Προέδρου του ΕΛΚΕΔΑ
Στις 14 Αυγούστου οι Τούρκοι ήταν πλέον πανέτοιμοι για την δεύτερη και μεγάλη επίθεση. Με τους 40.000 στρατιώτες που είχαν μεταφέρει, σκόπευαν την κατάληψη εκτεταμένων εδαφών καθώς και την διχοτόμηση της Μεγαλονήσου. Όπως και στην πρώτη φάση των επιχειρήσεων, οι Τούρκοι ξεκίνησαν την επίθεσή τους με αεροπορικές προσβολές. Τρίτη, 14 Αυγούστου και ώρα 04:45 (κατ’ άλλους στις 05:00), τα τουρκικά αεροσκάφη ξεκίνησαν να πλήττουν στόχους, κυρίως στην Λευκωσία και την γύρω περιοχή όπως το ΓΕΕΦ, το Αρχηγείο Αστυνομίας, το ΡΙΚ και το Διεθνή Αερολιμένα Λευκωσίας. Με ιδιαίτερη σφοδρότητα προσβλήθηκαν οι θέσεις της Εθνικής Φρουράς μεταξύ του προαστίου της Λευκωσίας Καϊμακλί και του χωριού Μία Μηλιά.
Οι Τούρκοι αποκάλυψαν έτσι το σημείο όπου θα εκδήλωναν την κύρια ενέργειά τους. Το ΓΕΕΦ είχε προβλέψει την παραπάνω κατεύθυνση, είχε δε προβεί από ημερών σε στρώση ναρκοπεδίων, διάνοιξη αντιαρματικής τάφρου και άλλα οχυρωματικά έργα. Εκεί το 399 Τάγμα της Εθνικής Φρουράς ήταν το πλέον προωθημένο. Καθώς θα ήταν το πρώτο που θα επωμιζόταν το βάρος της τουρκικής επίθεσης, ενισχύθηκε με τεθωρακισμένα οχήματα BTR-152 και Marmon-Herrington, 12 αντιαρματικά πυροβόλα και σοβιετικούς αντιαρματικούς εκτοξευτήρες βλημάτων. Πίσω από το 399 Τάγμα Πεζικού ετάχθησαν τρεις μοίρες πυροβολικού και τα υπόλοιπα τάγματα, όπως προέβλεπε το σχέδιο άμυνας.
Επί εδάφους, η επίθεση των Τούρκων ξεκίνησε στις 07:00. Οι δυνάμεις τους εξόρμησαν από το τουρκοκυπριακό χωριό Χαμίτ Μάντρες. Προπορεύονταν άρματα μάχης, ενώ έπονταν τάγματα πεζικού. Η πρώτη αυτή επίθεση αποκρούσθηκε, ακολούθησε όμως άλλη. Οι Τούρκοι διέθεσαν στον συγκεκριμένο τομέα περίπου 60 άρματα. Τα πρώτα από αυτά διαπέρασαν αλώβητα τα ναρκοπέδια της Εθνικής Φρουράς, γεγονός που κατέδειξε ότι ο εχθρός γνώριζε τα σημεία ναρκοθέτησης. Στις 10:00 η πίεση των επιτιθέμενων κατέστη αφόρητη και ύστερα από λίγο οι ελληνικές γραμμές διασπάστηκαν. Στην ίδια περιοχή αμυνόταν πρόσθετη κυπριακή δύναμη 200 περίπου ανδρών, υπό τον Κύπριο ταγματάρχη Τάσο Μάρκου. Ο εξαίρετος αυτός αξιωματικός προσπάθησε να κρατήσει άμυνα, αρνούμενος να υποχωρήσει. Έκτοτε, τα ίχνη του χάθηκαν και ο ταγματάρχης Τάσος Μάρκου θεωρείται αγνοούμενος.
Μόλις η διάσπαση της γραμμής άμυνας γνωστοποιήθηκε στο ΓΕΕΦ, αυτό διέταξε αντεπίθεση με πέντε άρματα Τ-34 και δύναμη καταδρομέων της 31 Μοίρας. Ούτε αυτό όμως εφαρμόσθηκε, λόγω της ταχείας προέλασης των Τούρκων.
Μέτωπο δεν υπήρχε πλέον, οι δε μονάδες που υπερασπίζονταν την περιοχή βόρεια του Πενταδακτύλου και προς την Καρπασία, κινδύνευσαν άμεσα να αποκοπούν. Μπροστά στον κίνδυνο αυτό, το ΓΕΕΦ διέταξε σύμπτυξη προς Λάρνακα και προς Αμμόχωστο. Η ταχύτητα της τουρκικής προέλασης δημιούργησε μεγάλες απώλειες στα υποχωρούντα τάγματα. Ημέρες αργότερα, κατέφθαναν στις ελληνικές γραμμές ομάδες εθνοφρουρών, οι οποίες πραγματοποιώντας νυκτερινές πορείες και αντιμετωπίζοντας μεγάλους κινδύνους, κατάφερναν να ξεφύγουν από τον τουρκικό κλοιό. Στο ανατολικό τμήμα του Πενταδακτύλου κρύβονταν επί εβδομάδες Κύπριοι στρατιώτες.
Πολλοί συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν στην Τουρκία, περνώντας στον ατελείωτο κατάλογο των αγνοουμένων. Οι Τούρκοι προέβησαν σε μαζικές εκτελέσεις και πάσης φύσεως κτηνωδίες. Όπως ακριβώς έπραξαν και στα χωριά της Κυρήνειας, εκτελούσαν όσους άμαχους συλλάμβαναν. Έτσι τα χωριά της πεδιάδας της Μεσαορίας εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους τους, οι οποίοι έντρομοι έσπευδαν να σωθούν γνωρίζοντας τα εγκλήματα, τα οποία διέπρατταν οι εισβολείς στους οικισμούς που κατελάμβαναν.
Την μοιραία εκείνη Τετάρτη, 14 Αυγούστου του 1974, όλοι οι δρόμοι που οδηγούσαν προς Νότο γέμισαν ασφυκτικά από χιλιάδες πανικόβλητους κατοίκους των χωριών της Μεσαορίας. Οικίες και γη ανυπολόγιστης αξίας εγκαταλείφθηκαν σε λίγες ώρες και ο πληθυσμός, ευρισκόμενος σε απόγνωση, κινήθηκε προς τις μη καταληφθείσες περιοχές. Μεγάλος αριθμός στρατιωτών (οι εκτιμήσεις μιλούν για περισσότερους από 200 άνδρες), όταν κατέρρευσε η γραμμή άμυνας στην Μία Μηλιά, εγκλωβίστηκαν στην περιοχή των χωριών Κυθρέα, Παλαίκυθρο και Βώνη. Οι περισσότεροι από αυτούς αγνοούνται έως σήμερα, ενώ οι εν ψυχρώ εκτελέσεις, ακόμα και μικρών παιδιών, προσέλαβαν στα χωριά αυτά μαζικό χαρακτήρα.
Στις 15 Αυγούστου οι μηχανοκίνητες δυνάμεις των Τούρκων συνέχισαν ανεμπόδιστα την προέλασή τους. Τα τάγματα που βρίσκονταν δυτικά της Αμμοχώστου διέθεταν μόνο τρία άρματα Τ-34, προς αντιμετώπιση των 50 και πλέον Μ-48 του εχθρού. Επιβεβαιωνόταν κατά δραματικό τρόπο αυτό που κατέθεσε αργότερα ο αρχηγός ΓΕΕΦ: «Το άρμα αντιμετωπίζεται μόνο με άρμα εις το τελείως αρματικόν έδαφος». Ο ανωτέρω εξέδωσε το μεσημέρι διαταγή υποχώρησης από την πόλη και την περιοχή Αμμοχώστου. Όσα τάγματα της Εθνικής Φρουράς παρέμεναν στοιχειωδώς μάχιμα, κινήθηκαν προς τα Κοκκινοχώρια και την Λάρνακα.
Στις 18:00, εισήλθε στην Αμμόχωστο η πρώτη φάλαγγα των Τούρκων και στάθμευσε κάτω από τα επιβλητικά μεσαιωνικά τείχη του κάστρου. Επρόκειτο για τέσσερα άρματα μάχης, συνοδευόμενα από αρκετά τεθωρακισμένα οχήματα. Πιστοποίησαν ότι δεν υπήρχαν ελληνικές μονάδες στην περιοχή και στις 21:00 κατέφθασε το 14ο Σύνταγμα Πεζικού, το οποίο αναπτύχθηκε προσεκτικά στην πόλη. Η Αμμόχωστος, η ιστορική πόλη του Ευαγόρα, ο θεματοφύλακας του ελληνικού χαρακτήρα της Κύπρου, αποτελεί από τότε παρελθόν για τον Ελληνισμό.
Σχετικά με την αμαχητί, στην ουσία, εγκατάλειψη της Αμμοχώστου, διατυπώθηκαν ενστάσεις. Οι Τούρκοι δεν σκόπευαν, όπως αποδείχθηκε αργότερα, να καταλάβουν το ελληνοκυπριακό τμήμα (την νέα πόλη), το οποίο ήταν και το μεγαλύτερο. Υποστηρίχθηκε, έτσι, ότι κακώς εγκαταλείφθηκε η Αμμόχωστος, την οποία κάλυπταν τρία τάγματα, έστω και με τα γνωστά προβλήματα. Ο αρχηγός ΓΕΕΦ, υποστράτηγος Καραγιάννης, υποστήριξε και κατέθεσε αργότερα ότι η πόλη της Αμμοχώστου ήταν ικανή να αμυνθεί ως «περικεχαρακωμένο φρούριο», εάν είχε πραγματοποιηθεί έγκαιρη προπαρασκευή προς τούτο.
Στον δυτικό τομέα, οι Τούρκοι εφάρμοσαν αρχικά τακτική αναμονής, αφού το βάρος της προσπάθειάς τους είχε εστιασθεί στην προέλαση προς την Αμμόχωστο. Από την Βασίλεια, δυτικά της Λαπήθου, και μέχρι τα δυτικά όρια της Λευκωσίας, τάχθηκαν πέντε Τάγματα Πεζικού της Εθνικής Φρουράς ακολουθούμενα από την 33 Μοίρα Καταδρομών. Το μεσημέρι της 15ης Αυγούστου, με την υποστήριξη πυροβολικού και αεροπορίας, οι Τούρκοι εξόρμησαν από δύο σημεία: νότια και προς το χωριό Άγιος Βασίλειος κινήθηκαν οι μηχανοκίνητες δυνάμεις συνοδευόμενες από πεζικό. Προπορεύθηκε ουλαμός αρμάτων μάχης Μ-47.
Την δύναμη αυτή επεδίωξε να αντιμετωπίσει ο Κύπριος ίλαρχος Κωνσταντίνος Χαραλάμπους, ο οποίος διέθετε μόνο ένα άρμα Μ-47 και ένα τεθωρακισμένο όχημα Μ-113. Οι αμυνόμενοι κατέστρεψαν το προπορευόμενο τουρκικό άρμα, ενώ το Μ-47 έβαλλε με το πυροβόλο του, προσβάλλοντας τα υπόλοιπα δύο-τρία άρματα, τα οποία ακινητοποιήθηκαν. Τελικά, ο Χαραλάμπους υποχώρησε προς την Μόρφου, μόνον όταν οι Τούρκοι επεχείρησαν κυκλωτική κίνηση και υπερκέραση με τα Μ-47.
Αργότερα επιτέθηκε και μια τουρκική μεικτή ταξιαρχία καταδρομών, χωρίς να συναντήσει αξιόλογη αντίσταση. Ο αγώνας ήταν άνισος καθώς οι ελληνικές δυνάμεις δεν διέθεταν αυτό που αφειδώς χρησιμοποίησαν οι Τούρκοι: άρματα μάχης.
Ενώ πλησίαζε η νύκτα, διατάχθηκε σύμπτυξη των ταγμάτων της Εθνικής Φρουράς προς αποτροπή εγκλωβισμού τους. Το σκοτάδι λειτούργησε προστατευτικά, αφού η τουρκική Αεροπορία ανέστειλε την δράση της. Πρώτα υποχώρησαν τα εμπρόσθια τάγματα. Αυτά που βρίσκονταν πιο πίσω κάλυψαν τα αποχωρούντα. Τελευταίοι απαγκιστρώθηκαν οι καταδρομείς της 33 Μοίρας, οι οποίοι έδωσαν ολονύκτια μάχη, για να επιτευχθεί με ομαλό τρόπο η σύμπτυξη των μονάδων πεζικού.
Εν τούτοις, πολλές από αυτές εγκλωβίστηκαν, ειδικά στον βόρειο τομέα. Δεκάδες εθνοφρουροί αιχμαλωτίσθηκαν και η τύχη των περισσότερων αγνοείται. Ένας λόχος που μαχόταν στην περιοχή του χωριού Κοντεμένος κυκλώθηκε από τους Τούρκους και 30 περίπου άνδρες του αιχμαλωτίσθηκαν.
Στις 16 Αυγούστου οι εισβολείς προέλασαν ανενόχλητοι και το μεσημέρι εισήλθαν στην Μόρφου.
Η προβαλλόμενη από τις ελληνικές δυνάμεις αντίσταση, τόσο στον ανατολικό όσο και στον δυτικό τομέα, ήταν κατά πολύ ασθενέστερη συγκριτικά με αυτήν της πρώτης φάσης του «Αττίλα». Η διαφορά στους αριθμητικούς συσχετισμούς και τον όγκο πυρός ήταν συντριπτική υπέρ των Τούρκων. Οι εισβολείς ολοκλήρωσαν έτσι τον «Αττίλα 2» εξαιρετικά γρήγορα και εύκολα. Η ανυπαρξία αρματικού δυναμικού εκ μέρους της Εθνικής Φρουράς είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια ελάχιστων αρμάτων για τους Τούρκους. Αντίθετα, στο πεζικό υπέστησαν σημαντικές απώλειες. Όπως δήλωσε ο στρατηγός Σεμίχ Σαντζάρ, αρχηγός των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων, η προέλαση προς Αμμόχωστο και Μόρφου στοίχισε στους Τούρκους 250 νεκρούς και 550 τραυματίες. Ενώ όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν ευνοϊκά γι’ αυτούς στον ανατολικό και δυτικό τομέα, στο κέντρο του μετώπου και στην περιοχή της πρωτεύουσας οι εισβολείς συνάντησαν ισχυρή αντίσταση.
Στην περιοχή της πρωτεύουσας, διεξήχθησαν οι σφοδρότερες μάχες του «Αττίλα 2». Στην Λευκωσία, οι Τούρκοι δεν στάθηκαν ικανοί να προχωρήσουν, ενώ στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ υπέστησαν σημαντικές απώλειες.
Την Δυτική Λευκωσία υπερασπίσθηκε το 336 Τάγμα Επιστράτων με διοικητή τον ταγματάρχη Δημήτριο Αλευρομάγειρο από το Αγρίνιο. Η δύναμη του τάγματος ξεπερνούσε τους 850 άνδρες, οι οποίοι ήταν έφεδροι από την Αμμόχωστο και στην πλειονότητά τους ενωτικών αισθημάτων, όπως και οι περισσότεροι Αμμοχωστιανοί. Η δύναμη αυτή εκτεινόταν σε ένα μεγάλο μέτωπο τεσσάρων χιλιομέτρων, το οποίο ξεκινούσε από την οδό Λήδρας, εκεί όπου σήμερα εντοπίζεται το εμπορικό κέντρο της Λευκωσίας, κάλυπτε το προάστιο Άγιος Παύλος και κατέληγε στο ανατολικό άκρο του στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ.
Το πρωί της 14ης Αυγούστου, οι Τούρκοι ξεκίνησαν την επίθεση. Χρησιμοποίησαν πληθώρα όλμων, ενώ η αεροπορία τους σφυροκοπούσε τις ελληνικές θέσεις. Ο ταγματάρχης Αλευρομάγειρος περιέτρεχε το μέτωπο του τάγματος και βρισκόταν στην πρώτη γραμμή δίνοντας οδηγίες και εντολές για άμυνα μέχρις εσχάτων. Μέχρι το βράδυ, οι απώλειες των Τούρκων ανήλθαν σε 60 νεκρούς και πολλαπλάσιο αριθμό τραυματιών. Την επομένη, 15 Αυγούστου, οι αμυνόμενοι δέχθηκαν εκ νέου αλλεπάλληλες επιθέσεις, τις οποίες απέκρουσαν δίχως να υποχωρήσουν. Στις 15:00, οι Τούρκοι προσπάθησαν να δημιουργήσουν ρήγμα ανάμεσα στο 336 Τάγμα και την ΕΛΔΥΚ, επελαύνοντας με άρματα. Το ΓΕΕΦ απέστειλε προς αντιμετώπισή τους τρία άρματα Τ-34, τα οποία έβαλλαν κατά των τουρκικών αρμάτων με αποτέλεσμα αυτά να υποχωρήσουν. Τα Τ-34 παρέμειναν εκεί έως τις 21:00, ώστε να αποκλειστεί περίπτωση νέας επίθεσης των Τούρκων κατά την διάρκεια της ημέρας.
Η κατάσταση ήταν κρίσιμη. Η περιοχή καλυπτόταν από λόχο 100 ανδρών υπό τον Κύπριο ανθυπολοχαγό Αντώνη Καρρά. Αυτός ανέφερε τηλεφωνικά στον ταγματάρχη Αλευρομάγειρο ότι τα τουρκικά Μ-48 πλησίασαν στα 200 μέτρα και κατευθύνονταν εναντίον τους, ενώ οι ίδιοι στερούντο αντιαρματικών. Η διαταγή του ταγματάρχη ήταν λακωνική: «Μείνατε στις θέσεις σας. Σταματήστε τα άρματα με οτιδήποτε. Με τα σώματά σας. Φτάνει να σταματήσουν». Ο ανθυπολοχαγός Καρράς κλήθηκε στην συνέχεια να δώσει συντεταγμένες στο Πυροβολικό. Η πρώτη βολή προσέβαλε και κατέστρεψε ένα από τα άρματα των Τούρκων, οι οποίοι υποχώρησαν. Το Πυροβολικό της Εθνικής Φρουράς, με τα εύστοχα πυρά του, συνέβαλε στο να παραμείνει η Λευκωσία ελεύθερη.
Στις 16 Αυγούστου οι Τούρκοι εξαπέλυσαν νέα γενική επίθεση, πιεζόμενοι από την συμφωνηθείσα κατάπαυση του πυρός, η οποία πλησίαζε. Το σχέδιο του εχθρού προέβλεπε κατάληψη της εντός των μεσαιωνικών τειχών παλαιάς πόλης της Λευκωσίας, του Αγίου Δομετίου και του Αγίου Παύλου.
Το 336 Τάγμα, υποστηριζόμενο από το 211 και από πυροβόλα της Εθνικής Φρουράς, αμύνθηκε σθεναρά και με αυτοθυσία. Ακόμα και οι άνδρες των πλέον προωθημένων φυλακίων του Αγίου Παύλου αρνήθηκαν να υποχωρήσουν.
Στο κέντρο του μετώπου αμύνθηκε ο 2ος λόχος του 336 Τάγματος, με επικεφαλής τον Κύπριο έφεδρο ανθυπολοχαγό Χρήστο Σολομή. Ήταν ένας τόπος ιερός γι’ αυτούς, αφού εκεί, εντός των Κεντρικών Φυλακών Λευκωσίας, βρίσκεται ο χώρος που οι Κύπριοι αποκαλούν «Φυλακισμένα Μνήματα». Εκεί είναι θαμμένοι οι ήρωες της ΕΟΚΑ που έπεσαν μαχόμενοι ή απαγχονίστηκαν από τους Βρετανούς αποικιοκράτες: ο Γρηγόρης Αυξεντίου, ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης, ο Μιχαήλ Καραολής κ.ά.
Ο Σολομής και οι 250 άνδρες του αμύνθηκαν σθεναρά και κράτησαν τις θέσεις τους, διαισθανόμενοι το ιερό τους καθήκον: οι τάφοι των ηρώων δεν έπρεπε να συληθούν από τους Τούρκους. Επρόκειτο για την Ιστορία της ΕΟΚΑ, την Ιστορία της Κύπρου.
Κύπριος αξιωματικός άλλου τάγματος, βλέποντας τις συνεχείς και κατά κύματα επιθέσεις των Τούρκων, διέταξε τον ανθυπολοχαγό Χρήστο Σολοµή να υποχωρήσει λέγοντάς του χαρακτηριστικά ότι εάν παρέµενε εκεί, θα οδηγούσε τον εαυτό του και τους άνδρες του στο θάνατο. Ο Σολοµής αρνήθηκε, ενώ ένας λοχίας του αποκρίθηκε: «Ούτε θέλουμε, ούτε έχουμε δικαίωμα να φύγουμε. Ακόμα κι αν αποχωρήσουν όλοι οι άλλοι, εμείς θα μείνουμε εδώ και θα γίνουμε λιώμα».
Δεξιά του λόχου Σολομή αμύνθηκε λόχος του 211 Τάγματος δύναμης 190 ανδρών. Ο λόχος κάλυψε την περιοχή του ξενοδοχείου «Λήδρα Πάλας», µε επικεφαλής τον Ελλαδίτη υπολοχαγό Νίκο Λιγουδιστιανό. Οι Τούρκοι επιτίθεντο συνεχώς, ενώ οι όλμοι τους είχαν μετατρέψει την γύρω περιοχή σε ερείπια. Δύο αξιωματικοί των κυανόκρανων του ΟΗΕ προέτρεψαν τον Λιγουδιστιανό να υποχωρήσει τονίζοντάς του την αριθμητική και µη συγκρίσιμη υπεροχή των Τούρκων. Εκείνος αρνήθηκε.
Οι συγκρούσεις μέσα στα σοκάκια της παλαιάς Λευκωσίας εξελίχθηκαν σε αιματηρές οδομαχίες, στις οποίες oι αντίπαλοι απείχαν μεταξύ τους ακόμη και 15 µόνο μέτρα. Όπως έγραψε χαρακτηριστικά ο συγγραφέας Σπύρος Παπαγεωργίου «το 336 Τάγμα Πεζικού αγωνίσθηκε όσο πολύ λίγες μονάδες, η δε ζώνη ευθύνης του υπήρξε η μόνη περιοχή της Κύπρου στην οποία οι Τούρκοι δεν ηδυνήθησαν να εκτελέσουν τα σχέδιά τους.
Τούτο επετεύχθη κατά μέγα μέρος χάρη στο διοικητή του τάγματος, ταγματάρχη Δημήτριο Αλευρομάγερο. Αυτός µε την αποφασιστική του στάση κατά τις ώρες του θανάσιμου κινδύνου, ενέπνευσε στους αξιωματικούς και τους οπλίτες του τόση πίστη και τόσο θάρρος, ώστε να μείνουν μαζί του και να αγωνισθούν μέχρι θανάτου. Πάντως ο ταγµατάρχης είχε υπό τις διαταγές του και εκλεκτό έμψυχο υλικό».
Ο διοικητής του «Εφεδρικού Σώµατος», ταγµατάρχης Παντελής Πανταζής, αν και δεδηλωμένων φιλοµακαριακών αισθημάτων, είπε χαρακτηριστικά σε έφεδρο αξιωματικό που πολέμησε εκεί: «Όταν έμαθα ότι στον Άγιο Παύλο πολεμούσατε εσείς, οι ενωτικοί της Αμμοχώστου, τότε είπα ότι η Λευκωσία αποκλείεται να πέσει στα χέρια των Τούρκων».
Το 336 Τάγμα υπέστη μεγάλες απώλειες, προκειμένου να διατηρήσει ελεύθερη την πρωτεύουσα. Οι συντηρητικότερες εκτιμήσεις έκαναν λόγο για 16-25 νεκρούς. Ο συγγραφέας Σπύρος Παπαγεωργίου ανέφερε 60 νεκρούς, συμπεριλαμβάνοντας και τους αγνοουμένους.
Η κατάπαυση του πυρός που συμφωνήθηκε, τέθηκε σε ισχύ στις 18:00 της 16ης Αυγούστου του 1974. Οι Τούρκοι, όμως, συνέχισαν τις επιθέσεις τους στον τομέα Λευκωσίας έως το πρωί της επομένης.
Ταυτόχρονα, προωθήθηκαν προς νότο, ανατολικά της πρωτεύουσας και σε βάθος αρκετών χιλιομέτρων. Κινήθηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο σκοπεύοντας να συμπεριλάβουν στην κατεχόμενη ζώνη και την τουρκοκυπριακή κωμόπολη της Λουρουτζίνας. Για να φθάσουν όμως εκεί, έπρεπε να διέλθουν από το χωριό Πυρόι, το οποίο υπεράσπιζε η 31 Μοίρα Καταδρομών, ενισχυμένη με μικρό αριθμό αρμάτων μάχης Τ-34 και τεθωρακισμένων BTR-152.
Στις 16 Αυγούστου, λίγο μετά την έναρξη της εκεχειρίας, οι τουρκικές δυνάμεις προσέγγισαν το Πυρόι, τα πυρά όμως των αμυνομένων ανέκοψαν την πορεία τους. Το επόμενο πρωί, οι Τούρκοι προχώρησαν σε νέα επίθεση υποστηριζόμενοι από πυροβολικό και άρματα μάχης. Οι Κύπριοι καταδρομείς διέθεταν λίγα ΠΑΟ των 106 mm και πολυβόλα «Bren».
Οι Τούρκοι επιτίθεντο κατά κύματα, σε όλη την διάρκεια της ημέρας, υφιστάμενοι βαριές απώλειες. Ιδού πώς περιέγραψε την μάχη Κύπριος ανθυπολοχαγός των καταδρομών: «Είχαν ένα ενισχυμένο τάγμα οι Τούρκοι και εμείς, κάπου 30 λοκατζήδες, οχυρωθήκαμε μέσα στο χωριό. Αποφασίσαμε να υπερασπίσουμε το Πυρόι και κρατήσαμε τους Τούρκους με τα δόντια θέλοντας να πολεμήσουμε όλοι μέχρι την τελευταία σφαίρα. Η κόλαση του πυρός δεν μπορεί να περιγραφεί. Μας έβαλλαν με πολυβόλα, βαρέα, όλμους, πυροβόλα. Τους κρατήσαμε για επτά ώρες και υποχωρήσαμε μόνον όταν μας είπαν ότι μας κύκλωσαν τα εχθρικά άρματα. Ένα έχω να πω: επιφέραμε μεγάλες απώλειες στον εχθρό μόνοι εμείς με αντίπαλο αυτό το τουρκικό ασκέρι, που αποδεκατίστηκε».
Πράγματι, στις 18:00 δόθηκε διαταγή σύμπτυξης, διότι άλλη τουρκική φάλαγγα παρέκαμψε το Πυρόι από ανατολικά και κινήθηκε νοτίως του χωριού, απειλώντας τους καταδρομείς με εγκλωβισμό. Μέσα στο χωριό εγκαταλείφθηκαν δύο άρματα Τ-34, μη δυνάμενα να κινηθούν. Την νύκτα, δύο άνδρες εισήλθαν στο έρημο χωριό, έθεσαν σε κίνηση ένα τεθωρακισμένο όχημα, το οποίο επίσης είχε εγκαταλειφθεί και το οδήγησαν στις ελληνικές γραμμές. Οι Τούρκοι εισήλθαν στο χωριό την επομένη και προχώρησαν ως την Λουρουτζίνα. Έτσι απέκοψαν την οδό Λευκωσίας-Λάρνακας και ελέγχουν έκτοτε και την οδό Λευκωσίας-Λεμεσού.
Στις 17 και 18 Αυγούστου σημειώθηκαν μικρές προωθήσεις τουρκικών δυνάμεων προς τα χωριά Λουτρό και Ξερός (περιοχή Μόρφου), ενώ άλλες μονάδες εκκαθάρισαν την χερσόνησο της Καρπασίας, όπου συνέλαβαν εθνοφρουρούς, οι οποίοι είχαν αποκοπεί από τις μονάδες τους. Λίγες ώρες μετά την κατάπαυση του πυρός κατέφθασε στο ΓΕΕΦ ο Γλαύκος Κληρίδης, ο οποίος είχε αναλάβει Πρόεδρος του κυπριακού κράτους. Οι αξιωματικοί τον πληροφόρησαν ότι οι εισβολείς κατέλαβαν μεγαλύτερο μέρος του νησιού από αυτό που προέβλεπαν τα ίδια τους τα σχέδια.
Το πέρας των επιχειρήσεων βρήκε μία Κύπρο καθημαγμένη. Το κόστος σε ανθρώπινα θύματα και απώλειες πάσης φύσεως υπήρξε ανυπολόγιστο. Πέραν των νεκρών και αγνοουμένων, μεγάλο μέρος της Κύπρου περιήλθε στην κατοχή των Τούρκων. Οι κατακτητές επιδόθηκαν σε λεηλασίες και βανδαλισμούς, καθώς και σε όργιο τρομοκρατίας σε βάρος των άτυχων Ελληνοκυπρίων που επέλεξαν να παραμείνουν στην προγονική γη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου