Του Φαίδωνα Παπαθεοδώρου
Αναδιφώντας στα παλιά βιβλία, στα έγγραφα, στις γκραβούρες, στους χάρτες, αλλά και μέσα από συστηματικές αναγνωριστικές επισκέψεις, ο Πέτρος Μεχτίδης ανασταίνει στο βιβλίο του την ιστορία του τρίτου κάστρου της Σμύρνης, του ‘χαμένου’ Κρομμυδόκαστρου.
Το «νέον» κάστρο είχε κατασκευαστεί κατά τη βυζαντινή περίοδο για να προστατεύει το λιμάνι της Σμύρνης. Το λιμάνι αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά την περίοδο της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, όταν το γειτονικό Νυμφαίο ήταν η δεύτερη πρωτεύουσα και η Σμύρνη το επίνειό της. Το κάστρο καταλάμβανε το βόρειο άκρο του μικρού όρμου που αποτελούσε τότε το λιμάνι της Σμύρνης.
Η αναφορά μας στο εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα του Κρομμυδόκαστρου, του ‘χαμένου’ κάστρου της Σμύρνης ξεκινά από το σήμερα και, διατρέχοντας τον ιστορικό χρόνο αντίστροφα, επιχειρεί μιαν αντίστροφη ανάγνωση του βιβλίου του Πέτρου Μεχτίδη, όπως συμβαίνει όταν αποκαλύπτουμε επάλληλα στρώματα αγιογραφιών διαδοχικών εποχών σε έναν παλιό ναό.
Σήμερα, κανένα ίχνος στη περιοχή δεν προδίδει στον επισκέπτη ότι κάποτε στη θέση αυτή υπήρξε το Κρομμυδόκαστρο. Ο χώρος είναι κατειλημμένος και σημασιοδοτημένος από τα κτίρια της νεότευκτης Ιζμίρ.
Μετά από την πυρπόληση, το 1922, του εμπορικού κέντρου και του μεγαλύτερου μέρους του ελληνικού και του αρμενικού τομέα της Σμύρνης, η πολεοδομική οργάνωση και η ρυμοτομία που χαράχτηκε στη θέση τους, υπηρετώντας πιστά την ιδιότυπη και αυταρχική κεμαλική νεωτερικότητα, εξαφάνισαν τον παραδοσιακό ιστό της πόλης, τα τοπόσημα του παρελθόντος και, μαζί με αυτά, τα υπολείμματα του Κρομμυδόκαστρου και της περιοχής του.
Πριν από το 1922, για μισόν αιώνα, σωζόταν μονάχα το προς τη θάλασσα τμήμα του εξωτερικού τείχους του κάστρου. Το ‘Κρομμυδόκαστρο’ ήταν τότε περισσότερο ένα τοπωνύμιο μιας περιοχής επέκτασης του εμπορικού κομματιού της Σμύρνης, προς νότο της Ευρωπαϊκής οδού, της rue Franque του Φραγκομαχαλά, και των Γυαλιάδικων.
Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η Σμύρνη ζούσε περίοδο κοινωνικής, οικονομικής και πνευματικής ακμής και κοσμογονικών εκσυγχρονιστικών αλλαγών. Η δημιουργία του νέου λιμανιού, τα μπαζώματα και η δημιουργία του νέου παραλιακού μετώπου, των κε, με τα σύγχρονα εντυπωσιακά κτίρια και το τραμ, οι σιδηρόδρομοι που διαμόρφωσαν νέα σχέση της Σμύρνης με την ενδοχώρα της, τα σύγχρονα έργα ύδρευσης κλπ άλλαξαν ριζικά την εικόνα της πόλης. Σε αυτές τις αλλαγές περιλαμβάνεται η κατεδάφιση του μεγαλύτερου μέρους του Κρομμυδόκαστρου, η απόδοση της περιοχής σε ένα ιδιότυπο real estate της εποχής, με την οικοπεδοποίησή της και την πώληση σε πλειστηριασμό των οικοπέδων, όπως μας αποκαλύπτει ο Πέτρος Μεχτίδης. Έτσι, εμπορικά καταστήματα και εργαστήρια, κατέλαβαν το ‘Κρομμυδόκαστρο’. Ο Πέτρος Μεχτίδης έχει συνθέσει στο βιβλίο του έναν ενδιαφέροντα κατάλογο των εμπόρων και επαγγελματιών του ‘Κρομμυδόκαστρου’, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι έλληνες, με ειδικότητες και διευθύνσεις. Δεν λείπουν βέβαια έμποροι άλλων εθνοτήτων, κυρίως αρμένιοι.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα ο ρόλος του Κρομμυδόκαστρου, ως οχυρού που προστάτευε το λιμάνι, είχε χαθεί μιας και είχε πάψει σιγά-σιγά να είναι παραθαλάσσιο, ενώ το ίδιο το παλιό λιμάνι είχε περιοριστεί και υποβαθμιστεί από τα μαζώματα τμημάτων του. Αυτή τη περίοδο στο εσωτερικό του κάστρου κατοικούσαν τούρκοι, ενώ εξωτερικά, εφαπτόμενα σε αυτό, είχαν κατασκευαστεί εμπορικά καταστήματα και εργαστήρια.
Από την αρχή της οθωμανικής κατάκτησης το Κρομμυδόκαστρο έπαιζε ρόλο φρουρού του λιμανιού της Σμύρνης, ρόλο αποτρεπτικό σε πιθανές ληστρικές επιθέσεις από τη θάλασσα. Το μέγεθος και η θέση του δεν επέτρεπαν να αντέξει σε πολύχρονες πολιορκίες, όπως το μεγάλο κάστρο του Πάγου που δέσποζε στη Σμύρνη.
Τον ρόλο του φρουρού του λιμανιού έπαιζε το κάστρο και κατά την περίοδο που το κατείχαν οι Ιππότες της Ρόδου. Πάντα όμως κυριαρχούσε όποιος έλεγχε το κάστρο του Πάγου, που βρισκόταν ψηλά, σε απόσταση μόλις μερικών εκατοντάδων μέτρων από το λιμάνι. Γι αυτό η παρουσία των Ιπποτών στο κάστρο του Αγίου Πέτρου, όπως ονόμαζαν τότε το Κρομμυδόκαστρο, δεν κράτησε για πολλά χρόνια μιας και οι οθωμανοί κατείχαν το κάστρο του Πάγου.
Ο Ταμερλάνος, οι σταυροφόροι της Ιεράς Ενώσεως, ο Ουμούρ μπέης και οι γενοβέζοι, διαδοχικά, πριν από τους Ιππότες και μέχρι την περίοδο του βυζαντίου, κατάφεραν να κυριαρχήσουν παροδικά στη Σμύρνη και να ελέγξουν το κάστρο αφήνοντας ο καθένας κάποιο σημάδι με ανακαινίσεις και ενισχύσεις των οχυρώσεων ή με άλλα αποτυπώματα της παρουσίας τους, όπως είναι οι μαρμάρινες πλάκες με τα φράγκικα οικόσημα (σελ. 80) που σήμερα εκτίθενται στο μουσείο της πόλης.
Όπως αναφέραμε στην αρχή, στη γέννησή του το κάστρο ήταν ένα βυζαντινό οχυρό κατασκευασμένο κατά τις αρχές της περασμένης χιλιετίας.
Όμως, αρχαιολογικές έρευνες ίσως αποδείξουν ότι στην ίδια θέση υπήρχαν αρχαία οχυρωματικά έργα και οικήσεις. Σε αυτή την υπόθεση μας οδηγούν τα τείχη του 4ου και του 9ου μ.Χ. αιώνα, υπολείμματα των οποίων εκτείνονταν από τον Πάγο μέχρι την ακτή (βλ. χάρτη στη σελ. 14), αλλά και αρχαία επιγραφή (βλ. σελ. 48), που βρέθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα από τον αρχιτέκτονα Νίκο Θεοδώρου κατά την εκσκαφή θεμελίων ενός καταστήματος στο ‘Κρομμυδόκαστρο’.
Η Σμύρνη, όπως κάθε πόλη, κάθε τόπος που η ιστορία του χάνεται στους αιώνες, είναι όπως ένα παλίμψηστο: Ένας ανυποψίαστος επισκέπτης μπορεί να αναγνωρίσει και να αναγνώσει μόνο το νεώτερο ‘κείμενο’, τη σύγχρονη Ιζμίρ. Όποιος είναι περισσότερο προσεχτικός, πιο ερευνητικός, αναγνωρίζει τις πολλαπλές κρυμμένες γραφές, αναγνωρίζει τη Σμύρνη που άφησαν οι πατεράδες και οι παππούδες μας και τη Σμύρνη του ιστορικού χρόνου.
Διαβάζοντας την πρωτότυπη μονογραφία για το Κρομμυδόκαστρο, το ΄χαμένο΄ κάστρο της Σμύρνης, ανακαλύπτουμε συστηματικά σε βάθος την ιστορία μιας χαμένης ψηφίδας της Σμύρνης. Αυτή η εργασία είναι προφανές ότι έχει προκύψει από μια πολύ μεγαλύτερη έρευνα του Πέτρου Μεχτίδη για τη Σμύρνη και τη Μικρασία και αποτελεί πολύτιμο υπόδειγμα για το πώς μπορεί να προσεγγίσει κανείς τη Σμύρνη και την ιστορία της, απευθυνόμενος στο ευρύτερο κοινό. Από τέτοιες προσεγγίσεις πιστεύουμε ότι μπορεί να προκύψει ένας σύγχρονος οδηγός της Σμύρνης και της Μικρασίας για τις χιλιάδες των συμπατριωτών που αναζητούν τις ρίζες τους, τη μοναδική, αλλά πολυδιάστατη, ιστορία του τόπου και των ανθρώπων της μικρασιατικής γης.
Γιατί για εμάς, που η Σμύρνη, η Μικρασία δεν είναι ένας τουριστικός προορισμός αλλά ένας τόπος προσκυνήματος και κατάθεσης ψυχής, η ουτοπία της αχρονικής «εικονικής πραγματικότητας» του σήμερα, δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη χωροχρονική πραγματικότητα της συλλογικής μνήμης και της ιστορίας μας.
http://mikrasiatis.gr/
Αναδιφώντας στα παλιά βιβλία, στα έγγραφα, στις γκραβούρες, στους χάρτες, αλλά και μέσα από συστηματικές αναγνωριστικές επισκέψεις, ο Πέτρος Μεχτίδης ανασταίνει στο βιβλίο του την ιστορία του τρίτου κάστρου της Σμύρνης, του ‘χαμένου’ Κρομμυδόκαστρου.
Το «νέον» κάστρο είχε κατασκευαστεί κατά τη βυζαντινή περίοδο για να προστατεύει το λιμάνι της Σμύρνης. Το λιμάνι αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά την περίοδο της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, όταν το γειτονικό Νυμφαίο ήταν η δεύτερη πρωτεύουσα και η Σμύρνη το επίνειό της. Το κάστρο καταλάμβανε το βόρειο άκρο του μικρού όρμου που αποτελούσε τότε το λιμάνι της Σμύρνης.
Η αναφορά μας στο εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα του Κρομμυδόκαστρου, του ‘χαμένου’ κάστρου της Σμύρνης ξεκινά από το σήμερα και, διατρέχοντας τον ιστορικό χρόνο αντίστροφα, επιχειρεί μιαν αντίστροφη ανάγνωση του βιβλίου του Πέτρου Μεχτίδη, όπως συμβαίνει όταν αποκαλύπτουμε επάλληλα στρώματα αγιογραφιών διαδοχικών εποχών σε έναν παλιό ναό.
Σήμερα, κανένα ίχνος στη περιοχή δεν προδίδει στον επισκέπτη ότι κάποτε στη θέση αυτή υπήρξε το Κρομμυδόκαστρο. Ο χώρος είναι κατειλημμένος και σημασιοδοτημένος από τα κτίρια της νεότευκτης Ιζμίρ.
Μετά από την πυρπόληση, το 1922, του εμπορικού κέντρου και του μεγαλύτερου μέρους του ελληνικού και του αρμενικού τομέα της Σμύρνης, η πολεοδομική οργάνωση και η ρυμοτομία που χαράχτηκε στη θέση τους, υπηρετώντας πιστά την ιδιότυπη και αυταρχική κεμαλική νεωτερικότητα, εξαφάνισαν τον παραδοσιακό ιστό της πόλης, τα τοπόσημα του παρελθόντος και, μαζί με αυτά, τα υπολείμματα του Κρομμυδόκαστρου και της περιοχής του.
Πριν από το 1922, για μισόν αιώνα, σωζόταν μονάχα το προς τη θάλασσα τμήμα του εξωτερικού τείχους του κάστρου. Το ‘Κρομμυδόκαστρο’ ήταν τότε περισσότερο ένα τοπωνύμιο μιας περιοχής επέκτασης του εμπορικού κομματιού της Σμύρνης, προς νότο της Ευρωπαϊκής οδού, της rue Franque του Φραγκομαχαλά, και των Γυαλιάδικων.
Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η Σμύρνη ζούσε περίοδο κοινωνικής, οικονομικής και πνευματικής ακμής και κοσμογονικών εκσυγχρονιστικών αλλαγών. Η δημιουργία του νέου λιμανιού, τα μπαζώματα και η δημιουργία του νέου παραλιακού μετώπου, των κε, με τα σύγχρονα εντυπωσιακά κτίρια και το τραμ, οι σιδηρόδρομοι που διαμόρφωσαν νέα σχέση της Σμύρνης με την ενδοχώρα της, τα σύγχρονα έργα ύδρευσης κλπ άλλαξαν ριζικά την εικόνα της πόλης. Σε αυτές τις αλλαγές περιλαμβάνεται η κατεδάφιση του μεγαλύτερου μέρους του Κρομμυδόκαστρου, η απόδοση της περιοχής σε ένα ιδιότυπο real estate της εποχής, με την οικοπεδοποίησή της και την πώληση σε πλειστηριασμό των οικοπέδων, όπως μας αποκαλύπτει ο Πέτρος Μεχτίδης. Έτσι, εμπορικά καταστήματα και εργαστήρια, κατέλαβαν το ‘Κρομμυδόκαστρο’. Ο Πέτρος Μεχτίδης έχει συνθέσει στο βιβλίο του έναν ενδιαφέροντα κατάλογο των εμπόρων και επαγγελματιών του ‘Κρομμυδόκαστρου’, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι έλληνες, με ειδικότητες και διευθύνσεις. Δεν λείπουν βέβαια έμποροι άλλων εθνοτήτων, κυρίως αρμένιοι.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα ο ρόλος του Κρομμυδόκαστρου, ως οχυρού που προστάτευε το λιμάνι, είχε χαθεί μιας και είχε πάψει σιγά-σιγά να είναι παραθαλάσσιο, ενώ το ίδιο το παλιό λιμάνι είχε περιοριστεί και υποβαθμιστεί από τα μαζώματα τμημάτων του. Αυτή τη περίοδο στο εσωτερικό του κάστρου κατοικούσαν τούρκοι, ενώ εξωτερικά, εφαπτόμενα σε αυτό, είχαν κατασκευαστεί εμπορικά καταστήματα και εργαστήρια.
Από την αρχή της οθωμανικής κατάκτησης το Κρομμυδόκαστρο έπαιζε ρόλο φρουρού του λιμανιού της Σμύρνης, ρόλο αποτρεπτικό σε πιθανές ληστρικές επιθέσεις από τη θάλασσα. Το μέγεθος και η θέση του δεν επέτρεπαν να αντέξει σε πολύχρονες πολιορκίες, όπως το μεγάλο κάστρο του Πάγου που δέσποζε στη Σμύρνη.
Τον ρόλο του φρουρού του λιμανιού έπαιζε το κάστρο και κατά την περίοδο που το κατείχαν οι Ιππότες της Ρόδου. Πάντα όμως κυριαρχούσε όποιος έλεγχε το κάστρο του Πάγου, που βρισκόταν ψηλά, σε απόσταση μόλις μερικών εκατοντάδων μέτρων από το λιμάνι. Γι αυτό η παρουσία των Ιπποτών στο κάστρο του Αγίου Πέτρου, όπως ονόμαζαν τότε το Κρομμυδόκαστρο, δεν κράτησε για πολλά χρόνια μιας και οι οθωμανοί κατείχαν το κάστρο του Πάγου.
Ο Ταμερλάνος, οι σταυροφόροι της Ιεράς Ενώσεως, ο Ουμούρ μπέης και οι γενοβέζοι, διαδοχικά, πριν από τους Ιππότες και μέχρι την περίοδο του βυζαντίου, κατάφεραν να κυριαρχήσουν παροδικά στη Σμύρνη και να ελέγξουν το κάστρο αφήνοντας ο καθένας κάποιο σημάδι με ανακαινίσεις και ενισχύσεις των οχυρώσεων ή με άλλα αποτυπώματα της παρουσίας τους, όπως είναι οι μαρμάρινες πλάκες με τα φράγκικα οικόσημα (σελ. 80) που σήμερα εκτίθενται στο μουσείο της πόλης.
Όπως αναφέραμε στην αρχή, στη γέννησή του το κάστρο ήταν ένα βυζαντινό οχυρό κατασκευασμένο κατά τις αρχές της περασμένης χιλιετίας.
Όμως, αρχαιολογικές έρευνες ίσως αποδείξουν ότι στην ίδια θέση υπήρχαν αρχαία οχυρωματικά έργα και οικήσεις. Σε αυτή την υπόθεση μας οδηγούν τα τείχη του 4ου και του 9ου μ.Χ. αιώνα, υπολείμματα των οποίων εκτείνονταν από τον Πάγο μέχρι την ακτή (βλ. χάρτη στη σελ. 14), αλλά και αρχαία επιγραφή (βλ. σελ. 48), που βρέθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα από τον αρχιτέκτονα Νίκο Θεοδώρου κατά την εκσκαφή θεμελίων ενός καταστήματος στο ‘Κρομμυδόκαστρο’.
Η Σμύρνη, όπως κάθε πόλη, κάθε τόπος που η ιστορία του χάνεται στους αιώνες, είναι όπως ένα παλίμψηστο: Ένας ανυποψίαστος επισκέπτης μπορεί να αναγνωρίσει και να αναγνώσει μόνο το νεώτερο ‘κείμενο’, τη σύγχρονη Ιζμίρ. Όποιος είναι περισσότερο προσεχτικός, πιο ερευνητικός, αναγνωρίζει τις πολλαπλές κρυμμένες γραφές, αναγνωρίζει τη Σμύρνη που άφησαν οι πατεράδες και οι παππούδες μας και τη Σμύρνη του ιστορικού χρόνου.
Διαβάζοντας την πρωτότυπη μονογραφία για το Κρομμυδόκαστρο, το ΄χαμένο΄ κάστρο της Σμύρνης, ανακαλύπτουμε συστηματικά σε βάθος την ιστορία μιας χαμένης ψηφίδας της Σμύρνης. Αυτή η εργασία είναι προφανές ότι έχει προκύψει από μια πολύ μεγαλύτερη έρευνα του Πέτρου Μεχτίδη για τη Σμύρνη και τη Μικρασία και αποτελεί πολύτιμο υπόδειγμα για το πώς μπορεί να προσεγγίσει κανείς τη Σμύρνη και την ιστορία της, απευθυνόμενος στο ευρύτερο κοινό. Από τέτοιες προσεγγίσεις πιστεύουμε ότι μπορεί να προκύψει ένας σύγχρονος οδηγός της Σμύρνης και της Μικρασίας για τις χιλιάδες των συμπατριωτών που αναζητούν τις ρίζες τους, τη μοναδική, αλλά πολυδιάστατη, ιστορία του τόπου και των ανθρώπων της μικρασιατικής γης.
Γιατί για εμάς, που η Σμύρνη, η Μικρασία δεν είναι ένας τουριστικός προορισμός αλλά ένας τόπος προσκυνήματος και κατάθεσης ψυχής, η ουτοπία της αχρονικής «εικονικής πραγματικότητας» του σήμερα, δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη χωροχρονική πραγματικότητα της συλλογικής μνήμης και της ιστορίας μας.
http://mikrasiatis.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου