Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010

Αφιέρωμα για την 25 Μαρτίου


Του Χρίστου Κράππα
Σε λίγες μέρες, γιορτάζουμε την εθνική μας επέτειο έναρξης της επανα-στάσεως για την απελευθέρωση της Πατρίδας μας Ελλάδας από την Τουρκοκρατία.
Το 2007 είχα δημοσιεύσει το άρθρο που ακολουθεί, και αντί χιλιοειπωμένων λόγων, επέλεξα να αντιγράψω τα κείμενα εκεί-νης της εποχής που περιγράφουν την Σύλληψη, δίκη και φυλάκιση του Κολοκοτρώνη. Τα κείμενα αυτά, είναι άγνωστα στον πολύ κόσμο και δυστυχώς απουσιάζουν και από τα επίσημα αναγνωστικά των Ελληνικών Σχολείων.
Και πώς να μην απουσιάζουν άλλωστε, αφού, ακόμη και τη λέξη «Εθνι-κής» που χαρακτήριζε το Υπουργείο Παιδείας διεγράφη παντελώς από το λογότυπό του αφού «ενοχλεί» την κ. Δραγώνα και όλη την κουστωδία περί αυτήν, μια θράκα εθνομηδενιστών που κόπτονται για την μη ενόχ-ληση των λαθρομεταναστών σε βάρος και ενάντια στη θέληση του 95% των Ελληνοπαίδων.
Από τη θέση δε αυτή, ήθελα να ρωτήσω όλους αυτούς από τη θράκα των εθνομηδενιστών που ονειρεύονται την αναβίωση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αν, λέγω αν, γνωρίζουν έστω και ένα κτήριο ή μια πόλη που ίδρυσαν ή ανοικοδόμησαν ή επέτρεψαν να ανοικοδομηθεί, οι κατακτητές Τούρκοι από τον 14ο αιώνα που βρίσκονται στην περιοχή μας μέχρι τις πύλες της Βιέννης μέχρι τα σήμερα.
Απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα δεν υπάρχει. Στις ίδιες πόλεις τις δικές μας μένουν. Στα δικά μας σπίτια κατοικούν. Τις δικές μας εκκλη-σίες μετέτρεψαν σε στάβλους. Όποιο κτήριο έχει ανεγερθεί σ’ όλες τις χώρες των Βαλκανικών χωρών, κτίσθηκε μετά την απελευθέρωσή τους από τον Τουρκικό ζυγό.
Έγραφα λοιπόν το 2007 ως αφιέρωμα στην Εθνική μας επέτειο:
«τα εγγύτατα της ξυμπάσης γνώμης των αληθώς λεχθέντων »
[Θουκυδίδης 1.22]
Σύλληψη, φυλάκιση και δίκη του Κολοκοτρώνη
Τούτη τη χρονιά, για τον εορτασμό της εθνικής μας επετείου σε μνήμη του αγώνα μας του 1821 για την ανεξαρτησία του Έθνους μας από τους Τούρκους, είναι περισσότερο παρά ποτέ επιβεβλημένο τού-το το μικρό αφιέρωμα. Το οφείλουμε στους κοντινούς προγόνους μας που αγωνίσθηκαν. Το οφείλουμε στην Εθνική μας μνήμη που πρέπει να είναι συνεχώς παρούσα σε κάθε περίπτωση για τα μέλλοντα να συμβούν. Το οφείλουμε στους νεαρούς βλαστούς μας, τους Ελληνόπαιδες, ευέλπιδες της συνέχειάς μας ως Έθνους. Το οφείλουμε στην ανιστόρητη (χαρακτηρισμός της Ακαδημίας Αθηνών) αυτή συγγραφική ομάδα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου με επικεφαλής την κ. Μαρία Ρεπούση επικούρησα καθηγήτρια της Ιστορίας που επελέγη το 2003 για να συγγράψει το ελεεινό αυτό βιβλίο που το επιγράφουν «Ιστορία ΣΤ΄ Δημοτικού».
Μάλιστα, η συγγραφική αυτή ομάδα, είναι τόσο συνεπής με τον εαυτό της και τα έργα της, που ενώ όλα τα βιβλία όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης, Δημοτικού, Γυμνασίου και Λυκείου, αναγράφουν στο εξώφυλλό τους : «ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ», αυτό το βιβλίο έχει κόψει τη λέξη «ΕΘΝΙΚΗΣ» από τον τίτλο αυτό. Δηλαδή, εκτός από την παραποίηση της ονομασίας του ημετέρου Υπουργείου μας, δηλώνουν απερίφραστα ότι αυτή η Ιστορία δεν είναι Εθνική!!!
Έκρινα λοιπόν σκόπιμο και επιβεβλημένο το μικρό αυτό αφιέ-ρωμα για δύο λόγους. Πρώτον γιατί η ταπεινότητά μου είναι, να είμαι δάσκαλος των Μαθηματικών με έφεση να διδάσκω στους μαθητές μου και την αρετή των Ελλήνων που έρχεται από τα βάθη των αιώνων αρχής γενομένης από τα κείμενα της Ιλιάδας και Οδύσσειας, του Θουκυδίδη και του Αριστοτέλη, και δεύτερον γιατί κατάγομαι από την καρδιά της επαναστατημένης Πατρίδας μας τότε την Πελοπόννησο, με απευθείας προγόνους, εκ πατρός και μητρός, μικρούς οπλαρχηγούς υπό τις διαταγές του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα που έλαβαν μέρος σε όλες της μάχες του απελευθερωτικού αγώνα, αρχής γενομένης από τη μάχη στο Βαλτέτσι (πρώτη μάχη και νίκη των Ελληνικών όπλων), την εν συνεχεία πολιορκία και άλωση της Τριπολιτσάς, τα Δερβενάκια, μέχρι τις τελευταίες μάχες με τον Ιμπραήμ. (Για την προσφορά τους αυτή τους απενεμήθη το 1825 ο βαθμός του Ταξιάρχου.)
Σε λίγες μέρες γιορτάζουμε την 25η Μαρτίου ως μέρα μνήμης της απελευθέρωσης των Ελληνικών εδαφών, από τους Τούρκους, των κατεχομένων από χιλιάδες χρόνια αδιάσπαστα από Έλληνες. Θε-ώρησα καθήκον και ιερά υποχρέωσή μου, όπως προείπα, αυτό το μικρό αφιέρωμα στους χιλιάδες ανώνυμους και επώνυμους αγωνισ-τές αυτού του έργου της απελευθέρωσης. Εκφραστής και αρχηγός όλων αυτών, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Έκρινα, αντί άλλων χιλιοειπωμένων λόγων μνήμης, να παραθέ-σω δύο ιστορικές στιγμές που επιφύλαξαν οι ελευθερωμένοι Έλληνες στους απελευθερωτές τους. Και δεν είμαι εντεταλμένος και χρηματο-δοτούμενος από κανέναν όπως η συγγραφική αυτή ομάδα, αλλά ενε-τετάλμην για τούτη τη γραφή από την Ελληνική μου συνείδηση και το αίμα των Ελλήνων αγωνιστών που το έχυσαν, όπως οι ίδιοι διηγούνται, για του Χριστού την πίστη την Αγία και της Πατρίδος την Ελευθερία. Κατευθείαν λοιπόν στις αυθεντικές πηγές και όχι στις Ρεπούσιες παραποιήσεις, εγκληματικές παραλήψεις και εν τέλει ιστορικά εξαμβλώματα.
Και θ’ αντιγράψω δύο μικρά αποσπάσματα όπως τα διέσωσαν οι πρωταγωνιστές των δύο αυτών στιγμών, ο Γεώργιος Τερτσέτης δι-καστής του Κολοκοτρώνη που δικαίως, τιμίως και εν τέλει ηρωικώς, μειοψήφησε στην παρωδία δίκης, και ο Φωτάκος γραμματικός του Κολοκοτρώνη καθ’ όλη τη διάρκεια του Απελευθερωτικού Αγώνα. Η αφήγηση στα αποσπάσματα είναι σχεδόν ξερή – και σου σκίζουν την καρδιά, αν έχεις καρδιά να σκιστεί.
Ο Κολοκοτρώνης μετά το τέλος της επανάστασης και του νικη-φόρου αγώνα κατά των βαρβάρων κατακτητών Τούρκων, ησύχαζε μόνος καλλιεργώντας λάχανα και περιποιούμενος τα δέντρα, σε μικ-ρό αγροτικό οικίσκο που βρισκόταν μεταξύ Ναυπλίου και Άργους οι οποίες πόλεις απέχουν μεταξύ των περί τα 10 χιλιόμετρα. Την νύχτα μεταξύ 6ης και 7ης Σεπτεμβρίου του 1833, από το φρούριο του Ναυπλίου Παλαμήδι, κατόπιν εμπιστευτικής και αυστηροτάτης άνωθεν διαταγής, και συγκεκριμένα από τον Υπουργό των Στρατιωτικών της τότε Αντιβασιλείας, ο μοίραρχος Κλεώπας με απόσπασμα από σαράντα χωροφύλακες εξήλθε του φρουρίου και οδήγησε αυτούς με όλες τις επιβαλλόμενες της αποστολής προφυλάξεις, μπροστά από τον μικρό οικίσκο. Και τώρα ας αφήσουμε τους υπέροχους αυτούς άντρες που διέσωσαν την ιστορική αυτή στιγμή να μας την αφηγηθούν:
Η σύλληψη του Κολοκοτρώνη
«Ητο λοιπόν μεσονύκτιον όταν ο Κλεώπας με τους χωροφύλα-κας έφθασε προ της θύρας του ερημητηρίου εκείνου, του εγκλείοντος τον προγεγραμένον αγωνιστήν. Απόλυτος ηρεμία εβασίλευεν εις τα πέριξ. Τα παράθυρα του οικίσκου ήσαν κλειστά. Ουδ’ ίχνος ζωής. Ο προγραφείς δεν είχεν ούτε καν ένα σκύλλον, ίνα τον ειδοποιήση ότι κατ’ εκείνην την ώραν ευρίσκετο εν διωγμώ. Άλλος τις προ της μελαγχολικής εκείνης ηρεμίας των πάντων ευρισκόμενος, θα εδίσταζεν ίσως να ταράξη τον ύπνον γέροντος, όστις οσάκις επί πεντηκονταετίαν ηγρύπνησεν, ίνα καθαρίση το έδαφος του νεαρού Βασιλείου από τους Τούρκους.
Άλλ’ ο Κλεώπας είχε λάβει από τον Υπουργόν των Στρατιωτικών εμπιστευτικάς και αυστηροτάτας διαταγάς. Διέταξε λοιπόν ευθύς τους χωροφύλακας να κυκλώσωσι τον οικίσκον και να ετοιμάσωσι τα όπλα των. Αυτός δε έκρουσεν ισχυρώς την θύραν.
Μετ’ ολίγα λεπτά το μικρόν παράθυρον ήνοιξε. Οι χωροφύλακες ετοιμάζονται προς άμυναν, νομίσαντες ότι θα ήστραπτον εκεί καρυοφύλλια ανταρτών. Άλλ’ αντί τούτων εφάνη η πολιά κεφαλή του ημιγύμνου γέροντος, όστις περιφέρων το αέτειον βλέμμα του ηρώτησε με την βροντώδη φωνήν του:
-- Ποίος είνε;
-- Εγώ! Ο Μοίραρχος, ο Κλεώπας…
-- Και τι ζητείς;
-- Έχω διαταγήν να κάμω έρευναν. Εδώ μέσα είνε οπλοφόροι και όπλα.
Ο Κολοκοτρώνης εκάγχασεν, αλλ’ έσπευσεν αμέσως ν’ ανοίξη την θύραν και έπεσε πάλιν εις την κλίνην του, αφήσας ελεύθερον τον Κλεώπαν να ερευνήση. Οι χωροφύλακες εισορμήσαντες ηρεύνησαν πανταχού. Η ελπίς ευρέσεως όπλων και οπλοφόρων ήτο φρούδη. Εύ-ρον μόνον εν σπαθί, εν τουφέκι και μίαν πιστόλαν ανήκοντα εις αυτόν τον Κολοκοτρώνην, τα οποία και κατέσχον. Αυτά ήσαν τα όπλα τα οποία έλαβον τοσάκις το βάπτισμα του πυρός και τοσάκις εδόξασαν την μαχομένην πατρίδα.
Εν τέλει ο Κλεώπας ανήγγειλεν εις τον γέροντα, ότι διαταγή της Αντιβασιλείας διατελεί υπό κράτησιν και να ενδυθή, διότι θα τον οδη-γήση εις την φυλακήν!
Ο Κολοκοτρώνης επήδησεν από της κλίνης και ήρξατο να ενδύ-εται, τότε δε μόλις προσέξας εις το πλήθος της ενόπλου δυνάμεως είπε πικρώς σαρκάζων προς τον Κλεώπαν:
-- Τι εχρειάζετο τόσος στρατός; Έφτανε να μου στείλουν ένα σκυλλί μαλλιαρό, από εκείνα που κάνουν θελήματα, μ’ ένα γράμμα να πάω στ’ Ανάπλι και μ’ ένα φανάρι στο στόμα του για να μας φέγγη και των δυό μας…..
Εν τω μεταξύ ο Κλεώπας είχε συνάξη από τα κιβώτια και τα ερμάρια της οικίας όλα τα έγγραφα άτινα, εσφράγισεν ενώπιον του Κολοκοτρώνη. Εκείνος όμως τελείως αδιαφορών δι’ όλα ταύτα ητοιμάσθη και πρώτος εξήλθε, καλών τους στρατιώτας εις εκπλήρωσιν των ανεξηγήτων δι’ αυτόν διαταγών. Οι χωροφύλακες τον περιεστοίχισαν και συνοδία σιωπηλή ηκολούθησε δια πλαγίων ατραπών την άγουσαν προς την Αρβανιτιάν (Παλαμήδι). Η νυχτερινή ηρεμία επηύξανε την τραγικότητα του σοβαρού γεγονότος.
Ο γέρων βαδίζων σύννους θα έστρεφε βεβαίως το βλέμμα προς τα Δερβενάκια (είναι πλησίον και ορατά), όπου άλλοτε συνέτριψε τας στρατιάς του Δράμαλη και προς τους κοπάνους των όπλων των χωροφυλάκων, οίτινες ήδη τοσούτον μυστηριωδώς τον απήγον δεσμώτην εις το πρετώριον, δι’ αιτίαν όλως άγνωστον εις αυτόν.»
Η απολογία του ως κατηγορουμένου για το αδίκημα της εσχάτης προδοσίας και η απόφαση της καταδίκης του.
« Ο Κολοκοτρώνης ενεφανίσθη κατηφής και εγκαρτερών. Συνηγόρους διώρισαν οι κατηγορούμενοι (συγκατηγορούμενος με το ίδιο αδίκημα ήταν και ο Δημήτριος Πλαπούτας) τον Π. Βαλσαμάκην και τον Χριστόδουλον Κλωνάρην.
Μετά τούτο ο γραμματεύς Ζώτος ανέγνωσε το κατηγορητήριον, του οποίου τα κεφάλαια ανέπτυξεν ο Πρόεδρος. Μετά δε την ανακε-φαλαίωσιν ο Πολυζωϊδης διέταξε να μείνη μόνον ο Κολοκοτρώνης, εις την εξέτασιν του οποίου ευθύς προέβη. Τα πρακτικά της δίκης εκράτει ο γραμματεύς του δικαστηρίου, εκ μέρους δε των κατηγορουμένων δύο νέοι, ο Νικόλαος Βαλσαμάκης, ανεψιός του συνηγόρου και ο Μιχ. Κ. Μιχαλόπουλος.
Εν μέσω γενικής συγκινήσεως ήρξατο η εξέτασις του γέροντος αρχιστρατήγου. (Πρακτικά, σελ. 58-61)
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ορκίζομαι να είπω την αλήθεια….
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Ορκίζομαι…
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πως ονομάζεσαι;
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόθεν κατάγεσαι;
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Από το Λιμποβίσι της επαρχίας Καρυταίνης.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόσων ετών είσαι;
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Εξήντα τεσσάρων. Εγγενήθηκα εις το 1770, Απριλίου 3.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι επάγγελμα έχεις;
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Στρατιωτικός. Κρατώ εις το χέρι μου τον σο-υλντάδον (τουφέκι) και πολεμώ υπέρ της Πατρίδος.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είπε τι απολογείσαι, δια την κατηγορίαν η οποία σου αποδίδεται;
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: ….(σε πολλές ερωτήσεις – απαντήσεις, τεκ-μηρίωσε ότι ουδεμία σχέση είχε με την κατηγορία)
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έχεις τίποτε άλλο να προσθέσεις εις την κατηγορί-αν;
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Δύο λόγια ακόμη. Μετά τον φόνον του Κυ-βερνήτου η πατρίδα μας ήταν χωρισμένη εις δύο. Εγώ άμα έμαθα τον διορισμόν του Βασιλέως μας έκαμα την σημαία του, αμέσως δε εγώ και οι φίλοι μου εκάμαμε αναφοράν εις την Βαυβαρίαν και εδείχναμε την αφοσίωσίν μας. Μόλις δε ήλθε ο Βασιλέας εσκόρπισα τους ανθρώπους μου και ησύχασα εις το περιβόλι μου. Τώρα με κατηγορούν. Αλλά διατί; Εγώ ν’ αντενεργήσω εις τον Βασιλέα μου και εις την Αντιβασιλείαν; Αλλά δεν γνωρίζετε και εσείς οι ίδιοι, κύριοι δικασταί, και όλοι οι Έλληνες τας προσπαθείας μου εις όλον αυτό το διάστημα της επαναστάσεως δια ν’ αποκτήση το έθνος κεφαλήν και να μου λείψουν οι φροντίδες; Τώρα όπου ο Θεός μας έδωσε Βασιλέα, εγώ είπα εις όλους τους φίλους μου: Τώρα είμαι ευτυχής. Θα κρεμάσω την κάππαν μου εις τον κρεμανταλά και θα πλαγιάσω εις την καλύβα μου δια να πεθάνω ήσυχος και ευχαριστημένος.
Και ειπών ταύτα ο Κολοκοτρώνης εκάθησεν εις το εδώλιον του κατηγορουμένου, εν μέσω γενικής συγκινήσεως.»
«ΤΟ ΔΙΑΤΑΚΤΙΚΟΝ ΤΗΣ ΤΡΟΜΕΡΑΣ ΘΑΝΑΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΕΝ ΝΑΥΠΛΙΩ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ.
(Με κενήν την θέσιν των υπογραφών του Προέδρου Πολυζωΐδου και του δικαστού Τερτζέτη, οίτινες καίτοι βιασθέντες δια των λογχών χωροφυλάκων δεν έστερξαν να υπογράψωσι την καταδίκην των ελευθερωτών της Πατρίδος.)
Α π ο φ α σ ί ζ ει
1ον -- Ο Δ. Πλαπούτας και ο Θ. Κολοκοτρώνης καταδικάζονται εις θάνατον, ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας, ήτοι των κακουργημάτων των ενδιαλαμβανομένων εις το άρθρον 2 του Εδαφίου Α και Γ του Εγκληματικού Απανθίσματος και εις το άρθρον 2 του από 9/21 Φεβρουαρίου 1833 Β. Διατάγματος, κατά τα αυτά άρθρα, εις τα δικαστικά έξοδα και των μαρτύρων εκ δρχ. 1.047,93, ήτοι χιλίας τεσσαράκοντα επτά και λεπτά ενεννήκοντα τρία.
2ον -- Η παρούσα απόφασις θέλει εκτελεσθή εις την εκτός του Φρουρίου Ναυπλίου πλατείαν.
3ον – Οι καταδικασθέντες κρίνονται άξιοι της Βασιλικής χάρι-τος, την οποίαν θέλει ζητήσει επισήμως το Δικαστήριον από την Α.Μ.
4ον – Αναβάλλεται η εκτέλεσις της παρούσης αποφάσεως μέχ-ρι της εκβάσεως της περί χάριτος αιτήσεως.
5ον – Ο Επίτροπος της Επικρατείας να εκτελέση την παρούσαν απόφασιν.
6ον – Αντίγραφον αυτής να κοινοποιηθή εις τον Επίτροπον της Επικρατείας.
Εξεδόθη και εδημοσιεύθη εν Ναυπλίω την 26ην Μαΐου του χιλι-οστού οκτακοσιοστού τριακοστού τετάρτου έτους.
Ο πρόεδρος
…………………. (ΠΟΛΥΖΩΙΔΗΣ)
Α. ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ
Δ. Κ. ΣΟΥΤΣΟΣ
Φ. ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
……………………(ΤΕΡΤΖΕΤΗΣ)
Ο Γραμματεύς
ΧΡ. ΖΩΤΟΣ
Αυτά είναι τα έργα και οι ημέρες των ελευθερωθέντων κατά των ελευθερωτών τους. Οι ευγενείς αυτοί αγωνιστές και ήρωες της ελευθερίας μας, δεν μπορούσαν να έχουν διαφορετική αντιμετώπιση από εκείνη των Ομηρικών ηρώων, του Παλαμήδη και του Αίαντα. Είναι κι αυτό μια απόδειξη της ίδιας καταγωγής μας. Στους σεμνούς αυτούς ήρωες και καταδικασθέντες εις θάνατον, έμελλε να τους δώσει χάρη ξένος. Ο Βαυαρός Όθωνας. Εμείς σήμερα σας ευχαριστούμε για την ελευθερία που μας δώσατε και σας ζητούμε ταπεινά και με δάκρυα, Συγνώμη.—
Δράμα 21.3.2007
Δημοσίευση στην εφημ. «Δραμινή»

ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΦΥΠΝΙΣΗ



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου