Γράφει ο Δρ Σπύρος Δημητρίου
Αντιπρόεδρος Ιδρύματος Στρατηγού Γεωργίου Γρίβα-Διγενή
Το έπος της εθνική αντίσταση των Ελλήνων στην διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, είναι από τις κορυφαίες αλλά και πιο δραματικές στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Κορυφαίο γιατί οι Ελληνες αντιστάθηκαν σε βουνά και πόλεις απέναντι στη τριπλή κατοχή των Ιταλών, των Γερμανών και των Βουλγάρων, πληρώνοντας μάλιστα μεγάλο φόρο αίματος και δραματικό γιατί ο ξένος παράγοντας μαζί με τα ιδεολογήματα, οδήγησαν στον εμφύλιο σπαραγμό με καταστροφικές συνέπειες για την χώρα και το μέλλον της.
Οι άνεμοι του πολέμου βρήκαν την μικρή Ελλάδα καλά προετοιμασμένη υπό την καθοδήγηση του Ιωάννη Μεταξά ώστε το χάραμα της 28 Οκτωβρίου 1940 να πει εκείνο το περήφανο ΟΧΙ και μαζί του το βροντοφώναξε ολόκληρο το ελληνικό έθνος. Ετσι λαός και στρατός αγκαλιασμένοι με το χαμόγελο στα χείλη, μετέφεραν το περήφανο ΟΧΙ στα βουνά της Αλβανίας και με την ιαχή ΑΕΡΑΣ γρήγορα πέταξαν του Ιταλούς στη θάλασσα. Όμως οι δυνάμεις του άξονα και κυρίως η Γερμανία διαπιστώνοντας την ήττα των Ιταλών πήραν την κατάσταση στα χέρια τους.. Τροποποίησαν τα σχεδιά τους και την άνοιξη του 1941 επιτέθηκαν στην μικρή αλλά νικηφόρα Ελλάδα. Οι έλληνες για μια ακόμη φορά έδειξαν το μεγαλείο τους στις μάχες με τις σιδερόφρακτες στρατιές του Χίτλερ καθηλώνοντάς τες στα βόρεια σύνορα της χώρας. Η γραμμή Μεταξά και η μάχη των οχυρών πέρασαν στο πάνθεον της παγκόσμιας στρατιωτικής ιστορίας προκαλώντας τον θαυμασμό των συμμάχων . « Οι Ελληνες δεν πολεμούν σαν ήρωες αλλά οι ήρωες πολεμούν σαν έλληνες», είπε ο Ουιστον Τσώσρτιλ στο βρετανικό κοινοβούλιο λίγες μέρες μετά απ΄ αυτές τις ηρωικές μάχες. Η μικρή αλλά υπερήφανη Ελλάδα ηττήθηκε «ηρωικά». Προκάλεσε, όμως, το σεβασμό των εχθρών της αφού με το πέρας των μαχών διαπίστωσαν έκπληκτοι ότι μια χούφτα άνθρωποι κατάφεραν να σταματήσουν τόσο χρόνο ένα μεγάλο και σύγχρονο στρατό. Οι γερμανοί καταλαμβάνουν την Ελλάδα. Στρατός και Λαός δίνουν και την τελευταία μάχη στο εναπομείναν ελεύθερο ελληνικό έδαφος την Κρήτη, γράφοντας με την μάχη της μια ακόμη σελίδα ηρωισμού και αυταπάρνησης. Ο χρόνος αυτός της ηρωικής αντίστασης των ελλήνων αποδείχθηκε καθοριστικός για την εξέλιξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου. Κατάφεραμε να καθυστερήσουμε την επίθεση των γερμανών στη τότε Σοβιετική Ενωση , μεταφέροντας τον χρόνο επίθεσης για αργότερα που όμως οι συνθήκες (όπως αποδείχθηκε ) ήταν καταστροφικές λόγω καιρού. Με τη μάχη της Κρήτης ολοκληρώνεται η κατάληψη της Ελλάδας και η κυβέρνηση με το στρατό θα φύγουν για την Μέση Ανατολή να συνεχίσουν τον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων.
Το μαύρο πέπλο της κατοχής άρχισε να πλανιέται πάνω από την Ελλάδα. Στρατιώτες και αξιωματικοί επιστρέφουν στα σπίτια τους, μετά τις ηρωικές μάχες και μαζί τους ολόκληρος ο ελληνικός λαός θα υποστεί τις συνέπειες της κατοχής. Βουβοί και σιωπηλοί στην αρχή αλλά οργισμένοι για την κατοχή της δόλιας πατρίδας συλλογίζονται πως θα αντισταθούν στις δυνάμεις κατοχής ή πως θα διαφύγουν στη Μέση Ανατολή για να πολεμήσουν με τον εξόριστο ελληνικό στρατό. Η πρώτη αντιστασική πράξη έγινε αμέσως από τον Αρxιεπίσκοπο Χρύσανθο έναν φλογερό ιεράρχη και Ελληνα του Πόντου που αρνήθηκε να συμμετέχει στην παράδοση της Αθήνας στους Γερμανούς, να ορκίση την δοσιλογική κυβέρνηση Τσολάκογλου, να τελέση δοξολογία στη μητρόπολη και να δεχθεί να δει τον γερμανό σταρατιωτικό διοικητή Αθηνών Stume, δείχνοντας με τη στάση του ότι του «Ελληνα ο τράχηλος ζυγό δεν υπομένει».
Από τους πρώτους που άρχισαν να σκέφτονται να οργανώσουν αντίσταση απέναντι στον κατακτητή ή να διαφύγουν στη Μέση Ανατολή όπως είπαμε, ήταν οι έλληνες αξιωματικοί. Ανάμεσα σ΄ αυτούς κι ένας μικρόσωμος με διεισδυτικό βλέμμα Αντισυνταγματάρχης Πεζικού, επιτελάρχης της 2ας μεραρχίας στον πόλεμο και με καταγωγή από τη μαρτυρική και αλύτρωτη γη της Κύπρου. Ηταν ο Γεώργιος Γρίβας ο μετέπειτα Διγενής της Κύπρου.
Γεννημένος στις 23 Μαίου 1898 στο Τρίκωμο της επαρχίας Αμμοχώστου κοντά στην αρχαία Σαλαμίνα του Τεύκρου και του Ευαγόρα γαλουχήθηκε με τα ελληνικά προσανάματα της ελευθερίας και της εθνικής ολοκλήρωσης που μέσα τους περιελάμβαναν και τη Κύπρο. Ερχεται στη Ελλάδα και φοιτά στην Σχολή Ευελπίδων, το 1919 και πριν καλά-καλά τελειώσει βρίσκεται στην Μικρά Ασία να πολεμά με τον ελληνικό στρατό. Εζησε από κοντά όλη την μικρασιατική καταστροφή και τον διχασμό που ακολούθησε, παραμένοντας σταθερός στις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και δεν ενεπλάκει στα πολιτικά τερτίπια της εποχής ούτε στα κινήματα που ακολούθησαν και διαπέρασαν καταστροφικά όχι μόνο το στρατό αλλά και την ελληνική κοινωνία τόσο σε επίπεδο θεσμών και δομών αλλά και συνεκτικότητας. Υπηρέτησε ως Υπολοχαγός σε μονάδες του Εβρου και της Ροδόπης. Το 1927 Λοχαγός πια, επελέγη για μετεκπαίδευση στη Γαλλία στη φημισμένη «Σχολή Εφαρμογής Πεζικού» των Βερσαλλιών στο Παρίσι, όπου και παραμένει για ένα χρόνο. Επέστρεψε στην Ελλάδα, τοποθετήθηκε στο 30ο Σύνταγμα και αποσπάστηκε στο κέντρο ιππασίας του Γ.Ε.Σ στη Λάρισα και εν συνεχεία στη Σχολή Εφαρμογής Πεζικού. Το 1931 μεταβαίνει ξανά, στη Γαλλία αυτή τη φορά για να φοιτήσει στην «Γαλλική Ακαδημία Πολέμου». Επέστρεψε στην Ελλάδα προβιβάστηκε σε Ταγματάρχη και τοποθετήθηκε Γ.Ε. Σ. Όλα αυτά τα χρόνια από το 1919, μόνο δυο φορές επισκεφθηκε την ιδιαίτερη πατρίδα του το 1929 και το 1934. Του επιφυλάχθηκε θερμή υποδοχή όχι μόνο ως τέκνο του χωριού του Τρίκωμου αλλά ολόκληρης της Κύπρου μια και ο Ελληνας αξιωματικός φάνταζε στα μάτια τους με το σωτήρα του βασανισμένου κυπριακού ελληνισμού και την εκπλήρωση των πόθων τους για ΕΝΩΣΗ με την μητέρα πατρίδα. Στην Αθήνα , λοιπόν ο Ταγματάρχης Γρίβας διέμενε στο Θησείο κοντά στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας με συγκάτοικο τον συνάδελφό και συμπολεμιστή Ευθύμιο Ντέκα , που στις μάχες της Μικράς Ασίας γνωρίστηκαν και έγιναν αχώριστοι φίλοι. Σε κοντινή απόσταση από το σπίτι τους έμενε μια ανηψιά του Ντέκα , η Βασιλική που έκανε καλή εντύπωση στον Ταγματάρχη Γρίβα. Ετσι γρήγορα αναπτύχθηκε το ειδύλλιο μεταξύ τους που στις 17 Φεβρουαρίου 1938 οδήγησε στα σκαλιά της εκκλησίας και την μόνιμη εγκατάστασή του ζευγαριού, στο Θησείο. Αυτή η όμορφη και ιστορική περιοχή της Αθήνας έμελε να παίξει καθοριστικό ρόλο στην μετέπειτα πορεία του Ταγματάρχη Γρίβα αλλά και στην σύγχρονη ελληνική ιστορία.
Ο πόλεμος του ΄40 βρίσκει το Ταγματάρχη Γρίβα στο 3ο επιτελικό γραφείο του Γ.Ε.Σ. Ο πόλεμος ήταν αναμενόμενος και το επιτελείο τους προηγούμενους μήνες ασχολούνταν πυρετωδώς με την θωράκιση των ελληνοαλβανικών συνόρων. Ο Γρίβας ως επιτελικός έχει αυξημένες ευθύνες σ΄αυτή τη διαδικασία αλλά και ως εξ΄απορρήτων σύνδεσμος του Αρχιστρατήγου Παπάγου με την 8η μεραρχία του Υποστράτηγου Κατσιμήτρου που θα δεχόταν τον κύριο όγκο της επίθεσης. Ετσι το πρωινό της 28η Οκτωβρίου 1940 η στρατιωτική ηγεσία δεν κατελήφθη εξ απήνης. Ο Ταγματάρχης Γρίβας ζητά επιμόνως να μετατεθεί στο μέτωπο της Αλβανίας αλλά το επιτελείο τον χρειάζεται στην Αθήνα. Τελικά μετά από τρείς αιτήσεις παραίτησης θα μετατεθεί στις 23 Νοεμβρίου 1940 ως επιτελάρχης, στη «σιδηρά» 2α μεραρχία πεζικού του Υποστρατήγου Γεωργίου Λάβδα, και αναχώρησε για το βορειοηπειρωτικό μέτωπο. Ο αεικίνητος Ταγματάρχης ρίχνεται στον αγώνα και με την προελαύνουσα 2α μεραρχία θα ζήσει στιγμές δόξης και εθνικής περηφάνιας μετά από σκληρές μάχες και καιρικές αντιξοότητες να καταλαμβάνουν στα μέσα Δεκεμβρίου, τους Αγ. Σαράντα και το Αργυρόκαστρο. Πρίν κλείσει ο χρόνος προάγεται σε Αντισυνταγματάρχη. Στο επόμενο δίμηνο η 2α μεραρχία διατήρησε τις θέσεις της στην περιοχή του Αργυροκάστρου παρά τις σφοδρές επιθέσεις των Ιταλών πετυχαίνοντας μικρές σχετικά, προελάσεις. Αρχές Μαρτίου ενεπλάκησαν σε σκληρές μάχες κοντά στο Τεπελένι και στη συνέχεια έγινε η εαρινή επίθεση των Ιταλών στις 9 Μαρτίου 1941 με την παρουσία του ίδιου του Μπενίτο Μουσσολίνι. Οι επιθέσεις των Ιταλών κράτησαν μια εβδομάδα, ήταν συνεχείς και αιματηρές αλλά η 2α μεραρχία αντιστάθηκε με πυγμή αναγκάζοντας, στο τέλος τους Ιταλούς να παραιτηθούν των προσπαθειών τους γράφοντας ξανά, σελίδες ηρωισμού όπως η θρυλική μάχη στο ύψωμα 731. Ολο αυτό το διάστημα ο Αντισυνταγματάρχης Γρίβας διατρέχει τα φυλάκια, τα υψώματα, καταστρώνει σχέδια και βρίσκεται στις επάλξεις των μάχιμων μονάδων εμψυχώνοντας οπλίτες και αξιωματικούς. Ηταν η «ψυχή» της μεραρχίας. Ακολούθησε η γερμανική επίθεση στις 6 Απριλίου 1941 και η συνθηκολόγηση. Η 2α μεραρχία αποφάσισε να απεμπλακεί από το μέτωπο και να υποχωρήσει με τη θλίψη στα μάτια όλων για την τροπή που πήραν τα γεγονότα. Ο Αντισυνταγματάρχης Γρίβας εισηγήθηκε στο Υποστράτηγο Λάβδα να μην παραδώσουν τον οπλισμό στους Γερμανούς θεωρώντας αυτή την πράξη ατιμωτική. Ο Υποστράτηγος Λάβδας συμφώνησε. Όμως η μεραρχία ανεκόπη κοντά στα Ιωάννινα και ο Γρίβας διέφυγε την τελευταία στιγμή έχοντας μαζί του το περίστροφο. Περιπλανώμενος στα γύρω βουνά κατάφερε μετά από πολλές ταλαιπωρίες να φθάσει στην Αθήνα.
Η ψυχολογία των αξιωματικών και των οπλιτών ήταν αρκετά βεβαρημένη από το άδικο τέλος αλλά μέσα βαθιά τους είχαν χαραχθεί ανεξίτηλα οι νίκες στα βορειοηπειρωτικά βουνά, η μάχη των οχυρών, η μάχη της Κρήτης. Η καθολική αντίσταση στρατού και λαού απέναντι στον εισβολέα θα έπαιρνε τώρα σάρκα και οστά με το έπος της εθνικής αντίστασης και την συμμετοχή του εξόριστου ελληνικού στρατού στο πλευρό των συμμάχων στις μάχες που μαίνονταν στη Μέση Ανατολή.
Ο Αντισυνταγματάρχης Γρίβας άρχισε να βιώνει τις θλιβερές συνθήκες της κατοχής. Πείνα, εξαθλίωση και απελπισία για τους έλληνες της κατεχόμενης Αθήνας. Ο σκληροτράχηλος, όμως αξιωματικός με το διεισδυτικό βλέμμα που σε ξεγελούσε το μικρό του σώμα, έκρυβε μέσα του έναν επίμονο, μαχητικό και ατρόμητο άνθρωπο που όταν έβαζε κάτι στο μυαλό του έπρεπε να το φέρει σε πέρας. Αυτό είχε αποδείξει η μέχρι τότε στρατιωτική του δράση στα πεδία των μαχών, αυτό απέδειξε και η περαιτέρω πορεία του όταν ηγήθηκε του κυπριακού αγώνα και ως το τέλος της ζωής του. Αρχισε αμέσως επαφές με αξιωματικούς της 2ας μεραρχίας όπου υπηρέτησε και γνώριζε τις ικανότητές τους, αλλά και πατριώτες του κυπρίους που ζούσαν στην Αθήνα όπως ο εξόριστος από τους Βρετανούς Μητροπολίτης Κερύνειας Μακάριος ο Β΄(μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Κύπρου), την οικογένεια Κύρου, τα αδέλφια Ομηρος και Χριστόδουλος Παπαδόπουλος αλλά και ο νέος διάκος της Αγίας Ειρήνης Μακάριος που θα έπαιζε σημαντικό ρόλο στην υπόθεση του κυπριακού, ως Αρχιεπίσκοπος αλλά και στη ζωή του Γρίβα. Από τους πρώτους ανθρώπους που είδε ήταν ο γενναίος Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος που δέχθηκε μετά από παραινέσεις του Γρίβα να γίνει πολιτικός σύμβουλος της οργάνωσης και να βοηθήσει όσο μπορούσε τον αγώνα. Οι γερμανοί, φυσικά, δεν είχαν λησμονήσει την ηρωική στάση του Αρχιεπισκόπου και τον τιμώρησαν απομακρύνοντας τον από την θέση του. Στόχος αυτών των επαφών ήταν η δημιουργία αντιστασιακής οργάνωσης και η έναρξη δράσης απέναντι στον κατακτητή. Ετσι τον Ιούνιο του 1941 μετά από σκέψεις, συζητήσεις και ονόματα που έπεσαν στο τραπέζι ιδρύθηκε η «Στρατιωτική Οργάνωση Γρίβα» που μετονομάσθηκε σε Εθνική Οργάνωση ‘Χ’. Να πως περιέγραψε ο ίδιος ο Γεώργιος Γρίβας τους σκοπούς της Χ : «Τα στελέχη της οργάνωσης ήταν μόνιμοι και έφεδροι αξιωματικοί του βορειοηπειρωτικού έπους και των μακεδονικών οχυρών. Αποκλειστικός σκοπός της Χ: Η δια παντός μέσου εκδίωξη του κατακτητή από τη πατρώα γη. Πίστευα ακράδαντα ότι η νίκη των συμμάχων θα σήμαινε όχι μόνο απελευθέρωση της Ελλάδας αλλά και ολοκλήρωση της εθνικής μας ελευθερίας δια της ενσωμάτωσης της Κύπρου, της Δωδεκανήσου και της Βορείου Ηπείρου. Εδαφών τα οποία ιστορικά και εθνολογικά ανήκουν στην Ελλάδα» (*).
Ο Γρίβας ήταν εθνικά προσηλωμένος αλλά ταυτόχρονα λαικός με την ιδεαλιστκή έννοια της λέξεως και φίλτραρε τις σκέψεις και τις τοποθετήσεις του πάντα με βάση το εθνικό συμφέρον και την εθνική ολοκλήρωση μια και η πατρώα Κύπρος και η αποκατάστασή της τον διέπνεαν πάντα.. Εμεινε όπως είπαμε, έξω από τον διαχασμό που ακολούθησε την μικρασιατική καταστροφή και την πολιτική του μεσοπολέμου με τις ίντριγκες, τα κινήματα και γενικώτερα την άσκηση εξουσίας με έναν τρόπο που ερχόταν σε αντίθεση με το χαρακτήρα του. Οι ίδιοι λόγοι τον οδήγησαν και στις αντιθέσεις του με τον κομμουνισμό και τις παλινωδίες του ΚΚΕ απένατι κυρίως στα εθνικά ζητήματα, υπερασπιζόμενο έναν ψευδεπίγραφο διεθνισμό που όπως έδειξαν οι μετέπειτα εξελίξεις σκοπό είχε την απόσπαση εδαφών από την ελληνική επικράτεια και την δορυφοριοποίηση της Ελλάδας υπέρ των βορείων γειτόνων της στα πλαίσια της πολιτικής της τότε Σοβιετικής Ενωσης. Εμεινε πιστός στο στρατιωτικό του λειτούργημα και στο θεσμό της Βασιλευομένης Δημοκρατίας και αυτό έπραξε στην διάρκεια της κατοχής παραμένοντας σταθερός στον εξόριστο θρόνο θέτοντας και την οργάνωση κάτω από τις διαταγές της εξόριστης κυβέρνησης στη Μέση Ανατολή μέχρι τον επαναπατρισμό της στην Ελλάδα.
Η Εθνική Οργάνωση ‘Χ’ είχε ιδρυτή και αδιαφιλονίκητο αρχηγό, που δεν αμφισβητήθηκε ποτέ σε όλη την διάρκεια της κατοχής, τον Αντισυνταγματάρχη Γρίβα.Η οργάνωση είχε στρατιωτική δομή, τα μέλη της εμπνέονταν από τα ίδια ιδεώδη επιδεικνύοντας υπακοή, εμπιστοσύνη και αυστηρή πειθαρχία στο πρόσωπο του αρχηγού. Δραστηριοποιήθηκε κυρίως στην Αθήνα και τον Πειραιά που αντικειμενικά είχε τις πιο πολλές δυσκολίες μια και ο εχθρός ήταν κυρίαρχος στην πόλη συγκριτικά με την ύπαιθρο. Σε πλήρη ανάπτυξη η οργάνωση αριθμούσε πάνω από 200 μονίμους αξιωματικούς και γύρω στα 4000 μέλη χωρισμένοι σε 14 τάγματα και με αρκετές δυσκολίες σε οπλισμό. Προσπάθεια δραστηριοποίησης έγινε στην επαρχία αλλά δεν τελεσφόρησε. Συνεργάστηκε με αρκετές αντιστασιακές οργανώσεις όπως ο «ΕΔΕΣ» του Ναπολέοντα Ζέρβα, το «5/42» του Ψαρρού, «ΚΟΔΡΟΣ», «ΡΑΝ», «Στρατιωτική Ιεραρχία», «Τρίαινα», με τον στρατάρχη Παπάγο μέχρι την σύλληψή του και την μεταφορά του σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως στη Γερμανία. Ακόμη και το ΕΑΜ προσέγγισε τον Γρίβα για την αρχηγία του ΕΛΑΣ στα πλαίσια της συνεργασίας του με αξιωματικούς του στρατού για δήθεν κοινή συνεργασία όλων των αντιστασιακών οργανώσεων. Κλασσική τακτική χειραγώγησης του ΚΚΕ που γρήγορα αντιλήφθηκε ο αρχηγός της ‘Χ’ και αρνήθηκε την θέση. Η ‘Χ’ ασχολήθηκε με την μεταφορά αξιωματικών στη Μέση Ανατολή, παρακολούθηση γερμανικών και ιταλικών μονάδων σε Αθήνα και Πειραιά μεταφέροντας της πληροφορίες μέσω ασυρμάτου στο Γενικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής στο Κάιρο, δολιοφθορές κατά του εχθρού, εμψύχωση των κατοίκων της πρωτεύουσας με συνθήματα και ηρωικές πράξεις: «Όλα για την Ελλάδα», «Κάτω οι Γερμανοί», «Θάνατος στους Βουλγάρους» γέμισε η πρωτεύουσα στην πρώτη επέτειο της γερμανικής κατοχής τον Απρίλιο του 1942, η κατάθεση στεφάνου στο μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτου ανήμερα 25 Μαρτίου 1943, τόνισαν το ηθικό των ελλήνων της κατεχόμενης Αθήνας. Όλα αυτά οδήγησαν τις δυνάμεις κατοχής στα χνάρια της οργάνωσης άρχισε το κυνηγητό οι συλλήψεις τα βασανιστήρια, οι φυλακίσεις, οι εκτελέσεις και τέλος η επικήρυξη του αρχηγού που πολλές φορές βρέθηκε αντιμέτωπος με την αιχμαλωσία και τον θάνατο. Εχθρική στάση κράτηση η οργάνωση και απέναντι στις δοσιλογικές κυβερνήσεις και τα τάγματα ασφαλείας που δημιούργησαν ζητώντας από τους έλληνες αξιωματικούς να τα στελεχώσουν. Ο Αρχηγός Γρίβας μα αυστηρότατη διαταγή του απαγόρευσε αυτή τη συμμετοχή αλλά και οποιαδήποτε σχέση με τις κυβερνήσεις των δοσιλόγων.
Μοιραία ήταν και η σύγκρουση με τις δυνάμεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ που θέλησαν να μονοπωλήσουν την αντίσταση στην διάρκεια της κατοχής , ιδιαίτερα μετά την συνθηκολόγηση των Ιταλών ρίχνοντας λάσπη απέναντι στη ‘Χ’ ότι τάχα συνεργαζόταν με τους γερμανούς και τα τάγματα ασφαλείας ώστε να την εξοβελίσουν και να δυναμιτίσουν περαιτέρω τις καταστάσεις. Πίσω απ΄όλα αυτά βρισκόταν το ΚΚΕ και η προσπάθειά του να χειραγωγήσει και να ελέγξει πολιτικά την αντίσταση καθοδηγώντας τις εξελίξεις όσο πλησίαζε το τέλος του πολέμου ,φτάνοντας μέχρι του σημείου να δημιουργήσει τη σκιερή εξτρεμιστική οργάνωση, την περιβόητη ΟΠΛΑ, που πολλοί πατριώτες της ‘Χ’ υπήρξαν θύματά της.
Η ‘Χ’ στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων πιστή στις ιδέες, τα ιδανικά της και προσηλωμένη στον στόχο της που ήταν η απελευθέρωση της πατρίδας από τον ξένο ζυγό. Εμεινε στο πλευρό των συμμάχων και της εξόριστης κυβέρνησης μέχρι την επιστροφή στην πατρίδα δίνοντας το αίμα της στις δύσκολες στιγμές που ακολούθησαν Δεκέμβρη στην Αθήνα του 1944 και την ηρωική τους μάχη στο ΘΗΣΕΙΟ. Δεν ολοκληρώθηκαν οι πόθοι της που ήταν η εθνική αποκατάσταση της Κύπρου, της Δωδεκανήσου και της Βορείου Ηπείρου για τις θυσίες και τους αγώνες των Ελλήνων στη διάρκεια της κατοχής. Ο Αρχηγός της, Αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Γρίβας συνέχισε τον αγώνα του για την εθνική ολοκλήρωση και δέκα χρόνια μετά έγραψε ως ΔΙΓΕΝΗΣ στα βουνά της Κύπρου το έπος του 1955-1959 περνώντας στο πάνθεον της μακρόχρονης ελληνικής ιστορίας ως «άξιο τέκνο της πατρίδας» ο μόνος μετά τον Κολοκοτρώνη. Δεν σταμάτησε ποτέ να μάχεται για τα δίκαια του κυπριακού ελληνισμού ως την τελευταία στιγμή της ζωής του.
Ίδρυμα Στρατηγού Γ. Γρίβα-Διγενή
Αντιπρόεδρος Ιδρύματος Στρατηγού Γεωργίου Γρίβα-Διγενή
Το έπος της εθνική αντίσταση των Ελλήνων στην διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, είναι από τις κορυφαίες αλλά και πιο δραματικές στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Κορυφαίο γιατί οι Ελληνες αντιστάθηκαν σε βουνά και πόλεις απέναντι στη τριπλή κατοχή των Ιταλών, των Γερμανών και των Βουλγάρων, πληρώνοντας μάλιστα μεγάλο φόρο αίματος και δραματικό γιατί ο ξένος παράγοντας μαζί με τα ιδεολογήματα, οδήγησαν στον εμφύλιο σπαραγμό με καταστροφικές συνέπειες για την χώρα και το μέλλον της.
Οι άνεμοι του πολέμου βρήκαν την μικρή Ελλάδα καλά προετοιμασμένη υπό την καθοδήγηση του Ιωάννη Μεταξά ώστε το χάραμα της 28 Οκτωβρίου 1940 να πει εκείνο το περήφανο ΟΧΙ και μαζί του το βροντοφώναξε ολόκληρο το ελληνικό έθνος. Ετσι λαός και στρατός αγκαλιασμένοι με το χαμόγελο στα χείλη, μετέφεραν το περήφανο ΟΧΙ στα βουνά της Αλβανίας και με την ιαχή ΑΕΡΑΣ γρήγορα πέταξαν του Ιταλούς στη θάλασσα. Όμως οι δυνάμεις του άξονα και κυρίως η Γερμανία διαπιστώνοντας την ήττα των Ιταλών πήραν την κατάσταση στα χέρια τους.. Τροποποίησαν τα σχεδιά τους και την άνοιξη του 1941 επιτέθηκαν στην μικρή αλλά νικηφόρα Ελλάδα. Οι έλληνες για μια ακόμη φορά έδειξαν το μεγαλείο τους στις μάχες με τις σιδερόφρακτες στρατιές του Χίτλερ καθηλώνοντάς τες στα βόρεια σύνορα της χώρας. Η γραμμή Μεταξά και η μάχη των οχυρών πέρασαν στο πάνθεον της παγκόσμιας στρατιωτικής ιστορίας προκαλώντας τον θαυμασμό των συμμάχων . « Οι Ελληνες δεν πολεμούν σαν ήρωες αλλά οι ήρωες πολεμούν σαν έλληνες», είπε ο Ουιστον Τσώσρτιλ στο βρετανικό κοινοβούλιο λίγες μέρες μετά απ΄ αυτές τις ηρωικές μάχες. Η μικρή αλλά υπερήφανη Ελλάδα ηττήθηκε «ηρωικά». Προκάλεσε, όμως, το σεβασμό των εχθρών της αφού με το πέρας των μαχών διαπίστωσαν έκπληκτοι ότι μια χούφτα άνθρωποι κατάφεραν να σταματήσουν τόσο χρόνο ένα μεγάλο και σύγχρονο στρατό. Οι γερμανοί καταλαμβάνουν την Ελλάδα. Στρατός και Λαός δίνουν και την τελευταία μάχη στο εναπομείναν ελεύθερο ελληνικό έδαφος την Κρήτη, γράφοντας με την μάχη της μια ακόμη σελίδα ηρωισμού και αυταπάρνησης. Ο χρόνος αυτός της ηρωικής αντίστασης των ελλήνων αποδείχθηκε καθοριστικός για την εξέλιξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου. Κατάφεραμε να καθυστερήσουμε την επίθεση των γερμανών στη τότε Σοβιετική Ενωση , μεταφέροντας τον χρόνο επίθεσης για αργότερα που όμως οι συνθήκες (όπως αποδείχθηκε ) ήταν καταστροφικές λόγω καιρού. Με τη μάχη της Κρήτης ολοκληρώνεται η κατάληψη της Ελλάδας και η κυβέρνηση με το στρατό θα φύγουν για την Μέση Ανατολή να συνεχίσουν τον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων.
Το μαύρο πέπλο της κατοχής άρχισε να πλανιέται πάνω από την Ελλάδα. Στρατιώτες και αξιωματικοί επιστρέφουν στα σπίτια τους, μετά τις ηρωικές μάχες και μαζί τους ολόκληρος ο ελληνικός λαός θα υποστεί τις συνέπειες της κατοχής. Βουβοί και σιωπηλοί στην αρχή αλλά οργισμένοι για την κατοχή της δόλιας πατρίδας συλλογίζονται πως θα αντισταθούν στις δυνάμεις κατοχής ή πως θα διαφύγουν στη Μέση Ανατολή για να πολεμήσουν με τον εξόριστο ελληνικό στρατό. Η πρώτη αντιστασική πράξη έγινε αμέσως από τον Αρxιεπίσκοπο Χρύσανθο έναν φλογερό ιεράρχη και Ελληνα του Πόντου που αρνήθηκε να συμμετέχει στην παράδοση της Αθήνας στους Γερμανούς, να ορκίση την δοσιλογική κυβέρνηση Τσολάκογλου, να τελέση δοξολογία στη μητρόπολη και να δεχθεί να δει τον γερμανό σταρατιωτικό διοικητή Αθηνών Stume, δείχνοντας με τη στάση του ότι του «Ελληνα ο τράχηλος ζυγό δεν υπομένει».
Από τους πρώτους που άρχισαν να σκέφτονται να οργανώσουν αντίσταση απέναντι στον κατακτητή ή να διαφύγουν στη Μέση Ανατολή όπως είπαμε, ήταν οι έλληνες αξιωματικοί. Ανάμεσα σ΄ αυτούς κι ένας μικρόσωμος με διεισδυτικό βλέμμα Αντισυνταγματάρχης Πεζικού, επιτελάρχης της 2ας μεραρχίας στον πόλεμο και με καταγωγή από τη μαρτυρική και αλύτρωτη γη της Κύπρου. Ηταν ο Γεώργιος Γρίβας ο μετέπειτα Διγενής της Κύπρου.
Γεννημένος στις 23 Μαίου 1898 στο Τρίκωμο της επαρχίας Αμμοχώστου κοντά στην αρχαία Σαλαμίνα του Τεύκρου και του Ευαγόρα γαλουχήθηκε με τα ελληνικά προσανάματα της ελευθερίας και της εθνικής ολοκλήρωσης που μέσα τους περιελάμβαναν και τη Κύπρο. Ερχεται στη Ελλάδα και φοιτά στην Σχολή Ευελπίδων, το 1919 και πριν καλά-καλά τελειώσει βρίσκεται στην Μικρά Ασία να πολεμά με τον ελληνικό στρατό. Εζησε από κοντά όλη την μικρασιατική καταστροφή και τον διχασμό που ακολούθησε, παραμένοντας σταθερός στις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και δεν ενεπλάκει στα πολιτικά τερτίπια της εποχής ούτε στα κινήματα που ακολούθησαν και διαπέρασαν καταστροφικά όχι μόνο το στρατό αλλά και την ελληνική κοινωνία τόσο σε επίπεδο θεσμών και δομών αλλά και συνεκτικότητας. Υπηρέτησε ως Υπολοχαγός σε μονάδες του Εβρου και της Ροδόπης. Το 1927 Λοχαγός πια, επελέγη για μετεκπαίδευση στη Γαλλία στη φημισμένη «Σχολή Εφαρμογής Πεζικού» των Βερσαλλιών στο Παρίσι, όπου και παραμένει για ένα χρόνο. Επέστρεψε στην Ελλάδα, τοποθετήθηκε στο 30ο Σύνταγμα και αποσπάστηκε στο κέντρο ιππασίας του Γ.Ε.Σ στη Λάρισα και εν συνεχεία στη Σχολή Εφαρμογής Πεζικού. Το 1931 μεταβαίνει ξανά, στη Γαλλία αυτή τη φορά για να φοιτήσει στην «Γαλλική Ακαδημία Πολέμου». Επέστρεψε στην Ελλάδα προβιβάστηκε σε Ταγματάρχη και τοποθετήθηκε Γ.Ε. Σ. Όλα αυτά τα χρόνια από το 1919, μόνο δυο φορές επισκεφθηκε την ιδιαίτερη πατρίδα του το 1929 και το 1934. Του επιφυλάχθηκε θερμή υποδοχή όχι μόνο ως τέκνο του χωριού του Τρίκωμου αλλά ολόκληρης της Κύπρου μια και ο Ελληνας αξιωματικός φάνταζε στα μάτια τους με το σωτήρα του βασανισμένου κυπριακού ελληνισμού και την εκπλήρωση των πόθων τους για ΕΝΩΣΗ με την μητέρα πατρίδα. Στην Αθήνα , λοιπόν ο Ταγματάρχης Γρίβας διέμενε στο Θησείο κοντά στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας με συγκάτοικο τον συνάδελφό και συμπολεμιστή Ευθύμιο Ντέκα , που στις μάχες της Μικράς Ασίας γνωρίστηκαν και έγιναν αχώριστοι φίλοι. Σε κοντινή απόσταση από το σπίτι τους έμενε μια ανηψιά του Ντέκα , η Βασιλική που έκανε καλή εντύπωση στον Ταγματάρχη Γρίβα. Ετσι γρήγορα αναπτύχθηκε το ειδύλλιο μεταξύ τους που στις 17 Φεβρουαρίου 1938 οδήγησε στα σκαλιά της εκκλησίας και την μόνιμη εγκατάστασή του ζευγαριού, στο Θησείο. Αυτή η όμορφη και ιστορική περιοχή της Αθήνας έμελε να παίξει καθοριστικό ρόλο στην μετέπειτα πορεία του Ταγματάρχη Γρίβα αλλά και στην σύγχρονη ελληνική ιστορία.
Ο πόλεμος του ΄40 βρίσκει το Ταγματάρχη Γρίβα στο 3ο επιτελικό γραφείο του Γ.Ε.Σ. Ο πόλεμος ήταν αναμενόμενος και το επιτελείο τους προηγούμενους μήνες ασχολούνταν πυρετωδώς με την θωράκιση των ελληνοαλβανικών συνόρων. Ο Γρίβας ως επιτελικός έχει αυξημένες ευθύνες σ΄αυτή τη διαδικασία αλλά και ως εξ΄απορρήτων σύνδεσμος του Αρχιστρατήγου Παπάγου με την 8η μεραρχία του Υποστράτηγου Κατσιμήτρου που θα δεχόταν τον κύριο όγκο της επίθεσης. Ετσι το πρωινό της 28η Οκτωβρίου 1940 η στρατιωτική ηγεσία δεν κατελήφθη εξ απήνης. Ο Ταγματάρχης Γρίβας ζητά επιμόνως να μετατεθεί στο μέτωπο της Αλβανίας αλλά το επιτελείο τον χρειάζεται στην Αθήνα. Τελικά μετά από τρείς αιτήσεις παραίτησης θα μετατεθεί στις 23 Νοεμβρίου 1940 ως επιτελάρχης, στη «σιδηρά» 2α μεραρχία πεζικού του Υποστρατήγου Γεωργίου Λάβδα, και αναχώρησε για το βορειοηπειρωτικό μέτωπο. Ο αεικίνητος Ταγματάρχης ρίχνεται στον αγώνα και με την προελαύνουσα 2α μεραρχία θα ζήσει στιγμές δόξης και εθνικής περηφάνιας μετά από σκληρές μάχες και καιρικές αντιξοότητες να καταλαμβάνουν στα μέσα Δεκεμβρίου, τους Αγ. Σαράντα και το Αργυρόκαστρο. Πρίν κλείσει ο χρόνος προάγεται σε Αντισυνταγματάρχη. Στο επόμενο δίμηνο η 2α μεραρχία διατήρησε τις θέσεις της στην περιοχή του Αργυροκάστρου παρά τις σφοδρές επιθέσεις των Ιταλών πετυχαίνοντας μικρές σχετικά, προελάσεις. Αρχές Μαρτίου ενεπλάκησαν σε σκληρές μάχες κοντά στο Τεπελένι και στη συνέχεια έγινε η εαρινή επίθεση των Ιταλών στις 9 Μαρτίου 1941 με την παρουσία του ίδιου του Μπενίτο Μουσσολίνι. Οι επιθέσεις των Ιταλών κράτησαν μια εβδομάδα, ήταν συνεχείς και αιματηρές αλλά η 2α μεραρχία αντιστάθηκε με πυγμή αναγκάζοντας, στο τέλος τους Ιταλούς να παραιτηθούν των προσπαθειών τους γράφοντας ξανά, σελίδες ηρωισμού όπως η θρυλική μάχη στο ύψωμα 731. Ολο αυτό το διάστημα ο Αντισυνταγματάρχης Γρίβας διατρέχει τα φυλάκια, τα υψώματα, καταστρώνει σχέδια και βρίσκεται στις επάλξεις των μάχιμων μονάδων εμψυχώνοντας οπλίτες και αξιωματικούς. Ηταν η «ψυχή» της μεραρχίας. Ακολούθησε η γερμανική επίθεση στις 6 Απριλίου 1941 και η συνθηκολόγηση. Η 2α μεραρχία αποφάσισε να απεμπλακεί από το μέτωπο και να υποχωρήσει με τη θλίψη στα μάτια όλων για την τροπή που πήραν τα γεγονότα. Ο Αντισυνταγματάρχης Γρίβας εισηγήθηκε στο Υποστράτηγο Λάβδα να μην παραδώσουν τον οπλισμό στους Γερμανούς θεωρώντας αυτή την πράξη ατιμωτική. Ο Υποστράτηγος Λάβδας συμφώνησε. Όμως η μεραρχία ανεκόπη κοντά στα Ιωάννινα και ο Γρίβας διέφυγε την τελευταία στιγμή έχοντας μαζί του το περίστροφο. Περιπλανώμενος στα γύρω βουνά κατάφερε μετά από πολλές ταλαιπωρίες να φθάσει στην Αθήνα.
Η ψυχολογία των αξιωματικών και των οπλιτών ήταν αρκετά βεβαρημένη από το άδικο τέλος αλλά μέσα βαθιά τους είχαν χαραχθεί ανεξίτηλα οι νίκες στα βορειοηπειρωτικά βουνά, η μάχη των οχυρών, η μάχη της Κρήτης. Η καθολική αντίσταση στρατού και λαού απέναντι στον εισβολέα θα έπαιρνε τώρα σάρκα και οστά με το έπος της εθνικής αντίστασης και την συμμετοχή του εξόριστου ελληνικού στρατού στο πλευρό των συμμάχων στις μάχες που μαίνονταν στη Μέση Ανατολή.
Ο Αντισυνταγματάρχης Γρίβας άρχισε να βιώνει τις θλιβερές συνθήκες της κατοχής. Πείνα, εξαθλίωση και απελπισία για τους έλληνες της κατεχόμενης Αθήνας. Ο σκληροτράχηλος, όμως αξιωματικός με το διεισδυτικό βλέμμα που σε ξεγελούσε το μικρό του σώμα, έκρυβε μέσα του έναν επίμονο, μαχητικό και ατρόμητο άνθρωπο που όταν έβαζε κάτι στο μυαλό του έπρεπε να το φέρει σε πέρας. Αυτό είχε αποδείξει η μέχρι τότε στρατιωτική του δράση στα πεδία των μαχών, αυτό απέδειξε και η περαιτέρω πορεία του όταν ηγήθηκε του κυπριακού αγώνα και ως το τέλος της ζωής του. Αρχισε αμέσως επαφές με αξιωματικούς της 2ας μεραρχίας όπου υπηρέτησε και γνώριζε τις ικανότητές τους, αλλά και πατριώτες του κυπρίους που ζούσαν στην Αθήνα όπως ο εξόριστος από τους Βρετανούς Μητροπολίτης Κερύνειας Μακάριος ο Β΄(μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Κύπρου), την οικογένεια Κύρου, τα αδέλφια Ομηρος και Χριστόδουλος Παπαδόπουλος αλλά και ο νέος διάκος της Αγίας Ειρήνης Μακάριος που θα έπαιζε σημαντικό ρόλο στην υπόθεση του κυπριακού, ως Αρχιεπίσκοπος αλλά και στη ζωή του Γρίβα. Από τους πρώτους ανθρώπους που είδε ήταν ο γενναίος Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος που δέχθηκε μετά από παραινέσεις του Γρίβα να γίνει πολιτικός σύμβουλος της οργάνωσης και να βοηθήσει όσο μπορούσε τον αγώνα. Οι γερμανοί, φυσικά, δεν είχαν λησμονήσει την ηρωική στάση του Αρχιεπισκόπου και τον τιμώρησαν απομακρύνοντας τον από την θέση του. Στόχος αυτών των επαφών ήταν η δημιουργία αντιστασιακής οργάνωσης και η έναρξη δράσης απέναντι στον κατακτητή. Ετσι τον Ιούνιο του 1941 μετά από σκέψεις, συζητήσεις και ονόματα που έπεσαν στο τραπέζι ιδρύθηκε η «Στρατιωτική Οργάνωση Γρίβα» που μετονομάσθηκε σε Εθνική Οργάνωση ‘Χ’. Να πως περιέγραψε ο ίδιος ο Γεώργιος Γρίβας τους σκοπούς της Χ : «Τα στελέχη της οργάνωσης ήταν μόνιμοι και έφεδροι αξιωματικοί του βορειοηπειρωτικού έπους και των μακεδονικών οχυρών. Αποκλειστικός σκοπός της Χ: Η δια παντός μέσου εκδίωξη του κατακτητή από τη πατρώα γη. Πίστευα ακράδαντα ότι η νίκη των συμμάχων θα σήμαινε όχι μόνο απελευθέρωση της Ελλάδας αλλά και ολοκλήρωση της εθνικής μας ελευθερίας δια της ενσωμάτωσης της Κύπρου, της Δωδεκανήσου και της Βορείου Ηπείρου. Εδαφών τα οποία ιστορικά και εθνολογικά ανήκουν στην Ελλάδα» (*).
Ο Γρίβας ήταν εθνικά προσηλωμένος αλλά ταυτόχρονα λαικός με την ιδεαλιστκή έννοια της λέξεως και φίλτραρε τις σκέψεις και τις τοποθετήσεις του πάντα με βάση το εθνικό συμφέρον και την εθνική ολοκλήρωση μια και η πατρώα Κύπρος και η αποκατάστασή της τον διέπνεαν πάντα.. Εμεινε όπως είπαμε, έξω από τον διαχασμό που ακολούθησε την μικρασιατική καταστροφή και την πολιτική του μεσοπολέμου με τις ίντριγκες, τα κινήματα και γενικώτερα την άσκηση εξουσίας με έναν τρόπο που ερχόταν σε αντίθεση με το χαρακτήρα του. Οι ίδιοι λόγοι τον οδήγησαν και στις αντιθέσεις του με τον κομμουνισμό και τις παλινωδίες του ΚΚΕ απένατι κυρίως στα εθνικά ζητήματα, υπερασπιζόμενο έναν ψευδεπίγραφο διεθνισμό που όπως έδειξαν οι μετέπειτα εξελίξεις σκοπό είχε την απόσπαση εδαφών από την ελληνική επικράτεια και την δορυφοριοποίηση της Ελλάδας υπέρ των βορείων γειτόνων της στα πλαίσια της πολιτικής της τότε Σοβιετικής Ενωσης. Εμεινε πιστός στο στρατιωτικό του λειτούργημα και στο θεσμό της Βασιλευομένης Δημοκρατίας και αυτό έπραξε στην διάρκεια της κατοχής παραμένοντας σταθερός στον εξόριστο θρόνο θέτοντας και την οργάνωση κάτω από τις διαταγές της εξόριστης κυβέρνησης στη Μέση Ανατολή μέχρι τον επαναπατρισμό της στην Ελλάδα.
Η Εθνική Οργάνωση ‘Χ’ είχε ιδρυτή και αδιαφιλονίκητο αρχηγό, που δεν αμφισβητήθηκε ποτέ σε όλη την διάρκεια της κατοχής, τον Αντισυνταγματάρχη Γρίβα.Η οργάνωση είχε στρατιωτική δομή, τα μέλη της εμπνέονταν από τα ίδια ιδεώδη επιδεικνύοντας υπακοή, εμπιστοσύνη και αυστηρή πειθαρχία στο πρόσωπο του αρχηγού. Δραστηριοποιήθηκε κυρίως στην Αθήνα και τον Πειραιά που αντικειμενικά είχε τις πιο πολλές δυσκολίες μια και ο εχθρός ήταν κυρίαρχος στην πόλη συγκριτικά με την ύπαιθρο. Σε πλήρη ανάπτυξη η οργάνωση αριθμούσε πάνω από 200 μονίμους αξιωματικούς και γύρω στα 4000 μέλη χωρισμένοι σε 14 τάγματα και με αρκετές δυσκολίες σε οπλισμό. Προσπάθεια δραστηριοποίησης έγινε στην επαρχία αλλά δεν τελεσφόρησε. Συνεργάστηκε με αρκετές αντιστασιακές οργανώσεις όπως ο «ΕΔΕΣ» του Ναπολέοντα Ζέρβα, το «5/42» του Ψαρρού, «ΚΟΔΡΟΣ», «ΡΑΝ», «Στρατιωτική Ιεραρχία», «Τρίαινα», με τον στρατάρχη Παπάγο μέχρι την σύλληψή του και την μεταφορά του σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως στη Γερμανία. Ακόμη και το ΕΑΜ προσέγγισε τον Γρίβα για την αρχηγία του ΕΛΑΣ στα πλαίσια της συνεργασίας του με αξιωματικούς του στρατού για δήθεν κοινή συνεργασία όλων των αντιστασιακών οργανώσεων. Κλασσική τακτική χειραγώγησης του ΚΚΕ που γρήγορα αντιλήφθηκε ο αρχηγός της ‘Χ’ και αρνήθηκε την θέση. Η ‘Χ’ ασχολήθηκε με την μεταφορά αξιωματικών στη Μέση Ανατολή, παρακολούθηση γερμανικών και ιταλικών μονάδων σε Αθήνα και Πειραιά μεταφέροντας της πληροφορίες μέσω ασυρμάτου στο Γενικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής στο Κάιρο, δολιοφθορές κατά του εχθρού, εμψύχωση των κατοίκων της πρωτεύουσας με συνθήματα και ηρωικές πράξεις: «Όλα για την Ελλάδα», «Κάτω οι Γερμανοί», «Θάνατος στους Βουλγάρους» γέμισε η πρωτεύουσα στην πρώτη επέτειο της γερμανικής κατοχής τον Απρίλιο του 1942, η κατάθεση στεφάνου στο μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτου ανήμερα 25 Μαρτίου 1943, τόνισαν το ηθικό των ελλήνων της κατεχόμενης Αθήνας. Όλα αυτά οδήγησαν τις δυνάμεις κατοχής στα χνάρια της οργάνωσης άρχισε το κυνηγητό οι συλλήψεις τα βασανιστήρια, οι φυλακίσεις, οι εκτελέσεις και τέλος η επικήρυξη του αρχηγού που πολλές φορές βρέθηκε αντιμέτωπος με την αιχμαλωσία και τον θάνατο. Εχθρική στάση κράτηση η οργάνωση και απέναντι στις δοσιλογικές κυβερνήσεις και τα τάγματα ασφαλείας που δημιούργησαν ζητώντας από τους έλληνες αξιωματικούς να τα στελεχώσουν. Ο Αρχηγός Γρίβας μα αυστηρότατη διαταγή του απαγόρευσε αυτή τη συμμετοχή αλλά και οποιαδήποτε σχέση με τις κυβερνήσεις των δοσιλόγων.
Μοιραία ήταν και η σύγκρουση με τις δυνάμεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ που θέλησαν να μονοπωλήσουν την αντίσταση στην διάρκεια της κατοχής , ιδιαίτερα μετά την συνθηκολόγηση των Ιταλών ρίχνοντας λάσπη απέναντι στη ‘Χ’ ότι τάχα συνεργαζόταν με τους γερμανούς και τα τάγματα ασφαλείας ώστε να την εξοβελίσουν και να δυναμιτίσουν περαιτέρω τις καταστάσεις. Πίσω απ΄όλα αυτά βρισκόταν το ΚΚΕ και η προσπάθειά του να χειραγωγήσει και να ελέγξει πολιτικά την αντίσταση καθοδηγώντας τις εξελίξεις όσο πλησίαζε το τέλος του πολέμου ,φτάνοντας μέχρι του σημείου να δημιουργήσει τη σκιερή εξτρεμιστική οργάνωση, την περιβόητη ΟΠΛΑ, που πολλοί πατριώτες της ‘Χ’ υπήρξαν θύματά της.
Η ‘Χ’ στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων πιστή στις ιδέες, τα ιδανικά της και προσηλωμένη στον στόχο της που ήταν η απελευθέρωση της πατρίδας από τον ξένο ζυγό. Εμεινε στο πλευρό των συμμάχων και της εξόριστης κυβέρνησης μέχρι την επιστροφή στην πατρίδα δίνοντας το αίμα της στις δύσκολες στιγμές που ακολούθησαν Δεκέμβρη στην Αθήνα του 1944 και την ηρωική τους μάχη στο ΘΗΣΕΙΟ. Δεν ολοκληρώθηκαν οι πόθοι της που ήταν η εθνική αποκατάσταση της Κύπρου, της Δωδεκανήσου και της Βορείου Ηπείρου για τις θυσίες και τους αγώνες των Ελλήνων στη διάρκεια της κατοχής. Ο Αρχηγός της, Αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Γρίβας συνέχισε τον αγώνα του για την εθνική ολοκλήρωση και δέκα χρόνια μετά έγραψε ως ΔΙΓΕΝΗΣ στα βουνά της Κύπρου το έπος του 1955-1959 περνώντας στο πάνθεον της μακρόχρονης ελληνικής ιστορίας ως «άξιο τέκνο της πατρίδας» ο μόνος μετά τον Κολοκοτρώνη. Δεν σταμάτησε ποτέ να μάχεται για τα δίκαια του κυπριακού ελληνισμού ως την τελευταία στιγμή της ζωής του.
Ίδρυμα Στρατηγού Γ. Γρίβα-Διγενή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου