Μέσα από το ανεξάντλητο έργο του Απόστολου Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού,τομ.Β' Θεσσαλονίκη 1976
Οι ειδήσεις πού έχει αντλήσει ό Crusius από τούς Ζυγομαλάδες, ιδίως από τον Θεοδόσιο, και από τούς άλλους Έλληνες, φυγάδες και μη, καθώς και άλλες ποικίλες πληροφορίες μας παρουσιάζουν την κατάσταση τής παιδείας στις σκλαβωμένες ελληνικές χώρες ως εξής. Σε κάθε πόλη, όπως και στα νησιά του Αιγαίου, Πάτμο, Σάμο, Μήλο, Κω κ. λ., ή και του Ιονίου κατά τα τέλη το 16ου αι., λειτουργούσε σχολείο αγοριών, χωρίς τάξεις, μονοτάξιο, θα λέγαμε σήμερα, προσαρτημένο στην εκκλησιά. Ο μοναδικός δάσκαλος, συνήθως ιερέας, τούς δίδασκε μόνο να διαβάζουν εκκλησιαστικά βιβλία, το Ωρολόγιο, την Οκτώηχο, το Ψαλτήρι, τις διάφορες ακολουθίες κ. λ.. Ελάχιστοι όμως, ακόμη και από τούς «πρεσβυτέρους» και από τούς καλογήρους, καταλάβαιναν τα βιβλία αυτά. Η εκπαίδευση δηλαδή είχε περιορισή στα λεγόμενα κολλυβογράμματα.
Ο δεσμός της εκκλησίας - σχολείου, ό οποίος και στα χρόνια τής βυζαντινής περιόδου ήταν στενός, έγινε τώρα στενώτερος και οι κάπως πιο μορφωμένοι διδάσκαλοι - ιερείς δίδασκαν στους νάρθηκες των εκκλησιών στους νέους όχι μόνον τα παραπάνω εκκλησιαστικά βιβλία, αλλά κάποτε και αποσπάσματα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, όπως π.χ. του Αριστοτέλη, Πλουτάρχου κ. λ., διδασκαλία πού βαίνει προς γενίκευση μετά τον 17° αι., όπως μαρτυρούν τα πολλά σχετικά χειρόγραφα πού έχουν διασωθή. Αυτό ήταν το σχολείο των πρώτων αιώνων τής τουρκοκρατίας αυτό ήταν στην πραγματική του υπόσταση το θρυλικό «κρυφό σχολειό». Την εικόνα του είναι δυνατόν να την παρακολουθήση κανείς ζωηρή και αναλλοίωτη ως τα τελευταία σχεδόν χρόνια τής τουρκοκρατίας στις απομονωμένες ελληνικές επαρχίες.
Οι νάρθηκες - σχολεία λοιπόν των εκκλησιών ήταν οι πιο κατάλληλοι τόποι, όπου θα ταίριαζε να ζωγραφηθούν ανάμεσα στους χριστιανούς αγίους οι μορφές των μεγάλων ειδωλολατρών σοφών, προδρόμων του χριστιανισμού, συνήθεια παλιά βυζαντινή πού χρωστιόταν στην γνωστή εκείνη τάση των λογίων Ελλήνων (αργότερα και Σλάβων) να ξεχωρίζουν μερικούς από τούς σαφούς κείνους, πού με την διδασκαλία τους προπαρασκεύασαν κατά κάποιο τρόπο την εμφάνιση του χριστιανισμού και τον βοήθησαν αργότερα στην έσχυση ή θεμελίωση των δογμάτων του. Η συνήθεια αυτή - μιά μορφή από τις επιβιώσεις των κλασσικών αναμνήσεων μέσα στο Βυζάντιο - εντείνεται στα χρόνια τής τουρκοκρατίας. Έτσι ό διαμαρτυρόμενος ιερέας St. Garlach μνημονεύει την εκκλησία του Αγ. Γεωργίου των Αρμενίων στην Κωνσταντινούπολη, κοντά στην Αγία Σοφία, ή οποία είχε ωραίες τοιχογραφίες πατριαρχών, προφητών, αποστόλων, φιλοσόφων, ρητόρων και ποιητών. Ανάμεσα στους τελευταίους αυτούς μνημονεύει τον Αριστοτέλη, Ιώσηπο, Σοφοκλή και Φίλωνα. Αρχαίοι επίσης σοφοί, όπως ό Σόλων, ό Πλάτων, ό Αριστοτέλης, ό Θουκυδίδης κ.α. παριστάνονται στις τοιχογραφίες ορισμένων εκκλησιών τόσο στην ηπειρωτική Ελλάδα (παρεκκλήσιο τής Πορταϊτισσας στην μονή Ιβήρων, 1683• μονή Αγ. Νικολάου του Σπανού στα Ιωάννινα, 1559 - 1560 κ.α.), όσο και στην Μ. Ασία (στην περιοχή Ικονίου). Είναι πολύ πιθανόν ότι Ηπειρώτες τεχνίτες κοσμούν με παρόμοιες τοιχογραφίες την τράπεζα τής μονής του Μπατσκόβου (1623) και τον γυναικωνίτη τής εκκλησίας τής Γέννησης του Χριστού στο Αρμπανάσι, όπου είχαν εγκατασταθή Βορειοηπειρώτες.
Η αποτύπωση των μορφών των αρχαίων σοφών επάνω στους τοίχους των ναρθήκων δεν τάραζε τα αισθήματα των ευσεβών χριστιανών. Γι’ αυτό και στις κωδικοποιημένες πια οδηγίες του ζωγράφου Διονυσίου του εκ Φουρνά βλέπουμε να περιλαμβάνωνται και ειδικές για τον τρόπο τής παράστασης εκείνων των σοφών, του Απολλωνίου, Σόλωνος, Θουκυδίδη, Πλουτάρχου, Πλάτωνος, ‘Αριστοτέλη κ.α.. Άραγε ή τόνωση τής παλιάς αυτής συνήθειας κατά τούς αιώνες τής τουρκοκρατίας οφείλεται σε μιά λατρεία των ένδοξων προγόνων από τούς ξεπεσμένους επιγόνους, σ’ ένα ρευστό και αδιαμόρφωτο ακόμη εθνικό κίνητρο; Το ερώτημα τίθεται ως πρόβλημα.
Εκτός από τα κοινά σχολεία (Scholae triviales), πού λειτουργούσαν στην Κωνσταντινούπολη ή και στις επαρχίες, μέσα στον νάρθηκα των εκκλησιών ή σ’ ένα κελλί των μονών, δεν υπήρχε κανένα άλλο ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα, αν εξαιρούσε βέβαια κανείς την πατριαρχική ακαδημία. Για τα σχολεία τής Πόλης φρόντιζε ό ίδιος ό πατριάρχης και τα «συμβούλιά του». Στο Αιγαίο ελάχιστοι, γράφει Sauger κατανοούσαν τον Όμηρο, Θεόκριτο κ. λ. και εναβρύνονταν γι’ αυτό. Στην Χίο ήταν κάπως καλύτερα τα πράγματα. Εκεί, κατά τον Crusius, μερικοί Έλληνες δίδασκαν την φιλοσοφία . Εννοούνται ασφαλώς οι μαθητές το Θεοφάνη Ελεαβούλκου, πού είχαν μάθει καλά γράμματα, είχαν προκόψει και «σπαρθή εις τον κόσμον» , και ιδίως του Μιχαήλ Ερμοδώρου Ληστάρχου, ό οποίος δίδαξε κατά διαστήματα μεταξύ 1533 - 1563. Ανάμεσα στους μαθητές του πρέπει να μνημονεύσουμε τον Ιάκωβο Διασσωρίνο, τον Ιάκωβο Βασιλικό Ηρακλείδη, τον Ιωάννη Μινδόνιο, Θεόδωρο Ρέντιο και Μιχαήλ Σοφιανό. Αξιόλογοι επίσης λόγιοι υπήρξαν ό Εμμ. Γλυζούνιος, αντιγραφέας χειρογράφων, και ό Γεώργιος Κορέσιος (1641), λαμπρός ιεροκήρυκας, δάσκαλος και ιδρυτής σχολείου.
Ακόμη και μέσα στο περιβάλλον του πατριαρχείου ή παιδεία ήταν ελλιπής οι περισσότεροι αξιωματούχοι του είχαν μέτριες γνώσεις τής αρχαίας ελληνικής. Απογοητευμένος έγραφε ό Crusius: «Nullam in Greacia Greasiam, nullas Athenis esse».
Ο πρωτονοτάριος του πατριαρχείου Θεοδόσιος Ζυγομαλάς σε γράμμα του προς τον Crusius υπολόγιζε σε 10 τούς μαθητές του πατέρα του Ιωάννη μέσα στην Κωνσταντινούπολη, σε διπλάσιους ή και περισσοτέρους τούς μαθητές στην Πελοπόννησο και άλλους τόπους, και σε 4 περίπου στην Χίο. Σ’ αυτούς θα έπρεπε να συγκαταριθμηθούν και μερικοί πού έμεναν στις πατρίδες τους, σκορπισμένοι κατά τόπους, περισσότεροι από 10. Δηλαδή συνολικά οι μαθητές σε όλες τις ελληνικές χώρες μόλις θα μπορούσαν ν’ ανεβούν το πολύ ως τούς 50. Επομένως οι λόγιοι θα ήταν πολύ λιγότεροι, όπως άλλωστε μας πληροφορεί ό σπουδασμένος στην Πάδοβα Κρητικός Κωνσταντίνος Σέρβιος, ό οποίος τον Οκτώβριο του 1583 γράφει στον Crusius, ότι εξ αιτίας τής τουρκικής δουλείας λίγοι Έλληνες λόγιοι βρίσκονται στις ελληνικές χώρες και αυτοί καταφεύγουν συνήθως στο μοναδικό τους άσυλο, στην Κρήτη. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν για την παιδεία τους ό Θεοδόσιος Κόμης ό Κορίνθιος, «humanioribus literis perpolitus», και ό Ιωάννης Κατέλος ή Κατελός, όπως τον έχει ό Νινολάκης, «summae virtutis juvenis, in politioribus stubiis nemini secundus», ό νομικός Ανδρέας Σπιέρας, ό Ιατροφιλόσοφος Δανιήλ Φουρλάνος και άλλοι ακόμη γιατροί. Σ’ αυτούς βέβαια πρέπει να προσθέσουμε και τον ιερέα Ιωάννης Μορεζήνο, αναγνωρισμένο ιεροκήρυκα με οικονομική άνεση, πού του έδινε την δυνατότητα ν’ αποκτά βιβλία και να επιδίδεται στην μελέτη και σε συγγραφές θρησκευτικού περιεχομένου (εγκώμια, λόγους, τροπάρια).
Την εποχή αυτή ή Κρήτη είναι ή μοναδική ελληνική χώρα, όπου μέσα στο ευνοϊκό πια πολιτικό περιβάλλον κάνουν την εμφάνιση όχι μόνον φιλόλογοι, νομικοί και γιατροί, αλλά και αξιόλογοι λογοτέχνες, όπως π.χ. ό Γεώργιος Χορτάτζης (γύρω στα 1545 - 1610) από το Ρέθυμνο (τα τελευταία χρόνια είχε εγκατασταθή στον Χάνδακα) πού σε ώριμη ηλικία, μεταξύ 45 - 55 ετών, έγραψε την τραγωδία «Ερωφίλη» (γύρω στα 1600), την κωμωδία «Κατζούρμπος» (1595- 1601), την «Πανώρια» (Γύπαρη) ό ανώνυμος ποιητής τής «Βοσκοπούλας» κ.ά.. Αργότερα, κατά το πρώτο μισό το 17ου αι., έχουμε τα έργα τής ακμής: ό Βιτζέντζος Κορνάρος δίνει το ποιητικό μυθιστόρημα «Ερωτόκριτος» (πριν από τα 1650) και πιθανόν την τραγωδία «Θυσία του Αβραάμ», ό Ιωάννης - Ανδρέας Τρωίλος τον «Βασιλέα Ροδολίνο» (1647) και άλλοι, γνωστοί ή ανώνυμοι, άλλα έργα, γραμμένα βέβαια κατ’ επίδραση φραγκικών προτύπων, αλλά με νέα φλόγα ξαναχυμένα σέ νέα μορφή και προσαρμοσμένα προς το ελληνικό περιβάλλον. Όπως βλέπουμε, στην λογοτεχνική παραγωγή ή Φραγκοκρατία εξακολουθεί ν’ ασκή βαθιές επιδράσεις.
Δεν έλειψαν από την μεγαλόνησο και ο ιστορικός της: ό Αντώνιος Καλλιέργης (1521 - 1555), ό Ανδρέας Cornaro, αδελφός του ποιητή, και ό Ιωάννης Βεργίτζης (τέλη 16ου-αρχές 16ου αι.), οι οποίοι έγραψαν «Ιστορία τής Κρήτης» - έργα πού έμειναν σχεδόν ανέκδοτα. Ας σημειωθή ότι ό Cornaro βλέπει τα γεγονότα από την σκοπιά του πλούσιου Βενετού γαιοκτήμονα, ενώ ό Βεργίτζης από την πλευρά του ορθόδοξου βενετόφιλου Έλληνα αστού. Το πιο αξιόλογο και ενδιαφέρον έργο είναι του Cornaro, διαιρεμένο σε 16 βιβλία με πλήθος ειδήσεων• γι’ αυτό και είναι ανάγκη να εκδοθή.
Ποιες ήταν οι ιδέες των Κρητικών λογίων για τούς δεσμούς των με το παρελθόν και ποια τα αισθήματά τους για την ελεεινή κατάσταση στην Ελλάδα τα αποκαλύπτει το παρακάτω απόσπασμα του Δανιήλ Φουρλάνου: «Είθε, όπως και στις λοιπές σχεδόν περιοχές τής Ευρώπης, έτσι και στην ταλαίπωρη και αξιολύπητη Ελλάδα ν’ ανθούν οι σπουδές των γραμμάτων και τεχνών. Γιατί όχι μόνον γράφοντας, αλλ’ ακόμη και διαβάζοντας και διδάσκοντας, αν κάτι μπορώ με τις μικρές μου πνευματικές μου δυνάμεις, θα ήθελα να εξευγενίσω τις ψυχές των συμπατριωτών μας. Τώρα όμως, ενώ σ’ αυτό το ενδοξότατο νησί, πού μόνον αυτό ξέφυγε την σκλαβιά, με την ύψιστη μετά τον κράτιστο και μέγιστο Θεό πρόνοια των Βενετών υπάρχουν κάποια ίχνη τής παλιάς αγχίνοιας, σ’ εκείνη τη δυστυχισμένη Ελλάδα τι βαρβαρότητα! Τι ραθυμία! Ω άθλια φύση των ανθρώπων, αστάθεια και αβεβαιότητα των πραγμάτων... Και βέβαια μεγάλη υπήρξε ή συμφορά τόσα βασίλεια, τόσες πόλεις ν’ ερημωθούν οικτρά και να χάσουν την καλλιέργεια του πνεύματος... Και όμως υπήρξε εποχή πού υπό τούς Παλαιολόγους στην Πελοπόννησο, όπου ίσχυσε ή εξουσία εκείνων των ηγεμόνων, είχαν αρχίσει ν’ αναθάλλουν τα γράμματα. Και όταν ή Πόλη αλώθηκε και κυριεύθηκαν και γκρεμίστηκαν οι πόλεις τής Πελοποννήσου, την ίδια δυστυχία δοκίμασε και εκείνη» .
Αν εξαιρέσουμε λοιπόν την πνευματική κίνηση ιδίως στην Κρήτη, ή γενική εικόνα τής παιδείας στις ελληνικές χώρες είναι τόσο αποκαρδιωτική, ώστε ό Θεοδόσιος Ζυγομαλάς γράφει σε μιά «θεματοεπιστολή» του, απ’ αυτές πού δίνει στους μαθητές του να την μεταφέρουν στην αρχαία ελληνική «Δεν μπορώ να κάμω να μην κλαίω, βλέποντας την τόσην αμέλεια του γένους του ελληνικού προς το καλόν» Είναι οι στιγμές τής απελπισίας πού συχνά κυριεύουν τούς μεταβυζαντινούς λογίους βλέποντας την κατάντια του γένους, στιγμές πού εναλλάσσονται με αναλαμπές ελπίδων και προσδοκιών. Κοινός ό πόθος να ιδούν την ανύψωση του πνευματικού επιπέδου των ομοεθνών τους, αλλά τα σημάδια του ιδανικού αυτού δεν έχουν ακόμη φανή στον ορίζοντα.
Καλοτυχίζει ό Θεοδόσιος τον Crusius πού ζει σε ελεύθερη πόλη (ό αιώνιος πόθος των σκλάβων για την ελευθερία!) «και έργον έχοντα την σοφίαν μετέρχεσθαι και φωτίζεσθαι». Οι μαθητές του επίσης θαυμάζουν την σοφία των Γερμανών και όσο μακαρίζουν αυτούς, άλλο τόσο «εαυτούς ταλανίζουσιν ότι εν χρεία και δουλεία όντες τα ελευθέροις ανήκοντα μαθήματα σπουδάζειν, ως δει, κωλύονται». Οι Γερμανοί την σοφία, με τις σπουδές και τις Ακαδημίες τους έχουν διαδεχθή τούς Αθηναίους: «Αι αληθείς Αθήναι αυτού νυν εισίν, ως ακούομεν»,του γράφει. Η φήμη τής Γερμανίας ως τόπου των κλασσικών σπουδών ξαπλώνεται πια προς τις ελληνικές χώρες και αρχίζει να επιβάλλεται. Τα πολιτιστικά κέντρα τής Δύσης δημιουργούν την μεγάλη ανθρωπιστική τους παράδοση κα ακτινοβολούν στην φαντασία των σκλάβων.
Μακαρίζει ακόμη - πολύ περισσότερο απ’ αυτούς πού εξαγοράζουν και ελευθερώνουν αιχμαλώτους - εκείνους πού φέρνουν στο φως τα χειρόγραφα με τα έργα των αρχαίων Ελλήνων σοφών, τα θαμμένα μέσα στις σκονισμένες βιβλιοθήκες, τα αιχμάλωτα των δυσμενών συνθηκών πού επικρατούν στην Ελλάδα. Αυτοί τα αποδίδουν στην ελεύθερη πνευματική ζωή και έτσι ωφελούν πολλούς «κοινή και ιδία».
Αρχαιολατρεία κα ελευθερία - Λατρεία τής αρχαίας ελληνικής και περιφρόνηση τής «δημοτικής» γλώσσας.
Μολαταύτα ό Θεοδόσιος Ζυγομαλάς, όπως άλλοτε ό καρδινάλιος Βησσαρίων έχει μεγάλη εμπιστοσύνη στην ευφυΐα των ελληνοπαίδων. Παρατηρεί ότι τα παιδιά είναι επιδεκτικά μαθήσεως και, όταν πετύχουν καλό δάσκαλο, προκόβουν στα μαθήματα «διά την ενούσαν τω ελληνικώ γένει ευγένειαν και την κράσιν, και θέσιν των τόπων αυτών, α πλεονεκτήματά εισι θεόθεν εμπεφυκότα, και σχεδόν ανεξάλειπτα». Όπως βλέπουμε, οι Νεοέλληνες έχουν τις ίδιες υπερήφανες αντιλήψεις των αρχαίων και των μεσαιωνικών προγόνων τους για την διανοητική ανωτερότητά τους και εγκωμιάζουν την θαυμάσια θέση και το κλίμα των ελληνικών χωρών. Αν ό ήλιος των σπουδών, εξακολουθεί ό Θεοδόσιος, δεν λάμπη και ή σοφία δεν θάλλη, αιτία είναι τα μαύρα σύννεφα των καθημερινών συμφορών. Η φτώχεια δηλαδή και ή σκλαβιά εμποδίζουν τούς Έλληνες να καλλιεργούν τα «Καλά». Ζει έντονα το μεγάλο παρελθόν και εύχεται από τα κατάβαθα της ψυχής του «Δώη Θεός ποτε άνεσιν και ελευθερίαν, την τε εις το αρχαίον αποκατάστασιν» . Δύο λοιπόν είναι τώρα τα ιδανικά πού λάμπουν ψηλά και καθοδηγούν τούς λογίους μέσα στο σκοτάδι της δουλείας: να ελευθερωθούν και να ξαναπάρουν την θέση πού είχαν άλλοτε οι πρόγονοί τους.
Αισθανόμενος την ανάγκη να μορφώση προς αυτήν την κατεύθυνση τα ελληνόπουλα γράφει σε μιά «Θεματοεπιστολή» του τα παρακάτω, πού είναι παρμένα από τον Κικέρωνα (Epistulae ad familiars, lib. 2 epist. 5), αλλά πού ταιριάζουν πολύ στην νεοελληνική πραγματικότητα : «πλην αν έχης θάρρος διά το καλλίτερον της χώρας, ετοίμαζε και βάλε εις τον νουν σου όσα πρέπει εκείνον, ος εις την παλαιάν ελευθερίαν ανεθράφη και είναι άξιος ξεγδικητής τής πατρίδος, όπού με τα εναντία ταύτα καιρικά ήλθε εις θανάσιμα συνήθεια» . Ο σκλαβωμένος Έλληνας λόγιος εκτιμά τώρα βαθιά τι πολύτιμο πράγμα είναι ή ελευθερία: «πράγμα αδιατίμητον», γράφει στον Crusius, έκφραση πού κάνει μεγάλη εντύπωση στον Γερμανό καθηγητή : «Ηλίκον εμέ παθείν ηγή την ψυχήν ακούοντα το «αδιατίμητον» ή ελευθερία».
Οι λόγια δεν είναι δυνατόν να ξεχάσουν. Όπως οι Βυζαντινοί των τελευταίων αιώνων, έτσι και αυτοί συχνά ανατρέχουν στο μεγάλο παρελθόν, πού βαρύνει τόσο περισσότερο όσο μεγαλύτερη είναι ή αντίθεσή του με το ελεεινό παρόν. Στην λαμπρή εκείνη αρχαία εποχή, στους μεγάλους προγόνους, αναζητούν οι λόγιοι τις κρυμμένες δυνάμεις πού θα τούς επιτρέψουν ν’ ανορθωθούν βαθμιαία και ν’ αποβλέψουν με εμπιστοσύνη και αισιοδοξία προς το μέλλον. Την ελευθερία θα την ανακτήσουν - το διαισθάνονται - μόνον με τον φωτισμό του έθνους, με την μελέτη και έκδοση των ελληνικών χειρογράφων, των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Ο πόθος τής ελευθερίας είναι συνυφασμένος με την αρχαιολατρεία, με την αρχαιομάθεια. Ανάγκη λοιπόν ν’ απαλλαγούν οι Έλληνες από την άγνοια και την αμάθεια, γιατί αυτά μόνα τούς κάνουν δούλους, σύμφωνα μ’ εκείνον πού είπε «ώ σοφοί ελεύθεροι, δούλοι δε οι μωροί». Ενστερνίζονται δηλαδή ενστικτωδώς εκείνο πού έγινε πεποίθηση και πρόγραμμα στον Κοραή. Έτσι πρέπει να ερμηνευθή ή φιλολογική παραγωγή των μεταβυζαντινών εκείνων λογίων, ή μετάφραση του «Περί παίδων αγωγής» του Πλουτάρχου από τον ενωτικό Έλληνα ιερέα Νικ. Σοφιανό (16ος αι.) κ.ά..
Σκοπός του είναι να βοηθήση στην αναγέννηση του έθνους ξεκινώντας από τούς πνευματικούς θησαυρούς των αρχαίων προγόνων, γιατί όσους σοφούς και αν συμβουλεύθηκε «με ποιον τρόπον ήθελε διορθωθή το πάθος τούτο τής απαιδευσιάς», όλοι με ένα στόμα του είπαν, ότι ή κατάσταση θα βελτιωθή και οι περισσότεροι θα μορφωθούν, όταν αρχίσουν να μελετούν και να καταλαβαίνουν τα κείμενα των αρχαίων Ελλήνων.
«Διά τούτο ώρμησα και εγώ, λέγει, ανάμεσα σε άλλα, στην αφιέρωσή του προς τον καθολικό επίσκοπο Μυλοποτάμου και Χερσονήσου Διονύσιο, να μεταγλωττίσω και να πεζεύσω από τα βιβλία όπου να είναι χρήσιμα και ωφέλιμα εις το να ανακαινισθή και να αναπτερυγιάση από την τόσην απαιδευσίαν το ελεεινόν γένος. Και διά τούτο μάλιστα ηθέλησα να ποιήσω την αρχήν από το βιβλιάριον τούτο του Πλουτάρχου, οποίον λέγεται «Περί παίδων αγωγής», και ημείς το ονομάσαμεν «Παιδαγωγόν», διότι αυτό μας παιδαγωγεί και διδάσκει από την αρχήν πώς να γεννηθή και να ανατραφή το παιδίον ευγενικά, και απεκεί πώς να παιδευθή και να γίνη ένδοξος και ενάρετος άνθρωπος, ωσάν να ήσαν οι πατέρες μας».
Στην μόρφωση ακόμη των ομοεθνών αποβλέπουν και αι «Αποδημίαι» του Νικάνδρου Νουκίου του Κερκυραίου κατά τον 16ο αι., δηλαδή ή περιγραφή των ταξιδιωτικών του εντυπώσεων από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες.
Ο Νικ. Σοφιανός, εμπνεόμενος από το κλέος των αρχαίων Ελλήνων και επιθυμώντας να ωφελήση τούς συμπατριώτες του, ανακαλύπτει την μεγάλη σημασία τής μητρικής, τής ζωντανής γλώσσας, για την αφύπνιση και αναγέννηση του ξεπεσμένου ελληνικού λαού. Απαραίτητο όμως όργανό της πρέπει να είναι ή γραμματική της. Έτσι καταπιάνεται και περατώνει στα 1534 το χρήσιμο αυτό βιβλίο πού έμεινε ανέκδοτο ως τα 1870, οπότε δημοσιεύθηκε από τον Legrand μαζί με την μετάφραση τής περί «Παίδων αγωγής» του Πλουτάρχου. Την βαθιά εκτίμηση και τον ενθουσιασμό του για την δημοτική γλώσσα την αφήνει ό Σοφιανός να εκδηλωθή στην λατινική του προσφώνηση προς τον καρδινάλιο Ιωάννη, πρίγκιπα τής Λωρραίνης, όπου γράφει ότι ή δημοτική, πού την ονομάζουν «χυδαία» (vulgarem), δεν είναι καθόλου κατώτερη από την αντίστοιχη πρόγονό της του Πλάτωνος, Δημοσθένη και του Ξενοφώντος.
Ο Σοφιανός παρουσίασε και άλλα δύο έργα, το αστρονομικό «περί κατασκευής και χρήσεως κρικωτού αστρολάβου» και την «Ελλάδος περιγραφήν» με τούς «Ελλάδος Πίνακας», γεωγραφικό χάρτη, πρόδρομο τής Χάρτας του Ρήγα, ή οποία περιλαμβάνει την Μ. Ασία, την Ήπειρο, Θράκη, Ιλλυρία και Δαλματία. Εκείνο όμως το έργο του πού μένει ως μεγάλη προσφορά προς το έθνος είναι ή γραμματική τής δημοτικής, πού φαίνεται ότι προκάλεσε συζητήσεις και είχε απήχηση στους λογίους τής εποχής του.
Μολαταύτα κύριος σκοπός των λογίων είναι να διδάξουν στα παιδιά την αρχαία ελληνική γλώσσα. Άλλωστε ή λαμπρή άνθηση των ανθρωπιστικών σπουδών κατά τούς τελευταίους αιώνες του μεσαίωνα είχε εξωραΐσει ακόμη περισσότερο τις αναμνήσεις τής αρχαίας Ελλάδας.
Το χάσμα όμως ανάμεσα στην γραφόμενη και ομιλούμενη (δημοτική) γλώσσα έχει διευρυνθή με το πέρασμα των αιώνων. Από τις λέξεις και φράσεις πού παραθέτει ό Γερμανός περιηγητής Arnold von Harff στα 1477 στο οδοιπορικό του φαίνεται πολύ καθαρά ότι ό ελληνικός λαός στα τελευταία χρόνια του Βυζαντίου χρησιμοποιούσε την δημοτική, όπως περίπου και εμείς σήμερα. Η «δημοτική» όμως θεωρείται «βάρβαρος» και «κυκεών πολλών γλωσσών», γιατί οι «Γραικοί» είναι σκορπισμένοι σε μεγάλη έκταση και στις πολλές διαλέκτους των έχουν εισχωρήσει πλήθος από ξένες λέξεις των γειτονικών εθνών. Αλλιώς μιλούν τα ελληνικά στην Κρήτη, ανακατωμένα με Ιταλικές λέξεις, αλλιώς στην Αθήνα κ.ο.κ.. Μολαταύτα μπορούν να συνεννοηθούν οι Έλληνες μεταξύ τους, ό Κωνσταντινουπολίτης με τον Κρητικό, ό Χιώτης, ό Ναυπλιώτης, ό Ηπειρώτης κ. λ.. Γενικά οι Έλληνες στα χωριά παντού μιλούν ελληνικά, και στις πόλεις, αν είναι υπό τούς Βενετούς, μιλούν εξ ίσου καλά τα Ιταλικά, ενώ αν είναι υπό τούς Τούρκους, μιλούν ελληνικά και τουρκικά.
Στην Κωνσταντινούπολη θ’ ακούση κανείς, κατά τον Crusius, την καθαρότερη σχετικά ελληνική διάλεκτο, γιατί εκεί υπήρξε και είναι ακόμη ή έδρα τής αυτοκρατορίας, ενώ την πιο φθαρμένη στην Αθήνα. Στην Κωνσταντινούπολη οι λίγοι μορφωμένοι εννοούν και χρησιμοποιούν με ευκολία την αρχαία ελληνική, αλλά μιλούν και αυτοί την δημοτική. Οι γυναίκες την μιλούν με μεγάλη ευγλωττία και κομψότητα. Πάντως ή διαφορά μεταξύ αρχαίας ελληνικής και δημοτικής είναι μεγαλύτερη παρά μεταξύ λατινικής και Ιταλικής.
Ενδιαφέρουσες είναι οι πληροφορίες τής εποχής οι σχετικές με την «δημοτική» και την «εκκλησιαστική», την πρόδρομο τής καθαρεύουσας. Οι Έλληνες τής εποχής λέγουν ότι ή δημοτική είναι αρχαιότατη, αλλά δεν ξέρουν πότε άρχισε να μιλιέται. Σ’ αυτήν την «χυδαίαν γλώσσαν» τραγουδούν τούς πόνους και τούς καϋμούς των, τον έρωτα κ. λ.. Εκτός όμως από την δημοτική και την αρχαία, υπάρχει και ή εκκλησιαστική, μιά γλώσσα ανάμεικτη από «καθαρά και βαρβαρικά στοιχεία», πού την χρησιμοποιούν στην αλληλογραφία τους οι κληρικοί και οι λόγιοι.
Τις παθήσεις των φθόγγων και τις μεταβολές των λέξεων τις αντιλαμβάνονται ορισμένοι λόγιοι, αλλά τις αποδίδουν στις διαφορές τής ζωής και των αντιλήψεων των γεωργών και αστών, καθώς και στην «διασποράν την γενομένην εις διαφόρους τόπους», όπως είδαμε και παραπάνω.
Η στάση γενικά των λογίων απέναντι τής δημοτικής είναι δυσμενής. Και πώς είναι δυνατόν να σκεφθούν αλλιώς, αφού είναι θρεμμένοι με την αρχαιολατρεία αιώνων, αφού ή ψυχή τους είναι δοσμένη απόλυτα στους αρχαίους; Ποιο άλλο θα μπορούσε να είναι το φωτεινό τούς στήριγμα μέσα σ’ αυτό το φοβερό κατρακύλημά τους; Όταν στα 1577 ό Gerlach ζητή από τον Ιωάννη Ζυγομαλά ένα λόγο ή κήρυγμα στην κοινή (δημοτική) για τον Crusius , ό Έλληνας λόγιος του απαντά ότι προτιμά να γράψη 100 φορές στην αρχαία παρά μιά στην δημοτική και ότι δεν θα ήθελε να σπάση το κεφάλι του «για μια τέτοια βαρβαρική γλώσσα». Στην αντίρρηση του Gerlach ότι θα ήταν καλύτερα να έκανε το κήρυγμα στην δημοτική, γιατί αλλιώς ό λαός δεν καταλαβαίνει τίποτε, απάντησε ότι είναι αρκετό, αν το εννοούν ένας ή δυό και ότι, αν ό Gerlach επιθυμούσε αλλαγή, θα έπρεπε να συστήση πρώτα στον πατριάρχη να κάνη κήρυγμα σε άλλη γλώσσα. Την άρνηση του Ζυγομαλά την αποδίδει ό Gerlach στην έλλειψη σχετικών βιβλίων στην δημοτική. Και όμως ό πατριάρχης πριν από 2 χρόνια, στα 1575, είχε χάνει τρία ή τέσσερα κηρύγματα στην κοινή γλώσσα πού τα κατάλαβαν όλοι.
Συμβολή των κληρικών στην ανύψωση του πνευματικού επιπέδου του ελληνικού λαού.
Κατά τα μέσα και τα τέλη του 16 αι. το πνευματικό επίπεδο στην Ελλάδα βρίσκεται ακόμη πολύ χαμηλά. Ο περιηγητής Dousa αγανακτεί πού οι απόγονοι των Ελλήνων όχι μόνο δεν γνωρίζουν την ιστορία των λειψάνων των διάφορων μνημείων, αλλά και δεν έχουν την περιέργεια και την έφεση να την μάθουν. Και ό Belon διαπιστώνει - έτσι νομίζει την απουσία ορμής για τα γράμματα και τις επιστήμες. Ο ίδιος, έχοντας υπ’ όψη του την μακροχρόνια πνευματική κατάπτωση των Ελλήνων και την έλλειψη μορφωμένων, τούς θεωρεί εκφυλισμένους πια.
Η κατάσταση αυτή έθλιβε πολλούς Έλληνες, όπως είδαμε. Ορισμένοι μάλιστα, όπως π.χ. ό Νικ. Ράλης από την Χάλκη των Δωδεκανήσων, προστατευόμενος του Ιερεμία Β’, θεωρούσε υπεύθυνους τούς κληρικούς. Αυτοί δεν ήθελαν να διαβάζη ό λαός βιβλία με αποτέλεσμα να μη γνωρίζη το ευαγγέλιο και να μην ακούη τίποτε. Η πληροφορία όμως αυτή, όπως διατυπώνεται γενικά, είναι ειδική, γιατί ανάμεσα στους νωχελείς, απαίδευτους και αντιδραστικούς κληρικούς έζησαν και έδρασαν και άλλοι πού έδωσαν μεγάλη ώθηση στα γράμματα. Έτσι ορισμένοι ανώτεροι κληρικοί από τα μέσα του 16ου αι. ενδιαφέρονται ζωηρά και φροντίζουν για την πρόοδο των μαθητών πού φοιτούν στα «κελλία», στα σχολεία δηλαδή που συντηρούνται από τούς πόρους των εκκλησιαστικών ιδρυμάτων. Έτσι π.χ. ό Αδριανουπόλεως Ιωάσαφ γράφει από την Κωνσταντινούπολη στον δάσκαλο Ιωάννη Ζυγομαλά, στο μητροπολιτικό οίκημα, να διδάσκη τα παιδιά «πάση δυνάμει, εν επιμελεία και καθαρά συνειδήσει», τα παροτρύνει να σπουδάζουν με επιμέλεια και υπόσχεται σ’ αυτά να τα στείλη πολύ γρήγορα ωραιότατα βιβλία.
Ο ίδιος κατόπιν ως πατριάρχης Ιωάσαφ Β’ (1555 - 1565) συμβάλλει πολύ στην ανόρθωση τής παιδείας, όπως μάς πληροφορεί ό Ζακυνθινός λόγιος και γιατρός Ερμόδωρος Μιχαήλ ό Λήσταρχος γράφοντας προς τον Ιωάννη Ζυγομαλά στα 1560 : «. . . μόνος γάρ εν ούτω δεινή ζάλη σβεσθείσαν ήδη την των Ελλήνων φωνήν ες πυρσόν ανάψαι λαμπρόν ετόλμησε πειράσασθαι και παίδευσιν αναζωπυρήσαι, και λόγον του αρρήτου λόγου Χριστού του μεγάλου Θεού έκγονον και την Θεώ και πατρί μόνην πάρεδρον σοφίαν επιδείξαι ανθρώποις ως ωραία τε και καλή και πάντων των καλών τε και αγαθών μόνη αιτία». Αργότερα, στα 1562, γράφοντας προς τον ίδιο εύχεται να δίνη ό Θεός υγεία στον πατριάρχη, γιατί αν ζήση πολλά χρόνια, ίσως απαλλάξη το δυστυχισμένο γένος «τής ούτω δεινής αλογίας και απαιδευσίας» .
Επίσης ό πατριάρχης Ιερεμίας Β’ ό Τρανός, ενδιαφέρθηκε ζωηρά για την ανύψωση τού πνευματικού επιπέδου του ελληνικού έθνους και γι’ αυτό έρχεται σ’ επαφή με δύο πνευματικούς εκπροσώπους αυτού εγκαταστημένους μόνιμα στην Βενετία, τον ήρεμο και καλοκάγαθο Κρητικό Εμμανουήλ Μαργούνιο (1549 - 1602), τον γνωστότερο με το μοναστικό όνομά του Μάξιμος, επίσκοπο Κυθήρων, και τον εριστικό επίσκοπο Φιλαδελφείας Γαβριήλ Σεβήρο. Οι δύο αυτοί άνδρες αντιλαμβάνονται το «βάραθρον αγνοίας», μέσα στο οποίο είχε βυθιστή το έθνος, και ιδανικό τους έχουν να συντελέσουν στην ανάνηψή του. Στην προσφώνησή του ό Γαβριήλ Σεβήρος προς τον πατριάρχη σ’ ένα ευαγγέλιο, πού εκδίδει μαζί με τον Μαργούνιο και τον Χιώτη Γλυζώνιο ή Γλυντζούνη (πού γράφει και δημοσιεύει την πρώτη πρακτική αριθμητική ή «Λογαριαστική», όπως την ονομάζει,) αναφέρει: «. . . και άλλα ετοίμως έχομεν εκτυπώσαι.. . εις τε την του γένους ημών όνησιν και της Εκκλησίας δόξαν. . .»
Επίσης ό Μαργούνιος σε εκτενή επιστολή του προς τον Πατριάρχη τον προτρέπει να «εμφυτεύση» στο ποίμνιό του, ιερείς και κοσμικούς, την «αληθή θεοσέβειαν την αρετής επιμέλειαν, την πρέπουσαν ιερεύσι καθαρότητά τε και ευπρέπειαν... Φυλαττέσθω τα κείμενα, εξαλειφέσθω διά σών νουθεσιών, διά σών διδαγμάτων, διά σών απειλών, διά σών επιτιμίων, διά σών επιτηδευμάτων».
Πιο ενδιαφέρον είναι ακόμη το απόσπασμα εκείνο τής επιστολής του Μαργουνίου, με το οποίο γεμάτος εθνικό εγωισμό κάνοντας μιά αποστροφή προς τούς Έλληνες νέους τούς καλεί να μιμηθούν τούς προγόνους των και να μη φανούν κατώτεροι αυτών και των Ευρωπαίων: «Τι μέλλετε, ώ παίδες Ελλήνων; Καταφρονήσατε ήδη κακίας, αντιποιήθητε αρετής, γεννήθητε καλών γονέων καλά γεννήματα• ουδείς πόνος, μόνον βουλήθητε• ουδέν γάρ τω βουλομένω αδύνατον, και μάλιστα θεού συνειδότος. Μη τοσούτον περιφρονείσθαι εάσατε τα ημέτερα, αλλ’ έργοις το τής πίστεως φαιδρόν εκλαμπρύνατε• μη προς ατυχίας τοσαύτας αποβλέψητε, αις περιπεπτώκαμεν, μηδέ διά ταύτας δειλιάσητε καλώς ειδότες και πείθοντες εαυτούς τι κρείττον το θείον ή περ ημείς διοικεί τα ημέτερα• βέλτιον γάρ όντως βέλτιον το καλώς πτωχεύειν ή κακώς πλουτείν• ει δε και τον όντως πλούτον ποθείτε, ταις αρεταίς εντρυφήσατε ώσπερ οι πρόγονοι και μη ήττονες αυτών επ’ αρετή φανήναι βουλήθητε. Αισχρόν υμάς Ελλήνων παίδας όντας Λατίνων ηττάσθαι επί σοφία και τη άλλη παιδεία• ούχ υφ’ υμών ούτοι ταύτα πάντα λαβόντες κέκτηνται; Τι τοίνυν, εξόν υμίν υπέρ τούτους εν τούτοις πλεονεκτείν, μειονεκτείν μάλλον προήρησθε;»
Στις προσπάθειες των φωτισμένων κληρικών ενώνουν και τις δικές τους οι κοσμικοί λόγιοι, είτε ζουν μέσα στο πνιγερό περιβάλλον τής δουλείας και τής τυραννίας είτε στα ξένα, και κινούνται με αισιοδοξία για την προκοπή του έθνους. Επιδιώκοντας να επιδράσουν ηθοπλαστικά αναζητούν τα αίτια τής κατάπτωσης και κακοδαιμονίας του. Είναι πολύ διδακτικό και ωραίο να τούς παρακολουθή κανείς σ’ αυτές τους τις πικρές τους αναζητήσεις και ν’ απομονώνη τις κεντρικές τους ιδέες, την συμπύκνωση τής πείρας μιας μακραίωνης λυπηρής ζωής. Τα συνηθισμένα θέματά τους (και ποια άλλα θα μπορούσαν να είναι;) είναι ή ένδοξη καταγωγή και το λαμπρό παρελθόν, σε αντίθεση με το σκοτεινό παρόν, ή σκλαβιά, ή θλιβερή κατάπτωση του γένους, τής παιδείας, τα αίτια, οι τωρινές πνευματικές ικανότητες των ελληνοπαίδων και οι προϋποθέσεις για την προκοπή του έθνους. Απογοητευμένος ένας ξενιτεμένος στην Ιταλία δάσκαλος γράφει ότι «εστέρησεν ό Θεός τον νουν των Ελλήνων, οι οποίοι άλλαξαν τον νουν με την λαλίαν. . .» και άλλος ή ό ίδιος παρατηρεί σαρκαστικά για να τους κάνη να πονέσουν• «Τρία καλά είχασι παλαιά οι Έλληνες γνώσιν, αφεντίαν και μεγαλείον, που ακολουθεί τα δύο τούτα. Τώρα το ένα επήρασιν οι Φράγκοι, την παίδευσιν, και οι Τούρκοι την αυθεντίαν. Το μεγαλείον μόνον τούς απόμεινε ξερόν». Ποια ή αιτία; «Η χοντροσύνη πολλών ατυχών ανθρώπων, οι οποίοι άλλαξαν τα ήθη τα καλά με ήθη κακά». Πιο σαφής ό Αντώνιος Έπαρχος, ανάμεσα στα αίτια τής παρακμής, επισημαίνει και στιγματίζει τις κακές εκδηλώσεις του ατομικισμού των Ελλήνων.
Το ίδιο εκφράζει γενικότερα ένα αιώνα αργότερα ό πατριάρχης Ιεροσολύμων Νεκτάριος καταγγέλλοντας «την κακίαν την εδικήν μας», δηλαδή τις κρυμμένες μέσα στην αβυσσαλέα ψυχή του ανθρώπου αδυναμίες, τον εγωισμό, τον φθόνο την μοχθηρία κ. λ. : «. . Τούτο το καλόν, τούτη ή διδακτή σοφία, ή πόρτα, ή θεράπαινα, ή ξεναγήτρια της πνευματικής σοφίας άκμαζεν ένα καιρόν εις την αγίαν εκκλησίαν και εβοήθα την εκκλησίαν εις τούς πολέμους των αιρετικών• έλαμπεν εις το δυστυχισμένον μας γένος και ελάμπρυνέ το, εστόλιζε τας πράξεις, εκόσμει τα ήθη του και το έκανε ζηλωτόν εις όλα τα άλλα έθνη. Όμως ό κύκλος του καιρού, να ειπώ το κυριώτερον, ή κακία ή εδική μας, ωσάν και άλλα πολλά καλά μας υστέρησε, κατά μικρόν και κατ’ ολίγον μας το παίρνει και τούτο. Και δεν λέγω πώς παντελώς να το υστερήθημεν, έως ότου να βλέπω, αν καλά και ολίγους, αλλά τελείους σοφούς και επιστήμονας, ως λύχνους φαίνοντας εις το γένος• πλην λέγω πώς εκινδύνευε να χαθή και να απημαυρωθή τελείως, με πολλήν ζημίαν της εκκλησίας και του γένους».
Στα 1593 σημειώνεται ένα σπουδαίο γεγονός για την ιστορία του έθνους: ό πατριάρχης Ιερεμίας Β’ ό Τρανός συγκαλεί σύνοδο και - ανάμεσα σε άλλα αποφασίζεται να φροντίσουν οι ορθόδοξοι μητροπολίτες να ιδρύσουν σχολεία, «ώστε τα θεία και τα ιερά γράμματα δύνασθαι διδάσκεσθαι, βοηθείν δε κατά δύναμιν τοις εθέλουσιν διδάσκειν και τοις μαθείν προαιρουμένοις» Από την εποχή πια αυτή γενικεύεται ή ίδρυση σχολείων, αλλά ή παλιά νοοτροπία των μοναχών, των εκκλησιαστικών και κοσμικών αρχόντων δεν είναι δυνατόν να αλλάξη από χρόνο σε χρόνο. Έτσι στις αρχές τού 17ου αι. συντηρητικοί αλλ’ μορφωμένοι μοναχοί, όπως ό Μάξιμος ό Πελοποννήσιος, στιγματίζουν την αμορφωσιά των ιερέων και ιδίως των αρχιερέων : «Αμή οι ιερείς, και μάλιστα οι αρχιερείς, ήτον αναγκαιότατον να είναι σοφοί και να είναι φως εις την λυχνίαν τής εκκλησίας, βαλμένοι να φωτίζουν τούς άλλους, καθώς και υπόσχονται όταν γίνωνται, να είναι διδάσκαλοι των λοιπών... Αλλά ποιμαίνει ό Πέτρος τα πρόβατα θέλοντας να είναι φίλος του Χριστού και όχι μόνον ό Πέτρος, αλλά και οι διάδοχοι του Πέτρου, οι τόπον έχοντες του Χριστού και αυτού του Πέτρου. . .» Ακόμη και μέσα στο ίδιο το Αγ. Όρος διαπιστώνει ό λόγιος μοναχός Π. Ρουσάνος την απουσία Πνευματικών ενδιαφερόντων : «Αλλ’ άπαντες σχεδόν οι λόγιοι αντιποιούμενοι ταύτα πάσχουσι• και τον κόσμον αίρονται μάλλον οικείν ή την έρημον, διά την σύγχυσιν. . .».
Ο Μάξιμος ό Πελοποννήσιος καταφέρεται και εναντίον των Ιωαννιτών, ιδίως των αρχόντων, οι οποίοι δεν αγαπούν τούς «σπουδαίους και σοφούς», πού τούς προτρέπουν να μάθουν λίγα γράμματα, αλλά τούς αποφεύγουν•
«...ηθέλησα και με τούτο να τούς παρακινήσω να μάθουν τινές, να μην απομείνη το γένος μας εις τόσην αμαθίαν, όπού ουδέ καν δύο στίχους δεν είναι άξιοι να γροικήσουν τι λέγουν. Από το ένα μέρος εντρέπουνται να τούς λέγουν οι σοφοί βαρβάρους και έχουν διά εντροπήν την βαρβαρότητα, και από το άλλο μέρας τόσον υπαγαίνουν οπίσω της βαρβαρότητος, όπού και αν τούς εμποδίση τινάς, ή τούς ελέγξη εις τούτο πώς το κάνουν κακά, τον οργίζονται, και τον μισούν θανάσιμα, και θέλουν καλύτερα να υπαγαίνουν κατόπιν του τυφλού πλούτου, παρά κατόπιν της σοφίας, όπού είναι «φωτί συγκρινομένη προτέρα».
Το χαμηλό γενικά πνευματικό επίπεδο των Ελλήνων εξακολουθεί να
προκαλή την απελπισία των λογίων, όπως π.χ. του Ματθαίου Μυρέων, πού έχει εμπρός στα μάτια του το όραμα τής αρχαίας Ελλάδας:
πώς εγκαταστάθηκε το γένος των Ελλήνων,
και επεριπλεχθήκετε μέσον πολλών κινδύνων•
από τεσάς ή φρόνησις και ή σοφία όλη
εβγήκε και εξάπλωσε στην οικουμένην όλη.
Και άρματα και γράμματα και ή Θεολογία
από τεσάς εφάνηκε και ή πολλή ανδρεία.
……………………………………………….
ό Κόσμος σας επαίνεσεν όλος εις την σοφίαν,
τώρα πώς εξεπέσετε ‘ςτου Τούρκου την σκλαβίαν;
Πολλαπλασιασμός των σχολείων και άνοδος τις παιδείας. Θεόφιλος Κορυδαλλεύς - Ευγένιος ό Αιτωλός.
Παρ’ όλα αυτά γεγονός είναι ότι το «γένος» αρχίζει ν’ αποτινάζη την νάρκη του, να ξυπνά. Έτσι κατά τα τέλη του 16ου αι. και αρχές του 17ου αι. τα ελληνικά σχολεία πολλαπλασιάζονται τόσο στην ηπειρωτική Ελλάδα (στην Κωνσταντινούπολη και στις επαρχίες), όσο και στα νησιά. Πολλές χρονογραφικές κυρίως λεπτομέρειες γι’ αυτά βρίσκει κανείς στο δίτομο έργο του Τρύφ. Ευαγγελίδου, Η παιδεία επί Τουρκοκρατίας (ελληνικά σχολεία από τής Αλώσεως μέχρι Καποδιστρίου), τ. 1 - 2, Αθήναι 1936. Ήδη στα 1576 ό αριθμός τους στην βασιλεύουσα θα ήταν αρκετά μεγάλος, αφού ό συνολικός αριθμός των μη τουρκικών σχολείων (Εβραίων, Ελλήνων, Ισπανών, Ιταλών κ. λ.) ήταν επάνω από 30 και πριν από μία μεγάλη πυρκαϊά. Ανάμεσα στις ελληνικές σχολές της εξακολουθεί να υφίσταται ή πατριαρχική. Είχε, φαίνεται, διαλυθή κατά τα μέσα του 17ου αι., αλλά κατόπιν ανιδρύεται σα νέα σχολή με την υλική γενναιοδωρία του ευεργέτη του έθνους Καστοριανού Μανολάκη. Από τούς τρεις δασκάλους της ό πρώτος διδάσκει τα «κοινά γράμματα» δωρεάν, ό δεύτερος «κυκλοπαιδείαν, γραμματικήν, ρητορικήν και λογικήν» και ό τρίτος φιλοσοφία και Θεολογία. Σε 12 μαθητές των δύο ανώτερων τάξεων δίδονται υποτροφίες. Φαίνεται όμως ότι ή σχολή δεν λειτούργησε κανονικά και με πλήρες το προσωπικό της.
Ύστερ’ από την Πρωτεύουσα πρέπει να σημειωθούν για την σχολική τους κίνηση τα άλλοτε πολιτιστικά κέντρα του βυζαντινού κράτους, ή Θεσσαλονίκη, τα Ιωάννινα, ή Αθήνα.
Στην Θεσσαλονίκη μνημονεύεται στα 1585 ό Αθηναίος δάσκαλος Γεώργιος και την ίδια περίπου εποχή ό Κρητικός Ματθαίος, ό οποίος είχε διδάξει επί πολλά χρόνια εκεί και είχε βγάλει πολλούς μαθητές.
Στα Ιωάννινα φαίνεται ότι δεν διακόπηκε καθόλου ή πνευματική παράδοση του Βυζαντίου, όσο και αν είχε απισχνανθή στα χρόνια γύρω από την Τουρκική κατάκτηση. Αυτό τουλάχιστο υποστηρίζει ή προφορική παράδοση για την βυζαντινή σχολή των Φιλανθρωπηνών, πού λειτουργούσε μέσα στην μονή του Αγίου Νικολάου στο νησί τής λίμνης των Ιωαννίνων.
Στην Αθήνα επίσης κατά τα τέλη του 16ου αι. λειτουργούν πολλά ελληνικά σχολεία, όπου φοιτούν όχι μόνο παιδιά, αλλά «και μεγάλοι σπουδαίοι πολλοί». Ανάμεσα σε πολλούς άλλους διδασκάλους συγκαταλέγονται ό Λουκάς, ό Σεβαστιανός, ό Γερμανός και ό Καρίκης. Η κατάσταση βελτιώνεται ακόμη περισσότερο κατά τον 17° αι., ώστε ό γνωστός δάσκαλος του γένους Ευγένιος Γιαννούλης να ονομάζη «τας Αθήνας έτι και νυν χρυσάς» και συνεχίζοντας να λέγη : «συγκρινόμεναι γάρ ταις πανταχού πόλεσι πολλήν ξύν θεώ εν αυταίς ευρήσεις την διαφοράν. Τας Αθήνας λέγω τας μητέρας των λόγων και προξένους τοις ανθρώποις μυρίων αγαθών».
Η ανάγκη όμως για μάθηση δεν είναι ακόμη αισθητή πλατιά στον ελληνικό λαό και ή αποστολή των εκπαιδευτικών, των ανθρώπων αυτών πού θα φέρουν πάλι τα φώτα στην Ελλάδα, δεν εκτιμάται ανάλογα. Αποτέλεσμα να τούς συνοδεύη ή φτώχεια. Ακόμη και μέσα στην Κωνσταντινούπολη ή ζωή τους είναι δύσκολη. Οι μαθητές είναι λίγοι και επομένως και τα δίδακτρα μικρά. Συμπληρωματικός πόρος των δασκάλων μπορεί να είναι ό προερχόμενος από την μεταγραφή κωδίκων.
Γνωστοί δάσκαλοι και λόγιοι του γένους, όπως ό Γαβριήλ Σεβήρος, ό Μάξιμος ό Πελοποννήσιος και ό Παχώμιος Ρουσάνος, εκφράζουν την αγανάκτησή τους για την κατάσταση αυτή, για το δυσμενές περιβάλλον, μέσα στο οποίο ζουν• «Ει και πολλοί, παραπονείται ό Γαβριήλ Σεβήρος προς τον πατριάρχη, πολλήν κατέβαλον φροντίδα, βίβλους ως τα πολλά τής μέγα λυσιτελούσης ημίν προς την των όντων γνώσιν φιλοσοφίας, και τής ακραιφνούς ημών πίστεως τής όντως φημί φιλοσοφίας... εκτυπώσαι, αλλ’ ολίγοι των ρηθέντων μεθ’ όσης έδει σπουδής και προθυμίας ταις βίβλοις προσέσχον, μηδενός άλλου φροντίζοντες ή του κέρδους και τής του χρυσού περιουσίας. ». Η αλήθεια είναι ότι τα γράμματα προκαλούν τώρα το ενδιαφέρον του γένους, αλλά πολύ περισσότερο ή κίνηση του εμπορίου και οι συνυφασμένες μ’ αυτό ελπίδες ταχυπλουτισμού και κοινωνικής ανόδου. Ή επιταχυνόμενη ανταλλαγή των αγαθών Ανατολής και Δύσης σπρώχνει πολλούς, ιδίως τα επιχειρηματικά, αλλά και τυχοδιωκτικά πνεύματα, προς την λατρεία το Κερδώου Ερμή. Οι τύποι αυτοί, δοσμένοι απόλυτα στο κυνήγι του κέρδους και μαγεμένοι από την λάμψη του χρυσού, αποβλέπουν με κάποια περιφρόνηση προς τούς «δασκάλους» και προς την προσφορά τους, όπως συνήθως γίνεται. Χαρακτηριστικά είναι όσα καταγγέλλει ό Ρουσάνος «Ενταύθα δε τουναντίον άπαν γίνεται. Οι μεν λόγου μετέχοντες εστήκασι κάτω, πάντων απορούντες• όσοι δ’ αγύρται και δουλοπρεπείς, εις θρόνους ανάγονται• και χρήματα παντόθεν αποθησαυρίζουσι, εις δέον ουδέν• ου θέλουσιν ιδείν φιλοσοφούντα• έλεγχον τούτο νομίζοντες τής εαυτών ανομίας λήρους αποκαλούσι τούς τοιούτους, ακαταστάτους, ανυποτάκτους, ολιγοψύχους, ότι τούτοις ούχ υποτάσσονται εν τας μωρίαις αυτών. Ούκ αρκεί αυτοίς περιπατείν εν σκότω, αλλά και ετέρους βιάζονται»
Πραγματικά οι νεοδημιουργούμενοι αστοί του εσωτερικού τής οθωμανικής αυτοκρατορίας κινούνται κάπως πιο αργά από τούς συμπατριώτες του εξωτερικού για τον φωτισμό του «γένους». Μολαταύτα ξεχωρίζει λαμπρός εκπρόσωπός τους ό Καστοριανός Μανολάκης, πού ξανανοίγει την Πατριαρχική Σχολή και ιδρύει σχολεία στην Χίο, Άρτα και Ανατολικό.
Αλλά και στα νησιά παρατηρείται πνευματική αφύπνιση, στην Χίο, στην Πάτμο 137, στις Κυκλάδες (Νάξο, Πάρο, Μήλο κ. λ. με δασκάλους δυτικούς μοναχούς, ιησουίτες και καπουκίνους) αλλού. Στην Λέσβο αξιοσημείωτο γεγονός είναι ή ίδρυση τής σχολής Λειμώνος στην ομώνυμη μονή, όπου δίδαξε για μικρό χρονικό διάστημα μεταξύ 1532 - 1540 ό Παχώμιος Ρουσάνος, και «φροντιστηρίου» στην μονή Μυρσινιωτίσσης για τις μονάστριες.
Σε πολλά νησιά το Νοτίου Αιγαίου διδάσκεται και ή Ιταλική εξ αιτίας του ενδιαφέροντος πού κινεί ή εμπορική επικοινωνία με την Βενετία.
Εκτός από τα στοιχειώδη σχολεία πού λειτουργούν στις ελληνικές χώρες, αξίζει να μνημονευθή και ή σχολή τής ελληνικής κοινότητας της Βενετίας πού ιδρύθηκε στα 1539, όπου φοιτούν παιδιά από τούς ξενιτεμένους εκεί ομογενείς.
Μερικοί από τούς εγκαταστημένους μακριά από τις ιδιαίτερές τους πατρίδες, είτε στις χώρες του εσωτερικού, όπως π.χ. στα 1611 ό Τρικαλινός Μονδάνος, εμπορευόμενος στα Ιωάννινα, είτε στο εξωτερικό (κυρίως στην Βενετία), με τις διαθήκες τους ορίζουν ποσά για την ίδρυση ή την συντήρηση σχολείων στην γενέτειρά τους. Αξιοσημείωτη είναι ή φροντίδα προ πάντων των ξενιτεμένων Ιωαννιτών και γενικά των Ηπειρωτών για την προαγωγή τής παιδείας στις πατρίδες τους και γενικά σε όλο το σκλαβωμένο έθνος. Τα αλλεπάλληλα και ποικίλα κληροδοτήματά τους, πού από την εποχή αυτή αρχίζουν ν’ ανακουφίζουν τούς σκλαβωμένους ομοεθνείς τους, πέφτουν σαν ευεργετική βροχή στην αυχμηρή ηπειρωτική γη. Καμιάς άλλης ελληνικής χώρας τα τέκνα δεν έχουν να επιδείξουν ανώτερα αισθήματα φιλαλληλίας και φιλαδελφίας προς τούς σκλάβους αδελφούς των, προς το μέρος και προς το σύνολο του έθνους.
Εκτός από τούς Ηπειρώτες ευεργέτες πρέπει να μνημονευθή ιδιαίτερα ό μεγάλος Κερκυραίος Θωμάς Φλαγγίνης (1579 - 1648) πού διέθεσε τους τόκους τής περιουσίας του - 200.000 περίπου δουκάτα - για την ίδρυση στην Βενετία και για την συντήρηση του Φλαγγινιανού Φροντιστηρίου, για την ίδρυση επίσης ενός νοσοκομείου για τούς άπορους Έλληνες ασθενείς, για την εξαγορά αιχμαλώτων, για την προικοδότηση απόρων Ελληνίδων, για την οικονομική ενίσχυση των εφημερίων τής εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου και για άλλους ακόμη φιλανθρωπικούς σκοπούς.
Η λειτουργία όμως των σχολείων δεν είναι πάντα κανονική και ό μισθός των δασκάλων δεν καταβάλλεται τακτικά. Τον ενθουσιασμό και την εργατικότητά τους σκοτώνει ή αδιαφορία• «Περπατούν τρεις χρόνοι (γράφει στην αδελφή του Αγγελική Γλυκύ στην Βενετία κατά τα τέλη του 17 αιώνα αγανακτισμένος ό δάσκαλος τής σχολής Γκιόνμα στα Ιωάννινα, ό Γεώργιος Σουγδουρής) οπού άσπρα του σχολείου μας δεν ήρθαν απ’ αυτού, και διά τούτο βούλομαι να το αφήσω• παρακαλώ δε τα εξαδέλφια μας να συνδράμουν και κρίνουν του Γαστάλδου μήπως και μας πέμψουν κάμποσα ότι δεν ημπορώ να δουλέψω και να δανείζωμαι και να τρώγω». Η ακαταστασία και ή έλλειψη οργάνωσης και συστηματικής εργασίας στα σχολικά θέματα είναι και θα μείνη ένα από τα βασικά μειονεκτήματα τής παιδείας μας ακόμη και μετά την απελευθέρωση του έθνους.
Πνοή προς ανώτερες πνευματικές φιλοδοξίες μαρτυρεί ή ίδρυση ορισμένων Ακαδημιών στις βενετοκρατούμενες χώρες κατ’ επίδραση ιταλικών προτύπων. Οι Ακαδημίες αυτές, γέννημα τής Ιταλικής Αναγέννησης κατά τα μέσα του 15ου αι., αποτελούσαν ένα είδος κύκλου λογίων, οι οποίοι αργότερα οργανώθηκαν σε συλλόγους με καταστατικά και με κύριο σκοπό την καλλιέργεια των γραμμάτων, των επιστημών και των καλών τεχνών. Το πρώτο παρόμοιο θεσμό σε ελληνικό έδαφος τον συναντούμε στο Ρέθυμνο, την Ακαδημία των Vivi (των Ζωντανών), πού ιδρύθηκε στα 1562 με την πρωτοβουλία του επιφανούς Κρητικού λογίου Φραγκίσκου Barozzi (1537 - 1604) και ό οποίος στα 1577 έγραψε μιά ενδιαφέρουσα Descrizione dell’isola di Creta .
Τριάντα και πλέον χρόνια αργότερα, γύρω στα 1599, εγκαινιάζεται στον Χάνδακα ή Ακαδημία των Estravaganti ή Stravaganti (των Υπερβολικών) πού είχε σαν έμβλημα ένα σκύλο σ’ ένα δρόμο και το ρητό et per invia (=και για τα άβατα). Ιδρυτής και πρώτος πρόεδρός της υπήρξε ό ποιητής και ιστορικός Andrea Cornaro, γόνος τής γνωστής βενετοκρητικής οικογένειας, συγγραφέας διεξοδικής «Ιστορίας τής Κρήτης», ανέκδοτης ως σήμερα, εκτός από ορισμένα αποσπάσματα, και αδελφός του Βιτζέντζου Κορνάρου πού έγραψε τον «Ερωτόκριτο». Η Ακαδημία αυτή συγκαταριθμούσε στους κόλπους της εκλεκτούς λογίους, όπως τούς φιλόμουσους στρατιωτικούς τής φρουράς του Χάνδακα Giambattista Basile και Niccolo Craso, τον ζωγράφο και ποιητή Romano Alberti, τον κλασσικό φιλόλογο, φιλόσοφο και κριτικό τής λογοτεχνίας Paolo Beni, καθώς και άλλους ευγενείς και αστούς τής βενετοκρητικής κοινωνίας. Από τα ορθόδοξα ελληνικά μέλη τής Ακαδημίας ας μνημονευθούν οι διδάκτορες τής νομικής Αδριανός Σπιέρας, Ιωάννης Βεργίτζης και Πέτρος Πατελάρος, διδάκτορας τής νομικής και ό ιατροφιλόσοφος Δανιήλ Φουρλάνος, όλοι τους απόφοιτοι του πανεπιστημίου τής Πάδοβας.
Ας αναφερθή ακόμη και ή Ακαδημία των Sterili (των Στείρων) γύρω στα 1632, αλλ’ αυτή δεν μπόρεσε ν’ αναπτύξη αξιόλογη δράση, γιατί ή εισβολή των Τούρκων επιδρομέων έσβησε την πνευματική δάδα πού έκαιγε στην Κρήτη.
Από τον άλλο βενετοκρατούμενο ελληνικό κόσμο μνημονεύουμε την Ακαδημία των Εξησφαλισμένων (Degli Assicurati) στην Κέρκυρα, ή οποία ιδρύεται στα 1656 και έχει 30 μέλη, Έλληνες και ξένους, κληρικούς, γιατρούς, κληρικούς. Για την Ακαδημία όμως αυτή γνωρίζουμε πολύ λίγα πράγματα.
Από την εποχή αυτή εμφανίζονται ικανοί δάσκαλοι του γένους, πού ασκούν κάποια ακτινοβολία στους συγχρόνους των - σημάδι πού προαγγέλλει την εποχή του ελληνικού «διαφωτισμού». Από τις παιδευτικές εκείνες μορφές δύο, νομίζω, πρέπει να ελκύσουν ιδιαίτερα την προσοχή μας, ό Θεόφιλος Κορυδαλλεύς και ό μαθητής του Ευγένιος ό Αιτωλός.
Ο Θεόφιλος Κορυδαλλεύς ή Σκορδαλός, όπως ήταν το πραγματικό του επίθετο, γεννήθηκε το 1563 στην Αθήνα, όπου έμαθε τα πρώτα γράμματα. Τις σπουδές του τις συνέχισε στο γνωστό Collegio Greco τής Ρώμης και στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, όπου σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική. Ο Κορυδαλλεύς έκανε τις σπουδές του σε μιά εποχή, όπου στην Δύση και προ πάντων στην Πάδοβα είχαν αρχίσει να μελετούν τον Αριστοτέλη από το ελληνικό πρωτότυπο και όχι από τις γεμάτες σφάλματα μεταφράσεις και τα σχόλια των Αράβων και ιδίως του Αβερρόη (Ibn Roschd, 1126 - 1198)7 πού είχαν αλλοιώσει την έννοια πολλών χωρίων του μεγάλου φιλοσόφου. Μέσα λοιπόν από τα ελληνικά κείμενα προβάλλει ένας νέος Αριστοτέλης. Έτσι αναφαίνεται ή νεοαριστοτελική φιλοσοφία με κύριο εκπρόσωπό της στην Πάδοβα τον Cremonini, δάσκαλο του Κορυδαλλέα. Κατ’ αντίθεση προς την σχολαστική φιλοσοφία, πού θεωρούσε την φιλοσοφία «ancillam theologiae», και τον αβερροϊσμό, πού είχε βέβαια απομακρυνθή από την επίδραση των δογμάτων της Εκκλησίας, αλλά δεν είχε απαλλαγή από μεταφυσικές τάσεις, ή νεοαριστοτελική αποχωρίζει την θεολογία από την φιλοσοφία και θεωρεί δύσκολη την γνώση των υπεραισθητών. Μόνον ή αρμονία του κόσμου, διδάσκει, μας επιτρέπει να φανταστούμε τον Θεό σαν μία ανώτερη διάνοια. Η νεοαριστοτελική φιλοσοφία οδηγούσε προς ένα νέο δρόμο, για το άνοιγμα του οποίου εργάζονταν παράλληλα οι φυσικές επιστήμες: τον δρόμο προς την νεώτερη ευρωπαϊκή φιλοσοφία, προς την θετικιστική αντίληψη του σύμπαντος. Καταλαβαίνει όμως κανείς πόσο επικίνδυνη ήταν ή διδασκαλία μιας τέτοιας φιλοσοφίας την εποχή εκείνη.
Ύστερ’ από τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο τής Πάδοβας διδάσκει ό Κορυδαλλεύς ένα τετράμηνο στο σχολείο τής ελληνικής κοινότητας τής Βενετίας 1609) και κατόπιν στην Αθήνα φιλοσοφία και αστρονομία. Απογοητευμένος όμως από τις αντιδράσεις των συμπατριωτών του φεύγει στην Κεφαλληνία, όπου τον προσκαλεί ό μαθητής και φίλος του Νικόδημος Μεταξάς. Απ’ εκεί περνά στην Ζάκυνθο (1628), όπου κείρεται μοναχός και μένει τουλάχιστο 6 χρόνια. Εκεί οι πρόκριτοι τον θεωρούν άριστο γνώστη των ορθόδοξων δογμάτων, τον εκτιμούν πολύ για την μεγάλη του μόρφωση και σ’ αυτόν, ως εξαίρετο δάσκαλο, εμπιστεύονται τα παιδιά τους. Αργότερα ονομάζεται και πατριαρχικός έξαρχος. Ο οργίλος όμως χαρακτήρας του, ό οποίος έχει διαμορφωθή μέσα σ’ ένα φιλελεύθερο ιδεολογικά παιδευτικό περιβάλλον, ήταν δύσκολο να συμβιβαστή με το μοναστικό σχήμα. Γι’ αυτό και δεν το κρατεί πολλά χρόνια.
Προς αυτό ακριβώς το φιλελεύθερο πνεύμα στρέφεται αργότερα Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις στην Κωνσταντινούπολη και του αναθέτει την διεύθυνση τής πατριαρχικής σχολής. Αργότερα του απονέμει τον τίτλο του Μεγάλου Διερμηνευτού τής Εκκλησίας. Ο Κορυδαλλεύς αναδιοργανώνει την πατριαρχική σχολή και εξυψώνει το κύρος της με την προσωπική του διδασκαλία. Η φήμη του συγκεντρώνει πλήθος μαθητών και αργότερα ή παράδοση πού δημιουργεί, εξακολουθεί να εμπνέη τούς διαδόχους του, τον Ιωάννη Καρυοφύλλη, τον Αλέξ. Μαυροκορδάτο τον εξ απορρήτων και τον Σεβαστό Κυμινήτη πού αργότερα έγινε διευθυντής τής Ακαδημίας τού Βουκουρεστίου.
Ύστερ’ από την δολοφονία τού προστάτη του Κυρίλλου Λούκαρι (1638), ό Κορυδαλλεύς δοκιμάζει πολλές πικρίες. Ο πατριάρχης Κύριλλος Β’ Κονταρής, όργανο των ιησουιτών, μηχανορραφεί εναντίον του, ενώ ό άλλοτε μαθητής του Μέγας Ρήτωρ Μελέτιος Συρίγος τον κατηγορεί στις 27 Οκτωβρίου 1639 από τον άμβωνα τού πατριαρχικού ναού ως καλβινιστή.
Μολαταύτα ό διάδοχος τού Κονταρή Παρθένιος Α’ στις 14 Νοεμβρίου 1640 τον χειροτόνησε μητροπολίτη Ναυπάκτου και Άρτας, αλλά ή ανεπάρκειά του στα θεολογικά και οι νέες μηχανορραφίες τού Συρίγου συνετέλεσαν, ώστε ό νέος πατριάρχης Παρθένιος Β’ να στείλη άλλον στην θέση του. Τότε οι συμπατριώτες του Αθηναίοι τον κάλεσαν στην Αθήνα, όπου είχε την χαρά να διδάξη φιλοσοφία εμπρός σε πολλούς Έλληνες και ξένους ακροατές. Τα τελευταία χρόνια τής ζωής του υπέφερε από τα μάτια του και από αρθρίτιδα, αρρώστιες πού τον έφεραν σε βαθιά μελαγχολία και τελικά στον θάνατο (1646).
Τα έργα του Κορυδαλλέα τα σχετικά με τον Αριστοτέλη εξακολουθούν να τυπώνωνται ως τα τέλη σχεδόν του 18ου αι, ενώ παράλληλα κυκλοφορούν πολλά χειρόγραφα, πράγμα πού δείχνει ότι αποτελούσαν τα πιο έγκυρα εγχειρίδια της νεοαριστοτελικής φιλοσοφίας στην ελληνική ως την εποχή πού οι ιδέες της νεώτερης ευρωπαϊκής φιλοσοφίας άρχισαν να εισδύουν στους κύκλους των διανοουμένων της προεπαναστατικής Ελλάδας. Ακόμη και στην μακρινή Κύπρο διαδίδονται τα έργα του.
Ο Κορυδαλλέας δίδασκε ακολουθώντας το άψυχο και ανιαρό σύστημα τής υπαγόρευσης πού είχε καθιερωθή πριν από 100 χρόνια στο πανεπιστήμια τής Πάδοβας. Ο τρόπος όμως αυτός τής διδασκαλίας του ήταν και αναγκαίος, αφού χρησιμοποιούσε την αρχαία ελληνική και μάλιστα την γλώσσα και ορολογία του Αριστοτέλη. Μόνο τα «Γεωγραφικά ή περί κόσμου και των μερών αυτού» και τούς περισσότερους «Λόγους επιτηδείους» έχει γράψει σε απλούστερη γλώσσα.
Όπως και ό Αριστοτέλης, ξεκινά από την εξέταση των φυσικών φαινομένων και πιστεύει ότι μόνο όργανο για την θεώρηση αυτών είναι ό νους. Ξεχωρίζει το έργο τής φιλοσοφίας από τής θεολογίας και δεν ανέχεται θεολογικές ερμηνείες του αριστοτελικού κειμένου. Οι καθαρά φιλοσοφικές του τάσεις και οι διαφορές του από την σχολαστική φιλοσοφία φαίνονται καθαρώτερα στα σχόλιά του «εις την περί ουρανού πραγματείαν». Όλα τα φυσικά φαινόμενα, είτε έχουμε την δυνατότητα να τα ερμηνεύσουμε είτε όχι, έχουν την γένεσή τους σε μιά αυστηρά καθορισμένη και σταθερή αιτιώδη αρχή κα όχι σε υπερφυσική δύναμη. Αποκλείει κάθε μυστικιστική τάση, μαγεία, θεοσοφία, αστρολογία κ. λ. και δεν πιστεύει στα θαύματα, τα οποία θεωρεί συμβεβηκότα, τυχαία δηλαδή περιστατικά, των οποίων τις αιτίες δεν τις ξέρουμε, γιατί δεν τις έχουμε μελετήσει. Αποκρούει κάθε ανάμειξη του θείου στην δημιουργία του κόσμου και στην λειτουργία των φυσικών νόμων. Παραδέχεται δηλαδή ότι ό Θεός είναι το υπέρτατον ον, το ακίνητον, το τελικόν αίτιον του σύμπαντος, αλλά όχι το ποιητικόν αίτιον. Το πρώτο κίνητρο, πού θέτει σε κίνηση το σύμπαν, είναι μιά αρχή μάλλον φυσική, μιά ανάγκη για τάξη μέσα στην φύση, πού δεν έχει καμιά από τις μεταφυσικές ιδιότητες του θεού των χριστιανών, ούτε την παντοδυναμία ούτε κα την παντογνωσία.
Μολονότι είναι φανερή ή απόκλισή του προς τις απόψεις τής αριστοτελικής φιλοσοφίας, προς την υλιστική δηλαδή και θετικιστική αντίληψη του κόσμου, δεν είναι ριζοσπαστικός στις αντιλήψεις, δεν αρνείται δηλαδή την ύπαρξη του θεού και του μεταφυσικού κόσμου, όπως και ό Αριστοτέλης. Τον κόσμο αυτόν, λέγει, δεν είναι δυνατόν να τον εξετάσουμε με τις αισθήσεις μας, όπως την φύση.
Για ν’ αποφύγη μάλιστα τον κίνδυνο να παρεξηγηθή, παρουσιάζεται ν’ αναλύη μόνα τα έργα του μεγάλου φιλοσόφου και ν’ αναπτύσση τα διανοήματά του. Δεν παραλείπει μάλιστα να τονίση ότι όσα εκθέτει αποτελούν το περιεχόμενο της περιπατητικής φιλοσοφίας και ότι ό ίδιος αποδέχεται τις δογματικές λύσεις της ανατολικής Εκκλησίας.
Το περιεχόμενο αυτό τής διδασκαλίας του, καθώς και ό θερμός ζήλος του για την διάδοση της αριστοτελικής φιλοσοφίας, ή οποία τον έφερνε αντιμέτωπο με την πίστη και τα θεολογικά δόγματα της ανατολικής Εκκλησίας, ήταν επόμενο, παρά τα προφυλακτικά του μέτρα, να τον κάνουν ύποπτο και να τον εκθέσουν στους συντηρητικούς κύκλους των ελληνικών χωρών. Έτσι καρηγορήθηκε κατά καιρούς ως άθεος αιρετικός και καλβινιστής, καθώς επίσης και οι μαθητές και οι οπαδοί του πάντως φαίνεται ότι ή χριστιανική του πίστη δεν ήταν απόλυτα σταθερή ή, όπως έλεγε και ό αγαπημένος του μαθητής Ευγένιος Γιαννούλης ό Αιτωλός, «ούκ ορθοποδών ην όλως προς την αλήθειαν».
Ο Κορυδαλλεύς με μεθοδική και πειθαρχημένη σκέψη αναλύει το κείμενο του Αριστοτέλη, συζητεί και κρίνει με οξύνοια και αντικειμενικότητα τις ερμηνείες διάφορων ερευνητών και τέλος αναπτύσσει την δική του με άνεση και πρωτοτυπία, χωρίς σχολαστική προσκόλληση στο κείμενο. Είχε δηλαδή την ικανότητα να εξετάζη τα γνωστά ως την εποχή του φιλοσοφικά συστήματα με κριτικό και θετικό πνεύμα, αλλά ό ίδιος δεν έκανε φιλοσοφία, γιατί του έλειπε ή δημιουργική πνοή και φαντασία. Ήταν μόνον ένας λαμπρός ερμηνευτής τής αριστοτελικής φιλοσοφίας. Μολαταύτα συνέβαλε πολύ στην συστηματική μελέτη και διάδοση των φιλοσοφικών σπουδών στην Εγγύς Ανατολή και επί ενάμισυ αιώνα θεωρήθηκε αυθεντία στα φιλοσοφικά ζητήματα. Από τότε πού αρχίζει να επιβάλλεται με την διδασκαλία του, ανοίγεται μιά νέα εποχή στην πνευματική ζωή τής Ανατολής. Αποκρούει την ανάμειξη του θεολογικού δογματισμού στην φιλοσοφία και εισάγει το πνεύμα των σύγχρονων φιλελεύθερων φιλοσοφικών αντιλήψεων πού επικρατούν στην Δύση και κυρίως στην Πάδοβα. Τα φιλοσοφικά του μαθήματα είναι ανώτερα μαθήματα (θα έλεγε κανείς πανεπιστημιακά), πού απευθύνονται σε πλατύ κύκλο ακροατών, πλούσιων και φτωχών, και προετοιμάζουν το έδαφος για την διείσδυση των διδαγμάτων της νεώτερης ευρωπαϊκής φιλοσοφίας, τής εποχής του Διαφωτισμού.
Έντονη ήταν ή επίδρασή του στα σημεία επαφής Ανατολής και Δύσης, στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, όπου υπήρχαν ευνοϊκότερες συνθήκες για την καλλιέργεια των γραμμάτων και τεχνών. Εκεί, στις ακαδημίες του Βουκουρεστίου και Ιασίου, πού είχαν ιδρυθή κατά το υπόδειγμα τής πατριαρχικής σχολής, μαθητές του Κορυδαλλέα διδάσκουν φιλοσοφικά μαθήματα κατά το σύστημά του και αναμφίβολα επιδρούν στην σκέψη των Ρουμάνων. Οι δύο πρώτοι φιλόσοφοί τους, ό Dimitrie Cantemir και ό Eufrosin Poteca, έχουν σαφείς τις επιδράσεις της διδασκαλίας του Κορυδαλλέα
Από τούς Έλληνες μαθητές του ξεχωρίζουν ό Ιωάννης Καρυοφύλλης, ό Μελέτιος Συρίγος, Παϊσιος Μεταξάς, ό πατριάρχης Ιεροσολύμων Νεκτάριος και προ πάντων ό Ευγένιος Γιαννούλης. Ο τελευταίος, γνωστότερος ως Ευγένιος ό Αιτωλός, δεν διαθέτει βέβαια τον φιλοσοφικό στοχασμό του δασκάλου του ούτε και την πολυμέρεια των γνώσεών του, αλλά έχει ολοκληρωμένη ηθική προσωπικότητα. Γεννιέται μεταξύ 1595 - 1600 στο Μεγάλο Δέντρο του Αποκούρου τής Ναυπακτίας από γονείς φτωχούς γεωργούς, παρακολουθεί μαθήματα στο Άγιον Όρος, στα Τρίκαλα, στην Κεφαλληνία κοντά στον Παϊσιο Μεταξά, έπειτα (πιθανόν μεταξύ 1629 - 1637) στην Ζάκυνθο κοντά στον Θεόφιλο Κορυδαλλέα και συνέχεια ως τα 1640 στην Κωνσταντινούπολη Απογοητευμένος από τις μηχανορραφίες και την ηθική κατάπτωση των ανώτερων κληρικών έρχεται στην Ελλάδα και διδάσκει στην Άρτα (1639- 1640), στο Αιτωλικό (1640- 1641), στο Μεσολόγγι (1641 - 1644) και κατόπιν στην ορεινή περιοχή των Αγράφων (Καρπενήσι και Βραγκιανά). Εκεί, ως τον θάνατό του (1682), ιδρύει αρκετά σχολεία και βάζει τις βάσεις για την πνευματική ανάπτυξη του τόπου Εννοώντας πολύ καλά «την πολλήν έλλειψιν και σπάνιν πεπαιδευμένων ανθρώπων και φρονίμων», εργάστηκε πρακτικά κυρίως στις απόκεντρες περιοχές τής Αιτωλίας διδάσκοντας, ιδρύοντας σχολεία ή εκκλησίες, και γενικά τονίζοντας στους «άγαν τρισβαρβάρους» συμπατριώτες του την μεγάλη σημασία τής παιδείας.
Ο Ευγένιος είναι δυνατόν να θεωρηθή ό παιδαγωγός των συμπατριωτών του και γενικότερα των κατοίκων τής καθυστερημένης πολιτιστικά Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Και την αποστολή του αυτή την ξεπληρώνει όχι μόνο με την αγάπη πού δείχνει στους ανθρώπους του λαού, με το σεμνό και απέριττο ήθος του, με την ταπεινοσύνη, την υπομονή, την ευγένεια τής ψυχής του και την βαθιά θρησκευτικότητα, αλλά και με το θάρρος τής γνώμης του εμπρός στους ισχυρούς της ημέρας, κατακτητές ή ανώτερους κληρικούς ή προκρίτους, και γενικά με ένα συνεχές βιοσοφικό κήρυγμα, προφορικό και γραπτό. Χαρακτηριστικές είναι οι πολυάριθμες επιστολές του - πολλές από τις οποίες δεν έχουν ακόμη εκδοθή - προς διάφορα πρόσωπα επίσημα και ανεπίσημα, αυθόρμητες, γραμμένες σε αττικίζουσα ή αρκετές και στην ομιλουμένη, στην «μιξοβάρβαρον», όπως την ονομάζει ό μαθητής του Γόρδιος, γεμάτες από ελέγχους και συμβουλές. «Οι χριστιανοί, γράφει προς κάποιον Έλληνα άρχοντα με την παράκληση ν’ απελευθερώση μιά χριστιανή σκλάβα, δεν δουλώνουσι ποτέ χριστιανούς κατά νόμους αλλ’ επειδή ή κακή φορά τής τύχης όπου ήφερεν εις το γένος μας πολλά ανάποδα, ήφερε και τούτο, να δουλώνουσι χριστιανοί χριστιανούς, όχι επί ποσόν, μήτε ωσάν τούς αλλοφύλους, αλλά πολύ χειρότερα και ωμότερα». Οι επιστολές του Ευγενίου μας δίνουν ακόμη αρκετές ειδήσεις για πρόσωπα πράγματα τής εποχής, ιδίως όμως για την θλιβερή κατάσταση του έθνους κάτω από τον Τουρκικό ζυγό αυθαιρεσία, βία και αναρχία βασιλεύει στην Δυτική Ελλάδα. Οι τουρκοβενετικοί πόλεμοι και οι επιδρομές των «Φράγκων» στα παράλια της Αιτωλίας και Ακαρνανίας εξουθενώνουν τούς κατοίκους, ενώ ή πείνα και ό «λοιμός» συμπληρώνουν το έργο τής καταστροφής. Αιτία είναι, κατά την θεοκρατική του αντίληψη, ή ηθική κατάπτωση των κληρικών. «Ο πόλεμος του ταλαιπώρου ημών γένους, γράφει, και γήθεν και ουρανόθεν σκευωρείται, καθώς φαίνεται, ότι τα έργα των ιερωμένων και ανιέρων πονηρά και λίαν εις θεόν αδόκιμα». Συχνά στις επιστολές του τον βλέπουμε να θρηνή για τις δυστυχίες του γένους, «τας τωρινάς περιφανείς κακώσεις» αυτού, καθώς και για την κατάπτωση και «το αναλφάβητον τής Εκκλησίας».
Παρηγορεί τούς Αγραφιώτες τονίζοντας την αξία της αγάπης, της ομόνοιας, της ταπείνωσης και τής ευλάβειας: «Και ας μη λυπήται ή αγάπη σας, γράφει, τόσον πολλά παρακαλώ εις τα τωρινά κακά και εις την αναποδίαν των καιρών• ή παντοδύναμος χάρις του θεού θέλει οικονομήσει τίποτε καλόν διά τούς εκλεκτούς. . Η εκκλησία και ό κόσμος είδασιν πολλά εις τον καιρόν τους και τα απέρασαν• μόνον ας είναι ριζωμένος εις την ψυχήν σας ό φόβος του θεού και ή μνήμη των υστερινών• μισάτε από μέσα από την καρδίαν σας το ψεύδος και τας διαβολάς και τον φθόνον και ας μη λείπη απ’ αυτήν ή προσευχή και ή μελέτη του θεού. Πάντα λέγετε την αλήθειαν και βλέποντας ό πανάγαθος θεός την ταπείνωσιν τής ψυχής σας και την ευλάβειαν θέλει λυπηθή την ανθρωπότητα να την ελευθερώση από τα βάρη και τα άμετρα κακά».
Ο Ευγένιος εμφανίζεται στην περιοχή Αγράφων, όταν ο κάτοικοί της με τα ταξίδια είχαν αρχίσει να βγαίνουν από την απομόνωση και να αισθάνωνται την ανάγκη τής παιδείας. Σ’ αυτήν την επίκαιρη στιγμή γεννήθηκε ό κατάλληλος άνθρωπος, πού επρόκειτο να ρίξη τα σπέρματα τής παιδείας και να δημιουργήση πολιτιστική παράδοση εκεί όπου άλλοτε επικρατούσε άκρα απαιδευσιά και βαρβαρότητα.
Ολόκληρη αλυσίδα από μαθητές τον ακολουθεί (ανάμεσα από τούς οποίους ό αγαπημένος του Αναστάσιος Γόρδιος από τα Βραγκιανά, ό ξακουστός έπειτα δάσκαλος του Γένους), πού καταλήγει σ’ ένα άλλο επίσης θερμό κήρυκα πνευματικού διαφωτισμού, Κοινωνικής αλληλεγγύης, δικαιοσύνης και ελευθερίας, στον Κοσμά τον Αιτωλό. Κι αυτός ξεκινά από την ίδια περιοχή, αλλά ξαπλώνει το εθνικοθρησκευτικό του κήρυγμα σε ολόκληρο το πανελλήνιο.
Η παιδεία του ελληνικού έθνους επί τουρκοκρατίας, καθώς και οι άλλες ποικίλες πολιτιστικές του εκδηλώσεις πρέπει να νοηθούν και να μελετηθούν μέσα στην κοινότητα, πού αποτελεί τον βασικό πυρήνα τής κοινωνικής οργάνωσης των Ελλήνων στα χρόνια τής σκλαβιάς. Χωρίς την γνώση του κατά τόπους κοινωνικού αυτού πλαισίου, είναι αδύνατο να ολοκληρώσουμε την εικόνα τής ζωής και τής δραστηριότητας των Ελλήνων.
http://www.e-istoria.com/325.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου