Πηγή: Το όμορφο βιβλίο του Γιώργου Ξείνου, «Ίμβρος και Τένεδος, ιστορία παράλληλη. Μια έκδοση από την ‘’ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΜΑΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ’’, ΑΘΗΝΑ 2005.
Το «εάλω η Πόλις» είχε και στα νησιά, που την εποχή αυτή τα κατείχαν οι Γατελούζοι· την ίδια απήχηση, που είχε σ’ ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο.
.
Οι
άρχοντες της Ίμβρου, με το άκουσμα της πτώσης της Κωνσταντινούπολης,
επιβιβάστηκαν στα πλοία από τον Κέφαλο κι ακολούθησαν το δρόμο προς τη
Δύση, όπου κατευθύνονταν οι ιταλικές γαλέρες, στις οποίες είχαν
επιβιβαστεί οι άρχοντες της Λήμνου.
.
Οι
νησιώτες έντρομοι από την εγκατάλειψη και με το φάσμα της εμφάνισης
του οθωμανικού στόλου να ξεπροβάλλει στον ορίζοντα και να αποβιβάζει τα
στρατεύματα, τα οποία θα επαναλάμβαναν την αγριότητα, που γνώρισε η
Βασιλεύουσα, δεν ήξεραν πώς να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και πού να
πάνε.
.
Τότε
ο Ίμβριος ευγενής Μιχαήλ Κριτόβουλος, μετέπειτα ιστορικός της Άλωσης,
που την εποχή εκείνη βρισκόταν στην Ίμβρο, έμπειρος, ως φαίνεται, «στα
μυστήρια της τουρκικής πολιτικής», αναλαμβάνει να διευθετήσει το θέμα. Ο
μόνος τρόπος, που υπήρχε, για να αποφευχθεί η αιματοχυσία, η λεηλασία
και τελικά η ερήμωση των νησιών, ήταν η μεταβίβαση των κυριαρχικών
δικαιωμάτων της δυναστείας των Παλαιολόγων προς τον Μωάμεθ τον Β’ να
πάρει χαρακτήρα θεληματικό και όχι υπόκυψης στην πολεμική βία. Στέλνει
λοιπόν έναν έμπιστο του στον αρχηγό του οθωμανικού στόλου, που στάθμευε
στην Καλλίπολη, με πολλά δώρα, παρακαλώντας τον να ματαιώσει την
επίθεση του στα νησιά, τα οποία είχαν σκοπό να προσχωρήσουν στον νέο
κυρίαρχο.
Ο
ναύαρχος Χαμζά Πασά, πείθεται και μεσολαβεί στο να συναντηθεί η
αντιπροσωπεία από την Ίμβρο, Λήμνο και Θάσο, την οποία, στο μεταξύ,
είχε ετοιμάσει ο Κριτόβουλος, με τον Πορθητή που βρισκόταν στην
Αδριανούπολη. Οι αντιπρόσωποι των νησιών —ξανά με πολλά δώρα –
συναντούν σύντομα τον Μωάμεθ τον Β’ στην Αδριανούπολη και του προσφέρουν
την κυριαρχία των νησιών με την παράκληση να μην μεταβάλει τίποτα από
το εσωτερικό κοινωνικό τους καθεστώς: εάσαι τε μένειν αυτάς εν τη προτέρα αυτών καταστάσει οικουμένας.
.
Ο
Πορθητής πείθεται και παραχωρεί την μεν Ίμβρο στον ηγεμόνα της Αίνου
Παλαμήδη, έναντι 200 δουκάτων τον χρόνο, τις δε Λήμνο και Θάσο στον
ηγεμόνα της Μυτιλήνης Δορίνο Γατελούζο. Ο χειρισμός αυτός όχι μόνο
αποσόβησε τη λεηλασία και τον εξανδραποδισμό * αλλά και αποτέλεσε την
αιτία της διατήρησης της δημογραφικής σύνθεσης και εσωτερικής ειρήνης
στην Ίμβρο, καθ’ όλη την διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας,
αφού το γεγονός της εθελούσιας προσχώρησης υπήρξε καταλυτικός
παράγοντας της συμπεριφοράς των Οθωμανών, αρκεί να θυμηθούμε τι συνέβη
επί πατριαρχίας Ιερεμίου του Α’, κατά την εποχή του Σουλεϊμάν του
Μεγαλοπρεπούς, όταν ο μουφτής της Πόλης συνέταξε φετφά για την έξωση
των Χριστιανών από τις όλες της εκκλησίες τους, επειδή η Πόλη είχε
παρθεί με το σπαθί.
.
Ο
κίνδυνος της καταστροφής αυτής, ο οποίος υπήρξε άμεσος, ξεπεράστηκε με
την —κατά συμβουλή του πρωθυπουργού της Πύλης— επινόηση αυτόπτων
μαρτύρων της εποχής της Άλωσης. Έτσι δύο υπεραιωνόβιοι από την
Αδριανούπολη, συνοδευόμενοι από τον φορτωμένο δώρα πατριάρχη Ιερεμία,
παρουσιάστηκαν στο πρωθυπουργικό συμβούλιο και δήλωσαν ότι κατά την
άλωση της Κωνσταντινούπολης συμμετείχαν στην στρατιά του Πορθητή, στον
οποίο ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος οικειοθελώς παρέδωσε την Πόλη. Με τον
τρόπο αυτό διασώθηκαν οι εκκλησιές της Πόλης, οι οποίες αποτέλεσαν τον
πρωταρχικό παράγοντα της διατήρησης της εθνικής συνείδησης του Γένους,
μέσα στους αιώνες, που ακολούθησαν.
Στα
1456, όταν και η Τένεδος περιέρχεται στην οθωμανική κυριαρχία,
πεθαίνει ο Παλαμήδης και ο Μωάμεθ Β’ μη εμπιστευόμενος τον γιο και
διάδοχο του πρώτου, αναθέτει τη διοίκηση στον ίδιο τον Κριτόβουλο.
.
Ένα
χρόνο μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης του νησιού από τον
Κριτόβουλο, το 1457, ο Πάπας της Ρώμης Κάλλιστος έστειλε, με στόλο, τον
αδελφό του, καρδινάλιο Λουδοβίκο, που τον ονόμασε πατριάρχη της
Ανατολής, να κινήσει επανάσταση στα νησιά του Αιγαίου, τα οποία όμως
δεν υπάκουσαν, εκτός της Λήμνου και της Σαμοθράκης, που παραδόθηκαν
στους Ιταλούς. Τον χειμώνα του 1458 – 1459 ο Κριτόβουλος πείθει τους
προεστώτες της Λήμνου να επιστρέψουν στην οθωμανική κυριαρχία, αφού η
ιταλική δεν ήταν καλλίτερη. Ύστερα απ’ αυτό η Ίμβρος και η Λήμνος
παραχωρούνται, αντί 3.000 χρυσών, στον δεσπότη της Πελοποννήσου
Δημήτριο Παλαιολόγο, που αναθέτει τη διοίκηση τους στον Κριτόβουλο.
.
Το
1456, ο Βενετός ναύαρχος Βίκτωρ Καπέλλο καταλαμβάνει την Ίμβρο, Θάσο
και Σαμοθράκη, μαζί με την Αθήνα, τις οποίες δεν μπόρεσε να κρατήσει και
γι’ αυτό η Βενετία, το 1467, στέλνει, με ισχυρότερο στόλο, τον ναύαρχο
Νικόλαο Κανάλε, ο οποίος καταλαμβάνει την Ίμβρο, μαζί με την Λήμνο και
την Αίνο. Ο Κριτόβουλος φεύγει για την Κωνσταντινούπολη, όπου θα
συμπληρώσει την ιστορική του συγγραφή για την άλωση της Πόλης.
Οι
πόλεμοι μεταξύ Βενετών και Οθωμανών θα κρατήσουν ως το 1479, με νικητές
τους δεύτερους να υπογράφουν τη συνθήκη της Σκόδρας, που παραχωρεί
οριστικά την Ίμβρο στους Οθωμανούς,
Φαίνεται
ότι παρ’ όλη την ομαλή μετάβαση στο νέο καθεστώς, υπήρξαν κάποιες
ουσιαστικές μεταβολές στο εσωτερικό της Ίμβρου, αν ληφθεί υπόψη η
δημιουργία, κατά την εποχή αυτή, δύο παροικιών των Ιμβρίων. Μία στην
επαρχία Δέρκων, στην Κωνσταντινούπολη, η οποία προέκυψε από την
μεταφορά κατοίκων προς ενίσχυση του πληθυσμού της ερηπωμένης από την
άλωση Κωνσταντινούπολης, και η οποία πήρε το όνομα I μ β ρ ι ο χ ώ ρ ι, και μία στην περιοχή Σφακίων Κρήτης, που ως σήμερα ονομάζεται Ί μ π ρ ο ς.
Από
την εποχή αυτή και μετά, η διοίκηση των νησιών ακολουθεί το διοικητικό
σύστημα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, που αποτελείται από τον αγά
(διοικητή), τον καδή (ιεροδικαστή) και τον β ε ζ ν ε δ ά ρ η
(φοροεισπράκτορα), καθώς φυσικά και κάποια φρουρά για την ασφάλεια.
.
Ο
ΙΣΤ’ αιώνας είναι για τα νησιά μια περίοδος ηρεμίας. Στην Ίμβρο, όπως
πληροφορούμαστε από τις επίσημες οθωμανικές πηγές, την εποχή αυτή
υπάρχουν 10 οικισμοί και 899 κάτοικοι, καθώς και μια φρουρά 150 ατόμων, η
οποία, κατά τη μαρτυρία του Πιρί Ρεΐς, αποτελείται από 80 έλληνες
ακτοφύλακες, με τις οικογένειες τους. Από τα αναφερόμενα χωριά,
μεγαλύτερα σε πληθυσμό είναι το Σχοινούδι και οι Άγιοι Θεόδωροι,
υφιστάμενα ως σήμερα, και η Α ya Virini (Αγιά … ), που δεν έχει ταυτισθεί. Πρωτεύουσα είναι το Κάστρο, το οποίο αναφέρεται ως Balabanlu.
.
Σύμφωνα
με τις ίδιες πηγές (κτηματολόγια – δημοτολόγια και τα νομοδιατάγματα
περί Ίμβρου του 1519, 1549 και του τέλους του ίδιου αιώνα), τα προϊόντα
της περιοχής είναι το σιτάρι, το κριθάρι, το βαμβάκι, οι ελιές, το μέλι,
τα αμύγδαλα, τα καρύδια, τα αλιευτικά, τα κτηνοτροφικά (πρόβατα,
αίγες, χοίροι και ημίονοι), που φορολογούνταν συνολικά με το ύψος των
65.400 άσπρων, από τα οποία 12.103 κατέβαλλε μόνο του το Σχοινούδι, ως
ευπορότερο.
.
Γύρω
στα μέσα του αιώνα, όταν εκδόθηκε το νομοδιάταγμα, στο οποίο αναφέρεται
και η διοικητική εξάρτηση της Σαμοθράκης από την Ίμβρο, η τελευταία
γίνεται βακούφι του τεμένους Σουλεϊμανιγιέ της Πόλης (1545), που τότε
οικοδομείτο. Η μεταβολή αυτή, σχετίζεται κατά την τοπική παράδοση, με
την περίθαλψη από τους κατοίκους της ασθενούσες ελληνίδας, θετής κόρης
του Βαρβαρόσα, ο οποίος και εισηγήθηκε στον σουλτάνο Σουλεϊμάν τον
Μεγαλοπρεπή (Νομοθέτη κατά την τουρκική ιστοριογραφία) την ευεργετική
αυτή εξέλιξη, αφού ο διαχειριστής των βακουφιών είχε την διακριτική
ευχέρεια να απαλλάσσει από τους φόρους τους κατοίκους, σε περιόδους, τις
οποίες έκρινε άγονες. Τότε ακριβώς άρχισε και η αγορά από τους
κατοίκους των κτημάτων του νησιού, που αποτέλεσαν και την πρώτη επί
οθωμανικής κυριαρχίας ιδιοκτησία των Ιμβρίων.
.
Ο
ΙΖ’ αιώνας υπήρξε γενικά ταραχώδης για τα νησιά. Καταρχήν στην Ίμβρο
προκλήθηκε μια άνευ προηγουμένου αναστάτωση, από την διείσδυση των
Ιησουϊτών, που εγκαινιάστηκε με την εκλογή στο μητροπολιτικό θρόνο,
όπως είχε ανυψωθεί η αρχιεπισκοπή της μετά την Άλωση, του Αθανασίου Α’
του επιλεγόμενου Αθωνίτη, ο οποίος με μια πρωτοφανή δραστηριότητα
κατάφερε να προσηλυτίσει προσωρινά μια μερίδα των κατοίκων.
.
Όμως
το ορθόδοξο αίσθημα, που είχε σφυρηλατηθεί στην Ίμβρο, απέτρεψε τον
κίνδυνο της επέκτασης της δραστηριότητας του Αθανασίου. Στην προσπάθεια
αυτή αντίδρασης των κατοίκων, οφείλεται και η δημιουργία ενός νέου
χωριού, των Αγριδίων, που δημιουργήθηκε από τη συσπείρωση κατοίκων γύρω
από ένα καλογερόπαπα, που αντιστάθηκε σθεναρά στον δεσπότη.
.
Ενδεχομένως,
παρόμοιες κινήσεις να υπήρξαν και στην Τένεδο, αφού εγκατεστημένοι
εκεί καπουτσίνοι μοναχοί, διωχθέντες από τους Οθωμανούς,
μετεγκαταστάθηκαν στην βενετοκρατούμενη Κέρκυρα, όπου έχτισαν την
Παναγία της Τενέδου.
.
Σημαντικό
γεγονός της εποχής αποτελεί, η για πρώτη φορά εγκατάσταση Οθωμανών
κτηματιών στην Ίμβρο, και η προσπάθεια εξισλαμισμού των Τενεδίων επί
πρωθυπουργίας Φουάτ Κιοπρουλού, που επισκέφθηκε αυτοπροσώπως το νησί.
.
Η
ανασφάλεια στα νησιά συνεχίστηκε όλο τον ΙΖ’ αιώνα, εξ αιτίας του
Κρητικού πολέμου, που αναζωπύρωσε τις συγκρούσεις μεταξύ Βενετών και
Οθωμανών, για τον έλεγχο του Ελλησπόντου, με αποτέλεσμα η Τένεδος να
καταληφθεί, για λίγο, από τους Βενετούς, στα 1656, και η Ίμβρος να
δεχθεί την χωρίς αποτέλεσμα επίθεση τους στην πλευρά του ακρωτηρίου
Άνθρακος (Αύλακα), το 1658. Οι συγκρούσεις αυτές, που τερματίστηκαν, με
τη συνθήκη του Κάρλοβιτς, το 1699, υπήρξαν για τα νησιά μια διαρκής
απειλή, που κράτησε μισό αιώνα.
.
Με
την ανατολή του καινούριου αιώνα, του ΙΗ’, ξαναρχίζουν οι πόλεμοι της
Οθωμανικής αυτοκρατορίας με τους Βενετούς. Τρεις ναυμαχίες, το 1717,
στα χωρικά ύδατα των νησιών, ήταν αρκετές για να ενσπείρουν το φόβο και
την αγωνία στους κατοίκους. Η συνθήκη του Πασάροβιτς απογύμνωσε τους
Βενετούς από τις κτήσεις τους στο Αιγαίο.
.
Σε
λίγο όμως ένας άλλος πολέμιος των Οθωμανών θα εμφανιστεί στο Αιγαίο,
είναι οι Ρώσοι, που διεκδικούν ένα πολύ μεγαλύτερο ρόλο στα διεθνή
πράγματα. Το 1770, ο Αλέξιος Ορλώφ θα καταστρέψει τον οθωμανικό στόλο
στον Τσεσμέ, κάνοντας να αναθαρρήσουν οι νησιώτες, που σπεύδουν να τον
συγχαρούν. Η χαρά όμως δεν θα κρατήσει πολύ, ο τουρκικός στόλος γρήγορα
ξαναπροβάλλει στον ορίζοντα προμηνύοντας ό,τι καλά γνωρίζουν οι
αιγαιοπελαγίτες.
.
Ωστόσο
η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, το 1774, ως επιστέγασμα της νίκης
των Ρώσων, έθετε επίσημα πλέον το Ανατολικό Ζήτημα, εγκαινιάζοντας μια
άλλη εποχή.
.
Οι
αιώνες που ακολούθησαν την Άλωση ήταν για τα νησιά μια ατέλειωτη,
μακριά νύχτα, που μέσα της έρποντας οι κάτοικοί τους προσπαθούσαν
ψαχουλευτά να βγουν στο φως.
.
Από
τη στιγμή που ο Κριτόβουλος επέτυχε την αναίμακτη μεταβίβαση στο νέο
καθεστώς, άρχιζε ο αγώνας για την καθημερινή επιβίωση και διατήρηση της
πίστης και της λαλιάς, των πρωταρχικών αυτών συνθετικών της ταυτότητας
του Γένους, που την καθοδήγηση του είχε αναλάβει η Εκκλησία, την
επόμενη της πτώσης του Βυζαντίου.
.
Ο
Γεννάδιος Σχολάριος, ο πρώτος μετά την Άλωση πατριάρχης, δεν έτρεφε
αυταπάτες, προαισθανόταν ότι οι σκοτεινοί αιώνες ήταν μπροστά και γι’
αυτό πρώτο μέλημα του ήταν η φροντίδα της ίδρυσης ενός σχολείου, κοντά
στο Πατριαρχείο, που θα ήταν το φυτώριο του κλήρου που έμελλε να
ποιμάνει το υπόδουλο Γένος.
.
Οι
καιροί δεν ήταν μενετοί και πρόσφοροι γι’ αυτά. Παντού η φοβέρα, που
πήγαζε από τον φανατισμό και δεν γνώριζε όρια, τέτοια που όχι μόνο
τρόμαζε τους ραγιάδες αλλά και συχνά ποδηγετούσε και τους ίδιους. Κι από
την άλλη, τα δικά μας ανθρώπινα, κάποτε ποταπά και μοιραία, καθοριστικά
ωστόσο για την πορεία μας, στους δύσκολους καιρούς, που είχαν
ανατείλει.
.
Οι
Ιμβριώτες και Τενεδιοί, εκεί στο αιώνιο σταυροδρόμι των λογής
συγκρούσεων, καρτερικά υπομένουν τα σύννεφα των πολέμων, που κάθε τόσο
ξεπροβάλλουν στον ορίζοντα: τα καράβια, που φτάνουν κουβαλώντας τη
λεηλασία, τον εξανδραποδισμό και τον θάνατο, Η όπως – όπως επιβίωση
είναι το πρώτο μέλημα. Μόνοι τους πρέπει ν’ αντιμετωπίσουν τα δεινά.
Ποιος να τους συνδράμει εκεί στη φωλιά του μπαρουτιού και της φωτιάς; Οι
αιώνες περνούσαν χωρίς να φτάνουν ως εκεί τα μηνύματα του κόσμου, μόνο
κάτι καλόγεροι και παπάδες μάθαιναν στα παιδιά να διαβάζουν το Ψαλτήρι και τον Οχτώηχο τις Κυριακές, όταν σταματούσαν την επικουρία των γωνιών τους στα χωράφια κι έρχονταν στην εκκλησία.
.
Αυτά
ήταν τα γράμματα, μέχρι τα μέσα του ΙΗ’ αιώνα, στα νησιά, ώσπου ο
δεσπότης Ίμβρου Αθανάσιος Γ’ (1745 – 1759), άρχισε ο ίδιος προσωπικά να
διδάσκει τα παιδιά στη μητρόπολη, στο Κάστρο, τα πρώτα γράμματα γι’ αυτό
έμεινε στην ιστορία ως «ο δάσκαλος δεσπότης». Το έργο, που
ξεκίνησε ο Αθανάσιος, συνεχίστηκε από τον διάδοχο του Νεόφυτο Α’ τον
Τενεδιό, που ζήτησε από τα μοναστήρια του Αγίου Όρους, της Μεγίστης
Λαύρας και του Κουτλσυμουσίου, και έστειλαν εγγράμματους μοναχούς, που
δίδαξαν στα εγκαταστημένα στα μετόχια τους γραμματοδιδασκαλεία, ενώ
μετακάλεσε έναν Πάτμιο ιερομόναχο, που δίδασκε όσους περάτωναν την
εκπαίδευση τους εκεί.
.
Η
Τένεδος, παρά το ότι στο διάστημα αυτό ανέδειξε ένα πατριάρχη, τον
Μελέτιο Β’ (1768 – 1769) και τον προαναφερθέντα μητροπολίτη Ίμβρου
Νεόφυτο Α’ δεν ήταν σε καλλίτερη εκπαιδευτικά κατάσταση από την Ίμβρο.
Κι εκεί μόνο κατά τα μέσα του ΙΗ’ αιώνα εμφανίζεται κάποια εκπαιδευτική
κίνηση, κάποιο σχολείο, όπου μετά το 1783 δίδαξε κάποιος Πάτμιος,
Δανιήλ Μπαντουβάς, που είναι ενδεχομένως ο ίδιος εκείνος Δανιήλ της
Ίμβρου.
Πηγή:e-istoria
https://averoph.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου