Γράφει ο Δρ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΡΙΣΗΣ
Υποστράτηγος ε.α
Διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης
parisis.wordpress.com
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η διάσταση Βενιζέλου-Κωνσταντίνου τον Οκτώβριο του 1912 παρουσιάζεται συνήθως εσφαλμένα, είτε από άγνοια είτε από πρόθεση, με συνέπεια να δημιουργούνται εσφαλμένες εντυπώσεις. Αποτέλεσε μάλιστα αργότερα αντικείμενο εκμετάλλευσης για μικροπολιτικούς λόγους εκ μέρους των δύο παρατάξεων «Βενιζελικών» και «Βασιλικών» και συνετέλεσε σημαντικά στον «Διχασμό» με όλες τις συνέπειες για τη χώρα. Επρόκειτο ουσιαστικά για μια διάσταση μεταξύ πολιτικής και στρατιωτικής στρατηγικής που έφθασε στα όρια κρίσης στις σχέσεις μεταξύ των δύο ανδρών, που παρουσιάσθηκε μετά τη νικηφόρα μάχη του Σαρανταπόρου, στο διήμερο 12-13 Οκτωβρίου 1912, αλλά και στη συνέχεια, καθ’ οδόν προς Θεσσαλονίκη. Ευτυχώς έληξε χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, χάρη στους ψύχραιμους χειρισμούς εκατέρωθεν. Καταρχήν, ορθώς ο Βενιζέλος απαίτησε την κατά προτεραιότητα κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Κάτι όμως έλειπε από την αρχική σχεδίαση που συνέβαλε στη διάσταση με τον Αρχιστράτηγο.
Οι επιθετικές ενέργειες των ελληνικών δυνάμεών άρχισαν τις πρωινές ώρες της 5η Οκτωβρίου 1912, οπότε διέβησαν την μεθόριο γραμμή, στη γενική κατεύθυνση Σαραντάπορο – Σέρβια – Κοζάνη. Ο ενθουσιασμός και η έξαψη της μάχης μετέτρεψε την κίνηση σε θυελλώδη προέλαση. Στις 7 και 8 Οκτωβρίου απελευθερώθηκαν η Ελασσόνα και η Δεσκάτη και ελήφθη επαφή με την κύρια αμυντική τοποθεσία των Στενών του Σαρανταπόρου. Τοποθεσία ισχυρή και οχυρωμένη υπό την επίβλεψη γερμανικής αποστολής, υπό τον στρατηγό Φον Ντέρ Γκόλτς, ο οποίος μάλιστα είχε δηλώσει ότι το «φρούριο του Σαρανταπόρου θα γίνει ο τάφος των Ελλήνων». Ανατολικότερα, ελαφρά τμήματα πέρασαν στην Πιερία στις 7 Οκτωβρίου.
Την 9η Οκτωβρίου άρχισε η επίθεση κατά της τοποθεσίας Σαρανταπόρου, με 4 Μεραρχίες κατά μέτωπο και την Vη Μερ. και την Ταξιαρχία Ιππικού με κυκλωτική κίνηση από τα δυτικά προς εκπόρθηση των Στενών της Πόρτας. Η γρήγορη επιτυχία της Μεραρχίας με τη διάνοιξη των Στενών, έφερε σε δίλημμα τον Τούρκο διοικητή Ταξίν Πασά, να συνεχίσει την άμυνα του στο Σαραντάπορο ή να υποχωρήσει, προ της απειλής να εγκλωβισθεί. Προτίμησε τη λύση της υποχωρήσεως και έτσι στις 10 Οκτωβρίου οι ελληνικές δυνάμεις απελευθέρωσαν τα Σέρβια, διέβησαν τον Αλιάκμονα και στις 12 Οκτωβρίου η Ταξιαρχία Ιππικού εισήλθε στην Κοζάνη. Η νίκη στο Σαραντάπορο ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη του στρατού μας στους Βαλκανικούς πολέμους και συνέβαλε στην άνοδο του ηθικού των στρατευμένων και του λαού.
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗΣ
Μετά την αναδιοργάνωση και τις σχετικές αναπληρώσεις, η Στρατιά Θεσσαλίας ήταν έτοιμη για τη συνέχιση των επιχειρήσεών της. Οι Μεραρχίες διατάχθηκαν να διέλθουν τον Αλιάκμονα την επομένη 13η Οκτωβρίου και να συνεχίσουν την κίνησή τους βορείως της Κοζάνης. Ο Διάδοχος σχεδίαζε προέλαση προς την κατεύθυνση Αμύνταιο – Φλώρινα – Μοναστήρι, με τον κύριο όγκο της Στρατιάς.
Όμως οι πληροφορίες της κυβερνήσεως περί καθόδου βουλγάρικών δυνάμεων προς Θεσσαλονίκη, ανάγκασαν τον πρωθυπουργό να τηλεγραφήσει στο Κωνσταντίνο το βράδυ της 12ης Οκτωβρίου:
«Αρχηγόν Στρατού Θεσσαλίας. Αναμένω να μοι γνωρίσητε την περαιτέρω διεύθυνσιν ην θα ακολουθήσει η προέλασις του Στρατού Θεσσαλίας. Παρακαλώ μόνον να έχητε υπ΄ όψιν ότι σπουδαίοι πολιτικοί λόγοι επιβάλλουσιν να ευρεθώμεν μίαν ώραν ταχύτερον εις Θεσσαλονίκην. Αθήναι 12 – Χ – 1912, ώρα 10.20’ μ.μ. Βενιζέλος».
Παρά το γεγονός ότι το τηλεγράφημα αυτό δεν είχε επιτακτικό ύφος, αλλά ήταν εντός των πλαισίων της ευπρέπειας και έδειχνε το αγωνιώδες ενδιαφέρον του πρωθυπουργού, φαίνεται ότι ο Κωνσταντίνος το εξέλαβε ως ανάμειξη της πολιτικής εξουσίας σε θέματα που ανήκαν στην αρμοδιότητα της στρατηγικής. Σ΄ αυτό ίσως συνέβαλε και το τηλεγράφημα του Υπουργού Εξωτερικών Κορομηλά, που είχε προηγηθεί:
«Αρχηγόν Στρατού Α.Υ. Διάδοχον. Λαμβάνω την τιμήν να ανακοινώσω ότι κατά επισήμους πληροφορίας ο Σερβικός στρατός εισελθών εις Κουμάνοβον ευρίσκεται νυν μεταξύ Κουμανόβου και Σκοπίων. Τουρκικόν πυροβολικό κατεστράφη, της Τουρκικής Μεραρχίας υποχωρούσης ατάκτως προς Σκόπεια. Ο Βουλγαρικός στρατός κατέλαβε χθες σαράντα Εκκλησίας κατόπιν πεισματώδους αντιστάσεως. Πλείστα λάφυρα εις χείρας Βουλγάρων. Μαυροβούνιοι βομβαρδίζουσι Ταραμβός και επίκειται επίθεσις κατά Σκόδρας. Φρονώ ότι πρέπει κατά το δυνατόν εντείνωμεν ημετέρας ενεργείας ώστε καταληφθή όσον τάχιστα Θεσσαλονίκη, ίνα μη ημέτερα αποτελέσματα έλθωσι πολύ ύστερον των στρατών των συμμάχων. Αθήνα 12 – Χ – 1912, ώρα 3.35’ μ.μ. Κορομηλάς»
Είναι προφανές ότι ο Κωνσταντίνος δεν έλαβε υπόψη του τις προτροπές της Κυβερνήσεως, δεδομένου ότι την επομένη, 13η Οκτωβρίου, ο όγκος του στρατού διήλθε τον Αλιάκμονα και κινήθηκε προς βορρά σύμφωνα με τη σχεδίαση και τις διαταγές της προηγούμενης ημέρας. Τις βραδινές ώρες της ίδιας ημέρας όλες οι μονάδες είχαν εγκατασταθεί στις προβλεπόμενες από τη σχεδίαση θέσεις, πέριξ της Κοζάνης και βορείως αυτής μέχρι Πτολεμαΐδας. Το Γενικό Στρατηγείο κινήθηκε από τα Σέρβια στην Κοζάνη και εισήλθε στην πόλη τις απογευματινές ώρες, εν μέσω των ενθουσιωδών εκδηλώσεων των κατοίκων.
Ωστόσο, προ της αναχωρήσεως από τα Σέρβια, ο Αρχιστράτηγος απέστειλε προς τον Υπουργό Εξωτερικών, το παρακάτω τηλεγράφημα, από το οποίο γίνεται εμφανής ο εκνευρισμός του θεωρώντας ότι ο Κορομηλάς έκανε συγκρίσεις των επιτυχιών του Ελληνικού Στρατού με εκείνες των Βαλκάνιων συμμάχων και ένιωσε την ανάγκη να αναφερθεί στις επιτυχίες του Ελληνικού Στρατού με τρόπο που δείχνει ότι ενοχλήθηκε :
«Σέρβια 13 – Χ – 1912. Υπουργόν επί των Εξωτερικών, Αθήνας. Ευχαρίστως εμάθαμεν τας επιτυχίας του Βουλγαρικού, Σερβικού και Μαυροβουνιώτικου στρατού. Προχώρησις ημετέρα εντός οκτώ ημερών μέχρι Κοζάνης, ήτοι 100 χιλιόμετρα κατ’ ευθείαν γραμμήν εντός Τουρκικού εδάφους, με δύο μάχας παρά Ελασσώνα και παρά Σαραντάπορον την τελευταίαν εναντίον τριών μεραρχιών, ήτοι μεραρχίας Νιζάμ Κοζα΄νης, μεραρχίας Ρεδίφ Ανασελίτσης και μεραρχίας μικτής εκ διαφόρων ταγμάτων, διά δυσχερεστάτου εδάφους, με καταδίωξιν διά των Καμβουνίων, γνωστών διά τα δυσχερείας των, ήτις επέφερε την αποσύνθεσιν του εχθρού και την απώλειαν του πυροβολικού και των μεταγωγικών του, ενώ ημετέρα μεταγωγική υπηρεσία λίαν ατελής, απέναντι Σερβικής προελάσεως μεταξύ Κουμανόβου και Σκοπείων πεντήκοντα μόνον χιλιομέτρων δι’ εδάφους ευκολωτέρου, της γραμμής επιχειρήσεων παρακολουθουμένης υπό σιδηροδρομικής γραμμής, και απέναντι Βουλγαρικής προελάσεως 40 μόνον χιλιομέτρων δι’ εδ’αφους ευβατοτάτου, αποτελεί κατόρθωμα του Ελληνικού στρατού απαιτήσαν ολόκληρον την έντασιν των δυνάμεών του, δυνάμενον να τιμήση οιονδήποτε στρατόν, το οποίον δεν πρέπει να παραγνωρίζηται ουδέ να υποτιμάται. Θα εξακολουθήσω με την αυτήν έντασιν δυνάμεων επιδιώκων την καταστροφήν του εχθρού επί τη βάσει του σχεδίου το οποίον προδιέγραψα και του οποίου τον αντικειμενικόν μόνος εγώ είμαι αρμόδιος και υπεύθυνος να κανονίζω. Παρακαλώ δε υμάς όπως, ευαρεστούμενος, μη προσπαθήτε όπως επηρεάζητε την διεύθυνσιν των επιχειρήσεων. Κωνσταντίνος»
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το τηλεγράφημα του Κορομηλά ήταν ατυχές ως προς το περιεχόμενο και την διατύπωση, αναφερόμενο στη δράση των Μαυροβουνίων, χωρίς να αφιερώνει κάποιες λέξεις για τις επιτυχίες του Ελληνικοί Στρατού. Ο Κωνσταντίνος είχε δίκαιο στην απάντησή του, στην αρχή της οποίας διακρίνεται και κάποια ειρωνεία. Ωστόσο, οι τελευταίες δύο φράσεις δείχνουν κάποια σύγχυση σε ότι αφορά τον συνταγματικό του ρόλο που οφείλεται προφανώς στον εκνευρισμό του.
Στη διάρκεια της ίδιας ημέρας έγιναν προσπάθειες να πεισθεί ο Αρχιστράτηγος να στραφεί προς τη Θεσσαλονίκη, με αποκορύφωμα το, μάλλον οργίλο, τηλεγράφημα του Βενιζέλου, που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για απλή διάσταση απόψεων και στόχων αλλά για κρίση που είχε φθάσει στα άκρα:
«Αρχηγόν Στρατού. Εντέλεσθε άμα τη λήψει της παρούσης να παραδώσητε την διοίκησιν του στρατού εις τον Αρχηγόν του Γεν. Επιτελείου υποστράτηγον Δαγκλήν και να αναχωρήσητε πάραυτα δι Αθήνας, τιθέμενος εις την διάθεσιν του υπουργού των Στρατιωτικών. Ε. Βενιζέλος, Υπουργός Στρατιωτικών»
Επισημαίνεται ότι στο τηλεγράφημα αυτό ο Βενιζέλος υπέγραφε υπό την ιδιότητά του ως Υπουργού Στρατιωτικών, δηλαδή άμεσου ιεραρχικά προϊσταμένου του Αρχιστρατήγου. Η οριστική σύγκρουση ήταν προ των πυλών και μάλλον μόνο η ευφορία από τις νίκες του Ελληνικού Στρατού την απέτρεψε. Για την αποσόβηση της κρίσης που θα μπορούσε, τη στιγμή εκείνη να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην εξέλιξη των επιχειρήσεων, παρενέβη ο ίδιος ο Βασιλιάς Γεώργιος Α’ ο οποίος υποσχέθηκε στον Βενιζέλο ότι θα έπειθε τον γιο του ώστε να συμμορφωθεί προς τις αποφάσεις της Κυβερνήσεως.
Σημειώνεται ότι ο Βασιλιάς είχε κινηθεί από Λάρισα, μέσω Ελασσόνας και Σερβίων προς Κοζάνη όπου αφίχθη το πρωί της 14ης Οκτωβρίου.
Πράγματι ο Διάδοχος επείσθη και μετέβαλε σχεδίαση. Στις 21.00 της 13ης Οκτωβρίου εξέδωσε διαταγή για την προέλαση του κύριου όγκου της Στρατιάς από το πρωί της 14ης προς ανατολάς. Με βάση τη διαταγή αυτή οι δυνάμεις δια των διαβάσεων των Πιερίων και του Βερμίου διαπεραιώθηκαν στην πεδιάδα της Ημαθίας, αντιμετωπίζοντας μικρές δυνάμεις αντιστάσεως του εχθρού και απελευθέρωσαν τη Βέροια στις 16 Οκτωβρίου. Το πρωί της ίδιας ημέρας, η VIIη Μεραρχία, δια της διαβάσεως του Αγίου Δημητρίου – Στενών Πέτρας, εξήλθε στην πεδιάδα της Πιερίας, απελευθερώνοντας την Κατερίνη. Η Vη Μεραρχία παρέμεινε στην περιοχή Κοζάνης-Αμυνταίου προκειμένου να εξασφαλίσει τα νώτα της Στρατιάς, από την κατεύθυνση Μοναστηρίου.
Πολιτική και στρατηγική στο… χορό της παρεξήγησης
Τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη διατήρηση της εθνικής ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας, τις συμμαχίες, την κήρυξη πολέμου, τη σύναψη ειρήνης και γενικώς την επιδίωξη των ευρύτερων εθνικών συμφερόντων, αποτελούν αντικείμενο της υψηλής στρατηγικής κάθε χώρας. Αυτή αποφασίζεται κανονικά από την πολιτική ηγεσία με βάση δεδομένα και εισηγήσεις που προέρχονται από την ανωτάτη στρατιωτική ηγεσία και άλλους κρατικούς φορείς. Η χρήση της στρατιωτικής ισχύος της χώρας αποτελεί αντικείμενο της στρατιωτικής στρατηγικής προς υλοποίηση των πολιτικών στόχων που τίθενται από την υψηλή στρατηγική, δηλαδή από την κυβέρνηση.
Όταν η κυβέρνηση αποφασίσει τον πόλεμο οφείλει να καθορίζει με σαφήνεια τον πολιτικό σκοπό του πολέμου και να αφήνει στη στρατιωτική ηγεσία την οργάνωση και διεξαγωγή των επιχειρήσεων, θέτοντας στη διάθεσή της κάθε απαραίτητο μέσο και πόρο του κράτους. Φυσικά, κατά την εξέλιξη των επιχειρήσεων, εφόσον κριθεί σκόπιμο, η κυβέρνηση μπορεί να μεταβάλει τον πολιτικό σκοπό του πολέμου. Αυτό μάλλον έπραξε ο Βενιζέλος,
Ποιος όμως ήταν ο αρχικός πολιτικός σκοπός του πολέμου που τέθηκε από την Κυβέρνηση προ της ενάρξεως των επιχειρήσεων; Μάλλον δεν υπήρξε σαφής πολιτικός σκοπός! Από ότι φαίνεται εκείνο που οδηγούσε τα πράγματα ήταν η συμφωνία των Βαλκάνιων συμμάχων χωρών: «ότι καταλαμβάνεται θα κατέχεται». Έτσι ο Ελληνικός Στρατός διήλθε τα σύνορα κινούμενος προς βορρά, στην πλέον λογική κατεύθυνση, αυτή των πεδιάδων Κοζάνης – Πελαγονίας, όπου βρίσκεται και το Μοναστήρι, αφού δεξιά του υπήρχε ο σχεδόν αδιάβατος ορεινός όγκος του Ολύμπου και στη συνέχεια οι ορεινοί όγκοι των Πιερίων και του Βερμίου. Είναι λοιπόν επόμενο, η σχεδίαση του Γενικού Στρατηγείου να προβλέπει, την κίνηση προς βορρά με τον όγκο των δυνάμεων και μετά την κατάληψη του Μοναστηρίου και των πέριξ ορεινών όγκων που καλύπτουν την πεδιάδα Πελαγονίας, να στραφεί προς ανατολάς για την απελευθέρωση και της υπολοίπου Μακεδονίας, και φυσικά της Θεσσαλονίκης.
Εκείνο που προφανώς δεν είχε εξαρχής εκτιμηθεί, τόσο από το Γενικό Στρατηγείο όσο και από την Κυβέρνηση, ήταν το ενδεχόμενο της ταχείας βουλγαρικής κίνησης προς Θεσσαλονίκη, όπως και συνέβη. Εκτιμήθηκε προφανώς ότι, εφόσον η τουρκική Στρατιά Θράκης ήταν κυρίως συγκεντρωμένη στην περιοχή Διδυμοτείχου -Αδριανουπόλεως, για την κάλυψη της Κωνσταντινούπολης, εκεί θα επικεντρώνονταν και η κυρία προσπάθεια των Βουλγάρων.
Πράγματι αυτό συνέβη. Φαίνεται όμως ότι οι Βούλγαροι κατηύθυναν ένα μέρος της προσπάθειάς τους προς Θεσσαλονίκη, προς την κατεύθυνση της οποίας απέστειλαν την 7η Μεραρχία τους υπό τον Στρατηγό Θεοδωρώφ. Εκμεταλλευόμενοι μάλιστα τη μη ύπαρξη ισχυρών τουρκικών δυνάμεων στην περιοχή της ανατολικής Μακεδονίας και την απασχόληση του όγκου του Τουρκικού Στρατού προς δυσμάς, έναντι των Ελλήνων, κινήθηκαν από την περιοχή Σερρών με σχετική άνεση προς τη Θεσσαλονίκη. Σημειώνεται εδώ ότι, η τουρκική 14η Μεραρχία Σερρών μεταφέρθηκε σιδηροδρομικώς από την περιοχή Στρυμόνα στα Γιαννιτσά και ήταν η κύρια δύναμη του Τουρκικού Στρατού που αντιμετώπισε τον Ελληνικό Στρατό στην ομώνυμη μάχη στις 19-20 Οκτωβρίου.
Φαίνεται ότι η αρχική εκτίμηση της ελληνικής ηγεσίας εστίασε στην εκτίμηση των δυνατοτήτων του εχθρού – δηλαδή των Τούρκων - και δεν ασχολήθηκε με τις δυνατότητες αλλά και τις βλέψεις των συμμάχων. Αν το ενδεχόμενο της βουλγαρικής κίνησης προς Θεσσαλονίκη είχε εκτιμηθεί και αναλυθεί επαρκώς, ως μία δυνατότητα του Βουλγαρικού Στρατού, θα έπρεπε να είχε τεθεί από την Κυβέρνηση εξ αρχής, ως πολιτικός σκοπός του πολέμου, η κατά προτεραιότητα κατάληψη της Θεσσαλονίκης και δευτερευόντως του Μοναστηρίου. Αυτό θα έδινε στο Γενικό Στρατηγείο τη δυνατότητα συνέχισης της κίνησης προς Θεσσαλονίκη, χωρίς χρονοτριβή, αμέσως μετά την ολοκλήρωση της κατά της τοποθεσίας Σαρανταπόρου ενέργειας, στο πλαίσιο μιας διαφορετικής αρχικής σχεδίασης.
Η σχεδίαση αυτή θα μπορούσε να προβλέπει τη διέλευση των Στενών της Πόρτας και τη διαπεραίωση δυνάμεων στην Πιερία ήδη από την 10η Οκτωβρίου, με παράλληλη απόβαση ικανών δυνάμεων στην ακτή της Πιερίας. Οι δυνάμεις αυτές θα μπορούσαν να κινηθούν με ταχύτητα προς Θεσσαλονίκη, απειλώντας ταυτόχρονα τα νώτα των τουρκικών δυνάμεων που βρίσκονταν στην περιοχή Κοζάνης-Βεροίας και γενικά, δυτικά του Αξιού. Μια τέτοια σχεδίαση και ενέργεια της Στρατιάς θα έφερνε τις ελληνικές δυνάμεις προ της Θεσσαλονίκης τουλάχιστον 2-3 ημέρες ενωρίτερα.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι από καθαρά στρατιωτικής πλευράς, η κατεύθυνση κινήσεως της ελληνικής Στρατιάς επιβαλλόταν να εξαρτηθεί από τις κινήσεις του κύριου όγκου του εχθρού. Διότι επιδίωξη κατά τις επιθετικές επιχειρήσεις, δεν είναι η κατάληψη θέσεων αλλά η συντριβή των εχθρικών δυνάμεων. Από την άλλη, οι καθαρά πολιτικοί λόγοι επέβαλλαν την πορεία προς Θεσσαλονίκη. Τελικά, στην απόφαση κινήσεως προς Θεσσαλονίκη συνέβαλλε και το γεγονός ότι ο υποχωρών όγκος του τουρκικού στρατού δεν κατευθυνόταν όλος προς το Μοναστήρι, προκειμένου να ενωθεί με τον τουρκικό στρατό που υποχωρούσε από τα Σκόπια, αλλά ότι ισχυρότατες δυνάμεις συγκεντρώνονταν περί την Θεσσαλονίκη.
Μία ακόμη διαπίστωση που θα μπορούσαμε να κάνουμε είναι η έλλειψη Γενικού Στρατηγείου (ενός εθνικού κέντρου επιχειρήσεων θα λέγαμε σήμερα), στην Αθήνα, το οποίο θα συντόνιζε τις επιχειρήσεις τόσο στο μέτωπο Μακεδονίας όσο και της Ηπείρου αλλά και του Στόλου, και θα παρείχε όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την εξέλιξη των επιχειρήσεων των συμμάχων, τις μετακινήσεις εχθρικών δυνάμεων, κλπ. Έτσι τον ρόλο αυτό έπαιζαν οι υπουργοί Στρατιωτικών (που εν προκειμένω ήταν ο ίδιος ο Πρωθυπουργός) και Εξωτερικών.
Και κάτι ακόμα: αν στη θέση του Αρχιστρατήγου ήταν ένας απλός στρατηγός και όχι ο Διάδοχος του Θρόνου, μάλλον δεν θα υπήρχε ζήτημα. Ο Κωνσταντίνος εξέλαβε μάλλον τις παρεμβάσεις της Κυβερνήσεως ως μειωτική προς το πρόσωπό του συμπεριφορά και αντέδρασε με εγωισμό, ιδιαίτερα μετά τις επιτυχίες στο Σαραντάπορο. Η πίεση όμως του Βενιζέλου και προφανώς οι εισηγήσεις των επιτελών του τον έκαναν να μεταβάλει γνώμη.
Θα πρέπει επίσης να δεχθούμε ότι το γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος (44 ετών τότε), ήταν Διάδοχος του Θρόνου δεν σήμαινε υποχρεωτικά ότι επρόκειτο για στρατιωτική ιδιοφυία ή για άτομο με ξεχωριστά επιτελικά χαρίσματα. Δεν θα πρέπει ωστόσο να παραγνωρίσουμε ότι, η παρουσία του στο θέατρο των επιχειρήσεων είχε την ιδιαίτερα σημασία της, τόσο για το ηθικό αξιωματικών και οπλιτών όσο και για την εθνική ενότητα που εκπροσωπούσε. Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι δέκα πέντε χρόνια πριν ο Κωνσταντίνος είχε θεωρηθεί – μάλλον αδίκως – ως ο βασικός υπαίτιος της ήττας του 1897, γεγονός που σίγουρα τον βάρυνε συναισθηματικά και ήταν επόμενο να επιθυμεί την επιτυχία ώστε να αποκατασταθεί το όνομά του. Αυτό τον ωθούσε ίσως, αφενός να αντιδρά με κάποιον εγωισμό, αφετέρου να επιδιώκει την μονοπώληση της δόξας.
Είναι προφανές ότι το όλο βάρος της σχεδίασης και της κατεύθυνσης των επιχειρήσεων είχε το Επιτελείο του, το οποίο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ήταν επανδρωμένο με αξιωματικούς ικανότατους και με βαθειά επιτελική μόρφωση και εμπειρία.
Ο στρατηγός Παναγιώτης Δαγκλής (59 ετών) ήταν μια ξεχωριστή προσωπικότητα, με πλούσια εμπειρία και αναμφισβήτητες ικανότητες. Επινόησε μάλιστα και σχεδίασε το πυροβόλο που πήρε το όνομα Σνάιντερ-Δαγκλή. Αργότερα, το 1916, ακολούθησε τον Βενιζέλο στο Κίνημα της Θεσσαλονίκης και τον Νοέμβριο του 1920 που ο τελευταίος έφυγε στο εξωτερικό, τον αντικατέστησε στην ηγεσία του κόμματος των φιλελευθέρων.
Ο αντισυνταγματάρχης Βίκτωρ Δούσμανης (50 ετών) ήταν από τους πλέον ικανούς επιτελικούς και από τους πλέον μορφωμένους αξιωματικούς. Πολυγραφότατος, συνέγραψε «Γεωδαισία», «Στρατηγικαί τακτικαί οδηγίαι», «Ιστορία του πολέμου του 1913», «Η εσωτερική όψη της μικρασιατικής εμπλοκής», «Απομνημονεύματα» κ.ά. Διάσημος για την ευρυμάθειά του, διετέλεσε αργότερα διευθυντής σύνταξης της εγκυκλοπαίδειας του Πυρσού.
Οι Ιωάννης Μεταξάς (41 ετών) και Ξενοφών Στρατηγός (43 ετών), διακεκριμένοι αξιωματικοί, με σπουδές αμφότεροι στην Ακαδημία Πολέμου του Βερολίνου. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Μεταξάς είχε χρησιμοποιηθεί από τον Θεοτόκη στα μέσα της δεκαετίας του 1900 για την σύνταξη των νόμων αναδιοργάνωσης του στρατού που ψηφίστηκαν από τη Βουλή, ενώ το 1910 τον κάλεσε ο Βενιζέλος από την Λάρισα όπου υπηρετούσε και τον έκανε πρώτο υπασπιστή του και στρατιωτικό του σύμβουλο. Μάλιστα το καλοκαίρι του 1912 τον έστειλε ως εκπρόσωπό του στη Σόφια για να διαπραγματευτεί τη στρατιωτική συνθήκη μεταξύ της Ελλάδας και της Βουλγαρίας. Ο Μεταξάς ήταν τέταρτος στην ιεραρχία του επιτελείου, αλλά μπορεί να θεωρηθεί ως ο εγκέφαλός του, ενώ μαζί με τον Δούσμανη διαπραγματεύτηκε την παράδοση της Θεσσαλονίκης από τον Ταξίν Χασάν Πασά. Τον Δεκέμβριο του 1912 μετέβη στο Λονδίνο ως στρατιωτικός σύμβουλος του Βενιζέλου προς διαπραγμάτευση των όρων της σύναψης ειρήνης με την Τουρκία. Στις 16 Ιανουαρίου του 1913 ανακλήθηκε από την κυβέρνηση και στάλθηκε στην Ήπειρο, όπου ο στρατός αντιμετώπιζε προβλήματα. Θεωρείται ο εμπνευστής του σχεδίου κατάληψης των Ιωαννίνων, ενώ ήταν και μέλος της επιτροπής στην παράδοση της πόλης.
Από την άλλη, ο Βενιζέλος ήταν ένας υψηλής ευφυΐας και χαρισματικός πολιτικός, όμως η πολυπραγμωσύνη του τον οδηγούσε συχνά σε συγκρουσιακές καταστάσεις. Γράφει ο Μεταξάς για τον Βενιζέλο ότι είναι «αναμφιβόλως αξίας μεγάλης, άνθρωπος θελήσεως και πολλών προτερημάτων αλλά δεν είναι στρατιωτικός – αγνοεί και τα στοιχειώδη».
Κι’ άλλες παρεξηγήσεις προ των πυλών της Θεσσαλονίκης
Η επόμενη μεγάλη μάχη δόθηκε στις 19-20 Οκτωβρίου 1912 στα Γιαννιτσά, όπου οι Τούρκοι είχαν παρατάξει ισχυρές δυνάμεις, ώστε να ανακόψουν την πορεία του Ελληνικού Στρατού προς την Θεσσαλονίκη. Η ύπαρξη τότε της λίμνης των Γιαννιτσών και του βάλτου του Λουδία ανάγκασαν τη Στρατιά να κινηθεί βόρεια της λίμνης, δια της πόλεως των Γιαννιτσών, όπου είχαν προετοιμάσει την άμυνά τους οι Τούρκοι, στον στενό χώρο μεταξύ του όρους Πάικου και της λίμνης.
Η μάχη άρχισε την πρωία της 19ης Οκτωβρίου και υπήρξε πείσμων και από τις δύο πλευρές. Ταυτόχρονα, νοτίως της λίμνης κινήθηκαν η Ταξιαρχία Ιππικού, στην κατεύθυνση Βέροια – Αλεξάνδρεια – Θεσσαλονίκη και η VIΙη Μεραρχία από την περιοχή της Πιερίας προς Αιγίνιο – Αλεξάνδρεια, με κατεύθυνση προς Θεσσαλονίκη. Την επομένη, η ισχυρά πίεση την οποία εδέχθησαν οι Τούρκοι, μαζί με τον φόβο της αποκοπής των οδεύσεων συμπτύξεώς τους, τους ανάγκασαν σε υποχώρηση, με αποτέλεσμα περί την μεσημβρία της 20ης Οκτ. οι πρώτες ελληνικές δυνάμεις να εισέλθουν στην πόλη των Γιαννιτσών.
Ενώ εξελισσόταν η μάχη, το βράδυ της 19ης Οκτωβρίου, ο Βενιζέλος αποστέλλει το ακόλουθο τηλεγράφημα, από το οποίο γίνεται και πάλι εμφανής η ανησυχία του για την τύχη της Θεσσαλονίκης:
«Αρχηγόν Στρατού. Μετά την κατατρόπωσιν των Τούρκων εις Λουλέ Μπουργκάς, οι Βούλγαροι προελάυνουν ακράτητοι εις Τσατάλτζαν. Πιστεύεται ότι οι Τούρκοι μετά τας επανειλημμένας ήττας και τη αποσύνθεσιν του στρατού των είναι ανίκανοι να αντιτάξουν σοβαράν αντίστασιν ουδέ εις Τσατάλτζαν. Επικειμένης ούτω πιθανώτατα ευρωπαϊκής επεμβάσεως να επισπευθώσι πάση δυνάμει ημέτεραι στρατιωτικαί επιχειρήσεις. Αθήναι 19-Χ-1912, ώρα 11 μ.μ. Βενιζέλος»
Περί την μεσημβρία της 20ης Οκτωβρίου ο Αρχιστράτηγος τηλεγράφησε στον Βασιλιά και τον Πρωθυπουργό:
«Μετά μάχην διαρκέσασα χθες όλην την ημέρα και σήμερον από της έκτης πρωινής, ο εχθρός ηττήθη υπό του γενναίου στρατού μου και υποχωρεί διωκόμενο. Τα Γιαννιτσά ηλώθησαν προ τετάρτου ώρας».
Αξίζει εδώ να επισημανθεί η χρήση ενικού αριθμού αναφερόμενος στον στρατό (μου).
Η νίκη στα Γιαννιτσά άνοιξε το δρόμο για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Μολονότι η νίκη αυτή ήταν πολύ σπουδαία για την πρόοδο των ελληνικών επιχειρήσεων, ο δρόμος για τη Θεσσαλονίκη δεν ήταν περίπατος. Οι Τούρκοι κατά την υποχώρησή τους είχαν καταστρέψει όλες τις γέφυρες του Αξιού και οι πολλές βροχές είχαν φουσκώσει τα νερά του ποταμού. Για να περάσει κατά συνέπεια η ελληνική στρατιά έπρεπε να κατασκευαστούν πρόχειρες γέφυρες και αυτό συνεπαγόταν καθυστέρηση. Η διάβαση του Αξιού απαίτησε 2 μέρες και το βράδυ της 24ης Οκτωβρίου είχαν διαπεραιωθεί στην ανατολική όχθη όλες σχεδόν οι μονάδες.
Τότε συνέβη μια δεύτερη παρεξήγηση. Φαίνεται ότι ο Κωνσταντίνος απορροφημένος στην κατεύθυνση των επιχειρήσεων, ή υπό το κράτος της ευφορίας της δεύτερης μεγάλης νίκης στα Γιαννιτσά, αμέλησε να ενημερώσει την Κυβέρνηση για την εξέλιξη των επιχειρήσεων της Στρατιάς. Το Υπουργείο Στρατιωτικών, έχοντας να ενημερωθεί από την ημέρα της μάχης των Γιαννιτσών και ανησυχώντας για την τύχη της Θεσσαλονίκης, λόγω των πληροφοριών του για ταχεία κίνηση προς αυτήν ισχυρών βουλγαρικών δυνάμεων, απέστειλε προς τον Αρχιστράτηγο το ακόλουθο τηλεγράφημα, το οποίο μάλιστα κοινοποίησε στο Βασιλιά Γεώργιο ο οποίος ήδη βρισκόταν στη Βέροια:
«Αθήνα 24-Χ-12. Ώρα 7 εσπέρας. Α.Μ. τον Βασιλέα, Βέροιαν. Λαμβάνω την τιμήν να φέρω εις γνώσιν της Υμετέρας Μεγαλειότητος τηλεγράφημα όπερ πέμπω προς τον Αρχηγόν του Στρατού Θεσσαλίας, έχον ούτω: Αρχηγόν Στρατού Θεσσαλίας. – Από της μάχης των Γιαννιτσών ουδέν ανακοινώσατε προς το Υπουργείο περί των περαιτέρω στρατιωτικών υμών επιχειρήσεων, ως και εκείνων της V Μεραρχίας. Και όμως από της μάχης των Γιαννιτσών παρήλθον 4 όλαι ημέραι. Η σιωπή αύτη και η πλήρης άγνοια εις ήν ως εκ τούτου ευρίσκεται και η υπεύθυνος Κυβέρνησις και το Έθνος περί της τύχης του Στρατού του είναι όντως εκπληκτική. Βενιζέλος»
Επίσης, ο Βενιζέλος, με άλλο τηλεγράφημά του, ενημέρωσε το Γενικό Στρατηγείο για τα μέτρα που έλαβε για την εκτέλεση εικονικής αποβάσεως στην Επανομή Θεσσαλονίκης, όπως είχε ζητηθεί από αυτό, καθώς και για τις ενέργειες των ξένων προξένων προς τις τουρκικές αρχές για την παράδοση της Θεσσαλονίκης και συνιστούσε να επισπευθεί η είσοδος του Ελληνικού Στρατού στην πόλη.
Το ελληνικό Στρατηγείο ευρισκόμενο στο χωριό Γέφυρα δέχθηκε στις 25 Οκτωβρίου εκπροσώπους του Ταξίν Πασά, για διαπραγματεύσεις προς παράδοση της Θεσσαλονίκης οι οποίες συνεχίσθηκαν μέχρι την επομένη. Το πρωί της 26ης Οκτωβρίου, ο αρχιστράτηγος έδωσε εντολή προέλασης προς τη Θεσσαλονίκη. Οι ελληνικές δυνάμεις περιέσφιγγαν σταδιακά την πόλη. Μετά από νέες προσπάθειες διαπραγματεύσεων φαίνεται ότι ο Χασάν Ταξίν Πασάς επείσθη ότι, στρατιωτικά δεν είχε πιθανότητα επιτυχίας και προτίμησε να παραδώσει την πόλη στον Ελληνικό Στρατό. Το βράδυ της ίδιας ημέρας οι Βίκτωρ Δούσμανης και Ιωάννης Μεταξάς μετέβησαν στη Θεσσαλονίκη καισυνυπέγραψαν με τον Ταξίν Πασά το πρωτόκολλο παράδοσης.
Τις μεταμεσημβρινές ώρες της 27ης Οκτωβρίου λίγο έλειψε να προκληθεί και νέα παρεξήγηση μεταξύ των δύο ηγετικών προσωπικοτήτων της χώρας. Ο Βενιζέλος, μη έχοντας επαρκή πληροφόρηση και θεωρώντας ότι υπάρχει κωλυσιεργία εκ μέρους του Αρχιστρατήγου για την παράδοση της Θεσσαλονίκης, απέστειλε στις 2.30’ μ.μ. το ακόλουθο τηλεγράφημα:
«Αρχηγόν Στρατού. Παραγγέλλεσθε να αποδεχτήτε προσφερομένην υμίν παράδοσιν της Θεσσαλονίκης και να εισέλθητε εις αυτήν άνευ τινός αναβολής. Καθιστώ υμάς υπεύθυνον δια πάσαν αναβολήν έστω και στιγμής. Αθήναι 27 – Χ – 12 ώρα 2.30’ π.μ. Πρωθυπουργός Βενιζέλος»
Το περιεχόμενο και ο τόνος του τηλεγραφήματος δείχνουν ότι η ένταση των σχέσεων είχε φθάσει σε επικίνδυνο σημείο και μόνον η απόσταση και η κρισιμότητα των στιγμών συγκρατούσε τα πράγματα. Σημειολογικά, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη και την προσθήκη αυτή τη φορά του τίτλου του («Πρωθυπουργός») προ του ονόματος.
Ο Βενιζέλος δεν γνώριζε ότι ήδη τα μεσάνυχτα της 26ης προς την 27ην είχε υπογραφεί το πρωτόκολλο παραδόσεως της πόλης και ότι τις μεσημβρινές ώρες της 27ης Οκτωβρίου (την ώρα δηλαδή που έστειλε το τηλεγράφημα) εισήλθε στη Θεσσαλονίκη το Απόσπασμα Ευζώνων με τμήμα Ιππικού που κατευθύνθηκαν μέσω των κεντρικών οδών στο Διοικητήριο. Λίγο αργότερα όμως, την ίδια ημέρα, του γνωστοποιήθηκαν οι σχετικές αναφορές του Αρχιστρατήγου κι έδωσε αμέσως εντολή να ανακληθεί το προηγούμενο τηλεγράφημά του, επειδή δεν ανταποκρινόταν πλέον στην κατάσταση. Αυτό όμως είχε ήδη φτάσει στο Γενικό Στρατηγείο και όταν έλαβε γνώση του ο Κωνσταντίνος, συνέταξε ο ίδιος την παρακάτω απάντηση, η οποία όμως τελικά δεν διαβιβάστηκε, γιατί στο μεταξύ ενημερώθηκε για την ακύρωση της διαταγής που προκάλεσε την αιτία της απαντήσεως αυτής.
«Συναισθάνομαι πλήρως την ευθύνην ήν φέρω και παρακαλώ εις το εξής να μη μοι υπομιμνήσκεται τούτο δι’ οιανδήποτε υπόθεσιν. Εάν ώφειλον ή ού να αποδεχθώ την παράδοσιν της Θεσσαλονίκης ήμην ο μόνος αρμόδιος να κρίνω ευρισκόμενος επί τόπου και επιβάλλων τους όρους. Απόδειξις δε το επιτευχθέν αποτέλεσμα. Κωνσταντίνος»
Είναι εμφανής ο εκνευρισμός του Διαδόχου και είναι επίσης ευτύχημα το ότι το τηλεγράφημα αυτό τελικώς δεν απεστάλη. Σ’ αυτό φυσικά συνετέλεσε και το γεγονός ότι οι διαπραγματεύσεις είχαν ευτυχή κατάληξη και ότι ο Κωνσταντίνος μιλούσε από «θέσεως ισχύος» θεωρώντας ότι ήταν πλέον ο νικητής. Αυτό σαφώς φαίνεται και από την φράση που ο ίδιος έγραψε: «… ήμην ο μόνος αρμόδιος να κρίνω ευρισκόμενος επί τόπου και επιβάλλων τους όρους.»
Η καθυστέρηση εισόδου στην πόλη
Ένα γεγονός ανεξήγητο σε κάποιον που μελετά το ιστορικό της παραδόσεως της Θεσσαλονίκης αποτελεί η καθυστέρηση του Αρχιστρατήγου να εισέλθει στην ήδη παραδοθείσα πόλη. Πράγματι η 27η Οκτωβρίου παρήλθε χωρίς ο Διάδοχος να μεταβεί στην πόλη, παρά το γεγονός ότι τη νύκτα της προηγουμένης είχε ολοκληρωθεί η υπογραφή του πρωτοκόλλου παραδόσεως, ενώ το μεσημέρι της 27ης εισήλθε η στρατιωτική δύναμη που αναφέρθηκε παραπάνω. Κατά συνέπεια αφενός είχε καλυφθεί το τυπικό μέρος της παραδόσεως αφετέρου αυτή «επικυρώθηκε» στην πράξη με την παρουσία στρατεύματος. Παράλληλα, η κυβέρνηση απέστειλε ως εκπρόσωπό της (όπως είχε ζητήσει ο Αρχιστράτηγος) τον υπουργό Δικαιοσύνης συνοδευόμενο από αρκετούς διοικητικούς υπαλλήλους και δύναμη χωροφυλακής.
Ο Κωνσταντίνος βρισκόταν στην έδρα του Γενικού Στρατηγείου, στο χωριό Γέφυρα, όπου το βράδυ της ίδιας ημέρας ο Νομάρχης Θεσσαλονίκης, ανησυχώντας από την κίνηση των βουλγαρικών τμημάτων απέστειλε ειδική αμαξοστοιχία, προτείνοντάς του να επισπεύσει την είσοδό του στην πόλη, επιβαίνων εφόσον ήταν δυνατόν στην ίδια αμαξοστοιχία. Ο Κωνσταντίνος επιβιβάσθηκε πράγματι τα ξημερώματα της 28ης και έφθασε στις 05.00 στον σιδηροδρομικό σταθμό Θεσσαλονίκης, στις παρυφές της πόλης. Στις 11.00 το πρωί, με το Επιτελείο του, επικεφαλής τμημάτων της 1ης Μεραρχίας, εισήλθε στη Θεσσαλονίκη.
Η εξήγηση που μπορεί να δοθεί για την κωλυσιεργία αυτή είναι ότι επιθυμούσε να έχει προηγηθεί σχετική προετοιμασία ώστε να εισέλθει στην πόλη με κάθε μεγαλοπρέπεια ως στρατηλάτης. Τα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω μάλλον εξηγούν μια τέτοια στάση. Όπως γίνεται αντιληπτό και πάλι, αν στη θέση του Αρχιστρατήγου ήταν ένας απλός στρατηγός, μάλλον θα έσπευδε έφιππος, ακολουθούμενος από το επιτελείο του, να εισέλθει στην πόλη το δυνατόν συντομότερο και οπωσδήποτε όχι αργότερα από το απόγευμα της 27ης Οκτωβρίου.
Επίλογος
Τα όσα αναφέρθηκαν, εκτιμώμενα μετά από 100 χρόνια, θα πρέπει να κρίνονται με επιείκεια για τους παρακάτω κυρίως λόγους:
▪ Ο επικεφαλής του Στρατού και της όλης κατά ξηράν εκστρατείας ήτο ο Διάδοχος του Θρόνου. Αυτό είχε την καλή πλευρά του – όπως επισημάνθηκε ήδη – είχε όμως και άλλες πτυχές που έχουν σχέση με εγωισμό, φιλοδοξίες και προ παντός παιχνίδι εξουσίας. Σήμερα ένας διάδοχος – σε οποιαδήποτε χώρα - δεν θα ηγείτο στρατεύματος.
▪ Τα μέσα επικοινωνιών της εποχής ήταν τόσο πενιχρά και αδύναμα ώστε σε πολλές περιπτώσεις προξενούσαν διαστάσεις και διχογνωμίες μεταξύ διοικούντων και διοικουμένων σε υψηλά επίπεδα. Δεν υπήρχε η πραγματική εικόνα του μετώπου γι’ αυτό και τηλεγραφήματα ανακαλούνταν.
▪ Οι έννοιες υψηλή στρατηγική που καθορίζει τους πολιτικούς στόχους του πολέμου και στρατιωτική στρατηγική που με εργαλείο τις ένοπλες δυνάμεις θα τους υλοποιήσει, δεν ήσαν εμπεδωμένες στα ηγετικά στελέχη του στρατεύματος, ούτε και οι πολιτικοί είχαν επαρκή γνώση του πράγματος.
▪ Στα παραπάνω αν προστεθούν και οι οργανωτικές αδυναμίες, οι πιθανές ελλείψεις των επιτελικών διαδικασιών και γενικά η έλλειψη καλής επαγγελματικής καταρτίσεως, γίνεται αντιληπτό γιατί δεν ήσαν εφικτοί άριστοι πολεμικοί σχεδιασμοί.
Η επιείκεια είναι επιβεβλημένη και εκ του επιτευχθέντος από πάσης απόψεως μεγάλου επιτεύγματος, τόσο κατά τον Πρώτο όσο και κατά τον Δεύτερο Βαλκανικούς Πολέμους. Εκείνο που σε κάθε περίπτωση δεν είναι επιτρεπτό είναι η προσέγγιση των ιστορικών γεγονότων και προσωπικοτήτων με υπερβολές, φανατισμό και εμπάθεια που οδηγούν σε εσφαλμένες εκτιμήσεις και συμπεράσματα.
http://www.onalert.gr/stories/valkanikoi-venizelos-vasilias-parisis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου