Τετάρτη 1 Αυγούστου 2012

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ...ΠΡΙΝ 106 ΧΡΟΝΙΑ ΕΓΙΝΕ..Η ΣΦΑΓΗ ΤΗΣ ΑΓΧΙΑΛΟΥ

Απο τον Γεώργιο Λεκάκη

Η Αγχίαλος είναι μια ευλίμενος και εμπορική πόλη του Πύργου Ανατ. Ρωμυλίας, στην θρακική παραλία του Ευξείνου Πόντου.
Η αρχαία Αγχίαλος (ή Αγχιαλός ή Αγχιάλη ή Αγχιάλεια < άγχι + αλς = πόλη παρά την θάλασσα) ελέγετο και Απολλωνία, διότι συνοικίσθηκε στις αρχές του 6ου π.Χ. αι. από κατοίκους της γειτονικής Απολλωνίας (μετέπειτα Σωζοπόλεως), αποικίας των Μιλησίων. Διασώθηκαν νομίσματα με την επιγραφή «ΑΓΧΙΑΛΕΩΝ» και του πατρίου Μιλησίου βοός, που μαρτυρούν την συγγένεια Αγχιαλέων-Μιλησίων-Κρητών. Οι Αγχιαλίτες έδειχναν με καμάρι τα ερείπια της αρχαίας προγονικής κώμης τους και έλεγαν την περιοχή της Παλαιόκαστρο. Οι Βυζαντινοί την αναφέρουν Αχελώος, Αχελώ ή Αχελού.

Η αρχαία Αγχίαλος ήταν τετειχισμένη καλώς, γι’ αυτό και βίωσε την ανεξαρτησία της έως το 450 π.Χ., οπότε υπετάγη στους Εβρίτες Θρακιώτες Οδύρσες, του Τήρη και του Σιτάλκη. Στις αρχές του 4ου αι. περιήλθε στον εκ των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου, Λυσίμαχο, και παρέμεινε μακεδονική έως το 280 π.Χ. Τότε ξαναέγινε αυτόνομος – όπως και οι άλλες παραλιακές πόλεις της Θράκης! Οι συγκρούσεις για τον έλεγχο της περιοχής της ξεκίνησαν το 72-71 π.Χ., έφθασαν στην πόλη το 29-28 π.Χ., αλλά μόλις το 15 μ.Χ. υπετάγη στους Ρωμαίους… Το 100 μ.Χ. καταστράφηκε από τους Γότθους. Γι’ αυτό την ξανασηκώνει ο Τραϊανός και την μετονομάζει Ουλπία (ή Ουλπιανή/Ουλπιάνα, με τα νομίσματα να αναφέρουν και τα δυο ονόματά της «Ουλπιανών Αγχιαλέων»), όνομα που δεν έπιασε.
Η πόλη από το τέλος του 2ου αι. αποτελεί Επισκοπή. Μια από τις αρχαιότερες (Ευσέβ. «Εκκλ. Ιστ.» 5.19.4). Από την εποχή αυτή σώζεται έως σήμερα αρχαίος θρακικός τάφος (χρονολογείται στον 3ο αι. μ.Χ.). Από το 330 μ.Χ. ήταν φόρου υποτελής στο Βυζάντιο. Η Αγχίαλος γίνεται μέγας ναυτικός και στρατιωτικός επίκαιρος σταθμός των Βυζαντινών στα θρακικά παράλια. Στο λιμάνι της στάθμευαν τα βυζαντινά χελάνδια (φορτηγά) πλοία, που ξεφόρτωναν τον βυζαντινό στρατό. Γι’ αυτό και ξαναοχυρώθηκε εξόχως. Ήταν το «φράγμα» της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, για όσους Βόρειους είχαν πονηρές βλέψεις για την Αυτοκρατορία… Το 582 εισβάλλει στην Θράκη ο χαγάνος των Αβάρων, αλλά τα βρίσκει σκούρα μπροστά στα τεράστια τείχη της Αγχιάλου. Προλαβαίνει όμως, μάλλον, και καίει ό,τι μπορεί. Από την Αγχίαλο απεστάλη (επί αυτοκράτορος Μαυρικίου, το 585) ο Βυζαντινός στρατηγός Κάστος, με μοίρα στρατού, κατά των Αβάρων, τους οποίους κατετρόπωσε και έλαβε πλούσια λάφυρα. Αλλά κατερχόμενος προσεβλήθη στα Στενά του Αίμου και αιχμαλωτίσθη. Η είδηση προξένησε μεγάλη λύπη στην Πόλη και δυσαρέσκεια για τον αυτοκράτορα, ο οποίος έστειλε μέγα χρηματικό ποσό στον χαγάνο των Αβάρων και τον απελευθέρωσε.

Ο Ιουστινιανός ανακατασκευάζει τα τείχη της πόλεως και συμπεριλαμβάνει εντός αυτών τις θερμοπηγές της (ευρίσκονται στην νυν Λίτζα καλουμένη). Αλλά ένας καταστρεπτικός σεισμός που συμβαίνει στην Θράκη, το 740, και καταστρέφει πόλεις και χωριά, κατέστρεψε μάλλον και την Αγχίαλο, διότι οι Βυζαντινοί χρονικογράφοι γράφουν ότι η πόλη ξανακτίσθηκε από την αυτοκράτειρα Ειρήνη (η Αθηναία), το 746, και πάλι έχουν εγκωμιαστικά λόγια για τα τείχη της…

Όταν ο αυτοκράτωρ του Βυζαντίου Κωνσταντίνος Ε΄ επετέθη εναντίον του ηγεμόνα των Βουλγάρων, Τελέτση (ή Τέλεσι, 760-763) από ξηρά και θάλασσα, ενώ ο τελευταίος ήταν κλεισμένος, εδέχθη ισχυρές επικουρίες και απήλθε κατά του βυζαντινού στρατού, ο οποίος εστάθμευε στην Αγχίαλο. Αλλά στην μάχη αυτή (30.6.762) υπέστη καταστρεπτική ήττα. Τότε οι Βούλγαροι εστασίασαν κατά του ηγεμόνα τους και τον εφόνευσαν.

Η πόλη-οχυρό Αγχίαλος δεν αλώθηκε ποτέ, ως το 811… Τότε ξεσπούν οι βουλγαρικοί πολεμοι. Κοντά στο φρούριο της Αγχιάλου έγινε η πολύνεκρη μάχη (25.7.811), στην οποία σκοτώθηκε ο Νικηφόρος Α΄, ηττηθείς από τους Βουλγάρους. Έτσι οι Βούλγαροι βάζουν πόδι στην πόλη και την κατέχουν κατά διαστήματα (811, στις 21.8.917 με την δεινή πανωλεθρία του στρατηγού Λέοντος Φωκά από τον Συμεών, 976), αλλά επανακτάται από τους Έλληνες (814, 965 ή 971), με ακριβά ανταλλάγματα σε χρήματα, πόλεις, έως και χώρες ολόκληρες! ¨Εως το 1018/1019 με την οριστική συντριβή των Βουλγάρων από τον κατ’ εξοχήν διώκτη τους, Βασίλειο Βουλγαροκτόνο. Η Αγχίαλος ξανα-αναπνέει αέρα ελευθερίας. Επί Αλεξίου Κομνηνού (1088) άρχισαν οι επιδρομές των Πετσενέγων (Κομάνων). Την πόλη σώζει το οχυρό λιμάνι της (1091-1094). Σπουδαία πνευματική μορφή της εποχής αναδεικνύεται ο Αγχιαλίτης πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1160-1177), Μιχαήλ Γ΄, ο «ύπατος των φιλοσόφων», όπως έμεινε στην ιστορία! Επί Ισαακίου Β΄ Αγγέλου (1185-1195) οι βλάχοι της Βουλγαρίας επαναστατούν και καταλαμβάνουν την Αγχίαλο. Τους εξώθησε ο αυτοκρατορικός στρατός (1190) γι’ αυτό και ο Ισαάκιος αποφάσισε να ενισχύσει και με πύργους στα τείχη της.

Όταν ο αυτοκράτωρ των Φράγκων, Ερρίκος της Φλάνδρας, κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη (1204) εισήλασε και στην Αγχίαλο. Αλλά ο φράγκικος στρατός αποχωρεί και την πόλη ξανακαταλαμβάνουν οι Βούλγαροι. Η Αγχίαλος εντός του ιδίου έτους (1204) άλλαξε τρεις κυρίους! Την πόλη-μπαλλάκι ξαναπαίρνουν οι Φράγκοι (1206-1216). Και πάλι οι Βούλγαροι. Οι Βυζαντινοί, με τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο, την ξαναπαίρνουν πίσω – μαζί με την Μεσημβρία - απ’ τους Βούλγαρους (1261/1262) και ξαναϊσχυροποιούνται στην περιοχή, αφού μαζί με τα περίχωρά τους αποτελούν μικρό δεσποτάτο (για την κυριότητα του οποίου… μάλωναν μεταξύ τους έως και οι αδελφοί του προτελευταίου Παλαιολόγου, Ιωάννη Η΄, 1425-1448). Αγχίαλος και Μεσημβρία ξαναπερνούν στους Βουλγάρους, επί τσάρου Θεοδώρου Σβετοσλάβου (1300-1322). Ο αυτοκράτωρ Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος, μετά την Μάχη του Βελεβουσδίου, όπου οι Βούλγαροι ηττήθηκαν από τους Σέρβους (1330), δράττεται της ευκαιρίας και παίρνει πίσω τις δυο ελληνίδες πολεις. Νέα βουλγαρική κατοχή. Την απελευθερώνει και πάλι ο αυτοκράτωρ Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος (1364) στην μάχη Βούλγαρων-Βυζαντινών. Το 1366, ο Ιωάννης Ε΄ επιστρέφει από το ταξείδι του στην Δύση. Οι Βούλγαροι του αρνούνται να περάσει μέσα από την Βουλγαρία. Τότε ο σύμμαχος των Βυζαντινών και εξάδελφος του Ιωάννη Ε΄, ο κόμης Αμεδαίος Στ΄ της Σαβοΐας, καταλαμβάνει αρκετές παραθαλάσσιες πόλεις ως αντίποινα, όπως την Αγχίαλο και την Μεσημβρία (αλλά αποτυγχάνει να καταλάβει και την Βάρνα). Στην Σύνοδο της Φλωρεντίας (1439), διακρίνεται για την σταθερότητά του ο μητροπολίτης Αγχιάλου, Σωφρόνιος. 
Νέος κατακτητής της πόλεως, οι Τούρκοι, όταν πήραν την Πόλη (1453) και κράτησαν την Αχιολού, όπως την έλεγαν παραφρασμένα. Σ’ αυτά τα χρόνια εγκαταστάθηκαν στην πόλη πολλοί Έλληνες (φυγάδες εκ Κωνσταντινουπόλεως, και συγγενείς των Παλαιολόγων και των Καντακουζηνών) και ασχολήθηκαν με την αλατοπαραγωγή, την αμπελουργία, την οινοποιία, την αλιεία, αλλά και την κατασκευή και εμπορία γουναρικών. Πολλοί εκ των φυγάδων Καντακουζηνών από την Αγχίαλο αναδείχθηκαν στα υψηλότερα κλιμάκια των αξιωματούχων της τουρκικής διοικήσεως στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Πιο γνωστός ο Μιχαήλ, αρχιγούναρης του σουλτάνου Σουλεϊμάν Α΄, και φίλος του μεγάλου βεζύρη Σοκόλη. Ο Μιχαήλ για την μεγάλη του ευστροφία εκαλείτο «σεϊτάνογλου» (διαόλου γιος), απέκτησε μεγάλη κτηματική περιουσία, έκτισε περικαλλή ανάκτορα, αλλά δολοφονήθηκε στην Αγχίαλο… Η πόλη εξακολουθεί μέσ’ στον Μεσαίωνα να γεννά πνευματικά τέκνα: Τον μέγα πατριάρχη Ιερεμία Β΄ με τις τρεις θητείες του: 1572-1579, 1580-1584 και 1586-1595. Κτίζεται ο ΙΝ της Μεταμορφώσεως (1765).

Το 1801 ο Βούλγαρος εξωμότης βοεβόδας Ιντζές, επιχειρεί μια κατάληψη της πόλεως, αλλά συντρίβεται από τους Αγχιαλιώτες στην θέση της ΙΜ Αγ. Γεωργίου - η οποία αργότερα (1856/1858) κτίζεται επίσημα από Αγχιαλίτες Έλληνες – και που έκτοτε γίνεται ο προστάτης άγιος της πόλεως. Ο Αγχιαλίτης επιφανής πατριάρχης Ιεροσολύμων Πολύκαρπος ήταν αυτός που εκ βάθρων ανέστησε τον πυρποληθέντα ναό της Αναστάσεως του Χριστού (1809). Το 1821 ο μητροπολίτης Αγχιάλου Ευγένιος (Καραβίας) εξ Ιθάκης, «ακολουθεί» τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ στην αγχόνη. Περί το 1850 – και για μακρά θητεία - σκευοφύλαξ του ΙΝ της Αναστάσεως του Χριστού στα Ιεροσόλυμα διετέλεσε ο φιλομουσότατος Άνθιμος. Έως τον 19ο αι. η Αγχίαλος διατηρούσε έναν χαρακτήρα αμιγώς ελληνικό και εξακολουθούσε ένα ζωηρό ελληνικό κέντρο, με ελληνικό βίο. Οι κάτοικοί της ήταν όλοι Έλληνες (έως το 1885)! Ασχολούνταν με την αλατοπηγία (σήμερα λειτουργεί Μουσείο Αλατιού στην πόλη), την αμπελουργία, την οινοποιία, την αλιεία… Αποδημούσαν εμπορευόμενοι σε ισχυρές παροικίες τους στα παράλια του Ευξείνου, στην Κωνστάντζα, την Βάρνα, το Ισμαήλιο, το Γαλάζιο, κ.ά. Αλλά η πλούτη της συγκέντρωσε γύρω της και μέσα της μυρμηγκιές αλλοφύλων. Τότε άρχισαν να παρεισφρύουν τουρκικά και βουλγαρικά στοιχεία στην πόλη. Αλλά η ανεπιμιξία με τους Βουλγάρους – έως την καταστροφή της πόλεως - ήταν παροιμιώδης – γι’ αυτό άλλωστε διατήρησαν και την γλώσσα τους και την προφορά της καθαρή. Οι Βούλγαροι σχεδόν είχαν αφομοιωθεί ακόμη και από τα περίχωρα της Αγχιάλου από τους Έλληνες. Η πόλη είχε αξιόλογη εμπορική κίνηση με το ακμαίο λιμάνι της, και οι φιλομουσώτατοι κάτοικοί της είχαν αναπτύξει περίφημα σχολεία, στα οποία είχαν διδάξει διδάσκαλοι με προσωπικότητα: Ο Χρυσοβέργης Κουροπαλάτης (1790-1802), ο Γρηγόριος Ροΐδης εξ Άνδρου (1819-1821), ο φιλικός Κων. Νέστωρ, ο Γρηγ. Σαράφης, κ.ά. Ευτυχής συγκυρία η συνύπαρξη και διαδοχή σπουδαίων διδασκάλων σε έναν τόπο. Εάν συμβεί, αναμένετε σπουδαία πνευματικά αποτέλεσματα και άνοδο. Οι περισσότεροι των αποφοίτων τους απήρχοντο στην Ευρώπη και την Ελλάδα και ευρύτερες σπουδές… Τα πνευματικά της τέκνα ευρίσκονται σκορπισμένα σε καίριες θέσεις, εξαπλωμένα σε όλον τα γνωστά πνευματικά κέντρα αποφάσεων. Η Αγχίαλος είχε «τειχισθεί» και πνευματικώς καλώς.
Για όλ’ αυτά, την ορέχθηκαν οι Ρώσοι και την κατέλαβαν (1828-2.9.1829). Τότε άρχισαν πολλοί κάτοικοί να μεταναστεύουν, από φόβο προς τους Τούρκους, από μια τρομάρα που διαισθάνονταν… Έφυγαν για Ρωσία, Κωνστάντζα, Βάρνα, Γαλάζιο, κ.α. Η πόλις αποδυναμώθηκε… Παρ’ όλ’ αυτά, η Αγχίαλος συνέχισε. Ιδρύθηκαν σχολεία, φιλοπρόοδοι όμιλοι, καλλιεργήθηκαν τα γράμματα, κτίσθηκε ο μητροπολιτικός ναός της Παναγιάς (η εκκλησία της Θεοτόκου, το 1890). Όλα αυτά κυρίως χάρι σε δυο σπουδαίους άνδρες: Του αρχιερέως της πόλεως Βασιλείου Α΄ (1863-1885, είτα Σμύρνης, αποθανόντος το 1911) και του Βασιλείου Β΄ (αρότερα οικουμ. πατριάρχη, 1924), πολλών επιστημόνων και φιλομούσων εμπόρων, που ίδρυσαν τον «Φιλοπρόοδο Όμιλο».

Αλλά από το 1840 υποκινήθηκε από τις θεωρίες του Φαλμεράιερ ο Βούλγαρος Βενέλης, από την Μόσχα, όπου διέμενε, και άρχισε να παρατηρείται μια μικρή βουλγαρική εθνική πνευματική κίνηση, που δεν άργησε να εκφρασθεί πολιτικά. Την 1η Οκτωβρίου 1874 μια μεγάλη (περίεργη) πυρκαϊά έκαμε στάχτη το μεγαλύτερο κομμάτι της πόλεως… Ξαναβρήκε την δύναμη η πόλη και ξανακτίσθηκε με εράνους…

Από το 1878 άρχισε να διαφαίνεται μια «μεταπολίτευση» στην περιοχή. Μια «νέα τάξη πραγμάτων» ερχόταν, ερήμην των πολιτών της. Ολοκληρώθηκε στις 5.9.1885 με την Συνθήκη του Βερολίνου: Η Ανατ. Ρωμυλία (και η Αγχίαλος φυσικά) υπήχθη στο νεοσυσταθέν κράτος με το όνομα Βουλγαρία – στην ουσία παραδόθηκε στα χέρια των ασπόνδων εχθρών της.

Η πόλη εξακολουθεί να προωθεί πνευματικά αναστήματα: Ο μέγας ποιητής μας Κώστας Βάρναλης (γεννηθείς στον Πύργο της  Αν. Ρωμυλίας το 1884, όπου βίωσε το κλίμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, με καταγωγή από την Βάρνα), ετέλειωσε το ελληνικό σχολείο, συνέχισε την εκπαίδευσή του στα Ζαρίφεια Διδασκαλεία Φιλιππουπόλεως, και είτα, με την υποστήριξη του μητροπολίτου Αγχιάλου, ήλθε εν Αθήναις ίνα σπουδάσει Φιλολογία…
Το διάστημα 1890-1905 εξ αιτίας της αντιπολιτεύσεως των Ελλήνων κατά του Βουλγάρου εξάρχου, οι ελληνο-βουλγαρικές σχέσεις οξύνθηκαν πολύ.

Οι φιλήσυχοι κάτοικοί της Αγχιάλου (4.655 στις αρχές του 20ού αι.) ασχολούνταν κυρίως με τις αλυκές της περιοχής τους, που πάντα ήταν σπουδαία πηγή πλούτου τους. Αλλά, φευ, η όρεξη των Βουλγάρων, που άνοιξε το 811, φαίνεται δεν είχε χόρταση… Δεν πέρασε ήσυχη ζωή η πολύπαθος Αγχίαλος μαζί τους. Οι ελληνοδιώκτες Βούλγαροι, από το 1900 εφάρμοσαν μια βάρβαρη πολιτική αφανίσεως του ελληνισμού στην περιοχή τους, που ζούσε εκεί, τουλάχιστον, 25 αιώνες προ της εμφανίσεώς αυτών! Με προμελέτη και με πρόγραμμα ήθελαν να εκβουλγαρίσουν τους Έλληνες. Οι Έλληνες αντέδρασαν πεισματικά σε αυτό. Ο κυβερνητικός βουλγαρικός προσηλυτισμός δεν μπόρεσε να μεταβάλλει τον ελληνικό χαρακτήρα της πόλεως. Κι έτσι άρχισαν, ανεπίσημα και παρακρατικά, οι διωγμοί Ελλήνων, από Βούλγαρους σωβινιστές… Ώσπου, η βουλγαρική κυβέρνηση διοργάνωσε ανερυθρίαστα, ωμά και απροκάλυπτα οργανωμένο κίνημα-«σταυροφορία», που ξεκίνησε στις 10.4.1905 από τον Πύργο, κατά της ελληνικής ΙΜ Αγ. Γεωργίου Αγχιάλου – προπύργιο της πόλεως. Σε αυτήν ήταν φυλαγμένα και τα πολεμοφόδια των Αγχιαλιτών. Έτσι έμειναν ανυπεράσπιστοι… Και το βουλγαρικό ανθελληνικό κίνημα αναθάρρησε, διογκώθηκε, και εκδηλώθηκε με δηώσεις, διαρπαγές, και καταστροφές - στις οποίες συμμετείχε και η βουλγαρική Αστυνομία - έναντι σε κάθε τι ελληνικό, σε Φιλιππούπολη, Πύργο, Περιστερά, Στενήμαχο, Ακ Βουνάρ, Παζαρτζίκ, και με κατάληξη την 30ή/31η Ιουλίου 1906 στην Αγχίαλο… Ήταν τότε που άτακτοι Βούλγαροι όρμηξαν στο ελληνικό σχολείο και την ελληνική εκκλησιά της πόλεως. Εκεί ηύραν σκληρή αντίσταση. Οι μεν Βούλγαροι οχυρώθηκαν στο τζαμί, τον μιναρέ, το τελωνείο, οι δε Έλληνες στο σχολείο και τις οικίες τους…  Συνεχώς έρχονταν βουλγαρικές επικουρίες με πολεμοφόδια (βόμβες και δυναμίτιδα). Κατά το μεσημέρι επεμβαίνει η έφιππος χωροφυλακή και οι πυροβολισμοί χαλάρωσαν. Αλλά τότε οι Βούλγαροι επιδόθηκαν στον πυρπολισμό, με πετρέλαιο και βόμβες, εναντίον οικιών και καταστημάτων, υπό τα όμματα των αδιάφορων χωροφυλάκων… Οι δύστυχοι Αγχιαλίτες, που πίστευαν πως η χωροφυλακή θα ηρεμήσει τα πράγματα, είδαν ξαφνιασμένοι να ζώνονται από φλόγες… Τότε βεβαίως καθένας έτρεξε μέσα στον πανικό να σώσει τους δικούς του ανθρώπους… Φρίκη, κλάματα, φωνές παιδιών, γερόντων, γυναικών, αλλά και ζώων… Η Αγχίαλος έγινε «κοιλάδα κλαθμώνος», λέει η περιγραφή του Οικ. Πατριαρχείου. Η φωτιά είχε κατακάψει όλον τον ανατολικό τομέα της πόλεως, όπως ήταν ο σχεδιασμός των εμπρηστών Βουλγάρων, αλλά γύρισε με τον άνεμο και άρχισε να κατακαίει και τον δυτικό, όπου ήσαν όλα τα δημόσια κτήρια: Η βουλγαρική σχολή, το τηλεγραφείο, κ.ά. Η φωτιά δεν σταμάτησε παρά τα μεσάνυχτα, όταν δεν είχε πλέον άλλο τι να καταφάει… Άλλοι κάηκαν ζωντανοί μέσα στην Παναγιά, και άλλοι μέσα στα ίδια τους τα σπίτια! Οι Αγχιαλίτες ανέστιοι και γυμνόποδες και με καμένα μέλη έτρεχαν προς την παραλία να σωθούν… Αλλά εκεί νέα θηριωδία περίμενε τα τρεμάμενα και τρομοκρατημένα γυναικόπαιδα: Ο βιασμός… Οι Βούλγαροι επ’ απειλή πότιζαν ρακή, οίνο και μπύρα τις φοβισμένες γυναίκες και τις υποχρέωναν να ενδώσουν στις κτηνώδεις ορέξεις τους… 

Επισήμως οι Βούλγαροι εσφάγιασαν 79 Έλληνες, πυρπόλησαν 1.000 οικίες και 200 καταστήματα, εκκλησιές, δυο σχολεία, και την βιβλιοθήκη των Ελλήνων… Ήταν φρικώδες το έγκλημα… Από την αρχοντική Αγχίαλο σώθηκαν μόνο 30 ξύλινα παλιόσπιτα και η μικρή εκκλησία του Χριστού… Από την επιβλητική μητρόπολη υπήρχαν πια μόνον τέσσερις τοίχοι… Εκάη και το τουρκικό τέμενος. Όλως παραδόξως, η βουλγαρική συνοικία, που αριθμούσε 110 οικίες και καταστήματα και μια εκκλησιά, παρέμεινε άθικτη να μαρτυρά τον εμπρηστή… Από τους περίπου 6.000 κατοίκους της πόλεως, παρέμειναν μετά μόνον 2.000 περίπου… 
Οι Έλληνες της Οδησσού ευαισθητοποιημένοι από την Σφαγή της Αγχιάλου δήλωσαν παρόντες, συγκεντρώνοντας ένα πολύ μεγάλο ποσόν χιλιάδων χρυσών ρουβλίων, για τα θύματα…

Όσα από τα θύματα διεσώθησαν, κατέφυγαν στην κυρίως Ελλάδα, όπου το κράτος τους παραχώρησε περίθαλψη, γεωργικά εργαλεία, δάνεια. καλλιεργήσιμη γη και εγκατάσταση στον οικισμό Νέα Μιζέλα, όπου δημιούργησαν τον νέο οικισμό της Νέας Αγχιάλου Αλμυρού Βόλου (Λαρίσης τότε, που στις αρχές του 20ού αι. είχε πληθυσμό 1.975 κατ., κυρίως γεωργών και καπνοκαλλιεργητών, που δημιούργησαν τον πρότυπο γεωργικό συνεταιρισμό «Δήμητρα», το 1918, αλλά ο ελώδης τόπος τους αποδεκάτισε οικτρώς). 

Όσοι Έλληνες έμειναν στην Αγχίαλο Ρωμυλίας, αρνούμενοι να εκβουλγαρισθούν, εξαναγκάσθηκαν από τους Βουλγάρους να εγκαταλείψουν το πάτριο έδαφός τους. Ήλθαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στον οικισμό Ίγγλις (που μετονομάσθηκε σε Αγχίαλο, έξω από την Θεσσαλονίκη). Κάποιοι Έλληνες εκβουλγαρίσθηκαν και έμειναν στον τόπο που γεννήθηκαν. Όπως λ.χ. ο μεγαλύτερος αδελφός του ποιητή Κώστα Βάρναλη, Παναγιώτης, που έγινε Παναγιώτ Βάρναλιεβ, πολέμησε στους αγώνες εθνικής ενοποιήσεως της Βουλγαρίας (1912-1913 και 1915-1918), τραυματίσθηκε, και έζησε την υπόλοιπη ζωή του ως Βούλγαρος στην Σωζόπολη…

Τα δυσπόρθητα τείχη της – που ύμνησε και ο Οβίδιος - είναι ακόμη μνημεία κύρους, αλλά ως ύφαλοι στον βυθό της θάλασσάς της, σε αρκετή απόσταση από την παραλία, και ακόμη αποτελούν κίνδυνο για τα παραπλέοντα σκάφη… Στην θέση Λιμνιό στην θάλασσα σώζονται λείψανα του αρχαίου λιμανιού και των βυζαντινών χρόνων, που έχουν προξενήσει πολλά ναυάγια, κυρίως τον χειμώνα…

Εκείνη η ιστορική, αρχαία και υπερήφανη Αγχίαλος, άπαρτο κάστρο των Ελλήνων, σβήστηκε από τον χάρτη… Τώρα στην θέση της η Γεωγραφία γράφει μια ασήμαντη πόλη, με το όνομα Πομόρια, που κανείς δεν θα την θυμάται στους αιώνες που έρχονται, παρά το ότι κατοικείται από 14.600 κατ. (απογραφή του 2005)…
ΠΗΓΕΣ:
Δεστούνης Γαβρ. «Ταξίδιον εις την Ρωμυλίαν». Ο συγγραφέας είναι φιλόλογος (Πετρούπολη 1818-Πετρούπολη 1895), με καταγωγή από την Άσσο Κεφαληνίας!
Διονύσιος Γ. «Αχελίνα, απ’ τις λαϊκές παραδόσεις της Αγχιάλου», 1986.
Λεκάκης Γ. «Κωνσταντινούπολη και Αγ. Πετρούπολη» (υπό έκδοσιν).
Μαυρομάτης Δρ. «Η Αγχίαλος», 1930.
Μέγας Γ. «Ανατολική Ρουμελία», 1945.
Παππαδάτης Α. «Ιστορία, αγώνες, δίκαια του ελληνισμού της Ανατ. Ρωμυλίας», εκδ. Ελλην. Εκδ. Ετ., 1948.
Παρασκευόπουλος Θ. «Ιστορικογεωγραφική περιγραφή της Αγχιάλου», Αθήναι, 1888.
Φώτιος, επίσκοπος Ειρηνουπόλεως «Επίσημα έγγραφα και ιστορικαί σημειώσεις περί της βουλγαρικής πολιτικής και των βουλγαρικών κακουργιών προς εξόντωσιν του ελληνισμού της Ανατ. Ρωμυλίας», 1919.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου