Του Ιωάννη Παναγιωτακόπουλου
31 Ιουλίου του 1920, ένα καυτό απομεσήμερο στην Αθήνα, όχι μόνο από την ζέστη, αλλά και από τον αναβρασμό που είχε προξενήσει η απόπειρα δολοφονίας του Ελευθέριου Βενιζέλου, στον σιδηροδρομικό σταθμό της Λυών, από δύο φανατικούς βασιλόφρονες. Οι Έλληνες και πάλι διχασμένοι. Όπως σχεδόν πάντοτε μετά από κάθε μεγαλούργημα. Όπως πάντοτε πριν από κάθε καταστροφή...
Στην Βασιλίσσης Σοφίας, που λεγόταν ακόμα τότε Κηφισίας, ένα απόσπασμα από οκτώ στρατιώτες προχωρούσε, έχοντας ανάμεσά τους έναν λευκοντυμένο άντρα. «Ήμουν στην στάση της οδού Παπαδιαμαντοπούλου και περίμενα το τραμ» θα έλεγε αργότερα στον ανακριτή ο Ρώσος ακόλουθος Λεμπέντιεφ. «Είδαμε οκτώ στρατιώτες με έναν άνθρωπο που πέρασαν ήσυχα – ήσυχα από μπροστά μας. Αν έλειπαν οι ξιφολόγχες από τα χέρια τους το θέαμα θα ήταν πολύ φυσικό, τουλάχιστον για εκείνη την μέρα. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι οι στρατιώτες ήταν κίτρινοι σαν το λεμόνι».
Οκτώ αμούστακα παιδιά των ταγμάτων ασφαλείας του Παύλου Γύπαρη, με έναν λοχία που κρατούσε το περίστροφο στο χέρι. Ο λευκοντυμένος άντρας, ο Ίων Δραγούμης, είχε γνωρίσει τον Γύπαρη στα χρόνια του Μακεδονικού αγώνα. Τότε πολεμούσαν μαζί τους Βούλγαρους, είχαν γίνει κουμπάροι, και σίγουρα δεν φαντάζονταν πως 12 χρόνια μετά, το νήμα της ζωής του ενός, θα έκοβαν οι σφαίρες των στρατιωτών του άλλου...
Όταν πριν μερικά λεπτά έπιασαν οι «Γυπαραίοι» τον Δραγούμη στου Θών, καθώς διερχόταν με το αμάξι του, τον χτύπησαν άγρια. Ο Γύπαρης τους σταμάτησε λέγοντάς του: «Σε σταματήσαμε και πριν που ανέβαινες στην Κηφισιά. Μού είπες πως πάς στο σπίτι του πατέρα σου. Γιατί ξαναγύρισες;» Αυτό τον είχε ρωτήσει και η Μαρίκα Κωτοπούλη όταν προσπαθούσε να τον αποτρέψει από το να ξανακατέβει στην Αθήνα, που όσο περνούσαν οι ώρες τόσο πιο πολύ βυθιζόταν στην βία του διχασμού.«Πρέπει να πάω στην εφημερίδα να γράψω ένα άρθρο κατά της απόπειρας δολοφονίας του Βενιζέλου. Είναι απαράδεκτη πράξη. Πρέπει να σταματήσουμε τον κύκλο της βίας τώρα».
Στον Γύπαρη όμως δεν απάντησε. Ποιος από αυτούς τους φανατικούς θα πίστευε άλλωστε, πως εκείνος που θεωρούταν ένας από τους κορυφαίους αντιβενιζελικούς, κατέβαινε μία τέτοια ώρα στο κέντρο της Αθήνας, για να γράψει ένα άρθρο συμπάθειας για τον Βενιζέλο. Θα το έπαιρναν σαν δικαιολογία και παράκληση να τον αφήσουν. Και ο Ίων δεν παρακαλούσε ποτέ... Έμεινε σιωπηλός ως το τέλος, που ήξερε πως ήταν πολύ κοντά. Τον θάνατο είχε μάθει να τον μυρίζει στον αέρα, ήδη από τα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα.
Στην Μακεδονία ο Δραγούμης βρέθηκε ως πρόξενος της Ελλάδος στο Μοναστήρι, το 1902, ήδη 24 χρονών. Γόνος μιας παλαιάς οικογένειας αγωνιστών, αλλά και πολιτικών. Είχε μεγαλώσει με τα οράματα της Μεγάλης Ιδέας, που όμως μετά την ήττα του 1897, είχε δεχθεί ένα μεγάλο πλήγμα. Τότε ήταν και η μεγάλη ευκαιρία, οι τάξεις των φραγκοντυμένων πολιτικάντηδων και μεγαλοαστών να προβοκάρουν το φρόνημα του λαού και να σπείρουν την απαισιοδοξία. Η νοοτροπία της «μικρής πλην εντίμου Ελλάδος», που δεν θα δημιουργεί ζητήματα στους «συμμάχους» της και που θα αφήνει τους σκλάβους Έλληνες στην μοίρα τους, είχε ανθήσει μέσα στα μεγαλοαστικά σαλόνια των Αθηνών, μαζί με μπόλικα Γαλλικά, πιάνο και ματαιοδοξία.
Ο Δραγούμης σιχαινόταν. Σιχαινόταν την λογική των πολιτικάντηδων που ήθελαν να έχουν ήσυχο το κεφάλι τους ξεχνώντας τους σκλάβους Έλληνες της Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Θράκης, των νησιών, της Πόλης, της Ανατολής. Σιχαινόταν το βάλτο του αστισμού, μέσα στον οποίο κολυμπούσε η Αθηναϊκή κοινωνία, αφήνοντας πίσω της το χρέος της ολοκλήρωσης της Εθνικής Επανάστασης του ’21. Σιχαινόταν την ξενομανία των ευρωλιγούριδων και την θανατερή στασιμότητα.
Θα ριχτεί λοιπόν με όλες του τις δυνάμεις στην δράση. Θα οργανώσει συνωμοτικά τον Μακεδονικό Αγώνα, για να μπορέσουν οι Έλληνες της Μακεδονίας να αποκρούσουν τις ορδές των Βούλγαρων κομιτατζήδων που είχαν ξεκινήσει εθνικές εκκαθαρίσεις. Από την Αθήνα ο πατέρας του Στέφανος και ο γαμπρός του Παύλος Μελάς θα τροφοδοτούν μυστικά τον αγώνα, ενώ ο Μελάς θα ανεβαίνει στην σκλαβωμένη Μακεδονία με άλλους αξιωματικούς, που αηδιασμένοι από την αδράνεια των κυβερνήσεων θα αναλάβουν να οργανώσουν τους Έλληνες οπλαρχηγούς.
Ο θάνατος του Μελά στην Μακεδονία θα πέσει σαν βόμβα στην βαλτωμένη κοινωνία των Αθηνών. Ο Δραγούμης με το «Μαρτύρων και Ηρώων αίμα» θα φουντώσει κι άλλο την φωτιά: «Να ξέρετε πως αν τρέξουμε να σώσουμε την Μακεδονία, η Μακεδονία θα μας σώσει. Θα μας σώσει από την βρώμα όπου κυλιόμαστε, θα μας σώσει από την μετριότητα και από την ψοφιοσύνη, θα μας λυτρώσει από τον αισχρό τον ύπνο, θα μας ελευθερώσει. Αν τρέξουμε να σώσουμε την Μακεδονία, εμείς θα σωθούμε». «Ανοίγεται τώρα, μπροστά στα θολωμένα μάτια σας, στα σκοτισμένα μυαλά σας, δρόμος αληθινός! Δρόμος ζωής και πολέμου! Αν τον θέλετε, πάρτε τον! Ειδεμή σαπίστε εκεί που είστε...»
Η ψυχή του λαού εγείρεται, οι αξιωματικοί ακολουθούν μαζικά το παράδειγμα του Μελά, το ρεύμα της Μεγάλης Ιδέας έχει αρχίσει να συνεπαίρνει και πάλι τους νέους, ο Δραγούμης έχει αρχίσει να γίνεται επικίνδυνος, γι’ αυτό και τον αρχίζουν στις μεταθέσεις. Οπουδήποτε μακριά από την Μακεδονία. Οπουδήποτε που να μην δημιουργεί προβλήματα. Όπου και να βρεθεί όμως δεν σταματά να φουντώνει το φρόνημα, να οργανώνει τους Έλληνες, να γράφει και να γεννάει νέες ιδέες που επηρεάζουν όλο και πιο πολλούς.
Τα άρθρα και τα βιβλία του Δραγούμη βρίθουν μίας σκέψης έμπλεης μέσα στο φως του Ελληνισμού. Πατέρας ενός νέου Ελληνικού Ιδεαλισμού, ενός ιδιότυπου σοσιαλισμού βαφτισμένου μέσα στα νερά του Ελληνορθόδοξου Κοινοτισμού, ενός Εθνικισμού εθνικοαπελευθερωτικού μακριά από κάθε ακραία αλλότρια ιδεοληψία που θα μπορούσε να τον μολύνει, λάτρης του δημοτικισμού, γιατί τον θεωρούσε γνήσιο καρπό του αγνού λαϊκού πολιτισμού. Και μαζί με όλα αυτά πάνω από όλα μαχητής, άνθρωπός της δράσης, αεικίνητος υπερασπιστής κάθε Ελληνικής υπόθεσης.
«Ο καθένας πρέπει να φαντάζεται πως αυτός πρέπει να σώσει το έθνος του. Πρέπει να φαντάζομαι πως από μένα μόνον εξαρτάται η σωτηρία του έθνους. Να μην κοιτάζω τι κάνουν οι άλλοι και να φαντάζομαι πως εγώ έχω το μεγάλο χρέος της σωτηρίας».
«Οι Ελλαδίτες πολιτικοί κατάντησαν να συναντήσουν με το νου τους κράτος και έθνος ή καλλίτερα μη μπορώντας να φτάσουν στην γενικότητα του «έθνους» έκαμαν την ανικανότητά τους θεωρία. Το κράτος δεν ήταν πια πρόσκαιρο, δεν είχε δημιουργηθεί για να περιμαζέψει το έθνος γύρω του δεν ήταν σταθμός παρά τέλος. Συνέβηκε τούτο το παράδοξο, τούτοι, οι εξωμερίτες, περίμεναν την Ελλάδα να τους γλιτώσει και η Ελλάδα περίμενε μήπως τύχη και σηκωθούν μοναχοί τους να γλιτώσουν τον εαυτό τους».
«Τι χρησιμεύει ένα κράτος ελληνικό, που αντί άλλης εξωτερικής πολιτικής, διορίζει προξένους σε Ανατολή και πρέσβεις στην Δύση, με την μονάκριβη ευχή και οδηγία: Προσέξτε, μην γεννάτε ζητήματα!»
«Μόνο εμείς, όσοι νοιώθουμε την δική μας την πατρίδα, μπορούμε να νοιώσουμε και των άλλων τις πατρίδες. Πρώτα πρέπει να νοιώσω τον εαυτό μου καλά, έπειτα καλά το έθνος μου και έτσι φθάνω στην ανθρωπότητα. Όσοι λένε πως είναι κοσμοπολίτες και δεν περνούν από όλα αυτά τα στάδια δεν μπορούν να νοιώσουν την ανθρωπότητα».
«Όταν έγινε κράτος η Ελλάς, δεν ήταν ανάγκη, δεν έπρεπε να καταστρέψουν τις κοινότητες και να κάμουν δήμους. Οι κοινότητες ήταν αποτέλεσμα ζωής ελληνικής πολλών ετών, ήταν τύπος ελληνικής υπάρξεως. Χαλνώντας τις κοινότητες χαλάσαμε κάτι στερεό, κάτι που ζούσε, κάτι που ήταν φυσικό».
«Ο εθνικισμός είναι μορφή ενέργειας. Οι ενεργητικοί άνθρωποι δεν μπορεί παρά να είναι εθνικισταί, είτε το ξέρουν είτε όχι. Δεν μπορεί παρά να ζουν ανάμεσα στο Έθνος τους και κει να ξοδεύουν την δύναμή τους, κι από κει να παίρνουν δύναμη».
«Ποιος είναι ο τελικός των εθνών, πες τον προορισμό, πες τον αποστολή; Ο πολιτισμός! Να ένα έργο άξιο για τα έθνη, έργο αληθινά ανθρώπινο. Να η δικαιολογία των εθνών. Να πως τα έθνη είναι χρήσιμα στην ανθρωπότητα και να που έσφαλε ο Μαρξ πολεμώντας τα έθνη. Πολιτισμούς γεννούν τα έθνη και αυτά μονάχα. Δεν φθάνει όμως να είναι ένα έθνος πολιτισμένο, πρέπει να είναι πολιτισμένο και από δικό του πολιτισμό. Σε αυτό λοιπόν χρησιμεύουν τα έθνη. Οι πολιτισμοί γεννιούνται ο καθένας σε κάποια πατρίδα, σε κάποια εποχή και σε κάποιο έθνος. Έξω από αυτά δεν μπορεί να σταθεί πολιτισμός».
«Υποστηρίζω την θρησκεία μας, επειδή είναι αχώριστη από την ιστορία μας, είναι η Ιστορία μας, είναι η συνέχεια της Ιστορίας του γένους».
Ιδέες Ελληνικές. Ιδέες που ξεκουνούσαν από το βόλεμα. Ιδέες που ωθούσαν στον αγώνα. Ιδέες ενοχλητικές...
Το απόσπασμα με τους οκτώ στρατιώτες και τον λευκοντυμένο άντρα είχε φτάσει κοντά στα στρατιωτικά λουτρά, απέναντι περίπου από εκεί που βρίσκεται σήμερα το Χίλτον. Ένας δεύτερος λοχίας έφτασε τρέχοντας και είπε κάτι στο αφτί του Λοχία που οδηγούσε το απόσπασμα. «Εδώ – εδώ» φώναξε εκείνος.
Εκτελώντας τις εντολές του, οι στρατιώτες μουδιασμένοι έστησαν τον Ίωνα στο τοίχο. Έπειτα παρατάχθηκαν απέναντί του. Ο λοχίας πλησίασε τον Δραγούμη και κάτι του είπε στο αυτί. Πιθανόν του ζήτησε αν έχει κάποια τελευταία επιθυμία. Αυτός δεν του απάντησε. Ήρεμος έβγαλε από την τσέπη του το δεύτερο μονόκλ που είχε για τις περιπτώσεις που σπάει το πρώτο. Εκείνο είχε γίνει θρύψαλα την ώρα της σύλληψης του στου Θών. Το έβαλε αργά και στάθηκε κοιτώντας τους στρατιώτες στα μάτια.
«Επί σκοπόν» φώναξε ο λοχίας. Γύρω όλη η Βασιλίσσης Σοφίας κινούταν στους καθημερινούς ρυθμούς. «Λίγα δευτερόλεπτα πριν είχε περάσει μία μοτοσυκλέτα» θα θυμηθεί αργότερα ένας από τους στρατιώτες. «Ένα δευτερόλεπτο μετά πέρασε ένα τραμ». Ο Ρώσος ακόλουθος βρισκόταν μαζί με άλλους στην απέναντι στάση του τραμ. «Εμείς περιμέναμε το τραμ κι ένας άνθρωπος εκατό μέτρα πιο κάτω περίμενε τον θάνατο» θα πει στον ανακριτή.
«Πυρ» διέταξε ο λοχίας. Κανένας από τους οκτώ στρατιώτες, λες και ήταν συνεννοημένοι, δεν πάτησε την σκανδάλη. «Ρίχτε ρε» φώναξε ο λοχίας και πυροβόλησε πρώτος με το περίστροφο. Η σφαίρα βρήκε τον Ίωνα στο στήθος. Ένα δευτερόλεπτο μετά ακούστηκαν άλλοι οκτώ πυροβολισμοί. Ο λοχίας πλησίασε πάνω από τον πεσμένο Ίωνα κι έριξε την χαριστική βολή.
Στην Βασιλίσσης Σοφίας, εκεί που σήμερα υπάρχει μία λευκή στήλη με απόσπασμα από την «Νεκρική Ωδή» που έγραψε ο Παλαμάς για την δολοφονία του Δραγούμη, ένας λευκοντυμένος άντρας κείτονταν μέσα σε μία λίμνη αίματος. Ένας άντρας σαν αυτούς που έγραφε ο Ίωνας στο «Μαρτύρων και Ηρώων αίμα». Τους Πατριώτες, τους ιδεολόγους, τους αγωνιστές «που αφού αποφασίσουν και αναλάβουν ένα σκοπό δεν θα σταματήσουν πιά ως τον θάνατο. Στιγμές ολιγοψυχίας θα νοιώσουν. Ίσως και κούραση και λύπη και αηδία, αλλά επειδή προβλέπουν πως το έργο τους, μπορεί και την ζωή τους να πάρει, δυσκολίες δεν βλέπουν, εμπόδια δεν γνωρίζουν και τίποτα δεν θα τους σταματήσει. Και αν στο δρόμο τους τύχουν εμπόδια τέτοια που ζητούν την ζωή ενός ανθρώπου θα δώσουν την ζωή τους...»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου