Η εξέχουσα είχε το θάνατο μέσα της …
(Αντισυνταγματάρχης Κ. Δ. Κανελλόπουλος)
Γράφει ο Αρματιστής
Η Ελληνική διοίκηση μετά τη σύμπτυξη των δυνάμεών της από το Σαγγάριο και ύστερα από τον οκταήμερο σκληρό και αιματηρό αγώνα για την απόκρουση της Τουρκικής αντεπίθεσης προς το Αφιόν Καραχισάρ (17 - 25/9/1921), βρέθηκε προ του ζητήματος του καθορισμού της αμυντικής τοποθεσίας επί της οποίας θα εγκαθίστατο. Αποφασίστηκε ότι η τοποθεσία που θα εκλεγόταν, θα έπρεπε να καλύπτει τη σιδηροδρομική γραμμή Σμύρνη – Αφιόν – Εσκή Σεχήρ. Ορθώς εκτιμήθηκε ότι το πλέον κρίσιμο σημείο ήταν ο κόμβος συγκοινωνιών του Αφιόν και έτσι δημιουργήθηκε η ομώνυμη οχυρωμένη εξέχουσα για τη προστασία του, της οποίας βεβαίως το πλέον ευάλωτο σημείο ήταν το νότιο σκέλος της, που έβαινε παράλληλα και σε απόσταση 6-8 χλμ από τη σιδηροδρομική γραμμή Σμύρνη – Αφιόν και στο οποίο αν ο εχθρός κατόρθωνε να επιτύχει διάρρηξη, θα απέκοπτε την οδό συγκοινωνιών και επικοινωνιών με τη βάση της Σμύρνης, όλων τις δυνάμεων που θα βρίσκονταν ανατολικά του σημείου διαρρήξεως.
Για την αμυντική εγκατάσταση στο νότιο σκέλος της εξέχουσας του Αφιόν, επελέγη τελικά η γραμμή των υψωμάτων Τουκλού Τεπέ – Χασάν Μπελ – Κιλίτς Αρσλάν Μπελ – Τιλκί Κιρί Μπέλ (Tinaztepe) – το όρος Μικρό Καλετζίκ (Kucukkalecik), η οποία βαίνει παράλληλα και αμέσως νότια της σιδηροδρομικής γραμμής και της κοιλάδας του ποταμού Ακάρ.
(Σημείωση: Το ύψωμα Μικρό Καλετζίκ έχει υψόμετρο 1710 μ, αλλά σε όλα τα ιστορικά κείμενα αναφέρεται λανθασμένα ως 1310).
Εκ των παραπάνω αναφερθέντων υψωμάτων, το πλέον ισχυρό εξ όλων είναι το Τιλκί Κιρί Μπελ, το οποίο παρουσιάζει απότομες κλίσεις προς όλες τις κατευθύνσεις, κυρίως όμως είναι δυσπρόσιτο προς νότο. Όλα τα υπόλοιπα υψώματα παρουσιάζουν ομαλά πρανή και είναι ευκόλως βατά.
Το ανωτέρω τμήμα της αμυντικής τοποθεσίας, παρουσίαζε τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
• Είχε χαραχθεί επί εδάφους ορεινού, ισχυρά διακεκομμένου το οποίο παρείχε στον αμυνόμενο κακή παρατήρηση και περιορισμένα πεδία βολής.
• Οι από βορρά προς νότο (και αντιστρόφως) βαθιές χαραδρώσεις που διαχωρίζουν μεταξύ τους τα αναφερθέντα υψώματα, επέτρεπαν την αθέατη διείσδυση των εχθρικών δυνάμεων στα πλευρά και τα νώτα της τοποθεσίας.
(Σημείωση: Από τη βαθειά γραμμή του Τσάϊ Χισάρ, δυτικά ΚΙΡΚΑ, πέρασε το V Σώμα Ιππικού – 3 Μεραρχίες – στα νώτα της Ι Μεραρχίας. Από τη βαθειά γραμμή ανατολικά του Τιλκί Κιρί Μπελ διευκολύνθηκε η κάθοδος της 23 Μεραρχίας στη πεδιάδα).
• Στερούταν απολύτως βάθους. Πίσω από την τοποθεσία δεν υπήρχε κανένα εδαφικό έρεισμα για να συγκρατηθεί ο εχθρός σε περίπτωση διάρρηξης. Υπήρχε μόνο η κοιλάδα του ποταμού Ακάρ, 400 – 600 μ χαμηλότερα.
• Τα υψώματα που αναφέρθηκαν, αποτελούσαν και τα Ζωτικά Εδάφη της τοποθεσίας και συγχρόνως όριζαν και την αμυντική γραμμή, επί της οποίας είχαν κατασκευαστεί τα έργα αμυντικής οργάνωσης. Η απώλεια οποιουδήποτε υψώματος, έφερνε τον εχθρό στη κοιλάδα του Ακάρ και τη σιδηροδρομική γραμμή.
• Η πρώτη αμυντική γραμμή, αποτελούσε και τη μοναδική γραμμή άμυνας. Πίσω από αυτή δεν είχε οριστεί δεύτερη γραμμή και πολύ περισσότερο δεν είχε οργανωθεί καμιά άλλη αμυντική τοποθεσία, πλην της τοποθεσίας του Τουμλού Μπουνάρ, 50 χλμ δυτικά, η οποία είχε οχυρωθεί από τη ΙΙ Μεραρχία μετά τις επιχειρήσεις του Μαρτίου 1921.
• Το εμπρός από την αμυντική τοποθεσία έδαφος, ανέρχεται σταδιακά προς νότο και κυριαρχείται από τη κορυφή του Buyukkalecik (Μεγάλο Καλετζίκ) ή Κοτσά Τεπέ (Kocatepe), το οποίο ασκεί πλήρη κυριαρχία σε όλη την προς βορρά εδαφική ζώνη και επιτρέπει την άνετη παρατήρηση μέχρι την κοιλάδα του Ακάρ και τη πόλη του Αφιόν.
(Σημείωση: Επί του Κοτσά Τεπέ την παραμονή της 13ης Αυγούστου 1922, εγκαταστάθηκε σύσσωμη η Τουρκική ηγεσία, Κεμάλ – Φεβζή – Ινονού – Νουρεντίν, για τον έλεγχο και τη διοίκηση των επιχειρήσεων).
• Το ασθενέστερο και πλέον τρωτό τμήμα του νότιου σκέλους της εξέχουσας αποτελούσε η ευρύτερη περιοχή συνδέσμου των Ιης και ΙVης Μεραρχιών, που προσδιοριζόταν:
α) Από το δεξιό της ΙVης Μεραρχίας, που από το Διχαλωτό Βράχο αντί να κατευθυνθεί δυτικά για να ευθυγραμμιστεί με την αμυντική γραμμή της Ιης Μεραρχίας, στρεφόταν προς τα βορειοδυτικά, απομακρυνόμενο από αυτή.
β) Το τεράστιο κενό των 6 χλμ μεταξύ του δεξιού ορίου της ΙVης Μεραρχίας και του «Σημείου Στηρίγματος Καγιαντιμπί» της Ιης Μεραρχίας, νότια του χωριού Καγιαντιμπί.
γ) Το αντέρεισμα Μπελέν Τεπέ του Καλετζίκ που κατερχόταν προς το «Σ.Σ. Καγιαντιμπί» και εκείθεν προς τη πεδιάδα
δ) Τη βαθειά γραμμή μεταξύ του Τιλκί Κιρί Μπελ και του Μπελέν Τεπέ (χαράδρα του Σινίρ Κιόι, 400 μέτρα χαμηλότερα από το Τιλκί Κιρί Μπελ).
Όπως γίνεται αντιληπτό από τα παραπάνω, στην υπόψη περιοχή είχε δημιουργηθεί μια εισέχουσα στην αμυντική τοποθεσία, σε έδαφος με έντονο ανάγλυφο που κατερχόταν προς το εσωτερικό της τοποθεσίας και τη πεδιάδα.
(Σημείωση: Κατά την Τουρκική επίθεση της 13ης Αυγούστου, στο χώρο αυτό ωθήθηκε προς το μεν Μπελέν Τεπέ και το Σ.Σ. Καγιαντιμπί η 23 Τουρκική Μεραρχία, προς δε το κενό των 6 χλμ η 11 Μεραρχία).
• Το αμέσως νότια και νοτιοδυτικά της πόλης του Αφιόν τμήμα της εξέχουσας (που απείχε από το Αφιόν 5 χλμ) που οριζόταν από το Μικρό Καλετζίκ (Υψ. 1710) και τα εκατέρωθεν αυτού αντερείσματά, παρουσίαζε ακόμη περισσότερα μειονεκτήματα, επειδή εμπρός και σε μικρή απόσταση από την αμυντική τοποθεσία, υπήρχαν πολλά και μεγαλυτέρου ύψους υψώματα που επέτρεπαν στον εχθρό αφ’ ενός την άνετη και εκ του σύνεγγυς παρατήρηση της Ελληνικής τοποθεσίας και αφ’ ετέρου την αθέατη συγκέντρωση νότια αυτών ισχυρών δυνάμεων, για εκτόξευση επιθετικής ενέργειας προς βορρά.
(Σημείωση: Ο υπόψη χώρος, αποτέλεσε τους Χώρους Συγκεντρώσεως και Εξορμήσεως των 23ης, 11ης, 5ης και 8ης Τουρκικών Μεραρχιών για την επίθεση της 13ης Αυγούστου 1922. Οι 11η και 5η είχαν αναλάβει τη Κυρία Προσπάθεια και είχαν ως αντικειμενικό σκοπό το Κέντρο Αντιστάσεως Καμελάρ το οποίο περιελάμβανε το Μαύρο Βράχο, το Κιουτσούκ Καλετζίκ και τα προς το Καγιαντιμπί κατερχόμενα αντερείσματα. Οι θέσεις των αναφερομένων Μεραρχιών προσδιορίζονται (σήμερα) επί του εδάφους με αραβικούς αριθμούς, για το σκοπό παρουσίασης της μάχης).
Γράφει σχετικά ο στρατηγός Κ. Κανελλόπουλος:
«Η εδαφική υπεροχή του Μεγάλου επί του Μικρού Καλετζίκ είναι όπως βλέπει κάποιος απόλυτος. Παρατηρητήριο θαυμάσιο και προπέτασμα ασφαλέστατο το Μεγάλο Καλετζίκ, έδωσε στη Τουρκική Διοίκηση την ασφαλή βάση δια την επιτυχία της μεγάλης αυτής επιθέσεως. Αύτη ορθώς εκτιμήσασα το τρωτό τούτο σημείο της Ελληνικής παρατάξεως, επεχείρησε προς τα εκεί την κυρία επιθετική αυτής προσπάθεια …»)
Συμπέρασμα
Τα ως άνω αναφερθέντα πολύ σοβαρά μειονεκτήματα, καθιστούσαν την επιλεγείσα αμυντική τοποθεσία στο νότιο σκέλος της εξέχουσας, εξόχως ευάλωτη σε ενδεχόμενη ισχυρή εχθρική κρούση και ως εκ τούτου για την ισχυροποίηση της απαιτούνταν πολύ σοβαρές εργασίες αμυντικής οργάνωσης, διάθεση σημαντικών δυνάμεων για την επάνδρωση της, καθώς και πρόβλεψη ισχυρών εφεδρειών πίσω από αυτή, για την άμεση αντιμετώπιση εκτάκτων καταστάσεων. Το παραπάνω σοβαρότατο πρόβλημα, επιβαρύνονταν από το ότι:
• Όλα τα σχέδια ενεργείας προέβλεπαν «άμυνα μέχρις εσχάτων» επί της κατεχομένης οχυρωμένης τοποθεσίας, που αποτελούσε άλλωστε και τη μοναδική αμυντική τοποθεσία.
• Μελέτες και σχέδια για τη σύμπτυξη του μετώπου και μάλιστα υπό τη πίεση του εχθρού δεν είχαν καταρτιστεί από το Α’ Σώμα Στρατού, ειδικά για το νότιο σκέλος της εξέχουσας που αποτελούσε και το νευραλγικότερο σημείο του όλου Μικρασιατικού μετώπου.
• Αναγνωρίσεις προς τις πίσω τοποθεσίες δεν είχαν πραγματοποιηθεί.
• Οι υπάρχουσες οδεύσεις από τα μετόπισθεν προς την οχυρωμένη τοποθεσία δεν είχαν διευθετηθεί ώστε να επιτρέπουν την ταχεία κίνηση των εφεδρειών προς τα απειλούμενα σημεία. Το γεγονός αυτό υπήρξε και η αιτία που το πεδινό πυροβολικό παρέμεινε στις θέσεις του και δεν μπόρεσε να μετακινηθεί για να συμμετάσχει στον αμυντικό αγώνα της 13ης και 14ης Αυγούστου.
Απορίες και ερωτηματικά
Εύλογα όμως δημιουργείται το ερώτημα, πως επελέγη μια τόσο εξόφθαλμα ασθενής και προβληματική τοποθεσία για την κάλυψη του πλέον ευαίσθητου τμήματος της Ελληνικής αμυντικής διάταξης στο Μικρασιατικό μέτωπο, όταν βεβαίως αμέσως νοτιότερα υπήρχαν άλλες ισχυρότερες. Πιστεύω ότι η καλύτερη απάντηση βρίσκεται στο σύγγραμμα με τίτλο «Η Μικρασιατική Ήττα», του αντιστράτηγου Κωνσταντίνου Κανελλόπουλου, που ως λοχαγός του Μηχανικού, υπηρετούσε το 1922 στο ΙΙΙ γραφείο (επιχειρήσεων) του Α’ ΣΣ και ως εκ τούτου ήταν γνώστης του όλου ζητήματος. Στο εν λόγω σύγγραμμα, αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Μετά την απόκρουση της Τουρκικής αντεπίθεσης στο Αφιόν Καραχισάρ και την υποχώρηση των Τουρκικών δυνάμεων προς νότο, γεννήθηκε το ζήτημα της αμυντικής γραμμής που έπρεπε να καταληφθεί. Η Στρατιά υπέδειξε όπως νότια του Αφιόν, καταληφθεί η γραμμή «Μιχαήλ», η οποία είναι η γραμμή του Μεγάλου Καλετζίκ. Το Α’ Σ.Σ. (Υποστράτηγος Κοντούλης, Επιτελάρχης Γονατάς) συμφώνησε με την υπόδειξη της Στρατιάς και διέταξε την IV Μεραρχία (Υποστράτηγος Δημαράς, Επιτελάρχης Τσολάκογλου) να καταλάβει τη γραμμή «Μιχαήλ». H IV Μεραρχία αφού κατέλαβε τη γραμμή του Μικρού Καλετζίκ (Kucukkalecik), έκρινε περιττό να προωθήσει νοτιότερα τα συντάγματά της, θεωρώντας ότι η γραμμή που κατέλαβε ήταν αμυντικώς ισχυρότατη και ότι η προώθηση μέχρι τη γραμμή «Μιχαήλ» θα προκαλούσε δυσχέρειες στους ανεφοδιασμούς και θα επιμήκυνε το μέτωπο. Το Α’ Σ.Σ. ενέκρινε την ενέργεια της IV Μεραρχίας, αποδεχόμενο τα επιχειρήματα αυτής. Οι Τούρκοι αφού διαπίστωσαν τη μη κατάληψη του Μεγάλου Καλετζίκ από τους Έλληνες, το κατέλαβαν αυτοί και εγκαταστάθηκαν ισχυρώς απ’ αυτού. Όταν στις αρχές του 1922 ανέλαβε τη διοίκηση του Α’ Σ.Σ. ο Υποστράτηγος Τρικούπης (εδώ γίνεται κάποιο λάθος, επειδή ο Τρικούπης ανέλαβε το Α’ Σώμα τέλη Μαίου του 1922), ανήλθε στο Μικρό Καλετζίκ, αντιλήφθηκε το «εξόχως μειονεκτικό των εκεί Ελληνικών θέσεων», πλην όμως έκρινε ότι ήταν πλέον δυσχερέστατη αν όχι αδύνατη η κατάληψη του Μεγάλου Καλετζίκ, επειδή ο εχθρός είχε ισχυροποιηθεί επ’ αυτού».
Με βάση τα παραπάνω οι δυνάμεις της Ελληνικής Στρατιάς εγκαταστάθηκαν αμυντικά σε μια τοποθεσία απόλυτα μειονεκτική για τη διεξαγωγή αμυντικής μάχης. Το πόσο λάθος ήταν η εκτίμηση του διοικητού της IV Μεραρχίας που έκρινε «ως περιττή την προώθηση της Μεραρχίας του νοτιότερα στη γραμμή Μιχαήλ» και το πόσο αυτή έβλαψε τον αμυντικό αγώνα του Α’ ΣΣ κατά την 13η και 14η Αυγούστου 1922, φαίνεται από το μέγεθος των δυνάμεων (4 Μεραρχίες) που συγκεντρώθηκαν αθέατες και απρόσβλητες σε απόσταση μόλις 4 χλμ από το Μικρό Καλετζίκ, εκ των οποίων οι 11η και η 5η επιτέθηκαν εναντίον του Ι/35 Τάγματος που αμυνόταν στο Κέντρο Αντιστάσεως του Καμελάρ, με την 11η να έχει και ως αποστολή τη διείσδυση στο κενό των 6 χλμ.
(Σημείωση: Στη συνέχεια την ευθύνη του Καμελάρ την ανέλαβε το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων του Πλαστήρα).
Εκτός από τη γραμμή «Μιχαήλ» και το Μικρό Καλετζίκ, υπήρχε άλλη κατάλληλη αμυντική τοποθεσία;
Ασφαλώς. Και προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση, το «γιατί» η ΙV Μεραρχία παρέμεινε στο Μικρό Καλετζίκ (ενώ αμέσως μπροστά του και σε απόσταση 2 χλμ υπήρχαν υπερκείμενα υψώματα) και δεν προώθησε τη διάταξή της 4 χλμ νοτιότερα, όπου η γραμμή των υψωμάτων 1505 – 1670 – 1798 – 1735 – 1690 θα της παρείχε περισσότερα πλεονεκτήματα για τη διεξαγωγή του αμυντικού της αγώνα και επιπλέον θα ευθυγράμμιζε τη διάταξή της με αυτή της Ι Μεραρχίας! Βεβαίως και η γραμμή των υψωμάτων 1505 – 1670 – 1798 – 1735 – 1690 υπόκειται στη κυριαρχία του Μεγάλου Καλετζίκ, αλλά το προ αυτών έδαφος κατέρχεται για 5,5 χλμ περίπου, πριν αρχίσει να ανέρχεται προς το Μεγάλο Καλετζίκ. Η ευθυγράμμιση όμως της διάταξης και η δυνατότητα παρατήρησης και βολής σε απόσταση 6 χλμ, είναι κάτι που κανένας διοικητής δεν μπορεί να αγνοήσει. Επιπλέον η παραπάνω γραμμή προσέδιδε αρκετό βάθος στη τοποθεσία της IV Μεραρχίας (που τόσο πολύ απουσίαζε), καταργούσε το μεταξύ των δύο Μεραρχιών κενό, εξουδετέρωνε εν πολλοίς τα προβλήματα που δημιουργούσε η χαράδρα του Σινίρκιοϊ και πλαγιοφύλασσε το ευαίσθητο Τιλκί Κιρί Μπελ.
Η εξέχουσα του Αφιόν, «είχε το θάνατο μέσα της» (Κ. Κανελλόπουλος).
Δυστυχώς το ευάλωτο του νότιου σκέλους της εξέχουσας του Αφιόν, εκτός από τον Τρικούπη το αντιλήφθηκε και ο νέος αρχιστράτηγος Χατζανέστης, ο οποίος όταν στις 24 Μαΐου 1921 ανέλαβε τη διοίκηση της Στρατιάς, αμέσως διαπίστωσε τα μειονεκτήματα της Ελληνικής διάταξης και ρώτησε τον Επιτελάρχη Υποστράτηγο Πάλλη: «Πως κοιμάσθε ήσυχοι με τοιαύτην παράταξη του στρατεύματος και άνευ δευτέρας γραμμής εκ των προτέρων προπαρασκευασμένης;». Στη συνέχεια ο Αρχιστράτηγος έφυγε για επιθεώρηση του μετώπου, αφού προηγουμένως διέταξε το επιτελείο του να ετοιμάσει μελέτες για τη σύμπτυξη του μετώπου. Ο Χατζανέστης διαπίστωσε το ευάλωτο της εξέχουσας του Αφιόν, αλλά πείστηκε από τους διοικητές των Μεραρχιών «ότι το μέτωπο είναι ακλόνητο, ότι οι άνδρες έχουν υψηλό ηθικό και ότι το ηθικό του Τουρκικού στρατού είναι πεσμένο!!!», (Σημείωση: Δεν ξέρω αν σε κάποιους αυτές οι φράσεις τους θυμίζουν κάτι...).
Μια ρεαλιστική πρόταση που αγνοήθηκε
Ενώ ο Χατζανέστης βρισκόταν στο μέτωπο, έφθασε στη Σμύρνη ο συνταγματάρχης Πάσσαρης και ανέλαβε τα καθήκοντα του υπαρχηγού του επιτελείου της Στρατιάς. Αντιλήφθηκε ότι οι μελέτες της προηγούμενης διοίκησης της Στρατιάς αναφορικά με τις δυνατότητες ενέργειας του εχθρού και τη διάταξη της Στρατιάς ήταν εσφαλμένες και προχώρησε στη σύνταξη υπομνήματος με το οποίο εξέθετε τις σκέψεις του για το δέον γενέσθαι. Κεντρικό σημείο του όλου σκεπτικού του, ήταν ότι η περιοχή του Αφιόν αποτελούσε την «Αχίλλειο πτέρνα» της Ελληνικής διάταξης και το σημείο στο οποίο οι Τούρκοι θα μπορούσαν να επιτύχουν στρατηγικό αποτέλεσμα και ως εκ τούτου θεωρούσε ότι η διατιθέμενη δύναμη στο τομέα του Αφιόν δεν ήταν ανάλογη της αξίας του και έπρεπε να ενισχυθεί άμεσα.
Πρότεινε λοιπόν όπως η περιοχή του Αφιόν αφ’ ενός να ενισχυθεί με δυνάμεις που θα αποσύρονταν από το τομέα του Ουσάκ (εκεί βρισκόταν η Μεραρχία Ιππικού) και αφ’ ετέρου η ΙΙ Μεραρχία που βρισκόταν σε προκάλυψη δυτικά του Τουμλού Μπουνάρ, να συγκεντρωθεί στη περιοχή Μπαλ Μαχμούτ (πίσω από το Τιλκί Κιρί Μπελ) ως γενική εφεδρεία της Στρατιάς. Επίσης πρότεινε τη πιο αραιή κάλυψη του βόρειου και κεντρικού τομέα της Στρατιάς και με την εξοικονόμηση των δυνάμεων που θα προέκυπτε τη συγκρότηση στρατηγικής εφεδρείας από 5 Μεραρχίες περίπου (X, ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ (-), VII, IX, XIII).
Ο Χατζανέστης επιστρέφοντας από το μέτωπο, δεν αποδέχθηκε την εισήγηση του Συνταγματάρχη Πάσσαρη, επειδή είχε κατά νου άλλες ριζικότερες απόψεις για τη σύμπτυξη του μετώπου και έτσι η διάταξη παρέμεινε αμετάβλητη.
Η έναρξη της Τουρκικής επίθεσης βρήκε το Α’ ΣΣ με μοναδική εφεδρεία το Απόσπασμα Πλαστήρα (5/42 Σ.Ε. + ΜΟΠ) το οποίο και το διέθεσε αμέσως στο Καμελάρ του οποίου και ανέλαβε τη διοίκηση. Η VII Μεραρχία του Β’ Σ.Σ. που αποτελούσε μέρος της στρατηγικής εφεδρείας της Στρατιάς, βρισκόταν σε απόσταση 20 χλμ από το Αφιόν, τέθηκε αμέσως σε σύντονη πορεία κάτω από το καυτό Αυγουστιάτικο ήλιο του κεντρικού Μικρασιατικού υψιπέδου και φθάνοντας κατάκοπη στη περιοχή του Αφιόν, διατέθηκε στην Ι Μεραρχία η οποία και τη χρησιμοποίησε τμηματικά και όχι συγκεντρωτικά. Ενεπλάκη στον αγώνα αργά το απόγευμα της 13ης Αυγούστου.
Επίλογος
Όπως γίνεται αντιληπτό, όλοι είχαν αντιληφθεί το ευάλωτο του νοτίου σκέλους της εξέχουσας, όλοι γνώριζαν ότι η εξέχουσα είχε το θάνατο μέσα της, λύσεις υπήρχαν, λύσεις προτάθηκαν, αλλά κατά ένα περίεργο τρόπο όλοι «πίστευαν» ότι το μέτωπο ήταν ακλόνητο και δεν έκαναν απολύτως τίποτε για να διορθώσουν τη κατάσταση.
Ακόμη και τις παραμονές της Τουρκικής επίθεσης, ενώ είχαν εκτιμήσει ότι απέναντι από το νότιο σκέλος είχαν συγκεντρωθεί 6 Τουρκικές μεραρχίες (είχαν συγκεντρωθεί 12 πεζικού και 3 ιππικού) και ότι επίκειται επίθεση, δεν μετακίνησαν έγκαιρα, έστω και την 12η Αυγούστου, την VII Μεραρχία στη περιοχή όπισθεν του Μπαλ Μαχμούτ. Για την ακρίβεια ο Τρικούπης ζήτησε τη μετακίνηση, αλλά η Στρατιά δεν απάντησε. Η VII Μεραρχία μετακινήθηκε το πρωί της 13ης Αυγούστου με πρωτοβουλία του διοικητή του Β’ ΣΣ στρατηγού Διγενή και η Στρατιά ενέκρινε εκ των υστέρων.
Η Τουρκική διοίκηση παρατηρώντας επί ένα περίπου έτος από το θαυμάσιο παρατηρητήριο του Κοτσά Τεπέ, το Ελληνικό μέτωπο, σχημάτισε σαφή αντίληψη για τα μειονεκτήματα και τα τρωτά σημεία της Ελληνικής αμυντικής τοποθεσίας και διάταξης στην ευρύτερη περιοχή του σημείου συνδέσμου των I και IV Μεραρχιών και κατ’ αυτής της περιοχής κατηύθυνε την 13η Αυγούστου 1922 την κυρία κρούση της, με τη σχεδόν απόλυτη βεβαιότητα ότι θα επετύγχανε διάρρηξη. Απέναντι σε 4 Ελληνικά τάγματα που τηρούσαν τη γραμμή από το Διχαλωτό Βράχο μέχρι και Τιλκί Κιρί Μπελ, επιτέθηκε με 4 Μεραρχίες σε πρώτο κλιμάκιο, με στόχο την ταχεία επίτευξη αποφασιστικού αποτελέσματος. Γνώριζε τι ήθελε και πέτυχε.
Η μη κατάληψη της γραμμής «Μιχαήλ» από τη IV Μεραρχία αποτέλεσε στρατηγικό λάθος πρώτου μεγέθους, που είχε ολέθριες συνέπειες στην εξέλιξη των αμυντικών επιχειρήσεων του Α’ Σ.Σ. στις 13 και 14 Αυγούστου 1922.
Η παραμονή της IV Μεραρχίας στη γραμμή Μαύρος Βράχος – ύψωμα 1710 και η μη κατάληψη των υπερκείμενων υψωμάτων 2-4 χλμ νότια του Μικρού Καλετζίκ, ήταν ένα παιδαριώδες λάθος που στοίχισε ακριβά.
Η χάραξη της αμυντικής γραμμής ανάμεσα στο Διχαλωτό Βράχο και το Τιλκί Κιρί Μπελ κατ’ αυτό τον ανεξήγητο τρόπο που δημιουργούσε μια εισέχουσα στην Ελληνική αμυντική διάταξη, έδωσε στη Τουρκική διοίκηση το κρίσιμο χώρο για την αθέατη από την Ελληνική παρατήρηση, συγκέντρωση των Μεραρχιών της Κυρίας της Προσπάθειας πολύ πλησίον στις Ελληνικές αμυντικές οργανώσεις.
Η IV Μεραρχία, το Α’ Σ.Σ. και η Στρατιά, παραχώρησαν στον εχθρό κρίσιμο ζωτικό χώρο χωρίς μάχη και πολύ πριν τη κρίσιμη μάχη της 13ης Αυγούστου.
Αντιθέσεις
Όπως ήδη αναφέρθηκε, του Α’ Σ.Σ. είχε εγκατασταθεί και είχε οχυρώσει την άκρως ελαττωματική και επικίνδυνα τρωτή αμυντική τοποθεσία Τουκλού Τεπέ – Τιλκί Κιρί Μπελ – Μικρό Καλετζίκ, καθώς και όλη την εξέχουσα του Αφιόν, με το σύνολο των δυνάμεων του (I, IV, V, XII Μεραρχίες) χωρίς να τηρεί ουσιαστική εφεδρεία, εκτός από το Απόσπασμα Πλαστήρα. Το Β’ Σ.Σ. (VII, IX, XIII Μεραρχίες) που θεωρητικά αποτελούσε τη στρατηγική εφεδρεία της Στρατιάς, αφ’ ενός είχε διαθέσει δυνάμεις για τη προκάλυψη του προ αυτού μετώπου, αφ’ ετέρου βρισκόταν 20-40 χλμ βόρεια του Αφιόν με αποστολή να εκτοξεύσει πλευρική αντεπίθεση προς Τσάϊ σε περίπτωση που οι Τούρκοι επιτεθούν στο νότιο τμήμα της εξέχουσας!!!
Από την άλλη πλευρά, οι Τουρκικές δυνάμεις για να αποφύγουν ένα νέο Σαγγάριο, επάνδρωναν την προκάλυψη τους στη περιοχή της εξέχουσας δια 4 Μεραρχιών πεζικού και 1 Ιππικού και τηρούσαν 10 Μεραρχίες πεζικού και 3 Ιππικού συγκεντρωμένες ιππαστί της σιδηροδρομικής γραμμής Αφιόν – Ικόνιο, στη περιοχή Τσάϊ – Μπουλαβαντίν – Μπαγιάτ, για άμεση επέμβαση όπου θα απαιτείτο. Επί πλέον με συνεχή εργασία και επιμελημένη προσπάθεια είχαν οργανώσει την άμυνα της περιοχής Μπουλαβαντίν – Μπαγιάτ, που αποτελούσε συνδετικό κρίκο των μετώπων Άγκυρας και Ικονίου. Σε εδαφική έκταση βάθους 50-60 χλμ είχαν οργανώσει τρεις διαδοχικές αμυντικές τοποθεσίες (τελικά δεν χρησιμοποιήθηκαν), ίχνη των οχυρώσεων των οποίων διασώζονται ακόμη.
Ακολουθεί το ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ
http://www.enkripto.com/2012/09/blog-post_22.html
Type rest of the post here
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου