Του Δρα Πέτρου Λόη
MSc, PhD, MIMarEST
Αναπληρωτή Καθηγητή
Πανεπιστημίου Λευκωσίας
Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης ιστορίας αντιμετώπισε πολλές και μεγάλες δυσκολίες, και ιδιαίτερα κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Για τετρακόσια ολόκληρα χρόνια η Ελλάδα βρισκόταν μακριά από την πορεία της προόδου, της εξέλιξης και της ανάπτυξης σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης. Ένας οικονομικός κλάδος, όμως, που έμεινε ανεπηρέαστος ήταν η ελληνική ναυτιλία. Ο κλάδος αυτός δεν επηρεαζόταν από τα τότε γεγονότα, αλλά εξελισσόταν με γρήγορους ρυθμούς. Αυτό φυσικά οφειλόταν, κατά κύριο λόγο, στην αδυναμία των Τούρκων να αναπτύξουν ναυτιλιακές δραστηριότητες, και στο γεγονός ότι μεγάλες ελληνικές οικογένειες που ασχολούνταν με τη ναυτιλία ζούσαν σε άλλες χώρες.
Δεν άργησε αυτή η μέρα που άρχισαν στον ορίζοντα να εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια της ισχυροποίησης και πρωτοπορίας της ελληνικής ναυτιλίας. Αυτά τα σημάδια έκαναν την εμφάνισή τους λίγο πριν από τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Με τη λήξη του 2ου παγκοσμίου πολέμου, η ελληνική ναυτιλία συνεχίζει τον καλπασμό της, δημιουργώντας έναν πολύ σημαντικό εμπορικό στόλο, έχοντας στην πρώτη γραμμή τούς πολύ ικανούς ναυτικούς αλλά και πανέξυπνους εφοπλιστές της. Να αναφέρουμε ότι η πλειοψηφία των ναυτικών και εφοπλιστών προέρχονταν από το νησί της Χίου. Φυσικά, η ναυτική ιστορία της Χίου δεν ξεκινά από την περίοδο του 2ου παγκοσμίου πολέμου, αλλά πολύ πιο πριν και συγκεκριμένα το 1500 π.Χ. Ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι ο βασιλιάς Οινοποίων, αδελφός του Μίνωα από την Κνωσό, καταφτάνοντας στις ακτές της Χίου, γοητεύτηκε από τις πλούσιες ομορφιές του νησιού και τελικά αποφασίζει να εγκατασταθεί μόνιμα εκεί. Σκοπός του βασιλιά ήταν να φτιάξει το αρχηγείο απ' όπου θα άρχιζε τη μεγάλη εμπορική και θαλάσσια περιπέτεια. Την περίοδο εκείνη, ο Οινοποίων ήταν υποχρεωμένος να αντιμετωπίσει τους Θράκες και Φοίνικες, οι οποίοι ήταν πολύ ισχυροί. Εκτός από τη Χίο, άλλα δύο μεγάλα ελληνικά νησιά, η Ρόδος και η Κέρκυρα, διατηρούσαν ισχυρή αυτονομία και παρουσία στο Αιγαίο.
Η Ρόδος, λόγω της πολύ καλής γεωγραφικής της θέσης (βρισκόταν στο μέσο ακριβώς των αρχαίων εμπορικών δρόμων, μεταξύ Βορρά - Νότου και Ανατολής - Δύσης), κατόρθωσε να δημιουργήσει μιαν «αυτοκρατορία» χωρίς αξιόλογο αντίπαλο δέος στα παράλια της Μικράς Ασίας. Οι ναυτικοί αυτού του νησιού, ταξιδεύοντας σ’ ολόκληρη τη Μεσόγειο, συνάπτανε εμπορικές σχέσεις με την Αίγυπτο και τα γύρω παράλια της Βόρειας Αφρικής, κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα τη μετατροπή του νησιού σε σημαντικό εμπορικό και τραπεζικό κέντρο της Ανατολικής Μεσογείου. Αυτή η εξέλιξη δημιούργησε τα εχέγγυα για μια τεράστια πολιτισμική και πνευματική ανάπτυξη του νησιού.
Κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, όπου άλλοι κλάδοι της οικονομίας δεν μπορούσαν να αναπτυχθούν, τα νησιά Ύδρα, Σπέτσες και Γαλαξίδι συγκέντρωναν το μεγαλύτερο ναυτικό πλούτο της Ελλάδας. Κατά το 18ο αιώνα, το Γαλαξίδι διατηρούσε ναυπηγεία στα οποία κατασκευάζονταν μερικά από τα διασημότερα ιστιοφόρα της Μεσογείου. Οι Σπετσιώτες εφάρμοσαν άλλη τακτική, έχοντας τα πλοία τους κάτω από τη ρωσική σημαία. Αυτό τους έφερε σε πολύ πλεονεκτική θέση, αφού μπορούσαν, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, να χρησιμοποιούν όλες τις θάλασσες και να αποκτούν τεράστια πλούτη. Αναφορικά με την Ύδρα, οι ναυτικοί του νησιού κράτησαν ουδέτερη στάση ανάμεσα στην αντιπαλότητα της Τουρκίας και της Ρωσίας, με αποτέλεσμα να αναπτύξουν ναυτικές δραστηριότητες και να αποκτήσουν μια μεγάλη ναυτική δύναμη, γεγονός που τους έφερε πολλά οικονομικά οφέλη. Στις παραμονές της επανάστασης του 1821, η Ύδρα διέθετε 186 πλοία και διατηρούσε ναυτική σχολή με Ιταλούς διδασκάλους. Τα πιο πάνω καταδεικνύουν την εξυπνάδα που διέθεταν οι Έλληνες, αλλά και την ικανότητά τους να ξεπερνούν τις μεγάλες δυσκολίες τις οποίες είχαν να αντιμετωπίσουν, και αυτό θα μπορούσε να γίνει μάθημα στη σημερινή γενιά των Ελλήνων εφοπλιστών για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την οικονομική κρίση που μαστίζει και τον κλάδο της ναυτιλίας. Τέλος, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η Ελλάδα, εδώ και τόσα χρόνια, είναι πρωτοπόρος των ναυτιλιακών πραγμάτων στο διεθνή στίβο.
Δεν άργησε αυτή η μέρα που άρχισαν στον ορίζοντα να εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια της ισχυροποίησης και πρωτοπορίας της ελληνικής ναυτιλίας. Αυτά τα σημάδια έκαναν την εμφάνισή τους λίγο πριν από τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Με τη λήξη του 2ου παγκοσμίου πολέμου, η ελληνική ναυτιλία συνεχίζει τον καλπασμό της, δημιουργώντας έναν πολύ σημαντικό εμπορικό στόλο, έχοντας στην πρώτη γραμμή τούς πολύ ικανούς ναυτικούς αλλά και πανέξυπνους εφοπλιστές της. Να αναφέρουμε ότι η πλειοψηφία των ναυτικών και εφοπλιστών προέρχονταν από το νησί της Χίου. Φυσικά, η ναυτική ιστορία της Χίου δεν ξεκινά από την περίοδο του 2ου παγκοσμίου πολέμου, αλλά πολύ πιο πριν και συγκεκριμένα το 1500 π.Χ. Ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι ο βασιλιάς Οινοποίων, αδελφός του Μίνωα από την Κνωσό, καταφτάνοντας στις ακτές της Χίου, γοητεύτηκε από τις πλούσιες ομορφιές του νησιού και τελικά αποφασίζει να εγκατασταθεί μόνιμα εκεί. Σκοπός του βασιλιά ήταν να φτιάξει το αρχηγείο απ' όπου θα άρχιζε τη μεγάλη εμπορική και θαλάσσια περιπέτεια. Την περίοδο εκείνη, ο Οινοποίων ήταν υποχρεωμένος να αντιμετωπίσει τους Θράκες και Φοίνικες, οι οποίοι ήταν πολύ ισχυροί. Εκτός από τη Χίο, άλλα δύο μεγάλα ελληνικά νησιά, η Ρόδος και η Κέρκυρα, διατηρούσαν ισχυρή αυτονομία και παρουσία στο Αιγαίο.
Η Ρόδος, λόγω της πολύ καλής γεωγραφικής της θέσης (βρισκόταν στο μέσο ακριβώς των αρχαίων εμπορικών δρόμων, μεταξύ Βορρά - Νότου και Ανατολής - Δύσης), κατόρθωσε να δημιουργήσει μιαν «αυτοκρατορία» χωρίς αξιόλογο αντίπαλο δέος στα παράλια της Μικράς Ασίας. Οι ναυτικοί αυτού του νησιού, ταξιδεύοντας σ’ ολόκληρη τη Μεσόγειο, συνάπτανε εμπορικές σχέσεις με την Αίγυπτο και τα γύρω παράλια της Βόρειας Αφρικής, κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα τη μετατροπή του νησιού σε σημαντικό εμπορικό και τραπεζικό κέντρο της Ανατολικής Μεσογείου. Αυτή η εξέλιξη δημιούργησε τα εχέγγυα για μια τεράστια πολιτισμική και πνευματική ανάπτυξη του νησιού.
Κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, όπου άλλοι κλάδοι της οικονομίας δεν μπορούσαν να αναπτυχθούν, τα νησιά Ύδρα, Σπέτσες και Γαλαξίδι συγκέντρωναν το μεγαλύτερο ναυτικό πλούτο της Ελλάδας. Κατά το 18ο αιώνα, το Γαλαξίδι διατηρούσε ναυπηγεία στα οποία κατασκευάζονταν μερικά από τα διασημότερα ιστιοφόρα της Μεσογείου. Οι Σπετσιώτες εφάρμοσαν άλλη τακτική, έχοντας τα πλοία τους κάτω από τη ρωσική σημαία. Αυτό τους έφερε σε πολύ πλεονεκτική θέση, αφού μπορούσαν, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, να χρησιμοποιούν όλες τις θάλασσες και να αποκτούν τεράστια πλούτη. Αναφορικά με την Ύδρα, οι ναυτικοί του νησιού κράτησαν ουδέτερη στάση ανάμεσα στην αντιπαλότητα της Τουρκίας και της Ρωσίας, με αποτέλεσμα να αναπτύξουν ναυτικές δραστηριότητες και να αποκτήσουν μια μεγάλη ναυτική δύναμη, γεγονός που τους έφερε πολλά οικονομικά οφέλη. Στις παραμονές της επανάστασης του 1821, η Ύδρα διέθετε 186 πλοία και διατηρούσε ναυτική σχολή με Ιταλούς διδασκάλους. Τα πιο πάνω καταδεικνύουν την εξυπνάδα που διέθεταν οι Έλληνες, αλλά και την ικανότητά τους να ξεπερνούν τις μεγάλες δυσκολίες τις οποίες είχαν να αντιμετωπίσουν, και αυτό θα μπορούσε να γίνει μάθημα στη σημερινή γενιά των Ελλήνων εφοπλιστών για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την οικονομική κρίση που μαστίζει και τον κλάδο της ναυτιλίας. Τέλος, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η Ελλάδα, εδώ και τόσα χρόνια, είναι πρωτοπόρος των ναυτιλιακών πραγμάτων στο διεθνή στίβο.
http://www.sigmalive.com/simerini/business/news/140003
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου