Με αφορμή το φιλελληνικό ρεύμα
που δημιούργησαν στην Κάτω Ιταλία οι δύο Ιταλοί δήμαρχοι, Μάρκο Γκάλντι
και Τζοβάνι Μοσκατιέλο, θ’ αρχίσουμε μια σειρά αποκαλυπτικών άρθρων με
συγκλονιστικά ιστορικά και αρχαιολογικά στοιχεία για την Μεγάλη Ελλάδα
, ως ένα πνευματικό αφιέρωμα όχι μόνο στους Ιταλούς δημάρχους, που από
χθες έγιναν πλέον σύμβολα του Οικουμενικού Ελληνισμού, αλλά και σ’
όλους τους φίλους και φίλες της Ιστοσελίδας μας!..
Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ
Μεγάλη Ελλάδα και Σικελία.
Αρχαία ονομασία της Νότιας ή Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας, η οποία
δόθηκε εξαιτίας των πολυάριθμων αποικιών (αχαϊκών, δωρικών, ιωνικών) που
ιδρύθηκαν εκεί από τους Έλληνες. Δεν είναι εξακριβωμένη η προέλευση της
συγκεκριμένης ονομασίας, ωστόσο δηλώνεται με αυτόν τον όρο, σε γραπτές
φιλολογικές μαρτυρίες, ήδη από το 2ο αι. π.Χ., από τον ιστοριογράφο
Πολύβιο. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο Στράβωνας (C, 253), η επικοινωνία
μεταξύ των πληθυσμών της Νότιας Ιταλίας και του Αιγαίου είχε ξεκινήσει
από την μυκηναϊκή εποχή, με ανταλλαγές εμπορικών προϊόντων, ενώ δεν
αποκλείεται το γεγονός να είχαν εγκατασταθεί σε αυτό το τμήμα της
Ιταλίας, και κατά κύριο λόγο στα παράλια, ομάδες Μυκηναίων ήδη από το
13ο αι. π.Χ. Η Κάτω Ιταλία αποικίσθηκε από Αχαιούς της Κεντρικής Ελλάδας
και της Πελοποννήσου, ενώ η Σικελία από Ίωνες και Δωριείς.
Είναι γεγονός, ότι η αρχαιότερη αποικία, σύμφωνα με την ελληνική παράδοση, είναι η Κύμη, η οποία ιδρύθηκε το 725 π.Χ. από τους Χαλκιδείς στην Καμπανία της Ιταλίας και θεωρείται ως η πρώτη αποικιακή πόλη στη Δύση. Επηρέασε τον πολιτισμό των Ετρούσκων και των άλλων ιταλικών λαών, καθώς από τους αποίκους της Κύμης διαδόθηκε στην Ιταλία το χαλκιδικό αλφάβητο, από το οποίο προήλθε το λατινικό. Οι ελληνικοί μύθοι, οι ελληνικές θρησκευτικές δοξασίες, τύποι λατρείας, ήθη και έθιμα και πολλά άλλα πολιτιστικά στοιχεία διαδόθηκαν επίσης στην περιοχή.
Η Καμπανία, μια και αναφερθήκαμε σ’ αυτήν, είχε κατοικηθεί στα πολύ παλιά χρόνια από Ετρούσκους. Ο μεγάλος ελληνικός αποικισμός που άρχισε από τον 8ο π.Χ. αιώνα έφερε στην περιοχή πολλούς Έλληνες αποίκους, που ίδρυσαν σημαντικές πόλεις, κυρίως στα παράλια της Καμπανίας (Ποτίολοι, Ελέα, Ποσειδωνία, Καπρέες, Καπύη κτλ.) και παρουσιάστηκε τότε μια αλληλεπίδραση στους πολιτισμούς Ελλήνων και Ετρούσκων.
Η πόλη Ποτίολοι, είναι μία ρωμαϊκή ονομασία της αρχαίας ελληνικής αποικίας Δικαιάρχειας (σήμερα Ποτσουόλι), στον κόλπο της Νεάπολης. Η Δικαιάρχεια ιδρύθηκε γύρω στα 526 π.Χ. από Σάμιους, που εγκατέλειψαν την πατρίδα τους διωγμένοι από την τυραννίδα του Πολυκράτη. Ανάμεσά τους πρέπει να ήταν και ο φιλόσοφος Πυθαγόρας. Η πόλη γνώρισε μεγάλη ακμή από το εμπόριο του θειαφιού, που αφθονούσε στην περιοχή, και του σιδήρου. Αργότερα κατακτήθηκε από τους Σαμνίτες και τέλος από τους Ρωμαίους, οπότε ονομάστηκε Ποτίολοι. Ως τις αρχές του 2ου αι. ήταν ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια της Ρώμης. Από τη ρωμαϊκή πόλη σώζονται τα ερείπια της αγοράς και ένα αμφιθέατρο, που έχτισε ο Βεσπασιανός.
Η Ποσειδωνία είναι κι αυτή μία πολύ σημαντική αρχαία ελληνική αποικία στη Λευκανία της Κάτω Ιταλίας, στις ακτές του Τυρρηνικού πελάγους. Ιδρύθηκε από αποίκους της Σύβαρης και γνώρισε μεγάλη ακμή ως την κατάληψή της από τους Λευκανούς στο τέλος του 4ου π.Χ. αι. Το 273 π.Χ. την κατέλαβαν οι Ρωμαίοι και την ονόμασαν Paestum. Στη συνέχεια η Ποσειδωνία άκμασε και ως ρωμαϊκή πόλη. Αργότερα καταστράφηκε από επιδρομή Σαρακηνών πειρατών (877 μ.Χ.) και από το 15ο αιώνα έπαψε να κατοικείται.
Πολύ αξιόλογα είναι τα αρχαιολογικά ευρήματα της Ποσειδωνίας και ιδιαίτερα οι τρεις μεγάλοι δωρικοί ναοί της. Από αυτούς ο νεότερος, ονομαζόμενος ναός του Ποσειδώνα, χρονολογείται στον 5ο π.Χ. αι. και σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση. Είναι εξάστυλος, περίπτερος ναός με 36 κολόνες και διαστάσεις 60x24,25 μ. Σώζονται ακόμα πολυάριθμοι τάφοι με ωραίες τοιχογραφίες, μεγάλη «βασιλική στοά», αγορά, διάφορα ερείπια τειχών με πύλες κ.ά.
Η Σύβαρη (Σύβαρις) ήταν μία αρχαία ελληνική πόλη στη Λευκανία της Κάτω Ιταλίας. Την ίδρυσαν οι Αχαιοί και οι Τροιζήνιοι περίπου το 720 π.Χ. στον κόλπο του Τάραντα. Απέκτησε μεγάλο υλικό πλούτο, επειδή ήταν το κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου της Κάτω Ιταλίας. Ο πλούτος είχε μεγάλη επίδραση στην ψυχολογία και τη ζωή των κατοίκων, που έγιναν μαλθακοί. Λέγεται μάλιστα ότι τόσο απέφευγαν το θόρυβο, ώστε απομάκρυναν ακόμη και τους πετεινούς για να μην τους ενοχλούν. Από την αρχαιότητα με τη λέξη «συβαριτισμός» εννοείται η μαλθακότητα. Η Σύβαρη καταστράφηκε το 510 π.Χ. από την ανταγωνίστριά της πόλη Κρότωνα.
Άλλη σημαντική αποικία ήταν ο Τάραντας, που ιδρύθηκε περίπου στα τέλη του 8ου αι. π.Χ., στον ομώνυμο κόλπο, από αποίκους οι οποίοι προέρχονταν από την ευρύτερη περιοχή της Σπάρτης. Άλλη αχαϊκή αποικία στον κόλπο του Τάραντα ήταν ο Κρότωνας και το Μεταπόντιο, οι οποίες ιδρύθηκαν στο τέλος του 7ου αι. π.Χ. Το 730 π.Χ., περίπου, αποικίσθηκε το νοτιότερο άκρο της περιοχής της Καλαβρίας, από μια ομάδα Χαλκιδέων, οι οποίοι ίδρυσαν εκεί το Ρήγιο.
Ως γνωστόν, η Χερσόνησος της Καλαβρίας συγκαταλεγόταν από τον 8ο αι. π.Χ. στην περιοχή της Μεγάλης Ελλάδας και ονομαζόταν από τους Έλληνες Βρεττία. Οι ιταλικοί λαοί που την κατοικούσαν προηγούμενα αφομοιώθηκαν γρήγορα από τους Έλληνες και ακολούθησαν την πορεία του πολιτισμού τους. Οι ελληνικές αποικίες της περιοχής, το Ρήγιο, η Σύβαρη, ο Κρότωνας, οι Επιζεφύριοι Λοκροί έφτασαν γρήγορα σε μεγάλη ακμή. Στο εσωτερικό της χερσονήσου, στο οποίο δεν είχαν επεκταθεί οι Έλληνες άποικοι, ζούσαν οι Βρέττιοι ή Βρούττιοι, οι οποίοι, στα τέλη του 4ου αι. π.Χ., άρχισαν να προχωρούν προς τα νότια. Στον 3ο αι. π.Χ., μετά την κατάκτηση της χερσονήσου από τους Ρωμαίους, Βρούττιοι και Έλληνες συγχωνεύτηκαν και άρχισε η παρακμή των μεγάλων ελληνικών αποικιών. Μετά την κατάλυση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους (476 μ.Χ.) η Καλαβρία υπέστη τις επιδρομές των Οστρογότθων και των Βησιγότθων. Τον 6ο αι. κατακτήθηκε από τους στρατηγούς του Ιουστινιανού Βελισάριο και Ναρσή. Λίγο αργότερα καινούριες επιδρομές των Λογγοβάρδων αυτή τη φορά και αργότερα των Σαρακηνών, προκάλεσαν την οριστική παρακμή.
Πόλη της νότιας Ιταλίας στην Καλαβρία είναι κι αυτή με το μακρόσυρτο όνομα: Ρέτζιο ντι Καλάμπρια. Είναι χτισμένη κοντά στον πορθμό της Μεσσήνης. Διαθέτει βιομηχανίες μηχανικών κατασκευών, χημικών προϊόντων, υφαντουργίας, αιθέριων ελαίων κ.ά. Στην πόλη σώζονται σπουδαία αρχαία ελληνικά και ρωμαϊκά ερείπια. Η πόλη ιδρύθηκε τον 8ο αι. π.Χ. ως ελληνική αποικία με την ονομασία Ρήγιο (ίδε όνομα). Το 1908 καταστράφηκε από σεισμό, αλλά αργότερα ξαναχτίστηκε. Στη διάρκεια του β’ παγκόσμιου πολέμου υπέστη σοβαρές καταστροφές από βομβαρδισμούς.
Θα ήταν, λοιπόν, ιστορική βλασφημία να μιλούσαμε για την Καλαβρία και να μην κάναμε αναφορά σε ορισμένες προσωπικότητες της Καλαβρίας, όπως για παράδειγμα, τον Μάρκο Αυρήλιο, τον Ένιο Κόϊντο, τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό και άλλους:
Μάρκος Αυρήλιος (121-180). Αυτοκράτορας της Ρώμης (161-180). Ήταν θετός γιος και διάδοχος του αυτοκράτορα Αντωνίνου του Ευσεβή (138-161). Έγινε καίσαρας (139), ύπατος (140 και 145) και τελικά αναγορεύτηκε αυτοκράτορας (161). Ο Μάρκος Αυρήλιος ανόρθωσε τα οικονομικά του κράτους, αναδιοργάνωσε τη διοίκηση των επαρχιών και κυβέρνησε ισότιμα τους λαούς της αυτοκρατορίας. Είχε μεγάλη μόρφωση, ήταν μάλιστα ο ίδιος στωικός φιλόσοφος. Έγραψε στην ελληνική γλώσσα το περίφημο έργο «Τα εις εαυτόν» (όπου αποτυπώνεται η φιλοσοφία του) σε 12 βιβλία.
Έννιος Κόιντος (239-169 π.Χ.). Ρωμαίος ποιητής. Γεννήθηκε στις Ρουδίες της Καλαβρίας και εκεί έμαθε τα ελληνικά. Άγνωστη είναι η νεανική του ζωή. Ώριμος άντρας, γνωρίστηκε με τον Κάτωνα τον Πρεσβύτερο, ο οποίος τον κάλεσε στη Ρώμη. Εκεί δίδαξε ελληνικά και λατινικά. Η εργασία του αυτή στάθηκε αφορμή να γνωριστεί με επιφανείς Ρωμαίους, όπως ο Μάρκος Φούλβιος Νοβιλίορας, που ήταν γνώστης και θαυμαστής της αρχαίας ελληνικής ποίησης και συγγραφέας ο ίδιος. Το 201 π.Χ. ο Κάτων ο Πρεσβύτερος τον πήγε στη Ρώμη, όπου ο Έννιος εργάστηκε ως δάσκαλος ελληνικών και μεταφραστής ελληνικών έργων. Το 184 π.Χ. έγινε Ρωμαίος πολίτης. Πέθανε σε ηλικία 70 χρόνων. Μέχρι την εμφάνιση του Έννιου οι κωμωδίες αποτελούσαν το βασικότερο γνώρισμα της ρωμαϊκής λογοτεχνίας. Ο Έννιος βοήθησε με τη λογοτεχνική του δημιουργία στην καλύτερη αφομοίωση της ελληνικής λογοτεχνίας από τη ρωμαϊκή. Ασχολήθηκε κυρίως με διασκευές αρχαίων δραμάτων και οι μισές τραγωδίες του είναι παρμένες από τον τρωικό κύκλο. Επίσης έγραψε και δράματα με ρωμαϊκή υπόθεση, όπως τα «Αμβρακία» και «Αρπαγή των Σαβίνων». Από τις τραγωδίες του διασώθηκαν λίγα μόνο αποσπάσματα. Ο Έννιος είναι ο πρώτος που χρησιμοποίησε το ελεγειακό μέτρο στη λατινική. Το έργο του ωστόσο που τον έκανε διάσημο ήταν τα «Χρονικά». Είναι ένα έμμετρο χρονικό σε 18 βιβλία στα οποία αφηγείται σε στίχους ηρωικούς ολόκληρη η ιστορία της Ρώμης μέχρι την εποχή του. Στο έπος αυτό, από το οποίο σώζονται περίπου 600 στίχοι, ο Έννιος μιμείται τον Όμηρο. Ο Έννιος άσκησε μεγάλη επιρροή στους μεταγενέστερους Ρωμαίους ποιητές και γι’ αυτό θεωρείται ο θεμελιωτής της ρωμαϊκής λογοτεχνίας.
Κασσιόδωρος Φλάβιος Μάγνος Αυρήλιος (477-575). Ρωμαίος άρχοντας, ιστορικός και θεολόγος. Γεννήθηκε στο Σκυλάκιο της Καλαβρίας. Σπούδασε εθνικά και χριστιανικά γράμματα, μπήκε στην υπηρεσία του κράτους, πήρε διάφορα ανώτερα αξιώματα και στο τέλος αποσύρθηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου ίδρυσε μοναστήρι με πλούσια βιβλιοθήκη με ελληνικά και λατινικά χειρόγραφα. Εκεί πέρασε την υπόλοιπη ζωή του μελετώντας, συγγράφοντας και διδάσκοντας τους μοναχούς, τους οποίους και υποχρέωνε να μεταφράζουν από την ελληνική στη λατινική δόκιμα έργα, πράγμα που συνεχίστηκε και μετά το θάνατό του και συντέλεσε όχι λίγο στο πνευματικό ανέβασμα της χριστιανικής Ευρώπης. Ο Κασσιόδωρος έγραψε και άφησε πολλά έργα, μεταξύ των οποίων το σπουδαιότερο είναι οι «Institutiones».
Βαρλαάμ Καλαβρός (περ. 1290-περ. 1350). Γεννήθηκε στην Καλαβρία και καταγόταν πιθανόν από Έλληνες γονείς. Σπούδασε φυσικές επιστήμες, φιλοσοφία και θεολογία και τελικά έγινε μοναχός. Ο Βαρλαάμ ένιωθε μεγάλη περηφάνια για την ελληνική καταγωγή του και επιθυμούσε να γνωρίσει από κοντά την πατρίδα των προγόνων του και των μεγάλων σοφών που τόσο θαύμαζε. Επισκέφθηκε την Άρτα, τη Θεσσαλονίκη και το 1330 πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου βρήκε θερμό υποστηρικτή το μεγάλο δομέστικο Ιωάννη Καντακουζηνό και διορίστηκε καθηγητής του πανεπιστημίου της πρωτεύουσας. Οι διαλέξεις του προκάλεσαν βαθιά εντύπωση και τα συγγράμματά του γνώρισαν πλατιά κυκλοφορία. Αντιδράσεις, ωστόσο, στο έργο του τον οδήγησαν να εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη, όπου ίδρυσε δική του σχολή, η οποία απέκτησε γρήγορα μεγάλη φήμη. Το 1339 ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ τον έστειλε στον πάπα Βενέδικτο ΙΒ΄ να διαπραγματευτεί πολιτική και πολεμική βοήθεια. Ο Βαρλαάμ όμως γύρισε άπρακτος, γιατί ο πάπας απέρριψε τους όρους του. Αν και αρχικά ο Βαρλαάμ ήταν τόσο ενθουσιασμένος με τη γνωριμία που έκανε με τη χώρα των πατέρων του, δεν άργησε να έρθει σε διάσταση με την εκκλησιαστική παράδοση. Αναθρεμμένος με το ουμανιστικό πνεύμα της αναγέννησης που είχε αρχίσει να εκδηλώνεται στην Ιταλία, αδυνατούσε να καταλάβει το μυστικισμό των ορθόδοξων μοναχών (ησυχαστών) και διακωμώδησε τις μεθόδους προσευχής τους. Με τα συγγράμματά του μάλιστα τους κατηγόρησε για αιρετικούς. Οι οπαδοί του ονομάζονταν Βαρλααμίτες με γνωστότερο τον Ακίνδυνο. Ως υπερασπιστής των ορθόδοξων απόψεων πρόβαλε τότε ο λόγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, που την ίδια εποχή ασκήτευε στο Άγιο Όρος. Η σύγκρουση των δυο αντρών κατέληξε να συζητηθεί από δύο Συνόδους που έγιναν στην Κωνσταντινούπολη το 1341 και καταδίκασαν το Βαρλαάμ, ο οποίος ύστερα απ’ αυτό γύρισε στην Ιταλία, όπου δίδαξε τα ελληνικά γράμματα και χειροτονήθηκε επίσκοπος της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας.
Είναι γεγονός, ότι η αρχαιότερη αποικία, σύμφωνα με την ελληνική παράδοση, είναι η Κύμη, η οποία ιδρύθηκε το 725 π.Χ. από τους Χαλκιδείς στην Καμπανία της Ιταλίας και θεωρείται ως η πρώτη αποικιακή πόλη στη Δύση. Επηρέασε τον πολιτισμό των Ετρούσκων και των άλλων ιταλικών λαών, καθώς από τους αποίκους της Κύμης διαδόθηκε στην Ιταλία το χαλκιδικό αλφάβητο, από το οποίο προήλθε το λατινικό. Οι ελληνικοί μύθοι, οι ελληνικές θρησκευτικές δοξασίες, τύποι λατρείας, ήθη και έθιμα και πολλά άλλα πολιτιστικά στοιχεία διαδόθηκαν επίσης στην περιοχή.
Η Καμπανία, μια και αναφερθήκαμε σ’ αυτήν, είχε κατοικηθεί στα πολύ παλιά χρόνια από Ετρούσκους. Ο μεγάλος ελληνικός αποικισμός που άρχισε από τον 8ο π.Χ. αιώνα έφερε στην περιοχή πολλούς Έλληνες αποίκους, που ίδρυσαν σημαντικές πόλεις, κυρίως στα παράλια της Καμπανίας (Ποτίολοι, Ελέα, Ποσειδωνία, Καπρέες, Καπύη κτλ.) και παρουσιάστηκε τότε μια αλληλεπίδραση στους πολιτισμούς Ελλήνων και Ετρούσκων.
Η πόλη Ποτίολοι, είναι μία ρωμαϊκή ονομασία της αρχαίας ελληνικής αποικίας Δικαιάρχειας (σήμερα Ποτσουόλι), στον κόλπο της Νεάπολης. Η Δικαιάρχεια ιδρύθηκε γύρω στα 526 π.Χ. από Σάμιους, που εγκατέλειψαν την πατρίδα τους διωγμένοι από την τυραννίδα του Πολυκράτη. Ανάμεσά τους πρέπει να ήταν και ο φιλόσοφος Πυθαγόρας. Η πόλη γνώρισε μεγάλη ακμή από το εμπόριο του θειαφιού, που αφθονούσε στην περιοχή, και του σιδήρου. Αργότερα κατακτήθηκε από τους Σαμνίτες και τέλος από τους Ρωμαίους, οπότε ονομάστηκε Ποτίολοι. Ως τις αρχές του 2ου αι. ήταν ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια της Ρώμης. Από τη ρωμαϊκή πόλη σώζονται τα ερείπια της αγοράς και ένα αμφιθέατρο, που έχτισε ο Βεσπασιανός.
Η Ποσειδωνία είναι κι αυτή μία πολύ σημαντική αρχαία ελληνική αποικία στη Λευκανία της Κάτω Ιταλίας, στις ακτές του Τυρρηνικού πελάγους. Ιδρύθηκε από αποίκους της Σύβαρης και γνώρισε μεγάλη ακμή ως την κατάληψή της από τους Λευκανούς στο τέλος του 4ου π.Χ. αι. Το 273 π.Χ. την κατέλαβαν οι Ρωμαίοι και την ονόμασαν Paestum. Στη συνέχεια η Ποσειδωνία άκμασε και ως ρωμαϊκή πόλη. Αργότερα καταστράφηκε από επιδρομή Σαρακηνών πειρατών (877 μ.Χ.) και από το 15ο αιώνα έπαψε να κατοικείται.
Πολύ αξιόλογα είναι τα αρχαιολογικά ευρήματα της Ποσειδωνίας και ιδιαίτερα οι τρεις μεγάλοι δωρικοί ναοί της. Από αυτούς ο νεότερος, ονομαζόμενος ναός του Ποσειδώνα, χρονολογείται στον 5ο π.Χ. αι. και σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση. Είναι εξάστυλος, περίπτερος ναός με 36 κολόνες και διαστάσεις 60x24,25 μ. Σώζονται ακόμα πολυάριθμοι τάφοι με ωραίες τοιχογραφίες, μεγάλη «βασιλική στοά», αγορά, διάφορα ερείπια τειχών με πύλες κ.ά.
Η Σύβαρη (Σύβαρις) ήταν μία αρχαία ελληνική πόλη στη Λευκανία της Κάτω Ιταλίας. Την ίδρυσαν οι Αχαιοί και οι Τροιζήνιοι περίπου το 720 π.Χ. στον κόλπο του Τάραντα. Απέκτησε μεγάλο υλικό πλούτο, επειδή ήταν το κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου της Κάτω Ιταλίας. Ο πλούτος είχε μεγάλη επίδραση στην ψυχολογία και τη ζωή των κατοίκων, που έγιναν μαλθακοί. Λέγεται μάλιστα ότι τόσο απέφευγαν το θόρυβο, ώστε απομάκρυναν ακόμη και τους πετεινούς για να μην τους ενοχλούν. Από την αρχαιότητα με τη λέξη «συβαριτισμός» εννοείται η μαλθακότητα. Η Σύβαρη καταστράφηκε το 510 π.Χ. από την ανταγωνίστριά της πόλη Κρότωνα.
Άλλη σημαντική αποικία ήταν ο Τάραντας, που ιδρύθηκε περίπου στα τέλη του 8ου αι. π.Χ., στον ομώνυμο κόλπο, από αποίκους οι οποίοι προέρχονταν από την ευρύτερη περιοχή της Σπάρτης. Άλλη αχαϊκή αποικία στον κόλπο του Τάραντα ήταν ο Κρότωνας και το Μεταπόντιο, οι οποίες ιδρύθηκαν στο τέλος του 7ου αι. π.Χ. Το 730 π.Χ., περίπου, αποικίσθηκε το νοτιότερο άκρο της περιοχής της Καλαβρίας, από μια ομάδα Χαλκιδέων, οι οποίοι ίδρυσαν εκεί το Ρήγιο.
Ως γνωστόν, η Χερσόνησος της Καλαβρίας συγκαταλεγόταν από τον 8ο αι. π.Χ. στην περιοχή της Μεγάλης Ελλάδας και ονομαζόταν από τους Έλληνες Βρεττία. Οι ιταλικοί λαοί που την κατοικούσαν προηγούμενα αφομοιώθηκαν γρήγορα από τους Έλληνες και ακολούθησαν την πορεία του πολιτισμού τους. Οι ελληνικές αποικίες της περιοχής, το Ρήγιο, η Σύβαρη, ο Κρότωνας, οι Επιζεφύριοι Λοκροί έφτασαν γρήγορα σε μεγάλη ακμή. Στο εσωτερικό της χερσονήσου, στο οποίο δεν είχαν επεκταθεί οι Έλληνες άποικοι, ζούσαν οι Βρέττιοι ή Βρούττιοι, οι οποίοι, στα τέλη του 4ου αι. π.Χ., άρχισαν να προχωρούν προς τα νότια. Στον 3ο αι. π.Χ., μετά την κατάκτηση της χερσονήσου από τους Ρωμαίους, Βρούττιοι και Έλληνες συγχωνεύτηκαν και άρχισε η παρακμή των μεγάλων ελληνικών αποικιών. Μετά την κατάλυση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους (476 μ.Χ.) η Καλαβρία υπέστη τις επιδρομές των Οστρογότθων και των Βησιγότθων. Τον 6ο αι. κατακτήθηκε από τους στρατηγούς του Ιουστινιανού Βελισάριο και Ναρσή. Λίγο αργότερα καινούριες επιδρομές των Λογγοβάρδων αυτή τη φορά και αργότερα των Σαρακηνών, προκάλεσαν την οριστική παρακμή.
Πόλη της νότιας Ιταλίας στην Καλαβρία είναι κι αυτή με το μακρόσυρτο όνομα: Ρέτζιο ντι Καλάμπρια. Είναι χτισμένη κοντά στον πορθμό της Μεσσήνης. Διαθέτει βιομηχανίες μηχανικών κατασκευών, χημικών προϊόντων, υφαντουργίας, αιθέριων ελαίων κ.ά. Στην πόλη σώζονται σπουδαία αρχαία ελληνικά και ρωμαϊκά ερείπια. Η πόλη ιδρύθηκε τον 8ο αι. π.Χ. ως ελληνική αποικία με την ονομασία Ρήγιο (ίδε όνομα). Το 1908 καταστράφηκε από σεισμό, αλλά αργότερα ξαναχτίστηκε. Στη διάρκεια του β’ παγκόσμιου πολέμου υπέστη σοβαρές καταστροφές από βομβαρδισμούς.
Θα ήταν, λοιπόν, ιστορική βλασφημία να μιλούσαμε για την Καλαβρία και να μην κάναμε αναφορά σε ορισμένες προσωπικότητες της Καλαβρίας, όπως για παράδειγμα, τον Μάρκο Αυρήλιο, τον Ένιο Κόϊντο, τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό και άλλους:
Μάρκος Αυρήλιος (121-180). Αυτοκράτορας της Ρώμης (161-180). Ήταν θετός γιος και διάδοχος του αυτοκράτορα Αντωνίνου του Ευσεβή (138-161). Έγινε καίσαρας (139), ύπατος (140 και 145) και τελικά αναγορεύτηκε αυτοκράτορας (161). Ο Μάρκος Αυρήλιος ανόρθωσε τα οικονομικά του κράτους, αναδιοργάνωσε τη διοίκηση των επαρχιών και κυβέρνησε ισότιμα τους λαούς της αυτοκρατορίας. Είχε μεγάλη μόρφωση, ήταν μάλιστα ο ίδιος στωικός φιλόσοφος. Έγραψε στην ελληνική γλώσσα το περίφημο έργο «Τα εις εαυτόν» (όπου αποτυπώνεται η φιλοσοφία του) σε 12 βιβλία.
Έννιος Κόιντος (239-169 π.Χ.). Ρωμαίος ποιητής. Γεννήθηκε στις Ρουδίες της Καλαβρίας και εκεί έμαθε τα ελληνικά. Άγνωστη είναι η νεανική του ζωή. Ώριμος άντρας, γνωρίστηκε με τον Κάτωνα τον Πρεσβύτερο, ο οποίος τον κάλεσε στη Ρώμη. Εκεί δίδαξε ελληνικά και λατινικά. Η εργασία του αυτή στάθηκε αφορμή να γνωριστεί με επιφανείς Ρωμαίους, όπως ο Μάρκος Φούλβιος Νοβιλίορας, που ήταν γνώστης και θαυμαστής της αρχαίας ελληνικής ποίησης και συγγραφέας ο ίδιος. Το 201 π.Χ. ο Κάτων ο Πρεσβύτερος τον πήγε στη Ρώμη, όπου ο Έννιος εργάστηκε ως δάσκαλος ελληνικών και μεταφραστής ελληνικών έργων. Το 184 π.Χ. έγινε Ρωμαίος πολίτης. Πέθανε σε ηλικία 70 χρόνων. Μέχρι την εμφάνιση του Έννιου οι κωμωδίες αποτελούσαν το βασικότερο γνώρισμα της ρωμαϊκής λογοτεχνίας. Ο Έννιος βοήθησε με τη λογοτεχνική του δημιουργία στην καλύτερη αφομοίωση της ελληνικής λογοτεχνίας από τη ρωμαϊκή. Ασχολήθηκε κυρίως με διασκευές αρχαίων δραμάτων και οι μισές τραγωδίες του είναι παρμένες από τον τρωικό κύκλο. Επίσης έγραψε και δράματα με ρωμαϊκή υπόθεση, όπως τα «Αμβρακία» και «Αρπαγή των Σαβίνων». Από τις τραγωδίες του διασώθηκαν λίγα μόνο αποσπάσματα. Ο Έννιος είναι ο πρώτος που χρησιμοποίησε το ελεγειακό μέτρο στη λατινική. Το έργο του ωστόσο που τον έκανε διάσημο ήταν τα «Χρονικά». Είναι ένα έμμετρο χρονικό σε 18 βιβλία στα οποία αφηγείται σε στίχους ηρωικούς ολόκληρη η ιστορία της Ρώμης μέχρι την εποχή του. Στο έπος αυτό, από το οποίο σώζονται περίπου 600 στίχοι, ο Έννιος μιμείται τον Όμηρο. Ο Έννιος άσκησε μεγάλη επιρροή στους μεταγενέστερους Ρωμαίους ποιητές και γι’ αυτό θεωρείται ο θεμελιωτής της ρωμαϊκής λογοτεχνίας.
Κασσιόδωρος Φλάβιος Μάγνος Αυρήλιος (477-575). Ρωμαίος άρχοντας, ιστορικός και θεολόγος. Γεννήθηκε στο Σκυλάκιο της Καλαβρίας. Σπούδασε εθνικά και χριστιανικά γράμματα, μπήκε στην υπηρεσία του κράτους, πήρε διάφορα ανώτερα αξιώματα και στο τέλος αποσύρθηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου ίδρυσε μοναστήρι με πλούσια βιβλιοθήκη με ελληνικά και λατινικά χειρόγραφα. Εκεί πέρασε την υπόλοιπη ζωή του μελετώντας, συγγράφοντας και διδάσκοντας τους μοναχούς, τους οποίους και υποχρέωνε να μεταφράζουν από την ελληνική στη λατινική δόκιμα έργα, πράγμα που συνεχίστηκε και μετά το θάνατό του και συντέλεσε όχι λίγο στο πνευματικό ανέβασμα της χριστιανικής Ευρώπης. Ο Κασσιόδωρος έγραψε και άφησε πολλά έργα, μεταξύ των οποίων το σπουδαιότερο είναι οι «Institutiones».
Βαρλαάμ Καλαβρός (περ. 1290-περ. 1350). Γεννήθηκε στην Καλαβρία και καταγόταν πιθανόν από Έλληνες γονείς. Σπούδασε φυσικές επιστήμες, φιλοσοφία και θεολογία και τελικά έγινε μοναχός. Ο Βαρλαάμ ένιωθε μεγάλη περηφάνια για την ελληνική καταγωγή του και επιθυμούσε να γνωρίσει από κοντά την πατρίδα των προγόνων του και των μεγάλων σοφών που τόσο θαύμαζε. Επισκέφθηκε την Άρτα, τη Θεσσαλονίκη και το 1330 πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου βρήκε θερμό υποστηρικτή το μεγάλο δομέστικο Ιωάννη Καντακουζηνό και διορίστηκε καθηγητής του πανεπιστημίου της πρωτεύουσας. Οι διαλέξεις του προκάλεσαν βαθιά εντύπωση και τα συγγράμματά του γνώρισαν πλατιά κυκλοφορία. Αντιδράσεις, ωστόσο, στο έργο του τον οδήγησαν να εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη, όπου ίδρυσε δική του σχολή, η οποία απέκτησε γρήγορα μεγάλη φήμη. Το 1339 ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ τον έστειλε στον πάπα Βενέδικτο ΙΒ΄ να διαπραγματευτεί πολιτική και πολεμική βοήθεια. Ο Βαρλαάμ όμως γύρισε άπρακτος, γιατί ο πάπας απέρριψε τους όρους του. Αν και αρχικά ο Βαρλαάμ ήταν τόσο ενθουσιασμένος με τη γνωριμία που έκανε με τη χώρα των πατέρων του, δεν άργησε να έρθει σε διάσταση με την εκκλησιαστική παράδοση. Αναθρεμμένος με το ουμανιστικό πνεύμα της αναγέννησης που είχε αρχίσει να εκδηλώνεται στην Ιταλία, αδυνατούσε να καταλάβει το μυστικισμό των ορθόδοξων μοναχών (ησυχαστών) και διακωμώδησε τις μεθόδους προσευχής τους. Με τα συγγράμματά του μάλιστα τους κατηγόρησε για αιρετικούς. Οι οπαδοί του ονομάζονταν Βαρλααμίτες με γνωστότερο τον Ακίνδυνο. Ως υπερασπιστής των ορθόδοξων απόψεων πρόβαλε τότε ο λόγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, που την ίδια εποχή ασκήτευε στο Άγιο Όρος. Η σύγκρουση των δυο αντρών κατέληξε να συζητηθεί από δύο Συνόδους που έγιναν στην Κωνσταντινούπολη το 1341 και καταδίκασαν το Βαρλαάμ, ο οποίος ύστερα απ’ αυτό γύρισε στην Ιταλία, όπου δίδαξε τα ελληνικά γράμματα και χειροτονήθηκε επίσκοπος της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας.
(Εγκυκλοπαίδεια «Μαλλιάρης-παιδεία»)
http://www.sakketosaggelos.gr/Article/2210/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου