Το 325 π.Χ. ο
Μέγας Αλέξανδρος θεμελίωσε την Αλεξάνδρεια στην τοποθεσία της αρχαίας
αιγυπτιακής πόλης Ρακώτις, εκτιμώντας ότι η πόλη θα γινόταν μεγάλο και
φημισμένο εμπορικό κέντρο, λόγω του εξαιρετικού λιμένα, που κατασκεύασαν
οι μηχανικοί Διάδης και Χαρίας, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα
Δεινοκράτη. Πράγματι την εποχή εκείνη δεν
υπήρχε κατάλληλο μέρος που να προσφέρεται για ελλιμενισμό, ώστε τα πλοία
να αγκυροβολήσουν με ασφάλεια. Ήταν αναγκασμένα να εισέρχονται στον
Νείλο, όπου και διεκπεραιώνονταν οι κάθε είδους συναλλαγές με τους
Αιγυπτίους. Γι’ αυτό και το μεγαλοπρεπές λιμάνι της ήταν η βασική
προϋπόθεση για την μετέπειτα εξέλιξή της στο μεγαλύτερο λιμάνι της
Μεσογείου.
Ανάμεσα σε
αυτούς που δέχθηκαν την πρόσκληση του ήταν ο Ευκλείδης, ο Στράτωνας, ο
Δημήτριος ο Φαληρέας, ο Φίλητας ο Κώος κ.ά. Μαζί με αυτούς όμως άρχισε
να καταφθάνει και πλήθος κόσμου από διάφορα μέρη της Γης, με αποτέλεσμα η
Αλεξάνδρεια να μεταβληθεί σ’ ένα πολυεθνικό και πολύμορφο κέντρο γνώσης
αποτελούμενο από Πέρσες, Φοίνικες, Λίβυους, ακόμα και Ινδούς. Ωστόσο,
οι πολυπληθέστερες κοινότητες ήταν αυτές των Ελλήνων, των Αιγυπτίων και
των Εβραίων. Ο Πτολεμαίος, για να μπορέσει να επιβληθεί σε αυτό το
ανομοιογενές πλήθος των υπηκόων του, «δημιούργησε» με τη βοήθεια
δύο μεγάλων μυστών των αιγυπτιακών και ελληνικών μυστηρίων, του Έλληνα
Τιμόθεου του Αθηναίου και του Αιγυπτίου Μανέθωνα, ένα νέο θεό, τον
Σέραπη, που ουσιαστικά ήταν ένωση του Αιγυπτίου Όσιρη και του Έλληνα
Διόνυσου ή Πλούτωνα. Έλληνες και Αιγύπτιοι δέχθηκαν το νέο θεό και
ανήγειραν προς τιμήν του ένα μεγαλοπρεπή ναό, το Σεραπείο, στον
αιγυπτιακό τομέα της πόλης.
Το πρώτο Πανεπιστήμιο του κόσμου
Ο φιλόσοφος
και πολιτικός Δημήτριος ο Φαληρεύς (350-283 π.Χ.), βλέποντας τις
κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις που επέφερε η ραγδαία επέλαση των
μακεδονικών φαλαγγών στις αχανείς εκτάσεις της Περσικής Αυτοκρατορίας,
έπλασε ένα όνειρο που είχε σχέση με την ανάδειξη του ελληνικού πνεύματος
σε παγκόσμια κλίμακα. Αν και από τούς ιστορικούς αυτή η φωτισμένη μορφή
αναφέρεται ως «αποτυχημένη πολιτικά», ο Δημήτριος ήταν εκείνος που
κατάφερε να πείσει με πι προτροπές του τον Πτολεμαίο Α’ να δημιουργήσει
στην Αλεξάνδρεια σχολή και βιβλιοθήκη, όπου θα συγκεντρώνονταν όλα τα
βιβλία του τότε γνωστού κόσμου. Αν και υπήρχαν βιβλιοθήκες (υπό την
έννοια ότι σε κάποιο κτίριο βρισκόταν ένας αριθμός βιβλίων) ήταν συνήθως
υπό την επίβλεψη ιερέων του εκάστοτε θρησκευτικού δόγματος της
περιοχής. Αν κάποιος ήθελε να τις χρησιμοποιήσει, έπρεπε ή να ήταν
μυημένος στο αντίστοιχο δόγμα ή να ήταν στέλεχος του ιερατείου, καθότι
αυτές δεν λειτουργούσαν ως πηγές γνώσης και μελέτης για το κοινό, αλλά
ως ιερατικά μυσταγωγικά κέντρα. Το ίδιο συνέβαινε και με τις σχολές,
όπως για παράδειγμα στην Αθήνα, όπου ήδη λειτουργούσαν η Ακαδημία του
Πλάτωνα και το Λύκειο του Αριστοτέλη, που όμως δεν είχαν ερευνητικό
χαρακτήρα, αλλά καθαρά φιλοσοφικό και οι βιβλιοθήκες τους ήταν μικρές,
αφού φιλοξενούσαν ως επί το πλείστον έργα ίων ιδρυτών τους, ένα μικρό
αριθμό ποιητικών και φιλοσοφικών έργων, καθώς και μερικές
συμπληρωματικές μελέτες.
Ο Στράβων
μας πληροφορεί ότι το Μουσείο διέθετε μια πλατωνικού τύπου εξέδρα, όπου
υπήρχαν καθίσματα για να συγκεντρώνονται οι φιλόσοφοι. Παράπλευρα υπήρχε
ο αριστοτελικού τύπου χώρος περιπάτου για τις συζητήσεις των
επιστημόνων. Μεγάλο χώρο καταλάμβανε κι ο ναός, που ήταν αφιερωμένος
στις Μούσες, όπου ο ιερέας – τυπικά ο επικεφαλής του ιδρύματος- τελούσε
τα μυστήρια. Αυτό το πρώιμο πανεπιστημιακό συγκρότημα είχε δύο ακόμη
κτίσματα, τους κοιτώνες και την εστία. Όσοι κατοικούσαν στο Μουσείο
δικαιούνταν διατροφή και μισθοδοσία, τα έξοδα τους αναλάμβανε το
βασιλικό ταμείο, ενώ συγχρόνως έχαιραν φορολογικής απαλλαγής. Έτσι τα
στελέχη του Μουσείου έκαναν τις έρευνες τους χωρίς να προβληματίζονται
από τις καθημερινές έγνοιες, δοσμένοι ολοκληρωτικά στο επιστημονικό τους
έργο και λειτουργώντας ως μέλη της λατρευτικής κοινότητας των Μουσών.
Εκτός όμως από τον επικεφαλής ιερέα υπήρχε κι ο επιστάτης, ο οποίος ήταν
αρμόδιος της διαχείρισης της σχολής. Το Μουσείο όπως και η Βιβλιοθήκη,
ήταν ιδιοκτησία του βασιλιά, που διόριζε τους δύο επικεφαλής, συνήθως
πρόσωπα της αρεσκείας του. Έτσι εξηγείται και το γεγονός πως από την
εποχή του Πτολεμαίου Δ’ του Φιλοπάτορα, τότε δηλαδή που άρχισαν οι
διαμάχες ανάμεσα στους διεκδικητές του θρόνου, έχουμε εναλλαγή προσώπων
στις δυο αυτές δέσεις.
Εκτός όμως
από το διωγμό των δύο ανώτερων της σχολής, έχουμε και το διωγμό
φιλοσόφων, που ήταν ταγμένοι σε κάποιο διάδοχο. Οι διώξεις αυτές είχαν
πάρει, μάλιστα, τέτοιες διαστάσεις, που πολλοί αναφέρουν ότι πολλές
πόλεις ήταν γεμάτες από εξόριστους Αλεξανδρινούς επιστήμονες. Ο αρχικός
σκοπός του Μουσείου ήταν η έρευνα και, σε συνδυασμό με τη Βιβλιοθήκη, η
καταγραφή των πορισμάτων της. Ωστόσο, με το πέρασμα του χρόνου κι αφού
πέρασε στη δικαιοδοσία των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, το Μουσείο πήρε τη
μορφή του εκπαιδευτικού ιδρύματος. Ερευνητές της Αστρονομίας, των
Μαθηματικών, της Φυσικής και των άλλων τεχνών δίδασκαν, σύμφωνα με
κάποιους ιστορικούς, σε 12.000 μαθητές περίπου! Περί το 295 π.Χ.
κατασκευάσθηκε και το κτίριο της Βιβλιοθήκης, αφού ήδη ο Πτολεμαίος Α’
είχε χρηματοδοτήσει τον Δημήτριο και το επιτελείο του να συγκεντρώσουν
βιβλία απ’ όλο τον κόσμο.
Η Βιβλιοθήκη
ήταν χωρισμένη σε τομείς, όπως: ρητορική, νομική, ιστορία, μαθηματικά,
ιατρική, ποίηση, που χωριζόταν σε επική, λυρική, τραγική και κωμική.
Πριν καταγραφούν οι τόμοι και στεγαστούν στις βιβλιοθήκες, στοιβάζονταν
στις αποθήκες του ναυστάθμου για να ακολουθήσει η επιλογή και η πρώτη
καταγραφή. Την εποχή του Πτολεμαίου Γ’ του Ευεργέτη ο αριθμός των
κυλίνδρων – ονομάζονταν έτσι λόγω του σχήματος τους – έφτανε τις 532.000
και γύρω στα 30.000 πινάκια, ενώ λίγο πριν από την καταστροφή
αριθμούσαν τις 700.000 με 800.000! Ο επικεφαλής της Βιβλιοθήκης
ονομαζόταν διευθυντής και πιθανότατα δεν είχε καμιά σχέση με αυτούς του
Μουσείου. Υπό την επίβλεψη του είχε ένα μεγάλο αριθμό επιστημόνων, από
αντιγραφείς και μεταφραστές μέχρι καταγραφείς και συλλέκτες.
Σύμφωνα με
τις αιγυπτιακές δοξασίες, το νεκρό σώμα έπρεπε να παραμένει ανέπαφο για
να ακολουθήσει τη μεταθανάτια πορεία του. Έτσι, όταν οι Αιγύπτιοι έμαθαν
ότι δάσκαλοι και μαθητές των σχολών «έπρατταν ανόσια» στα σώματα
των νεκρών, βγήκαν στους δρόμους και μαζί με τους ιερείς
διαμαρτυρήθηκαν κατευθυνόμενοι προς τα ανάκτορα. Ο Πτολεμαίος βρέθηκε σε
δύσκολη δέση, βλέποντας ότι στα αιτήματα της θιγμένης θρησκοληψίας του
λαού πρωτοστατούσαν οι ιερείς και γνωρίζοντας την επιρροή των κληρικών,
αποφάσισε αμέσως τη διακοπή των ιατρικών ερευνών και την αποπομπή
ορισμένων δασκάλων, για να αποφύγει πιθανή εξέγερση μέσα στην πρωτεύουσα
του βασιλείου του. Όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Πτολεμαίος Β’ ο Φιλάδελφος,
η φιλοσοφική και η τεχνολογική εξέλιξη έφθασαν σε μοναδικά επίπεδα
ακμής και προόδου.
Η καταστροφή της βιβλιοθήκης
Έγιναν αρκετές προσπάθειες για την
αποκατάσταση του ονόματος του Ιουλίου Καίσαρα, και κάποιες από αυτές
ήταν πειστικές. Εκείνο που έχει σημασία, όμως, είναι το γεγονός πως από
την εποχή της ρωμαϊκής κατάκτησης άρχισε η κατάπτωση και η καταστροφή.
Όχι μόνον σταμάτησε η απόκτηση νέων χειρογράφων, αλλά τα πολυτιμότερα
από αυτά έπαιρναν το δρόμο για τη Ρώμη. Οι μεγάλες ταραχές και συχνές
πολιορκίες επιτάχυναν την αποσύνθεση. Η συμφορά επί Καρακάλλα είδαμε πως
έπληξε ιδιαίτερα το Μουσείο. To 270 στην πολιορκία
του Αυρηλιανού κατασκάφτηκε το μεγαλύτερο τμήμα του Βρουχείου. Με τη
σειρά του στον Σουΐδα αναφέρεται πως ο Διοκλητιανός στο τέλος του 3ου
αιώνα έλαβε νομοθετικά μέτρα για τη διοίκηση των βιβλιοθηκών και έδωσε
εντολή να καούν τα χειρόγραφα που πραγματεύονταν την αιγυπτιακή χημεία.
Το 391, με παρακίνηση του αρχιεπισκόπου
Αλεξανδρείας Θεόφιλου, καταστράφηκε ο ναός του Σέραπι, ως αποκορύφωμα
του διατάγματος της 24ης Φεβρουαρίου του ίδιου χρόνου, επί Θεοδοσίου και
σε μια περίοδο που ήδη αρκετά ιερά της υπαίθρου αλλά και μερικοί ναοί
των πόλεων καταστράφηκαν από χριστιανούς. Στο Ελληνορωμαϊκό Μουσείο
υπάρχουν τα τεκμήρια μιας μεγάλης καταστροφής. Έρχεται και η αραβική
κατάκτηση το 642 , για να ολοκληρώσει την καταστροφή. Ο Αμπντούλ Φαράγκ,
μονοφυσίτης επίσκοπος και ιστορικός του 13ου αιώνα αναφέρει τα εξής:
O Ιωάννης Φιλόπονος (490-570 μ.Χ), περίφημος βιβλιόφιλος, εξαιτίας της
εύνοιας που απολάμβανε από τον κατακτητή Αμρ ελ Ας, πέτυχε να του δοθούν
όλα τα βιβλία της πόλης. Έδειξε τόσο μεγάλη χαρά και επαίνεσε τόσο την
αξία των παπύρων, ώστε ο Αμρ ζήτησε και τη γνώμη του χαλίφη Ομάρ. «Αν
περιέχουν αυτά τα χειρόγραφα ό,τι και το Κοράνιο είναι περιττά. Αν
περιέχουν πράγματα αντίθετα, τότε είναι επιζήμια», του απάντησε εκείνος.
Διατάχθηκε, λοιπόν, να ριχτούν στην πυρά ως καύσιμη ύλη για τα
τετρακόσια λουτρά της πόλης. To γεγονός επαναλαμβάνει μετά από μισό
αιώνα περίπου ο Αμπντούλ Λατίφ, αργότερα ο Ιμπν αλ Κίφτι, ο Αμπούλ Φέντα
κ.α.
Επίλογος
Τι απέγιναν τα χειρόγραφα, όσα
τουλάχιστον επιβίωσαν από την καταστροφή; Άλλα στάλθηκαν στη Ρώμη, άλλα
βρέθηκαν στην κατοχή μοναστηριών και κατόπιν στις βιβλιοθήκες
του Βυζαντίου οι οποίοι τα διέσωσαν και αντέγραψαν απο πάπυρους σε
περγαμηνές περί το 89% Άλλα βρέθηκαν στην Πατριαρχική Βιβλιοθήκη του
Καΐρου άλλα τα έκρυψαν άραβες λόγιοι για να τα γλιτώσουν από την
καταστροφή, ενώ άλλα βρέθηκαν σε ιδιωτικές συλλογές. Αρκεί να αναφέρουμε
πως ο Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις δώρισε στο βασιλιά της Αγγλίας
Κάρολο Α’ τον περίφημο Αλεξανδρινό κώδικα, ένα πολύτιμο
χειρόγραφο του 4ου αιώνα. Οι Αραβοχριστιανοί, έσωσαν και μετέφρασαν
πολλά από τα ελληνικά συγγράμματα περί το 8% μέχρι την επέλαση του
Ισλαάμ όπου και καταστράφηκαν πολλές λογοτεχνικές αντιγραφές επειδή
κατηγορήθηκαν σαν αιρετικές και διεσώθησαν μόνο τα μαθηματικά και η
αστρονομία.
Έτσι, η Βιβλιοθήκη τράβηξε το δρόμο της
ως το τέλος μέσα από τις σφοδρές κοινωνικές, θρησκευτικές και πολιτικές
αντιθέσεις ενός κόσμου που διαρκώς άλλαζε μορφή. Αν και δεν μπορούμε,
λόγω έλλειψης στοιχείων, να είμαστε σίγουροι για την ακριβή χρονολογική
σειρά των γεγονότων, είμάστε βέβαιοι πως στις πηγές από τις οποίες
αντλούμε τη γνώση μας κρύβεται ένα κομμάτι από την αλήθεια. Η Βιβλιοθήκη
δεν άντεξε μπρος στο κύμα των κοινωνικών αλλαγών που συντελέστηκαν σε
εκείνη την εποχή. To χειρότερο από όλα είναι ότι κανείς από τους εχθρούς
της δε στάθηκε δυνατό να εκτιμήσει την πραγματική αξία της. Οι
χριστιανοί λόγιοι πολύ αργότερα κατάλαβαν τι έγινε και προσπάθησαν με
κάθε τρόπο να διασώσουν τα λιγοστά ψήγματα που απέμειναν με μια
μνημειώδη προσπάθεια αντιγραφής κειμένων στις μοναστικές βιβλιοθήκες, το
ίδιο και οι Άραβες.
Βέβαια, κανείς δεν είναι σε θέση να
καταγγείλει τον ένα και μοναδικό υπεύθυνο της καταστροφής της περίφημης
βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Ίσως επειδή τελικά, ο υπεύθυνος δεν ήταν
μόνο ένας αλλά η καταστροφή της έγινε σταδιακά, ξεκινώντας από την
πυρκαγιά επί Ιουλίου Καίσαρα το 48 π.Χ. και με πιθανή οριστική
χρονολογία το 297 μ.Χ. επί αυτοκράτορα Αυρηλιανού. Τότε φαίνεται να
έρχεται πραγματικά το τέλος της μεγάλης βιβλιοθήκης, κατά τη διάρκεια
της σύγκρουσης ανάμεσα στη Ζηνοβία και τον Αυρηλιανό, οπότε, όπως γράφει
ο Αμμιανός, η Αλεξάνδρεια έχασε τη συνοικία (amisit regionem) του
Βρουχείου: «quae Bruchion appellabatur, diuturnum praestantium hominum domicilium»
(XXII, 16, 15). Και όπως παρατηρεί λίγα χρόνια αργότερα ο Επιφάνιος,
άλλοτε στη συνοικία αυτή υπήρχε η βιβλιοθήκη «και τώρα η έρημος» (PG 43,249C-252A).
Μία από τις πιο γνωστές μαρτυρίες για τη
βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας προέρχεται από το 1780 περίπου και είναι
αυτή του σημαντικού ιστορικού και οπαδού του Διαφωτισμού, Έντουαρντ
Γκίμπον ο οποίος για την καταστροφή κατηγόρησε αποκλειστικά τους
χριστιανούς κατά τη διάρκεια των γεγονότων του 391 μ.Χ. επί επισκόπου
Θεοφίλου. Ιστορικοί που διακρίνουν στοιχεία προκατάληψης από τον Γκίμπον
ενάντια στον Xριστιανισμό, θεωρούν ότι ο Γκίμπον, από εσφαλμένη
εκτίμηση, συνέχεε τη βασιλική βιβλιοθήκη με εκείνη που βρισκόταν κοντά
στον ναό του Σέραπι. Σχετικά με τις αναφορές του Γκίμπον για το θέμα
αυτό, θα πρέπει να επισημανθεί ότι σε μια αντίστοιχη περίπτωση της
ιστορίας, με ευκολία αθώωνε τους Άραβες για την μεγάλη μαρτυρούμενη
καταστροφή βιβλίων στην Αλεξάνδρεια στις αρχές του 7ου αιώνα.
Πηγή
http://www.hellinon.net/
http://el.wikipedia.org
http://chilonas.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου