
• Η Ελληνική στρατιά αναγκάστηκε να διαθέσει δύο ενισχυμένες Μεραρχίες (IV και XI) για τη κάλυψη των εκτεταμένων πλευρών της βόρεια του Πουρσάκ και νότια του Σαγγάριου, χωρίς ποτέ να μπορέσει να προστατεύσει ικανοποιητικά τις γραμμές συγκοινωνιών της από τις επιθέσεις του Τουρκικού ιππικού.
• Και το πλέον τραγικό είναι ότι οι δύο Μεραρχίες που έμειναν πίσω, ίσως να ήταν η στρατηγική μάζα που έλλειψε για την εκμετάλλευση όλων όσων κερδήθηκαν με αίμα ανατολικά του Σαγγάριου. Από την υπέρτατη προσπάθεια του Ελληνικού έθνους, έλειψαν οι 30.000 άνδρες που δυστυχώς υπήρχαν, αλλά δεν διατέθηκαν. Από την άλλη πλευρά οι 13 Μεραρχίες των Κεμαλικών που συμμετείχαν στη μάχες Κιουτάχειας – Εσκή –Αφιόν, αυξήθηκαν σε 18 δια της νέας στρατολογίας και της αθρόας προσέλευσης, αξιωματικών του πρώην Οθωμανικού στρατού.
Όσο αφορά τα δεύτερο και τρίτο ερωτήματα, εδώ η απάντηση είναι μία και λακωνική:
«Οι τραγικά μεγάλες απώλειες».
Απώλειες δυσβάστακτες που αραίωσαν τις τάξεις των ηρωικών Συνταγμάτων και απομείωσαν δραματικά τη μαχητική ισχύ της Ελληνικής Στρατιάς. Οι Έλληνες μαχητές ύστερα από αλλεπάλληλες επιθέσεις, τις περισσότερες φορές με ελλιπή υποστήριξη πυροβολικού, καταλάμβαναν τα Τουρκικά χαρακώματα και εκδίωκαν από αυτά τους αντιπάλους τους δια της λόγχης. Η μέχρις αυτοθυσίας ορμητικότητα των Ελλήνων μαχητών, εθραύστη μπροστά στους Τουρκικούς προμαχώνες του Γιλντίζ, της Σαπάντζας, του Ταμπούρ Ογλού και του Καλέ Γκρότο, τους οποίους υπεράσπιζαν με την ίδια αυτοθυσία άνδρες που μάχονταν για την ελευθερία της πατρίδα τους. Οι θυελλώδεις επιθέσεις τους για τη κατάληψη των Τουρκικών τοποθεσιών εκτελούνταν ως επί το πλείστο με απουσία πυροβολικού, είτε λόγω της κακής χρησιμοποίησης του από τις διοικήσεις των Σ.Σ. και Μεραρχιών, είτε λόγω της αδυναμίας του να προωθηθεί και να ταχθεί για την υποστήριξη του αγώνα, είτε ως και το συνηθέστερο λόγω έλλειψης πυρομαχικών εξ αιτίας της «επιμήκυνσης των γραμμών συγκοινωνιών και της δράσης του εχθρικού ιππικού στα μετόπισθεν των Ελληνικών δυνάμεων». Μέχρι οι Έλληνες μαχητές να τρέξουν εκείνα τα μακρά και ακάλυπτα πρανή για να φθάσουν στα Τουρκικά χαρακώματα, θερίζονταν κυριολεκτικά από τα Τουρκικά πολυβόλα.
Δυστυχώς η Ελληνική Στρατιά αιθεροβατούσε. Οι εκτιμήσεις του επιτελείου της για την οργάνωση των διακομιδών, βασίστηκαν στη πρόβλεψη ότι ο πιθανός αριθμός των τραυματιών θα ανερχόταν σε 2.500-3.000 περίπου. Αλλά φευ. Οι απώλειες μόνο για την κατάληψη της 1ης Τουρκικής αμυντικής τοποθεσίας ανήλθαν σε:
Μάχη Ταμπούρ Ογλού – Α’ Σ.Σ.
Νεκροί: (Αξκοί 25 + Οπλίτες 415, Σύνολο 440)
Τραυματίες: (Αξκοί 115 + Οπλίτες 2.452, Σύνολο 2.567)
Αγνοούμενοι: 169
Μάχη Σαπάντζας – Γ’ Σ.Σ.
Νεκροί: (Αξκοί 30 + Οπλίτες 416 = 446)
Τραυματίες: (Αξκοί 83 + Οπλίτες 2.151 = 2.234)
Αγνοούμενοι: 53
Μάχη Καλέ Γκρότο – Β’ Σ.Σ.
Νεκροί: (Αξκοί 35 + Οπλίτες 529 = 564)
Τραυματίες: (Αξκοί 107 + Οπλίτες 2.737 = 2.844)
Αγνοούμενοι: 176
Μάχη Πολατλί – VII Μεραρχία
Νεκροί: (Αξκοί 17 + Οπλίτες 260 = 277)
Τραυματίες: (Αξκοί 65 + Οπλίτες 1.631 = 1.696)
Συνολικές απώλειες:
Νεκροί 1727 + Τραυματίες 9341 + Αγνοούμενοι 398 = 11.466.
Και μόνο για τη κατάληψη της 1ης τοποθεσίας. Αυτό δεν ήταν μάχη, αλλά σφαγή. Και θα επακολουθούσαν και άλλες ανθρωποθυσίες, με το τελικό αριθμό των απωλειών να ανέρχεται στις 24.000 άνδρες. Η Στρατιά μπροστά στους προμαχώνες της Άγκυρας θα χάσει τον ανθό της. Τα «γκεσέμια» της. Τους καλύτερους μαχητές της. Τους ηρωικότερους και τους ορμητικότερους των αξιωματικών και οπλιτών της. Αυτούς που έσερναν το κάρο. Ή καλύτερα αυτούς που έσερναν το χορό του θανάτου. Αυτόν που σέρνει χιλιάδες χρόνια η φυλή μας. Έχασε το 1/3 της μάχιμης δύναμής της.
Οι μεγάλες απώλειες είναι αυτές που θα οδηγήσουν τη Στρατιά στην αναστολή των επιθετικών επιχειρήσεων, στη μετάπτωση της σε άμυνα και τέλος στην αποχώρηση στους χώρους από τους οποίους ξεκίνησε για το όνειρο. Μετά την επική μάχη εμπρός στα χαρακώματα της Άγκυρας, θα χρειαστεί ένα μόνο λάθος για να ηττηθεί η Μικρασιατική Στρατιά. Και δυστυχώς στη συνέχεια έγιναν πάρα πολλά.
http://www.enkripto.com/2012/09/blog-post_3.html
2 Σεπτεμβρίου 1922 - Αλάτσατα - χερσόνησος Ερυθραίας
Η ώρα είναι 2100 όταν ολόκληρη η δύναμη του Αποσπάσματος του Αντισυνταγματάρχη Οδυσσέα Μαρούλη, αποτελούμενο από το 1ο Σύνταγμα Πεζικού της ΙΙ Μεραρχίας και δύο ορειβατικές πυροβολαρχίες, εγκαταλείπει υπό τη κάλυψη των πυρών των θωρηκτών και των Α/Τ του στόλου την τοποθεσία «Αλάτσατα» της Ερυθραίας και κατευθύνεται προς το λιμάνι του Τσεσμέ. Είναι το Σύνταγμα της Μικρασιατικής Στρατιάς στο οποίο έλαχε ο κλήρος να εγκαταλείψει τελευταίο τη γη της Ιωνίας. Είχε παραμείνει στη τοποθεσία ολόκληρη την ημέρα για να καλύψει την αποχώρηση των Μεραρχιών του Α’ ΣΣ. Τελευταία, στις 1100 ώρα, είχε διέλθει από τις θέσεις του Αποσπάσματος η ΧΙΙΙ Μεραρχία υπό το Πλαστήρα.
Την 0115 ώρα της 3ης Σεπτεμβρίου επιβιβάστηκε στη τελευταία φορτηγίδα και ο διοικητής του Αποσπάσματος με το μητροπολίτη Τσεσμέ. Μετά την επιβίβαση και του τελευταίου τμήματος, ο Αντισυνταγματάρχης Μαρούλης διέταξε το αρχισαλπιγκτή του 1ου Συντάγματος Πεζικού να σημάνει επί της προκυμαίας του Τσεσμέ το σάλπισμα της αποχώρησης. Ο Ελληνικός Στρατός είχε ήδη εγκαταλείψει το προσφιλές και αιματόβρεκτο έδαφος της Μικράς Ασίας.
«Άμα τη σημάνσει του ανωτέρω σαλπίσματος, άπας ο εν τω λιμένι πολεμικός και επιβατικός στόλος απήρε, κατευθυνόμενος εις τα νήσους Χίον και Μυτιλήνην. Ενώ ο Ελληνικός Στρατός απεχώρει εκ Μικράς Ασίας, συγχρόνως εκ διαφόρων ορμίσκων της Ερυθραίας απήρχετο ομοίως αθρόως ο Ελληνικός πληθυσμός επιβιβαζόμενος διαφόρων πλωτών μέσων».
Πέρασαν 90 χρόνια από το σάλπισμα της αποχώρησης από την Ιωνία και το Μικρασιατικό ζήτημα θα συνεχίζει να στοιχειώνει το έθνος για πολλά χρόνια ακόμη. Στη προσπάθεια να δοθούν απαντήσεις για τα αίτια που προκάλεσαν τη καταστροφή, έχουν χυθεί χιλιάδες τόνοι μελάνι. Έχουν γραφεί αναρίθμητα πονήματα. Οι μη στρατιωτικοί συγγραφείς, έχουν τη τάση να αποδίδουν τις ευθύνες σε Άγγλους Γάλους Πορτογάλους, στους πολιτικούς, στο ΚΚΕ, στο Στεργιάδη, στους Μπολσεβίκους, στους Βενιζελικούς, στους Αντιβενιζελικούς, στο βασιλιά και όποιον άλλον βρίσκουν πρόχειρο.
Η καταστροφή όμως, ήταν αποτέλεσμα της συντριβής του στρατού. Και το μέγεθος της καταστροφής ήταν ανάλογο της ασύλληπτης ταχύτητας με την οποία συντρίφτηκε και αποσυντέθηκε η περήφανη Μικρασιατική Στρατιά, που ένα χρόνο πριν από το σάλπισμα της αποχώρησης, έκρουε τις πύλες της Άγκυρας στους βράχους του Καλέ Γκρότο. Και η ευθύνη για τη συντριβή του στρατού, είναι καθαρά Ελληνική, ανήκει σε μας και σε κανένα άλλο. Η ευθύνη για τη σφαγή και το ξεριζωμό από τις πατρογονικές του εστίες του πιο γνήσιου τμήματος της Ελληνικής φυλής, του Ελληνισμού της Ιωνίας με τη τρισχιλιετή ιστορία, βαρύνει αποκλειστικά σύσσωμη τη παλαιά Ελλάδα. Άρχοντες και αρχομένους. Πολιτικούς, πολίτες και στρατιωτικούς. Αυτοί ανέλαβαν το μεγάλο εγχείρημα και αποδείχτηκαν «λίγοι» για να το φέρουν σε αίσιο τέλος.
Το παρόν κείμενο, έχει σαν στόχο να αναδείξει μερικά (πολύ ελάχιστα), από τα ζητήματα που αφορούν τις αιτίες της στρατιωτικής ήττας. Είναι ζητήματα απλά και χειροπιαστά, αντιληπτά και από το μη ειδικό, που δεν έχουν να κάνουν σε τίποτα με την υψηλή στρατηγική, τη τακτική, ή τη διεύθυνση των επιχειρήσεων και της μάχης. Είναι θέματα με διαχρονική αξία που συνεχίζουν να προβληματίζουν όλους όσους από θέση ευθύνης ασχολούνται με την άμυνα μιας χώρας. Τα ζητήματα που θα θίξω, έχω την άποψη ότι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην εξέλιξη των επιχειρήσεων κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία και είχαν κρίσιμο ειδικό βάρος στο τελικό αποτέλεσμα. Πιστεύω όμως ότι και μόνο από την ιστορική τους σκοπιά αν τα δούμε, είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα.
Ζητήματα προς παρουσίαση:
1.Η εκλογή της αμυντικής τοποθεσίας
2.Η οχύρωση
3.Το πυροβολικό
ΜΕΡΟΣ Ι
Η εκλογή της αμυντικής τοποθεσίας στη περιοχή του Σαγγάριου από τη Τουρκική Διοίκηση
Μετά τη μάχη του Εσκή Σεχήρ, η Τουρκική διοίκηση σύμπτυξε τις δυνάμεις της σε βάθος 150 περίπου χιλιομέτρων και τις εγκατέστησε αμυντικά αμέσως ανατολικά του Σαγγάριου. Σκοπός της ήταν να ρυμουλκήσει την Ελληνική Στρατιά σε όσο το δυνατό μεγαλύτερη απόσταση από τις Βάσεις Συντηρήσεώς της. Κατά τη σύμπτυξή της, κατέστρεψε ολοσχερώς τη σιδηροδρομική γραμμή Εσκή Σεχήρ – Άγκυρα, καθώς και τα τεχνικά έργα αυτής.
Η απόφαση της Τουρκικής διοίκησης για την εγκατάλειψη του Εσκή Σεχήρ και τη σύμπτυξη των δυνάμεών της ανατολικά του Σαγγάριου, ήταν μια πολύ δύσκολη απόφαση αλλά ταυτόχρονα και όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, στρατηγικά σοφή, διότι δια ταύτης απέκτησε σημαντικότατα πλεονεκτήματα για τη συνέχιση των επιχειρήσεων, όπως:
• Κέρδισε χρόνο για την ανασυγκρότηση των μονάδων της, την αναπλήρωση των απωλειών, τη συγκρότηση νέων Μεραρχιών με την επιστράτευση και άλλων κλάσεων και την οργάνωση της άμυνας στην επιλεγείσα αμυντική τοποθεσία.
• Μείωσε το μήκος του μετώπου της, εξοικονομώντας έτσι δυνάμεις για τη διεξαγωγή ενεργητικής άμυνας.
• Κάλυψε ευρέως την Άγκυρα που αποτελούσε τη μεγαλύτερη βάση εφοδιασμού της.
• Συντόμευσε τις μεταφορές της από τη βάση ανεφοδιασμού της Άγκυρας προς τη νέα γραμμή του μετώπου της και επιπλέον
• Σε περίπτωση που η Ελληνική Στρατιά θα συνέχιζε τις επιχειρήσεις προς ανατολάς καθώς εκτιμούσε, θα απομακρυνόταν υπέρμετρα από τις βάσεις συντηρήσεως της, με αποτέλεσμα αφ’ ενός σημαντικές δυσχέρειες στον εφοδιασμό των δυνάμεών της κατά τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων και αφ’ ετέρου την απαίτηση διάθεσης ακόμη περισσοτέρων στρατευμάτων για τη προστασία των εκτεταμένων γραμμών συγκοινωνιών της. Στρατευμάτων που υποχρεωτικά θα αφαιρούνταν από τις δυνάμεις κρούσης.
Η απόφαση για την υποχώρηση του Τουρκικού στρατού από το Εσκή Σεχήρ, λήφθηκε προσωπικά από τον Κεμάλ, ο οποίος προσκλήθηκε επί τούτου στο στρατηγείο του Ισμέτ πασά την 6η Ιουλίου 1921. Η απόφαση, όπως μεταφέρεται από επίσημες πηγές, έχει ως εξής: «Εκκενώσατε την περιοχήν, δώσατε διαταγήν υποχωρητικής μάχης εφ’ ολοκλήρου του μετώπου και υποχωρήσατε κατά 300 χλμ μέχρι και πέραν του Σαγγάριου και οργανώσατε αμυντικώς την τοποθεσίαν καλύπτοντες την Άγκυραν. Τούτο θα υπερτείνη τας συγκοινωνίας του εχθρού και θα βραχύνη κατ’ ίσην απόστασιν τας συγκοινωνίας ημών. Επιπλέον θα μας ευκολύνη εις το να ανασυγκροτήσωμεν τα δυνάμεις ημών». (Αντιστράτηγος Γ. Σπυρίδων, «Πόλεμος και Ελευθερίαι», σελ 152)
Η Τουρκική διοίκηση επέλεξε ως αμυντική τοποθεσία για να προστατεύσει την Άγκυρα, μία συνεχή σειρά δεσποζόντων υψωμάτων ανατολικά του Σαγγάριου και βόρεια των παραποτάμων του Γκεούκ και Κατραντζί Ντερέ, που άρχιζε από τη περιοχή βόρεια του Γόρδιου και του Πολατλί, συνέχιζε προς νότο μέχρι το όρος Γκιλντίζ, στη συνέχεια καμπτόταν σε ορθή γωνία προς τα ανατολικά και ακολουθώντας τη κατεύθυνση του Γκεούκ, έφθανε μέχρι το Μανγκάλ Νταγκ. Ύστερα από την αναγνώριση του εύρους του υπερκερωτικού ελιγμού της Ελληνικής Στρατιάς, η υπόψη γραμμή επεκτάθηκε έτι ανατολικότερα, μέχρι τα βραχώδη υψώματα του Ουλού Νταγκ και του Καλέ Γκρότο.
Χαρακτηριστικά της εκλεγείσας τοποθεσίας:
• Διέθετε ανάπτυγμα 90 περίπου χλμ.
• Στήριζε ισχυρά τα πλευρά της, βόρεια στις νοτιοδυτικές αντηρίδες του όρους Ελμά Νταγκ και ανατολικά στα βραχώδη υψώματα Καλέ Γκρότο και το Ουλού Νταγκ.
• Ήταν οικονομική.
• Τα προς νότο κατερχόμενα πρανή των δεσποζόντων υψωμάτων της εκλεγείσας αμυντικής τοποθεσίας επί των οποίων στηρίχθηκε και το πλέγμα της αμυντικής οργάνωσης, είναι παντελώς ακάλυπτα από βλάστηση, παρουσιάζουν μικρές και ομαλές κλίσεις και παρέχουν στον αμυνόμενο επ’ αυτών, ευρεία παρατήρηση και αναπεπταμένα και καθαρά πεδία βολής (προς νότο και δυτικά) που επιτρέπουν την εκτέλεση θεριστικής βολής πολυβόλων.
• Στην ανωτέρω περιοχή και σε ζώνη βάθους 25-35 χλμ, οργανώθηκαν από τους Τούρκους τρεις διακεκριμένες διαδοχικές αμυντικές τοποθεσίες, καθώς και κάποιες ενδιάμεσες.
• Οι αμυντικές τοποθεσίες περιελάμβαναν φύσει ισχυρά εδάφη που κυριαρχούσαν στην ευρύτερη περιοχή τους και των οποίων η φυσική αμυντική ισχύς επαυξήθηκε σημαντικά από την ποιότητα της αμυντικής οργάνωσης που επιτεύχθηκε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Τα υπόψη υψώματα, όπως το Ντουά Τεπέ του Πολατλί, οι αμυντικές περιβολές του Τοϊντεμίρ, η Γυμνή Κορυφή και ο Τραπεζοειδής λόφος της Σαπάντζας, το Μανγκάλ Νταγκ, το Τουρμπέ Τεπέ και οι Δίδυμοι Λόφοι του Ταμπούρ Ογλού, το Καρά Τεπέ, οι γρανιτένιες κορυφές των Καλέ Γκρότο και Ουλού Νταγκ, το Καρακουγιού, το Τσαλ Νταγκ και το Αρντίζ Νταγκ, ποτίστηκαν με το αίμα χιλιάδων Ελλήνων μαχητών, που κοιμούνται εκεί τον αιώνιο τους ύπνο.
• Το σύνολο της αναφερομένης εδαφικής ζώνης (ανατολικά και δυτικά του Σαγγάριου και βόρεια και νότια του Γκεούκ), είναι άδενδρο και ακάλυπτο και δεν παρέχει ούτε την ελάχιστη απόκρυψη και κάλυψη στις κινήσεις δυνάμεων που επιχειρούν στην υπόψη περιοχή. Οι κινήσεις των σχηματισμών της Ελληνικής Στρατιάς, είτε κατά τη προέλαση για τη λήψη της επαφής με την ως άνω τοποθεσία, είτε κατά τη προσπέλαση για την εκτόξευση των επιθέσεων, εγένοντο αντιληπτές από μεγάλες αποστάσεις, με αποτέλεσμα η Τουρκική διοίκηση να προσαρμόζει έγκαιρα τις δυνάμεις της και τα πυρά της ανάλογα με τις απαιτήσεις.
Ακόμη όμως και αν επιτυγχανόταν η κατάληψη και των τριών αμυντικών τοποθεσιών, το έδαφος μέχρι την Άγκυρα προσφερόταν απόλυτα για την οργάνωση και άλλων αμυντικών γραμμών για τη συνέχιση του αμυντικού αγώνα. Και όπως φάνηκε κατά την εξέλιξη των επιχειρήσεων, όταν οι Τουρκικές δυνάμεις ύστερα από αιματηρές μάχες έχαναν ένα ύψωμα ή μια τοποθεσία, συμπτύσσονταν λίγο πιο πίσω και άρχιζαν το σκάψιμο. Είναι χαρακτηριστικός ο διάλογος του Λοχαγού διοικητή λόχου του 34 Συντάγματος της ΙΙ Μεραρχίας με φίλο του διμοιρίτη, ύστερα από την αιματηρή μάχη του Ταμπούρ Ογλού, κατά την οποία το 34 Σύνταγμα κατέλαβε την αιματόβρεκτη κορυφή του Τουρμπέ Τεπέ:
Διμοιρίτης: Κύριε Λοχαγέ στην Άγκυρα δεν θα πάμε, βγάλτο από το νου σου.
Λοχαγός: Μη ρίχνεις το ράϊ, μη κιοτεύεις θα τους φάμε.
Διμοιρίτης: Με ξέρεις αν κιοτεύω, αλλά τώρα έχασα κάθε ελπίδα. Κοιτά τους πως δουλεύουν εις όλην την γραμμήν, κοίτα με γυαλιά σου καλά.
(Και του έδειξε τη γραμμή του Εβλί Φακιλί, στην οποία οι Τούρκοι έσκαβαν χαρακώματα ταχύτατα και σε όλη την έκταση, οι δε διοικητές τους περιφέρονταν έφιπποι επιβλέποντες τις λεπτομέρειες της οχύρωσης).
Η αμυντική οργάνωση της εκλεγείσας τοποθεσίας
Στο χρονικό διάστημα από της 8ης Ιουλίου 1921 κατά την οποία οι Τουρκικές δυνάμεις υποχώρησαν από το Εσκή Σεχήρ, μέχρι και την 11η Αυγούστου που άρχισε η Ελληνική επίθεση για την κατάληψη της Άγκυρας, η Τουρκική διοίκηση επέδειξε ιδιαίτερη ικανότητα στην εκλογή των θέσεων άμυνας επί της εκλεγείσας αμυντικής τοποθεσίας και συγχρόνως ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα για την αμυντική ισχυροποίηση της. Όλο ο στρατός και όλοι οι πολίτες που μπορούσαν, συμμετείχαν στην οργάνωση του εδάφους.
Οι αμυντικές οργανώσεις που εκτελέστηκαν αποτελούνταν αποκλειστικά από έργα εκστρατείας υπό τη μορφή περιβολών που επέτρεπαν την άμυνα προς όλες τις κατευθύνσεις. Περιελάμβαναν χαρακώματα κυρίως ορθίως βάλλοντος, ορύγματα συγκοινωνίας, παρατηρητήρια, θέσεις για τα αυτόματα όπλα και συρματοπλέγματα στα πλέον ευπαθή σημεία. Η πυκνότητα των έργων ήταν ιδιαιτέρως μεγάλη στη περιοχή μεταξύ του όρους Γιλντίζ και της Σαπάντζας. Εκεί που το έδαφος το επέτρεπε εκτελέστηκαν εκσκαφές και όπου αυτό ήταν πετρώδες, εκτελέστηκαν κατασκευές από ξερολιθιά. Στη περιοχή του Καλέ Γκρότο, η βραχώδης φύση του εδάφους αποτέλεσε ουσιαστικά τη μοναδική οχύρωση. Πλέον αυτών κατασκευάστηκαν πολλές και εναλλακτικές θέσεις για το πυροβολικό. Επειδή δε το έδαφος ήταν ερημικό και ομοιόμορφο χωρίς χαρακτηριστικά σημεία αναφοράς, για τη προσαρμογή της βολής του πυροβολικού δημιουργήθηκαν σωροί από πέτρες ως σημεία αναφοράς.
Είναι μάλλον σαφές ότι μέχρι και την δεύτερη ημέρα της Ελληνικής προέλασης προς το Σαγγάριο, οι Τουρκικές αμυντικές οργανώσεις πρέπει να είχαν φθάσει μέχρι και τη Σαπάντζα. Τούτο αποδεικνύεται από τη διάταξη των Τουρκικών δυνάμεων της 2ας Αυγούστου 1921, σύμφωνα με την οποία η ΧΙΙ Ομάδα Μεραρχιών που αποτελούσε το άκρο αριστερό της Τουρκικής διάταξης, κάλυπτε την αμυντική τοποθεσία μέχρι το Ινλάρ Κατραντζί (ΔΙΣ/ΓΕΣ, Επιχειρήσεις προς Άγκυρα, Σχεδιάγραμμα 13).
Η εκτέλεση των αμυντικών οργανώσεων στη περιοχή του Ταμπούρ Ογλού θα πρέπει να ξεκίνησε μετά το βράδυ της 5ης Αυγούστου 1921, οπότε εισήλθε στην Τουρκική αμυντική τοποθεσία στη περιοχή του Ταμπούρ Ογλού η ΙΙ Ομάδα Μεραρχιών, που μέχρι εκείνη τη στιγμή τηρούσε την επαφή με την Ελληνική Στρατιά νότια του Σαγγάριου στην Αλμυρά Έρημο. Στη συνέχεια και μετά την 7η Αυγούστου, όταν πλέον άρχισαν να αποσαφηνίζονται οι προθέσεις της Ελληνικής Στρατιάς για υπερκέραση του αριστερού πλευρού της, πρέπει οι εργασίες οχύρωσης να επεκτάθηκαν και στο Μανγκάλ Νταγκ. (Σημείωση: Τα παραπάνω αναφερόμενα αποτελούν και μια έμμεση απάντηση σε όσους ισχυρίζονται ότι η Τουρκική διοίκηση είχε πληροφόρηση για τις προθέσεις της Ελληνικής διοίκησης.)
Αλλά και από το Google Earth διαπιστώνεται μια πολύ επιμελημένη οχύρωση στις περιοχές Γιλντίζ και Σαπάντζας και μια πολύ βιαστική στο Ταμπούρ Ογλού, αν και ακόμη δεν μπορεί να σχηματιστεί αντικειμενική άποψη, διότι εκεί το Google Earth μας παρέχει εικόνα από λήψεις του 2002.
Η ποιότητα των αμυντικών έργων που εκτελέστηκαν από τους Τούρκους μέσα σε διάστημα 30 ημερών, ήταν αξιοθαύμαστη, αφού ακόμη και σήμερα στα χέρσα εδάφη διακρίνονται καθαρά τα ίχνη τους (οι οχυρώσεις στα καλλιεργούμενα εδάφη έχουν εξαφανιστεί). Αλλά και οι ελάχιστες εικόνες που μπόρεσα να βρω, αυτές φανερώνουν πολύ βαθιές εκσκαφές και θέσεις μάχης ορθίως βάλλοντος πραγματικές.
Ποιο ρόλο όμως έπαιξαν στην εξέλιξη των επιχειρήσεων:
• Η εκλογή από τη Τουρκική διοίκηση ως τελικής τοποθεσίας άμυνας αυτής αμέσως ανατολικά του ποταμού Σαγγάριου;
• Η χάραξη των επιμέρους τοποθεσιών άμυνας επί των δεσποζόντων και των φύσει ισχυρών υψωμάτων;
• Το εύρος και η ποιότητα των Τουρκικών αμυντικών οργανώσεων;
Όσο αφορά το πρώτο ερώτημα, η απάντηση είναι πολύ απλή:
Όλες οι προβλέψεις που ενυπάρχουν στην απόφαση του Κεμάλ, επιβεβαιώθηκαν.
• Οι γραμμές συγκοινωνιών του Τουρκικού Στρατού βραχύνθηκαν ενώ της Ελληνικής Στρατιάς επιμηκύνθηκαν χωρίς ποτέ να επιτευχθεί ένα επαρκές ρεύμα μεταφορών, ειδικά σε πυρομαχικά.
• Οι επιθέσεις των Ελληνικών Μεραρχιών πληρώνονταν με άφθονο αίμα επειδή η υποστήριξη του πυροβολικού ήταν τραγικά ανεπαρκής εξ αιτίας του ότι τα πυρομαχικά του πυροβολικού δεν μπορούσαν να φθάσουν στις Μεραρχίες.
• Αλλά και οι λοιπές δυσχέρειες στον ανεφοδιασμό της Στρατιάς και στην εκκένωση των τραυματιών ήταν τραγικές.
• Η Ελληνική στρατιά αναγκάστηκε να διαθέσει δύο ενισχυμένες Μεραρχίες (IV και XI) για τη κάλυψη των εκτεταμένων πλευρών της βόρεια του Πουρσάκ και νότια του Σαγγάριου, χωρίς ποτέ να μπορέσει να προστατεύσει ικανοποιητικά τις γραμμές συγκοινωνιών της από τις επιθέσεις του Τουρκικού ιππικού.
• Και το πλέον τραγικό είναι ότι οι δύο Μεραρχίες που έμειναν πίσω, ίσως να ήταν η στρατηγική μάζα που έλλειψε για την εκμετάλλευση όλων όσων κερδήθηκαν με αίμα ανατολικά του Σαγγάριου. Από την υπέρτατη προσπάθεια του Ελληνικού έθνους, έλειψαν οι 30.000 άνδρες που δυστυχώς υπήρχαν, αλλά δεν διατέθηκαν. Από την άλλη πλευρά οι 13 Μεραρχίες των Κεμαλικών που συμμετείχαν στη μάχες Κιουτάχειας – Εσκή –Αφιόν, αυξήθηκαν σε 18 δια της νέας στρατολογίας και της αθρόας προσέλευσης, αξιωματικών του πρώην Οθωμανικού στρατού.
Όσο αφορά τα δεύτερο και τρίτο ερωτήματα, εδώ η απάντηση είναι μία και λακωνική:
«Οι τραγικά μεγάλες απώλειες».
Απώλειες δυσβάστακτες που αραίωσαν τις τάξεις των ηρωικών Συνταγμάτων και απομείωσαν δραματικά τη μαχητική ισχύ της Ελληνικής Στρατιάς. Οι Έλληνες μαχητές ύστερα από αλλεπάλληλες επιθέσεις, τις περισσότερες φορές με ελλιπή υποστήριξη πυροβολικού, καταλάμβαναν τα Τουρκικά χαρακώματα και εκδίωκαν από αυτά τους αντιπάλους τους δια της λόγχης. Η μέχρις αυτοθυσίας ορμητικότητα των Ελλήνων μαχητών, εθραύστη μπροστά στους Τουρκικούς προμαχώνες του Γιλντίζ, της Σαπάντζας, του Ταμπούρ Ογλού και του Καλέ Γκρότο, τους οποίους υπεράσπιζαν με την ίδια αυτοθυσία άνδρες που μάχονταν για την ελευθερία της πατρίδα τους. Οι θυελλώδεις επιθέσεις τους για τη κατάληψη των Τουρκικών τοποθεσιών εκτελούνταν ως επί το πλείστο με απουσία πυροβολικού, είτε λόγω της κακής χρησιμοποίησης του από τις διοικήσεις των Σ.Σ. και Μεραρχιών, είτε λόγω της αδυναμίας του να προωθηθεί και να ταχθεί για την υποστήριξη του αγώνα, είτε ως και το συνηθέστερο λόγω έλλειψης πυρομαχικών εξ αιτίας της «επιμήκυνσης των γραμμών συγκοινωνιών και της δράσης του εχθρικού ιππικού στα μετόπισθεν των Ελληνικών δυνάμεων». Μέχρι οι Έλληνες μαχητές να τρέξουν εκείνα τα μακρά και ακάλυπτα πρανή για να φθάσουν στα Τουρκικά χαρακώματα, θερίζονταν κυριολεκτικά από τα Τουρκικά πολυβόλα.
Δυστυχώς η Ελληνική Στρατιά αιθεροβατούσε. Οι εκτιμήσεις του επιτελείου της για την οργάνωση των διακομιδών, βασίστηκαν στη πρόβλεψη ότι ο πιθανός αριθμός των τραυματιών θα ανερχόταν σε 2.500-3.000 περίπου. Αλλά φευ. Οι απώλειες μόνο για την κατάληψη της 1ης Τουρκικής αμυντικής τοποθεσίας ανήλθαν σε:
Μάχη Ταμπούρ Ογλού – Α’ Σ.Σ.
Νεκροί: (Αξκοί 25 + Οπλίτες 415, Σύνολο 440)
Τραυματίες: (Αξκοί 115 + Οπλίτες 2.452, Σύνολο 2.567)
Αγνοούμενοι: 169
Μάχη Σαπάντζας – Γ’ Σ.Σ.
Νεκροί: (Αξκοί 30 + Οπλίτες 416 = 446)
Τραυματίες: (Αξκοί 83 + Οπλίτες 2.151 = 2.234)
Αγνοούμενοι: 53
Μάχη Καλέ Γκρότο – Β’ Σ.Σ.
Νεκροί: (Αξκοί 35 + Οπλίτες 529 = 564)
Τραυματίες: (Αξκοί 107 + Οπλίτες 2.737 = 2.844)
Αγνοούμενοι: 176
Μάχη Πολατλί – VII Μεραρχία
Νεκροί: (Αξκοί 17 + Οπλίτες 260 = 277)
Τραυματίες: (Αξκοί 65 + Οπλίτες 1.631 = 1.696)
Συνολικές απώλειες:
Νεκροί 1727 + Τραυματίες 9341 + Αγνοούμενοι 398 = 11.466.
Και μόνο για τη κατάληψη της 1ης τοποθεσίας. Αυτό δεν ήταν μάχη, αλλά σφαγή. Και θα επακολουθούσαν και άλλες ανθρωποθυσίες, με το τελικό αριθμό των απωλειών να ανέρχεται στις 24.000 άνδρες. Η Στρατιά μπροστά στους προμαχώνες της Άγκυρας θα χάσει τον ανθό της. Τα «γκεσέμια» της. Τους καλύτερους μαχητές της. Τους ηρωικότερους και τους ορμητικότερους των αξιωματικών και οπλιτών της. Αυτούς που έσερναν το κάρο. Ή καλύτερα αυτούς που έσερναν το χορό του θανάτου. Αυτόν που σέρνει χιλιάδες χρόνια η φυλή μας. Έχασε το 1/3 της μάχιμης δύναμής της.
Οι μεγάλες απώλειες είναι αυτές που θα οδηγήσουν τη Στρατιά στην αναστολή των επιθετικών επιχειρήσεων, στη μετάπτωση της σε άμυνα και τέλος στην αποχώρηση στους χώρους από τους οποίους ξεκίνησε για το όνειρο. Μετά την επική μάχη εμπρός στα χαρακώματα της Άγκυρας, θα χρειαστεί ένα μόνο λάθος για να ηττηθεί η Μικρασιατική Στρατιά. Και δυστυχώς στη συνέχεια έγιναν πάρα πολλά.
http://www.enkripto.com/2012/09/blog-post_3.html
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΔιαγραφήLe désastre est la conséquence des erreurs stratégiques graves de Venizélos. D'abord, il aurait fallu fixer comme objectif principal Constantinople et non pas Ankara. En Ionie, il aurait du se contenter à la défense de la région de Smyrne et de ne pas aller plus loin. Sa troisième erreur fut de négliger totalement le potentiel militaire des Grecs Pontiques; une alliance gréco-arménienne aurait ouvert un 2ème front en Anatolie et empêché l'acheminement de l'aide militaire bolchévique aux Kémalistes. Par la faute de la Grèce, la Turquie a renversé à Lausanne le traité de Sèvres et les Grecs contemporains paient maintenant les erreurs de Venizélos.
ΑπάντησηΔιαγραφή