Του Ιωάννη Σ. Θεοδωράτου
Δημοσιογράφου – Αμυντικού Αναλυτή
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Στρατοί και Τακτικές,
τ. 5, σελ. 32, Αύγουστος 2010, Αιγίς Εκδοτική.
Πριν από τον τορπιλισμό του ευδρόμου «Έλλη» στην Τήνο στις 15 Αυγούστου 1940, η Ιταλία είχε πραγματοποιήσει σειρά σοβαρών προκλήσεων κατά της Ελλάδας, οι οποίες ήσαν κανονικές επιθέσεις κατά των πλοίων του τότε Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού (ΒΝ). Με τη συμπλήρωση 70 ετών από την επέτειο της βύθισης της «Ελλης» παρουσιάζουμε μέσα από τα επίσημα αρχεία του ΒΝ όλες τις άγνωστες πτυχές των ιταλικών προκλήσεων, από τις οποίες από καθαρή τύχη δεν προξένησαν υλικές ζημιές ή θύματα.
Όταν η Ιταλία κατέλαβε την Αλβανία (7-12 Απριλίου 1939) η τότε ηγεσία του Βασιλικού Ναυτικού (ΒΝ) θεώρησε σκόπιμο να λάβει έγκαιρα μέτρα. Σύμφωνα με τα επίσημα αρχεία της Υπηρεσίας Ιστορίας του Πολεμικού Ναυτικού οι Έλληνες επιτελείς είχαν αντιληφθεί εγκαίρως ότι η Ιταλία που κατείχε τα Δωδεκάνησα και είχε συγκροτήσει ισχυρό πολεμικό στόλο, σύντομα θα κινείτο κατά της χώρας μας. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά μετά την λήξη του Β΄ΠΠ ο αντιναύαρχος Ι. Καββαδίας (τότε Αρχηγός Στόλου κατά την περίοδο 1939-1942, ο οποίος έφερε τον βαθμό του υποναυάρχου) είχαν ήδη ληφθεί μέτρα από την περίοδο 1937-38 με στόχο την αστυνόμευση των ελληνικών θαλασσών, λόγω των διαφόρων υποστηρικτών των αντιμαχομένων μερίδων στο πλαίσιο του Ισπανικού Εμφυλίου. Τα σύννεφα του πολέμου πλήθυναν και οι αξιωματικοί του ΒΝ ενεργώντας σύμφωνα με την έγγραφη προειδοποίηση του πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά (παράγραφος 52), ξεκίνησε ο καθένας να προπαρασκευάζει την υπηρεσία του για πόλεμο. Το 1938 η στάση της Ρώμης ήταν πια απειλητική, ενώ οι Ιταλικές Ένοπλες Δυνάμεις πραγματοποιούσαν μικρές αρχικά προκλήσεις, στις οποίες περιλαμβανόταν η υπέρπτηση αεροσκαφών από ελληνικά εδάφη (νησιά, ξηρά) σε συνδυασμό με την ανίχνευση και κατασκόπευση των παράκτιων οχυρώσεων, των ορμητηρίων του στόλου με επίκεντρο τον Ναύσταθμο Σαλαμίνας. Πολλά πρόσωπα διαφόρων εθνικοτήτων χρησιμοποιήθηκαν σε αυτές τις αποστολές και μάλιστα ένας εξ αυτών ήταν Ιάπωνας! Όλοι σχεδόν συνελήφθηκαν από την πανταχού παρούσα ασφάλεια του ναυστάθμου (μαζί και ο ιαπωνικής καταγωγής κατάσκοπος). Το σοβαρότερο επεισόδιο έλαβε χώρα τον Χειμώνα του 1937 όταν κρατήθηκε από τις αρχές για κατασκοπεία ο γραμματέας της ιταλικής πρεσβείας στην Αθήνα, ο οποίος τραβούσε φωτογραφίες των πλοίων και των εγκαταστάσεων για τουριστικούς (!) λόγους. Με παρέμβαση του Ι. Μεταξά το επεισόδιο θεωρήθηκε λήξαν και οι Ιταλοί προειδοποιήθηκαν να μη συνεχίσουν ανάλογες δραστηριότητες.
Τη Μεγάλη Παρασκευή του 1937 ιταλικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στην Αλβανία, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις του Μπενίτο Μουσολίνι. Το ΒΝ ήταν έτοιμο να αντιμετωπίσει με ψυχραιμία και αποφασιστικότητα οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια της Ρώμης κατά της ελληνικής κυριαρχίας, ακόμη και κατά τη διάρκεια του Πάσχα. Αναφέρει δε χαρακτηριστικά ο Καββαδίας ότι όταν πληροφορήθηκε ο στόλος για τα γεγονότα στην Αλβανία, κατά τη διάρκεια περιφοράς του Επιταφίου, πραγματοποιήθηκαν αθόρυβα σειρά κινήσεων: «… και χωρίς να διακοπεί η τελετή, εκτελέσθηκαν πάντα τα αναγκαία, ταχύτατα και το τέλος αυτής βρήκε τα αντιαεροπορικά πυροβολεία επανδρωμένα, τα βοηθητικά υπ΄ ατμόν και τις περιπολίες εντός της περιοχής από θάλασσα και από ξηρά, γιατί από τότε είχαμε σκεφθεί και φοβούμεθα αλεξιπτωτιστές. Ανάλογα μέτρα είχαν ληφθεί και οι λοιπές ναυτικές υπηρεσίες, το δε λαμπρό ηθικό του Ναυτικού φάνηκε έκτοτε από τις αθρόες και αυθόρμητες επιστροφές των αδειούχων του Πάσχα».
Παρά τις ιταλικές διαβεβαιώσεις περί σεβασμού της ελληνικής ουδετερότητας όλα τα επίπεδα διοίκησης (πολιτικά και στρατιωτικά) ανέμεναν την εκδήλωση πολέμου. Ο Ι. Μεταξάς διέταξε μάλιστα τη φρουρά της Κέρκυρας, σε περίπτωση επίθεσης, να αντισταθεί μέχρις εσχάτων. Επίσης, θα αποστέλλονταν δύο αντιτορπιλικά με εντολή να επιτεθούν κατά του Ιταλικού Στόλου, γνωρίζοντας ότι αυτό πρακτικά δεν θα είχε κάποιο αποτέλεσμα αλλά θα γινόταν «για την τιμή των όπλων». Ήταν πλέον σαφές ότι ο εχθρός θα αποφάσιζε μόνο το χρόνο της επίθεσης, καθότι ο τόπος είχε καθορισθεί και ήταν η Αλβανία. Οι Ιταλοί κατασκεύασαν τον Ιούνιο του 1940 μια νέα πρόκληση με στόχο την προσβολή της αξιοπιστίας της χώρας. Κατηγόρησαν την ελληνική πλευρά ότι ήταν υπεύθυνη για τη δολοφονία του Νταούτ Χότζα, το πτώμα του οποίου βρέθηκε στην Αλβανία και αποδόθηκε στη δράση μυστικών πρακτόρων της Αθήνας. Επρόκειτο για προβοκάτσια η οποία χρησιμοποιήθηκε ως δικαιολογία για τον εξοπλισμό αλβανικών παραστρατιωτικών δυνάμεων με σκοπό την δήθεν αντιμετώπισης πιθανής ελληνικής εισβολής.
Οι προκλήσεις τον Ιούλιο του 1940 σε Ελλάδα και Μέση Ανατολή
Οι Ιταλικές Ένοπλες Δυνάμεις σχεδίαζαν προσεκτικά τα επόμενα βήματα σε επίπεδο προκλήσεων στοχεύοντας στην εκτέλεση μεθοδευμένων πράξεων με αντικειμενικό σκοπό την εκδήλωση θερμής ελληνικής αντίδρασης. Στις 3 Ιουνίου 1940 κατέπλευσε στη Μήλο στολίσκος βοηθητικών του Ιταλικού Στόλου, όπου ήδη ναυλοχούσε μοίρα αντιτορπιλικών του ΒΝ, υπό τη διοίκηση του Αρχηγού Στόλου υποναυάρχου Ι. Καββαδία. Επρόκειτο για το αλιευτικό Girene, μια φορτηγίδα, δύο ρυμουλκούμενα και ένα πλοίο με γερανό υπό τη διοίκηση Ιταλού υποπλοιάρχου. Τα πλοία είχαν αποπλεύσει από το λιμάνι του Τάραντα με προορισμό τη Λέρο, αλλά επειδή ξέσπασε καταιγίδα αναγκάστηκαν να ζητήσουν καταφύγιο στη Μήλο. Την επομένη ημέρα ο στολίσκος απέπλευσε και επανήλθε μετά από έξι ημέρες, όπου παρέμεινε στο νησί για λίγες ώρες. Το συμβάν αποδεικνύει τη στάση των ελληνικών αρχών, οι οποίες ουδέποτε δημιούργησαν πρόβλημα ή θέλησαν να προκαλέσουν τους Ιταλούς, σε αντίθεση με την πολιτική της Ρώμης. Όμως όπως θα αποδειχθεί στη συνέχεια, οι Ιταλοί «αναγνώρισαν» τα τέσσερα αντιτορπιλικά τύπου Dardo που ναυλοχούσαν στον Αδάμαντα της Μήλου ως βρετανικά, παρότι από την 1η Ιουνίου η ιταλική κυβέρνηση είχε ειδοποιηθεί επίσημα! Εκτός αυτού σε καθημερινή βάση ιταλική αεράκατος εκτελούσε δύο διελεύσεις προκειμένου να ελέγχει την παρουσία των πολεμικών πλοίων. Το πιο πασιφανές στοιχείο προερχόταν από τον διοικητή του ιταλικού στολίσκου, ο οποίος είχε τελέσει πλοηγός στα ναυπηγεία Οντέρνο-Τέρνι και γνώριζε άριστα τα ιταλικής κατασκευής αντιτορπιλικά τύπου Dardo του ΒΝ που ναυλοχούσαν εκεί.
Και ενώ τα γεγονότα στην Ευρώπη εξελίσσονταν με ταχύτατο ρυθμό, μετά από την επιτυχή γερμανική εισβολή σε Βέλγιο, Ολλανδία, Γαλλία και Δανία, με παράλληλη επικράτηση κατά των συμμάχων στη Νορβηγία, η Ιταλία εξήλθε στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας. Στις 10 Ιουνίου ο Μουσολίνι κήρυξε τον πόλεμο κατά της ψυχορραγούσας Γαλλίας και της Βρετανίας, εκτιμώντας ότι το τέλος του πολέμου στην Ευρώπη ήταν κοντά. Η απρόσμενη επιτυχία του γερμανικού Blitzkrieg ενισχύει τις γεωπολιτικές φαντασιώσεις της Ιταλίας. Η Ρώμη εκτιμά ότι σύντομα η Ανατολική Μεσόγειος θα περάσει στη σφαίρα επιρροής της. Μοναδικό εμπόδιο αποτελεί η Ελλάδα και τα υπό βρετανική κατοχή νησιά Κύπρος και Μάλτα. Βασικός στόχος της αυτοκρατορικής νεορωμαϊκής διπλωματικής πολιτικής ορίζεται η απόδειξη της «μυστικής» ελληνοβρετανικής στρατιωτικής συνεργασίας. Στις 18 Ιουνίου του 1940 η Αθήνα κατηγορείται ότι επέτρεψε την παραμονή στην Κρήτη βρετανικών πολεμικών πλοίων, πάνω από το προβλεπόμενο εικοσιτετράωρο. Το ιταλικό Υπουργείο των Εξωτερικών γνώριζε ωστόσο από την πρεσβεία στην Αθήνα ότι ουδέποτε έλαβε χώρα τέτοιο συμβάν. Ο γενικός πρόξενος της Ιταλίας διέψευσε κατηγορηματικά τη χονδροειδέστατη ψευδή πληροφορία. Οι αναφορές προήλθαν από ιταλικά αναγνωριστικά αεροσκάφη, τα οποία είτε σκοπίμως είτε λόγω αγνοίας δεν μπορούσαν να διακρίνουν τα ελληνικά αντιτορπιλικά κλάσης Greyhound από τα αντίστοιχα βρετανικά. Η σκυτάλη των προκλήσεων είχε στο μεταξύ περάσει στα χέρια του Υπουργείου Λαϊκής Επιμόρφωσης. Οι ιταλικές εφημερίδες ξεκίνησαν τη δημοσίευση εμπρηστικών ανθελληνικών άρθρων, ενώ το πλήθος γοητευόταν από τους νέους χάρτες οι οποίοι παρουσίαζαν τη νέα ρωμαϊκή αυτοκρατορία, στις κτήσεις της οποίας περιλαμβάνονταν η Κέρκυρα, η Κρήτη και η Κύπρος! Στις 24 Ιουνίου η Γαλλία παραδόθηκε στο Γ΄ Ράιχ και στην Ιταλία, η οποία αποκόμισε περιορισμένα εδαφικά κέρδη μεταξύ των δύο χωρών. Η Βρετανία απέμεινε μόνη να συνεχίσει τον πόλεμο, ενώ ήταν πλέον πρόδηλο ότι επέκειτο ιταλικό «θερμό επεισόδιο», ως προπομπός του αναμενόμενου πολέμου.
Ο τότε Α/ΓΕΝ υποναύαρχος Α. Σακελαρίου (1938-1941) ενημερωνόταν τακτικά από τους επιτελείς του για τις κινήσεις του Ιταλικού Στόλου. Η πρώτη πραγματικά θερμή πρόκληση εκδηλώθηκε στις 12 Ιουλίου και αφορούσε στην επίθεση ιταλικών αεροσκαφών κατά του βοηθητικού ναρκοβόλου-πλοίου φάρων «Ωρίων», το οποίο ανεφοδίαζε το φάρο της Γραμβούσας. Συγκεκριμένα τις πρωινές ώρες σμήνος τριών αεροσκαφών προσέβαλλε ανεπιτυχώς με βόμβες την περιοχή που βρισκόταν το πλοίο «Ωρίων», χωρίς ευτυχώς να προκληθούν άλλες ζημιές ή θύματα. Η επίθεση γνωστοποιήθηκε μέσω ραδιογραφήματος, με συνέπεια να διαταχθεί ο απόπλους του αντιτορπιλικού κλάσης Dardo «Ύδρα» (D97), το οποίο εκτελούσε χρέη πλοίου σκοπούντος, προς τη Γραμβούσα. Όταν το πλοίο έφθασε στην περιοχή (στις 10 το πρωί), δέχθηκε επίθεση από σμήνος ιταλικών αεροσκαφών, τα οποία πραγματοποίησαν δύο διελεύσεις ρίχνοντας βόμβες με στόχο τη βύθιση του «Ύδρα». Ο κυβερνήτης του αντιτορπιλικού αντιπλοίαρχος Πεζόπουλος αντιλήφθηκε εγκαίρως τις προθέσεις των αεροσκαφών και διέταξε βολή των αντιαεροπορικών, ενώ το πλοίο εκτέλεσε ελιγμούς αποφυγής βομβών. Τα ιταλικά αεροσκάφη δεν πέτυχαν το στόχο τους, ενώ κατά τη δεύτερη διέλευση το ελληνικό αντιτορπιλικό ήταν καλύτερα προετοιμασμένο, εκτελώντας εύστοχα αντιαεροπορικά πυρά, αναγκάζοντας έτσι τους Ιταλούς να σπάσουν τον σχηματισμό τους. Τα εχθρικά βομβαρδιστικά πετούσαν σε ύψος 500 μέτρων – σύμφωνα με την αναφορά του κυβερνήτη του «Ύδρα» -, γεγονός το οποίο αμφισβητήθηκε από το Αρχηγείο Στόλου. Οι Έλληνες επιτελείς θεώρησαν ότι τα ιταλικά αεροσκάφη έπρεπε να πετούσαν σε μεγαλύτερο ύψος, συνεκτιμώντας ότι το πλήρωμα του πλοίου δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει με σαφήνεια τον τύπο τους, καθώς και ότι οι βόμβες που ρίφθηκαν αστόχησαν. Στην αναφορά του ο Πεζόπουλος σημείωσε ότι κατά την εκτίμησή του ένα αεροσκάφος κτυπήθηκε στην πτέρυγα από τα αντιαεροπορικά, ενώ διατείνετο ότι ήταν μάρτυρας μεγάλου πίδακα νερού που σηκώθηκε σε μεγάλη απόσταση, όταν (κατά τη γνώμη του) το πληγέν βομβαρδιστικό συνετρίβη στην επιφάνεια της θάλασσας.
Οι επιτελείς του ΒΝ, εξετάζοντας όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, θεώρησαν ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβη και ότι ο πίδακας οφειλόταν στην ρίψη βόμβας σε μια προσπάθεια να ελαφρύνει το βάρος του αεροσκάφος. Μετά την επίθεση, το Αρχηγείο Στόλου ήταν έτοιμο να διατάξει τον απόπλου τριών πολεμικών, αλλά το Υπουργείο Ναυτικών παρενέβη αναστέλλοντας όλες τις προετοιμασίες. Για να συμβάλλει στην υποχώρηση της έντασης διέταξε την ανάκληση του «Ύδρα» και του «Ωρίων» τοποθετώντας μάλιστα στη θέση του κυβερνήτη μάχιμο αξιωματικό του ΒΝ. Ωστόσο, η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε από τον Α/ΓΕΝ να καλέσει τους ναυτικούς ακολούθους για να τους ενημερώσει για το συμβάν. Ο Ιταλός ακόλουθος αρνήθηκε βέβαια ότι η χώρα του είχε οποιαδήποτε σχέση με την επίθεση, ανέφερε όμως ότι, σε αντίθεση με τη διεθνή νομιμότητα, ένα βρετανικό πετρελαιοφόρο ανεφοδιαζόταν στη Γραμβούσα. Με την τήρηση της συγκεκριμένης στάσης η Ιταλία συντηρούσε τη φημολογία περί παραβίασης της ουδετερότητας προς όφελος της Βρετανίας. Στις 3 Ιουλίου, εννέα ημέρες πριν από την επίθεση, ο κόμης Τσιάνο, γαμπρός του Μουσολίνι και υπουργός των Εξωτερικών της Ιταλίας, σημείωνε στο ημερολόγιό του ότι: «…βρετανικά πολεμικά, ίσως και αεροσκάφη βρίσκουν κατάλυμα και ανεφοδιάζονται στην Ελλάδα. Ο Μουσολίνι έχει εξαγριωθεί, αποφάσισε να δράσει». Η δυσπιστία από πλευράς των Ιταλών για την ελληνική ουδετερότητα προωθείτο σε όλα τα επίπεδα. Την ίδια ημέρα κάλεσε τον Έλληνα πρεσβευτή, στον οποίο απευθύνθηκε σε ιδιαίτερα έντονο και σκληρό ύφος λέγοντάς του ότι κατείχε στα χέρια του αποδείξεις πως η Αθήνα παρείχε στις βρετανικές ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις σειρά διευκολύνσεων, επιτρέποντας τη χρήση των χωρικών υδάτων για την πραγματοποίηση επιθέσεων κατά των ιταλικών ναυτικών δυνάμεων. Ο κόμης Τσιάνο στήριξε την επιθετική επιχειρηματολογία του σε έκθεση του ιταλικού Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, βάσει της οποίας σημειωνόταν ότι:
α) στις 28 και 29 Ιουνίου πραγματοποιήθηκε κοινή επιχείρηση Ελλήνων και Βρετανών δυτικά των Επτανήσων με τη συμμετοχή αεροσκαφών και αντιτορπιλικών, με στόχο τη προσβολή δύο ιταλικών υποβρυχίων, εκ των οποίων το ένα μάλλον είχε βυθιστεί,β) στις 30 Ιουνίου και 1 Ιουλίου εντοπίστηκαν τέσσερα βρετανικά αντιτορπιλικά να ναυλοχούν στη Μήλο. Ο Έλληνας πρέσβης αντέδρασε έντονα ζητώντας αποδείξεις περί των ιταλικών κατηγοριών, ενώ σημείωσε ότι στη Μήλο βρίσκονταν από τις αρχές Ιουνίου τέσσερα ελληνικά αντιτορπιλικά, ακριβώς για να τονίσουν και να περιφρουρήσουν την ελληνική ουδετερότητα. Η Αθήνα επιβεβαίωσε τους φόβους της ότι η Ρώμη επεδίωκε με κάθε τρόπο τη δημιουργία θερμού επεισοδίου και, προκειμένου να το πετύχει, δεν θα δίσταζε μπροστά σε τίποτα…
Η πρόκληση ήταν πολύ σοβαρή και φανέρωσε την πρόθεση των Ιταλών να προξενήσουν απώλειες σε έμψυχο και άψυχο υλικό. Οι ελληνικές αρχές υπογράμμισαν επίσης ότι τα «άγνωστα» αεροσκάφη δεν έφεραν διακριτικά, συνεπώς επρόκειτο για μια καλοσχεδιασμένη ειδική επιχείρηση των Ιταλών με σκοπό να εμπλέξουν και τους Βρετανούς. Φυσικά, οποιαδήποτε υπόθεση βρετανικής εμπλοκής έπρεπε να απορριφθεί, δεδομένου ότι μόνον οι Ιταλοί διέθεταν το πλεονέκτημα αλλά και την επιχειρησιακή δυνατότητα χρησιμοποίησης αεροσκαφών, τα οποία απογειώθηκαν από βάσεις στα Δωδεκάνησα. Αυτό όμως που δεν γνώριζε η ελληνική κυβέρνηση ήταν ότι η Ιταλία μαζί με τη Γερμανία είχαν λάβει συγκεκριμένες αποφάσεις οι οποίες αν υλοποιούντο θα μετέβαλλαν το status quo της Μέσης Ανατολής, προς όφελός τους. Χρησιμοποιώντας ως ορμητήριο τη Δωδεκάνησο, τα ιταλικά βομβαρδιστικά σύντομα θα επιχειρούσαν κατά απομακρυσμένων βρετανικών στόχων στη Μέση Ανατολή. Στα μέσα Ιουλίου, λίγες ημέρες μετά την αποτυχημένη επίθεση κατά των ελληνικών πλοίων στη Γραμβούσα, ιταλικά βομβαρδιστικά προσέβαλλαν την Παλαιστίνη, το έδαφος της οποίας βρισκόταν υπό την Βρετανική Εντολή. Βομβαρδίστηκαν το Τελ Αβίβ και η Χάιφα και στη συνέχεια ακολούθησε η παράκτια πόλη Ακρ. Στις 29 Ιουλίου κυκλοφόρησε το περιοδικό Time, στο οποίο περιλαμβανόταν για πρώτη φορά η είδηση του βομβαρδισμού των παλαιστινιακών πόλεων από ιταλικά αεροσκάφη. Αντικειμενικός σκοπός της επιχείρησης ήταν ο τερματικός σταθμός του πετρελαιαγωγού, ο οποίος μετέφερε πετρέλαιο από την Μοσούλη στο Βόρειο Ιράκ, καθώς και το παρακείμενο διυλιστήριο.
Συνολικά μετείχαν 10 βομβαρδιστικά τα οποία επιχείρησαν από τα Δωδεκάνησα, πέταξαν νοτίως της Κύπρου και έρριψαν 50 περίπου βόμβες, αιφνιδιάζοντας την βρετανική αεράμυνα. Οι εγκαταστάσεις που επλήγησαν καίγονταν για ημέρες, σημείωνε το δημοσίευμα. Ο αιφνιδιασμός ήταν απόλυτος καθότι τα αεροσκάφη της RAF που στάθμευαν σε αεροδρόμιο κοντά στο όρος Κάρμηλος, δεν κατάφεραν ούτε καν να εντοπίσουν τα ιταλικά βομβαρδιστικά, που κτύπησαν αποφασιστικά και απομακρύνθηκαν ταχύτατα. Ο συντάκτης προσδιόρισε επίσης ότι η επιχείρηση είχε λάβει χώρα τουλάχιστον μια εβδομάδα νωρίτερα. Την επιτυχή προσβολή των πόλεων, σύμφωνα με το περιοδικό, δεν αρνήθηκαν οι Βρετανοί. Αξίζει να αναφερθεί ότι οι βομβαρδισμοί πόλεων στην Παλαιστίνη συνεχίστηκαν και τους επόμενους μήνες, ενώ στις 9 Σεπτεμβρίου μια επιδρομή κατά του Τελ Αβίβ προκάλεσε τον θάνατο 137 αμάχων.
Η αποτυχία των Ιταλών να βυθίσουν κάποιο ελληνικό πολεμικό πλοίο δεν τους πτόησε και στο τέλος Ιουλίου τέθηκε σε εφαρμογή νέα πρόκληση. Στις 16 Ιουλίου το πρωί τέσσερα υποβρύχια που βρίσκονταν στον όρμο της Ιτέας στον Κορινθιακό δέχτηκαν την επίθεση σμήνους βομβαρδιστικών προερχόμενων από τα Δωδεκάνησα. Τα πλοία αιφνιδιάστηκαν, αλλά όλες οι βόμβες αστόχησαν. Δέκα ημέρες αργότερα δέκα ιταλικά αεροσκάφη παραβίασαν τον ελληνικό εναέριο χώρο στην Ήπειρο πετώντας πάνω από το Μέτσοβο, Καλπάκι και το Χάνι Δελβινακίου.
Στις 30 Ιουλίου ναυλοχούσαν στον όρμο της Ναυπάκτου υπό τη διοίκηση του τότε Διοικητού Αντιτορπιλικών πλοιάρχου Μεζεβύρη τα αντιτορπιλικά «Βασιλεύς Γεώργιος» (D14), το οποίο χρησιμοποιήθηκε από την παραλαβή του ως έδρα της Διοίκησης Αντιτορπιλικών, και το «Βασίλισσα Όλγα» (D15), αμφότερα της κλάσης Greyhound, καθώς και δύο υποβρύχια. Με απόφαση της κυβέρνησης διατάχθηκε η λήψη μέτρων, βάσει των οποίων εκτός της αποστολής τεσσάρων αντιτορπιλικών στη Μήλο, δύο αντιτορπιλικά μαζί με δύο υποβρύχια θα στάθμευαν στη Ναύπακτο. Χωρίς προειδοποίηση, εμφανίστηκε στις 06.50 ένα αεροσκάφος, το οποίο αναγνωρίστηκε ως ιταλικό, πραγματοποιώντας πτήση πάνω από τον χώρο που βρίσκονταν τα τέσσερα πολεμικά του ΒΝ. Χρησιμοποιώντας ως κάλυψη τα βουνά της περιοχής της Ναυπάκτου, το ιταλικό βομβαρδιστικό προχώρησε στην άφεση τεσσάρων βομβών και, χωρίς να μείνει για να δει το αποτέλεσμα, απομακρύνθηκε με ταχύτητα έχοντας κατεύθυνση προς το νότο. Όπως αναφέρει μεταπολεμικά ο αντιναύαρχος Καββαδίας, ήταν τόσο μικρός ο χρόνος της επίθεσης, ώστε κανένα πλοίο δεν πρόλαβε να απαντήσει. Ευτυχώς όλες οι βόμβες αστόχησαν ενώ η ανησυχία για επικείμενη μείζονα ιταλική πρόκληση κατέλαβε την κυβέρνηση και την ηγεσία του ΒΝ. Λίγες ημέρες μετά, στις 2 Αυγούστου, σημειώθηκε νέα πρόκληση με στόχο την τελωνειακή ακτοφυλακίδα Α6, η οποία έπλεε στο Σαρωνικό Κόλπο, μεταξύ της Αίγινας και της Λαγούσας. Παρά την κατ’ εξακολούθηση νέα αποτυχία των εχθρικών αεροσκαφών, το ΓΕΝ – όπως και ο Ι. Μεταξάς – δεν είχαν πλέον καμία αμφιβολία για τον σκοπό όλων αυτών των κατά σειράν προκλήσεων. Ο Καββαδίας αναφέρει χαρακτηριστικά ότι στόχος των Ιταλών ήταν ο εκνευρισμός της ελληνικής πλευράς, ώστε να εξαναγκαστεί να λάβει εχθρική στάση κατά της Ιταλίας. Η κυβέρνηση προχώρησε σε διαβήματα, αλλά η Ρώμη αρνιόταν τα πάντα, την ίδια στιγμή που ο εδώ ναυτικός ακόλουθος «συμβούλευε» τους Έλληνες συναδέλφους του να προσέχουν την λυκοφιλία των Βρετανών.
Ωστόσο οι ιταλικές προκλήσεις κατάφεραν να δημιουργήσουν εσωτερική προστριβή μεταξύ του Αρχηγού Στόλου και του Διοικητού Αντιτορπιλικών, ιδιαίτερα μετά από το επεισόδιο στη Ναύπακτο. Αίτιο ήταν η έκδοση διαταγής του ΔΑ πλοιάρχου Μεζεβύρη, η οποία σύμφωνα με τον ΑΣ υποναύαρχο Καββαδία ήταν υπερβολική, χαρακτηρίζοντάς την μάλιστα περίπου ως «διαταγή επιχειρήσεων». Η τεταμένη κατάσταση ζημίωσε το ηθικό των αξιωματικών, από τους οποίους άλλοι τη θεώρησαν ένδειξη επικείμενου πολέμου, ενώ άλλοι την ειρωνεύτηκαν. Οι ενδείξεις ότι κάτι θα συνέβαινε σύντομα πλήθαιναν και για τον σκοπό αυτό το Αρχηγείο Στόλου πρότεινε την απομάκρυνση των πολεμικών πλοίων από όλους τους εκτεθειμένους όρμους. Η παρουσία τους εκεί δεν θα συνέβαλε στην άμυνα της χώρας, ενώ ο εχθρός θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει με μεγάλη ευκολία υποβρύχια, τα οποία δεν εντοπίζονται και εξαπολύοντας τορπίλες να τα βυθίσουν. Η τορπιλική επίθεση θα απέκρυβε την ταυτότητα του επιτιθέμενου. Το ΒΝ τότε αποφάσισε την αποστολή των πολεμικών «Αετός» (D01) και «Έλλη» στην Μήλο, τα οποία είχαν τεθεί σε ενέργεια από την εφεδρεία. Για το εύδρομο «Έλλη» μάλιστα ο Αρχηγός Στόλου σκεφτόταν να χρησιμοποιηθεί ως ναυαρχίδα. Οι υποψίες περί των ιταλικών προθέσεων έμελλε να αποδειχθούν βάσιμες.
Στις 11 Αυγούστου ο Μουσολίνι είχε λάβει τελικές αποφάσεις για την Ελλάδα. Ο ίδιος προσδιόριζε το τέλος Σεπτεμβρίου για την υλοποίηση μιας επιχείρησης τύπου Blitzkrieg με στόχο την κατάληψη της χώρας. Ο Ιταλός ηγέτης είχε επίσης οραματιστεί μια παράλληλα εισβολή κατά της Γιουγκοσλαβίας, η οποία δεν μπόρεσε τελικά να εκτελεστεί λόγω ελλείψεων σε υλικό αλλά κυρίως εξαιτίας της κάθετης γερμανικής αντίδρασης. Αντιλαμβανόμενος ο Αρχηγός Στόλου υποναύαρχος Καββαδίας την έκρυθμη κατάσταση, προσπάθησε να περιορίσει τις απώλειες από την αναμενόμενη – πλέον – δράση των Ιταλών, συγκεντρώνοντας όλα τα πολεμικά πλοία στην ασφάλεια του Ναυστάθμου Σαλαμίνας.
Τα μόνα πολεμικά που έμειναν εκτεθειμένα στην Μήλο ήταν ο βετεράνος των Βαλκανικών Πολέμων, ένα από τα επονομαζόμενα Θηρία, το αντιτορπιλικό «Αετός» και το εύδρομο «Έλλη». Επειδή πλησίαζε η εορτή της 15 Αυγούστου, το πλοίο διετάχθη να πλεύσει με μεγάλη προσοχή στο λιμάνι της Τήνου, προκειμένου να συμμετάσχει στους εορτασμούς. Οι εντολές που είχαν δοθεί ήταν σαφείς. Το πλοίο θα αγκυροβολούσε σε απόσταση 550 μέτρων από τον λιμενοβραχίονα, τηρώντας κλειστά τα στεγανά (όπως και εν πλω), διατηρώντας τον ένα λέβητα υπό πλήρη πίεση, τα αντιαεροπορικά οπλισμένα και το πλήρωμα σε αυστηρή επαγρύπνηση. Στην προκαθορισμένη θέση έφθασε το πρωί της 15ης Αυγούστου στις 06.25. Ένα αεροσκάφος φάνηκε να κατοπτεύει την περιοχή, δίνοντας την εντύπωση ότι μπορεί να ακολουθήσει εναέρια επίθεση. Όμως το ιταλικό σχέδιο είχε αλλάξει. Αφού τα βομβαρδιστικά δεν μπορούσαν να προσβάλλουν με επιτυχία κινούμενες ή εβρισκόμενες σε όρμο ναυτικές μονάδες, θα παρέδιδαν τη σκυτάλη στο κατεξοχήν επιθετικό όπλο του ναυτικού τους. Ένα υποβρύχιο, το «Delfino» είχε αναλάβει να φέρει σε πέρας την πιο ιταμή αποστολή στην ιστορία του Ιταλικού Ναυτικού. Δύο ώρες αργότερα στις 08.25 μια έκρηξη συγκλόνισε το πλοίο. Ο τορπιλισμός του ευδρόμου «Έλλη» ήταν το ποτήρι που, όπως θα διαπίστωναν οι Ιταλοί, θα ξεχείλιζε από την οργή των Ελλήνων. Όμως θα περίμεναν μέχρι τις 28 Οκτωβρίου του 1940… Το ίδιο απόγευμα, στις 18.20, το επιβατηγό «Φρίντων» δέχθηκε την επίθεση δύο ιταλικών αεροσκαφών και ενώ βρισκόταν στη θέση Μπάλι της Κρήτης, σε απόσταση μόλις 2 μιλίων από την ακτή. Οι τρέχουσες εξελίξεις ανάγκασαν την Αθήνα να καλέσει τον ναυτικό ακόλουθο Μαρίν, ο οποίος αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμειξη της χώρας του. Στις 16 Αυγούστου η Ιταλία ενημερώθηκε ότι θα έπλεαν στην Τήνο τα αντιτορπιλικά «Βασιλεύς Γεώργιος» και «Βασίλισσα Όλγα». Όμως, παρότι είχε γνωστοποιηθεί στους Ιταλούς με ακρίβεια η θέση και η πορεία τους, τα πλοία δέχθηκαν εναέριο βομβαρδισμό από μεγάλο ύψος. Συγκεκριμένα, σειρά βομβών έπεσαν κοντά στο αντιτορπιλικό «Βασιλεύς Γεώργιος», χωρίς όμως επιτυχία και ενώ έπλεε κοντά στο νησί Γιούρα. Όταν έφθασαν στην Τήνο, επιβιβάστηκαν, το πλήρωμα του «Έλλη», καθώς και τα τμήματα των τορπιλών που είχαν πλήξει το σκάφος, στα οποία διακρίνονταν καθαρά η ιταλική προέλευση και τα γράμματα RM (Regia Marina). Ο αρχηγός στόλου διαβίβασε άμεσα με κρυπτογράφημα στον πρωθυπουργό Ι.Μεταξά τα στοιχεία που επιβεβαίωναν την ιταλική πρόκληση. Μέσα σε λιγότερο από 20 λεπτά έλαβε ως απάντηση: «Λόγω ύψιστων εθνικών συμφερόντων, επιβαλλόταν απόλυτη εχεμύθεια σχετικά με την εθνικότητα των τορπιλών».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
· Αντιναυάρχου Δημητρίου Δ. Φωκά: «Έκθεση, σχετικά με τη δράση του Ναυτικού κατά τον πόλεμο 1940 –1944», Έκδοση πολεμικού Ναυτικού, Αθήνα 1953.
· Έκθεση υποναυάρχου Καββαδία ΑΣ, Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού.
· Πολεμικά Ημερολόγια, Ιστορικής Υπηρεσίας Βασιλικού Ναυτικού.
· Emanuele Grazi: “Il Principio della Fine – (L’ Impresa di Grezia)”.
· Αντιναυάρχου ΠΝ Κ. Παϊζη-Παραδέλη: «Τα πλοία του Πολεμικού Ναυτικού 1829 –1999», Εκδόσεις Αστραία, Ναυτικόν Μουσείον της Ελλάδος.
· Α. Μαδωνή και Γ. Μαστρογεωργίου: «Ελληνικά Υποβρύχια, 1885 –2010», Εκδόσεις «Κλειδάρυθμος», Αθήνα 2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου