Χρονολογία: 26 - 28 Ιουλίου 1822 |
Τόπος: Δερβενάκια | |
Έκβαση: Νίκη των Ελλήνων | |
Μαχόμενοι | |
---|---|
Έλληνες επαναστάτες | Οθωμανική αυτοκρατορία |
Αρχηγοί | |
Κολοκοτρώνης, Νικηταράς, Υψηλάντης, Παπαφλέσσας | Μαχμούτ πασάς Δράμαλης |
Δυνάμεις | |
8.000 άτακτο στράτευμα | 30.000 πεζικό, 6.000 ιππικό |
Απώλειες | |
άγνωστο | άνω των 20.000, ολική καταστροφή του στρατού |
Η ΜΑΧΗ
Τον Ιανουάριο του 1821 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης βρισκόταν στη Μάνη, όπου προσπαθούσε να αμβλύνει τις τοπικές διαφωνίες, προκειμένου όλοι να προετοιμαστούν για τον επικείμενο πόλεμο, ο οποίος πλέον φάνταζε βέβαιος. Οπως σημειώνει στα απομνημονεύματά του, πέτυχε να συμφιλιώσει «διάφορα σπίτια μανιάτικα, χωρισμένα κατά τη συνήθειά τους», ώστε να κατορθώσει κάπως να οργανώσει τις άτακτες και απείθαρχες τοπικές ομάδες. Ως τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς η Μάνη «έβραζε», με έκδηλες πολεμικές διαθέσεις.
Στις 22 Μαρτίου οι Μανιάτες του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ο Κολοκοτρώνης μαζί με τον ανιψιό του Νικήτα Σταματελόπουλο - τον «Νικηταρά», ο οποίος αργότερα, στη μάχη των Δολιανών, θα ονομαζόταν και «Τουρκοφάγος» -, ο Παπαφλέσσας, ο Αναγνωσταράς και μόλις περισσότεροι από 2.000 άνδρες βάδισαν προς την Καλαμάτα. Την επομένη η πόλη παραδόθηκε. Στις 24 Μαρτίου ο Κολοκοτρώνης και ο Παπαφλέσσας κυκλοφόρησαν την εξής προκήρυξη, στη Σκάλα Αρκαδίας: «Η ώρα έφτασε, το στάδιον της δόξης και της ελευθερίας ηνοίχθη, τα πάντα εδικά μας και ο Θεός του παντός μεθ' ημών έσεται. Μη πτοηθείτε εις το παραμικρόν. Σεις είσθε ατρόμητοι των προγόνων μας απόγονοι. Γενικώς οπλισθείτε με ανοικτά μπαϊράκια και τρέξατε εναντίον των εχθρών της πίστεως και της πατρίδος. Εντός ολίγων ημερών φθάνομεν και ημείς με 10.000 στρατεύματα».
Από την προκήρυξη και μόνο διαφαίνεται το ότι ο Κολοκοτρώνης, ήδη από τις πρώτες ημέρες της επανάστασης, αποκτούσε κύρος και φήμη στρατιωτικού ηγέτη, γεγονός που από τη μία εμψύχωνε τους διστακτικούς Ελληνες αλλά από την άλλη βεβαίως προβλημάτιζε τους εφησυχασμένους κοτζαμπάσηδες. Η φήμη αυτή του Κολοκοτρώνη καθώς και οι επιτυχίες του στις αψιμαχίες των πρώτων ημερών στάθηκαν σωτήριο αντίβαρο για την απειρία των Ελλήνων σε πολεμικές συγκρούσεις εναντίον οργανωμένων στρατευμάτων.
Σχεδόν από την πρώτη στιγμή των εχθροπραξιών οι Τούρκοι είχαν οχυρωθεί στα κάστρα των παραλίων της Πελοποννήσου και στην Τριπολιτσά. Μόνος ανάμεσα στους έλληνες οπλαρχηγούς, ο Κολοκοτρώνης υποστήριζε το σχέδιο πολιορκίας της Τριπολιτσάς, το οποίο δικαίως ταύτιζε με την εδραίωση της επανάστασης. Τελικά, στο πολεμικό συμβούλιο που έλαβε χώρα στο χωριό Πάπαρι, οι οπλαρχηγοί αποφάσισαν να διορίσουν αρχιστράτηγο τον Πέτρο Μαυρομιχάλη και να ακολουθήσουν το πολεμικό σχέδιο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Το σχέδιο του Κολοκοτρώνη ήταν, όπως αναφέρει ο Μέντελσον Μπαρτόλντι στην Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, «να σχηματισθή ευρύ πολιορκητικόν ημικύκλιον περί την Τρίπολιν, να κυκλωθή δε η πόλις και από των περιβαλλόντων το οροπέδιον βουνών· είτα να συσφιγχθή ολονέν στενότερον η ολεθρία ζώνη περί την πόλιν, μέχρις ου καταστή αναπόφευκτος η καταστροφή».
Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης παρέταξε τους άνδρες του νοτιοδυτικά της πόλης, κοντά στο Βαλτέτσι, πάνω στο όρος Μαίναλο. Κατόρθωσε δε επανειλημμένως να εμψυχώσει τους πολιορκητές, ιδιαίτερα μετά τη δυσκολία που προκάλεσε η απόσπαση του Μουσταφά Πασά από την Ηπειρο και η κάθοδός του στην Πελοπόννησο. Ο Μουσταφά κατευθύνθηκε αρχικά προς την Πάτρα, την άφησε όμως γρήγορα πίσω του, αφού ο Πασάς της Εύβοιας, Γιουσούφ, είχε ήδη τρέψει σε φυγή τους Ελληνες που τους διοικούσαν ο Ανδρέας Λόντος και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και είχε παραδώσει την πόλη στη λεηλασία των στρατιωτών του. Ο Μουσταφά Πασάς προχώρησε κατά μήκος του Κορινθιακού κόλπου, πυρπόλησε το Αίγιο, κατατρόπωσε το πολιορκητικό σώμα που βρισκόταν μπροστά στον Ακροκόρινθο υπό τις διαταγές του Παπαφλέσσα, και μέσω των Δερβενακίων πέρασε προς το Αργος, έλυσε την πολιορκία του Ναυπλίου και εισήλθε στην Τριπολιτσά. Οπως ήταν λογικό, η άφιξη του Μουσταφά καταρράκωσε το ηθικό των πολιορκητών, γεγονός που προσπάθησε να εκμεταλλευτεί ο Μουσταφά επιχειρώντας αμέσως έξοδο από την Τριπολιτσά προς το Βαλτέτσι.
Εκεί όμως βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και περίπου 2.500 άνδρες: 1.000 που βρίσκονταν ήδη στο Βαλτέτσι, 700 που ακολούθησαν τον Κολοκοτρώνη από το αρχηγείο του στο Χρυσοβίτσι και περίπου 800 που διοικούσε ο Πλαπούτας. Αλλες πηγές ανεβάζουν τον αριθμό των τουρκικών στρατευμάτων στις 5.000 και άλλες στις 13.000. Η μάχη του Βαλτετσίου έληξε με τη συντριβή των τουρκικών δυνάμεων στις 13 Μαΐου. Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης αναφέρει: «Εκείνος ο πόλεμος εστάθη η ευτυχία της πατρίδος· αν εχαλιώμεθα εκινδυνεύαμε να κάμωμε ορδί πλέον... Δώδεκα-δεκατρείς Μαΐου ήταν. Είκοσι τρεις ώρες εβάσταξε ο πόλεμος». Η νίκη των ελλήνων επαναστατών στο Βαλτέτσι ήταν πολύ σημαντική για το ηθικό τους και ανάγκασε τους Τούρκους που είχαν απομείνει στην Τριπολιτσά να περιοριστούν στην άμυνα, ιδιαίτερα καθ' ότι δύο περαιτέρω απόπειρές τους, στα Βέρβενα και στα Δολιανά, απέβησαν επίσης μάταιες.
Η Τριπολιτσά τελικά έπεσε στις 23 Σεπτεμβρίου, ύστερα από έξι μήνες πολιορκία. Η διχόνοια όμως που ταλάνιζε τις τάξεις των Ελλήνων, ιδιαίτερα μετά την άφιξη του Δημητρίου Υψηλάντη στην Πελοπόννησο στις αρχές Ιουνίου, δεν έμοιαζε να υποχωρεί, όπως μαρτυρούν τα λόγια που φέρεται να είπε ο αιχμάλωτος Κιαμίλ Μπέης, μετά την παράδοση των Τούρκων: «Η Τουρκία, καθώς βλέπω, δεν θα μπορέσει να σας υποτάξει όπως πρώτα, αν είστε ενωμένοι και έχετε ένα κεφάλι. Αλλά μη νομίσετε ότι ενικήσατε την Τουρκία, διότι εκυριεύσατε την Τριπολιτσά. Ολόκληρη η Τουρκία δεν κόβεται, και κοιμισμένη ακόμα, μήτε σε πενήντα χρόνια».
Μετά την πτώση της Τριπολιτσάς, καθώς και των φρουρίων της Μονεμβασιάς και του Νεοκάστρου, ο Κολοκοτρώνης πρότεινε στο πολεμικό συμβούλιο την άμεση πολιορκία της Πάτρας. Οι πρόκριτοι της Αχαΐας όμως, πρωτοστατούντων του Ανδρέα Ζαΐμη και του Παλαιών Πατρών Γερμανού, συνειδητοποίησαν ότι ο Κολοκοτρώνης αποκτούσε ολοένα μεγαλύτερη δύναμη και διεμήνυσαν στον Δημήτριο Υψηλάντη ότι δεν επιθυμούσαν τη βοήθεια του Κολοκοτρώνη αλλά μπορούσαν μόνοι τους να απαλλαγούν από τους Τούρκους της Πάτρας. Επειτα από πολλές αμφιταλαντεύσεις και διαφωνίες ανετέθη τελικά στον Κολοκοτρώνη η πολιορκία της Πάτρας, δίχως όμως ουσιαστική βοήθεια. Ο Κολοκοτρώνης, με μόλις 600 άνδρες και πικραμένος από τις συνωμοσίες που γνώριζε ότι υπήρχαν, παραιτήθηκε από την πολιορκία στις 23 Ιουνίου 1922. Τότε ήταν όμως που φάνηκε ο πραγματικά μεγάλος κίνδυνος για τη νεαρή επανάσταση των Ελλήνων.
Η στρατιά του Πασά της Δράμας Μαχμούτ, του επονομαζόμενου Δράμαλη, συγκεντρώθηκε και προετοιμάστηκε στην Ηπειρο, μετά την ήττα του εξεγερμένου Αλή Πασά. Ο νικητής Χουρσίτ Πασάς, που είχε καταπνίξει την εξέγερση, είχε πέσει στη δυσμένεια του Σουλτάνου και έτσι σερασκέρης (δηλαδή αρχιστράτηγος) ανακηρύχθηκε ο Δράμαλης. Ο Μέντελσον Μπαρτόλντι και πάλι περιγράφει το πλήθος της στρατιάς: «Είκοσι τέσσαρες χιλιάδες πεζοί,εξακισχίλιοι ιππείς και ισχυρόν πυροβολικόν απετέλουν αυτήν· από του έτους δε 1715, ότε ο Αλή Κουμουρτζής διέβη τον Σπερχειόν, απερχόμενος όπως ανακτήση Μωρέαν από τους Ενετούς, ουδέποτε είχεν ίδει η Ελλάς τοιαύτην στρατιωτικήν πομπήν...».
Χωρίς αντίσταση η στρατιά του Δράμαλη έφτασε στη Βοιωτία, λεηλάτησε την πεδιάδα της Κωπαΐδας, έκαψε τη Θήβα και επέβαλε φρικτά αντίποινα στην Αττική. Καθώς ο Δράμαλης προήλαυνε προς τον Ισθμό, αντιλήφθηκε ότι οι Ελληνες είχαν εγκαταλείψει αμαχητί τα στενά των Γερανείων και φαίνεται ότι η αλαζονεία του, η οποία ήδη ήταν μεγάλη λόγω του διορισμού του, εντάθηκε ακόμη πιο πολύ. Οταν μάλιστα βρήκε εγκαταλειμμένο και το φρούριο του Ακροκόρινθου, πίστεψε, καθώς φαίνεται, πως κάθε αντίσταση είχε εκλείψει και ότι ο ίδιος ήταν πλέον ο αδιαμφισβήτητος νικητής της Πελοποννήσου και ο καταστολέας της επανάστασης των Ελλήνων.
Στην Κόρινθο ο Δράμαλης συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο, κατά το οποίο πολλοί αξιωματούχοι με επικεφαλής τον Γιουσούφ Πασά συμβούλευσαν τον Δράμαλη να χρησιμοποιήσει την Κόρινθο ως βάση και ορμητήριο και να χτίσει εκεί αποθήκες για πολεμοφόδια. Με τη βοήθεια μάλιστα του τουρκικού στόλου στον Κορινθιακό και στον Σαρωνικό κόλπο, η Πελοπόννησος θα αποκλειόταν εντελώς, αφήνοντας εκτεθειμένους τους επαναστάτες της Στερεάς. Τότε, με την Κόρινθο ως ασφαλή έδρα, ο Δράμαλης θα μπορούσε να αποστείλει εκστρατευτικά σώματα για να καταλάβουν την Τριπολιτσά και, εν τέλει, τη Μάνη.
Ο Δράμαλης όμως, καθώς είχε φτάσει ως την Κόρινθο δίχως αντίσταση, ήταν πια πεπεισμένος για την πολεμική ανικανότητα των αντιπάλων του. Μολονότι λοιπόν ελάχιστα γνώριζε τη μορφολογία της Πελοποννήσου, δεν άκουσε τη συμβουλή των αξιωματούχων του και διέταξε σχεδόν αμέσως να προελάσει σύσσωμη η στρατιά προς το Ναύπλιο, να ανεφοδιαστεί εκεί από τον τουρκικό στόλο και τότε να επιτεθεί στην Τριπολιτσά.
Ο συντομότερος δρόμος για το Ναύπλιο ήταν μέσω των στενών περασμάτων των Δερβενακίων. Οι Ελληνες ωστόσο δεν προέβλεψαν να υπερασπιστούν τα περάσματα, τυφλωμένοι καθώς ήταν από τον όγκο της εκστρατείας του Δράμαλη. Ετσι ο τούρκος αρχιστράτηγος πέρασε τα στενά χωρίς μάχη και έφτασε στο Αργος. Τόσο ικανοποιημένος ήταν μάλιστα από την πορεία του ως εκείνο το σημείο, ώστε εγκατέλειψε τα Δερβενάκια και τα χωριά που δέσποζαν στις πλαγιές τους δίχως φρουρά, αφήνοντας έτσι εκτεθειμένη τη γραμμή υποχώρησής του. Η εμπροσθοφυλακή της τουρκικής στρατιάς, υπό τον Πασά του Αργους, έφτασε στο Ναύπλιο, το οποίο ήδη διαπραγματευόταν την παράδοσή του στους Ελληνες, και αποπειράθηκε να το ανεφοδιάσει, λίγα όμως μπορούσε να κάνει, καθώς το κύριο σώμα της στρατιάς είχε ήδη αρχίσει να μην έχει αρκετά εφόδια: ο Δράμαλης είχε υπερτιμήσει την πειθαρχία του τουρκικού στόλου, ο οποίος αγνόησε τις διαταγές και αντί να καταπλεύσει στο Ναύπλιο περιέπλευσε τον Αργολικό κόλπο και κατευθύνθηκε προς την Πάτρα. Η στρατιά του Δράμαλη βρέθηκε στρατοπεδευμένη κοντά στο Αργος, περικυκλωμένη από βουνά, με τα εφόδια να λιγοστεύουν. Φαίνεται μάλιστα ότι εκείνο το καλοκαίρι του 1822 ήταν ιδιαίτερα θερμό, ώστε είχαν καταστραφεί τα σιτηρά και πολύ σύντομα τα άλογα του τουρκικού ιππικού δεν έβρισκαν ούτε τροφή ούτε νερό.
Εν τω μεταξύ ο Υψηλάντης και περίπου 700 άνδρες έσπευσαν να ενισχύσουν το οχυρό φρούριο του Αργους, Λάρισα, το οποίο ως τότε υπερασπιζόταν με λίγους άνδρες ο μανιάτης οπλαρχηγός Καραγιάννης. Ηταν προφανές ότι με την αύξηση των υπερασπιστών τα εφόδια θα τελείωναν γρηγορότερα και συνεπώς η Λάρισα θα υποτασσόταν στον Δράμαλη. Ο Δράμαλης από την άλλη γνώριζε ότι δεν ήταν δυνατόν να στραφεί προς την Τριπολιτσά δίχως να καταλάβει τη Λάρισα και έτσι οι Ελληνες πέτυχαν τον στόχο τους, δηλαδή να κρατήσουν την τουρκική στρατιά κοντά στο Αργος.
Οσο ο τουρκικός στρατός πολιορκούσε τη Λάρισα του Αργους ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αγωνιζόταν να συγκεντρώσει αρκετούς άνδρες. Πολλοί έχουν επιτημήσει τον Γέρο του Μοριά για τις μεθόδους που χρησιμοποίησε σε αυτή του την προσπάθεια, οι οποίες φαίνεται ότι ήταν πράγματι σκληρές αλλά απαραίτητες. Στα τέλη Ιουλίου ξεκίνησε ο Κολοκοτρώνης από την Τριπολιτσά διακηρύσσοντας ότι όποιος ικανός να φέρει όπλα βρισκόταν στην πόλη ύστερα από δύο ώρες θα τουφεκιζόταν αμέσως. Ο Κολοκοτρώνης κατέλαβε τα στενά περάσματα που οδηγούν προς την Κόρινθο, οι δε έγκλειστοι στη Λάρισα κατόρθωσαν, λίγες ημέρες αργότερα, να εγκαταλείψουν το φρούριο, καθ' ότι ο σκοπός τους είχε επιτευχθεί. Η κύρια δύναμη των Ελλήνων είχε καταφύγει στους Μύλους, στα δυτικά της πόλης του Αργους.
Χάνοντας σιγά σιγά τις ελπίδες του ότι ο στόλος θα καταφθάσει στο Ναύπλιο, ο Δράμαλης άρχισε να συνειδητοποιεί πως η μόνη λύση στην έλλειψη εφοδίων ήταν η υποχώρηση και αυτήν προσπάθησε να οργανώσει με πανουργία. Εστειλε λοιπόν τον χριστιανό γραμματέα του στο στρατόπεδο των Ελλήνων για να τους προσφέρει αμνηστία. Οπως το περίμενε, οι Ελληνες αρνήθηκαν και τότε ο γραμματέας τούς συμβούλευσε τάχα φιλικά ότι έπρεπε να σπεύσουν να φυλάξουν τα περάσματα προς την Τριπολιτσά, διότι η στρατιά του Δράμαλη ετοιμαζόταν να ξεκινήσει. Η στρατηγική σκέψη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη όμως προέβλεψε για ακόμη μία φορά την αδυναμία του αντιπάλου του· ήταν προφανές ότι δίχως εφόδια η τουρκική στρατιά δεν θα μπορούσε να πορευθεί προς την Τριπολιτσά και ότι επρόκειτο απλώς για αντιπερισπασμό. Ο Κολοκοτρώνης προσπάθησε να επιβάλει τη γνώμη του στο πολεμικό συμβούλιο, ότι δηλαδή το σημαντικό ήταν να εμποδιστεί η υποχώρηση του Δράμαλη προς την Κόρινθο. Καθώς όμως για άλλη μια φορά το συμβούλιο ήταν δύσπιστο απέναντι στις παραινέσεις του, ο Κολοκοτρώνης άφησε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού στους Μύλους και με ένα μικρό σώμα εγκαταστάθηκε στο χωριό Αγιος Γεώργιος, το οποίο δεσπόζει στα στενά των Δερβενακίων. «Πηγαίνει να ξαναγίνει κλέφτης στα βουνά και να πιάση τα κορφοβούνια και τους Αηλιάδες...» λέγεται ότι είπε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης με περιφρόνηση.
Στις 26 Ιουλίου από το στρατόπεδο του Δράμαλη ακούστηκαν οι πυροβολισμοί που ανήγγειλαν την εκκίνηση της μεγάλης στρατιάς. Λέγεται ότι τότε ο Κολοκοτρώνης μίλησε στους Ελληνες, διηγούμενος ότι στο όνειρό του η ίδια η θεά Τύχη τον είχε βεβαιώσει για τη νίκη. Τόσο σίγουρος ήταν μάλιστα, ώστε λέγεται ότι είπε: «Εχω τόσην βεβαιότητα να σας ειπώ να μην πάρετε ούτε τα άρματά σας, για να πάρωμε των Τούρκων. Σήμερα ο καθένας από εμάς θα καταδιώκη πολλούς...». Για να κρύψει μάλιστα τον μικρό αριθμό των συμπολεμιστών του - υπολογίζονται σε περίπου 2.300 άνδρες - ο έλληνας οπλαρχηγός κατέφυγε σε ένα «κλέφτικο» τέχνασμα: Αφού παρέταξε σχεδόν όλους τους άνδρες του στην πλαγιά όπου βρισκόταν το χωριό Αγιος Σώστης, ο ίδιος, μαζί με τους ηλικιωμένους και τους άμαχους, πήγε απέναντι στον Αγιο Γεώργιο και, αφού μάζεψε ολόγυρα όσο περισσότερα ζώα μπορούσε για να κάνουν φασαρία, κρέμασε κάπες, φέσια και σημαίες από διάφορα ξύλα, ώστε από μακριά να φαίνεται ότι εκεί ενέδρευε ανυπόμονος στρατός.
Το πρώτο τμήμα της τουρκικής στρατιάς, η εμπροσθοφυλακή των Αλβανών, πέρασε τα στενά δίπλα από τον «πλαστό» στρατό του Κολοκοτρώνη, δίχως σημαντικές απώλειες. Το δεύτερο όμως κατατροπώθηκε. «Από εκάστου λόφου», κατά τον Μπαρτόλντι, «ανεπήδων ένοπλοι Ελληνες και καπνός πυρίτιδος κατεκάλυψε όλας τας κλιτύς του όρους. Οι Τούρκοι ιππείς,υποχωρήσαντες τάχιστα, προσεπάθησαν να αναβώσι την δεξιάν όχθην του χειμάρρου, αφ' ης ανελίσσεται η ανωφέρεια του Αγίου Σώστη. Οι πεζοί παρηκολούθουν όπως ηδύναντο, τα όπλα δε και αι αποσκευαί και παν ό,τι παρεκώλυε την πορείαν απερρίφθησαν. Αλλ' οι Ελληνες έσπευδον διώκοντες τους φεύγοντες και το λαμπρόν όνειρον του Κολοκοτρώνη ήρχιζε να πραγματοποιήται».
Και θα είχε πράγματι πραγματοποιηθεί το όνειρο, αν οι οπλαρχηγοί που είχε καλέσει ο Κολοκοτρώνης είχαν καταφθάσει εγκαίρως. Ο μόνος που απάντησε στο κάλεσμα ήταν ο Νικηταράς ο «Τουρκοφάγος», με τους άνδρες του οποίου όμως είχαν ενωθεί και αυτοί του Παπαφλέσσα και του Υψηλάντη. Ο Νικηταράς έσπευσε να ανακόψει την υποχώρηση των Τούρκων προς την Κόρινθο και έτσι στη χαράδρα μπροστά στον Αγιο Σώστη οι Τούρκοι άφησαν περισσότερους από 3.000 νεκρούς. Η δε μεγάλη τουρκική στρατιά διασπάστηκε και ένα μέρος της κατέφυγε στην Κόρινθο, ενώ το άλλο γύρισε πίσω στο Αργος, όπου ο Δράμαλης παρέμεινε άπραγος για μία ημέρα, προσπαθώντας να συνέλθει από την πανωλεθρία.
Ηταν όμως αδύνατον να παραμείνει άλλο η τουρκική στρατιά στο Αργος, δίχως εφόδια. Μη θέλοντας ασφαλώς να δοκιμάσει την τύχη του από το ίδιο πέρασμα, ο τούρκος αρχιστράτηγος επέλεξε το πέρασμα του Αϊνορίου, ανατολικότερα από το σημείο όπου είχε ηττηθεί το πρώτο τμήμα της στρατιάς του. Το ελληνικό πολεμικό συμβούλιο, υπό την καθοδήγηση του Κολοκοτρώνη, είχε βεβαίως εκπονήσει σχέδιο για αυτή την περίπτωση, το οποίο όμως δεν εκτελέστηκε σωστά. Το σχέδιο ήθελε τους Ελληνες που ως τότε είχαν στρατοπεδεύσει στους Μύλους να χτυπήσουν τα νώτα του Δράμαλη, μόλις αυτός άφηνε πίσω του το Αργος. Αντ' αυτού, τους Ελληνες προσήλκυσαν τα λάφυρα του εγκαταλειμμένου τουρκικού στρατοπέδου και άφησαν τα νώτα του Δράμαλη ανενόχλητα.
Ο Νικηταράς και ο Υψηλάντης βέβαια επιτέθηκαν στους Τούρκους από τον Αγιο Σώστη, ο δε Παπαφλέσσας από το Αϊνόρι, οι τούρκοι ιππείς όμως κατόρθωσαν να ανοίξουν δρόμο, καθώς δεν τους κατεδίωκε κανένας. Τα σώματα που έστειλε ο Κολοκοτρώνης, υπό τη διοίκηση του γιου του, Γενναίου Κολοκοτρώνη, και του Πλαπούτα, έφτασαν πολύ αργά, ώστε μεγάλο μέρος της τουρκικής στρατιάς διέφυγε, αφήνοντας πίσω μόλις 1.000 νεκρούς. Ηττημένος και καταδιωκόμενος ο μεγάλος σερασκέρης έφτασε στην Κόρινθο.
Ο Κολοκοτρώνης διέταξε να φυλαχθούν όλα τα περάσματα προς τη Δυτική Πελοπόννησο ή προς τη Στερεά τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τον ανεφοδιασμό της Κορίνθου. Υστερα από λίγο ό,τι είχε απομείνει από τη λαμπρή τουρκική στρατιά άρχισε να υποκύπτει στην πείνα και στις αρρώστιες που επέφερε η στέρηση. Και ο ίδιος ο τρομερός Δράμαλης, ο «κατακτητής της Πελοποννήσου», πέθανε στην Κόρινθο, εξουθενωμένος.
ΤΟ ΒΗΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου