Τρίτη 7 Αυγούστου 2012

ΤΟ ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑ ΤΟΥ '22


Του Βλάση Αγτζίδη

Η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 υπήρξε το πραγματικό αλλά και συμβολικό σημείο του τέρματος μιας μεγάλης ιστορικής διαδικασίας, που συνδέθηκε με την οριστική είσοδο της Εγγύς Ανατολής στην εποχή των εθνών-κρατών. Η αποχώρηση από το ιστορικό προσκήνιο της πολυεθνικής, ισλαμικής, προνεωτερικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν έγινε ειρηνικά και αναίμακτα. Συνδέθηκε κατ’ αρχάς με την κατάρρευση των εσωτερικών μεταρρυθμιστικών προσπαθειών, εξαιτίας της εμφάνισης ενός καινοφανούς μιλιταριστικού εθνικού κινήματος, αυτό των Νεότουρκων. Κίνημα, που επιχείρησε να επιλύσει το εθνικό πρόβλημα, που ταλάνιζε την Αυτοκρατορία, με την εξόντωση και τον αποκλεισμό των πολυάνθρωπων χριστιανικών κοινοτήτων και να μετατρέψει βιαίως τους πολυεθνοτικούς μουσουλμανικούς πληθυσμούς σε εθνικά Τούρκους.

Τις φωτογραφίες τις τράβηξε ο αρχαιολόγος Felix Sartaux, ο οποίος επόπτευε τις αρχαιολογικές ανασκαφές για την αρχαία Φώκαια. Η φωτογραφία με τον έφιππο τσέτη τραβήχτηκε ενώ είχαν βάλει φωτιά στην ελληνική συνοικία και ο κόσμος περίμενε με αγωνία τα πλοιάρια για να φύγει για Μυτιλήνη. Ο τσέτης κρατούσε τα λάφυρα που είχε πάρει από το ελληνικό σπίτι, μεταξύ αυτών και την ομπρέλα που είχε ανοίξει και περήφανα κρατούσε, τονίζοντας τη νίκη ενάντια στους γκιαούρηδες!!!

 Η εσωτερική αυτή διαδικασία εξέφρασε μια πολιτική επιλογή και οδήγησε σε πρωτοφανείς μεθόδους ομογενοποίησης του οθωμανικού κοινωνικού σώματος. Μεθόδους που η ανθρωπότητα θα τις συνειδητοποιήσει λίγες δεκαετίες αργότερα, με την απόλυτη φρίκη του Ολοκαυτώματος. Με ιστορικό σημείο αφετηρίας της διαδικασίας το 1908 και το στρατιωτικό πραξικόπημα των Νεότουρκων εθνικιστών θα επιλεγεί η φυσική εξόντωση των χριστιανικών ομάδων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι αιτίες ανιχνεύονται στην κοινωνική δομή της οθωμανικής κοινωνίας. Η νέα οθωμανική αστική τάξη που αναδύθηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα προήλθε σε μεγάλο βαθμό από τις ομάδες των ραγιάδων, των παλιών απόκληρων ενός αυταρχικού ισλαμικού κράτους που αποφάσισε όμως με τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ να εκσυχρονιστεί και να υπερβεί τους παλιούς καταναγκασμούς που απέρρεαν από την ισλαμική υπεροψία.

Μια ώριμη ελληνική αστική τάξη

Οι Ελληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πριν από το 1914 ήταν περί τα 2,2 εκατομμύρια (1,8 στη Μικρά Ασία και 400 χιλιάδες στην Ανατολική Θράκη με την Κωσταντινούπολη) σ' ένα συνολικό πληθυσμό περίπου 10 εκατομμυρίων. Η οικονομική ισχύς τους ήταν μεγαλύτερη της πληθυσμιακής αναλογίας τους. Υπολογίζεται ότι το 50% του επενδυμένου κεφαλαίου στη βιομηχανία, καθώς και το 60% σε κλάδους μεταποίησης ανήκαν σε πολίτες που προέρχονταν από τις ελληνικές οθωμανικές κοινότητες. Το 1912 από τις 18.063 εμπορικές επιχειρήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε Ελληνες ανήκε το 46%, το 23% σε Αρμένιους, το 15% σε μουσουλμάνους.

Υπολογίζεται ότι το 1914 από τις 6.507 βιομηχανίες και βιοτεχνίες, το 49% ανήκε σε Οθωμανούς Ελληνες, ενώ Ελληνες ήταν και το 46% των τραπεζιτών. Την ίδια χρονιά υπολογίζεται ότι Ελληνες ήταν το 52% των γιατρών, το 49% των φαρμακοποιών, το 52% των αρχιτεκτόνων, το 37% των μηχανικών και το 29% των δικηγόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (D. Gontikas, Ch. Issawi, Ottoman Greeks in the age of nationalism, Darwin Press, 1999). Παράλληλα διέθεταν μια πλήρη εκπαιδευτική δομή με εκατοντάδες σχολεία αλλά και υψηλού επιπέδου ιδρύματα, όπως η Μεγάλη του Γένους Σχολή (Κωνσταντινούπολη), η Ευαγγελική Σχολή (Σμύρνη), το Φροντιστήριο Τραπεζούντας, η Ιερατική Σχολή στο Ζιντζίντερε (Καππαδοκία) κ.ά.

Εντυπωσιακός είναι κι ο αριθμός των εφημερίδων που κυκλοφόρησαν. Μόνο στη Σμύρνη οι ελληνικές εφημερίδες και περιοδικά που κυκλοφόρησαν κατά καιρούς ανέρχονται σε 135. Η μακροβιότερη ήταν η «Αμάλθεια» (1838-1922). Αλλες σημαντικές εφημερίδες, η «Αρμονία» (1880-1922) και η σοσιαλιστική «Ο Εργάτης» (1908-1922).

Σε ιδεολογικό επίπεδο οι Ελληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας χαρακτηρίζονται από μια ώριμη εθνική συνείδηση, απόρροια κυρίως του ρεύματος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, που από την προεπαναστατική περίοδο είχε τα μεγάλα κέντρα του στην Κωνσταντινούπολη, το Αϊβαλί, τη Σμύρνη κ.α. και της συνεχούς ύπαρξης λόγιας τάξης. Η συγκρότηση της Ελλάδας ως έθνους-κράτους ενίσχυσε τις διαδικασίες συνειδητοποίησης των Ρωμιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την εμπέδωση μιας ελληνικής ταυτότητας ως μετεξέλιξη της παλαιότερης ρωμαίικης. Η διαδικασία αυτή όμως δεν υπήρξε απόρροια μιας κρατικής πολιτικής της Ελλάδας, αλλά αφενός της δραστηριοποίησης των Μικρασιατών (κυρίως με το Σύλλογο Μικρασιατών «Η Ανατολή») που είχαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα από την εποχή της Επανάστασης και εντεύθεν και αφετέρου της φυσιολογικής ιδεολογικής εξέλιξης που απορρέει από την ανάπτυξη αστικών σχέσεων και την επέκταση της οικονομίας της αγοράς.

Παρ' όλη όμως την εδραιωμένη εθνική ταυτότητα οι Ελληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επέλεξαν να υποστηρίξουν με κάθε τρόπο τις μεταρρυθμιστικές διαδικασίες, αποφεύγοντας τις αποσχιστικές και διαλυτικές κινήσεις. Μόνο όταν η προοπτική της δημοκρατικής μετεξέλιξης ακυρώθηκε από το εθνικιστικό κίνημα των Νεότουρκων και υπέστησαν την προαποφασισμένη Γενοκτονία από το 1914, αποφάσισαν να υποστηρίξουν την πολιτική τους αυτοδιάθεση. Η αναγκαστική αυτή επιλογή θα εκφραστεί μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου με το αίτημα για δημιουργία δεύτερου ελληνικού κράτους στον μικρασιατικό Βορρά, στον Πόντο και με την Ενωση με την Ελλάδα ή την αυτονόμηση της Ιωνίας και της Ανατολικής Θράκης.

Η κατάσταση στην Ελλάδα

Την ίδια εποχή οι Ελληνες στην Ελλάδα ανέρχονταν στα 4,5 εκατομμύρια και ζούσαν σ' έναν τελείως διαφορετικό χώρο από κοινωνική και πολιτειακή άποψη. Ο γεωγραφικός χώρος που αποτέλεσε το έδαφος του νεαρού Βασιλείου βρισκόταν στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι παραγωγικές δυνάμεις ήταν ελάχιστα αναπτυγμένες όπως και οι υπόλοιπες δομές που ήταν απαραίτητες για τη λειτουργία ενός έθνους-κράτους. Οι πραγματικές δομικές αδυναμίες θα οδηγήσουν σε μια ιδεολογική «υπεραναπλήρωση» βασισμένη στην αρχαιοελληνική ανάκληση, στην αναβίωση ενός νεκρού παρελθόντος ως αντιστάθμισμα στην υπαρκτή πολιτισμική ταυτότητα των εξωελλαδικών ελληνικών κέντρων. Παράλληλα θα εδραιωθεί μέσω της αυτοαναγνώρισης η ιδεολογία της «μητρόπολης» ως συναίσθημα υπεροχής.

Ειδικά μετά την καθιέρωση του Συντάγματος τα ισχυρά από την προεπαναστατική εποχή τοπικά συμφέροντα των προεστών και των φεουδαρχών θα «καταλάβουν» την εξουσία στο Βασίλειο και θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη ενός παλαιοελλαδικού τοπικισμού που στις κρίσιμες εποχές της Ιστορίας θα έχει μοιραία συμβολή στις εξελίξεις. Βασικό χαρακτηριστικό στην εξέλιξη της ελλαδικής κοινωνίας θα είναι η απουσία σημαντικών αστικών στρωμάτων. Το γεγονός αυτό θα οδηγήσει σε υπερλειτουργία του κρατικού μηχανισμού, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ισχυρών δεσμών μεταξύ ελεύθερης αγοράς και κρατικής-κομματικής λειτουργίας. Η πολιτισμική ενοποίηση του πληθυσμού και η δημιουργία μηχανισμών λειτουργίας που αντιστοιχούσαν στη νέα πολιτειακή μορφή απορρόφησαν τις δραστηριότητες των νέων ελίτ, κρατικοδίαιτων σε μεγάλο βαθμό, που αναπτύχθηκαν.

Ετσι η μοναδική ελληνική αστική τάξη που είχε τα χαρακτηριστικά τα οποία αντιστοιχούσαν στην ευρωπαϊκή τυπολογία βρισκόταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Η πολιτική που ακολουθήθηκε στο νεαρό κράτος ήταν αρκετά εσωστρεφής και αυτό είχε αντανάκλαση στην πολιτική διαχείριση των επαναστατικών ελληνικών κινημάτων στα Βαλκάνια (Κρήτη 1866, Μακεδονία 1878). Μόνο η εμφάνιση του βουλγαρικού εθνικισμού, που διεκδικούσε προς όφελός του τις μακεδονικές και θρακικές περιοχές της Αυτοκρατορίας, κινητοποίησε δυνάμεις εντός της Ελλάδας. Ο στόχος ήταν η αποτροπή του νέου αυτού επιθετικού εθνικισμού . Οσον αφορά τις οθωμανικές εξελίξεις η Ελλάδα, μέχρι σχεδόν του πραξικοπήματος των Νεοτούρκων (1908), ακολουθεί μια πολιτική που συμβαδίζει με τους στόχους των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Στο σημείο αυτό παρατηρείται μια τομή στα πολιτικά και κοινωνικά πράγματα της Ελλάδας. Το στρατιωτικό κίνημα του 1909 (Γουδί) ευνόησε την άνοδο στην εξουσία των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων αναθέτοντας στον Ελ. Βενιζέλο τη διακυβέρνηση της χώρας. Ο Βενιζέλος, προερχόμενος από την επαναστατημένη λίγο καιρό πριν Κρήτη, αντιλαμβάνεται με μεγαλύτερη σαφήνεια την ιστορική καμπή που διάβαινε ο χώρος της Εγγύς Ανατολής με τη νίκη των ακραίων Τούρκων εθνικιστών και την ήττα των μεταρρυθμιστικών οθωμανικών δυνάμεων.

Αφορμή για την τελική ρήξη του παλαιοελλαδικού πολιτικού κόσμου, συσπειρωμένου γύρω από τη μοναρχία και τον Κωνσταντίνο, με τον Ελ. Βενιζέλο θα προέλθει με την έξοδο ή όχι της Ελλάδας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ηδη, πριν ακόμα από την έναρξη του Πολέμου, οι Νεότουρκοι είχαν αρχίσει την υλοποίηση του προγράμματος εθνικών εκκαθαρίσεων κατά του ελληνικού πληθυσμού στην Ανατολική Θράκη και την Ιωνία. Δεκάδες χιλιάδες Ελληνες από την Οθωμανική Αυτοκρατορία θα καταφύγουν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, η οποία βιώνει έναν μεγάλης έκτασης εσωτερικό διχασμό.

Μετά το τέλος του Πολέμου

Επειτα από πολλές παλινωδίες και περιπέτειες, η Ελλάδα θα πάρει μέρος στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ και τελικά θα βρεθεί στο στρατόπεδο των νικητών. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία οι Νεότουρκοι είχαν διαπράξει πρωτοφανή εγκλήματα κατά των χριστιανικών πληθυσμών, των Αρμενίων, των Ελλήνων και των Ασσυρίων. Η πολυεθνική Αυτοκρατορία είχε φτάσει πια στο τέλος της. Διαμορφωνόταν πλέον η εποχή των εθνών-κρατών, με βάση πληθυσμιακά, ιστορικά και γεωπολιτικά κριτήρια. Στους Ελληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που προ του 1914 ανέρχονται στο 20% του πληθυσμού, θα αποδοθεί με τη Συνθήκη των Σεβρών το 6% του παλιού οθωμανικού εδάφους, ενώ θα εξαιρεθούν περιοχές του μικρασιατικού Βορρά που είχαν υποφέρει σκληρά από τη βία του νεοτουρκικού εθνικισμού. Οι Αρμένιοι αποκτούσαν και αυτοί εθνικό κράτος, ενώ αυτονομία θα απολάμβαναν και οι Κούρδοι.

Το μεγαλύτερο μέρος του παλιού κοινού οθωμανικού σπιτιού μετατρεπόταν πλέον στο έθνος-κράτος των Τούρκων. Οι παράμετροι που θα αλλάξουν τον ρουν των πραγμάτων θα είναι αφενός ο Μουσταφά Κεμάλ, ο οποίος θα εκφράσει τον επιθετικό τουρκικό εθνικισμό, και η μοναρχική παράταξη η οποία θα υπονομεύσει το μικρασιατικό εγχείρημα. Παράλληλα η αλλαγή των διεθνών συνθηκών με την επικράτηση των μπολσεβίκων στη Ρωσία θα αναπροσδιορίσει τις προτεραιότητες των μεγάλων δυνάμεων. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να προστεθεί η στάση της Γαλλίας, της Ιταλίας αλλά και του Βατικανού ακόμα που ανησυχούσαν με τη γεωπολιτική ενίσχυση της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο.

Στις 19 Μαΐου 1919 ο αξιωματικός του οθωμανικού στρατού Κεμάλ Πασά αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα με το πρόσχημα της επιβολής της τάξης στην περιοχή. Παρ' ότι στάλθηκε στην περιοχή για να προστατεύσει τους πληθυσμούς που είχαν υποφέρει από τη βία, κύριο μέλημά του υπήρξε η καταστολή του ποντιακού αντάρτικου. Ο Κεμάλ σύντομα αυτονομήθηκε από την κεντρική οθωμανική εξουσία και άρχισε τη συγκρότηση ενός εθνικιστικού τουρκικού κινήματος, εκμεταλλευόμενος πολύ έξυπνα τα θρησκευτικά αισθήματα των μουσουλμανικών εθνών. Οι παρακρατικές ομάδες της Teskilat i Mahsusa θα πλαισιώσουν πρώτες το κίνημα αυτό και θα αγωνιστούν για τη σωτηρία τους αφενός και για την υλοποίηση των αρχικών σχεδίων που είχαν σταματήσει με τη νεοτουρκική ήττα αφετέρου.

Οι εσωτερικές αντινομίες του ελλαδικού Ελληνισμού θα οδηγήσουν σε μια ήττα, η οποία καθόλου δεν ήταν προδιαγεγραμμένη.

Η ακατανόητη απόφαση του Ελευθερίου Βενιζέλου να προχωρήσει στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 θα φέρει στην εξουσία το αντιπολεμικό και αντιμικρασιατικό, φιλογερμανικό Λαϊκό Κόμμα και τον ανεπιθύμητο για τους συμμάχους βασιλιά Κωνσταντίνο. Το μέλλον των Ελλήνων στην Ανατολή το ήξεραν καλύτερα οι ίδιοι οι Τούρκοι εθνικιστές. Η επίσημη εφημερίδα του Κεμάλ στην Αγκυρα έγραφε στις 28 Οκτωβρίου 1920 για τις επερχόμενες ελληνικές εκλογές: «Οι ελληνικές εκλογές θα κρίνουν την τύχη του μικρασιατικού πολέμου. Πτώση του Βενιζέλου σημαίνει και πτώση της Ελλάδας στη Μικρά Ασία...», ενώ στις διαδηλώσεις των Τούρκων εθνικιστών στην Αγκυρα κυριαρχούσε το σύνθημα: «Μπιν γιασασίν Μουσταφά Κεμάλ / Γιασασίν Κωνσταντίνος / Καχρολσούν Βενιζέλος» («Πολύ ζήτω στον Μουσταφά Κεμάλ / Ζήτω στον Κωνσταντίνο / Κατάρα στον Βενιζέλο»).



Η νέα κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος, που συνεργάστησε προεκλογικά σε μια αντιπολεμική, αντιμικρασιατική πλατφόρμα με το ΣΕΚΕ, είχε πολιτευτεί με συνθήματα όπως «Μικρά πλην έντιμος Ελλάς», «Αποχώρηση της Ελλάδας από τη Μικρά Ασία». Στη συνέχεια θα ακολουθήσει μια διετή πολιτική (Νοέμβριος 1920-Σεπτέμβριος 1922) που θα χαρακτηριστεί από προσπάθεια διαρκούς αλλά ανεπιτυχούς απαγκίστρωσης από τη Μικρά Ασία και ανορθολογισμό. Τελικά, αντί να οδηγήσει τους στρατιώτες στα σπίτια τους, θα τους οδηγήσει πέρα από την Αλμυρά Ερημο.

Την ίδια στιγμή δεν υπήρχε καμιά μέριμνα για οργάνωση του μετώπου περιμετρικά της Σμύρνης.

Παράλληλα θα αγνοήσει τα αιτήματα των Ελλήνων της Ανατολής. Θα απορρίψει το αίτημα της οργάνωσης «Μικρασιατική Αμυνα» για δημιουργία μικρασιατικού στρατού με στόχο την αυτονόμηση της Ιωνίας. Επίσης αγνόησε ολοκληρωτικά τον Πόντο, όπου οι αντάρτες έδιναν εγκαταλειμμένοι τον σκληρό αγώνα ενάντια στον τουρκικό στρατό. Τον Ιούλιο του 1922 προσπάθησε ανεπιτυχώς να οργανώσει την εκκένωση της Μικράς Ασίας από τον ελληνικό στρατό. Με την προοπτική αυτή νομοθέτησε (2870/1922) την απαγόρευση της εκκένωσης της περιοχής από τον άμαχο πληθυσμό. Ετσι παρέδιδε συνειδητά τους Ελληνες της Ιωνίας στα στρατεύματα του Μουσταφά Κεμάλ. Κάτι που έκανε και λίγο αργότερα, μετά τη νίκη των κεμαλικών, όταν διέταζε τον διαλυμένο ελληνικό στρατό να επιβιβαστεί στα πλοία για να αναχωρήσει και να επιστρέψει «οίκαδε», διατάζοντας τον αρμοστή Αριστείδη Στεργιάδη να απαγορεύσει την έξοδο του ελληνικού πληθυσμού «για να μη δημιουργηθεί προσφυγικό πρόβλημα στην Ελλάδα».

Από τα 2,2 εκατομμύρια που ήταν οι Ελληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στις παραμονές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, θα καταμετρηθούν το 1928 ως πρόσφυγες στην Ελλάδα περίπου 1,25 εκατομμύρια. Κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει με ακρίβεια τον συνολικό αριθμό των απωλειών. Κανείς ποτέ στην Ελλάδα δεν προσπάθησε να καταγράψει τα θύματα. Εξάλλου η προσφυγική μνήμη υπήρξε μια απαγορευμένη Μνήμη μέχρι τη δεκαετία του '80, οπότε οι προσφυγικές οργανώσεις, αξιοποιώντας τις δυνατότητες που έδιναν οι νέες συνθήκες, θα μιλήσουν για όλα αυτά και θα επιβάλουν εν τέλει την ενσωμάτωση της ιστορίας των Ελλήνων της Ανατολής στο συνολικό εθνικό αφήγημα. *

Αναλογιζόμενοι 90 χρόνια μετά την ελληνική αποτυχία στο νου έρχεται η ρήση του Λόϋδ Τζορτζ, όταν η Ελλάδα φάνταζε ως η μελλοντική μεγάλη δύναμη στην Αν. Μεσόγειο: «Τίποτα λιγότερο της προδοσίας από την ελληνική πλευρά ή ανικανότητας που ισοδυναμεί με προδοσία, δεν θα ήταν δυνατόν να καταστήσει τυς Τούρκους της Ανατολίας ικανούς να επιδράμουν στη Σμύρνη και να ρίξουν τους Έλληνες στη θάλασσα».


Όπως και η διαπίστωση του ιστορικού Douglas Dakin : «…Ακόμα και σήμερα δεν έχει σιγάσει η διαμάχη γύρω από το ζήτημα γιατί οι ελληνικές δυνάμεις που υπερτερούσαν αριθμητικά και δεν ήταν πολύ χειρότερα εξοπλισμένες από τα στρατεύματα του Κεμάλ, οδηγήθηκαν σ’ αυτή την καταστρoφική ήττα.» ( “H ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923”, εκδ. ΜΙΕΤ)


Η ιστορία της Αγγελικής Ματθαίου (*)
(*) Από τη Φώκαια Σμύρνης

Είμαι η Αγγελική, του καπετάν Νικολή Πολίτη η κόρη από τις Νέες Φώκιες της Σμύρνης. Το 22 ήμουν ένα κοριτσάκι 6 έως 7 χρονών.

Η Αγγελική Ματθαίου έπειτα από μια περιπλάνηση ως αιχμάλωτη στην Ανατολή, που κράτησε κάποια χρόνια, θα φτάσει τελικά ορφανή στην Ελλάδα και θα συναντήσει μια αδελφή της, που διασώθηκε από τη σφαγή. Ο Ευρ. Μπίλης, τ. επίκουρος καθηγητής στο ΕΜΠ, διέσωσε και μας ενεχείρισε τη συγκλονιστική μαρτυρία, την οποία κατέγραψε η ίδια η Αγγελική Ματθαίου πριν από το θάνατό της

Ο πατέρας μου ήταν καπετάνιος. Είχαμε ένα μεγάλο καΐκι. Το είχε ονομάσει ο πατέρας μου «Πανούσα», επειδή έλεγαν την μητέρα μου Παναγιώτα και επειδή την αγαπούσε πολύ ονόμασε το καΐκι.

Ημασταν 6 άτομα, παιδιά και ο πατέρας και η μητέρα. Ο πατέρας μου ήταν από την Κωνσταντινούπολη και ήλθε στις Φώκιες και παντρεύτηκε λέγανε την ωραία Παναγιώτα. Ζούσαμε πολύ καλά διότι είχαμε πολύ περιουσία. Ο πατέρας μου ήταν μοναχοπαίδι.

Είχαμε δύο σπίτια. Το ένα ήτανε στο Φαρδί Σοκάκι και το άλλο έξω από την πόλη.

Ο πατέρας μου είχε 400 δένδρα ελιές, είχε ένα αμπέλι στα 3 πηγάδια και το άλλο στα Μερσινάκια.

Τώρα θα γράψω για την Καταστροφή.

Τη νύχτα βγαίνανε στα παράθυρα και βλέπανε στα βουνά φωτιές. Αρχισε ο κόσμος να φοβάται. Η μητέρα μου δεν ήξερε τι να κάνει γιατί ο πατέρας μου έλειπε ταξίδι. Το δεύτερο βράδυ μαζεύτηκε όλη η γειτονιά στο δικό μας σπίτι. Θυμάμαι που κάνανε μία τούρκικη σημαία με το μισοφέγγαρο και τη βάλανε στο παράθυρο για να δούνε οι Τούρκοι. Το ίδιο βράδυ ήλθε ο πατέρας μου. Μας είπε να μην φοβόμαστε. Κλειστήκαμε στο σπίτι.

Ξαφνικά πλάκωσε ο τούρκικος στρατός. Ακούγαμε τύμπανα, ντουφεκιές, τραγούδια. Τα άλογα χλιμιντρούσανε. Δεν μπορώ να σας πω το τι γινόταν.

Τότε σηκώθηκε ο πατέρας μου να πάει να δη το καΐκι για να φύγουμε. Η μητέρα μου δεν τον άφηνε και της είπε θα πάω από άλλον δρόμο. Πήγε, αλλά το καΐκι το είχανε καταστρέψει. Δεν είχε ούτε κατάρτια ούτε πανιά ούτε μηχανή. Μας λέει θα πάμε στον Ασματερέ, εκεί ήταν ένα λιμανάκι και ίσως βρούμε καΐκι να φύγουμε για τη Μυτιλήνη.

Φύγαμε από τα βουνά. Εμένα με σήκωνε ο αδελφός μου στην ράχη του. Νύχτα ήτανε! Τα βουνά ήταν τόσο άγρια. Φωνάζανε τα σκυλιά, τα τσακάλια. Τα σκυλιά από τα εξοχικά σπίτια τρέχανε. Τα αγριογούρουνα μουγκρίζανε. Λες και θα χαλούσε ο κόσμος.

Αμίλητοι φθάσαμε στο λιμανάκι αλλά δεν υπήρχε τίποτε. Μόνο τα ζώα του κόσμου φωνάζανε λες και είχανε καταλάβει τον χωρισμό από τους δικούς τους.

Την άλλη μέρα οι Τούρκοι κατασκήνωσαν σε ένα χωράφι πολύ μεγάλο που το λέγανε Σητσακτερέ και αρχίσαν και κατεβαίνανε στην χώρα. Μαζεύανε τον κόσμο. Αλλον σκοτώνανε, άλλον κοπανούσανε με τα ντουφέκια. Τους άλλους τους ρίχνανε κάτω και τους πατούσανε στην κοιλιά και οι ανθρώποι κάνανε εμετό.

Εμείς είχαμε φύγει κρυφά και μπήκαμε σε ένα μεγάλο σπίτι αλλά μας βρήκανε. Κατεβάσανε τον πατέρα μου, τον βγάλανε το σαλβάρι του, το σακάκι του, τα παπούτσια του. Του πήρανε τη μεγάλη σακούλα με τα λεφτά και τα χρυσαφικά και μας βάλανε μαζί με άλλους που μαζεύανε από τα σπίτια τους.

Από τις πλεξούδες

Μας πήγαν σε ένα χωριό που το λέγανε Τσακμακλή. Μας αφήσανε σε ένα χωράφι και αρχίσανε να μαζεύουν τους άνδρες. Πήρανε τον πατέρα μου τον αδελφό μου και όλους. Μετά ακούσαμε τα πολυβόλα. Μας λέγανε όλοι ότι τους σκοτώσανε. Από τότε δεν τους είδαμε.

Το ίδιο βράδυ πήρανε την αδελφή μου στα βουνά. Παίρνανε τα κορίτσια. Την αδελφή μου την πήρανε τέσσερις. Είχε μακριές πλεξούδες. Οι δυό την πιάσανε από της πλεξούδες και οι άλλοι δύο από τα πόδια.

Το τι γινότανε εκείνο το βράδυ δεν λέγεται. Χαλούσε ο κόσμος. Φωνάζανε τα κορίτσια, κλαίγανε η μάνες τους, φωνάζανε, βουίζανε τα βουνά. Εγώ με ήχε η μητέρα μου κάτω από το φουστάνι της και έτρεμα σαν το φύλλο.

Η μητέρα μου σηκώθηκε και φώναζε «παιδί μου Κατερίνα που σε πάνε» και ένας Τούρκος της δίνει μια με το ντουφέκι και πέφτει και σπάει το κεφάλι της. Τρέχανε τα αίματα. Εγώ σήκωνα το φουστανάκι μου και τη σκούπιζα.

Την άλλη μέρα μας πήρανε από κει και αρχίσαμε να βαδίζουμε από βουνά όχι από δρόμους. Μας είχανε πάρει τα παπούτσια μας και τα βουνά ήτανε στρωμένα από αγκάθια. Ηταν αδύνατο να βαδίσουμε. Εκεί ήτανε το πολύ ξύλο οι κλοτσιές. Βαδίζαμε το βράδυ. Φθάσαμε σε ένα χωριό που το λέγανε Τσακμακλή. Ητανε ελληνικό χωριό.

Εκεί μας χώσανε τον έναν απάνω στόν άλλον. Για να μας βάλουνε μέσα σκοτώσανε 2 παιδιά και μιά γυναίκα. Και ξύλο με τα καμιτσιά αλύπητα. Ο κλαθμός και ο φόβος ήτανε αβάστακτα.

Εκείνο το βράδυ πήρανε και τη μανούλα μου. Ξέχασα να γράψω. Είχαμε και ένα μωράκι και όταν την πήρανε κρατούσε και το μωρό. Της το πήρανε και το πετάξανε σε έναν καλαμνιώνα που ήτανε λίμνη. Πάει και αυτό. Τη δε μανούλα μου την φέραν. Να σκεφτείτε τον πόνο της και τα δάκρυα της.

Εμεινα μόνο εγώ. Με σκέπαζε με το φουστάνι της σαν τη κλώσα που βάζει τα πουλάκια της κάτω από τα φτερά της.

Κάνω πολλά λάθη γιατί δεν μπορώ να γράψω από τα δάκρυα και τον πόνο που έχω. Μου έχουν μείνει αποθέματα. Είνε μεγάλος πόνος να μείνεις ορφανό τόσο μικρό και στα τούρκικα χέρια. Παρακαλώ το Θεό όλα τα παιδάκια να έχουν τη μανούλα τους. Να μην πονέσουνε σαν εμένα.

Ακουγα μανούλα που φωνάζανε και μαραινόμουν σαν το φύλλο που πέφτει από το δένδρο. Το πιο γλυκό πράγμα του κόσμου είναι η μάνα. Ολα αυτά τα χρόνια που ζω δεν τη ξέχασα.

Το δε πρωί μας πήγανε σε ένα χωριό που το λέγανε Μαινεμένη. Το χωριό ήτανε κάρβουνο. Το είχανε κάψει οι δικοί μας στρατιώτες όταν οπισθοχωρήσανε. Ηταν ελληνικό χωριό.

Μας περάσανε από μέσα για να δούμε που ήτανε καμένο. Εκεί είπαμε ότι εδώ θα μας κάψουνε και μας χτυπούσανε τόσο άγρια που μας φωνάζανε οι δική μας να σκύβουμε σαν τα πρόβατα. Εκεί κόψανε μιας γυναίκας τη μύτη.

Με τα πολλά φύγαμε από το χωριό. Βαδίζοντας, βγήκαμε σε ένα χωράφι που είχε άγριες αχλαδιές και ήταν φορτωμένες αχλάδια. Οσα μπορούσανε κόψανε να φάνε. Αλλά πιο πολύ ήτανε το ξύλο....

Συνέχεια βαδίζαμε δεν ξέρω πόσες μέρες. Πηγαίναμε για τη Μαγνησία. Βγαίνανε και το φωνάζανε ότι πάμε στην Μαγνησία. Είχε άνδρες που ξέρανε τούρκικα και μας φωνάζανε ότι πάμαι στην Μαγνησία να μας βγάλει λόγο ο Κεμάλ.

Και που νομίζετε που μας πήγανε; Σε ένα παλιό εργοστάσιο και μαζέψανε τους άνδρες, τους βάλανε μέσα τους γδύσανε και αρχίσανε και τους χτυπούσανε με τα καμιτσιά. Η άνδρες πηδούσανε σαν ποντίκια. Τους είχανε μαύρους. Η άνθρωποι πέσανε όλοι κάτω σαν πεθαμένοι με βογκητά με κλάματα από τους πόνους.

Δεν υπάρχει θεός

Το χειρότερο ήτανε ότι μαζέψανε τα γυναικόπαιδα και μας πήγανε σε ένα χωράφι γεμάτο μνήματα από Ελληνες στρατιώτες και σε κάθε μνήμα είχαν βάλει τα δίκοχα τους. Εκεί φαντασθείτε τι έγινε. Πέσαν οι γυναίκες στα μνήματα φωνάζανε, κλαίγανε και από πάνω κλωτσιές, πέτρες. Σπούσανε δένδρα, κλαριά και τις κοπανούσανε. Πολλές μάνες είχαν χάσει τα παιδιά τους σε αυτόν το πόλεμο. Μα δεν υπήρχε Θεός; Δεν υπήρχε κανένας νόμος για μας;

Μετά μας πήγανε σε αμπέλι και κόβανε τα φύλα και τα χώνανε στο στόμα να τα φάνε και όποιος δεν τα μάσαγε τον τρίβανε τα μούτρα του στο χώμα. Μια γυναίκα δεν το δεχότανε και της βάλανε φωτιά στο φόρεμα της και κάηκε σαν κερί και δεν αφήνανε κανένανε να πάει κοντά της. Αυτά που κάνανε αυτοί οι βάρβαροι δεν τα έκανε κανένα κράτος.

Μετά φύγαμε από την Μαγνησία και μας πηγαίνανε για μια μέρα όλο από βουνά και αγκάθια. Φθάσαμε σε μια μικρή πόλη. Εκεί ήτανε σταθμός χωροφυλακής. Μας υποδεχτήκανε πολύ άγρια ως συνήθως. Από κάτω από το κτήριο είχε μια χαβούζα με νερό. Το νερό αυτό είχε μέσα ότι βρωμιά ήθελες. Και δεν ήτανε μόνο η βρωμιά, αλλά κατουρούσανε και από πάνω. Και χονδρά και ψιλά. Αλλά ο κόσμος ήτανε τόσο διψασμένος που σπρώχνανε της βρωμιές και πίνανε και πλένανε και τα μούτρα τους και αυτοί γελούσαν και λέγανε «πος γκιαούρη». Αυτό θα πει: «Βρώμικοι Ελληνες».

...Το ψωμί και το φαΐ το είχαμε ξεχάσει. Αν βρίσκανε στα βουνά καμήλες ψόφιες τρέχανε και ξεσχίζανε με τα χέρια και άμα σταματούσαμε σε κανένα χωριό γυρεύανε φωτιά και τα ψήνανε και τα τρώγανε. Η Μανούλα μου δεν έτρωγε ούτε και 'γώ.

Μας πήρανε πάλι από κει, άλλαξαν οι τσανταρμάδες. Σε κάθε χωριό μας παίρνανε άλλοι. Μας περάσανε από ένα ποτάμι που είχε λιγοστό νερό αλλά είχε πολλά αγριοσέληνα. Οταν τα είδε ο κόσμος πέσανε με τα μούτρα σαν τα πρόβατα. Δεν έμεινε ούτε φύλο. Εκεί σε κείνο το λίγο νερό πλυθήκαμε, λουστήκαμε, χωρίς σαπούνι βέβαια....

Αρχίσαμε πάλι τα βουνά. Το χωριό ήτανε κοντά. Μόλις μας είδανε, πλάκωσε η Τουρκιά. Αρχίσανε όλοι νύκτα να πέρνουνε τα κορίτσια. Ψάχνανε με τους φακούς η δε τσανταρμάδες φεύγανε και οι χωριάτες βρίσκανε ευκαιρία. Φωνάζανε τούρκικα «άλλην, άλλην», θα πει στα ελληνικά «πάρτε, πάρτε» και κείνο το βράδυ τραβήξανε την μανούλα μου και έτσι που πήγε να σηκωθεί είδαν εμένα που με είχε από κάτω από το φουστάνι της.

Ημουν παιδάκι

Αρπάξανε εμένα. Από τον πολύ σπαραγμό πού έκανα θυμάμαι που έβγαλε το φέσι του και μού έκλεισε το στόμα με πήγε πιο πέρα και άρχισε να με ψάχνει αφού με έριξε κάτω. Σκεφτείτε εκείνη την ώρα τον σπαραγμό μου και τις φωνές μου και αφού είδε που ήμουν παιδάκι μου δίνει μια κλωτσιά και με αφήνει.

Εγώ μες την νύκτα δεν ήξερα που πάω. Ετρεχα με κομμένα τα πόδια. Από την μια φώναζα εγώ και από την άλλη ερχότανε η μανούλα μου ξεμαλλιασμένη να φωνάζει «Αγγελική, αίμα μου, παιδί μου, που είσαι;». Εγώ με τα κλάματα και αυτή με τις φωνές βρεθήκαμε. Δεν ξέρω να την περιγράψω αυτήν την περιπέτεια. Εσείς που θα την διαβάσετε μπορείτε να καταλάβετε.

Φύγαμε πάλι από 'κεί. Μας πήγανε σε ένα άλλο χωριό. Εκεί μείναμε κάτω από μια γέφυρα. Εκεί βρήκαμε σαλιγκάρια και τα ψήναμε και τρώγαμε....

Την άλλη μέρα χιόνιζε. Μας είπανε θα πάμε στο Ουσάκ. Βαδίζοντας μέσα στο χιόνι αρχίσανε τα πόδια μας και σουβλίζανε. Τότε η μανούλα μου βγάζει έναν μπούστο πού φορούσε τον κομμάτιασε και δέσαμε τα πόδια μας. Μα πόσο να βαστάξει το πανί;

Βαδίζαμε μια νύκτα. Φθάσαμε μέρα. Μας βάλανε σε κάτι μεγάλους σταύλους που βάζανε οι στρατιώτες τα άλογα. Η κοπριά ήτανε ένα μέτρο. Εμείς χωθήκαμε να ζεσταθούμε. Σε λίγο μας βγάλανε έξω και μας δώσανε γαλέτα σκουλικιασμένη. Εμείς τη φάγαμε και μας έπιασε μια διάρροια που δεν προλαβαίναμε. Εκεί πέθαναν πολλά παιδιά. *

Πηγή: http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=17/09/2011&id=310439
http://www.enkripto.com/2012/08/22.html  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου