Γράφει ο κ. Σωτήρης Γεωργιάδης, Υποναύαρχος ε.α. (Η Ελληνική συμβολή στην Συμμαχική νίκη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου)
(Δημοσιεύεται χάρις την έγκριση του κ. Σωτήρη Γεωργιάδη τον οποίο και ευχαριστώ προσωπικά και για την γενικότερη βοήθεια του)
Με την εγκατάσταση τις στο Κάϊρο, η Ελληνική Κυβέρνηση βρήκε στην Αίγυπτο τα πρώτα στοιχεία που θα αποτελούσαν στη συνέχεια τον πυρήνα και τη βάση για την ανάπτυξη του Ελληνικού Στρατού Μέσης Ανατολής. Τα στοιχεία αυτά ήταν, κατά κύριο λόγο, η «Φάλαγξ Ελλήνων Αιγύπτου» (ΦΕΑ) και ένα τάγμα Πεζικού, το οποίο είχε συγκροτηθεί στην Αλεξάνδρεια από στρατεύσιμους και εθελοντές Έλληνες τις Αιγύπτου, με την ονομασία «Δωδεκανησιακό Τάγμα», Ακόμη υπήρχαν:
• Τρία συνεργεία περισυλλογής και επισκευής οχημάτων και πυροβόλων που προέρχονταν από λάφυρα, τα οποία, είχαν επανδρωθεί από Έλληνες τις Αιγύπτου.
• Ένα απόσπασμα από εκατόν δέκα ιππείς που είχαν σταλεί ενωρίτερα από την Ελλάδα στην Αίγυπτο για την παραλαβή ίππων, για τις ανάγκες του μαχόμενου τότε Ελληνικού Στρατού και τέλος
• Ένα απόσπασμα είκοσι πέντε οπλιτών παλαιών κλάσεων που είχαν φθάσει στη χώρα αυτή ως συνοδοί Ιταλών αιχμαλώτων.
Μια πολύ σημαντική ενίσχυση του Ελληνικού Στρατού Μ.Α., απετέλεσαν τα τμήματα της Ελληνικής Ταξιαρχίας Έβρου, τα οποία μετά την εισβολή των Γερμανών, που απέκοψε την Ταξιαρχία στη Θράκη, κατέφυγαν σε Τουρκικό έδαφος, όπως προέβλεπαν τα τότε επιτελικά Σχέδια. Οι Τουρκικές Αρχές αφόπλισαν την Ταξιαρχία, μόλις πέρασε τα σύνορα και ο Διοικητής της Υποστράτηγος Ι. Ζήσης, προτίμησε να αυτοκτονήσει, παρά να παραδώσει το όπλο του. Μετά από πολλές αναβολές και δυσκολίες, οι Τουρκικές Αρχές επέτρεψαν την μεταφορά της Ταξιαρχίας στην Αίγυπτο, όπου τον Ιούνιο 1941 έφθασαν συνολικά περί τους 1650 άνδρες. Ο εκ μέρους των Βρετανών εξοπλισμός των ανδρών του Ελληνικού Στρατού Μ.Α. υπήρξε δυσχερέστατος, λόγω ελλείψεως οπλισμού. Έτσι αρχικά αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθούν Ιταλικά όπλα, προερχόμενα από λάφυρα.
Στα μέσα περίπου Ιανουαρίου 1942 αποφασίσθηκε από την Ελληνική Κυβέρνηση, να πραγματοποιηθεί στο τρίτο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου 1942 η πρόσκληση έξι ηλικιών (1935-1939 και 1942) Ελλήνων τις Αιγύπτου, η οποία είχε ήδη σχεδιασθεί. Με την ίδια απόφαση καθορίσθηκαν και τα ποσοστά κατανομής των στρατευσίμων αυτών τις τρεις Κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων (Στρατός, Ναυτικό, Αεροπορία). Παρά τις προσπάθειες τις εχθρικής προπαγάνδας, η επιστράτευση πρέπει να θεωρηθεί ότι πέτυχε, εάν ληφθούν υπόψη και οι ατέλειες που παρουσίαζαν οι Στρατολογικοί Κατάλογοι (θανόντες, διπλογραμμένοι κ.ά.), αφού έφθασε σε ποσοστό 93% περίπου. Από τις 4.850 υπόχρεους στρατεύσεως παρουσιάσθηκαν οι 3.704, ενώ πήραν αναβολή οι 208. Από τις που παρουσιάσθηκαν μετά την αφαίρεση των ανικάνων και αυτών που έτυχαν αναβολής, κατατάχθηκαν 1.784 στο Στρατό Ξηράς, 521 στο Ναυτικό και 621 στην Αεροπορία. Στο Στρατό Ξηράς κατατάχθηκαν τις και 162 βοηθητικοί.
Παράλληλα με την κατάταξη των παραπάνω κλάσεων Ελλήνων Αιγυπτιωτών, συνεχίσθηκε και η άφιξη αξιωματικών και οπλιτών που διέφευγαν κάθε τρόπο από την Ελλάδα. Έτσι, η δύναμη του συγκροτούμενου Ελληνικού Στρατού Μέσης Ανατολής, έφθασε, στα τέλη Μαΐου 1942, τις 908 αξιωματικούς 10.821 οπλίτες, ήτοι συνολικά περί τους 12.000 άνδρες. Μέχρι το καλοκαίρι του 1942 είχαν συγκεντρωθεί στη Μέση Ανατολή πολλοί αξιωματικοί, περισσότεροι από όσους ήταν απαραίτητοι για να στελεχώσουν τις συγκροτούμενες μονάδες του Ελληνικού Στρατού, τα επιτελεία και τις άλλες στρατιωτικές υπηρεσίες. Πολλοί από τους αξιωματικούς αυτούς βρίσκονταν στη Μέση Ανατολή χωρίς καμιά υπηρεσιακή απασχόληση, παρά την επιθυμία τους να συμμετάσχουν ενεργά στον αγώνα που έκανε το Έθνος στο πλευρό των Συμμάχων εναντίον του Άξονα. Έτσι συγκροτήθηκε από αυτούς ο «Ιερός Λόχος», στον οποίον υπηρέτησαν εθελοντικά αξιωματικοί ως απλοί στρατιώτες.
Για την κάλυψη των αναγκών στη διοίκηση των Ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων της Μ.Α., δημιουργήθηκε το 1942 από την Ελληνική Κυβέρνηση κατευθυντήριο όργανο υπό την επωνυμία «Αρχηγείο Βασιλικού Στρατού Μέσης Ανατολής» (ΑΒΕΣΜΑ). Παράλληλα αποφασίσθηκε η διάλυση της ΦΕΑ και η μετονομασία του«Δωδεκανησιακού Τάγματος» σε «Πρώτο Τάγμα Ελλήνων Αιγύπτου», το οποίο αργότερα μετονομάσθηκε σε «Πρώτο Τάγμα Πεζικού». Επακολούθησε η συγκρότηση Δευτέρου και Τρίτου Τάγματος Πεζικού και Μοίρας Πεδινού Πυροβολικού και στη συνέχεια η συγκρότηση της «Πρώτης Ελληνικής Ταξιαρχίας». Για περαιτέρω συμπλήρωση υφιστάμενων ελλείψεων προσωπικού και προώθηση της οργανώσεως της Δεύτερης Ελληνικής Ταξιαρχίας,
αποφασίσθηκε, η πρόσκληση υπό τα όπλα των Ελλήνων της Αιγύπτου των
κλάσεων 1932-1934. Με την προκήρυξη, που εκδόθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου
1942, καθορίσθηκε ως χρονική περίοδος κατατάξεως το διάστημα 5-13
Οκτωβρίου 1942. Η επιστράτευση αυτή πραγματοποιήθηκε κανονικά και
απέδωσε ικανοποιητικά. Έτσι, από τους 1.350 που περιλαμβάνονταν στους
στρατολογικούς καταλόγους παρουσιάσθηκαν οι 959, από τους οποίους
κρίθηκαν ικανοί οι 525 και βοηθητικοί οι 60, ενώ οι υπόλοιποι έτυχαν
αναστολής ή αναβολής κατατάξεως ή κρίθηκαν ανίκανοι. Απ' αυτούς
κατατάχθηκαν 455 και κατανεμήθηκαν στο Στρατό Ξηράς, στο Ναυτικό και
στην Αεροπορία.
Από τις πρώτους μήνες που άρχισε η προσπάθεια συγκροτήσεως Ελληνικού Στρατού στη Μέση Ανατολή, διαπιστώθηκε ότι η σοβαρότερη πηγή, από την οποία θα μπορούσε να αντληθεί έμψυχο υλικό, ήταν η κατεχόμενη Ελλάδα. Για το σκοπό αυτόν αποφασίσθηκε να οργανωθεί σύστημα διαφυγής στρατευσίμων από την Ελλάδος δια μέσου κατάλληλων κέντρων που θα δημιουργούνταν στην Τουρκία και στην Ελλάδα και τα οποία θα λειτουργούσαν με την καθοδήγηση του Ελληνικού Κυβερνητικού Κέντρου στο Κάιρο. Το έργο αυτό ανατέθηκε στην Υπηρεσία Πληροφοριών Ελληνικής Προπαγάνδας (ΥΠΕΠ), που συστάθηκε τον Αύγουστο του 1941. Η αποστολή που δόθηκε στην ΥΠΕΠ ήταν η συγκέντρωση και ο έλεγχος κάθε είδους πληροφορίας, η οργάνωση διαφυγών, η άσκηση προπαγάνδας, κατασκοπείας και αντικατασκοπίας και γενικότερα ο χειρισμός θεμάτων «Μυστικών Υπηρεσιών». Η διεύθυνση τις ΥΠΕΠ ανατέθηκε στον Αρχιπλοίαρχο του Πολεμικού Ναυτικού Παναγιώτη Κώνστα και έδρα τις ορίσθηκε το Κάιρο. Μέσα στο πρώτο τρίμηνο από τη σύσταση τις, η ΥΠΕΠ κατόρθωσε να διασυνδεθεί με δίκτυα πληροφοριών που δρούσαν στην κατεχόμενη Ελλάδα και να εγκαταστήσει Γραφεία και Κέντρα Πληροφοριών τις κυριότερες περιοχές από τα βόρεια Ελληνικά σύνορα μέχρι Τουρκίας, Συρίας, Λιβάνου, Παλαιστίνης, Αιγύπτου και των συνόρων τις Λιβύης. Επικεφαλής των Γραφείων Πληροφοριών ορίσθηκαν αξιωματικοί Στρατού, Ναυτικού, Αεροπορίας και Λιμενικού Σώματος ή και κατά τόπους διπλωματικοί υπάλληλοι, με αποστολή τη συλλογή κάθε χρήσιμης πληροφορίας περί του εχθρού και των φίλιων δυνάμεων και την ενημέρωση τις Κεντρικής Διευθύνσεως Μυστικών Υπηρεσιών στο Κάιρο.
Παράλληλα με την οργάνωση των δικτύων πληροφοριών και κατασκοπείας, η ΥΠΕΠ ασχολήθηκε με την οργάνωση διαφυγών από την κατεχόμενη Ελλάδα τις την Αίγυπτο, ομάδων αξιωματικών και οπλιτών ή ιδιωτών, που διώκονταν από τις Αρχές Κατοχής, καθώς και Άγγλων στρατιωτικών του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος που παρέμειναν στην Ελλάδα, μετά την κατάληψη τις από τις Γερμανούς. Τα σχέδια αυτά τις ΥΠΕΠ, στα οποία υπήρχαν και προβλέψεις για τη διάθεση μεταφορικών μέσων, συντονίσθηκαν και ενσωματώθηκαν με εκείνα που διέθεταν στο μεταξύ τα δίκτυα διαφυγής των Ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων από την αρχή τις Κατοχής ώστε, μέχρι το φθινόπωρο του 1941, να αναπτυχθούν πλήρως τα πέντε κυριότερα απ’ αυτά. Με στολίσκο σαράντα περίπου πετρελαιοκίνητων και ιστιοφόρων σκαφών, η ΥΠΕΠ κατόρθωσε να φυγαδεύσει περίπου οκτακόσιους Άγγλους και το μεγαλύτερο μέρος τις Μεραρχίας Κρήτης, από ερημικούς ορμίσκους του Λακωνικού κόλπου τις το ακρωτήριο Σπάθα, στα βορειοδυτικά τις Κρήτης. Παρά ταύτα, η συνολική δραστηριότητα τις ΥΠΕΠ δεν ανταποκρίθηκε απόλυτα τις προσδοκίες τις Ελληνικής Κυβερνήσεως, ειδικότερα στον τομέα του συντονισμού, ελέγχου και επιλογής των κατάλληλων αξιωματικών για φυγάδευση στη Μέση Ανατολή, ώστε να καλύπτονται οι πραγματικές ανάγκες του συγκροτούμενου εκεί Ελληνικού Στρατού. Ταυτόχρονα, παρουσιάσθηκαν περιπτώσεις και τάσεις ανεξάρτητης και ανεξέλεγκτης δράσεως σε θέματα κατασκοπείας και παρακολουθήσεων. Έτσι, ο Πρόεδρος τις Κυβερνήσεως Εμμανουήλ Τσουδερός, μόλις επέστρεψε στο Κάιρο από το Λονδίνο, το Μάρτιο του 1942, διέταξε την κατάργηση της.
Η Ελληνοβρετανική Στρατιωτική Συμφωνία του 1942
Η Ελληνική Κυβέρνηση, από τις πρώτες ημέρες τις εγκαταστάσεως τις στο Λονδίνο και με αφορμή την έναρξη τις Διασυμμαχικής Διασκέψεως για την αποδοχή τις «Δηλώσεως του Ατλαντικού», βρήκε την ευκαιρία να θίξει τα εθνικά ζητήματα τις χώρας και τη στρατιωτική συνεργασία Ελλάδας-Μεγάλης Βρετανίας, κατά και μετά τον πόλεμο. Οι εκπρόσωποι τις τις Μεγάλης Βρετανίας είχαν τη γνώμη ότι καμιά συμφωνία δεν έπρεπε να γίνει τότε, για τις μετά τον πόλεμο σχέσεις των δύο χωρών. Για το θέμα αυτό, ο Πρωθυπουργός τις Μεγάλης Βρετανίας Ουίνστον Τσώρτσιλ, δήλωσε, σε απάντηση σχετικής κρούσεως, ότι: «Τώρα κάνουμε πόλεμο τον οποίο πρέπει να κερδίσουμε, γιατί αν δεν τον κερδίσουμε κανείς τις δεν θα μείνει. Ο πόλεμος θα διαρκέσει μερικά χρόνια. Μετά τη νίκη θα πάρουμε αποφάσεις, για τα προβλήματα που ενδιαφέρουν κάθε σύμμαχο. Τώρα είμαστε αποφασισμένοι να τις προσφέρουμε την υλική βοήθεια τις και τις υπηρεσίες τις για να οργανώσετε στρατό μέχρι δύο Ταξιαρχίες και για την αναδιοργάνωση του Ναυτικού και τις Αεροπορίας». Μετά τις δηλώσεις αυτές παραμερίσθηκαν τα εθνικά θέματα και οι συζητήσεις περιορίσθηκαν μόνο σε ό,τι αφορούσε τη συνδρομή που θα μπορούσε να δώσει η Μεγάλη Βρετανία στην Ελλάδα για την οργάνωση στρατού στη Μέση Ανατολή. Έτσι, ο Βρετανός Πρωθυπουργός ζήτησε να του υποβληθεί υπόμνημα, που θα καθόριζε το απαραίτητο πολεμικό υλικό για την αναδιοργάνωση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων στη Μέση Ανατολή.
Το υπόμνημα υποβλήθηκε τις 11 Δεκεμβρίου 1941 και με αυτό η Ελληνική Κυβέρνηση ζητούσε υλικό για τη συγκρότηση μιας ακόμη Ταξιαρχίας, εκτός τις Πρώτης, που είχε ήδη συγκροτηθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος τις. Οι συνομιλίες που ακολούθησαν μεταξύ των αντιπροσώπων των δύο Κυβερνήσεων κατέληξαν στη διατύπωση τις σχεδίου Στρατιωτικής Συμφωνίας, με την οποία η Βρετανική Κυβέρνηση δεχόταν να χορηγήσει πολεμικό υλικό για τη συγκρότηση αρχικά μιας μόνο Ελληνικής Ταξιαρχίας και αργότερα, ανάλογα με την παραγωγή πολεμικών μέσων, θα εξεταζόταν η μελλοντική ενίσχυση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Η οριστική Ελληνοβρετανική Στρατιωτική Συμφωνία υπογράφηκε τις 9 Μαρτίου 1942. Με τη συμφωνία αυτή, οι δύο Κυβερνήσεις εκδήλωναν την απόφαση τις να συνεχίσουν τον πόλεμο σε στενή συνεργασία μεταξύ τις, μέχρι τον επιτυχή τερματισμό του και συμφωνούσαν ότι τις από τις κύριους σκοπούς του πολέμου ήταν η πλήρης απελευθέρωση τις Ελλάδας και η αποκατάσταση τις ελευθερίας και τις ανεξαρτησίας τις. Τις αναγνωριζόταν η σπουδαιότητα τις διατηρήσεως των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Με την ίδια συμφωνία καθορίζονταν και οι αρχές με βάση τις οποίες θα γινόταν η οργάνωση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και η συνεργασία τις με τις Συμμαχικές Ένοπλες Δυνάμεις. Η οργάνωση και η χρησιμοποίηση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων συμφωνήθηκε να γίνει υπό Βρετανική Στρατιωτική Διοίκηση. Η Ελληνική Κυβέρνηση αναλάμβανε τις δαπάνες εφοδιασμού, μισθοδοσίας και συντηρήσεως τις. Τις δαπάνες αυτές θα τις κατέβαλε η Βρετανική Κυβέρνηση, αλλά θα ζητούσε να τις αποδοθούν μελλοντικά από την Ελληνική Κυβέρνηση, όταν οι συνθήκες θα το επέτρεπαν. Η Βρετανική Κυβέρνηση αναλάμβανε τις να εφοδιάσει και να εξοπλίσει τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, το ταχύτερο.
Σε ό,τι αφορούσε την πειθαρχία και την εσωτερική διοίκηση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, συμφωνήθηκε να ισχύουν οι Ελληνικοί στρατιωτικοί Νόμοι και Κανονισμοί. Τα στρατιωτικά αδικήματα θα εκδικάζονταν από Ελληνικά Στρατοδικεία. Τα εγκλήματα ανθρωποκτονίας και βιασμού θα εκδικάζονταν από τα πολιτικά δικαστήρια τις Βρετανικής Διοικήσεως. Ιδιαίτερη συμφωνία υπογράφηκε για τις περιπτώσεις καταδίκης σε θάνατο από Ελληνικά Στρατοδικεία, που θα λειτουργούσαν σε Βρετανικό έδαφος. Η εκτέλεση τέτοιων αποφάσεων απαιτούσε τη σύμφωνη γνώμη του Αρχηγού του Βρετανικού Στρατού. Με τον τρόπο αυτόν, ο Βρετανός Αρχιστράτηγος θα λειτουργούσε ως «Συμβούλιο Χαρίτων». Σκοπός του όρου αυτού ήταν να παρεμποδισθούν οι υπερβολές των Ελληνικών Στρατοδικείων, που πιθανόν να οφείλονταν σε λόγους πολιτικών αντιθέσεων. Στην πράξη, η Ελληνοβρετανική αυτή Στρατιωτική Συμφωνία εφαρμόσθηκε κατά τρόπο, ώστε η Ελληνική Κυβέρνηση να καταβάλει στη Βρετανική Κυβέρνηση μόνο τη δαπάνη για τη μισθοδοσία του προσωπικού και τα έξοδα διατροφής, που ξεπερνούσαν την καθορισμένη για το Βρετανικό Στρατό, κλίμακα. Όλα τα άλλα έξοδα αποτελούσαν ειδικό λογαριασμό, για την εξόφληση του μετά τον πόλεμο.
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
ΘΕΜΑΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
(Δημοσιεύεται χάρις την έγκριση του κ. Σωτήρη Γεωργιάδη τον οποίο και ευχαριστώ προσωπικά και για την γενικότερη βοήθεια του)
Με την εγκατάσταση τις στο Κάϊρο, η Ελληνική Κυβέρνηση βρήκε στην Αίγυπτο τα πρώτα στοιχεία που θα αποτελούσαν στη συνέχεια τον πυρήνα και τη βάση για την ανάπτυξη του Ελληνικού Στρατού Μέσης Ανατολής. Τα στοιχεία αυτά ήταν, κατά κύριο λόγο, η «Φάλαγξ Ελλήνων Αιγύπτου» (ΦΕΑ) και ένα τάγμα Πεζικού, το οποίο είχε συγκροτηθεί στην Αλεξάνδρεια από στρατεύσιμους και εθελοντές Έλληνες τις Αιγύπτου, με την ονομασία «Δωδεκανησιακό Τάγμα», Ακόμη υπήρχαν:
• Τρία συνεργεία περισυλλογής και επισκευής οχημάτων και πυροβόλων που προέρχονταν από λάφυρα, τα οποία, είχαν επανδρωθεί από Έλληνες τις Αιγύπτου.
• Ένα απόσπασμα από εκατόν δέκα ιππείς που είχαν σταλεί ενωρίτερα από την Ελλάδα στην Αίγυπτο για την παραλαβή ίππων, για τις ανάγκες του μαχόμενου τότε Ελληνικού Στρατού και τέλος
• Ένα απόσπασμα είκοσι πέντε οπλιτών παλαιών κλάσεων που είχαν φθάσει στη χώρα αυτή ως συνοδοί Ιταλών αιχμαλώτων.
Μια πολύ σημαντική ενίσχυση του Ελληνικού Στρατού Μ.Α., απετέλεσαν τα τμήματα της Ελληνικής Ταξιαρχίας Έβρου, τα οποία μετά την εισβολή των Γερμανών, που απέκοψε την Ταξιαρχία στη Θράκη, κατέφυγαν σε Τουρκικό έδαφος, όπως προέβλεπαν τα τότε επιτελικά Σχέδια. Οι Τουρκικές Αρχές αφόπλισαν την Ταξιαρχία, μόλις πέρασε τα σύνορα και ο Διοικητής της Υποστράτηγος Ι. Ζήσης, προτίμησε να αυτοκτονήσει, παρά να παραδώσει το όπλο του. Μετά από πολλές αναβολές και δυσκολίες, οι Τουρκικές Αρχές επέτρεψαν την μεταφορά της Ταξιαρχίας στην Αίγυπτο, όπου τον Ιούνιο 1941 έφθασαν συνολικά περί τους 1650 άνδρες. Ο εκ μέρους των Βρετανών εξοπλισμός των ανδρών του Ελληνικού Στρατού Μ.Α. υπήρξε δυσχερέστατος, λόγω ελλείψεως οπλισμού. Έτσι αρχικά αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθούν Ιταλικά όπλα, προερχόμενα από λάφυρα.
Στα μέσα περίπου Ιανουαρίου 1942 αποφασίσθηκε από την Ελληνική Κυβέρνηση, να πραγματοποιηθεί στο τρίτο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου 1942 η πρόσκληση έξι ηλικιών (1935-1939 και 1942) Ελλήνων τις Αιγύπτου, η οποία είχε ήδη σχεδιασθεί. Με την ίδια απόφαση καθορίσθηκαν και τα ποσοστά κατανομής των στρατευσίμων αυτών τις τρεις Κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων (Στρατός, Ναυτικό, Αεροπορία). Παρά τις προσπάθειες τις εχθρικής προπαγάνδας, η επιστράτευση πρέπει να θεωρηθεί ότι πέτυχε, εάν ληφθούν υπόψη και οι ατέλειες που παρουσίαζαν οι Στρατολογικοί Κατάλογοι (θανόντες, διπλογραμμένοι κ.ά.), αφού έφθασε σε ποσοστό 93% περίπου. Από τις 4.850 υπόχρεους στρατεύσεως παρουσιάσθηκαν οι 3.704, ενώ πήραν αναβολή οι 208. Από τις που παρουσιάσθηκαν μετά την αφαίρεση των ανικάνων και αυτών που έτυχαν αναβολής, κατατάχθηκαν 1.784 στο Στρατό Ξηράς, 521 στο Ναυτικό και 621 στην Αεροπορία. Στο Στρατό Ξηράς κατατάχθηκαν τις και 162 βοηθητικοί.
Παράλληλα με την κατάταξη των παραπάνω κλάσεων Ελλήνων Αιγυπτιωτών, συνεχίσθηκε και η άφιξη αξιωματικών και οπλιτών που διέφευγαν κάθε τρόπο από την Ελλάδα. Έτσι, η δύναμη του συγκροτούμενου Ελληνικού Στρατού Μέσης Ανατολής, έφθασε, στα τέλη Μαΐου 1942, τις 908 αξιωματικούς 10.821 οπλίτες, ήτοι συνολικά περί τους 12.000 άνδρες. Μέχρι το καλοκαίρι του 1942 είχαν συγκεντρωθεί στη Μέση Ανατολή πολλοί αξιωματικοί, περισσότεροι από όσους ήταν απαραίτητοι για να στελεχώσουν τις συγκροτούμενες μονάδες του Ελληνικού Στρατού, τα επιτελεία και τις άλλες στρατιωτικές υπηρεσίες. Πολλοί από τους αξιωματικούς αυτούς βρίσκονταν στη Μέση Ανατολή χωρίς καμιά υπηρεσιακή απασχόληση, παρά την επιθυμία τους να συμμετάσχουν ενεργά στον αγώνα που έκανε το Έθνος στο πλευρό των Συμμάχων εναντίον του Άξονα. Έτσι συγκροτήθηκε από αυτούς ο «Ιερός Λόχος», στον οποίον υπηρέτησαν εθελοντικά αξιωματικοί ως απλοί στρατιώτες.
Για την κάλυψη των αναγκών στη διοίκηση των Ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων της Μ.Α., δημιουργήθηκε το 1942 από την Ελληνική Κυβέρνηση κατευθυντήριο όργανο υπό την επωνυμία «Αρχηγείο Βασιλικού Στρατού Μέσης Ανατολής» (ΑΒΕΣΜΑ). Παράλληλα αποφασίσθηκε η διάλυση της ΦΕΑ και η μετονομασία του«Δωδεκανησιακού Τάγματος» σε «Πρώτο Τάγμα Ελλήνων Αιγύπτου», το οποίο αργότερα μετονομάσθηκε σε «Πρώτο Τάγμα Πεζικού». Επακολούθησε η συγκρότηση Δευτέρου και Τρίτου Τάγματος Πεζικού και Μοίρας Πεδινού Πυροβολικού και στη συνέχεια η συγκρότηση της «Πρώτης Ελληνικής Ταξιαρχίας». Για περαιτέρω συμπλήρωση υφιστάμενων ελλείψεων προσωπικού και προώθηση της οργανώσεως της Δεύτερης Ελληνικής Ταξιαρχίας,
Ο Βασιλιάς Γεώργιος Β΄ στην Αίγυπτο |
Από τις πρώτους μήνες που άρχισε η προσπάθεια συγκροτήσεως Ελληνικού Στρατού στη Μέση Ανατολή, διαπιστώθηκε ότι η σοβαρότερη πηγή, από την οποία θα μπορούσε να αντληθεί έμψυχο υλικό, ήταν η κατεχόμενη Ελλάδα. Για το σκοπό αυτόν αποφασίσθηκε να οργανωθεί σύστημα διαφυγής στρατευσίμων από την Ελλάδος δια μέσου κατάλληλων κέντρων που θα δημιουργούνταν στην Τουρκία και στην Ελλάδα και τα οποία θα λειτουργούσαν με την καθοδήγηση του Ελληνικού Κυβερνητικού Κέντρου στο Κάιρο. Το έργο αυτό ανατέθηκε στην Υπηρεσία Πληροφοριών Ελληνικής Προπαγάνδας (ΥΠΕΠ), που συστάθηκε τον Αύγουστο του 1941. Η αποστολή που δόθηκε στην ΥΠΕΠ ήταν η συγκέντρωση και ο έλεγχος κάθε είδους πληροφορίας, η οργάνωση διαφυγών, η άσκηση προπαγάνδας, κατασκοπείας και αντικατασκοπίας και γενικότερα ο χειρισμός θεμάτων «Μυστικών Υπηρεσιών». Η διεύθυνση τις ΥΠΕΠ ανατέθηκε στον Αρχιπλοίαρχο του Πολεμικού Ναυτικού Παναγιώτη Κώνστα και έδρα τις ορίσθηκε το Κάιρο. Μέσα στο πρώτο τρίμηνο από τη σύσταση τις, η ΥΠΕΠ κατόρθωσε να διασυνδεθεί με δίκτυα πληροφοριών που δρούσαν στην κατεχόμενη Ελλάδα και να εγκαταστήσει Γραφεία και Κέντρα Πληροφοριών τις κυριότερες περιοχές από τα βόρεια Ελληνικά σύνορα μέχρι Τουρκίας, Συρίας, Λιβάνου, Παλαιστίνης, Αιγύπτου και των συνόρων τις Λιβύης. Επικεφαλής των Γραφείων Πληροφοριών ορίσθηκαν αξιωματικοί Στρατού, Ναυτικού, Αεροπορίας και Λιμενικού Σώματος ή και κατά τόπους διπλωματικοί υπάλληλοι, με αποστολή τη συλλογή κάθε χρήσιμης πληροφορίας περί του εχθρού και των φίλιων δυνάμεων και την ενημέρωση τις Κεντρικής Διευθύνσεως Μυστικών Υπηρεσιών στο Κάιρο.
Παράλληλα με την οργάνωση των δικτύων πληροφοριών και κατασκοπείας, η ΥΠΕΠ ασχολήθηκε με την οργάνωση διαφυγών από την κατεχόμενη Ελλάδα τις την Αίγυπτο, ομάδων αξιωματικών και οπλιτών ή ιδιωτών, που διώκονταν από τις Αρχές Κατοχής, καθώς και Άγγλων στρατιωτικών του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος που παρέμειναν στην Ελλάδα, μετά την κατάληψη τις από τις Γερμανούς. Τα σχέδια αυτά τις ΥΠΕΠ, στα οποία υπήρχαν και προβλέψεις για τη διάθεση μεταφορικών μέσων, συντονίσθηκαν και ενσωματώθηκαν με εκείνα που διέθεταν στο μεταξύ τα δίκτυα διαφυγής των Ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων από την αρχή τις Κατοχής ώστε, μέχρι το φθινόπωρο του 1941, να αναπτυχθούν πλήρως τα πέντε κυριότερα απ’ αυτά. Με στολίσκο σαράντα περίπου πετρελαιοκίνητων και ιστιοφόρων σκαφών, η ΥΠΕΠ κατόρθωσε να φυγαδεύσει περίπου οκτακόσιους Άγγλους και το μεγαλύτερο μέρος τις Μεραρχίας Κρήτης, από ερημικούς ορμίσκους του Λακωνικού κόλπου τις το ακρωτήριο Σπάθα, στα βορειοδυτικά τις Κρήτης. Παρά ταύτα, η συνολική δραστηριότητα τις ΥΠΕΠ δεν ανταποκρίθηκε απόλυτα τις προσδοκίες τις Ελληνικής Κυβερνήσεως, ειδικότερα στον τομέα του συντονισμού, ελέγχου και επιλογής των κατάλληλων αξιωματικών για φυγάδευση στη Μέση Ανατολή, ώστε να καλύπτονται οι πραγματικές ανάγκες του συγκροτούμενου εκεί Ελληνικού Στρατού. Ταυτόχρονα, παρουσιάσθηκαν περιπτώσεις και τάσεις ανεξάρτητης και ανεξέλεγκτης δράσεως σε θέματα κατασκοπείας και παρακολουθήσεων. Έτσι, ο Πρόεδρος τις Κυβερνήσεως Εμμανουήλ Τσουδερός, μόλις επέστρεψε στο Κάιρο από το Λονδίνο, το Μάρτιο του 1942, διέταξε την κατάργηση της.
Η Ελληνοβρετανική Στρατιωτική Συμφωνία του 1942
Η Ελληνική Κυβέρνηση, από τις πρώτες ημέρες τις εγκαταστάσεως τις στο Λονδίνο και με αφορμή την έναρξη τις Διασυμμαχικής Διασκέψεως για την αποδοχή τις «Δηλώσεως του Ατλαντικού», βρήκε την ευκαιρία να θίξει τα εθνικά ζητήματα τις χώρας και τη στρατιωτική συνεργασία Ελλάδας-Μεγάλης Βρετανίας, κατά και μετά τον πόλεμο. Οι εκπρόσωποι τις τις Μεγάλης Βρετανίας είχαν τη γνώμη ότι καμιά συμφωνία δεν έπρεπε να γίνει τότε, για τις μετά τον πόλεμο σχέσεις των δύο χωρών. Για το θέμα αυτό, ο Πρωθυπουργός τις Μεγάλης Βρετανίας Ουίνστον Τσώρτσιλ, δήλωσε, σε απάντηση σχετικής κρούσεως, ότι: «Τώρα κάνουμε πόλεμο τον οποίο πρέπει να κερδίσουμε, γιατί αν δεν τον κερδίσουμε κανείς τις δεν θα μείνει. Ο πόλεμος θα διαρκέσει μερικά χρόνια. Μετά τη νίκη θα πάρουμε αποφάσεις, για τα προβλήματα που ενδιαφέρουν κάθε σύμμαχο. Τώρα είμαστε αποφασισμένοι να τις προσφέρουμε την υλική βοήθεια τις και τις υπηρεσίες τις για να οργανώσετε στρατό μέχρι δύο Ταξιαρχίες και για την αναδιοργάνωση του Ναυτικού και τις Αεροπορίας». Μετά τις δηλώσεις αυτές παραμερίσθηκαν τα εθνικά θέματα και οι συζητήσεις περιορίσθηκαν μόνο σε ό,τι αφορούσε τη συνδρομή που θα μπορούσε να δώσει η Μεγάλη Βρετανία στην Ελλάδα για την οργάνωση στρατού στη Μέση Ανατολή. Έτσι, ο Βρετανός Πρωθυπουργός ζήτησε να του υποβληθεί υπόμνημα, που θα καθόριζε το απαραίτητο πολεμικό υλικό για την αναδιοργάνωση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων στη Μέση Ανατολή.
Το υπόμνημα υποβλήθηκε τις 11 Δεκεμβρίου 1941 και με αυτό η Ελληνική Κυβέρνηση ζητούσε υλικό για τη συγκρότηση μιας ακόμη Ταξιαρχίας, εκτός τις Πρώτης, που είχε ήδη συγκροτηθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος τις. Οι συνομιλίες που ακολούθησαν μεταξύ των αντιπροσώπων των δύο Κυβερνήσεων κατέληξαν στη διατύπωση τις σχεδίου Στρατιωτικής Συμφωνίας, με την οποία η Βρετανική Κυβέρνηση δεχόταν να χορηγήσει πολεμικό υλικό για τη συγκρότηση αρχικά μιας μόνο Ελληνικής Ταξιαρχίας και αργότερα, ανάλογα με την παραγωγή πολεμικών μέσων, θα εξεταζόταν η μελλοντική ενίσχυση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Η οριστική Ελληνοβρετανική Στρατιωτική Συμφωνία υπογράφηκε τις 9 Μαρτίου 1942. Με τη συμφωνία αυτή, οι δύο Κυβερνήσεις εκδήλωναν την απόφαση τις να συνεχίσουν τον πόλεμο σε στενή συνεργασία μεταξύ τις, μέχρι τον επιτυχή τερματισμό του και συμφωνούσαν ότι τις από τις κύριους σκοπούς του πολέμου ήταν η πλήρης απελευθέρωση τις Ελλάδας και η αποκατάσταση τις ελευθερίας και τις ανεξαρτησίας τις. Τις αναγνωριζόταν η σπουδαιότητα τις διατηρήσεως των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Με την ίδια συμφωνία καθορίζονταν και οι αρχές με βάση τις οποίες θα γινόταν η οργάνωση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και η συνεργασία τις με τις Συμμαχικές Ένοπλες Δυνάμεις. Η οργάνωση και η χρησιμοποίηση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων συμφωνήθηκε να γίνει υπό Βρετανική Στρατιωτική Διοίκηση. Η Ελληνική Κυβέρνηση αναλάμβανε τις δαπάνες εφοδιασμού, μισθοδοσίας και συντηρήσεως τις. Τις δαπάνες αυτές θα τις κατέβαλε η Βρετανική Κυβέρνηση, αλλά θα ζητούσε να τις αποδοθούν μελλοντικά από την Ελληνική Κυβέρνηση, όταν οι συνθήκες θα το επέτρεπαν. Η Βρετανική Κυβέρνηση αναλάμβανε τις να εφοδιάσει και να εξοπλίσει τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, το ταχύτερο.
Σε ό,τι αφορούσε την πειθαρχία και την εσωτερική διοίκηση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, συμφωνήθηκε να ισχύουν οι Ελληνικοί στρατιωτικοί Νόμοι και Κανονισμοί. Τα στρατιωτικά αδικήματα θα εκδικάζονταν από Ελληνικά Στρατοδικεία. Τα εγκλήματα ανθρωποκτονίας και βιασμού θα εκδικάζονταν από τα πολιτικά δικαστήρια τις Βρετανικής Διοικήσεως. Ιδιαίτερη συμφωνία υπογράφηκε για τις περιπτώσεις καταδίκης σε θάνατο από Ελληνικά Στρατοδικεία, που θα λειτουργούσαν σε Βρετανικό έδαφος. Η εκτέλεση τέτοιων αποφάσεων απαιτούσε τη σύμφωνη γνώμη του Αρχηγού του Βρετανικού Στρατού. Με τον τρόπο αυτόν, ο Βρετανός Αρχιστράτηγος θα λειτουργούσε ως «Συμβούλιο Χαρίτων». Σκοπός του όρου αυτού ήταν να παρεμποδισθούν οι υπερβολές των Ελληνικών Στρατοδικείων, που πιθανόν να οφείλονταν σε λόγους πολιτικών αντιθέσεων. Στην πράξη, η Ελληνοβρετανική αυτή Στρατιωτική Συμφωνία εφαρμόσθηκε κατά τρόπο, ώστε η Ελληνική Κυβέρνηση να καταβάλει στη Βρετανική Κυβέρνηση μόνο τη δαπάνη για τη μισθοδοσία του προσωπικού και τα έξοδα διατροφής, που ξεπερνούσαν την καθορισμένη για το Βρετανικό Στρατό, κλίμακα. Όλα τα άλλα έξοδα αποτελούσαν ειδικό λογαριασμό, για την εξόφληση του μετά τον πόλεμο.
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
ΘΕΜΑΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου