«Λ΄ Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο 29-31 Μαΐου 2009», Θεσσαλονίκη, 2010.
Εδώ και δεκαετίες στο πλαίσιο των
σχολικών εορτών της 25ης Μαρτίου αναρτώνται, παραδοσιακά, στις σχολικές
αίθουσες προσωπογραφίες των ηγετικών μορφών της Επανάστασης του 1821.
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη παρατηρητικότητα για να διαπιστώσει κανείς ότι
την οπτική επαναστατική αρμονική συγχορδία των πάνοπλων Κολοκοτρώνη, Καραϊσκάκη, Ανδρούτσου και Μακρυγιάννη διαταράσσει η εικόνα του μαυροφορεμένου και μελαγχολικού κόμη Ι. Καποδίστρια,
ο οποίος εικονιστικά και μόνο φαίνεται ως παραφωνία στον ρωμαλέο
περίγυρο που τον πλαισιώνει. Το ομολογουμένως απλοϊκό αυτό σχήμα είναι
απροσδόκητα αντιπροσωπευτικό της σχέσης του Κερκυραίου πολιτικού αφενός
με την ιδέα της Ελληνικής Επανάστασης αφετέρου με τον οργανωτικό πυρήνα
αυτής, την Φιλική Εταιρεία, της μυστικής εκείνης οργάνωσης που στόχο της είχε την προετοιμασία του Εθνικού Εγχειρήματος.
Το δημιούργημα των Ξάνθου, Σκουφά και Τσακάλωφ
δεν ήταν ιστορικό unicum ενώ σε πολλά επίπεδα αντέγραφε τις οργανωτικές
δομές παρόμοιων Εταιρειών της Ευρώπης με πολλά σημεία σύγκλισης αλλά
και αποκλίσεις σε επίπεδο ιδεολογικού και πολιτικού προσανατολισμού,
κυρίως στον βαθμό αξιοποίησης της ιδεολογικής επαναστατικής κληρονομιάς
του 1789. Επίσης δεν ήταν η πρώτη ελληνική εταιρεία. Της ίδρυσης της το
1814 στην Οδησσό της Ρωσίας είχαν προηγηθεί αντίστοιχες προσπάθειες με
ερεβώδεις συχνά σκοπούς και πρόγραμμα, όπως η λέσχη «Αλέξανδρος» με ενδεχομένως τεκτονικές καταβολές, η Εταιρεία των Φίλων με στόχο την απελευθέρωση της Ελλάδας, η Εταιρεία των Καλών Εξαδέλφων, η Εταιρεία της Αθηνάς και η Εταιρεία των Πέντε. [1]
Πολλές ακόμη θα μπορούσαν να αναφερθούν. Σε αντίθεση με αυτές τις
προσπάθειες οι οποίες πολλές φορές προέτασσαν σκοπούς μορφωτικούς και
εκπαιδευτικούς η Φιλική Εταιρεία είχε ξεκάθαρη εξ αρχής σκοποθεσία «την
καλυτέρευση του έθνους και εάν ο Θεός σχωρίσει με ελευθερίαν».[2]
Ωστόσο αν και στην ιδρυτική της διακήρυξη
η Φιλική Εταιρεία ομολογούσε ότι δεν ανέμενε την «φιλανθρωπίαν των
χριστιανών βασιλέων», έγινε σύντομα σαφές στην ηγετική της ομάδα ότι ο
προσηλυτισμός προσώπων με μικρή οικονομική επιφάνεια και κύρος –
συνακόλουθα- δεν ήταν ικανοποιητικός για την εικόνα που η Εταιρεία
φιλοδοξούσε να προβάλει για τον εαυτό της. Την εικόνα του ισχυρού πυρήνα
με τις απαραίτητες για το επαναστατικό εγχείρημα διασυνδέσεις και
επαφές με τους «προκομμένους» του γένους. Γεγονός το οποίο θα ενέπνεε
εμπιστοσύνη στους Έλληνες. Η μικρή προσέλευση άλλωστε μέχρι το 1816
έκανε πολλούς να θεωρήσουν ως έτος ίδρυσής της το 1816 και όχι το 1814.
Παρά τα ελπιδοφόρα μηνύματα όπως ο προσεταιρισμός του
Π. Σέκερη, του Λεβέντη, του Γρ. Μαρασλή, του Ηλ. Μάνεση και τον αδελφών
Κούμπαρη, προσωπικοτήτων με οικονομική ευρωστία, οι Φιλικοί και η
προσπάθεια τους στερούνταν του απαραίτητου κύρους και ακτινοβολίας, η
οποία θα μπορούσε να προσελκύσει της ηγετικές τάξεις του γένους.
Αν και τα Ορλωφικά καθώς
και το σύνολο των επαναστατικών εμπειριών των παρελθόντων αιώνων είχαν
προκαλέσει σημαντικό πλήγμα στο γόητρο των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων ως
δυνάμει ελευθερωτών των Ελλήνων, η εμφάνιση της προσπάθειας ως χαίρουσας
της έγκρισης ενός ισχυρού εστεμμένου έτοιμου να συνδράμει στρατιωτικά
αλλά και οικονομικά – κατά την προπαρασκευή της – την Επανάσταση, ήταν
διαρκές και μόνιμο ζητούμενο. Αυτοί οι προβληματισμοί οδήγησαν τους
Ξάνθο, Σκουφά. Τσακάλωφ στην επινόηση της «Αρχής», της κρυφής «κινούσας δύναμης» της Εταιρείας για την οποία ο Ξάνθος έγραψε στα Απομνημονεύματα του:
«…Ωνομάσθη Αρχή άγνωστος και αφανής εις όλους τους προσήλυτους αδελφούς της Εταιρείας ταύτης. Τα συμβάντα του αειμνήστου Ρήγα και Παπά Ευθύμιου και άλλα δικαιολογημένα αίτια, παρεκίνησαν τους Αρχηγούς, να φυλάξωσι μυστικήν την Αρχήν, μέχρι της ενάρξεως της επαναστάσεως. Διά τούτο πολλοί απατηθέντες εξέλαβον ως Αρχηγούς διάφορα υποκείμενα, όχι μόνον εκ των κατηχηθέντων προσηλύτων αδελφών της Εταιρείας ταύτης αλλά και εξ εκείνων οίτινες δεν είχον γνώσιν ίσως και διάθεσιν του εγχειρήματος»[3]
Ο Ξάνθος αναφέρει μέρος
της αλήθειας καθώς στην μετοχή «απατηθέντες» παραλείπεται το ποιητικό
αίτιο. Όσοι πείσθηκαν και σχημάτισαν λανθασμένη άποψη περί της αρχής
καθοδηγήθηκαν στην συνέχεια εντέχνως από την προπαγάνδα της Εταιρείας,
με την διαρροή φημών και επενδύοντας στις παραδόσεις του ομοδόξου «Ξανθού Γένους»,
των Ρώσων. Η απάντηση που έλαβε ο εφοπλιστής και μέλος της Φιλικής
Σέκερης, σχετικά με την Αρχή, ότι η καταγωγή της δηλαδή τοποθετείται στα
βάθη της Ρωσίας [4] είναι ενδεικτική των προθέσεων των Αρχηγών, να παραπέμψουν εμμέσως είτε στον Τσάρο Αλέξανδρο Α΄ είτε στον υπουργό του, τον Ιωάννη Καποδίστρια
του οποίου τα πλεονεκτήματα για την επίζηλη θέση του Αρχηγού της
Φιλικής ως του πλέον προβεβλημένου Έλληνα της εποχής του ήταν προφανή
και πασιφανή. Ωστόσο υπήρχαν και άλλες «ισχυρές υποψηφιότητες», μεταξύ
αυτών και εκείνη του Μηλιώτη Αρχιμανδρίτη Άνθιμου Γαζή, ο οποίος όμως αρνήθηκε δηλώνοντας ότι δεν ήταν «σύμφωνος μολονότι δεν ήταν ενάντιος». [5]
Την επίσημη πρόταση για την ανάληψη της ηγεσίας της Εταιρείας θα απευθύνει ο Ξάνθος στον Κόμη τον Χειμώνα του 1820 για να λάβει την αρνητική απάντηση του τελευταίου και να απευθυνθεί τελικά στον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Για να κατανοηθούν τα αίτια της άρνησης αυτής υπάρχουν δύο κομβικής σημασίας ζητήματα: Η αποστολή Ν. Γαλάτη
στον Καποδίστρια, και η κατάχρηση του ονόματος της Φιλομούσου Εταιρείας
από τους Φιλικούς. Η πρώτη επαφή (υπήρξε μία ακόμη ίσως το 1814 με τον
Τσακάλωφ)[6] του Έλληνα υπουργού εξωτερικών του Τσάρου
με την Φιλική Εταιρεία έγινε διά του αντιπροσώπου της Νικολάου Γαλάτη
μίας σχεδόν μυθιστορηματικής μορφής για τις προθέσεις του οποίου λίγα
μπορούν να ειπωθούν με βεβαιότητα εκτός ίσως από τον έντονο
καιροσκοπισμό του. Χαρακτηριστικό το οποίο οδήγησε τελικά στην εκτέλεσή
του από τους Φιλικούς.
Ο αυτοδιαφημιζόμενος ως συγγενής του
Καποδίστρια μυήθηκε από τον Σκουφά, ο οποίος στο τέλος της ζωής του
παραδέχτηκε ότι η απόφαση του αυτή υπήρξε το μεγαλύτερο λάθος του. Αφού ο
πρεσβύτερος των ιδρυτών του αποκάλυψε την αλήθεια για τα περί της Αρχής
μυθεύματα και την άγνοια του Καποδίστρια για τις διακινούμενες φήμες,
υποσχέθηκε την ένταξη του στον ηγετικό πυρήνα με την προϋπόθεση να
ταξιδέψει στην Ρωσία και να προτείνει στον Καποδίστρια την ανάληψη της
ηγεσίας. Ο τελευταίος αν και υποψιασμένος για την φύση της επισκέψεως
αυτής όπως παραδέχεται στο υπόμνημα του προς τον Τσάρο Νικόλαο Α΄ το
1826 – κείμενο το οποίο αποδεικνύεται μεγάλης σημασίας ερμηνευτική
κλείδα για την στάση του Καποδίστρια προς του «ελεεινούς
εμποροϋπάλληλους» όπως αποκαλεί τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας-
αποδέχτηκε το αίτημα του ενημερώνοντας παράλληλα τον Αλέξανδρο Α΄ ότι
«κρίνων εκ της επιστολής δεν περιμένω άλλον τι παρά καμμίαν ανοησίαν». [7]
Η απαραδειγμάτιστη διαγωγή
του «κενόδοξου» και «αχαλίνωτου» Γαλάτη σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του
ιστορικού της Φιλικής, Ιωάννη Φιλήμονα υπήρξε το πρελούδιο της
συνάντησής του με τον Καποδίστρια. Συστηνόμενος στην Μόσχα ως «Κόμης»
και «Πρέσβης του Ελληνικού Έθνους» φορούσε την στολή της Ιονίου
Πολιτοφυλακής και τόνιζε πως η επιρροή του ήταν τόση στα μέλη της
Φιλικής – για την οποία μιλούσε απροσχημάτιστα- ώστε μία εντολή του
αρκούσε για να δολοφονήσουν ακόμη και τον ίδιο τον Αυτοκράτορα της
Ρωσίας. [8] Τα γεγονότα αυτά είναι άγνωστο πόσο
υπονόμευσαν το κλίμα της συνάντησης, είναι γνωστή όμως η αντίδραση του
Καποδίστρια τόσο από το υπόμνημα του 1826 όσο και από συμπληρωματικές
πηγές. Αφού χαρακτήρισε την πρόταση του προϊόν παραφροσύνης, του ζήτησε
να μεταφέρει στους εντολείς του ότι «αν δεν θέλουν να
καταστραφούν και να συμπαρασύρουν εις τον όλεθρον το αθώον και δυστυχές
έθνος των, πρέπει να εγκαταλείψουν τας επαναστατικάς ενεργείας των και
να ζήσουν ως πρότερον υφ ας κυβερνήσεις ευρίσκονται, μέχρις ότου η Θεία
πρόνοια αποφασίσει άλλλως».[9]
Παρά τον αποτρεπτικό λόγο του Κόμη η επικίνδυνη συμπεριφορά του Γαλάτη στο εσωτερικό της ρωσικής αυτοκρατορίας οδήγησε στην σύλληψη
αλλά και στην ενίσχυση των αρχικών φόβων του Κερκυραίου διπλωμάτη περί
των μελών της Εταιρείας, η οποία με την αποστολή Γαλάτη φαινόταν
περίτρανα να μην διαθέτει το απαραίτητο από άποψη ποιότητας έμψυχο υλικό
το οποίο θα την καθιστούσε ικανή να ηγηθεί της Ελληνικής Επανάστασης
την στιγμή που – όπως καλύτερα από τον καθένα λόγω της θέσης του γνώριζε
– η επανάσταση στην Ευρώπη της Παλινόρθωσης δεν ήταν άκαιρη ή
παρακινδυνευμένη αλλά πιθανότατα καταδικασμένη να αποτύχει πριν ακόμα
εκδηλωθεί.
Ωστόσο ο Καποδίστριας ήταν ενήμερος και
προϊδεασμένος τόσο για τις συνωμοτικές κινήσεις κάποιας εταιρείας με
επαναστατικούς σκοπούς όσο και για την προσπάθεια των μελών της να
οικειοποιηθούν το όνομα του ως αρχηγού, να τον εμπλέξουν και τελικά να
ταυτίσουν την Εταιρεία τους με την Φιλόμουσο Εταιρεία. Η εταιρεία αυτή
είχε ιδρυθεί από τον Καποδίστρια τον Ανθ. Γαζή και τον Ιγνάτιο
Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας με στόχο την συγκέντρωση χρηματικών ποσών «διά
την έκδοσιν των κλασικών συγγραφέων και βοήθειαν πτωχών μαθητών όσοι
σπουδάζουσι τας επιστήμας και τέλος διά την ανακάλυψην παντός είδους
αρχαιοτήτων» όπως δηλωνόταν στην ιδρυτική της πράξη.
Η εταιρεία με την ξεκάθαρη αυτή
φιλεκπαιδευτική σκοποθεσία και το εκπολιτιστικό πρόγραμμα – το οποίο
σύμφωνα με τον Απ. Βακαλόπουλο απέβλεπε και στην αναδημιουργία
ενδεχομένως μίας ορθόδοξης οικουμένης [10] – γεννήθηκε
κατά την διάρκεια του Συνεδρίου της Βιέννης από την πίστη του
Καποδίστρια ότι της εθνικής αποκατάστασης των Ελλήνων έπρεπε να προηγηθεί ο φωτισμός
αυτών σύμφωνα με την κοραϊκή ρήση ενώ τα πρώτα της μέλη ήταν ο ίδιος ο
τσάρος Αλέξανδρος Α΄ και μερικές από τις πλέον προβεβλημένες
προσωπικότητες της μοναρχούμενης Ευρώπης. Βρισκόταν δηλαδή στον αντίποδα
τόσο ως προς τις καταβολές της όσο και ως προς την ιδεολογία των
επαναστατικών κηρυγμάτων των Φιλικών, οι οποίοι προσπάθησαν να
εμφανίσουν τις δύο εταιρείες ως μία για ευνόητους λόγους.
Ο ενήμερος από το Φιλικό Θ. Νέγρη Καποδίστριας αναφέρει στο υπόμνημά του προς τον Νικόλαο Α΄ σχετικά με τις προσπάθειες αυτές: «Τοιαύτη
είναι η αρχή της Εταιρείας των Φίλων των Μουσών, της εν Ελλάδι
αποκληθείσης Φιλομούσου Εταιρείας, ης την φύσην μετέπειτα ανήσυχοι και
ταραχοποιοί άνθρωποι απεπειράθησαν να διαστρέψουν».[11]
Τέτοιες φήμες ήταν εύκολο να εκθέσουν τον Καποδίστρια απέναντι στον
ευμετάβλητο Αλέξανδρο, του οποίου οι διαρκείς ιδεολογικές μεταπτώσεις
του είχαν προσδώσει το προσωνύμιο του «ανεμοδείκτη» αλλά και να
επηρεάσουν δυσμενώς την εξέλιξη του ελληνικού ζητήματος. Εξαιρετικής
σημασίας προκειμένου να κατανοηθεί η στάση του Καποδίστρια απέναντι στον
«εταιρισμό» είναι το γεγονός ότι σε πολλούς κύκλους με κοινό
χαρακτηριστικό τον φόβο απέναντι στην δυναμική εμφάνιση της Ρωσίας στον
Βαλκανικό Νότο, η Εταιρεία που ίδρυσε ο υπουργός εξωτερικών του Τσάρου
θεωρήθηκε όργανο προπαγάνδας της Τρίτης Ρώμης: μεταξύ
αυτών ο παρατηρητής του Συνεδρίου της Βιέννης De la Garde Chambonas, ο
υπουργός της αυστριακής αστυνομίας Hager και Αυστριακός Πρόξενος στην
Κέρκυρα Von Paulich, ο οποίος δήλωνε ότι η Εταιρεία των Φιλομούσων
έπρεπε να αποκαλείται εταιρεία των Φιλορώσων. [12]
Το ερώτημα λοιπόν το οποίο τίθεται είναι
το εξής: Αν μία εταιρεία όπως η Φιλόμουσος δίχως ανατρεπτικούς σκοπούς,
«γεννημένη» στην Ευρώπη της Παλινόρθωσης, με χορηγούς όπως ο δημιουργός
της Ιεράς Συμμαχίας Αλέξανδρος Α΄, δίχως μία δομή ύποπτη και
παρεξηγήσιμη τύγχανε αυτής της αντιμετώπισης και η οποία ουκ ολίγες
φορές έφερε τον Καποδίστρια στο στόχαστρο της μυστικής αστυνομίας του Metternich,
ποία θα ήταν η τύχη μίας εταιρείας όπως η Φιλική με διακεκηρυγμένους
επαναστατικούς στόχους και οργάνωση παρόμοια με άλλων ευρωπαϊκών
επαναστατικών ομάδων της Ευρώπης, όπως η Φιλική;
Ο Κερκυραίος πολιτικός γνώριζε την
απάντηση και για τον λόγο αυτό κατά την τελευταία του επίσκεψη στην
Κέρκυρα το 1819 τόνισε στους συμπατριώτες του ότι ο κόσμος «έχειν ανάγκη
ησυχίας» ενώ προσπάθησε, ενήμερος ων για την προσπάθειες εμπλοκής του
ονόματός του, να διαψεύσει τις φήμες που τον ενέπλεκαν σε επαναστατικά
προγράμματα «προς αποφυγήν πάσης κακής ερμηνείας της συνομιλίας των»,
φοβούμενος «μήπως η κακοβουλία επωφεληθεί την περίστασιν και γενήσει
παρά τοις ομοδόξοις ημών ιδέας εσφαλμένας ή ελπίδας επικινδύνους», όπως
επισημαίνει στο υπόμνημα του 1826, τονίζοντας παράλληλα την
προτεραιότητα της ηθικής και πνευματικής τελείωσης του έθνους. [13]
Την ίδια στιγμή ωστόσο, αν και οι Φιλικοί
είχαν κατορθώσει να αυξήσουν την προσέλευση νέων μελών, προβλήματα
απειθαρχίας στο εσωτερικό της και η αμφιβολία πολλών μελών της για την
συμμετοχή του Καποδίστρια στο όλο εγχείρημα (όπως ο Λάζαρος Κουντουριώτης)
επανέφεραν το ζήτημα της ανάληψης της ηγεσίας από μία ισχυρή
προσωπικότητα επιτακτικά στο προσκήνιο, αν και η αποτυχημένη απόπειρα
του Γαλάτη κάθε άλλο παρά ενθαρρυντική υπήρξε. Η διογκούμενη αυτή
δυσαρέσκεια αλλά και προβλήματα πρακτικής φύσης όπως οι κίνδυνοι που
ελλόχευαν από τις προσπάθειες μελών να έρθουν σε επαφή με τον φερόμενο
ως αρχηγό Καποδίστρια, με σκοπό να του ζητήσουν την συνδρομή του,
μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να αποκαλύψουν την αλήθεια περί της αρχής.
Άλλωστε υπήρχε το παράδειγμα του απεσταλμένου του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, Κυριάκου Καμαρινού ο οποίος όταν έμαθε από τον ίδιο τον Κόμη την αλήθεια «ως αχαλίνωτο άλογο» σύμφωνα με τον Παπαφλέσσα μιλούσε
απροκάλυπτα περί της Εταιρείας και της Αρχής. Πρακτική η οποία οδήγησε
στην εκτέλεσή του από μέλη της Φιλικής. Είναι ενδεικτικό της σημασίας
που απέδιδαν οι ιδρυτές της στην απόκρυψη της αλήθειας περί της Αρχής,
το γεγονός ότι όσοι θέλησαν είτε από απερισκεψία όπως ο Γαλάτης είτε από
διάθεση εκδίκησης όπως ο Καμαρινός να αποκαλύψουν την αλήθεια, εκτελέσθηκαν,
ενώ ο ίδιος ο Καποδίστριας συσχετίζοντας τα γεγονότα έγραψε ότι: «ούτοι
εθανατώθησαν ως οχληροί μάρτυρες της αλήθειας ην άλλοι προσεπάθουν να
αποκρύψουν από τους Έλληνας». [14]
Σκέψεις όπως αυτές οδήγησαν τον Ξάνθο να
επαναλάβει το εγχείρημα του Γαλάτη. Ο Ξάνθος παρουσιάζει την απόφαση να
απευθυνθεί στον Καποδίστρια αφενός ως δική του επιλογή αφετέρου δίχως να
αναφέρεται σε κανένα σημείο των απομνημονευμάτων του στην προγενέστερη
αποτυχημένη απόπειρα, κάτι το οποίο επιτρέπει την υπόθεση ότι το 1817 ο
Σκουφάς είχε κινηθεί αυτόνομα αποκρύπτοντας, ίσως για ψυχολογικούς
λόγους, την κατάληξη της αποστολής του Γαλάτη. Σχετικά με την επιλογή
του αναφέρεται στον Καποδίστρια ως «σημαντικόν τότε και άξιον
εμπιστοσύνης του Ελληνικού Έθνους δια την μεγάλην πολιτικήν του εις την
Ρωσίαν θέσιν». Ο Σκουφάς αναχώρησε με προορισμό την
Πετρούπολη το 1818 εφοδιασμένος με κείμενο της Συνθήκης, βάση της οποίας
όλα τα μέλη της Φιλικής υπόσχονταν υπακοή στον Αρχηγό ενώ ο τελευταίος
δεσμευόταν υπογράφοντας το «υποχρεωτικόν» έγγραφο με το οποίο δήλωνε την
αποδοχή της κλήτευσης του. Σημασία ίσως έχει το γεγονός ότι στην
Σφραγίδα της Συνθήκης σε περίοπτη θέση βρισκόταν μεταξύ των αρχικών των
μελών το γράμμα «Ι» (Ιωάννης Καποδίστριας), σε μία παράτολμη προσπάθεια
ίσως να αποτραπεί το αναπόφευκτο. [15]
Ωστόσο το κλίμα της μελλοντικής
συνάντησης είχε υπονομευθεί από τις διαιρέσεις στο εσωτερικό της
Εταιρείας όπως είχαν δείξει τα γεγονότα με τον Θ. Νέγρη και τον Κυρ.
Καμαρινού, από την έλλειψη ωριμότητας των μελών της και την ευπιστία
αυτών, όπως είχε δείξει περίτρανα η περίπτωση του Γαλάτη, από την
διάθεση των μελών της να καπηλευθούν το όνομα της Φιλομούσου και του
ιδρυτή της αφήνοντας έκθετο τον ίδιο στον τσάρο. Φήμες των οποίων το
αβάσιμο ο Καποδίστριας επεδίωξε να καταδείξει με επιστολές του τόσο προς
τον Πετρόμπεη όσο και προς τον Ρώσο Πρόξενο στο Ιάσιο Α. Πίνη όπου η
Εταιρεία γνώριζε μεγάλη διάδοση. Με επιστολή του στον τελευταίο ζητούσε
να «φοβερίσει και να απομακρύνει τους νομιζομένους ψευδαποστόλους της
Εταιρείας» ενώ με παρόμοια επιστολή προς τον καθηγητή της Ακαδημίας του
Βουκουρεστίου Κ. Βαρδαλάχο καταδίκαζε την «μανία των μυστικών εταιρειών
που παραπλανούν όλα τα πνεύματα και απειλούν τις πιο πολιτισμένες χώρες
της Ευρώπης με καταστροφές».[16]
Για την συνάντηση Καποδίστρια – Ξάνθου
βασικές πηγές είναι τα απομνημονεύματα του Ξάνθου, το έργο του
Φιλήμονος (ο μόνος με πρόσβαση στο αρχειακό υλικό της Φιλικής), ο
Λεβέντης, ο φιλικός Ξόδηλος και ο Νικ. Υψηλάντης αδελφός του Αλεξάνδρου
και του Δημητρίου. Δυστυχώς ο Καποδίστριας δεν αναφέρεται στην τόσο
καθοριστική αυτή συζήτηση. Για τις δύο συναντήσεις που πιθανότατα έλαβαν
χώρα τον Ιανουάριο του 1820 σημαντικότερη των μαρτυριών είναι αυτή του
Ξάνθου. [17] Στην πρώτη συνέντευξη, σύμφωνα με τα όσα
αναφέρει ο φιλικός, αφού μίλησε στον υπουργό του τσάρου για την ανάγκη
ανάληψης της ηγεσίας από μια σημαντική προσωπικότητα, ο τελευταίος του
ζήτησε να υπάρξει μία δεύτερη συνάντηση «ίνα συνομιλήσωσι
σπουδαιότερον». Από επιστολή του φιλικού Πατσιμάδη προς τον Ξάνθο, ο
οποίος ανέμενε «χαροποιέστερον τι» μετά την πρώτη επαφή, φαίνεται να
υποφώσκει στο στρατόπεδο των Φιλικών η ελπίδα της αποδοχής του αιτήματος
τους. Ωστόσο από ορισμένους συνεργάτες του Ξάνθου όπως ο Κομιζόπουλος
είχε γίνει αντιληπτή η «αμφιβολίαν δια την έκβασιν» από «τον τρόπον του
γράφειν», δηλαδή από την συγκρατημένη γλώσσα του Ξάνθου στις επιστολές
κατά το μεσοδιάστημα των δύο συναντήσεων. [18]
Η δεύτερη συνάντηση ήλθε να επιβεβαιώσει τους λιγότερο αισιόδοξους. Αφού ζητήθηκε από τον Καποδίστρια να αναλάβει την αρχηγία
του εγχειρήματος και την διεύθυνση του πολέμου, ο Ξάνθος έλαβε την
αρνητική απάντηση του Καποδίστρια, ο οποίος επικαλέστηκε την θέση του
δίπλα στον Αλέξανδρο Α΄ και το ασυμβίβαστο αυτής με την θέση του
αρχηγού. Στην τελευταία έκκληση του Ξάνθου ότι δεν ήταν δυνατόν «ως
Έλλην και εν υπολήψει παρ αυτοίς και πολλοίς άλλοις, να μείνει
αδιάφορος» την στιγμή μάλιστα που η ανάγκη εύρεσης αρχηγού ήταν αδήριτη,
ο Κόμης αποκρίθηκε αρνητικά για δεύτερη φορά ενώ ευχήθηκε ο Θεός να
τους βοηθήσει αν αυτοί γνώριζαν κάποιον εναλλακτικό τρόπο δράσης. [19]
Δεν γνωρίζουμε αν η αντίδραση του Καποδίστρια ήταν ακριβώς αυτή καθώς
τα απομνημονεύματα γράφθηκαν πολύ αργότερα όταν ο Ξάνθος θα μπορούσε να
σταθμίσει τα πράγματα. Σχετικά με τις άλλες πηγές: Ο Ξόδηλος ενστερνίζεται τους ενδοιασμούς του Καποδίστρια, ενώ πιο μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη του ιστορικού της Φιλικής, Φιλήμονος στα δύο του έργα, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας και Δοκίμιον περί της Ελληνικής Επαναστάσεως.
Στο πρώτο αποδίδει την άρνηση του Καποδίστρια στον ρόλο του Γαλάτη και
του Καμαρινού, επισημαίνοντας παράλληλα ότι «εθεώρει πάντα παράκαιρον
την ύπαρξιν» της Φιλικής, ενώ στο δεύτερο μας πληροφορεί για μία
παλαιότερη άγνωστη συνάντηση σε απροσδιόριστο χρόνο ανάμεσα στον Ξάνθο
και τον Καποδίστρια, κατά την οποία ο δεύτερος είχε αναρωτηθεί αν
υπήρχαν αρκετοί «Θρασύβουλοι» μεταξύ των Ελλήνων, για να λάβει την
απάντηση του πρώτου στην συνάντηση τους το 1820 ότι οι «Θρασύβουλοι»
ήταν πλέον έτοιμοι. [20] Τέλος, ο εχθρικός προς τον
Καποδίστρια Νικόλαος Υψηλάντης αναφέρει ότι η συνάντηση δεν έγινε ποτέ,
καθώς ο Καποδίστριας πάντα αδιάφορος προς το μέλλον τον Ελλήνων,
αρνήθηκε στον Ξάνθο κάθε συζήτηση. [21]
Το επόμενο κομβικής σημασίας ζήτημα αφορά στον τρόπο με τον οποίο τελικά επελέγη ο Αλέξανδρος Υψηλάντης για την θέση του Αρχηγού και ποίος ο ρόλος του Καποδίστρια. «Απελπισθείς
ο Ξάνθος από τον Κόμητα έστρεψεν τον στοχασμόν του εις άλλον
υποκείμενον λαμπρόν ως τον Κόμητα επιτηδειότερον ίσως τούτου, τον
Πρίγκιπα Αλέξανδρον Υψηλάντην, ο οποίος έχαιρε της υπολήψεως και της
ευνοίας του τσάρου». Έτσι περιγράφει την απόφασή του ο Ξάνθος.[22]
Ο χειρόγραφος κώδικας της Βουλής με αριθμό 41 αναφέρει ότι ο Ξάνθος
σκόπευε να προσφέρει την αρχηγία στον υπουργό του τσάρου, με τον
Υψηλάντη να αποτελεί επιλογή εν εφεδρεία καθώς η υποψηφιότητα του πρώτου
υπερτερούσε από κάθε άποψη στις διαβουλεύσεις των Φιλικών. Ωστόσο το
ενδεχόμενο η στάση του Ξάνθου στο Κίεβο, πριν συναντηθεί με τον
Καποδίστρια στην Πετρούπολη, εικάζεται ότι ως στόχο της είχε μία πρώτη
επαφή με τον Πρίγκιπα και την βολιδοσκόπηση των προθέσεών του.
Ο ενθουσιώδης και ανυπόκριτος
πατριωτισμός του Υψηλάντη ήταν άλλωστε γνωστός. Ήδη από το συνέδριο της
Βιέννης ο De la Garde θα επισημάνει την εμμονή του στο «όνειρο της
νεότητος», του όπως αποκαλούσε την επιθυμία του για την απελευθέρωση της
Ελλάδας, ενώ – άγνωστο με ποιον τρόπο – σχεδίαζε να εκμεταλλευθεί για
τον σκοπό αυτό την διαφυγή του Ναπολέοντα από την Έλβα το 1815 και την διεθνή τότε κατάσταση. [23] Το ενδεχόμενο της μύησής του στην Στοά «Τρεις Αρετές» [24],
η ενίσχυση ποικίλλων «φιλελληνικών εταιρειών», οι πιθανολογούμενες
διασυνδέσεις με τους αξιωματικούς εκείνους που αργότερα θα αποτελέσουν
τον Πυρήνα της Επανάστασης των Δεκεμβριστών και κυρίως το γεγονός ότι οι
αδελφοί του Δημήτριος Νικόλαος και Γρηγόριος ήταν ήδη μέλη της Φιλικής,
ενεθάρρυναν το Ξάνθο να απευθυνθεί στον Πρίγκιπα. Ιδιαίτερη σημασία
πρέπει να δοθεί στο γεγονός ότι σε κανένα σημείο ο Ξάνθος δεν εμφανίζει
την απόφαση του αυτή ως απόρροια κάποιας προτροπής του αντίθετου προς το
όλο εγχείρημα Καποδίστρια, ενώ στην διήγηση της συνάντησής του με τον
Υψηλάντη είναι αιχμηρός κάνοντας συγκεκριμένη αναφορά στο πρόσωπο του
Καποδίστρια και άλλων ομογενών οι οποίοι «καταφεύγουν εις ξένους τόπους
και αφήνουν τους ομογενείς του ορφανούς». [25]
Ο Υψηλάντης σύμφωνα πάντα με τον Ξάνθο αποδέχθηκε τον τίτλο του «Γενικού Επιτρόπου της Αρχής» ή «Γενικού Εφόρου» [26]
αφού πρώτα ζήτησε να διαπιστώσει από τους καταλόγους των μελών της
Φιλικής το μέγεθός της. Αν και αναφορά στον ρόλο του Καποδίστρια στην
επιλογή του Υψηλάντη ως εφεδρικού αρχηγού δεν γίνεται, ο Ξάνθος
μνημονεύει ότι μετά την αποδοχή του χρίσματος, ο Υψηλάντης επισκέφθηκε
τον Καποδίστρια ζητώντας του να μεσολαβήσει στον Αυτοκράτορα με σκοπό να
αποσπάσει την υπόσχεση οικονομικής ή στρατιωτικής συνδρομής σε
μελλοντικό επαναστατικό εγχείρημα. Σύμφωνα με τον κορυφαίο Φιλικό, ο
υπουργός του τσάρου αρνήθηκε επαναλαμβάνοντας όσα είχε επισημάνει και
στον ίδιο. Πολλοί ερευνητές με στόχο να καταστήσουν τον Καποδίστρια
περισσότερο ελκυστικό υποστήριξαν αφενός ότι εκείνος στην δεύτερη
συνάντηση του με τον Ξάνθο υπέδειξε τον Υψηλάντη ως αντικαταστάτη [27]
του, αφετέρου ότι ο Υψηλάντης αποδέχθηκε το χρίσμα μόνο μετά από
υποτιθέμενη έγκριση του Καποδίστρια. Η άποψη αυτή στηρίζεται σε
μαρτυρίες όπως αυτή της Lulu Thurheim αδελφής της
συζύγου του Ρώσου Πρέσβη στην Βιέννη, φίλης του Υψηλάντη και πιθανότατα
«θύματος» της «ανατολικού τύπου γοητείας» του. Στα απομνημονεύματά της
υποστηρίζει ότι για την ατυχή κατάληξη του εξέγερσης του Υψηλάντη στις
Παραδουνάβιες Ηγεμονίες μέρος της ευθύνης φέρει ο Καποδίστριας ενώ το
ίδιο υπαινίσσεται και ο De la Garde. [28]
Υποστηρικτική της ίδιας άποψης είναι και η μαρτυρία του Ν. Υψηλάντη, ο
οποίος μνημονεύει την διαβεβαίωση του υπουργού του Τσάρου στον αδελφό
του Αλέξανδρο ότι η Ρωσία ήταν έτοιμη να τον συνδράμει. Μαρτυρία τελείως
ασύμβατη με τα υπάρχοντα στοιχεία, την προσωπικότητα την διορατικότητα
και τον πολιτικό συντηρητισμό του Κερκυραίου διπλωμάτη.
Οι παραπάνω ωστόσο μαρτυρίες μικρή
σημασία έχουν συγκρινόμενες με την επιστολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη προς
τον αδελφό του Αλεξάνδρου Α’ και διάδοχό του, Νικόλαο Α’. Η επιστολή
αυτή συντάχθηκε το 1828 στην Βιέννη, όπου διέμενε ο ίδιος και τα αδέλφια
του μετά από την αποφυλάκιση τους Theresienstadt, όπου
φυλακίσθηκαν μετά την αποτυχημένη εξέγερση στις Παραδουνάβιες
Ηγεμονίες. Με την επιστολή αυτή, καθώς και με άλλες παρόμοιου ύφους, με
αποδέκτες άλλους εστεμμένους της Ευρώπης, όπως ο βασιλιάς της Πρωσίας
Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ’,[29] ζητούσε την μεσολάβησή
τους στον Αυτοκράτορα της Αυστρίας Φραγκίσκο Α΄ και στον καγκελάριο
Metternich, προκείμενου να αρθούν οι ποικίλοι περιορισμοί που τους είχαν
επιβληθεί στην μετακίνηση στο εσωτερικό της αυστριακής αυτοκρατορίας
καθώς και η απαγόρευση της εξόδου από αυτήν. Άλλωστε η διαρκώς
επιδεινούμενη κατάσταση της υγείας του Υψηλάντη καθιστούσε απαραίτητη
την αλλαγή του τόπου διαμονής του. Με την επιστολή του 1828 παρουσίαζε
την δική του εκδοχή για την ανάληψη της ηγεσίας της Φιλικής,
προσπαθώντας να αποσείσει όλες τις κατηγορίες από το πρόσωπο και να
κερδίσει την εύνοια του τσάρου, ο οποίος από τις πρώτες ημέρες του στον
θρόνο κλήθηκε να αντιμετωπίσει την επανάσταση των Δεκεμβριστών.
Κατά συνέπεια πολύ μικρή συμπάθεια θα επιδείκνυε προς πρόσωπα με υπονομευτική προς το status quo δράση. Σύμφωνα με την επιστολή
Υψηλάντη, ο Καποδίστριας ήταν ενήμερος για τις προετοιμασίες του, τις
οποίες χαρακτήρισε «καλάς και καταλλήλους» παροτρύνοντας τον παράλληλα
να προχωρήσει «μη δεικνύων δισταγμόν περί της επιτυχίας». Παράλληλα,
δήλωνε ότι ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ σε συνομιλία την οποία είχαν στα
ανάκτορα του Τσερσκόε Σέλο ήταν ευνοϊκός απέναντι στο ενδεχόμενο της
Ελληνικής Επανάστασης. Η πιο διαφωτιστική όμως φράση της επιστολής
ακολουθεί: «Αληθές ότι η Α. Μ. ωμίλει πάντοτε αορίστως αλλά
πάντοτε μετ’ ευνοίας τοιαύτης, οία εξήπτε πάντοτε τας ελπίδας μου και
μετέτρεπεν αυτάς εις βέβαιον μέλλον».[30]
Με την φράση αυτή καταδεικνύεται η αδυναμία του ρομαντικού πατριώτη
Υψηλάντη να κατανοήσει τόσο την πολιτική πραγματικότητα του 1820 όσο και
τον ευμετάβλητο χαρακτήρα του τσάρου, ατοπήματα πολύ δύσκολο να
διαπραχθούν από τον Καποδίστρια.
Ευτύχημα θεωρώ το γεγονός ότι η έρευνα μου στο ιστορικό αρχείο της Κέρκυρας
με έφερε σε επαφή με ανέκδοτη επιστολή του Υψηλάντη προς τον
Καποδίστρια, ενισχυτική της άποψης ότι ο Καποδίστριας δεν εμπλέκεται
στην επιλογή του Υψηλάντη ούτε ότι τον ενεθάρρυνε σε κάποια από της
αποφάσεις του. Στην επιστολή αυτή, η οποία γράφτηκε στο Theresienstadt
το 1827 και αποτελεί μια ακόμη παράκληση με στόχο την βελτίωση των
συνθηκών κράτησής του, ο Υψηλάντης δεν αναφέρεται σε κανένα σημείο σε
παρελθούσα συνάντηση τους, δεν διατυπώνει καμία μομφή, (πράγμα το οποίο
πράττει στην επιστολή του προς τον τσάρο το 1828) με την ελπίδα ίσως να
τον θέσει προ των ευθυνών του. [31] Είναι λογικό λοιπόν
να υποθέσει κανείς ότι δεν το πράττει όχι για να κερδίσει την εύνοια
του Καποδίστρια αλλά επειδή γνώριζε ότι ο λόγος του σχετικά με την
Φιλική ήταν πάντα αποτρεπτικός. Θα ζητούσε άλλωστε σε αυτήν την δύσκολη
στιγμή την συνδρομή του ανθρώπου στα λάθη του οποίου «οφείλω άπασας τας
δυστυχίας μου» όπως έγραφε στην επιστολή του στον Αυτοκράτορα το 1828;
Το ενδεχόμενο στην επιστολή του 1827 να αποσιωπά τον ρόλο του
Καποδίστρια από φόβο μήπως οι πάντα εν εγρηγόρσει αυστριακές αρχές
χρησιμοποιήσουν το περιεχόμενο της επιστολής για να ενοχοποιήσουν τον
Καποδίστρια είναι απίθανο καθώς:
α) στην επιστολή του 1828 με ευκολία καταφέρεται εναντίον του Καποδίστρια αλλά και των αυστριακών αρχών
β) όπως φαίνεται από την ανέκδοτη
επιστολή του 1827 ο Υψηλάντης μέσω κάποιας φίλης την οποία δεν
κατονομάζει πιθανότατα είχε κάποιον τρόπο να παρακάμπτει τον έλεγχο της
αλληλογραφίας του.
Προς ενίσχυση της άποψης αυτής είναι και
όσα αναφέρει ο Καποδίστριας στο υπόμνημά του, σύμφωνα με το οποίο
συμβούλευσε τον Πρίγκιπα να κρατά τις αποστάσεις του από τους
«καταστραφέντες λόγω της κακής των διαγωγής και αφαιρούντες νυν το χρήμα
εν ονόματι μίας πατρίδας ην αυτοί δεν έχουν». [32]
Η επιστολή του Υψηλάντη το 1827 συμπληρώνει την εικόνα της ιστορικής αλήθειας και σε συνδυασμό με την επιστολή του 1828 δίνει μία γεύση της δεινής θέσης
και της απόγνωσης του φυλακισμένου Πρίγκιπα, του οποίου η κατάσταση της
υγείας διαρκώς επιδεινωνόταν καθιστώντας απαραίτητη την άρση και των
τελευταίων περιορισμών που η αυστριακή κυβέρνηση είχε επιβάλει.[33]
Συμπερασματικά το ζήτημα
της ανάληψης της ηγεσίας της Φιλικής Εταιρείας από τον Καποδίστρια και
αργότερα από τον Υψηλάντη αναδεικνύει σε σημαντικό βαθμό όχι μόνο την
διάσταση των απόψεων, των τάσεων και των εκτιμήσεων λίγο πριν την
εκδήλωση της Επανάστασης αλλά και σε ιστοριογραφικό επίπεδο την συχνή
χρήση της ιστορίας ως προκρουστείου κλίνης, με την οποία επιχειρείται να
ορισθεί η έννοια του «πατριωτισμού» μονοδιάστατα. Καθώς ο τελευταίος
ίσως δεν είναι συνώνυμο μόνο της υψηλαντικής ανδρείας αλλά και της
καποδιστριακής συγκράτησης και περίσκεψης.
Υποσημειώσεις
[1] Β. Παναγιωτόπουλος, «Η Φιλική Εταιρεία. Οργανωτικές προϋποθέσεις της εθνικής επανάστασης», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Γ΄, Αθήνα 2003, σ. 10.
[2] Ιστορικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη (Ι.Α.Μ.Μ.), Συλλογή εγγράφων Φιλικής Εταιρείας, Φάκελλος ½, Διπλώματα (1818-1822).
[3] Ε. Ξάνθος, Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας, Αθήνα 1845, σ. 4.
[4] Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας, Ναύπλιο 1834, σ. 182.
[5] Ι. Χατζηφώτης, Άνθιμος Γαζής (1758-1828) Η ζωή και το έργο του, Αθήνα 1965, σ.119.
[6] Την πληροφορία αυτή αναφέρει μόνο η Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία.
[7] Ι. Καποδίστριας, Απομνημονεύματα (Αυτοβιογραφία). Επισκόπηση της πολιτικής μου σταδιοδρομίας, Αθήνα 1986, σ. 82.
[8] C. M. Woodhouse, Capodistria. The founder of Greek Independence, Λονδίνο 1973, σσ. 162-163.
[9] Ελ. Κούκου, Ιωάννης Καποδίστριας. Ο άνθρωπος – ο ευρωπαίος διπλωμάτης, Αθήνα 2005, σ.83.
[10] Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού (1813-1822), τόμος Ε΄, Θεσσαλονίκη 1980, σσ. 59-60.
[11] Καποδίστριας, ό, π., σ.59.
[12] Βακαλόπουλος, ό. π., σ. 57.
[13] Καποδίστριας, ό. π., σ. 111.
[14] Καποδίστριας, ό. π., σ. 128.
[15] Τ. Κανδηλώρου, Η Φιλική Εταιρεία 1814-1821, Αθήνα 1926, σ. 149.
[16] Βακαλόπουλος, ό. π., σ. 97
[17] Αρχείον Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. Α΄, Αθήνα 2000, σ. νβ΄.
[18] Αρχείον Ξάνθου, ό. π., τ. Β΄, σ. 72
[19] Ξάνθος, ό. π., σσ. 16-17.
[20] Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Α΄, Αθήνα 1859, σ. 29.
[21] Ε. Μωραϊτίνης Πατριαρχέας, Απομνημονεύματα του Πρίγκιπος Νικολάου Υψηλάντη, Αθήνα 1986, σσ. 213-214.
[22] Ξάνθος, ό. π., σ. 16
[23] Πολ. Ενεπεκίδης, Ρήγας – Υψηλάντης – Καποδίστριας. Έρευναι εις τα Αρχεία της Αυστρίας, Γερμανίας, Ιταλίας, Γαλλίας και Ελλάδος, Αθήνα 1965, σ. 102.
[24] Ενεπεκίδης, ό. π., σ. 124.
[25] Ξάνθος, ό. π., σ. 16.
[26] Παναγιωτόπουλος, ό. π., σ. 28.
[27] Θ. Μακρής, Ο Ιωάννης Καποδίστριας και η προκυβερνητική πατριωτική του δράσις, Κέρκυρα 1964, σ. 156.
[28] Ενεπεκίδης, ό. π., σ. 107.
[29] Ar. Moutafidou, «Alexandros Ypsilantis in Theresienstadt. Preußen, Metternich und der russische Faktor», Südost-Forschungen, 63/64 (2004/2005), 232-244.
[30] Π. Ροδάκης, Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και η Φιλική, Αθήνα 1996, σ. 226.
[31] Γ. Α. Κ., Κέρκυρας, Αρχείο Ι. Α. Καποδίστρια, Φακ. 488, Αλληλογραφία Αλεξ. Υψηλάντη.
[32] Καποδίστριας, ό. π., σ. 130
[33] Moutafidou, ό. π., σ. 244.
http://argolikivivliothiki.gr/2014/09/08/friendly-society/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου