Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ

" η θαλάσσια ισχύς πολλές 
φορές επιδρά με τρόπο που δεν 
γίνεται άμεσα αντιληπτός"
ΦΩΤΟ: Nick Ifantis
Του Κωνσταντίνου Κολιόπουλου
Επίκουρου Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου
 

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ναυτική Επιθεώρηση»,
τεύχος, 580, σελ. 55, Εκδ. ΥΙΝ/ΓΕΝ, ΜΑΡΤ-ΜΑΪ 2012.
1η Αναδημοσίευση στο διαδίκτυο από το ιστολόγιο Περί Αλός με την έγκριση της «Ν.Ε. Α Μέρος 1/11/2012, Β Μέρος 4/11/2012

1. Εισαγωγή
 
Ένας ιδιαίτερα χρήσιμος όρος της στρατηγικής είναι αυτός της στρατηγικής αποτελεσματικότητας (strategic effectiveness). Στρατηγική αποτελεσματικότητα μιας στρατιωτικής δύναμης, ενός οπλικού συστήματος κ.λπ., είναι η συνολική επίδρασή τους στην πορεία και στο αποτέλεσμα μιας σύγκρουσης [1].
Η στρατηγική αποτελεσματικότητα είναι η βασική μονάδα αξιολόγησης στη στρατηγική ανάλυση, επισκιάζοντας όλες τις άλλες παραμέτρους (βεληνεκές,

μαχητική ισχύ, τακτική και επιχειρησιακή δεξιοτεχνία κ.λπ.). Αυτό σημαίνει ότι η στρατηγική ανάλυση ενδεχομένως να μη δίνει ιδιαίτερη σημασία σε εκθαμβωτικά τακτικά κατορθώματα με περιορισμένη όμως στρατηγική αποτελεσματικότητα (π.χ. Ναυμαχία του Τραφάλγκαρ [2]), ενώ αντιθέτως να τονίζει συμπλοκές οι οποίες δεν είχαν ξεκάθαρο αποτέλεσμα σε τακτικό επίπεδο, αλλά οι οποίες είχαν μεγάλη στρατηγική αποτελεσματικότητα (π.χ. Ναυμαχία της Γιουτλάνδης [3]). Συνεπώς, η εξέταση της στρατηγικής συνεισφοράς του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού κατά την περίοδο από την Ελληνική Επανάσταση έως και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο θα εστιάσει εξ ορισμού στη «μεγάλη εικόνα», αποφεύγοντας να ασχοληθεί με συμβάντα, οσοδήποτε ηρωικά, τα οποία δεν επηρέασαν αξιοσημείωτα την έκβαση των συγκρούσεων στις οποίες ενεπλάκη η χώρα.


Αξίζει να γίνουν δύο ακόμη εισαγωγικές παρατηρήσεις. Η πρώτη αφορά στη διαχρονικότητα της ναυτικής στρατηγικής στον ελλαδικό χώρο. Η σταθερότερη παράμετρος της στρατηγικής είναι η γεωμορφολογία, και αυτό ισχύει φυσικά και για τον ελλαδικό χώρο. Με μόνες αξιοσημείωτες εξαιρέσεις τη διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου και τον χωρισμό της Λευκάδας από την ξηρά, ο γεωφυσικός χάρτης του ελλαδικού χώρου έχει παραμείνει αναλλοίωτος εδώ και χιλιάδες χρόνια [4]. Το γεγονός αυτό έχει επιδράσει καθοριστικά τις στρατηγικές επιλογές όσων έχουν εμπλακεί σε πολεμικές συγκρούσεις στον ελλαδικό χώρο. Έτσι, παρά τις προφανείς αλλαγές στις τακτικές συνθήκες που έχουν λάβει χώρα από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας, παρατηρεί κανείς τη διαχρονική ανάγκη διατήρησης έστω κάποιου βαθμού θαλάσσιου ελέγχου (στις μέρες μας αεροναυτικού ελέγχου), δηλαδή ελέγχου των θαλάσσιων επικοινωνιών, ως προϋπόθεση για την επιτυχία στο χερσαίο θέατρο επιχειρήσεων. Στην πράξη, αυτό σήμαινε ότι το 480 π.Χ. οι Πέρσες του Ξέρξη είχαν ανάγκη να διατηρούν στενή συνεργασία στρατού - ναυτικού, εξ ου και η διεξαγωγή της ναυμαχίας του Αρτεμισίου ταυτόχρονα με τη μάχη των Θερμοπυλών· [5] ότι τον Φεβρουάριο του 1948 ο Στάλιν θα τόνιζε στον Μιλοβάν Τζίλας, υπαρχηγό του Τίτο, ότι η Ελλάδα ήταν αδύνατο να υπαχθεί υπό κομμουνιστικό έλεγχο γιατί «δεν έχουμε ναυτικό»· [6] και ότι στις μέρες μας η διατήρηση του αεροναυτικού ελέγχου στο βόρειο Αιγαίο θα αποτελέσει τροχοπέδη για τυχόν τουρκική προέλαση στη δυτική Θράκη.

Η τελευταία εισαγωγική παρατήρηση αφορά στην ανάγκη επισήμανσης συμβάντων τα οποία δεν έλαβαν χώρα – παραφράζοντας τον Σέρλοκ Χολμς, μερικές φορές το κλειδί βρίσκεται στο ότι ο σκύλος δεν γάβγισε. Η σημασία των όσων δεν έγιναν μεν, αλλά που θα μπορούσαν να είχαν γίνει, έχει τονιστεί στη στρατηγική ανάλυση τουλάχιστον από τότε που ο Κλάουζεβιτς αναφέρθηκε στα αποτελέσματα που μπορεί να προκύψουν από δυνητικές συμπλοκές [7].

Στην περίπτωση του θαλάσσιου θεάτρου επιχειρήσεων, αυτό ίσως να συμβαίνει συχνότερα απ’ ό,τι στην ξηρά ή στον αέρα. Επειδή το θαλάσσιο θέατρο επιχειρήσεων συχνά είναι το πλέον απομακρυσμένο από τον φυσικό τόπο της ανθρώπινης κατοικίας, η θαλάσσια ισχύς πολλές φορές επιδρά με τρόπο που δεν γίνεται άμεσα αντιληπτός, ιδίως αν έχει να κάνει με τη ματαίωση κινήσεων του αντιπάλου. Αυτό είναι κάτι που θα δούμε αρκετές φορές στο παρόν άρθρο.

 
2. Ελληνική Επανάσταση (1821-1830): Ο πιο δύσκολος αγώνας
Η Ελληνική Επανάσταση ήταν ένας ιδιόμορφος πόλεμος [8]. Η ιδιομορφία του έγκειται στο ότι αποτελεί σπάνια, αν όχι μοναδική περίπτωση ανταρτοπολέμου στον οποίον η θαλάσσια ισχύς έπαιξε εξαιρετικά σημαντικό ρόλο [9]. Επιπρόσθετα, παρότι ο ναυτικός πόλεμος ανέκαθεν ήταν πόλεμος εντάσεως κεφαλαίου, οι επαναστατημένοι Έλληνες κατέδειξαν ότι μια σειρά πλεονεκτημάτων που εκείνοι διέθεταν ήταν αρκετά για να αντιμετωπίσουν επί ίσοις όροις έναν αντίπαλο ο οποίος υπερτερούσε σαφώς σε υλικά μέσα. Οι Οθωμανοί διέθεταν βαρύτερα πλοία τα οποία ήταν απρόσβλητα από τα ελληνικά με συμβατικό κανονιοβολισμό. Το Πολεμικό Ναυτικό τους ήταν μια οργανωμένη ένοπλη δύναμη με σαφή αλυσίδα διοίκησης και στρατιωτική πειθαρχία, σε αντίθεση με τους ελληνικούς στόλους οι οποίοι απαρτίζονταν από ναυτικές δυνάμεις που κάθε φορά συγκεντρώνονταν επί τούτου και συμμορφώνονταν με τις διαταγές του εκάστοτε ναυάρχου όποτε εκείνες ήθελαν.


Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη,
Ελαιογραφία Ivan Aivasowsky 1881.


Από την άλλη πλευρά, οι Έλληνες είχαν να αντιπαρατάξουν την αριθμητική υπεροχή τους σε πλοία (τουλάχιστον μέχρι την είσοδο του αιγυπτιακού Ναυτικού στον πόλεμο το 1824) και τη ναυτοσύνη των πληρωμάτων και των διοικητών τους [10]. Αυτά μεταφράστηκαν σε μεγάλη υπεροχή των Ελλήνων στο τακτικό επίπεδο. Ωστόσο οι οθωμανικές δυνάμεις βελτιώνονταν ποιοτικά με την πάροδο του χρόνου, χρησιμοποιώντας πληρώματα και σκάφη από την Τυνησία και την Αλγερία (χώρες με σημαντική ναυτική παράδοση), Ευρωπαίους ναυτικούς, καθώς φυσικά και το οργανωμένο από Γάλλους αξιωματικούς αιγυπτιακό Ναυτικό κατά την περίοδο 1824-27. Η εντυπωσιακότερη πτυχή της ελληνικής τακτικής υπεροχής ήταν η εξαιρετικά επιτυχημένη χρήση ενός κατά βάση απαρχαιωμένου όπλου, του πυρπολικού [11].

Οι ναυτικοί ηγέτες της Ελληνικής Επανάστασης είχαν εμπειρική γνώση της ναυτικής στρατηγικής [12]. Η γεωμορφολογία του ελλαδικού χώρου επέβαλλε τη
λογική της και υποχρέωσε και τους δύο εμπολέμους να επιζητήσουν την απόκτηση θαλάσσιου ελέγχου.
Η διαφορά ήταν ότι οι Έλληνες ήταν υποχρεωμένοι να επιζητούν ει δυνατόν γενικό και μόνιμο έλεγχο, ενώ οι Οθωμανοί αρκούνταν στην επίτευξη τοπικού και προσωρινού ελέγχου, δηλαδή ελέγχου σε δεδομένο τόπο και χρόνο [13]. Η ναυτική στρατηγική των Ελλήνων είχε τρεις αντικειμενικούς σκοπούς: παρεμπόδιση της μετάβασης και της ενίσχυσης οθωμανικών στρατευμάτων στις επαναστατημένες χερσαίες περιοχές, υπεράσπιση των ελληνικών νησιών που είχαν εξεγερθεί και τέλος, αποκλεισμό και κατάληψη των παράκτιων τουρκικών φρουρίων [14].


Αναφορικά με την παρεμπόδιση μετάβασης και ενίσχυσης οθωμανικών στρατευμάτων, έχουμε μία εξαιρετικά σημαντική περίπτωση όπου «ο σκύλος δεν γάβγισε»: τον μη εφοδιασμό του εκστρατευτικού σώματος του Δράμαλη το 1822. Για την ακρίβεια, παρότι η έλλειψη εφοδίων υπήρξε καθοριστικό αίτιο της αποτυχίας του Δράμαλη, οι Τούρκοι δεν αποπειράθηκαν καν να τον εφοδιάσουν διά θαλάσσης. Κρίνοντας δε από την παταγώδη αποτυχία τους να εφοδιάσουν διά θαλάσσης το φρούριο του Ναυπλίου τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, ενώ ο Δράμαλης είχε ήδη συντριβεί τον Ιούλιο, τυχόν προσπάθεια ανεφοδιασμού του θα είχε αποβεί μάταιη.
Δεδομένης της σημασίας που είχε η καταστροφή του Δράμαλη για το μέλλον της Ελληνικής Επανάστασης, η δράση των ελληνικών ναυτικών δυνάμεων είχε προφανή στρατηγική αποτελεσματικότητα.
Αντίστοιχη στρατηγική αποτελεσματικότητα θα πρέπει να πιστωθεί, για όσο διήρκεσαν, στις εκπληκτικές ναυτικές επιχειρήσεις που διεξήχθησαν υπό
τη γενική ηγεσία του Ναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη το δεύτερο μισό του 1824 [15]. Αμυνόμενοι σε επιχειρησιακό επίπεδο αλλά πάντοτε επιτιθέμενοι εναντίον των εχθρικών ενόπλων δυνάμεων σε τακτικό, οι Έλληνες προξενούσαν απώλειες, ενίοτε σημαντικές, στον τουρκοαιγυπτιακό στόλο και εμπόδιζαν τη μετάβαση του εκστρατευτικού σώματος του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Δυστυχώς, η προσπάθεια των ελληνικών ναυτικών δυνάμεων τορπιλίστηκε από την ολιγωρία και την έλλειψη πόρων από την πλευρά της επαναστατικής κυβέρνησης – έλλειψη που οφειλόταν στην κατασπατάληση των εν λόγω πόρων στους εμφυλίους πολέμους. Ανεπαρκώς εφοδιασμένες και ανήμπορες να παραμείνουν κινητοποιημένες, οι ελληνικές ναυτικές δυνάμεις διασκορπίστηκαν στις βάσεις τους, αφήνοντας τον δρόμο ανοιχτό για την απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο [16]. Έτσι, αντί για πλήρη παρεμπόδιση της μετάβασης του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, είχαμε απλώς καθυστέρηση και φθορά του τουρκοαιγυπτιακού εκστρατευτικού σώματος [17].

Ως προς την υπεράσπιση των νησιών που είχαν εξεγερθεί, ο ελληνικός θαλάσσιος έλεγχος ήταν επαρκής για να προστατεύσει τα κυριότερα ναυτικά νησιά, Ύδρα και Σπέτσες, από σχεδόν οποιαδήποτε σοβαρή ναυτική απειλή, ιδίως μετά την απόκρουση του τουρκικού στόλου στη Ναυμαχία της Ναυπλίας (8-13 Σεπτεμβρίου 1823) [18]. Αντίστοιχα, οι ελληνικές ναυτικές δυνάμεις κατόρθωναν να υπερασπίζονται τη Σάμο από διαδοχικές τουρκικές επιθέσεις κατά τα έτη 1824-26. Από την άλλη μεριά, οι Οθωμανοί είχαν τη δυνατότητα να συγκεντρώνουν δυνάμεις σε επιλεγμένο τόπο και χρόνο και να καταλαμβάνουν σταδιακά διάφορα ελληνικά νησιά, όπως η Χίος, η Κάσος, τα Ψαρά και η Κρήτη. Κατά το 1827 ο επόμενος στόχος του τουρκοαιγυπτιακού στόλου ήταν πλέον η Ύδρα και οι Σπέτσες, αλλά η Ναυμαχία του Ναβαρίνου τερμάτισε αυτά τα σχέδια.

Τέλος, αναφορικά με τον αποκλεισμό και την κατάληψη τουρκικών φρουρίων, οι ελληνικές επιτυχίες ήταν περιορισμένες, γεγονός που λίγο έλειψε να έχει τραγικές συνέπειες για την Επανάσταση. Η επιτυχία της κατάληψης του Ναυπλίου το 1823 δεν μπορούσε να αντισταθμίσει την αποτυχία κατάληψης της Πάτρας και ιδίως της Μεθώνης και της Κορώνης, οι οποίες αποτέλεσαν σημεία εισόδου του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Οι επιτυχίες των Ελλήνων σε αυτόν τον τομέα αυξήθηκαν κατακόρυφα μετά το Ναβαρίνο, οπότε οι ελληνικές ναυτικές δυνάμεις κατέλαβαν μια πλειάδα φρουρίων στη Στερεά Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και το Μεσολόγγι. Αυτό είχε μεγάλη στρατηγική αποτελεσματικότητα, καθώς ενίσχυε τα ελληνικά επιχειρήματα για τη συμπερίληψη της Στερεάς στο ελεύθερο ελληνικό κράτος [19].

Λιθογραφία του 1901.
ΦΩΤΟ: ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
argolikivivliothiki.gr

Συμπερασματικά, οι εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες υπό τις οποίες διεξήχθη η Ελληνική Επανάσταση έθεταν σημαντικότατους περιορισμούς στις ναυτικές δυνάμεις των Ελλήνων και ως εκ τούτου τις έκαναν να έχουν μερική μόνο στρατηγική αποτελεσματικότητα. Εντούτοις, υπό τις δεδομένες συνθήκες, οι ναυτικές δυνάμεις των Ελλήνων φαίνεται να απέδωσαν στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους.

3. Ο Πόλεμος του 1897: Μηδενική συνεισφορά
Ως γνωστόν, η Ελλάδα εισήλθε στον Πόλεμο του 1897 τελείως απροετοίμαστη [20]. Περιέργως όμως, το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση από το τουρκικό. Παρά την αριθμητική υπεροχή του τουρκικού στόλου (7 θωρηκτά έναντι 3 ελληνικών και συνολικά 72 πολεμικά πλοία διαφόρων τύπων έναντι 37 ελληνικών) [21], τα θωρηκτά του είχαν υποδιπλάσια ταχύτητα εκείνης των ελληνικών (λιγότερο από 8 κόμβους έναντι 17,5), τα περισσότερα πυροβόλα του ήταν άχρηστα και «γενικά τα πλοία δεν ήταν σε θέση να λάβουν μέρος σε οποιαδήποτε πολεμική ενέργεια»· σε όλη τη διάρκεια των επιχειρήσεων, ο τουρκικός στόλος παρέμεινε στα Δαρδανέλια [22].

Εντούτοις, η ελληνική πλευρά δεν έκανε σχεδόν καμία προσπάθεια να εκμεταλλευτεί αυτή την εξαιρετικά ευνοϊκή κατάσταση. Δεν υπήρχε κανένα σχέδιο για συντονισμένη δράση με τον Στρατό Ξηράς– ούτως ή άλλως, με την ασάφεια που διέκρινε τα σχέδια του τελευταίου, δύσκολα θα μπορούσε να υπάρξει προσχεδιασμένος συντονισμός [23]– ενώ η αυτόνομη δράση του Πολεμικού Ναυτικού περιορίστηκε στην αποβίβαση 150 ανταρτών στη δυτική ακτή της Καβάλας για να καταστρέψουν την εκεί σιδηροδρομική γραμμή, στην καταστροφή αποθηκών στα παράλια της Πιερίας, καθώς και στον χωρίς σημαντικά αποτελέσματα βομβαρδισμό των λιμανιών των Αγίων Σαράντα και της Πρέβεζας [24]. Αυτές οι ενέργειες δεν είχαν καμία στρατηγική αποτελεσματικότητα. Υποτίθεται ότι επιπρόσθετα το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό παρεμπόδισε τις θαλάσσιες μεταφορές του τουρκικού Στρατού [25], αλλά στην πραγματικότητα οι Τούρκοι εμφανώς δεν είχαν καμία πρόθεση να προβούν σε θαλάσσιες μεταφορές νοτίως της Μακεδονίας, εφόσον ο στόλος τους ουδέποτε απέπλευσε από τα Δαρδανέλια· η γεωμορφολογία της Θεσσαλίας τούς επέτρεπε να ανεφοδιάζονται διά ξηράς χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο ελληνικός στόλος αναλώθηκε σε τέτοιου είδους ενέργειες και δεν έκανε προσπάθεια να απελευθερώσει ούτε ένα νησί του Αιγαίου. Ο Πόλεμος του 1897 κατέδειξε ότι όταν ένας εμπόλεμος υπερέχει καταφανώς στην ξηρά και επιχειρεί σε ευνοϊκό έδαφος, μπορεί να πάρει το ρίσκο να αγνοήσει το θαλάσσιο θέατρο επιχειρήσεων, όπως έκανε ο Μέγας Αλέξανδρος κατά το αρχικό στάδιο της προέλασής του στην Περσική Αυτοκρατορία [26]. Ενίοτε το ρίσκο είναι σημαντικό: Για παράδειγμα, το 1897, ένας καλύτερος συντονισμός ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού και Στρατού Ξηράς, σε συνδυασμό με την –καθόλου ανέφικτη, ακόμη και με τα δεδομένα της εποχής– ύπαρξη καλύτερα εκπαιδευμένων και πιο ευκίνητων μονάδων του τελευταίου (π.χ. ιππικού) θα μπορούσε να είχε σαν αποτέλεσμα τη διενέργεια αποβάσεων στα μετόπισθεν των προελαυνόντων Τούρκων με απρόβλεπτες συνέπειες. Αν μη τι άλλο, οι Έλληνες θα έκαναν και κάτι διαφορετικό από το να υποχωρούν διαρκώς.

Σε κάθε περίπτωση, καταδείχθηκε ότι η θαλάσσια ισχύς δεν μπορεί να λειτουργήσει ανεξάρτητα από τη χερσαία· η θαλάσσια ισχύς απαιτεί μια κρίσιμη μάζα χερσαίας ισχύος προκειμένου να έχει στρατηγική αποτελεσματικότητα. Το τι μπορεί να γίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, καταφαίνεται στην επόμενη ενότητα. 


Β.  ΜΕΡΟΣ


Ο «Ιέραξ» βομβαρδίζει τα φρούρια της
Ραιδεστού. Το 4ο πρυμναίο πυροβόλο
του αντιτορπιλικού «Ιέραξ» σε δράση
κατά τις επιχειρήσεις της Μικρασιατικής
Εκστρατείας, τον Ιούλιο του 1920.
Λεπτομέρεια ελαιογραφίας Δ. Βασιλείου
(αρ. Συλλογής 1.341).
ΦΩΤΟ: Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος.


4. Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-13): Η κορυφαία στιγμή
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι υπήρξαν μια από τις κορυφαίες, αν όχι η κορυφαία, στιγμή του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Μολονότι τα λάθη δεν αποφεύχθηκαν –ποτέ δεν αποφεύγονται· παραφράζοντας τον Γάλλο Στρατάρχη Τυρέν, «όποιος δεν έχει κάνει λάθη, δεν έχει κάνει πόλεμο»– η πολιτικοδιπλωματική και στρατιωτική στρατηγική της Ελλάδας αποδείχθηκαν αποτελεσματικότατες.
Μετά την Επανάσταση του 1909, ο ελληνικός Στρατός είχε αναδιοργανωθεί, δίνοντας έμφαση στη βελτίωση της εκπαίδευσης και στην αύξηση του μεγέθους του. Γενικά, η αριθμητική υπεροχή των συμμαχικών στρατών των χωρών του Βαλκανικού Συνδέσμου (684.000 πεζοί και 9.000 ιππείς για τους συμμάχους έναντι 340.000 πεζών και 6.000 ιππέων για τους Τούρκους [27]) σε συνδυασμό με τη συντονισμένη δράση τους, συνιστούσε το ένα από τα δύο υποστυλώματα τις νίκης των συμμάχων. Το δεύτερο υποστύλωμα ήταν η ελληνική θαλάσσια ισχύς.

Μολονότι ο τουρκικός στόλος ήταν αριθμητικά υπέρτερος του ελληνικού, διαθέτοντας 28 πολεμικά πλοία έναντι 23, [28] η παρουσία του θωρηκτού [29] «Αβέρωφ», πλοίου σύγχρονου, ταχύτερου και ταυτόχρονα δυνατότερου από τα εχθρικά, έδινε στον ελληνικό στόλο την υπεροπλία. Αυτό όμως δεν του εξασφάλιζε αυτομάτως την τακτική επιτυχία ούτε, πολύ περισσότερο, τη στρατηγική αποτελεσματικότητα. Αυτές επήλθαν έπειτα από επιδέξιο χειρισμό
του αρχικού στρατηγικού πλεονεκτήματος [30].

Οι εχθροπραξίες ξεκίνησαν στις 5 Οκτωβρίου 1912 και ήδη μέσα στον Οκτώβριο το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό είχε αποκτήσει τον θαλάσσιο έλεγχο τόσο του Αιγαίου, όσο και του Ιονίου. Ενώ στο Ιόνιο ο ελληνικός θαλάσσιος έλεγχος ουδέποτε αμφισβητήθηκε σοβαρά, στο Αιγαίο επισφραγίστηκε μόνο κατόπιν της Ναυμαχίας της Έλλης (3 Δεκεμβρίου 1912) και της Ναυμαχίας της Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1912).
Στις ναυμαχίες αυτές ο Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης εκμεταλλεύτηκε δυναμικά την υπεροπλία του «Αβέρωφ» χωρίς να φοβηθεί να αναλάβει ρίσκο· σύμφωνα με την περίφημη ρήση του, «ουδέν έθνος δύναται να θαλασσοκρατή εφ’ όσον δεν θεωρεί τα πολεμικά πλοία προωρισμένα να κινδυνεύουν». Από τακτικής απόψεως οι δύο αυτές ναυμαχίες δεν ήταν αποφασιστικές, παρότι έληξαν με ξεκάθαρη νίκη των Ελλήνων και με τους Τούρκους να υποχωρούν στα Δαρδανέλια. Κανένα τουρκικό σκάφος δεν βυθίστηκε, τα τουρκικά πλοία υπέστησαν σοβαρές ζημιές μόνο κατά τη Ναυμαχία της Λήμνου, ενώ σε κάθε περίπτωση παρέμειναν πλόιμα [31]. Από στρατηγικής όμως απόψεως, επρόκειτο για συντριπτικές νίκες.
Ο τουρκικός στόλος δεν ξαναβγήκε στο Αιγαίο για χρόνια (αν όχι για δεκαετίες) και ως εκ τούτου ο ελληνικός θαλάσσιος έλεγχος δεν αμφισβητήθηκε μέχρι το τέλος του πολέμου [32].

Η απόκτηση του θαλάσσιου ελέγχου από το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό είχε τρεις πολύ σημαντικές συνέπειες: την απελευθέρωση των νησιών του βόρειου και ανατολικού Αιγαίου (πλην των Δωδεκανήσων, που από τον Μάιο του 1912 τελούσαν υπό ιταλική κατοχή), την παρεμπόδιση της μεταφοράς τουρκικών ενισχύσεων στα θέατρα επιχειρήσεων της Μακεδονίας και της Ηπείρου και την ανεμπόδιστη διενέργεια ελληνικών αποβατικών επιχειρήσεων σε ηπειρωτικά εδάφη.

Η απελευθέρωση των νησιών του Αιγαίου υπήρξε φυσικό επακόλουθο του θαλάσσιου ελέγχου· από την κατάληψη της Σφακτηρίας από τους Αθηναίους
το 425 π.Χ. μέχρι την ανακατάληψη των Φόλκλαντ από τους Βρετανούς το 1982, έχει καταδειχθεί επανειλημμένως ότι αν μια δύναμη εισβολής αποκτήσει και διατηρήσει τον θαλάσσιο (αεροναυτικό) έλεγχο γύρω από ένα νησί, το τελευταίο αργά ή γρήγορα θα καταληφθεί. Τα πιο πολλά νησιά κατελήφθησαν με ελάχιστη ή και καθόλου αντίσταση, αλλά για την κατάληψη της Χίου χρειάστηκαν εκτεταμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις [33].  Σε κάθε περίπτωση, καθώς οι ελληνικές χερσαίες δυνάμεις μπορούσαν να ενισχύονται και να εφοδιάζονται απρόσκοπτα ενώ οι αντίστοιχες τουρκικές δεν μπορούσαν να κάνουν το ίδιο, το αποτέλεσμα των επιχειρήσεων ήταν προδιαγεγραμμένο. Παρότι αρχικά τα νησιά του Αιγαίου περιήλθαν ως παρακαταθήκη στις Μεγάλες Δυνάμεις οι οποίες θα αποφάσιζαν οριστικά για την τύχη τους και η τελική ενσωμάτωσή τους στο ελληνικό κράτος συντελέστηκε μόλις το 1923, η απελευθέρωση και η εν συνεχεία στρατιωτική κατοχή τους από τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις υπήρξε το καθοριστικό επιχείρημα για την απόδοσή τους στην Ελλάδα.


Η παρεμπόδιση της μεταφοράς τουρκικών στρατευμάτων από την Ασία στη Μακεδονία και την Ήπειρο υπήρξε με διαφορά η μεγαλύτερη ελληνική συνεισφορά στη νίκη των συμμάχων στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο – άλλη μία εξαιρετικά σημαντική περίπτωση όπου «ο σκύλος δεν γάβγισε». Τούρκος αξιωματικός ανέφερε ότι 250.000 Τούρκοι στρατιώτες βρίσκονταν ακινητοποιημένοι, λόγω ελλείψεως οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου, στα λιμάνια της Σμύρνης και της Συρίας περιμένοντας τη διαπεραίωσή τους στην Ευρώπη [34], ενώ δυνητικά η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα μπορούσε να κινητοποιήσει και επιπλέον στρατεύματα. Αυτές οι στρατιωτικές δυνάμεις, μεταφερόμενες διά θαλάσσης στη Θράκη και ενδεχομένως στα κεντρικά και δυτικά Βαλκάνια, θα μπορούσαν να ανατρέψουν την κατάσταση εις βάρος των Βουλγάρων στο θρακικό μέτωπο και πιθανόν να ανέκοπταν ή έστω να δυσχέραιναν την προέλαση των Ελλήνων και των Σέρβων στη Μακεδονία και στην Ήπειρο. Με το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό να παρεμποδίζει απολύτως αυτή τη μεταφορά, οι υπάρχουσες τουρκικές δυνάμεις στη Μακεδονία και στην
Ήπειρο έμειναν χωρίς ενισχύσεις και υποστήριξη. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η άμυνα των Τούρκων στα εν λόγω θέατρα απέκτησε απελπισμένο χαρακτήρα, με
βέβαιη κατάληξη την ήττα.
Οι αποβατικές ενέργειες σε ηπειρωτικά εδάφη ήταν ανέκαθεν ένα όφελος που ο θαλάσσιος έλεγχος πρόσφερε στον κάτοχό του. Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους δεν αποτέλεσαν εξαίρεση, έχοντας να επιδείξουν μια σειρά επιτυχημένων αποβατικών ενεργειών, ξεκινώντας από τις αποβάσεις στο Άγιο Όρος και στη Χειμάρρα τον Νοέμβριο του 1912 και καταλήγοντας στην απελευθέρωση της Αλεξανδρούπολης στις 11 Ιουλίου 1913. Οι ενέργειες αυτές υπήρξαν απτά δείγματα της δύναμης των ελληνικών όπλων
και ενίσχυσαν τις ελληνικές διεκδικήσεις στις περιοχές όπου πραγματοποιήθηκαν. Εντούτοις, το διπλωματικό σκηνικό κατά τη σύναψη των συνθηκών ειρήνης δεν επέτρεψε να μεταφραστούν σε πολιτικά οφέλη όσες από αυτές τις στρατιωτικές επιτυχίες είχαν λάβει χώρα στη Δυτική Θράκη και στη Βόρειο Ήπειρο.
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι αύξησαν κατακόρυφα την ισχύ της Ελλάδας. Κατέστησαν τη χώρα, για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία της, καθοριστική
δύναμη στα Βαλκάνια και υπολογίσιμο παράγοντα στην ανατολική Μεσόγειο. Για να συνειδητοποιήσουμε τη σημασία των ελληνικών νικών στους Βαλκανικούς Πολέμους δεν έχουμε παρά να αναλογιστούμε ποια θα ήταν η πορεία της Ελλάδας και των Ελλήνων αν το αποτέλεσμα αυτών των πολέμων ήταν διαφορετικό. Το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό υπήρξε ένας ισχυρός στρατηγικός καταλύτης στο εξαιρετικό μείγμα στρατιωτικής ισχύος, διπλωματικής δεξιοτεχνίας και αποτελεσματικής εκμετάλλευσης ευνοϊκών συγκυριών που κατέδειξε η Ελλάδα την περίοδο 1912-13.


Μια από τις πρώτες φωτογραφίες του «Γ. Αβέρωφ». ΦΩΤΟ:  http://dc345.4shared.com/doc/MOhXUJ8Y/preview006.png

5. Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και Μικρασιατική Εκστρατεία (1917-1922): το μη χείρον
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στον οποίον η Ελλάδα εισήλθε μόλις το 1917, το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό δεν είχε ιδιαίτερη στρατηγική συνεισφορά. Μετά την αποτυχία της εκστρατείας των Αγγλογάλλων στην Καλλίπολη το 1915, δεν υπήρχε περίπτωση επανάληψης ανάλογου εγχειρήματος από πλευράς Αντάντ (Entente=Συνεννόηση). Επομένως, το κύριο θέατρο επιχειρήσεων στην περιοχή ήταν το χερσαίο θέατρο των Βαλκανίων, στο οποίο η μοναδική επίδραση της θαλάσσιας ισχύος ήταν η διατήρηση του από θαλάσσης εφοδιασμού των χερσαίων δυνάμεων της Αντάντ – πράγμα δεδομένο λόγω της θαλασσοκρατορίας των Αγγλογάλλων στη Μεσόγειο. Η εν λόγω θαλασσοκρατορία έκανε τους Τούρκους να εγκαταλείψουν κάθε σκέψη για αλλαγή της κατάστασης που διαμόρφωσε στο Αιγαίο ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος, μολονότι ο τουρκικός στόλος είχε ενισχυθεί στην αρχή του πολέμου από τα γερμανικά πλοία «Γκαίμπεν» και «Μπρεσλάου». Στο ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό μπορεί να πιστωθεί κάποια στρατηγική αποτελεσματικότητα χάρη στην οριακή συνεισφορά του στον οικονομικό αποκλεισμό της Βουλγαρίας και της Τουρκίας. Ο οικονομικός αποκλεισμός εμμέσως μόνο έπληξε τη Βουλγαρία, με το να προκαλέσει δυσαρέσκεια στον πληθυσμό λόγω των –επιτυχημένων– μέτρων που έλαβε η βουλγαρική κυβέρνηση για τη διαχείριση των στερήσεων που προέκυψαν από τον αποκλεισμό [35]. Εναντίον της Τουρκίας όμως τα αποτελέσματα του αποκλεισμού ήταν συντριπτικά, καθώς οι τουρκικές αρχές δεν κατόρθωσαν να λάβουν αποτελεσματικά μέτρα αντιμετώπισής του [36].
Κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία καταφάνηκαν τα όρια της θαλάσσιας ισχύος. Μετά την αρχική φάση των επιχειρήσεων, όταν δηλαδή άρχισε η προέλαση του ελληνικού Στρατού στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό ελάχιστα μπορούσε να κάνει για να επηρεάσει την  πορεία και την έκβαση των επιχειρήσεων. Η προσπάθειά του να αποκόψει τον διά θαλάσσης εφοδιασμό των κεμαλικών δυνάμεων δεν μπορούσε να έχει επιτυχία, εφόσον οι τελευταίες εφοδιάζονταν από τους Ιταλούς και τους Σοβιετικούς και, από το 1921
και μετά, από τους Γάλλους επίσης [37]. Η υποχώρηση δε του ελληνικού Στρατού έγινε τόσο άτακτα, ώστε είναι δύσκολο να δει κάποιος τι θα μπορούσε να είχε κάνει το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό για να την ανακόψει. Αυτό που μπορούσε να κάνει και πράγματι έκανε ήταν να καλύψει και να πραγματοποιήσει την αποχώρηση από τη Μικρά Ασία των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων που κατόρθωσαν να φτάσουν στα παράλια [38].
Ωστόσο, μολονότι οι συνθήκες της Μικρασιατικής Εκστρατείας περιόριζαν τη στρατηγική αποτελεσματικότητα του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, το
τελευταίο έχει να επιδείξει μεγάλη στρατηγική συνεισφορά αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Σε ακόμη μία περίπτωση όπου «ο σκύλος δεν γάβγισε», ο ελληνικός θαλάσσιος έλεγχος που είχε επιβληθεί στο Αιγαίο από τα τέλη του 1912 εξασφάλισε ότι η Τουρκία δεν θα μπορούσε να έχει βλέψεις στο Αιγαίο και ότι τα νησιά θα περιέρχονταν οριστικά στην Ελλάδα. Εξαίρεση αποτέλεσαν η Ίμβρος και η Τένεδος, αλλά η παραχώρησή των νησιών αυτών από ελληνικής πλευράς έγινε υπό την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων στα πλαίσια της διευθέτησης του καθεστώτος των Στενών και όχι λόγω της δυνατότητας των Τούρκων να τα καταλάβουν. Χωρίς την ελληνική θαλάσσια ισχύ, οι διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάνης (1923) πιθανόν να ήταν δυσμενέστερες για την Ελλάδα.


6. Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1940-1944): Μαζί με τους μεγάλους
Οι επιχειρήσεις του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ιδίως κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, έχουν σε γενικές γραμμές επισκιαστεί από τις αντίστοιχες επιχειρήσεις του ελληνικού Στρατού.
Εντούτοις, η στρατηγική συνεισφορά του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού ήταν πολύ σημαντική. Μια ιδιομορφία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι ότι το

ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό βρέθηκε εξαρχής σύμμαχο με το πανίσχυρο, αν και στη δεδομένη στιγμή αποδυναμωμένο στη Μεσόγειο, βρετανικό Πολεμικό Ναυτικό, ενώ στη συνέχεια στον κατάλογο των συμμάχων του προστέθηκε το ακόμη ισχυρότερο Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ. Το γεγονός αυτό του προσέδωσε σημαντικά οφέλη έναντι του αντίστοιχου ιταλικού, ενώ στη συνέχεια του πολέμου και μετά την αποχώρησή του από την Ελλάδα, του έδωσε την ευκαιρία να συμμετάσχει επιτυχώς σε μια σειρά μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεων τις οποίες ουδέποτε φυσικά θα μπορούσε να είχε πραγματοποιήσει μόνο του.

Η σκιά του βρετανικού στόλου της Μεσογείου βάραινε αποφασιστικά πάνω από το θαλάσσιο θέατρο επιχειρήσεων του Ελληνοϊταλικού Πολέμου.

Οι Ιταλοί όχι μόνο δεν εκμεταλλεύτηκαν την υλική υπεροχή τους έναντι των Βρετανών (και των Ελλήνων) στη Μεσόγειο, αλλά βρέθηκαν εξαρχής σε υποδεέστερη θέση [39]. Ήδη από τον Ιούλιο του 1940 μια ναυτική συμπλοκή μεταξύ Βρετανών και Ιταλών στα ανοιχτά της Καλαβρίας κατέδειξε τη βρετανική υπεροχή στη θάλασσα και περιόρισε τις κινήσεις του ιταλικού στόλου [40]. Η αεροπορική επίθεση των Βρετανών στο λιμάνι του Τάραντα (11 Νοεμβρίου 1940) κατάφερε βαρύτατο πλήγμα στον ιταλικό στόλο, ουσιαστικά μειώνοντας στο μισό τη δύναμη των θωρηκτών του: Από τα έξι ιταλικά θωρηκτά, ένα βυθίστηκε και άλλα δύο υπέστησαν μεγάλες ζημιές [41]. Τέλος, στη Ναυμαχία του Ταινάρου (28 Μαρτίου 1941) το βρετανικό Πολεμικό Ναυτικό πρόσθεσε άλλη μια μεγάλη νίκη στο ενεργητικό του, βυθίζοντας τρία βαρέα ιταλικά καταδρομικά και δύο αντιτορπιλικά, εξασφαλίζοντας έτσι οριστικά τον έλεγχο της ανατολικής Μεσογείου [42]. Αυτό ήταν το σκηνικό στο οποίο εκτυλίχθηκαν οι ναυτικές επιχειρήσεις του Ελληνοϊταλικού Πολέμου.

Κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, η στρατηγική αποτελεσματικότητα του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού ήταν πολύ μεγάλη, αλλά θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι θεαματικότερες επιχειρήσεις του τελευταίου ήταν ακριβώς αυτές που είχαν τη μικρότερη στρατηγική αποτελεσματικότητα. Έτσι, ο τότε
Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, Ναύαρχος Σακελλαρίου, προβαίνει σε καυστικά σχόλια εναντίον των τριών επιδρομών που ελληνικές ναυτικές δυνάμεις μπόρεσαν να διενεργήσουν κατά των ιταλικών θέσεων στην Αλβανία, τη διενέργεια των οποίων αποδίδει στις πιέσεις στρατηγών που δεν καταλάβαιναν πώς λειτουργεί η θαλάσσια ισχύς [43]. Οι βυθίσεις ιταλικών μεταγωγικών από ελληνικά υποβρύχια, μολονότι ήταν σημαντικές τακτικές επιτυχίες και ανύψωσαν το ηθικό του ελληνικού λαού, δεν άλλαζαν το γεγονός ότι οι θαλάσσιες μεταφορές μεταξύ Ιταλίας και Αλβανίας ήταν αδύνατο έστω και να δυσχερανθούν, πολύ περισσότερο να διακοπούν [44].
Η στρατηγική αποτελεσματικότητα του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού έγκειται στον καθοριστικό του ρόλο στην κινητοποίηση και υποστήριξη του Στρατού Ξηράς και στην παρεμπόδιση ιταλικών αποβατικών ενεργειών στα ελληνικά εδάφη.




Ο Γ. Μ. Μαριδάκης, Ύπαρχος του
Υ/Β «Πρωτεύς» .
ΦΩΤΟ: Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος
(Αρ. Συλλογής 99)

Η τοποθεσία και η μορφολογία του θεάτρου επιχειρήσεων της Ηπείρου καθιστούσαν ζωτικής σημασίας τις θαλάσσιες επικοινωνίες. Η μεγάλη επιτυχία
της αρχικής κινητοποίησης των ελληνικών στρατευμάτων οφείλεται εν πολλοίς στο ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό και αποτελεί την κυριότερη στρατηγική συνεισφορά του στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο. Μεγάλο μέρος της μεταφοράς ανδρών και εφοδίων στην πρώτη γραμμή έγινε διά θαλάσσης, και το Πολεμικό Ναυτικό κατόρθωσε να οργανώσει και να κινήσει τις νηοπομπές επιστράτευσης και στρατηγικής συγκέντρωσης χωρίς καθυστερήσεις και χωρίς απώλειες.
Οι ελληνικές νηοπομπές συνέχιζαν να μεταφέρουν αποτελεσματικά και χωρίς απώλειες εφόδια και ενισχύσεις στο μέτωπο. Μάλιστα, ο βρετανικός στόλος

της Μεσογείου κάλυπτε από απόσταση τις σημαντικότερες ελληνικές νηοπομπές [45].

Η δεύτερη στρατηγική συνεισφορά του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού (σε συνδυασμό με την παράλληλη δράση του αντίστοιχου βρετανικού) έγκειται στο ότι δεν επέτρεψε στους Ιταλούς να διενεργήσουν αποβατικές ενέργειες στα ελληνικά εδάφη, κατά το πρότυπο των αντίστοιχων ελληνικών ενεργειών κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο – και πάλι «ο σκύλος δεν γάβγισε». Διενεργώντας τέτοιου είδους αποβατικές ενέργειες οι Ιταλοί θα αύξαναν τις πιθανότητες να εκμεταλλευτούν την υλική υπεροχή του ιταλικού Στρατού έναντι του ελληνικού. Αντιθέτως, η απουσία τέτοιων ενεργειών καταδίκαζε τους Ιταλούς να προσπαθούν να προελάσουν μέσω του ορεινού εδάφους της Ηπείρου, με τα γνωστά αποτελέσματα. Για την ακρίβεια, το αρχικό ιταλικό επιχειρησιακό σχέδιο εναντίον της Ελλάδας προέβλεπε την κατάληψη της Κέρκυρας, ενέργεια που τελικά ματαιώθηκε [46]. Μολονότι ο πρώτος διοικητής των ιταλικών δυνάμεων εισβολής, Στρατηγός Σεβαστιανός Βισκόντι Πράσκα, θεωρούσε εύκολη την κατάληψη της Κέρκυρας, δηλώνοντας ότι το βρετανικό Ναυτικό ήταν απασχολημένο αλλού [47], αυτό προφανώς δεν ίσχυε· η Μάχη του Τάραντα έλαβε χώρα μόλις δύο εβδομάδες μετά την έναρξη των ελληνοϊταλικών εχθροπραξιών, ενώ όπως έχουμε δει, ο βρετανικός στόλος της Μεσογείου επιχειρούσε στα ανοιχτά της Ιταλίας ήδη από το καλοκαίρι του 1940. Το πιθανότερο είναι ότι τυχόν ιταλική αποβατική ενέργεια εναντίον της Κέρκυρας θα είχε καταλήξει σε πανωλεθρία, με το βρετανικό και το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό να καταναυμαχούν τα ιταλικά πολεμικά και αποβατικά σκάφη, ενώ ακόμη κι αν οι Ιταλοί είχαν κατορθώσει να καταλάβουν την Κέρκυρα κατά το διάστημα 28 Οκτωβρίου-11 Νοεμβρίου. Μετά τον Τάραντα θα ήταν θέμα χρόνου η ανακατάληψή της με συνδυασμένη επιχείρηση βρετανικών και ελληνικών πλοίων και ελληνικών στρατευμάτων. Η χαριστική βολή στο εγχείρημα της απόβασης στην Κέρκυρα δόθηκε από την παθολογική αντιπάθεια της ηγεσίας του ιταλικού Πολεμικού Ναυτικού προς την ανάληψη ρίσκου και την έλλειψη σχεδιασμού και εμπειρίας των Ιταλών σε αποβατικές επιχειρήσεις [48].

Οι επιχειρήσεις των Γερμανών εναντίον της Ελλάδας (Απρίλιος-Μάιος 1941) κατέδειξαν ότι πλέον η ναυτική ισχύς –όπως και η χερσαία– δεν μπορούσε να νοηθεί ξέχωρα από την αεροπορική. Οι απώλειες του ελληνικού στόλου από τις γερμανικές αεροπορικές επιθέσεις τον Απρίλιο του 1941 ήταν πολύ βαριές, ενώ η Μάχη της Κρήτης κατέδειξε ότι η αεροπορική υπεροχή μπορούσε πλέον να επιτρέψει σε έναν εισβολέα να κυριεύσει νησί ακόμη κι αν η θαλασσοκράτειρα Βρετανία διατηρούσε τον θαλάσσιο έλεγχο γύρω από το νησί αυτό.

Μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα, το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό συμμετείχε σε πολλές επιχειρήσεις των Βρετανών στη Μεσόγειο, όπου σύμφωνα με τον Τσώρτσιλ διακρίθηκε [49], ενώ μεταξύ άλλων μονάδες του συμμετείχαν στην απόβαση στη Νορμανδία και σε επιχειρήσεις στον Ινδικό Ωκεανό [50]. Ως εκ τούτου, του αναλογεί μερίδιο, ανάλογο της συμμετοχής του φυσικά, στην εν γένει στρατηγική αποτελεσματικότητα των συμμαχικών ναυτικών δυνάμεων.




2000-04-12 ΕΩΣ 20 Το Υ/Β «ΠΡΩΤΕΥΣ» σε άσκηση στο Αιγαίο. Ανατολή.
ΦΩΤΟ: Γ. ΣΤΕΦΟΠΟΥΛΟΣ


7. Επίλογος
Ο εθνικός χώρος ενδιαφέροντος είναι ως επί το πλείστον θαλάσσιος. Η καίρια σημασία του θαλάσσιου (αεροναυτικού πλέον) ελέγχου αυτού του χώρου ήταν ανέκαθεν προφανής και το παρόν άρθρο δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας με το να την επισημαίνει. Η ανάλυση του παρελθόντος μπορεί να προσαρμοστεί στην εποχή μας συνειδητοποιώντας ότι ο αεροναυτικός έλεγχος του εθνικού χώρου ενδιαφέροντος είναι σημαντικότατος όχι μόνο στη στρατιωτική στρατηγική, αλλά και στην υψηλή στρατηγική, δηλαδή στη χρήση όλων των διατιθέμενων μέσων ενός κράτους (στρατιωτικών, πολιτικο-διπλωματικών, οικονομικών κ.λπ.) για την επίτευξη των πολιτικών αντικειμενικών σκοπών του ενόψει πραγματικής ή ενδεχόμενης σύγκρουσης. Η σημασία του εθνικού χώρου ενδιαφέροντος αυξάνεται συνεχώς, τόσο για οικονομικούς λόγους (ύπαρξη ενεργειακών πόρων) όσο και για στενότερα στρατηγικούς (πρόσβαση των χωρών της Δύσης στη Μέση Ανατολή). Η ύπαρξη αποτελεσματικών ελληνικών αεροναυτικών δυνάμεων καθιστά τη χώρα μας ελκυστικό σύμμαχο για ισχυρές τρίτες χώρες με συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή. Οι ευκαιρίες υπάρχουν μεν, αλλά η Ελλάδα πρέπει να δείξει ότι μπορεί να αποτελέσει αξιόπιστο εταίρο στο αναδυόμενο γεωπολιτικό περιβάλλον. Η διατήρηση αποτελεσματικών ελληνικών αεροναυτικών δυνάμεων, παρά την κρίση, είναι ένας απτός τρόπος να γίνει κάτι τέτοιο. Η πολιτική βούληση για τη χρήση αυτών των δυνάμεων, αν παραστεί ανάγκη, είναι ένα άλλο μεγάλο ζητούμενο.  


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Α ΜΕΡΟΥΣ:


1 Colin S. Gray, Weapons Don’t Make War: Policy, Strategy, and Military Technology (Lawrence, KA: University Press of Kansas, 1993), σ. 10.
2 Για την περιορισμένη στρατηγική αποτελεσματικότητα αυτής της ναυμαχίας, η
οποία άφησε τον Ναπολέοντα κυρίαρχο της Ευρώπης, βλ. Julian S. Corbett, The Campaign of Trafalgar (London: Longmans, Green, 1910), σ. 408.
3 Για τη στρατηγική σημασία αυτής της ναυμαχίας, η οποία επισφράγισε τον οικονομικό αποκλεισμό της Γερμανίας κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, βλ. Κωνσταντίνος Κολιόπουλος, Στρατηγικός Αιφνιδιασμός: Υπηρεσίες Πληροφοριών και Αιφνιδιαστικές Επιθέσεις (Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2000), σ. 189-247.
4 Η Διώρυγα του Ξέρξη, της οποίας η ιστορικότητα έχει πλέον επιβεβαιωθεί,
εγκαταλείφθηκε σύντομα μετά τη διάνοιξή της, δεν άντεξε στον χρόνο και σήμερα δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου ίχνη της. Βλ. τη σχετική μελέτη του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών στο http://www.gein.noa.gr/xerxes_canal/XERXES_WEB/WEB.htm (έγινε πρόσβαση στις 9 Απριλίου 2012).
5 Για μια ανάλυση, βλ. Κωνσταντίνος Κολιόπουλος, Η Υψηλή Στρατηγική της
Αρχαίας Σπάρτης, 750-192 π.Χ. (Αθήνα: Ποιότητα, 2001), σ. 170-71, 176-80. Είναι εντυπωσιακό ότι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος προέβη σε αντίστοιχο σχόλιο λέγοντας «πόσες χερσαίες δυνάμεις χρειάζονται να εμποδίσουν την κάθοδον των Τούρκων από την Θεσσαλία όταν έχης την κυριαρχίαν του Ευβοϊκού!»· παρατίθεται στο Αντιναύαρχος Κ. Α. Αλεξανδρής, Το ναυτικόν του υπέρ ανεξαρτησίας αγώνος 1821-29 και η δράσις των πυρπολικών (Αθήναι: Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφέλιμων Βιβλίων, 1968), σ. 54.
6 Milovan Djilas, Conversations with Stalin (Harmondsworth: Penguin, 1962), σ. 181-82.
7 Carl von Clausewitz, On War [edited and translated by Michael Howard and Peter Paret] (Princeton, NJ: Princeton University Press, 1989), βιβ. 1, κεφ. 2, σ. 97 και βιβ. 3, κεφ. 1, σ. 181.
8 Για μια ανάλυση της στρατηγικής των εμπολέμων, βλ. Χαράλαμπος Παπασωτηρίου, Ο Αγώνας για την Ελληνική Ανεξαρτησία: Πολιτική και Στρατηγική των Ελλήνων και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, 1821-1832 (Αθήνα: Ι. Σιδέρης, 1996).
9 Walter Laqueur, Guerrilla Warfare: A Historical & Critical Study (New Brunswick, NJ: Transaction, 1998), σ. 64.
10 Για μια αναλυτική παρουσίαση, βλ. Αρχιπλοίαρχος (Ο) Π.Ν. Μάρκος-Μάριος Σίμψας, Το Ναυτικό στην Ιστορία των Ελλήνων, 4 τόμοι (Αθήνα: Έκδοση Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, 1982), τόμος 3, σ. 203-67.
11 Αλεξανδρής, Το ναυτικόν του υπέρ ανεξαρτησίας αγώνος, σ. 61-143· Konstantinos Varfis, “Andreas Miaoulis: From Pirate to Admiral (1769- 1835)”, στο Jack Sweetman (ed.), The Great Admirals: Command at Sea, 1587-1945 (Annapolis, MD: Naval Institute Press, 1997), σ. 223. Ήδη κατά τα μέσα του 1825 η αποτελεσματικότητα των πυρπολικών μειώθηκε, καθώς αρχικά οι Αιγύπτιοι και στη συνέχεια οι Τούρκοι έμαθαν να τα αντιμετωπίζουν αποτελεσματικότερα· βλ. Αλεξανδρής, Το ναυτικόν του υπέρ ανεξαρτησίας αγώνος, σ. 139-42.
12 Για ένα εντυπωσιακό παράδειγμα της κατανόησης που έδειχναν οι Υδραίοι προεστοί το 1821 για τη σημασία της συγκέντρωσης δυνάμεων με αντικειμενικό σκοπό την καταστροφή του εχθρικού στόλου, βλ. την ανάλυση μιας σχετικής επιστολής τους στο Αλεξανδρής, Το ναυτικόν του υπέρ ανεξαρτησίας αγώνος, σ. 46-47.
13 Παπασωτηρίου, Ο Αγώνας για την Ελληνική Ανεξαρτησία, σ. 173.
14 Παπασωτηρίου, Ο Αγώνας για την Ελληνική Ανεξαρτησία, σ. 100-101.
15 Σπύρος Μελάς, Ο Ναύαρχος Μιαούλης: Βιογραφία (Αθήναι: Έκδοσις Καταστημάτων Μιχ. Ι. Σαλιβέρου, 1932), σ. 371-459· Αλεξανδρής, Το ναυτικόν του υπέρ ανεξαρτησίας αγώνος, σ. 103-117· Varfis, “Andreas Miaoulis”, σ. 228-32.
16 Μελάς, Ο Ναύαρχος Μιαούλης, σ. 460-64.
17 Παπασωτηρίου, Ο Αγώνας για την Ελληνική Ανεξαρτησία, σ. 176.
18 Άλλες ονομασίες της εν λόγω ναυμαχίας είναι Ναυμαχία του Αργολικού ή
Ναυμαχία των Σπετσών. Βλ. αντίστοιχα Μελάς, Ο Ναύαρχος Μιαούλης, σ. 275- 82· Αλεξανδρής, Το ναυτικόν του υπέρ ανεξαρτησίας αγώνος, σ. 90-94.
19 Παπασωτηρίου, Ο Αγώνας για την Ελληνική Ανεξαρτησία, σ. 268-70.
 20 Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (εφεξής ΓΕΣ/ΔΙΣ), Ο
Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897 (Αθήνα: Έκδοση Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού, 1993), σ. 77-88.
21 ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897, σ. 75-6, 98, 387-88.
22 ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897, σ. 76.
23 ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897, σ. 104-7, 327-37. Πάντως, τις παραμονές του πολέμου το Αρχηγείο Στρατού Θεσσαλίας πρότεινε την ενέργεια του ελληνικού στόλου στον Θερμαϊκό· ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897, σ. 105.
24 ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897, σ. 99, 127.
25 ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897, σ. 99.
26 J.F.C. Fuller, Η ιδιοφυής στρατηγική του Μεγάλου Αλεξάνδρου [ελληνική μτφ.
Κ. Κολιόπουλος] (Αθήνα: Ποιότητα, 2004), σ. 173-192. 


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Β ΜΕΡΟΥΣ:


27 ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων, 1912-1913 (Αθήνα: Έκδοση Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού, 1987), σ. 260.
28 Για τεχνικά στοιχεία που αφορούν στο σύνολο του καθενός από τους δύο στόλους, βλ. Zisis Fotakis, Greek Naval Strategy and Policy, 1910-1919 (London and New York: Routledge, 2005), σ. 45-6. Για αριθμητικά στοιχεία ανά τύπο πλοίων, βλ. Αντιναύαρχος Π.Ν. ε.α. Ιωάννης Παλούμπης, Βαλκανικοί Πόλεμοι – Ο Ναυτικός Αγώνας (1912-1913), Β΄ Έκδοση (Πειραιάς: Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος, 2007), σ. 46-8.
29 Σύμφωνα με τη διεθνή ορολογία, το Αβέρωφ ήταν θωρακισμένο καταδρομικό (armoured cruiser), εκτοπίσματος περίπου 10.000 τόνων. Ένα θωρηκτό (battleship) τύπου Ντρέντνοτ (Dreadnought=Ατρόμητος) σαν αυτά που διέθεταν οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής όπως η Βρετανία και η Γερμανία είχε εκτόπισμα τουλάχιστον 18.000 τόνων και συνήθως 22.000-25.000 τόνων.
30 Για μια συνοπτική περιγραφή των ναυτικών επιχειρήσεων, βλ. Παλούμπης,
Βαλκανικοί Πόλεμοι, σ. 34-76.
31 Βλ. τις αναφορές του Κουντουριώτη προς το Υπουργείο Ναυτικών, όπως παρατίθενται στο Ναυτικόν Μουσείον της Ελλάδος, Το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ» 1911-2011: Ιστορία και Τέχνη (Πειραιάς, Ναυτικόν Μουσείον της Ελλάδος, 2011), σ. 47-53.
32 Οι Τούρκοι συνειδητοποίησαν το βαρύ τίμημα που πλήρωσαν εξαιτίας της υπεροχής του θωρηκτού «Αβέρωφ». Ας σημειωθεί δε, ότι οι Ιταλοί κατασκευαστές του θωρηκτού αρχικά είχαν προτείνει την αγορά του στην Τουρκία η οποία δίστασε, οπότε στη συνέχεια παρενέβη και το απέκτησε η Ελλάδα· βλ. Ιωάννης Παλούμπης, «Ένας Αιώνας Αβέρωφ», στο Ναυτικόν Μουσείον της Ελλάδος, Το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ» 1911-2011, σ. 21. Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους έγινε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία παλλαϊκός έρανος και τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν διατέθηκαν για τη ναυπήγηση στη Βρετανία δύο θωρηκτών Ντρέντνοτ ονόματι «Οσμάν Α΄» (27.500 τόνοι) και «Ρασαντιέ» (23.000 τόνοι). Η πρόσκτηση αυτών των πλοίων από τους Τούρκους θα είχε ανατρέψει ριζικά την ελληνοτουρκική ναυτική ισορροπία. Ευτυχώς για την Ελλάδα, τον Αύγουστο του 1914, με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Βρετανοί επιτάξανε τα δύο αυτά πλοία και τα ενέταξαν στο Πολεμικό Ναυτικό τους με τα ονόματα «Αζενκούρ» και «Έριν» αντίστοιχα· βλ. Arthur J. Marder, From the Dreadnought to Scapa Flow: The Royal Navy in the Fisher Era, 1904-1919, Vol. I: The Road to War, 1904-1914 (London: Oxford University Press, 1961), σ. 440. Η δικαιολογημένη αγανάκτηση των Τούρκων έπαιξε σημαντικό ρόλο στην είσοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων. Για μια ενδιαφέρουσα εκμυστήρευση του Ναυάρχου Κουντουριώτη αναφορικά με τα σχετικά αντίμετρα που πρότεινε, βλ. τα σχόλια του Αντιναυάρχου ε.α. Α. Κ. Δημητρακόπουλου, Π.Ν. στο Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος, Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος μέσα από τα αρχεία της Ιστορικής Υπηρεσίας του Γαλλικού Ναυτικού (Πειραιάς: Εκδόσεις Ναυτικού Μουσείου της Ελλάδος, 1996), σ. 291, υπ. 421.
33 ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων, σ. 125-30.
34 Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας/Ελληνική Επιτροπή Στρατιωτικής Ιστορίας,
Η Μεγάλη Εθνική Εξόρμηση, 1912-1913: Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος (Αθήνα: Έκδοση ΓΕΕΘΑ, 1992), σ. 29.
35 Archibald Calquhoun Bell, (1937), A History of the Blockade of Germany and of the countries associated with her in the great war Austria-Hungary, Bulgaria, and Turkey, 1914-1918 (London: 1937, πολυγραφημένο), σ. 697- 702.
36 Bell, A History of the Blockade of Germany, σ. 702-3.
37 ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομος Ιστορία της εις Μικράν Ασίαν Εκστρατείας 1919-1922 (Αθήναι: Έκδοσις Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού, 1967), σ. 75, 91, 210, 313.
38 Για την περιπετειώδη μεταφορά της θρυλικής Ανεξαρτήτου Μεραρχίας από το
Ντικελί της Μικράς Ασίας, βλ. Δημήτριος Αμπελάς, Ανεξάρτητος Μεραρχία: Η Κάθοδος των Νεωτέρων Μυρίων, ανάτυπο β΄ έκδοσης (Αθήνα: Εκδόσεις Κωνσταντίνου Τουρίκη, 1997[1957]) σ. 227-254.
39 Για μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση, βλ. Υποναύαρχος Κ. Α. Αλεξανδρής, Το Ιταλικόν Ναυτικόν κατά τον Β΄. Παγκόσμιον Πόλεμον: Παρατηρήσεις και Διδάγματα (Ανάτυπον εκ της «Ναυτικής Επιθεωρήσεως», 1954)· βλ. σ. 5-7 για τη σύγκριση των ιταλικών ναυτικών δυνάμεων με τις αντίστοιχες ελληνοβρετανικές. Για τον αεροναυτικό συσχετισμό δυνάμεων Ελλάδας-Ιταλίας, βλ. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου 1940-1941 (Επιχειρήσεις Στρατού Ξηράς) (Αθήνα: Έκδοση Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού, 1985), σ. 32-4.
40 Αλεξανδρής, Το Ιταλικόν Ναυτικόν κατά τον Β΄. Παγκόσμιον Πόλεμον, σ. 14- 15· Eric J. Grove, “Andrew Browne Cunningham: The Best Man of the Lot (1883-1963)”, στο Sweetman (ed.), The Great Admirals, σ. 432.
41 Αλεξανδρής, Το Ιταλικόν Ναυτικόν κατά τον Β΄. Παγκόσμιον Πόλεμον, σ. 16-17. Για το πώς βλέπουν σήμερα τη Μάχη του Τάραντα οι Βρετανοί, βλ. UK Ministry of Defence, “Navy commemorates 70th anniversary of Battle of Taranto,” http://www.mod.uk/DefenceInternet/DefenceNews/
 HistoryAndHonour/NavyCommemorates70thAnniversary
OfBattleOfTaranto.htm (έγινε πρόσβαση στις 17 Απριλίου 2012).
42 Αλεξανδρής, Το Ιταλικόν Ναυτικόν κατά τον Β΄. Παγκόσμιον Πόλεμον, σ. 17- 19· Grove, “Andrew Browne Cunningham”, σ. 432-7.
43 Υποναύαρχος Αλέξανδρος Ε. Σακελλαρίου, Η Θέσις της Ελλάδος εις τον Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον, β΄ έκδοση (Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Πέτρου Δημητράκου, 1945), σ. 83-86. Οι Ιταλοί ανέφεραν την πρώτη επιδρομή και δήλωσαν ότι δεν υπέστησαν ζημιές· Στρατηγός Σεβαστιανός Βισκόντι Πράσκα, Εγώ Εισέβαλα στην Ελλάδα [μετάφραση-επιμέλεια-σχολιασμός Αντιστράτηγος ε.α. Νικόλαος Α. Κολόμβας] (Αθήνα: Γκοβόστης, 1999), σ. 188. Ο Ναύαρχος Δημήτριος Φωκάς εξαίρει μεν τη γενναιότητα και τη ναυτική δεξιοτεχνία των ελληνικών αντιτορπιλικών, αλλά δεν έχει να αναφέρει κάποιο απτό αποτέλεσμα των επιδρομών· Αντιναύαρχος Δημήτριος Φωκάς, Η Δράσις του Βασιλικού Ναυτικού κατά τον Πόλεμον 1940-1944 (Αθήναι: Έκδοσις Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, 1968), σ. 7-8.
44 Τόσο ο Στρατηγός Παπάγος όσο και ο Ναύαρχος Σακελλαρίου δεν αφήνουν καμία αμφιβολία επ’ αυτού: βλ. Αντιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, Ο Πόλεμος της Ελλάδος, 1940-1941, ανάτυπο (Αθήνα: Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, 1995[1945]), σ. 449· Σακελλαρίου, Η Θέσις της Ελλάδος εις τον Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον, σ. 84.
45 Η πολυτιμότερη σχετική πηγή είναι τα απομνημονεύματα του Ναυάρχου Σακελλαρίου· βλ. Σακελλαρίου, Η Θέσις της Ελλάδος εις τον Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον, σ. 79-95, 108. Βλ. επίσης Αντιναύαρχος ε.α. Κ. Α. Αλεξανδρής, Το Ελληνικόν Ναυτικόν κατά τον Β΄. Παγκόσμιον Πόλεμον (Αθήναι: Ανάτυπον εκ της «Ναυτικής Επιθεωρήσεως», 1971), σ. 5· Φωκάς, Η Δράσις του Βασιλικού Ναυτικού κατά τον Πόλεμον 1940-1944, σ. 6-7.
46 Βισκόντι Πράσκα, Εγώ Εισέβαλα στην Ελλάδα, σ. 112-3, 116-7, 120, 122, 133, 178, 194, 202-5, 261, 276, 283.
47 Βισκόντι Πράσκα, Εγώ Εισέβαλα στην Ελλάδα, 116-7.
48 Βλ. MacGregor Knox, Hitler’s Italian Allies: Royal Armed Forces, Fascist Regime, and the War of 1940-43 (Cambridge: Cambridge University Press, 2000), σ. 88, 135-6.
49 Winston S. Churchill, The Second World War, Volume III: The Grand Alliance (London: Penguin Books, 1985), σ. 206.
50 Αλεξανδρής, Το Ελληνικόν Ναυτικόν κατά τον Β΄. Παγκόσμιον Πόλεμον, σ. 8-19· Φωκάς, Η Δράσις του Βασιλικού Ναυτικού κατά τον Πόλεμον 1940- 1944, σ. 11-16.

ΠΕΡΙ ΑΛΟΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου