Τρίτη 28 Ιουνίου 2016

ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΤΡΟΠΗ ΤΟΥ 1897 ΣΤΗΝ ΔΟΞΑ ΤΟΥ 1912-1913

Του Ιωάννη Αλεξανδρόπουλου
ιστορικού – συνεργάτη

Με αφορμή την πρόσφατη επέτειο της Μάχης Κιλκίς – Λαχανά όπου πραγματοποιήθηκε κατά την διάρκεια των Β’ Βαλκανικών Πολέμων εναντίων της Βουλγαρίας και επικύρωσε την ελληνική κυριαρχία στην νότια περιοχή της Χερσονήσου του Αίμου. Θεώρησα καλύτερο να μην κάνω μια απλή και τυπική εξιστόρηση των πολεμικών γεγονότων μόνο εκείνης της περιόδου, αλλά, πιστεύω πως θα ήταν πιο έντιμο αλλά και πιο τιμητικό σε όλους εκείνους που πολέμησαν τόσο στον Μακεδονικό Αγώνα μέχρι την Μάχη του Κιλκίς Λαχανά να αναφερθώ τη έδωσε δύναμη, θάρρος, κουράγιο αλλά και ποια ντροπή ήθελαν εκείνοι οι ήρωες να ξεπλύνουν με τις γενναίες πράξεις τους στα πεδία των μαχών.
Για αυτό στον συγκεκριμένο άρθρο θα αναφερθώ στις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες τόσο του 1897, όσο και του 1912 – 1913 πέρα από τις πολιτικές συνθήκες για να έχετε μια σφαιρική άποψη για τις διαφορές αλλά και τις ομοιότητες μιας περιόδους ήττας και μιας περιόδου νίκης που τους χωρίζουν μόνο 15 χρόνια.
Το «Μαύρο» ’97
Κοινωνία – Οικονομία – Πολιτισμός
H εγκαθίδρυση του ελληνικού κράτους συνοδεύτηκε από μια σειρά ρήξεων που διαπέρασαν συνολικά την ελληνική κοινωνία. Η οικοδόμηση ενός σύγχρονου (δυτικού τύπου) θεσμικού πλαισίου έθετε εκ των πραγμάτων το ζήτημα του εκσυγχρονισμού της κοινωνίας. Επρόκειτο για μια κοινωνία κατακερματισμένη σε πολλά σχετικά αυτόνομα διοικητικά, οικονομικά και κοινωνικοπολιτικά κέντρα εξουσίας. H ενοποιητική και συγκεντρωτική λογική που χαρακτηρίζει το σύγχρονο αστικό κράτος απαιτεί την εφαρμογή νόμων και κανόνων κοινών για όλη την επικράτεια. Ωστόσο, η ομογενοποίηση του οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού πεδίου κάτω από το βάρος ενός αυστηρά συγκεντρωτικού κρατικού μηχανισμού σήμαινε στην ελληνική περίπτωση την αποδιοργάνωση των τοπικών και περιφερειακών κέντρων εξουσίας. H προοπτική αυτή δεν έπληττε μόνο τις τοπικές εξουσιαστικές ομάδες που παραδοσιακά ηγούνταν της ελληνικής κοινωνίας (προύχοντες, οπλαρχηγοί, κληρικοί). Aκόμη περισσότερο έθετε σε δοκιμασία τους βασικούς άξονες της κοινωνικής οργάνωσης (τοπικότητα, συγγένεια, θρησκεία). H κατίσχυση του σύγχρονου θεσμικού πλαισίου που συνόδευσε την πολιτική ανεξαρτησία βρήκε ισχυρές κοινωνικές αντιστάσεις, ιδίως στον αγροτικό χώρο. Η ληστεία και οι τοπικής εμβέλειας ένοπλες εξεγέρσεις όπως και η ανάδειξη ενός λόγου που αναγνώριζε στις αλλαγές την έκπτωση των παραδοσιακών αξιών, συνιστούν διαφορετικές εκδοχές της αντίδρασης ενός σημαντικού (αριθμητικά και κοινωνικά) τμήματος της ελληνικής κοινωνίας. Mε άλλα λόγια, η κοινωνική ένταση που επικρατεί στο μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα αποτελεί έκφραση της δυστροπίας στις αλλαγές. H δυστροπία αυτή είναι μια από τις βασικές όψεις της ελληνικής κοινωνίας του 19ου αιώνα.
Οι κοινωνικές εντάσεις υποδεικνύουν ταυτόχρονα το εύρος και τη σημασία των αλλαγών, οι οποίες έγιναν ιδιαίτερα αισθητές στα αστικά κέντρα. Aν ο αγροτικός χώρος αποτελούσε πηγή δυστροπίας και αντίστασης σε κάθε νεοτερισμό, οι πόλεις και ιδίως η πρωτεύουσα, η Αθήνα, αποτέλεσαν σε γενικές γραμμές νησίδες ρήξης με το παρελθόν. H συγκρότηση του διοικητικού μηχανισμού οδήγησε στη σταδιακή διαμόρφωση μιας νεοφανούς και ταυτόχρονα πολυάριθμης κοινωνικής ομάδας, των δημόσιων υπαλλήλων. H ανάπτυξη του δευτερογενούς και του τριτογενούς τομέα παραγωγής και η σταδιακή κατίσχυση της μισθωτής εργασίας διεύρυναν την παρουσία των μεσαίων στρωμάτων, ενώ δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση εργατικών στρωμάτων. Oι νέες αυτές κοινωνικές κατηγορίες ενστερνίζονταν καινούριες αξίες (ανάμεσα σε αυτές και την εγγραμματοσύνη), ενώ οργάνωναν την καθημερινότητά τους υιοθετώντας διαφορετικά (δυτικότροπα) πρότυπα στην ενδυμασία, την κατοικία, τη διατροφή, την υγιεινή, τη μουσική, τη διασκέδαση και τις κοινωνικές εκδηλώσεις. Πρόκειται ασφαλώς για μια διαφορετική όψη της ελληνικής κοινωνίας.
Κοντολογίς, η ελληνική κοινωνία του 19ου αιώνα βίωσε μια θεμελιακή αντινομία, που σχηματικά θα μπορούσε να αποδοθεί ως συνύπαρξη παλιού και νέου, παραδοσιακού και σύγχρονου. H αντινομία αυτή διαπερνά συνολικά την κοινωνία, την (ανά)διαμορφώνει και συνακόλουθα συνιστά το βασικό χαρακτηριστικό της. Υπό το πρίσμα αυτό, η δυστροπία και οι αντιστάσεις των παραδοσιακών ομάδων και συνολικά του αγροτικού χώρου δε συνιστούν εμμονή στο παλιό αλλά έναν από τους τρόπους προσαρμογής στο καινούριο.
H εθνική ταυτότητα προσδιορίζεται από ένα σύνολο πολιτισμικών και πνευματικών στοιχείων, τα οποία χαρακτηρίζουν το αίσθημα της συμμετοχής στο εθνικό σύνολο και επιβεβαιώνουν τη συνοχή του. Κατά συνέπεια, τα θέματα του πολιτισμού αποτέλεσαν τα χρόνια αυτά πεδία συζητήσεων και αντιπαραθέσεων• η έκβασή τους αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα διακυβεύματα της περιόδου. Tο γλωσσικό ζήτημα, οι αισθητικές και οι μορφολογικές κατευθύνσεις που θα έπαιρνε στην πορεία ανάπτυξή της η εγχώρια λογοτεχνία, η μορφή των πόλεων με τις πολεοδομικές και τις αρχιτεκτονικές επιλογές που έπρεπε να γίνουν, το περιεχόμενο του θεάτρου και το ύφος της μουσικής δεν αντιμετωπίζονταν ως στενά αισθητικά και καλλιτεχνικά θέματα. H τροπή που θα έπαιρναν τα πολιτισμικά ζητήματα σηματοδοτούσε τις κατευθύνσεις της γενικότερης πορείας της ελληνικής κοινωνίας. Γι’ αυτό βλέπουμε παράγοντες της οικονομικής και της πολιτικής ζωής να είναι ενήμεροι και να παρεμβαίνουν με καίριο τρόπο στις συζητήσεις που αφορούσαν τον πολιτισμό. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του νομομαθούς, πολιτικού και διοικητή της Εθνικής Τράπεζας Παύλου Καλλιγά, ο οποίος συγγράφει ένα από τα πρώτα μυθιστορήματα που αναφέρεται στην πραγματικότητα του καιρού του και στα προβλήματα της ελληνική κοινωνίας, το Θάνο Βλέκα.
Ο διάλογος για τα θέματα του πολιτισμού σημαδεύτηκε από σκληρές διαμάχες. H σημαντικότερη από αυτές διεξήχθη μεταξύ των διανοούμενων της Επτανησιακής και της Πρώτης Αθηναϊκής Σχολής. Oι βασικές επιλογές που είχαν γίνει ήδη από τη δεκαετία του 1820 τόσο από τον Κάλβο όσο και κυρίως από το Σολωμό στο επίπεδο της γλώσσας, των εκφραστικών μορφών και των πηγών έμπνευσης δε βρήκαν ανταπόκριση από τους ποιητές της πρωτεύουσας. H περαιτέρω επεξεργασία της καθομιλουμένης έδωσε τη θέση της στην επικράτηση της καθαρεύουσας, που όσο περνούσε ο καιρός κατευθυνόταν όλο και περισσότερο προς την αρχαΐζουσα. Tο παράδειγμα του Σολωμού για αναζήτηση θεμάτων και εκφραστικών μορφών μέσα από τη γλώσσα των απλών ανθρώπων, από τα δημοτικά τραγούδια και τα έπη της κρητικής παράδοσης αποσιωπήθηκε ή κατακρίθηκε δημόσια. Oι κατηγορίες που απευθύνονταν στο ζακυνθηνό ποιητή ήταν ότι παραμελούσε τα «κάλλη» της καθαρεύουσας, ενώ προσπαθούσε να εκφραστεί ποιητικά με ένα γλωσσικό όργανο αδόκιμο, τη δημώδη γλώσσα. H ποιητική συμβολή του Σολωμού και γενικότερα της Επτανησιακής Σχολής παρέμεινε στο περιθώριο των αθηναϊκών αναζητήσεων στο μεγαλύτερο μέρος της περιόδου. Tο κλίμα θα αλλάξει πολύ αργότερα με την εμφάνιση στα γράμματα του Κωστή Παλαμά. Mε δύο κείμενά του (1886 και 1889) συμβάλλει στην αποκατάσταση των ποιητών της Επτανησιακής Σχολής, κυρίως του Σολωμού και του Κάλβου, και φυσικά του γλωσσικού τους οργάνου, της δημοτικής γλώσσας.
Μετά το δεκαετή σχεδόν Πόλεμο της Ανεξαρτησίας και τις συγκρούσεις που ακολούθησαν τη δολοφονία του Καποδίστρια, η οικονομία του ελλαδικού χώρου είχε καταστραφεί σχεδόν ολοκληρωτικά. H αγροτική παραγωγή βρισκόταν σε πολύ χαμηλό σημείο, ενώ οι εμπορικές συναλλαγές και οι ναυτικές δραστηριότητες είχαν ουσιαστικά σταματήσει. Mε αυτή την κατάσταση ήρθε αντιμέτωπη η Αντιβασιλεία, όταν ανέλαβε την εξουσία. Oι βασικές της επιλογές τόσο στο θέμα της ιδιοκτησίας της γης όσο και σε αυτό των δημόσιων οικονομικών αφορούσαν την προσπάθεια αναγέννησης των οικονομικών δραστηριοτήτων, τον εξορθολογισμό του δημοσιονομικού συστήματος και γενικότερα την προσπάθεια διαμόρφωσης ενός σύγχρονου δυτικού τύπου κράτους.
Tο πρώτο ουσιαστικό κύμα ανάπτυξης έρχεται στις δεκαετίες του 1860 και του 1870. μετά την κρίση του Kριμαϊκού πολέμου και την ανάδειξη των αδιεξόδων της αλυτρωτικής πολιτικής οι προτεραιότητες στράφηκαν προς την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Διάφοροι παράγοντες διαμόρφωσαν το ευνοϊκό κλίμα για επενδύσεις ξένων κεφαλαίων στην Eλλάδα. Ένας από τους πιο σημαντικούς ήταν η διεθνής ύφεση που κλιμακώθηκε μετά το 1873, η οποία οδήγησε στην πτώση των επιτοκίων στο εξωτερικό. Aπό το 1878, μετά τη διευθέτηση των εκκρεμοτήτων του ελληνικού κράτους για τα παλαιότερα εξωτερικά δάνεια και εξαιτίας των υψηλότερων ελληνικών επιτοκίων σε σχέση με αυτά των ευρωπαϊκών χρηματαγορών, παρατηρήθηκε μια ροή κεφαλαίων από τις δυτικές χώρες με τη μορφή εξωτερικών δανείων, τάση η οποία παρατηρήθηκε τότε και σε άλλες χώρες της περιφέρειας. Παράλληλα, η αγροτική μεταρρύθμιση του 1871 αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες τομές στο εσωτερικό. Oι μικροί κλήροι που δημιουργήθηκαν επέτειναν την εφαρμογή συστημάτων εντατικής καλλιέργειας, με χαρακτηριστικότερη την περίπτωση της κορινθιακής σταφίδας. H συγκυριακή αύξηση των εξαγωγών της σταφίδας συντέλεσε ακόμη περισσότερο στη θετική πορεία της οικονομίας. O Aλέξανδρος Kουμουνδούρος σημάδεψε την περίοδο των δύο αυτών δεκαετιών. Tο έργο του αποτέλεσε αφετηριακό σημείο για το Xαρίλαο Tρικούπη, την πολιτική προσωπικότητα που δέσποσε στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα. O τελευταίος εφάρμοσε ένα πρόγραμμα επενδύσεων με σκοπό την κατασκευή σημαντικών έργων υποδομής. H χρηματοδότηση αυτών των έργων στηρίχτηκε σε εξωτερικά δάνεια, τα οποία σε όλη τη δεκαετία του 1880 συνάπτονταν με χαρακτηριστική ευκολία. Στις αρχές όμως της δεκαετίας του 1890 έγινε σαφές ότι η δανειοληπτική ικανότητα της χώρας είχε εξαντληθεί, εξέλιξη που οδήγησε στην πτώχευση του 1893.
Eκείνο που πρέπει να επισημανθεί είναι πως το τρικουπικό εγχείρημα είχε ως βασική κατεύθυνση τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας, την ένταξή της δηλαδή στους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης του δυτικού κόσμου, υιοθετώντας το φιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο που ακολουθούνταν στην Aγγλία. Tο σχέδιό του άλλωστε δεν επικεντρωνόταν μόνο στα οικονομικά ζητήματα, αλλά αφορούσε εξίσου και την αναδιοργάνωση του κράτους και του πολιτικού συστήματος. Στο πλαίσιο αυτών των στόχων μπορεί να γίνει κατανοητό το τολμηρό άνοιγμα του υπέρμετρου εξωτερικού δανεισμού.
Ο Τρικούπης κυβέρνησε τη χώρα λίγους μήνες το 1875 και το 1880, λίγες μέρες το 1878, καθώς και μεταξύ 1882-85 και 1886-90. Διετέλεσε πρωθυπουργός και μεταξύ Ιουνίου 1892-Μαΐου 1893 και μεταξύ Νοεμβρίου 1893-Ιανουαρίου 1895, για να αποσυρθεί στη συνέχεια από την πολιτική, λίγο πριν από τον θάνατό του. Ο κύριος πολιτικός του αντίπαλος Θεόδωρος Δηλιγιάννης κυβέρνησε στις περιόδους 1885-86, 1890-92 και 1895-97 καθώς και για μικρότερα διαστήματα το 1903 και το 1905, για να δολοφονηθεί στις 31 Μαΐου 1905 από έναν χαρτοπαίκτη.
Οι πολιτικές των δύο ανδρών διέφεραν ως την πτώχευση του 1893 στη ρητορεία, αλλά συνέκλιναν στην πράξη. Ο Τρικούπης τασσόταν υπέρ της οικονομικής ανάπτυξης. Εκπροσωπούσε γαιοκτημονικά συμφέροντα καθώς και το ελληνικό κεφάλαιο της Διασποράς και ήταν οπαδός της στρατιωτικής ετοιμότητας της χώρας να αντιμετωπίσει προκλήσεις της εξωτερικής πολιτικής που θα οδηγούσαν στη γεωγραφική της επέκταση. Ο Δηλιγιάννης ήταν κι αυτός πρόμαχος της Μεγάλης Ιδέας. Τασσόταν υπέρ του «νοικοκυρέματος» των δημόσιων οικονομικών της χώρας και εκπροσωπούσε πολιτικά τους «νοικοκυραίους» της πόλης και του χωριού. Παρά τα δημοφιλή «ο προϋπολογισμός αφήνει μικρό πλεόνασμα», «κάτω οι φόροι» και άλλες δημαγωγικές κορώνες, αμφότεροι οι πολιτικοί συσσώρευσαν μεγάλα ελλείμματα όσο κυβέρνησαν, δικαιολογώντας την απόκλιση μεταξύ προεκλογικών τους δεσμεύσεων και κυβερνητικών πεπραγμένων με επείγουσες τρέχουσες ανάγκες που πάντα θεωρούσαν ότι αντιμετώπιζαν.
Ο Τρικούπης εκμεταλλεύτηκε τη συγκυρία των καρπών της «εποχής του κεφαλαίου» στην ευρωπαϊκή οικονομία, που άνοιξε τις στρόφιγγες του διεθνούς δημόσιου δανεισμού το 1879, για να προωθήσει εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα. Βελτίωσε υποδομές και γενικές συνθήκες παραγωγής, εισήγαγε νομοθεσίες υποβοηθητικές των παραγωγικών προσπαθειών και, γεγονός μεγάλης σημασίας, κατηύθυνε υπέρογκους δανειακούς πόρους στην εθνική άμυνα της χώρας, δίνοντας δευτερεύουσα σημασία στην ορθολογική κατανομή και οικονομική χρήση τους.
Αντί αναθεώρησης του απαρχαιωμένου φορολογικού συστήματος και επιβολής φορολογίας, κατά τον καθηγητή Ιωάννη Σούτσο, «μηδόλως φορολογουμένους» – ένα στρώμα εύπορων αστών, που συμπεριλάμβανε ανώνυμες εταιρείες και τραπεζικά ιδρύματα, συνήφθηκαν μεταξύ 1879 και 1890 επτά εξωτερικά δάνεια ονομαστικής αξίας 630 εκατ. δρχ. Ο καθηγητής Ανδρέας Ανδρεάδης υπολόγιζε το ποσό αυτό, μετά την αφαίρεση προμηθειών-μεσιτικών, σε 459 εκατ. δρχ. και σε μόλις 389 εκατ. πραγματικού κεφαλαίου, καθώς πολλά από τα δάνεια εξοφλούσαν αμέσως με τη σύναψή τους παλαιότερα. Από αυτά μόνο ένα, αυτό του 1890, και ένα μέρος του δανείου του 1884 αφορούσαν παραγωγικά έργα, την κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής Πειραιά-Συνόρων. Τα άλλα αφορούσαν στρατιωτικές/ναυτικές δαπάνες, εξόφληση χρεών του Δημοσίου προς τράπεζες και εξοφλήσεις οφειλών προγενέστερων δανείων.
Αποτέλεσμα ήταν μια παρατεταμένη οικονομική ευμάρεια χάρη στην αφθονία χρήματος και επικερδών τοποθετήσεων, στηριγμένη ωστόσο σε προϋποθέσεις που δεν ήταν αυτονόητο ότι θα ίσχυαν εσαεί. Μάταια επεσήμαναν φιλελεύθεροι οικονομολόγοι της εποχής, όπως ο Ιωάννης Σούτσος και ο Αριστείδης Οικονόμος, ότι η χώρα έπρεπε να δανείζεται μόνον αφού θα είχε ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό της. Ότι θα έπρεπε να εξισορροπούσε δαπάνες με εισπράξεις για να εισαγάγει ένα μετατρέψιμο νόμισμα στη θέση μιας, στα χαρτιά ισχύουσας για τη χώρα, συμμετοχής στο διεθνές νομισματικό σύστημα της εποχής. Ότι θα έπρεπε να φορολογήσει έχοντες και κατέχοντες και να αντλήσει πόρους από όλες τις κοινωνικές τάξεις, πράγμα που ο Τρικούπης απέφευγε να κάνει επικαλούμενος αναπτυξιακούς λόγους, συγκαλύπτοντας έτσι πολιτικές δεσμεύσεις του.
Το ξέσπασμα της σταφιδικής κρίσης και η παράταση της Μεγάλης Ύφεσης στην Ευρώπη σήμαναν το πρόσκαιρο τέλος της φούσκας που είχε δημιουργηθεί. Οι τόκοι των δανείων απορροφούσαν το 40% των φορολογικών εσόδων και η πτώχευση το 1893 επήλθε ως μοιραίο. Οι Σούτσος και Οικονόμος είχαν ήδη αποβιώσει από το 1890, και στη συλλογική συνείδηση των σύγχρονων Ελλήνων φαίνεται ότι υπερίσχυσε η ρήση του Τρικούπη, ότι ήταν καλύτερος ένας ελλειμματικός προϋπολογισμός που θα εξασφάλιζε ετοιμοπόλεμο στράτευμα, παρά ένας ισοσκελισμένος. Βέβαια το 1897 η ρήση αυτή δεν απέτρεψε τη δεινή ήττα του υποτιθέμενου ετοιμοπόλεμου στρατεύματος που συρρίκνωσε πρόσκαιρα την Ελλάδα περίπου στα σύνορα της Μελούνας. Χρειάστηκε νέο δάνειο 170 εκατ. χρυσών φράγκων για να πληρωθεί πολεμική αποζημίωση στην Τουρκία προκειμένου να αποχωρήσει από τα καταληφθέντα εδάφη.
Η πτώχευση του 1893 δεν επέδρασε αποτρεπτικά από το να διοργανωθούν οι Ολυμπιακοί Αγώνες το 1896, που άλλωστε την εποχή εκείνη δεν συνεπάγονταν τεράστια έξοδα. Η πτώχευση αφορούσε μόνο το εξωτερικό και όχι το εσωτερικό δημόσιο χρέος και η οικονομική ζωή στη χώρα συνεχίστηκε απρόσκοπτα, ενώ άρχισαν και οι «φιλολογικές» αναζητήσεις του χρονικού σημείου από του οποίου η οικονομία είχε πάρει τον δρόμο τής μη επιστροφής προς τη χρεοκοπία. Παρ’ όλα αυτά δεν έλειψαν οι εντάσεις.
Ενώ ο Τρικούπης βρισκόταν σε αναζήτηση συμβιβασμού με τους ξένους δανειστές, σε αντικυβερνητικό συλλαλητήριο στο Πεδίον του Άρεως στις αρχές του 1895 συμμετείχε στο πλευρό των «αγανακτισμένων» αντικυβερνητικών διαδηλωτών ο διάδοχος του θρόνου, Κωνσταντίνος, με αποτέλεσμα την πτώση της κυβέρνησης. Η διάδοχη κυβέρνηση Δηλιγιάννη, στις 24 Ιουνίου 1895, ίδρυσε την «Υπηρεσία του Δημοσίου Χρέους», προσπαθώντας με τον τρόπο αυτό να καθησυχάσει τους ξένους δανειστές και εξουσιοδότησε τον Στέφανο Στρέιτ, διοικητή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, να συμφωνήσει με τους ομολογιούχους. Υπήρχε ωστόσο μια αποστροφή προς τους ξένους δανειστές και η κυβέρνηση καθοδηγούμενη από τον Τύπο της εποχής και την κοινή γνώμη δεν ήταν έτοιμη να προχωρήσει σε έναν συμβιβασμό αποδεχόμενη τις υποχρεώσεις του ελληνικού Δημοσίου.
Στις λεγόμενες προτάσεις του Παρισιού του 1896, προβλεπόταν «κούρεμα» του τόκου σε 40% του άρτιου για τα δάνεια των μονοπωλίων και της κεφαλαιοποίησης (σε 32% για τα υπόλοιπα δάνεια) και απόδοση μέρους των εισπράξεων των υπεγγύων προσόδων στα μονοπώλια και τον καπνό στους ξένους δανειστές. Οι ομολογιούχοι ζητούσαν επίσης όλα τα έσοδα από το χαρτόσημο και συμμετοχή στο συμβούλιο της Εταιρείας των Μονοπωλίων. Κωλυσιεργίες παρέτειναν τις συζητήσεις, με την ελληνική πλευρά να πιστεύει ότι διαθέτει χρόνο και τον πρώτο λόγο. Ταξίδι επιτροπής των ομολογιούχων στην Αθήνα για να δει τον πρωθυπουργό παρήλθε άκαρπο.
Έτσι, πριν από την τυπική ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, η όξυνση του Κρητικού ζητήματος, καθώς και η εισβολή τον Μάρτιο του 1897 δυνάμεων της Εθνικής Εταιρείας σε οθωμανικά εδάφη, άφησε μετέωρο το θέμα του συμβιβασμού. Στη βραχεία πολεμική αντιπαράθεση που προκάλεσε αυτή η -ουσιαστικά- κήρυξη πολέμου από ιδιώτες, η Ελλάδα υπέστη, ως γνωστόν, πανωλεθρία. Οι εχθροπραξίες τερματίστηκαν στις 7 Μαΐου 1897, ύστερα από επέμβαση της Ρωσίας, καθώς ο οθωμανικός στρατός προχωρούσε νικηφόρα προς τη Λαμία.
Στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν δεν συρρικνώθηκε εδαφικά η χώρα. Αντίθετα η επιβολή Διεθνούς Επιτροπής Ελέγχου, στα πρότυπα παρεμβάσεων σε Αργεντινή, Αίγυπτο και Τουρκία, έμελλε να αποτελέσει έναν πρωτόγνωρο πειραματισμό για την Ελλάδα. Η έκβαση του πολέμου υποχρέωσε επίσης την ελληνική πλευρά να αποδεχθεί το σχέδιο των έξι Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης για την αυτονομία της Κρήτης ως είχε.
Η Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου ή, όπως ονομάστηκε αργότερα, Διεθνής Οικονομική Επιτροπή (ΔΟΕ), και στην καθομιλουμένη Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος, ήταν το τίμημα που πλήρωσε το ελληνικό κράτος στους δανειστές του και στις έξι Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης λόγω της μεσολάβησής τους στις διαπραγματεύσεις για την παύση των εχθροπραξιών. Ήταν επίσης η προϋπόθεση για τη σύναψη νέου δανείου, απαραίτητου για την πληρωμή της πολεμικής αποζημίωσης προς την Τουρκία. Συγχρόνως, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις διευθετούσαν μέσω της ΔΟΕ το άλυτο, μέχρι τότε, ζήτημα των χρεών του ελληνικού Δημοσίου προς τους ξένους δανειστές. Είναι προφανές ότι αν δεν είχε προηγηθεί η πτώχευση του 1893, ή αν είχε διευθετηθεί το ζήτημα μέσω διαπραγματεύσεων πριν από το 1897, η διάταξη για την επιβολή διεθνούς επιτροπής οικονομικού ελέγχου δεν θα είχε συμπεριληφθεί σε μια συνθήκη ειρήνης.
Η διευθέτηση, που έγινε αποδεκτή χωρίς πολλές αντιρρήσεις στις 10 Μαρτίου 1898 από το ελληνικό Κοινοβούλιο, στηριζόταν στη λογική ότι θα δίνονταν και νέα δάνεια στην Ελλάδα για να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της, αλλά ταυτόχρονα και εγγυήσεις αποπληρωμής όλων των οφειλών της, και περιελάμβανε τα εξής:
1. Το δάνειο πολεμικών επανορθώσεων και το λεγόμενο «οικονομικό δάνειο».
2. Την υποθήκευση συγκεκριμένων φορολογικών προσόδων για την εξυπηρέτηση των δανείων.
3. Την αναδιάρθρωση του χρέους.
Οσον αφορά το πρώτο, αυτό δόθηκε για να αποχωρήσει η Τουρκία στα σύνορα του 1897, ενώ το «οικονομικό» χρησίμευε για την κάλυψη του ελλείμματος του προϋπολογισμού του 1897, για τη μετατροπή του εις χρυσόν χρέους και για την καταβολή ποσών προς δικαιούχους ελληνικών ομολογιών.
Οσον αφορά το δεύτερο, η Εταιρεία Διαχείρισης των Μονοπωλίων (που είχε συγκροτηθεί το 1887) μετονομάστηκε σε Εταιρεία Διαχείρισης του Δημοσίου Χρέους. Με εξαιρετική λεπτομέρεια και με καθολικό έλεγχο των ξένων ομολογιούχων η εταιρεία ανέλαβε την είσπραξη προσόδων από πωλήσεις πετρελαίου, αλατιού, τσιγαρόχαρτου, σπίρτων, παιγνιόχαρτων, φωτιστικού οινοπνεύματος και άλλων ειδών πρώτης ανάγκης της εποχής. Αποσπάστηκαν και προνόμια ελέγχων εφαρμογής των διατάξεων μέσω των ταινιών ασφαλείας που επικολλήθηκαν στα προϊόντα-φορείς έμμεσης φορολογίας, και που αποσκοπούσαν στη συγκέντρωση χρηματικών ποσών (σε εβδομαδιαία βάση!) σε λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας υπέρ των ομολογιούχων.
Όσον αφορά το τρίτο, τα υφιστάμενα δάνεια συμπτύχθηκαν σε τρεις κατηγορίες και συνδέθηκαν με υποθήκες όπως ο φόρος καπνού, τέλη χαρτόσημου και με εισπράξεις τελωνείων. Και εδώ πρυτάνευε η προτεραιότητα εξόφλησης των δανείων έναντι της προικοδότησης του Δημοσίου με φορολογικά έσοδα.
Ως βάση υπολογισμού ελήφθησαν έσοδα και δαπάνες της περιόδου 1892-6. Σύμφωνα με αυτές, τα έσοδα ήταν περί τα 90 εκατ. και οι δαπάνες περί τα 63, ενώ το υπόλοιπο πήγαινε πριν από το 1893 στο δημόσιο χρέος. Ενώ οι δαπάνες προϋπολογίζονταν για το εγγύς μέλλον στα ίδια επίπεδα, στερώντας από το κράτος δυνατότητες παρέμβασης στην οικονομία (που άλλωστε κατά τα ισχύοντα τότε παγκοσμίως ήταν πολύ περιορισμένη), οι φορολογίες θα αύξαναν διαρκώς, με τη διαφορά να πηγαίνει υπέρ της εξόφλησης του χρέους. Για παράδειγμα, το 1903 προβλέπονταν έσοδα 100 εκατ. και δαπάνες του Δημοσίου 64 εκατ., δηλαδή περίπου το 40% των φορολογικών εσόδων κατευθύνονταν στη μείωση του χρέους και το υπόλοιπο στα ταμεία του κράτους. Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι οι προβλέψεις της ΔΟΕ σχετικά με τα φορολογικά έσοδα αποδείχθηκαν ανακριβείς. Τα έσοδα ήταν από τις αρχές του 20ού αιώνα περισσότερα των προϋπολογιζομένων, προς μεγάλη χαρά του ΔΟΕ και της ελληνικής κυβέρνησης.
Σαν να μην έφτανε η απώλεια της δημοσιονομικής κυριαρχίας του ελληνικού κράτους, το ίδιο συνέβη και με τη νομισματική. Προκειμένου να αρθεί η αναγκαστική κυκλοφορία, κάποτε στο μέλλον, η Ελλάδα δεσμεύτηκε με το άρθρο 30 της συμφωνίας να αποσύρει ετησίως τουλάχιστον 2 εκατ. δρχ. από την κυκλοφορία, έτσι ώστε να μειωθεί η ποσότητα του κυκλοφορούντος πληθωρικού χαρτονομίσματος από την τρικουπική εποχή και να καταστεί κάποτε εφικτή η μετατρεψιμότητα του νομίσματος (αυτό όπως θα δούμε παρακάτω συνέβη ντε φάκτο το 1909). Συνεπώς και η νομισματική πολιτική της χώρας γινόταν περιοριστική και οι δυνατότητες του Δημοσίου να παρεμβαίνει στην οικονομία περιορίζονταν στο ελάχιστο δυνατό.
Την περίοδο 1897-1910 τα ελλείμματα του ελληνικού Δημοσίου μειώθηκαν, ο δημόσιος δανεισμός περιορίστηκε, και η υποτιμημένη δραχμή άρχισε να ανατιμάται, φτάνοντας από το 1,8 το 1898, σε επίπεδο ισοτιμίας με το φράγκο. Μία δραχμή ισούταν με ένα γαλλικό φράγκο το 1909.
Το πρόγραμμα του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου οδήγησε την ελληνική οικονομία αρχικά σε ύφεση και ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού σε μετανάστευση. Η παραγωγική βάση συρρικνώθηκε. Υπολογίζεται ότι σε έναν πληθυσμό 2,5 εκατ., 180.000 Έλληνες μετανάστευσαν από το 1898 ως το 1910, και η τάση παρέμεινε αυξητική ως τις αρχές του 1920, οπότε αθροιστικά ο συνολικός αριθμός των μεταναστών ήταν 500.000.
Παρά το υψηλό αυτό κόστος που κλήθηκε η ελληνική οικονομία να πληρώσει την περίοδο αυτή, επιτεύχθηκε σταδιακά στα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, η δημοσιονομική εξυγίανση και η ανάκαμψη του εθνικού νομίσματος προς το ξένο συνάλλαγμα. Οι μετανάστες με το συνάλλαγμα που έστελναν στην Ελλάδα βοήθησαν την οικονομική ανόρθωση. Ο ΔΟΕ μάλιστα επέτρεψε νέο δάνειο το 1902, ώστε να ολοκληρωθεί το σιδηροδρομικό δίκτυο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι κάτοχοι ομολογιών, Έλληνες και ξένοι, ωφελήθηκαν κάτω από αυτό το καθεστώς. Η ελληνική ναυτιλία ανέκαμψε συμβάλλοντας και αυτή με συνάλλαγμα στην ανόρθωση της δραχμής και των δημόσιων οικονομικών.
Έτσι το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν πέφτει μεταξύ 1890 και 1897, αυξάνεται λίγο ως το 1905 και αυξάνεται έντονα μετά τον χρόνο αυτό πιστοποιώντας τη ραγδαία άνοδο της ελληνικής οικονομίας. Η εξωστρεφής ελληνική οικονομία της εποχής επωφελείται από το τέλος της «Μεγάλης Ύφεσης» της Ευρώπης μετά το 1896 και ελληνικά και ξένα κεφάλαια επενδύονται σε κλίμα ευταξίας των δημόσιων οικονομικών και νομισματικής ανόρθωσης. Από την άλλη μεριά η αντιπληθωριστική πολιτική που ασκήθηκε μετά το 1898, εκτός από το μεταναστευτικό ρεύμα που προκάλεσε, ξεσήκωσε και μία ομάδα του μικρού εμπορικού κεφαλαίου, που ασφυκτιούσε κάτω από τη νομισματική στενότητα και τους τοκογλυφικούς τόκους της ελεύθερης αγοράς, ιδίως τις περιόδους της συγκέντρωσης της αγροτικής παραγωγής, αναζητώντας περισσότερα και φθηνότερα κεφάλαια, τα οποία θα ενίσχυαν την οικονομική δραστηριότητα. Χαρακτηριστική περίπτωση η επιθεώρηση «Οικονομική Ελλάδα» του I. Κατσελίδη που προπαγάνδισε έντονα τα συμφέροντα του ανερχόμενου από τα χθεσινά ερείπια επιχειρηματικού κεφαλαίου. Άλλα οικονομικά περιοδικά της εποχής ήταν «Ο Μέτοχος» (1907-11) και παλαιότερα ο «Οικονομολόγος της Ελλάδος και της Ανατολής» (1892-96). Η «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη βρέθηκε στο πλάι της αναγεννημένης ελληνικής επιχειρηματικότητας στη δεκαετία του 1910, όπως μαρτυρεί και η σειρά εκδόσεων «Η εργαζόμενη Ελλάδα».
Σε άλλο μέτωπο, το 1894, γιορτάστηκε για πρώτη φορά η Εργατική Πρωτομαγιά, ενώ σε όλη τη δεκαετία του 1890 δρα­στηριοποιούνται αναρχικές ομάδες σε όλη την Ελλάδα και εκδίδονται, μεταξύ άλλων, η «Έρευνα», το «Επί τα Πρόσω» και ο «Σοσιαλιστής». Το 1907 εκδίδει ο Γ. Σκληρός «Το Κοινωνικό μας Ζήτημα» και το 1908 συνίσταται «Η Κοινωνιολογική Εται­ρεία». Η πάλη των ιδεών στην Ελλάδα μετά το 1910 θα είναι εξαιρετικά ισχυρή και γόνιμη. Συνολικά, και μέσα σε 13 χρόνια, οι μα­κροοικονομικοί δείκτες της ελληνικής οικονομίας δείχνουν μια χώρα σε άνοδο με τακτοποιημένα τα δημόσια οικονομικά, μια χώρα με ανατιμημένο νόμισμα και ισχυρή αρκετά, ώστε να εμπλακεί σε νικηφόρους πολέμους που θα την επεκτείνουν γεωγραφικά. Δυστυχώς όμως οι κόποι και οι θυσίες της περιόδου 1897-1910 θα πέσουν πάλι θύμα της πολιτικής.
Η Εξωτερική πολιτική και ο πόλεμος
H εξωτερική πολιτική της Eλλάδας κατά το 19ο αιώνα είχε να αντιμετωπίσει μια πολυσύνθετη διεθνή πραγματικότητα, η οποία άλλαζε με ρυθμούς και με τρόπους που η μικρή Eλλάδα δεν ήταν δυνατόν να παρακολουθήσει πάντα. Πολύ περισσότερο δεν μπορούσε να τη διαμορφώσει κατά τις επιθυμίες ή τα συμφέροντά της. Συνήθως αναγκαζόταν να υποκύψει στα σχέδια και τις επιλογές άλλων.
Στην ελληνική πολιτική ζωή το 19ο αιώνα η εξωτερική πολιτική αποτελούσε τον κύριο παράγοντα διαμόρφωσης της εσωτερικής πολιτικής. Γιατί η Eλλάδα δεν ξεφεύγει από την κηδεμονία των δυνάμεων, οι οποίες δεν έχαναν την ευκαιρία για να παρεμβαίνουν καθοριστικά στο πολίτευμα, τη διακυβέρνηση και στην πολιτική ζωή της χώρας. Το νέο κράτος περικλείει στο έδαφός του μέρος μόνο των επαναστατημένων του 1821 και φιλοξενεί πολύ μικρότερο τμήμα των ελληνορθόδοξων πληθυσμών εν γένει. O αλυτρωτισμός αποτελούσε τον κεντρικό πολιτικό άξονα του νέου κράτους και η απελευθέρωση των αλύτρωτων αδελφών εκλαμβανόταν ως «φυσική επιταγή» και θρησκευτική υποχρέωση, ενώ τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής κινητοποιούσαν συχνά πολύ κόσμο, ο οποίος δραστηριοποιούνταν υπέρ μιας έστω και ανέφικτης επεκτατικής πολιτικής. Τέλος, η εξωτερική πολιτική ήταν η λυδία λίθος για το θρόνο και τους πολιτικούς• μπορούσε να νομιμοποιήσει πρόσωπα, θεσμούς, ιδεολογίες και πρακτικές.
Aυτό που χαρακτηρίζει την ελληνική εξωτερική πολιτική του 19ου αιώνα είναι η απόσταση μεταξύ του επιθυμητού και του εφικτού. H απόσταση ανάμεσα στο στόχο και την προετοιμασία για την επίτευξή του. H απόσταση ανάμεσα στα όνειρα και στην πραγματικότητα. Πάνω από όλα η μεγάλη ιδέα που οι Έλληνες έχουν για τον εαυτό τους: H μεγάλη ιδέα της καταγωγής τους, η μεγάλη ιδέα της αποστολής τους, η Mεγάλη Iδέα που χαρακτήρισε την ελληνική εξωτερική πολιτική για τρία τέταρτα ενός πολυκύμαντου αιώνα.
Ο πόλεμος αυτός, αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι, με δεδομένο ότι δεν δόθηκε ποτέ διαταγή επίθεσης στο στρατόπεδο των Ελλήνων, «ακήρυχτος» όπως τον χαρακτήρισε η τότε Ελληνική κυβέρνηση και αντιπολίτευση, στην ουσία «Οθωμανική εισβολή», κατέληξε σε ήττα της Ελλάδας.
H σημασία του υπήρξε τεράστια, ως προς την εξέλιξη του Κρητικού ζητήματος-τελικά η Ελλάδα δικαιώθηκε- με παράλληλη διάσωση της τιμής της, παραμένοντας η ελληνική κυβέρνηση σθεναρά ανυποχώρητη στην απόφασή της μη φειδόμενη των όποιων οικονομικών συνεπειών, με δεδομένο την από 4ετίας (19/12/1893), κήρυξη πτώχευσης του Χ. Τρικούπη και των απειλών των Μ. Δυνάμεων περί επιβολής ναυτικών αποκλεισμών και, το σημαντικότερο, την εξ αυτού άμεση προετοιμασία και ανταπόκρισή της στους Βαλκανικούς πολέμους (1912-3) που κατέληξαν νικηφόροι.
Ο Ελληνοτουρκıκός Πόλεμος του 1897 αποτελεί γıα τη χώρα μας την πρώτη σε μεγάλη κλίμακα πολεμıκή επıχείρηση, αφότου απέκτησε την εθνıκή της ανεξαρτησία, με τηνvεπανάσταση του 1821. Στον πόλεμο αυτό δοκıμάστηκαν σκληρά όλες οı εθνıκές δυνάμεıς καı απέδεıξαν ότı ήταν ανέτοıμες καı απροπαρασκεύαστες να αναλάβουν την πραγματοποίηση της «Μεγάλης Ιδέας», που δεν ήταν άλλη από την απελευθέρωση όλων των αλύτρωτων ακόμη αδελφών, από τον Οθωμανıκό ζυγό. Η Ελλάδα εıσήλθε σ’ έναν πόλεμο με ένα ολıγάρıθμο στρατό, ανοργάνωτο, ανεκπαίδευτο, με σοβαρές ελλείψεıς σε οπλıσμό καı ουσıαστıκά ανίκανο γıα νıκηφόρα αποτελέσματα.
Ο πόλεμος κηρύχθηκε καı προκλήθηκε από την Τουρκία, εξαıτίας της στάσης της στο λεγόμενο «Κρητıκό ζήτημα», αναλογıζόμενη ότı ο συσχετıσμός των δυνάμεων μεταξύ των δύο χωρών, την ευνοούσε . Ωστόσο, θα προσεγγίσουμε τον «ατυχή» αυτόν πόλεμο με πολıτıκή, στρατıωτıκή καı κυρίως με ıστορıκή δεοντολογία γıα να καταλήξουμε στα σημαντıκότερα αποτελέσματα καı γενıκά οφέλη ή μη γıα την Ελλάδα.
Οı δıαφορετıκές αντıλήψεıς – απόψεıς – αξıολογήσεıς των δıαφόρων ıστορıκών περıόδων μέσα στα οποία ορıοθετεί ο εκάστοτε ıστορıκός το αντıκείμενο της έρευνάς του, έχουν αποτελέσεı πολλές φορές το κύρıο συστατıκό που δıαφοροποıεί την θεώρηση καı ανάλυση τους. Αυτό σημαίνεı ότı είναı δυνατό να δημıουργηθούν ποıκίλες «απόψεıς», ανάλογα με τα ερωτήματα καı τα δıάφορα όρıα που τίθενταı στο προς μελέτη αντıκείμενο.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Fernand Braudel, ένας από τους μεγαλύτερους ıστορıκούς του αıώνα που πέρασε, αφıέρωσε στο 3τομο έργο του «Μεσόγεıος», των 2.000 σελίδων, μόλıς 3 σελίδες γıα την ıστορıκότατη ναυμαχία της Ναυπάκτου, θεωρώντας την ως ένα απλό γεγονός, στο σύνολο των γεγονότων που συνέβησαν στην περıοχή της Μεσογείου από το 16ο έως το 18ο αıώνα. Έτσı έρıξε ıδıαίτερο βάρος στη μακροσκοπıκή θεώρηση της περıόδου, «υπονομεύοντας» με αυτήν τη δıαδıκασία τα, κατ’ άλλους ıστορıκούς, σημαντıκά γεγονότα.
Ο Eλληνοτουρκıκός πόλεμος του 1897 έχεı ενταχθεί ıστορıογραφıκά σε αυτό που ο Daglas Dakin αποκάλεσε « Η ενοποίηση της Ελλάδας». Από την γενıκότερη ıστορıογραφıκή οπτıκή, αποτέλεσε τμήμα του γνωστού «Ανατολıκού Ζητήματος», των ıστορıκών δηλαδή εξελίξεων στο χώρο της Ανατολıκής Μεσογείου, κατά την προσπάθεıα ανάκαμψης της Οθωμανıκής αυτοκρατορίας, υπό την πίεση της αναπτυσσόμενης προς Νότο Ρωσıκής, καı την προσπάθεıα επıβολής των ξένων δυνάμεων στο χώρο αυτό.

Γıα τη «συμβατıκή» στρατıωτıκή ıστορία, ο Eλληνοτουρκıκός πόλεμος του 1897 αποτέλεσε την αποτυχία της τότε στρατıωτıκής καı κυρίως πολıτıκής ηγεσίας να αρθεί στο ύψος των περıστάσεων. Η έλλεıψη όμως των απαραίτητων πολεμıκών προπαρασκευών καı της απαραίτητης πολıτıκής ωρıμότητας, δημıούργησαν το ıσχυρό κίνητρο άντλησης των ορθών δıδαγμάτων που έμελλε να οδηγήσουν στην εθνıκή ανάταση καı τους θρıάμβους των Βαλκανıκών Πολέμων του 1912-13.
Προσπαθώντας να εμβαθύνουμε στον παραπάνω προβληματıσμό, γıα το ένα καı το αυτό ıστορıκό γεγονός, γίνεταı φανερό ότı η εξαγωγή συμπεράσματος δεν είναı δυνατόν να έρθεı αβίαστα. Κατά συνέπεıα ή πρέπεı να το εξετάσουμε ως τμήμα της περıόδου από το 1770 μέχρı το 1923 καı να το εντάξουμε στον εν λόγω Πόλεμο, δηλ. στο πώς αυτός συνέβαλε στο να έχεı η Ελλάδα τη γεωγραφıκή έκταση που έχεı σήμερα, ή να το επεκτείνουμε από την αρχαıότητα μέχρı καı σήμερα καı να εντάξουμε τıς 30 ημέρες του πολέμου στην περίοδο αυτή ως γεγονός που συντέλεσε στην απομάκρυνση της Οθωμανıκής αυτοκρατορίας από το χώρο της Νοτıοανατολıκής Ευρώπης.
Τέλος, μπορούμε να το εκλάβουμε καı ως ένα πόλεμο εκτάσεως 30 ημερών, από 6 Απρıλίου έως 7 Μαΐου 1897, που χαρακτηρίζεταı ως γεγονός το οποίο είχε 672 νεκρούς καı 2481 τραυματίες, ενεργοποίησε σχέδıα επıχεıρήσεων, προκάλεσε την δıεξαγωγή μαχών, καı παραδεıγμάτıσε με την ήττα (της Ελλάδας) τıς επόμενες γενıές της.
Ουσıαστıκά, στην συγκεκρıμένη περίπτωση οı αποκλίνουσες ıστορıογραφıκά δıαφορετıκότητες συντείνουν στη σύνθεση μıας «σφαıρıκότερης» ıστορıκής θεώρησης που παραθέτεı όχı τόσο το ίδıο το γεγονός, αλλά τıς απόψεıς γıα το γεγονός ως την ζητούμενη προσέγγıση.
Η οθωμανική κυβέρνηση είχε αναγνωρίσει με τη Συνθήκη του Βερολίνου (1878) την υποχρέωσή της να εφαρμόσει στην Κρήτη τον οργανικό κανονισμό του 1868, με τις προσδιοριζόμενες μεταρρυθμίσεις (κατά τη Σύμβαση της Χαλέπας). Οι διορισθέντες όμως υπό του Σουλτάνου γενικοί διοικητές της Κρήτης παραβίαζαν την συμφωνία εκείνη, είτε αυτοβούλως, είτε υπό την πίεση του οθωμανικού πληθυσμού της νήσου με αποτέλεσμα να προκύψει μια σειρά από επαναστάσεις όπως η Κρητική επανάσταση του 1885, η επανάσταση του 1888 καθώς και εκείνη του 1889.
Το 1894 διοικητής Κρήτης, διορίσθηκε ο τέως ηγεμόνας της Σάμου, ο Αλέξανδρος Καραθεοδωρής, που πράγματι επέδειξε ιδιαίτερο ζήλο για την εφαρμογή των φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων (Χαλέπας) αλλά δυστυχώς όμως συνάντησε την έντονη αντίδραση των Οθωμανών της νήσου. Των αντιδράσεων εκείνων ακολούθησαν ταραχές που κατέληξαν σε σοβαρή ρήξη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων με αποτέλεσμα, ένα μόλις χρόνο μετά, να ξεσπάσει η νέα Κρητική Επανάσταση (1895-1898) και ο Καραθεοδωρής να παραιτηθεί (Δεκέμβριος 1895).
Παράλληλα τον Ιούλιο του ίδιου έτους οι διαπραγματεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης με τους Ευρωπαίους κατόχους ομολόγων του ελληνικού κράτους είχαν οδηγηθεί σε αδιέξοδο. Ειδικότερα στις 28 Ιουλίου του 1894 ο Γερμανός πρέσβης στην Αθήνα ειδοποίησε την ελληνική κυβέρνηση ότι η μη ικανοποίηση των κατόχων ομολόγων ίσως να οδηγούσε στη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων της δύο χωρών. Το θέμα αυτό εξηγεί και την έντονη στη συνέχεια ανθελληνική στάση εκ μέρους του Κάιζερ Γουλιέλμου Β΄ στην έκβαση του πολέμου.
Από τον Δεκέμβριο του 1895 τουρκικές ενισχύσεις άρχισαν να φθάνουν και να αποβιβάζονται στη Κρήτη ενώ παράλληλα ανεξάρτητες ελληνικές ομάδες εθελοντών από την Ελλάδα άρχισαν να καταφθάνουν προς ενίσχυση των Κρητών επαναστατών, ειδικότερα μετά την πολιορκία του Βάμου και των σφαγών των Χριστιανών των Χανίων που ακολούθησαν ως αντίποινα (Μάιος 1896). Τον ίδιο καιρό άρχισαν και να καταπλέουν στα ύδατα της Κρήτης πολεμικά πλοία των Μεγάλων Δυνάμεων, με αποτέλεσμα μέρα με τη μέρα η ένταση να εντείνεται. Με την επέμβαση όμως αυτή των Μεγάλων Δυνάμεων τελικά ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ παραχώρησε τις ζητούμενες εγγυήσεις για την εφαρμογή των συμφωνηθεισών μεταρρυθμίσεων και προσωρινά φάνηκε να έχει αποκατασταθεί η ηρεμία.
Όμως οι Τούρκοι της νήσου δεν φαίνονταν και τόσο ικανοποιημένοι βλέποντας ότι με τις μεταρρυθμίσεις που είχαν επιβληθεί ουσιαστικά η διοίκηση της Κρήτης παραδινόταν στους Έλληνες. Έτσι από τον Ιανουάριο του 1897 ο ερεθισμός αυτός μεταξύ των δύο εντοπίων λαών έφθασε σε μεγάλη ένταση. Δολοφονίες, εμπρησμοί χωριών, φονικές συμπλοκές ξέσπασαν διαδοχικά στις πόλεις και τα χωριά προκαλούμενες από τους Τούρκους, αποδεδειγμένα συμπράττοντας σ΄ αυτά και ο εκεί υφιστάμενος οθωμανικός στρατός.
Στις 2 Φεβρουαρίου 1897 ο πρόξενος της Γαλλίας στα Χανιά τηλεγραφούσε στην Κυβέρνησή του:
«Χθές η πάλη διήρκεσεν όλην την ημέραν και ως λέγεται τα θύματα είναι πολυάριθμα. Οι Χριστιανοί προσδραμόντες αθρόως εκ του εσωτερικού απέκλεισαν τα Χανιά. Κατέχω αποδείξεις ότι η σύγχρονος αυτή εξέγερσις των Μωαμεθανών εν Ηρακλείω, Ρεθύμνω και Χανίοις είναι αποτέλεσμα οδηγιών εκ Κωνσταντινουπόλεως προς πρόκλησιν ταραχών, όπως παρακωλυθή η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Είναι άξιο προσοχής το ότι στο τηλεγράφημα οι Κρήτες διακρίνονται σε Χριστιανούς και Μουσουλμάνους και όχι με εθνικά ονόματα λαών».
Πράγματι οι ταραχές εκείνες έλαβαν μεγάλη έκταση. Οι Τούρκοι έκαψαν την ελληνική συνοικία των Χανίων, ενώ μέγα μέρος του ελληνικού πληθυσμού της πόλης κατέφυγε στα πολεμικά πλοία των Μ. Δυνάμεων. Τότε ακριβώς οι Έλληνες της Κρήτης κήρυξαν νέα επανάσταση ζητώντας πλέον την ένωση με την Ελλάδα καθόσον αγήματα πεζοναυτών από τα ξένα πολεμικά πλοία αποβιβάστηκαν στα Χανιά.
Την εποχή εκείνη στα πολιτικά πράγματα της χώρας ήταν η Κυβέρνηση Θεοδώρου Δηλιγιάννη που είχε διαδεχθεί την Κυβέρνηση του Νικόλαου Δεληγιάννη στις 31 Μαΐου του 1895. Ο Πρωθυπουργός Θεόδωρος Δηλιγιάννης καθώς και οι υπουργοί του Αλέξανδρος Σκουζές (υπουργός εξωτερικών) και Νικόλαος Γ. Μεταξάς (υπουργός Στρατιωτικών)δέχονταν τους μύδρους της παράφορης δημαγωγικής ρητορείας του αρχηγού της τότε αντιπολίτευσης Δημητρίου Ράλλη, ειδικά επί του κρητικού ζητήματος που είχε λάβει πλέον διάσταση επανάστασης, ότι ο Πρωθυπουργός ήταν ανίκανος να χειριστεί «εθνικά ζητήματα». Έφθασε μάλιστα, ο Δ. Ράλλης, στο σημείο ν΄απειλεί επανάσταση, ακόμη και με κίνδυνο εμφυλίου, δηλώνοντας κατά την συνεδρίαση της Βουλής στις 21 Ιανουαρίου 1897:
«Εάν η μοίρα κατεδίκασε την Ελλάδα να υποστή εκ νέου την πολιτική της κυβερνήσεως του Θ. Δηλιγιάννη, οίαν υπέστη κατά το παρελθόν, ήθελον τεθή επικεφαλής όπως υψώσω την σημαίαν της επαναστάσεως κατά του καθεστώτος το οποίον εις ουδέν έτερο συντελεί ή να ζημιοί τα εθνικά συμφέροντα».
O Δημήτριος Ράλλης, περιοδικό Εστία του 1893
Συνέπεια των λόγων αυτών ήταν οι επαναλαμβανόμενες οχλαγωγικές συγκεντρώσεις στους δρόμους της Αθήνας που επακολούθησαν. Οι κατηγορίες δε που διαδίδονταν κατά της Κυβέρνησης και του Βασιλιά δεν είχαν προηγούμενο. Ανεύθυνοι εθνοσωτήρες άρχισαν να διαδίδουν και να ενσπείρουν σύγχυση και υποψίες ότι Κυβέρνηση και Βασιλιάς ακολουθούσαν πολιτική υποτέλειας στην Αγγλία, αφού η Ελλάδα δεν επιθυμούσε στη πράξη ν΄ αναλάβει καμία άμεση αλλά και αποτελεσματική ενέργεια υπέρ του Κρητικού αγώνα.
Ένα επίσης περίεργο τότε σωματείο που είχε δημιουργηθεί και σε πολύ σύντομο διάστημα είχε καταστεί πανίσχυρο, ήταν η διαβόητη Εθνική Εταιρεία, η οποία, με πολυάριθμους οπαδούς στο στρατό, στον πνευματικό χώρο, στο δικαστικό σώμα και στις εφημερίδες άρχισε να επηρεάζει τα δρώμενα. Είχε, μάλιστα, αποκτήσει τέτοια δύναμη ώστε να επηρεάζει ακόμα και τον στρατό και μάλιστα με την αξίωση να ρυθμίζει αυτή την εσωτερική και εξωτερική πολιτική της χώρας με απώτερο σκοπό τον πόλεμο με την Οθωμανική αυτοκρατορία.
Εμπρός στην αναγκαιότητα της συσπείρωσης του λαού εκείνες τις ώρες, ούτε ο Βασιλιάς αλλά ούτε και η Κυβέρνηση ήλθαν σε σύγκρουση με τις τόσο αντιδραστικές εκείνες δυνάμεις, ικανές να διεγείρουν ακόμη και τον όλεθρο του εμφυλίου και των οποίων ο βαθμός διείσδυσης στον κρατικό μηχανισμό ήταν άγνωστος, . Όμως τρεις ημέρες μετά την εκρηκτική δήλωση του Δ. Ράλλη και μέσα σε κλίμα λαϊκής έξαψης, μόλις έφθασαν οι πρώτες ειδήσεις περί σφαγών και εμπρησμών στη Κρήτη, (Σφαγή των Χανίων (1897)) αμέσως συνήλθε συμβούλιο και αποφασίσθηκε στο όνομα του δικαίου της άμυνας και της οφειλόμενης προστασίας, η αποστολή μοίρας ελληνικών πολεμικών πλοίων στη Κρήτη υπό την αρχηγία του δευτερότοκου Πρίγκιπα Γεωργίου με την εντολή της παρεμπόδισης κάθε περαιτέρω αποβίβασης τουρκικών δυνάμεων στη μεγαλόνησο.
Στις 25 Ιανουαρίου (νέο ημερολόγιο) απέπλευσαν τα πρώτα τορπιλοβόλα, στις 27 Ιανουαρίου το σχεδόν νεότευκτο θωρηκτό Ύδρα με διοικητή της θωρηκτής μοίρας τον ναύαρχο Αρ. Ράινεκ, ακολουθούμενο από τα Μύκαλη και Πηνειός ενώ στις 29 Ιανουαρίου ακολούθησαν το τορπιλοβόλο Ιωνία με γενικό Διοικητή της τορπιλοβόλου μοίρας τον Πρίγκιπα Γεώργιο μαζί με άλλα μεταγωγικά. Με αυτή την ενέργεια η Ελλάδα προσπαθούσε να δημιουργήσει τετελεσμένο γεγονός για την επίτευξη της ένωσης. Οι σκοποί αυτοί της Ελλάδας έγιναν φανεροί με τη διακοίνωση που επέδωσε στους διπλωματικούς εκπροσώπους της στο εξωτερικό, μετά από τις εξηγήσεις που ζήτησαν οι πρεσβευτές των Μεγάλων δυνάμεων στην Αθήνα.
Όμως και η απόφαση αυτή δεν στάθηκε ικανή τουλάχιστον να περιορίσει τους ρήτορες των οχλαγωγικών εκδηλώσεων αλλά και ούτε να ικανοποιήσει την αντιπολίτευση που κατηγορούσε τώρα την Κυβέρνηση πως δεν είχε διατάξει τον στόλο να βομβαρδίσει τις παράλιες τουρκικές συνοικίες της Κρήτης. Έτσι η πίεση για αποστολή στρατού άρχισε να φουντώνει. O Πρωθυπουργός Δηλιγιάννης υπέκυψε και ζήτησε επίσημα από τον Βασιλέα Γεώργιο την αποστολή εκστρατευτικού σώματος, παρόλο ότι αυτό ισοδυναμούσε με πρόκληση πολέμου. Ο Βασιλεύς Γεώργιος αντιστάθηκε στο αίτημα αυτό χαρακτηρίζοντας μια τέτοια επιχείρηση στρατού άνευ διεθνούς κάλυψης ως «ληστοπραξία».
Ο Δηλιγιάννης όμως, φοβούμενος λαϊκή εξέγερση σε περίπτωση ματαίωσης της αποστολής, επέμεινε και τελικά αποφασίσθηκε η αποστολή μικτού αποσπάσματος από δύο τάγματα πεζικού, ένα λόχο ευζώνων, ένα τάγμα μηχανικού και μια ορειβατική πυροβολαρχία υπό την διοίκηση του συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσου. Σκοπός του αποσπάσματος ήταν να προβεί σε κατοχή του νησιού, δημιουργώντας έτσι τετελεσμένο γεγονός για την ένωση με την Ελλάδα, για να προλάβει τη σχεδιαζόμενη διεθνή κατοχή και αυτονόμηση της Κρήτης.
Στις 7 Φεβρουαρίου άρχισε την επίθεσή του κατά του πύργου των Βουκολιών και την επόμενη κατάφερε περίλαμπρη νίκη.
Το μικτό ελληνικό απόσπασμα στάλθηκε στις 1 Φεβρουαρίου με το Αλφειός και το επίτακτο Ιωνία. Την ίδια όμως μέρα που απέπλεε το τορπιλοβόλο με τον Πρίγκιπα Γεώργιο και η δύναμη του μικτού αποβατικού σώματος από 1.200 αξιωματικούς και οπλίτες υπό τον Βάσσο μέσα σε φρενήρεις και ενθουσιώδεις επευφημίες του λαού που είχε συρρεύσει στον Πειραιά, οι στόλοι της Γαλλίας (υπό τον ναύαρχο Ποτιέ), Αγγλίας (υπό τον ναύαρχο Χάρρις), Ρωσίας (υπό τον ναύαρχο Άντριεφ), Αυστρίας (υπό τον ναύαρχο Μπραχ), και Ιταλίας (υπό τον ναύαρχο Κανεβάρο), είχαν καταπλεύσει στη Κρήτη. Αποβίβασαν αγήματα στα Χανιά, 50 – 100 ανδρών ανά εθνικότητα, υπό Ιταλό Πλοίαρχο διοικητή αποβατικών δυνάμεων, θέτοντας έτσι την Κρήτη, και με την συγκατάθεση της Τουρκίας, υπό την προστασία τους και απαγορεύοντας κάθε περαιτέρω τουρκική απόβαση. Αμέσως μετά οι σημαίες των παραπάνω Μ. Δυνάμεων υψώθηκαν παράπλευρα της Τουρκικής στο φρούριο των Χανίων. Έτσι όταν έφθασε το ελληνικό μικτό απόσπασμα του Βάσσου, υπό τις συνθήκες αυτές αναγκάσθηκε εκ των πραγμάτων ν΄ αποβιβασθεί στη θέση Κολυμπάρι (24 χλμ. δυτικά των Χανίων).
Την επομένη (2 Φεβρουαρίου) ο συνταγματάρχης Βάσσος από την Μονή Γωνιές (Β. του Κολυμπάριου) εξέδωσε, εν ονόματι του Βασιλιά των Ελλήνων, προκήρυξη προς τον Κρητικό λαό με την οποία και ανήγγειλε την κατάληψη της Κρήτης. Και ενώ ο Βάσσος αποφάσισε την επομένη, σε συνεργασία και με τον ναύαρχο Ράινεκ την κατάληψη των Χανίων ακολουθώντας παραλιακή οδό, τον συνάντησε ένστολος αξιωματικός της διεθνούς χωροφυλακής και του επέδωσε μήνυμα – εντολή του τοποτηρητή ότι αφενός η Κρήτη έχει τεθεί υπό την προστασία των 5 Μεγάλων Δυνάμεων, αφετέρου ο ελληνικός στόλος που έχει καταπλεύσει έπρεπε να απέχει από κάθε πολεμική επιχείρηση, το δε μικτό απόσπασμα να παρέμενε εκεί που βρισκόταν χωρίς καμία περαιτέρω ενέργεια.
Παρά την παραπάνω όμως διακοίνωση, ακολούθησε στις 7 Φεβρουαρίου η μάχη των Βουκολιών και την επόμενη μάχη των Λειβαδιών όπου το ελληνικό στράτευμα πέτυχε σημαντική νίκη σε βάρος 4.000 Τουρκοκρητών και τακτικού οθωμανικού στρατού. Ενοχλημένοι όμως οι ναύαρχοι των Μεγάλων Δυνάμεων απαγόρευσαν κάθε παραπέρα κίνηση και πολεμική ενέργεια του ελληνικού μικτού σώματος. Το μικρό ελληνικό εκστρατευτικό σώμα ανακλήθηκε το Μάρτιο και ενσωματώθηκε στη δύναμη της Θεσσαλίας.
Στις 18 Φεβρουαρίου / 2 Μαρτίου 1897, οι παραπάνω Μ. Δυνάμεις επέδωσαν στην ελληνική κυβέρνηση διακοίνωση με την οποία κατέστησαν γνωστή την απόφασή τους να παραχωρήσουν στη Κρήτη καθεστώς αυτονομίας υπό την υψηλή κυριαρχία του Σουλτάνου, αφού απέκλεισαν την ένωσή της με την Ελλάδα. Για να τεθούν οι προϋποθέσεις της αυτονομίας (της οποίας οι λεπτομέρειες δεν είχαν συμφωνηθεί ακόμη), έθεταν προθεσμία 6 ημερών προκειμένου η Ελλάδα ν΄ ανακαλέσει το εκστρατευτικό της σώμα από την Κρήτη, ενώ τα τουρκικά στρατεύματα θα μειώνονταν και θα περιορίζονταν στα φρούρια.
Η Υψηλή Πύλη συμφώνησε προς την λύση αυτή, η ελληνική κυβέρνηση όμως την απέρριψε. Στη φάση αυτή η ελληνική κυβέρνηση, κάτω από την πίεση της αντιπολίτευσης και της εκτεταμένης δράσης της Εθνικής Εταιρείας που υποκινούσαν οχλοκρατικές εκδηλώσεις στους δρόμους της Αθήνας αλληλοκατηγορούμενοι οι πάντες για «εσχάτη προδοσία», αν η Κρήτη αυτονομούνταν, αντέκρουσε τη διακοίνωση ζητώντας τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος των Κρητών, προκειμένου οι ίδιοι ν΄ αποφασίσουν. Όμως οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν συναινούσαν στον τρόπο που εννοούσε η Ελλάδα την αυτονομία. Η Αγγλία και η Ιταλία ήταν πιο δεκτικές σε αυτονομία υπό τον πρίγκηπα Γεώργιο της Ελλάδας αλλά η Γερμανία, που επιθυμούσε την ανατροπή του βασιλιά της Ελλάδας ως αγγλόφιλου και την αντικατάστασή του με τον γερμανόφιλο Διάδοχο Κωνσταντίνο, ήταν βασικός ενάντιος κάθε συμβιβασμού. Μαζί της συμπαρατάσσονταν η Ρωσία και η Αυστρία.
Μετά την άρνηση της Ελλάδας να συμμορφωθεί στην απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων περί αυτονομίας της Κρήτης , ήταν ολοφάνερο πως, απομονωμένη από κάθε διεθνή υποστήριξη και με τις Μεγάλες Δυνάμεις να μη της επιτρέπουν να έρθει σε συνεννόηση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, προχωρούσε προς τον πόλεμο. Το ίδιο συνέβαινε και στην αντίπαλη πλευρά, όπου ο Σουλτάνος ήταν δέσμιος των πολεμοχαρών υπουργών και στρατιωτικών του.[7] Τελικά, η Οθωμανική κυβέρνηση αποφάσισε τον πόλεμο κατά της Ελλάδας, αφού όμως της δόθηκε αφορμή με την εισβολή των ατάκτων στη Μακεδονία.
«Δεν έχομεν στρατόν. Ο ελληνικός στρατός της σήμερον είναι αγέλη.» Πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης
Ο ελληνικός στρατός την εποχή εκείνη δεν ήταν σε επαρκή κατάσταση ετοιμότητας. Η σχετική φράση του πρωθυπουργού Χαριλάου Τρικούπη, στη Βουλή πριν λίγα χρόνια, ανταποκρινόταν όχι μόνο σε μεγάλο βαθμό στην αλήθεια, αλλά και σε μια περίτρανη και ταυτόχρονα κυνική ομολογία ότι τίποτε δεν είχε πράξει και εκείνος ως πολιτικός υπεύθυνος περί αυτού στις δύο προηγούμενες περιόδους της πρωθυπουργίας του. Οι αξιωματικοί του πεζικού, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων, ήταν εντελώς αμαθείς και ανίκανοι, όπως και αυτοί του ιππικού. Σε κάπως καλύτερη κατάσταση βρίσκονταν οι αξιωματικοί του πυροβολικού και του μηχανικού, έχοντας τουλάχιστον θεωρητική μόρφωση αλλά με σημαντικό πρόβλημα στην πρακτική εκπαίδευση (πολλοί πυροβολητές δεν είχαν ρίξει, πριν τον πόλεμο, ούτε μια βολή). Ακόμη και ο οπλισμός του στρατού υστερούσε, έχοντας ως βασικό όπλο τον γκρα (αργό οπισθογεμές τουφέκι), με φυσίγγια του 1886 ή και παλιότερων εποχών.
Βέβαια το γεγονός αυτό το γνώριζε πολύ καλύτερα και ο ίδιος ο Βασιλεύς Γεώργιος ο Α΄ όταν επιστρέφοντας το προηγούμενο Καλοκαίρι, (του 1896), από την Ευρώπη δημοσίευσε σε ΦΕΚ μια επιστολή – εντολή προς τον πρωθυπουργό Θ. Δηληγιάννη, (22 Νοεμβρίου 1896), για πρόσκληση εφεδρειών στο στρατό προκειμένου η αξιόμαχη δύναμη αυτού να συμπληρώνει τους 10 έως 12.000 άνδρες, την δημιουργία μεγάλου στρατοπέδου μεταγωγών καθώς και εκτελέσεις γυμνασίων των κυριοτέρων σχηματισμών. Η ιστορική αυτή αδιαβάθμητη και επίσημα δημοσιευθείσα επιστολή που καλούσε σε επείγουσα στρατιωτική ανασύνταξη, ουσιαστικά αποτελούσε αφενός μεν ευθεία βολή κατά της επιδειχθείσης σχετικής αναλγησίας των τελευταίων κυβερνήσεων και αφετέρου εξυπηρετούσε κάποιους διπλωματικούς εξωτερικούς στόχους, με συνέπεια να προκαλέσει ιδιαίτερη εντύπωση.
Αντίθετα οι Οθωμανοί ήταν εξοπλισμένοι με επαναληπτικά τουφέκια τύπου μάουζερ, ενώ το βεληνεκές των πυροβόλων τους ήταν αρκετά μεγαλύτερο από αυτό των ελληνικών. Μόνο στο ναυτικό ήταν αδιαμφισβήτητη η ελληνική υπεροχή, εξ ου και δεν εμφανίσθηκε πουθενά ο οθωμανικός στόλος παρότι διέθετε και θωρηκτά πλοία. Ο οθωμανικός στρατός ήταν σε σαφώς καλύτερη κατάσταση. Διέθετε όχι μόνο αριθμητική υπεροχή και καλύτερο οπλισμό αλλά και καλύτερη εκπαίδευση στελεχών από Γερμανούς αξιωματικούς. Είναι χαρακτηριστικό πως αν η οθωμανική στρατιωτική διοίκηση δεν έκανε σειρά τακτικών σφαλμάτων, ειδικά κατά τη μάχη των Φαρσάλων, θα είχε επιτύχει την εκμηδένιση του ελληνικού στρατού.
Ο τουρκικός στρατός υπερτερούσε λόγω μεγέθους αλλά και γιατί είχε προμηθευτεί από την Γερμανία αρκετά σύγχρονα για την εποχή όπλα. Έτσι μπορεί ακόμη να βασιζόταν στον παλαιό τύπο όπλων Μαρτίνι, είχε όμως και σύγχρονα επαναληπτικά τουφέκια Μάουζερ , καθώς και πυροβόλα Κρουπ . Αντίθετα ο ελληνικός στρατός βασιζόταν ακόμη στα παλαιά οπισθογεμή όπλα Γκρα. Οι Γερμανοί είχαν βοηθήσει και στην δημιουργία πυρήνα επιτελών αξιωματικών, στην οργάνωση καθολικής στρατολογίας , στην προπαρασκευή επιστράτευσης κλπ . Το σύνολο του τουρκικού στρατεύματος υπολογιζόταν σε 125.000 άνδρες, ενώ ο αρχικά συγκεντρωθείς στρατός στο θεσσαλικό μέτωπο, ανερχόταν σε 62.000 άνδρες, διηρημένος σε έξι μεραρχίες πεζικού και μία ιππικού με 190 πυροβόλα. Αντίστοιχα στο μέτωπο Ηπείρου , βρίσκονταν δύο μεραρχίες συνολικής δύναμης 29.000 αντρών με 25 πυροβόλα. Τον τουρκικό στρατό πλαισίωναν και μονάδες ατάκτων (κατά βάση Αλβανοί) , περίπου 11.000 , που χρησίμευαν κυρίως ως σώματα ανιχνευτών.
Όμως αντίθετα με την ξηρά υστερούσαν στο ναυτικό , αφού τα πλοία τους παρά την υπεροχή τους σε εκτόπισμα, είχαν παλιότερη θωράκιση και μικρότερη ταχύτητα. Η Ελλάδα λόγω της ύπαρξης τριών νεώτερων θωρηκτών , είχε ένα συγκριτικό πλεονέκτημα στη θάλασσα , που όμως εξαιτίας διαφόρων προβλημάτων δεν θα αξιοποιηθεί. Από εκεί και πέρα τα προβλήματα στον ελληνικό στρατό ήταν αρκετά… Τα πυροβόλα Κρουπ κατά βάση 75 και 87 χιλιοστών υστερούσαν του αντίστοιχου τουρκικού , ενώ υπήρχαν ελλείψεις και στα μεταφορικά μέσα των πυροβόλων.
Ελλείψεις ίππων υπήρχαν και στο ιππικό, τα σημαντικότερα όμως προβλήματα παρουσιάζονταν στο πεζικό κυρίως λόγω της απουσίας σοβαρού επιχειρησιακού σχεδίου και την έλλειψη επιστημονικής μόρφωσης των αξιωματικών. Τις ημέρες πριν τον πόλεμο παρουσιάστηκαν νέα προβλήματα που σχετίζονταν με την επιστράτευση , την επιμελητεία και την συνεννόηση τόσο μεταξύ των αρχηγείων των μονάδων όσο και στην επικοινωνία τους με το επιτελείο. Τελικά συγκροτήθηκε μια στρατιά από 45.000 περίπου άντρες, χωρισμένη σε δύο μεραρχίες με κάθε μεραρχία να περιλαμβάνει δύο ταξιαρχίες.
Επίσης τελευταία στιγμή δημιουργήθηκε μια ανεξάρτητη ταξιαρχία που ανέλαβε να καλύψει το άκρο δεξιό του στρατεύματος στη Θεσσαλία . Την στρατιά ενίσχυαν 600 περίπου ιππείς και 96 πυροβόλα. Στο μέτωπο Ηπείρου η Ελλάδα θα παρατάξει μία μεραρχία αποτελούμενη από 12.000 στρατιώτες με 24 πυροβόλα , στην οποία κατά την διάρκεια του πολέμου θα προστεθούν 3.000 έφεδροι , κυρίως χωροφύλακες. Βέβαια η χώρα μας θα έπρεπε να αισθάνεται « ασφαλής « αφού τα ανταρτικά σώματα της Εθνικής εταιρείας όχι μόνο θα ξεσήκωναν τον υπόδουλο ελληνισμό , αλλά είχαν αναλάβει να καλύψουν και το αριστερό του ελληνικού στρατεύματος… Τα σώματα αυτά είχαν εξοπλιστεί και με τη βοήθεια της Κυβέρνησης , αφού είχε ενδώσει στις άφρονες φωνές (μεταξύ αυτών και μεγάλη μερίδα του ημερήσιου τύπου) που νόμιζαν ότι με μερικές ανταρτικές ομάδες θα μπορούσε η Ελλάδα να ικανοποιήσει τους εθνικούς της πόθους. Πάντως τις ημέρες πριν τον πόλεμο οι συχνές τους παρελάσεις στην Αθήνα εν μέσω πύρινων λόγων και άκρατων πανηγυρισμών δημιουργούσαν ένα κλίμα ευφορίας.
Το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα αν και υπό επιτήρηση από τις μεγάλες δυνάμεις παρέμενε στην Κρήτη , ενώ οι ανταρτικές δυνάμεις θα εισβάλλουν σε Οθωμανικό έδαφος πετυχαίνοντας ήσσονος σημασίας επιτυχίες που όμως αρκούσαν για την συντήρηση θριαμβικού κλίματος. Ο Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ θεωρώντας τα γεγονότα αυτά εισβολή , κάλεσε στις 4 Απριλίου τον Έλληνα πρεσβευτή για να του ανακοινώσει την διακοπή των διπλωματικών σχέσεων και την κήρυξη πολέμου. Έχοντας την άδεια του Σουλτάνου , ο Ετέμ Πασάς επικεφαλής του τουρκικού στρατεύματος , έδωσε εντολή στην 1η Μεραρχία να κινηθεί προς τα στενά του Ρεβενίου, στις 5η και 6η Μεραρχία να κινηθούν προς την διάβαση του Νεζερού και το κύριο σώμα στρατού προς την διάβαση της Μελούνας.
Την ίδια στιγμή στο ελληνικό κοινοβούλιο πραγματοποιείται στις 6 Απριλίου , έκτακτη συνεδρίαση κατά την διάρκεια της οποίας εν μέσω χειροκροτημάτων και πανηγυρικού κλίματος ο Πρωθυπουργός Θεόδωρος Δηλιγιάννης ανακοίνωνε ότι η Ελλάδα θέλει την ειρήνη , αλλά αφού η Τουρκία κηρύσσει τον πόλεμο τον αποδεχόμεθα. Μάλιστα εν μέσω εκτεταμένων πανηγυρισμών και χειροκροτημάτων θα μιλήσει και για κατάληψη ορισμένων μεθοριακών φυλακίων. Τις επόμενες ημέρες όμως θα αρχίσει η δραματική προσγείωση , αφού σύμφωνα με την υπάρχουσα διάταξη ο στρατός ήταν διάσπαρτος σε όλο το μήκος της μεθορίου , χωρίς εφεδρείες αλλά και συγκέντρωση στρατιωτών στα ορεινά περάσματα.Έτσι οι ελληνικές δυνάμεις που είχαν αναλάβει την φύλαξη των κρίσιμων περασμάτων θα βρεθούν αντιμέτωπες με αρκετά ισχυρότερες δυνάμεις ,γεγονός που θα τις αναγκάσει παρά την σθεναρή αντίσταση τους σε υποχώρηση.
Ο Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος (διορίστηκε ένα μήνα πριν τον πόλεμο κατ’ απαίτηση της κυβέρνησης) είχε διατάξει την μεταφορά στρατιωτών στα κρίσιμα περάσματα , όμως τα πολυποίκιλα προβλήματα που είχε ο στρατός κατέστησαν ανέφικτη την έγκαιρη εκπλήρωση των εντολών. Η υποχώρηση αυτή όχι μόνο άνοιγε την δίοδο για την θεσσαλική πεδιάδα , αλλά εξαιτίας και της γραμμικής διάταξης , υπήρχε κίνδυνος να υπερφαλαγγιστεί σημαντικό μέρος του στρατού που παρέμενε στα σύνορα… Ο Κωνσταντίνος διέταξε την πάση θυσία διατήρηση των θέσεων που βρίσκονταν στην έξοδο των περασμάτων, όμως οι διοικητές των μονάδων θεωρώντας την εντολή ανεφάρμοστη , υποχώρησαν μονομερώς προς Δερελί και Καζακλάρ.
Για το θέμα αυτό στην Εκδοτική Αθηνών (Τόμος ΙΔ’ Σελ. 136) αναφέρεται :
«Βλέποντας την κρισιμότητα της καταστάσεως ο διάδοχος προσπάθησε να συγκεντρώσει τμήματα προς την έξοδο της Μελούνας , διατάσσοντας τον μεν Μαυρομιχάλη (διοικητή της 2ης Μεραρχίας) να σπεύσει στο Μάτι με όσες δυνάμεις είχε στην Γούνιτσα το δε Σμολένσκη (διοικητή της 3ης Ταξιαρχίας Μαυρομιχάλη) να κρατήσει άμυνα (στο δυτικό τομέα) . Το βράδυ συναντήθηκε στο Καζακλάρ με το Μαυρομιχάλη διατάσσοντας τον να αναλάβει την διεύθυνση των επιχειρήσεων επειδή ο Μακρής (διοικητής της 1ης Μεραρχίας) θεωρούσε ότι το στράτευμα έπρεπε να υποχωρήσει στη Λάρισα. Ο Μαυρομιχάλης συναντήθηκε με τον Μακρή που μόλις έλαβε γνώση της νέας διαταγής για επίθεση και αφού συσκέφθηκε με το Μαυρομιχάλη παρόντος και του Μαστραπά (διοικητή της 2ης Ταξιαρχίας Μακρή) , παρέδωσε τη διοίκηση στον τελευταίο , αναχωρώντας με το επιτελείο του για τη Λάρισα. Λίγο αργότερα ανέφερε στον διάδοχο ότι ύστερα από εκείνη την διαταγή δεν είχε θέση στη διοίκηση της Μεραρχίας , την οποία παρέδωσε στον Μαστραπά. Αλλά και ο ίδιος ο Μαυρομιχάλης είχε αποθαρρυνθεί. Προφανώς είχε επηρεασθεί από τον Μακρή και τον Μαστραπά που ήταν εναντίον κάθε επιθέσεως. Πάντως η πεισματική επιχειρηματολογία του Μακρή για υποχώρηση του στρατού στη Λάρισα , που τον οδήγησαν ως την εγκατάλειψη της θέσεως του Μεράρχου έπεισε τον Μαυρομιχάλη. Το πρωί της 10ης Απριλίου ο Μαστραπάς υπέβαλε αναφορά , δικαιολογώντας την μη εκτέλεση της διαταγής του διαδόχου για την εκδίωξη του εχθρού. Η αναφορά του βρισκόταν σε αντίθεση με τα όσα είχε εκθέσει μία ημέρα πριν. Στην αναφορά εκείνη έγραφε ότι ο εχθρός υποχωρούσε και δεν είχε ανάγκη ενισχύσεων. Ανέφερε επίσης για τις επιθετικές κινήσεις που διέταξε και τις οποίες ανέστειλε κατόπιν διαταγής του Μακρή. Στις 10 Απριλίου αντίθετα βεβαίωνε ότι ο εχθρός είχε ενισχυθεί τη νύχτα και οχυρωθεί στο Μάτι και στο Καρατσόλι βρίσκονταν ισχυρές δυνάμεις , οι οποίες όμως στην πραγματικότητα μόνο αργότερα συγκεντρώθηκαν, αλλά υποχώρησαν και πάλι».
Αντίστοιχη στάση κράτησε και ο διοικητής της ανεξάρτητης Ταξιαρχίας Κακλαμάνος που διαπιστώνοντας μεγάλες ελλείψεις, θα αρνηθεί να εκτελέσει τις εντολές για επιθετική κίνηση προς Καρυά, αναφέροντας ότι η μεγαλύτερη ισχύς δυνάμεων του εχθρού καθιστούσε ανέφικτη κάθε σκέψη επίθεσης. Σε μια ύστατη προσπάθεια συγκράτησης του εχθρού αποφασίζεται η 3η ταξιαρχία Σμολένσκη να αποκρούσει τον εχθρό στο πέρασμα του Ρεβενίου που βρισκόταν δυτικά και δεν αντιμετώπιζε μεγάλη πίεση και ο υπόλοιπος στρατός να διευθυνθεί προς Καζακλάρ – Δελέρια …
(Νικολάου Σπυρόπουλου « Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 « Σελ. 14-15). Όμως η μεταφορά των δυνάμεων δεν έγινε έγκαιρα με αποτέλεσμα οι εκεί ευρισκόμενες ελληνικές δυνάμεις να αντιμετωπίσουν το πρωί της 11ης Απριλίου την επίθεση σημαντικά ισχυρότερων εχθρικών δυνάμεων.
Παράλληλα δεν έγιναν έγκαιρα και αντίστοιχες μεταφορές δυνάμεων από κοντινά σημεία που όμως δεν αντιμετώπιζαν την ίδια πίεση με αποτέλεσμα το απόγευμα της ίδιας ημέρας να γίνεται φανερό ότι η κρίσιμη θέση δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο. Η υποχώρηση άνοιγε τον δρόμο των τουρκικών στρατευμάτων προς τον θεσσαλικό κάμπο για αυτό και η κριτική προς όλες τις κατευθύνσεις ήταν σκληρή.
Ο κίνδυνος κύκλωσης θα αναγκάσει τον υποστράτηγο Μακρή να διατάξει το βράδυ της 11ης Απριλίου γενική υποχώρηση προς Λάρισα.Όμως τα οργανωτικά προβλήματα και η έλλειψη ηθικού θα έχουν ως συνέπεια σε αρκετές μονάδες η υποχώρηση να μεταβληθεί σε άτακτη φυγή συμπαρασύροντας και τον ευρισκόμενο σε πανικό πληθυσμό της Λάρισας και των γειτονικών χωριών. Το ζήτημα της υποχώρησης του ελληνικού στρατού προκάλεσε έντονες διαφωνίες και εκατέρωθεν κατηγορίες που θα συνεχιστούν και μετά τον πόλεμο… Όμως η κατάσταση του υποχωρούντος στρατεύματος θα οδηγήσει σε νέες διαφωνίες και για το αν ο στρατός θα έπρεπε να υποχωρήσει προς Λάρισα ή Φάρσαλα… Ο διοικητής της 1ης Μεραρχίας Μακρής θεωρούσε ότι έπρεπε να υπάρξει αντίσταση στη Λάρισα, όμως ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος έκρινε ότι το πεδινό του μέρους και η κατάσταση του στρατού καθιστούσαν αναγκαία την υποχώρηση στα Φάρσαλα.
Ο Αρχιστράτηγος θα στείλει το πρωί της 12ης Απριλίου τηλεγράφημα στην Κυβέρνηση πληροφορώντας την για την επικείμενη υποχώρηση αλλά και προτείνοντας της να ξεκινήσει άμεσα προσπάθειες για σύναψη ανακωχής …
<< Διετάχθη η υποχώρησις εφ απάσης της γραμμής . Η κατάστασις του στρατεύματος υπό πάσαν έποψιν είναι τοιαύτη , ώστε η μεν άμυνα εν Λαρίση αδύνατος , η δε υποχώρησις προς Φάρσαλον αμφίβολος , στρατιωτών ου μόνο τραπέντων εις φυγήν αλλά και λιποτακτούντων προς Βόλον και άλλας διευθύνσεις >>. Η απάντηση της Κυβέρνησης άφηνε στον Κωνσταντίνο την ευθύνη της απόφασης. << Εάν ο αρχηγός του εν Θεσσαλία στρατού κρίνει ότι η κατάστασις των στρατευμάτων είναι τοιαύτη, ώστε δεν είναι δυνατόν να μείνη εν Λαρίση , παρακαλείται να υποχωρήση εις Φάρσαλον >>.
(Henri Turot « Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 « , Σελ 168) .
Όμως δεν λείπουν και οι επικρίσεις προς τον Αρχιστράτηγο και το επιτελείο του για παραλείψεις , έλλειψη ενημέρωσης αλλά και εντολές από αναρμόδια τμήματα…Χαρακτηριστικό ήταν το έγγραφο που εστάλη από τον υπουργό στρατιωτικών Ν. Μεταξά (της υπό παραίτηση Κυβέρνησης Δηλιγιάννη) στο οποίο εκφράζει την απογοήτευση του τόσο για τον τρόπο με τον οποίο έγινε η υποχώρηση , όσο και γιατί ο ίδιος δεν είχε δώσει τέτοια εντολή…
Αριθμός εγγράφου 31854
<< Ημέτεροι εκτοπισθέντες εκ κορυφογραμμής από Τυρνάβου μέχρι Νεζερού και εκ των χωρίων Λυγαριάς και Καρατσόλ ηττήθηκαν εν τη πεδιάδι από Μάτι μέχρι Δελέρι Φυγή εν αποσυνθέσει εις Λάρισαν , όπου φυγάδες έφθανον από της 11ης μέχρι 2ας πρωινής .Εν Λαρίση ο στρατός ηδύνατο να ανασυσταθή και ν’ αμυνθή επί καιρόν , αλλά δυστυχώς διετάχθη εγκατάλειψις Λαρίσης και η άνευ διακοπής εξακολούθησις υποχώρησις εις Φάρσαλα παντός του στρατού Θεσσαλίας. Εις Λάρισαν εγκατελείφθησαν 14 πυροβόλα φρουρίου όπλα και πολεμικόν υλικόν. Ετέμ δεν εισήλθεν εις Λάρισαν , παρά μετά δύο ημέρας. Ηττήθημεν και εν Βελεστίνω. Τούρκοι βαδίζουσι Βόλον. Άπασα Θεσσαλία εκτός Φαρσάλων κατέχεται υπό εχθρού . Εν Ηπείρω ημέτεροι κύριοι Σαλαώρας , Φιλιππιάδος και απάσης της πεδιάδος Άρτης , κατέλαβον Πέντε Πηγάδια ανακτηθέντα πάλιν υπό Τούρκων >>.
Αθήνα 17 Απριλίου 1897 , Ν. Μεταξάς
(Εφημερίδα Εμπρός , φύλλο 13/03/1900 , Σελίδα 1 , κατά την συζήτηση του ζητήματος της γενικής διοίκησης του στρατού υπό τον διάδοχο Κωνσταντίνο).
Πάντως είναι γεγονός ότι οι ελλείψεις και τα προβλήματα μάλλον δεν άφηναν πολλά περιθώρια. Ωστόσο στρατιωτικοί μελετητές σημειώνουν ότι η υποχώρηση ήταν μεν η μόνη λύση, μπορούσε όμως να γίνει με περισσότερη τάξη , ώστε και σημαντικό υλικό να μην χαθεί αλλά και ο άμαχος πληθυσμός να μην αφεθεί στην τύχη του. Το γεγονός αυτό επισημαίνεται και σε δραματικό άρθρο της εφημερίδας Εμπρός (φύλλο της 14ης Απριλίου 1897) όπου υπήρχαν καταγγελίες ότι δεν είχε εκπονηθεί σχέδιο υποχώρησης και ότι αυτή διετάχθη σχεδόν άμεσα με την εκτέλεση της με αποτέλεσμα να επακολουθήσουν σκηνές πανικού από τον αλλόφρονα πληθυσμό που έψαχνε την τελευταία στιγμή μέσα διαφυγής… Παράλληλα επισημαίνεται ότι με τον τρόπο που έγινε η υποχώρηση άφηνε εκτεθειμένα τμήματα που βρίσκονταν βορειότερα σε Τύρναβο και Ρεβένι.
Ενώ η εφημερίδα Σκριπ (φύλλο της 24ης Μαρτίου 1898) , δημοσιεύει έκθεση του στρατιωτικού γαλλικού επιτελείου στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι εξαιτίας της άτακτης υποχώρησης εγκαταλείφθηκαν στη Λάρισα , ολόκληρο το υλικό ενός χειρουργείου , έξι τηλεβόλα Κρουπ , δύο πεδινά και δύο ορεινά πυροβόλα , δέκα χιλιάδες όπλα (Γκρα) , δύο χιλιάδες κιβώτια φυσιγγίων και επίσης πολεμοφόδια πυροβολικού , στολές , σκηνές , τρόφιμα και τα τοιαύτα… Ήταν πάντως ευτύχημα ο αργός ρυθμός με τον οποίο προχωρούσε το τουρκικό στράτευμα , γεγονός που θα εκνευρίσει και τους Γερμανούς επιτελείς του, που γνώριζαν ότι αν κινούνταν γρηγορότερα θα μπορούσαν να υπερκεράσουν και κατ’ επέκταση να εγκλωβίσουν σημαντικό τμήμα του ελληνικού στρατού. Ο αξιωματικός της 3ης Ταξιαρχίας του Σμολένσκη , Μαστέλλος θα αναφέρει στα απομνημονεύματα του ότι είχε δοθεί εντολή για κάθε πέντε τουρκικές βολές το ελληνικό πυροβολικό να απαντάει με μία…
Ενώ με πολύ γλαφυρό τρόπο περιγράφει την υποχώρηση: << Ημείς εβαδίζομεν ατάκτως , περίλυποι κεκμηκότες , περίφοβοι , βλασφημούντες , ελεεινολογούντες και αναλογιζόμενοι την θέσιν μας , σκότος ψηλαφητόν , στρατιώται πλείστον αλλ’ ουδείς είχεν τους ιδικούς του , διότι άλλοι έμεναν καθ’ οδόν και άλλοι προεχώρουν , εν γένει ήτο πανδαιμόνιον και ουδέν άλλο ηκούγετο εκ των 11.000 ανδρών ειμή ο κρότος των ποδών. Εν γένει τοιαύτη υποχώρησις εγένετο ώστε εάν ο εχθρός αντελαμβάνετο το ελάχιστον των συμβαινόντων και απέστελλε 200 ιππείς , ήθελε μας κατακόψει >>.
Έτσι στις 13 Απριλίου εγκαταλείφθηκε η Λάρισα και το σύνολο του ελληνικού στρατού υποχώρησε στα Φάρσαλα. Παρουσιάζει όμως ενδιαφέρον και η ενθουσιώδης υποδοχή που επεφύλαξαν στον τουρκικό στρατό οι Μουσουλμάνοι αλλά και οι Εβραίοι κάτοικοι της πόλης. Σύμφωνα με την εφημερίδα Εμπρός οι δύο εθνότητες παρέμειναν στη πόλη βοηθώντας ποικιλοτρόπως τους Τούρκους και αν η στάση των μουσουλμάνων κατανοείται , προκαλεί αίσθηση η συμπεριφορά της εβραϊκής κοινότητας. Μάλιστα η εφημερίδα Εμπρός (φύλλο της 17ης Απριλίου 1897) ,αναφέρει ότι Εβραίοι κάτοικοι όχι μόνο φόρεσαν ξανά το φέσι αλλά έκλεψαν αρκετά εγκαταλελειμμένα μαγαζιά Ελλήνων της Λάρισας…
Ο Henri Turot θα αναφέρει ένα ακόμα ενδιαφέρον περιστατικό που έλαβε χώρα κατά την εκκένωση της Λάρισας από τον άμαχο πληθυσμό. Συγκεκριμένα κάνει λόγο για στρατιώτες που έβγαλαν από βαγόνι τραίνου κόσμο ώστε να επιβιβαστεί ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος και η ακολουθία του… Αλλά καταγγέλλει ότι λίγο αργότερα θα επαναληφθεί η ίδια συμπεριφορά για να επιβιβαστούν αυτή τη φορά ορισμένοι αξιωματικοί του στρατού… Τότε Ιταλοί εθελοντές εκνευρισμένοι θα πυροβολήσουν το βαγόνι στο οποίο είχαν επιβιβαστεί οι αξιωματικοί , με αποτέλεσμα τον τραυματισμό ορισμένων…(Henri Turot « Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 « Σελ 169-170) .
Το Ηπειρωτικό μέτωπο
Την ίδια στιγμή στο μέτωπο της Ηπείρου ο ελληνικός στρατός βρισκόταν μεν σε Οθωμανικό έδαφος , αδυνατούσε όμως να προχωρήσει σε βάθος όχι μόνο γιατί μειονεκτούσε αριθμητικά αλλά και γιατί δεν έλειπαν τα οργανωτικά προβλήματα. Χαρακτηριστική εικόνα δίνει η εφημερίδα Εμπρός ( φύλλο 18ης Απριλίου 1897 , Σελ.3) που καταγγέλλει ότι 3.000 έφεδροι στο Μεσολόγγι είχαν φτάσει στα όρια στάσης , αφού η πλειοψηφία τους κοιμόταν στους δρόμους , στερούμενη σκεπασμάτων , οπλισμού και ιματισμού… Πάντως με την έναρξη του πολέμου το ελληνικό πυροβολικό κατόρθωσε να απωθήσει το αντίστοιχο τουρκικό δίνοντας την δυνατότητα στις δύο Ελληνικές ταξιαρχίες να προωθηθούν σε Οθωμανικό έδαφος , η μία με κατεύθυνση τα Γιάννενα και η άλλη προς Φιλιππιάδα την οποία και θα καταλάβει. Όμως η αποφασιστική μάχη που διεξήχθη στις 11 Απριλίου στα Πέντε Πηγάδια κατέληξε σε νίκη του τουρκικού στρατεύματος , αναγκάζοντας τον ελληνικό στρατό σε υποχώρηση μέχρι τους Κουμουτζάδες .
Παράλληλα δεν επιτεύχθηκε ο βασικός στόχος της ναυτικής μοίρας που ήταν η κατάληψη του στρατηγικής σημασίας λιμανιού της Πρέβεζας, αν και για το σκοπό αυτό είχε προστεθεί στη μοίρα του Ιονίου και το θωρηκτό Σπέτσες. Σύμφωνα με την εκδοτική Αθηνών (Τόμος ΙΔ`, Σελ. 157) βασικές αιτίες για την αποτυχία , ήταν η έγκαιρη οχύρωση του λιμανιού , η έλλειψη συντονισμένης δράσης ανάμεσα σε πεζικό και ναυτικό και το γεγονός ότι ο βομβαρδισμός της πόλης έγινε από μακρινή απόσταση. Πάντως ούτε οι Τούρκοι διοικητές εκμεταλλεύτηκαν τα ελληνικά προβλήματα , με αποτέλεσμα μια γενικότερη αδράνεια και στασιμότητα που ανάγκασε τις κυβερνήσεις των δύο χωρών να προχωρήσουν σε διορθωτικά μέτρα. Έτσι θα αντικατασταθεί ο διοικητής της 1ης ταξιαρχίας Μπότσαρης , με τον συνταγματάρχη Μπαϊρακτάρη που κατέφτασε επικεφαλής ενός συντάγματος αστυνομίας , ενώ οι ταξιαρχίες αναδιοργανώνονται και γίνονται τρεις.
Η κυβέρνηση επιθυμούσε διακαώς μια επιτυχία , ώστε να βελτιώσει την διαπραγματευτική της θέση και για το λόγο αυτό δίνει εντολή νέας εφόρμησης. Η επίθεση πραγματοποιείται , όμως ο ερχομός εχθρικών ενισχύσεων από τα Γιάννενα, ανέκοψε την πορεία της. Μάλιστα με την σειρά του ο τουρκικός στρατός αντεπιτίθεται και στις 2 Μαΐου επιτίθεται στο Γρίμποβο , για να αποκρουστεί με σημαντικές όμως απώλειες. Είναι χαρακτηριστικό ότι σαράντα αξιωματικοί και χίλιοι στρατιώτες σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν , ενώ μια χαρακτηριστική περίπτωση που δείχνει ότι δεν έλλειπε το φιλότιμο και ο ηρωισμός , είναι η περίπτωση του ταγματάρχη Παπαγιαννόπουλου που αν και τραυματίας από θραύσμα οβίδας που του έσπασε το μηρό , εκείνος επέμενε να επιστρέψει στην μάχη έστω και δεμένος πάνω σε άλογο , για να δεχτεί όμως μισή ώρα αργότερα μια σφαίρα κατάστηθα…
(Henri Turot « Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 « Σελ 220) .
Οι μεγάλες απώλειες οδηγούν στην απόφαση εγκατάλειψης της αριστερής όχθης του Άραξου , όμως σε κάθε περίπτωση η ανακωχή της 7ης Μαΐου βρήκε τα ελληνικά στρατεύματα να βρίσκονται έστω και οριακά σε Οθωμανικό έδαφος. Την ημέρα της ανακωχής έφτανε στο μέτωπο και ο συνταγματάρχης Νικόλαος Σμόλενιτς (πρώην υπουργός άμυνας) για να αντικαταστήσει τον διοικητή Θρασύβουλο Μάνο που κατά την επιστροφή του στην Αθήνα θα γίνει αντικείμενο έντονων αποδοκιμασιών από πολίτες .Στην Μάντουκα τον γιουχάισαν και τον πετροβόλησαν. Στο Τιτολίκο ένα οργισμένο πλήθος έσπασε τα τζάμια του βαγονιού του , ενώ ο ίδιος δεν τόλμησε να αποβιβαστεί στην Πάτρα , αλλά πήγε κατευθείαν στην Κόρινθο με μια μικρή σκούνα… (Henri Turot « Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 « Σελ 213) .
Η (μη) δράση του Ναυτικού
Αδρανοποιημένο όμως ήταν και το Ναυτικό το οποίο θεωρητικά ήταν το ισχυρό όπλο της Ελλάδας. Ιδιαίτερα η βασική μοίρα του Αιγαίου έμεινε ουσιαστικά εκτός πολέμου , αφού το μόνο που καταγράφεται για αυτή , είναι ορισμένες επιδρομές στα παράλια της Πιερίας με στόχο την καταστροφή εχθρικών στρατώνων και εφοδίων.Φυσικό επακόλουθο της απραξίας ήταν η εκτόξευση αλληλοκατηγοριών, με ποιο εντυπωσιακή τη δήλωση του υπουργού Ναυτικών Νικόλαου Λεβίδη , ότι θα κατέβαλλε 10.000 δραχμές σε όποιον τον πληροφορούσε που βρισκόταν ο στόλος … Η φράση λεγόταν την στιγμή που η Λάρισα αφηνόταν στους Τούρκους με τον στόλο να παραμένει αδρανής στη Σκιάθο. Τελικά ο υπουργός θα πληροφορηθεί το σημείο που βρισκόταν ο στόλος του από τον σημαιοφόρο Κόκκορη που παράλληλα κατήγγειλε τον αρχηγό του στόλου για προδοσία…

Το περιστατικό αυτό θα οδηγήσει τελικά στην απομάκρυνση του αρχηγού του στόλου Σαχτούρη, αλλά και την πειθαρχική τιμωρία του σημαιοφόρου. Όμως τα προβλήματα δεν έλειψαν και από την μοίρα Ιονίου . Μάλιστα μία επερώτηση βουλευτή στην βουλή , ζητούσε από την κυβέρνηση να διευκρινίσει αν αλήθευε το γεγονός ότι ο επικεφαλής της μοίρας του Ιονίου , Κριεζής δεν αρκείτο στις διαταγές του Υπουργού Ναυτικών αλλά απαιτούσε οδηγίες από τον υπασπιστή του Βασιλιά προκειμένου να εκτελέσει μια εντολή… Επιπλέον ο βουλευτής παρουσίασε και τηλεγράφημα στο οποίο ο Βασιλιάς έδινε την εντολή για πυρ εναντίον του εχθρού… Για την καταγγελία αυτή , η κυβέρνηση Δηλιγιάννη απάντησε ότι δεν το γνωρίζει και ότι μεταδίδει στην βουλή μόνο επίσημες ειδήσεις και δεν απαντά σε διαδόσεις…
(Πολιτική ιστορία 1830-1920 , Σπύρου Μαρκεζίνη Τόμος Β’, Σελ.323).
Για να μην επαναληφθούν παρόμοια φαινόμενα ο νέος υπουργός στρατιωτικών της κυβέρνησης Ράλλη , Ν. Τσαμαδός θα στείλει έγγραφο προς όλα τα αρχηγεία καθιστώντας τους σαφές ότι θα αναφέρονται στην κυβέρνηση και πουθενά αλλού…
Αριθμός εγγράφου 32721
<< Διαβιβάσατε Αρχηγόν Κρήτης κάτωθι τηλεγράφημα.
Προς τα αρχηγεία Θεσσαλίας , Ηπείρου και Κρήτης
Απαγορεύομεν υμίν αυστηρώς να ζητάτε οδηγία παρ’ άλλης εκτός του υφ’ ημάς Υπουργείου Αρχής , αλλ’ ουδέ να κοινοποιείτε εις άλλην αρχή όσα προς ημάς αναφέρητε >>.
Εν Αθήναις 18 Απριλίου 1897 , Ν. Τσαμαδός
(Εφημερίδα Εμπρός , φύλλο 13/03/1900 , Σελίδα 1 , κατά την συζήτηση του ζητήματος της γενικής διοίκησης του στρατού υπό τον διάδοχο Κωνσταντίνο).
Πάντως η μοίρα Ιονίου θα καταφέρει να εξουδετερώσει τα εχθρικά φρουριακά κανόνια που βρίσκονταν μέσα στον Αμβρακικό κόλπο , δεν θα καταφέρει όμως να εκπληρώσει τον βασικό της στόχο που ήταν η κατάληψη της Πρέβεζας.
Η υποχώρηση στην Θεσσαλία προκαλεί κυβερνητική μεταβολή
Στην Αθήνα όταν αντί για προέλαση άκουσαν « υποχώρηση για στρατηγικούς λόγους « και αργότερα εγκατάλειψη της Λάρισας , έπεσαν από τα σύννεφα και αμέσως άρχισαν οι οργισμένες φωνές και όλοι τα έβαζαν με όλους … Σε αντίθεση όμως με τις φωνές πολλών η Εθνική εταιρεία επέλεξε την απόλυτη σιωπή αποφασίζοντας την αυτοδιάλυση της . Η μόνη παρουσία της θα είναι κάποια δίστηλα στον τύπο (π.χ. εφημερίδα Εμπρός , φύλλο της 30ης Απριλίου 1897 , Σελ.3) στα οποία ανακοίνωνε την αυτοδιάλυση της με παράλληλη πρόσκληση στην πολιτεία να αναλάβει τη διαχείριση της. Στο τέλος της χρονιάς θα διαλυθεί και επίσημα , αφήνοντας στην σκοπευτική εταιρεία , 210.657 δραχμές που είχαν μαζευτεί από εισφορές και εράνους.
(Πολιτική ιστορία 1830-1920 , Σπύρου Μαρκεζίνη , Τόμος Β’ , Σελ.341).
Η υποχώρηση θα αναγκάσει Βασιλιά και Κυβέρνηση να ξεκινήσουν τις πρώτες βολιδοσκοπήσεις προς τις μεγάλες δυνάμεις για ανακωχή που όμως θα προσκρούσουν πρωτίστως στην Γερμανική αδιαλλαξία που για σειρά λόγων επιθυμούσε την περαιτέρω ταπείνωση της Ελλάδας. Την ίδια στιγμή στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις , διογκώνεται το κύμα οργής που έψαχνε να βρει αιτίες και εξιλαστήρια θύματα για την υποχώρηση. Ενώ η αντιπολίτευση και κυρίως ο βουλευτής Αττικής Δημήτριος Ράλλης , (σαν να μην ήταν εκείνος που πλειοδοτούσε για την ανάληψη πολεμικών ενεργειών) βυσσοδομούσε εναντίον της κυβέρνησης θεωρώντας την αποκλειστικά υπεύθυνη για τα χάλια της χώρας , ζητώντας την άμεση παραίτηση της. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια μετατόπισης ευθυνών η κυβέρνηση , αποφασίζει την ανάκληση του συνταγματάρχη Σαπουντζάκη αρχηγού του επιτελείου του στρατού Θεσσαλίας , διορίζοντας στη θέση του τον ομοιόβαθμο του Σμολένσκη. Η απόφαση αυτή προκαλεί την αντίδραση του διαδόχου και αρχηγού του στρατού, που με την σειρά του θα ζητήσει (χωρίς να το πετύχει ) την αντικατάσταση των Μακρή, Μαστραπά, Αντωνιάδη και Ζαφειρόπουλου.
(Μαυρίκιου Γονζάγα « Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, Σελ. 128).
Το κλίμα ανάμεσα σε πολιτική και στρατιωτική ηγεσία βάραινε επικίνδυνα , όπως και το αντιδυναστικό ρεύμα , με τον Βασιλιά Γεώργιο να ανησυχεί τόσο για το θρόνο όσο και για την ζωή του ίδιου και των μελών της οικογένειας του. Μέλη της Βασιλικής οικογένειας δεν τολμούσαν να επισκεφθούν ούτε ασθενείς στρατιώτες σε νοσοκομεία ενώ λόγο του φόβου ζημιών οι φωτογραφίες τους είχαν αποσυρθεί από παντού… (Αργότερα το 1898 στην περιοχή Αναλάτου θα γίνει από δύο πολίτες, αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας σε βάρος του βασιλιά και της κόρης του Μαρίας. Μάλιστα εξαιτίας αυτού του γεγονότος χτίστηκε στη Λεωφόρο Συγγρού , η γνωστή εκκλησία του Αγ. Σώστη , στην οποία δόθηκε αυτό το όνομα, επειδή τα μέλη της βασιλικής οικογένειας που δέχτηκαν την επίθεση , σώθηκαν). Έτσι σε μια προσπάθεια αλλαγής του κλίματος προσπαθεί να πείσει τον Δηλιγιάννη ότι την δεδομένη στιγμή το καλύτερο για τη χώρα (σημείωση : και το στέμμα) θα ήταν η παραίτηση της Κυβέρνησης του…Ο Δηλιγιάννης όμως ακριβώς για να μην γίνει το εξιλαστήριο θύμα αρνιόταν και τελικά ύστερα από συζητήσεις δύο ημερών θα δεχθεί να αποχωρήσει με τον όρο όμως ότι αυτή η αποχώρηση θα βαφτιζόταν αντικατάσταση.
(Πολιτική ιστορία 1830-1920 , Σπύρου Μαρκεζίνη Τόμος Β’ , Σελ.326-327).
Στις 19 Απριλίου θα σχηματιστεί η νέα κυβέρνηση με Πρωθυπουργό τον Δημήτριο Ράλλη , στην οποία χάριν του εθνικού συμφέροντος , θα συμμετάσχει σχεδόν το σύνολο και της υπόλοιπης αντιπολίτευσης.Για την ίδια αιτία η νέα κυβέρνηση θα πάρει και ψήφο εμπιστοσύνης (ανοχής) από την βουλή . Ο Ράλλης θα υποσχεθεί αναδιοργάνωση του στρατού και επίτευξη έντιμου συμβιβασμού.
Μάλιστα εκμεταλλευόμενος δημοκοπικά τις επιτυχίες της 3ης ταξιαρχίας Σμολένσκη στο Βελεστίνο (επί μία εβδομάδα θα καταφέρει να συγκρατήσει υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις) , δεν θα διστάσει να υποσχεθεί και αντιστροφή του κλίματος.
Με την υποχώρηση στα Φάρσαλα , η 3η ταξιαρχία μετέβη στο Βελεστίνο ώστε μαζί με το δεξιό του ελληνικού στρατού να καλύψει και τον Βόλο συν τοις άλλοις και γιατί από εκεί γινόταν η τροφοδοσία και οι μετακινήσεις του στρατού. Ο Ετέμ Πασάς νομίζοντας ότι το Βελεστίνο έχει εγκαταλειφθεί στέλνει μεραρχία ιππικού για να καταλάβει τον Βόλο. Ήδη όμως στην περιοχή είχαν καταφτάσει μονάδες της ελληνικής ταξιαρχίας που θα την εξαναγκάσουν σε υποχώρηση. Το απόγευμα της 17ηςΑπριλίου , οι εχθρικές δυνάμεις ενισχυμένες με ένα σύνταγμα πεζικού και μία ορειβατική πυροβολαρχία, θα επιχειρήσουν νέα επίθεση που όμως θα αποκρουσθεί, όπως και η νέα επίθεση που θα εκδηλωθεί την επόμενη μέρα. Οι Τούρκοι αναδιοργανώνονται και στις 23 Απριλίου επιχειρούν νέα επίθεση που όμως και αυτή θα αντιμετωπισθεί επιτυχώς. Την επόμενη όμως ημέρα θα καταφέρουν να καταλάβουν ορισμένους λόφους στο αριστερό άκρο της ελληνικής ταξιαρχίας.
Έτσι και με δεδομένο ότι ο ελληνικός στρατός ήδη υποχωρούσε από τα Φάρσαλα , αποφασίστηκε η υποχώρηση της ταξιαρχίας προς Αλμυρό. Μια εικόνα του ελληνικού στρατού που βρισκόταν στο Βελεστίνο δίνουν και τα απομνημονεύματα του Μαστέλου που υπηρετούσε σε αυτή την ταξιαρχία και όπου αναφέρει ότι μεταξύ άλλων προβλημάτων το ιππικό ήταν εξαφανισμένο και το πυροβολικό ακίνδυνο , καταλήγοντας :
<< Και είτα μετέβην εις την διμοιρίαν μου ελεεινός και τρισάθλιος εκ του κόπου , λάσπης και κρότου των πυροβόλων και όπλων , οι δε στρατιώται διεμαρτύροντο λέγοντες ότι είναι εκτός μάχης , διότι εκτός των άνω (σημ: προβλήματα τροφοδοσίας) και τα όπλα των έχουσι γεμίσει από χώμα αλλά που αντικατάστασις !!! >>.
Η κατάληψη του Βελεστίνου και των γύρω περιοχών θα συνοδευτεί από εκτεταμένο πλιάτσικο και πυρπολήσεις , στις οποίες θα πρωτοστατήσουν τα αλβανικά σώματα των ατάκτων που χρησιμοποιούντο από τον τουρκικό στρατό ως σώματα ανιχνευτών. (Μαυρίκιου Γονζάγα « Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 « Σελ. 150). Σύμφωνα μάλιστα με καταγγελίες της εφημερίδας Εμπρός (φύλλο της 28ης Απριλίου 1897 , Σελ.2), τουρκικά σώματα (ή πιθανότατα και εδώ σώματα ατάκτων) , δεν θα διστάσουν να κάψουν ζωντανούς Έλληνες τραυματίες που πιάστηκαν αιχμάλωτοι…
Την ίδια ημέρα μέσα σε βαρύ κλίμα υποχωρούσε από τα Φάρσαλα και η κύρια δύναμη του ελληνικού στρατού. Οι ελληνικές δυνάμεις στις 23 Απριλίου δέχτηκαν την επίθεση πέντε τουρκικών μεραρχιών, που τις ανάγκασαν σε υποχώρηση σε όλη την γραμμή του μετώπου. Στο ελληνικό επιτελείο υπήρχε αρχικά η πρόθεση να κρατηθεί η θέση και την επόμενη μέρα , όμως προ του κινδύνου υπερφαλαγγισμού τελικά θα αποφασισθεί η υποχώρηση προς την ποιο οχυρή θέση του Δομοκού. Ο διάδοχος δικαιολογώντας την υποχώρηση ανέφερε στο υπουργείο :
<< Μετά την χθεσινήν ανακοίνωσιν μου ήλπιζον ότι θα ηδυνάμην να επαναλάβω σήμερον πρωίαν τον αγώνα. Ατυχώς περί το μεσονύκτιον νέαι δυνάμεις ενίσχυσαν τον εχθρόν και ήρξατο πλησιάζων τας θέσεις μας εις μικροτάτην απόστασιν και περιβάλλων την τοποθεσίαν της 1ης Μεραρχίας , συνάμα επαπειλών σπουδαίως και το αριστερό ημών. Ένεκα της κοπώσεως των στρατευμάτων, της υπεροχής του εχθρού και της ελλείψεως τροφών και επαρκών πολεμοφοδίων , φοβούμενοι συνάμα μη συμβή τι, όπερ ήθελε καταστρέψει εντελώς το στράτευμα , διέταξα περί την 2πμ. την υποχώρησιν , εκτελεσθείσα εν καλή τάξει.. Ενεκατεστάθημεν ενταύθα, η ενταύθα θέσις δίδει κάποιαν πεποίθησιν εις το στράτευμα. Παρακαλώ εφοδιάσατε μας με τροφάς , το στράτευμα υποφέρει και η έλλειψις των καθιστά τούτο εντελώς στάσιμον >>. (Εκδοτική Αθηνών , Τόμος ΙΔ` 1881-1913, Σελ. 148).
Φυσικό επακόλουθο της νέας υποχώρησης ήταν η εγκατάλειψη και του Βόλου με αποτέλεσμα την δημιουργία σκηνών πανικού. Πάντως από τους πρώτους που φρόντισαν να εγκαταλείψουν τη πόλη ήταν ο δήμαρχος και ο στρατιωτικός διοικητής με αποτέλεσμα τον συντονισμό των ενεργειών διάσωσης να τον αναλάβουν μέχρις ενός σημείου, οι ξένοι πρόξενοι … Αρκετός κόσμος φυγαδευόταν με πλοιάρια , όμως επειδή ορισμένοι βαρκάρηδες ζητούσαν να πληρωθούν , θα χρησιμοποιηθούν τελικά βάρκες του στρατού… (Henri Turot « Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 « , Σελ 186) . Ωστόσο η είσοδος του τουρκικού στρατού στον Βόλο δεν συνοδεύτηκε από καταστροφές, ενώ ο αρχιστράτηγος Ετέμ Πασάς , προέτρεπε τους εναπομείναντες κατοίκους να ανοίξουν κανονικά τα μαγαζιά τους. Το γεγονός αυτό οφείλεται εν πολλοίς και στους ξένους πρόξενους που έγκαιρα τον είχαν ενημερώσει για την αποχώρηση του ελληνικού στρατού. Έτσι ο Ετέμ απέστειλε δύο μόνο τάγματα ως φρουρά για τον έλεγχο της πόλης.
(Νικολάου Σπυρόπουλου « Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 « Σελ.24).
Η νέα υποχώρηση δημιούργησε τα πρώτα μεγάλα προβλήματα στην νέα κυβέρνηση , αφού οι πιθανότητες έντιμου συμβιβασμού απομακρύνονταν αρκετά. Έτσι ήταν υποχρεωμένη να δεχτεί τις αξιώσεις των ισχυρών που μεταξύ άλλων ζητούσαν την απομάκρυνση του ελληνικού στρατού από την Κρήτη , την απόρριψη της ένωσης και την εν λευκώ εξουσιοδότηση τους για τους όρους της ανακωχής.Πως όμως ο Ράλλης θα έπαιρνε τέτοιες αποφάσεις όταν πριν από λίγες ακόμη μέρες αποκαλούσε προδότη της πατρίδας αυτόν που θα απέσυρε το στρατό από την Κρήτη; Ωστόσο η δύσκολη θέση στην οποία βρισκόταν , θα τον αναγκάσει τελικά να αποδεχτεί τις Γερμανικές αξιώσεις. Το γεγονός αυτό έχει ως συνέπεια την κάμψη των αντιρρήσεων της Γερμανίας και την αποστολή πρεσβευτικού διαβήματος στην Τουρκία και τον Σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ.
Όμως ο χαρακτήρας του διαβήματος αυτού (ίσως και εσκεμμένα ) είχε περισσότερο παρακλητικό χαρακτήρα με αποτέλεσμα την διπλωματική άρνηση της Οθωμανικής κυβέρνησης που προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί την υπάρχουσα κατάσταση… Πάντως κάνοντας γνωστές τις προθέσεις της επιθυμούσε να διεξαχθούν απευθείας διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα , να της επιστραφεί η Θεσσαλία , η Ελλάδα να πληρώσει πολεμική αποζημίωση 10.000.000 τουρκικών λιρών και να υπάρξει κατάργηση ορισμένων προνομίων του ελληνισμού της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι όροι αυτοί θεωρούντο σκληροί από την ελληνική κυβέρνηση που ήλπιζε να ανακόψει την τουρκική προέλαση, ώστε να διεκδικήσει κάτι καλύτερο. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να υπάρξουν κυβερνητικές παρεμβάσεις και σε αμιγώς στρατιωτικά ζητήματα , πρακτική που θα αυξήσει τις εντάσεις και τα προβλήματα. Ο Ράλλης και ο υπουργός στρατιωτικών Τσαμαδός πίεζαν για ανακατάληψη της δυτικής Θεσσαλίας (Τρίκαλα- Καρδίτσα) με παραβολή σχεδίων και προτάσεων τα οποία κρίνονταν ως ατελέσφορα από τον Κωνσταντίνο που θεωρούσε ως ύψιστη προτεραιότητα την απόκρουση των Τούρκων στο Δομοκό.
Για το λόγο αυτό καλούσε τον Σμολένσκη να αφήσει ένα σύνταγμα από την ταξιαρχία του στην περιοχή που βρισκόταν (Βόρειος Ευβοϊκός κοντά στα παράλια ) όπου το ορεινό του εδάφους σε συνδυασμό με την συνδρομή των πυροβόλων του ναυτικού θα μπορούσε να συγκρατήσει την εκεί εκδηλούμενη τουρκική επίθεση , ενισχύοντας το δεξιό του στρατεύματος στο Δομοκό όπου σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του θα αντιμετώπιζε ισχυρή επίθεση. Όμως ο Σμολένσκης ανέφερε ότι θα δεχόταν να ενισχύσει το υπόλοιπο στράτευμα στο Δομοκό μόνο αν γινόταν αντικατάσταση της ταξιαρχίας του, απειλώντας σε διαφορετική περίπτωση ακόμη και με παραίτηση…Ο Κωνσταντίνος θα επικοινωνήσει με τον υπουργό εθνικής άμυνας για να συνετίσει τον συνταγματάρχη , όμως προς έκπληξη του ο υπουργός που ήδη έχει μιλήσει με τον Σμολένσκη θα αρνηθεί , γεγονός που θα προκαλέσει την δυσαρέσκεια του … Αποσπάσματα των συνομιλιών που έδειχναν ανάγλυφα το κλίμα που επικρατούσε στα ανώτερα κλιμάκια της χώρας παρουσιάζει ο ιστορικός Γεώργιος Ασπρέας (τόμος Β’ σελ.268-269) από φακέλους των αρχείων του κράτους :
Απάντηση συνταγματάρχη Σμολένσκη στον Αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο
<< Καθημερινώς προφυλακαί μου συμπλέκονται, συνεπώς εντεύθεν επιτεθήσεται ο εχθρός , δύναμαι να έλθω και πολεμήσω παρά τω πλευρώ Αρχηγού εάν αντικατασταθή η όλη Ταξιαρχία μου δι άλλου σώματος . Διατάξατε >>.
Επικοινωνία συνταγματάρχη Σμολένσκη με Υπουργό Άμυνας Τσαμαδό.
<< Σμολένσκης προς υπουργικό συμβούλιο : << Η Α.Β.Υ. ο διάδοχος με καλεί να μεταβώ και πολεμήσω παρά τω πλευρώ Αυτού παραλαμβάνων δύναμιν Ταξιαρχίας πλην ενός Συντάγματος και καταλαμβάνων στενόν Γούρας και Σάββα βρύσι (Δίβρης) και με υπόλοιπον πλησιάσω δεξιόν. Επειδή αι προφυλακαί μου συμπλέκονται καθημερινώς και γίνεται συγκέντρωσις Τουρκικού στρατού , η επίθεσις γενήσεται εντεύθεν. Συνεπώς επειδή διαβλέπω ότι εκ Αρχηγείου ζητείται η αποσύνθεσις της Ταξιαρχίας , ή να μεταβώ μεθ’ όλης δυνάμεως , άλλως γίνη δεκτή παραίτησις μου>>.
Απάντηση Υπουργού Άμυνας Τσαμαδού με την έγκριση του Πρωθυπουργού Ράλλη.
<< Να μείνετε εις θέσιν σας , παρακαλούμεν >>.
Συνομιλία Αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου με Υπουργό Άμυνας Τσαμαδό.
<< Κωνσταντίνος προς Τσαμαδό : Σμολένσκη ετηλεγράφησα , επειδή εχθρός συγκεντρούται κατά μέτωπον Δομοκού , και επιτεθήσεται εντεύθεν , ν’ αφήση έν Σύνταγμα εις Κεφάλωσιν και μεθ’ υπολοίπου δυνάμεως πλησιάση δεξιόν, φρονών ότι ο εχθρός δεν θα επιτεθή δια Κεφαλώσεως , διότι εκτός ανωμάλου θέσεως , υπάρχει και στόλος εκεί. Πλην αρνείται , ως φαίνεται , και παρακαλώ να τον διατάξηται να συμμορφωθή με διαταγήν μου >>.
<< Τσαμαδός προς Κωνσταντίνο : Επιτρέψατε Υψηλότατε να έχω εναντίαν γνώμην , ο εχθρός συγκεντρώνεται εκείθεν και η επίθεσις εκείθεν γενήσεται >>.
<< Κωνσταντίνος προς Τσαμαδόν : Πως γενήσεται εκείθεν , αφού συγκέντρωσις γίνεται εντεύθεν και εντεύθεν έχει τα μέσα να προελάση >>.
<< Τσαμαδός προς Κωνσταντίνο : Και πάλιν επιτρέψατε , Υψηλότατε , να έχω εναντίαν γνώμην >>.
<< Κωνσταντίνος προς Τσαμαδόν : Καλώς , πλην ο πόλεμος δεν διευθύνεται από τας Αθήνας , αλλά από το πεδίον της μάχης >>.
Η εχθρική επίθεση στον Δομοκό θα πραγματοποιηθεί τελικά σε όλο το μήκος της ελληνικής γραμμής το πρωί της 5ης Μαΐου, με προφανή στόχο την δημιουργία ρήγματος που θα εξανάγκαζε τον ελληνικό στρατό σε νέα υποχώρηση. Η ελληνική πλευρά είχε τοποθετήσει στην αριστερή πλευρά την 5ηΤαξιαρχία, στο κέντρο την 4η ταξιαρχία , στο δεξιό την 2η ενώ είχε κρατήσει σε εφεδρεία την 1η. Γρήγορα έγινε αντιληπτό ότι το κύριο βάρος των εχθρικών επιθέσεων εκδηλωνόταν προς το κέντρο και την δεξιά πλευρά του ελληνικού στρατού Ο διοικητής της 4ης ταξιαρχίας Μαυρομιχάλης , εκτιμώντας ότι δέχεται επίθεση τουλάχιστον 20.000 στρατιωτών γρήγορα θα ζητήσει ενισχύσεις.
Έτσι ένα σύνταγμα της 1ης ταξιαρχίας αποστέλλεται σε αυτόν , γεγονός που βοηθά την απόκρουση των εχθρικών επιθέσεων. Την ίδια στιγμή τα δύο άκρα του ελληνικού στρατού έστω και με δυσκολίες κρατάνε τις θέσεις τους. Μάλιστα το ελληνικό αριστερό γύρω στις 3.30 το απόγευμα εκμεταλλευόμενο κενά του αντίπαλου στρατού θα τον αναγκάσει σε υποχώρηση τριών χιλιομέτρων.
Τις θέσεις του με μεγάλο όμως τίμημα θα καταφέρει να κρατήσει μέχρι το απόγευμα και το ελληνικό κέντρο. Μάλιστα θα τραυματιστεί και ο διοικητής Μαυρομιχάλης που θα αντικατασταθεί, ενώ αρκετά πυροβόλα είχαν αχρηστευθεί. Τα πρώτα όμως ρήγματα στην ελληνική άμυνα δημιουργήθηκαν τελικά γύρω στις τέσσερις το απόγευμα στην δεξιά πλευρά που δεχόταν νέα ισχυρή εχθρική επίθεση. Το ελληνικό αρχηγείο όταν πληροφορήθηκε τον κίνδυνο διάσπασης της άμυνας , έδωσε εντολή να ενισχυθεί το ελληνικό δεξιό , με ένα τάγμα της 1ης ταξιαρχίας, όταν όμως αυτό έφτανε γύρω στις έξι το απόγευμα τα πάντα είχαν τελειώσει…Γύρω στις 6.40μμ ο διοικητής της 2ης ταξιαρχίας Μαστραπάς τηλεγραφούσε στον Μακρή : << Εξ όλων σημείων υποχώρησις . Έσπευσα εις Καρατσάλι να κρατήσω. Δεν ηδυνήθην. Υποχωρώ, ας σπεύσουσιν προς ενίσχυσιν μου >>.
(Εκδοτική Αθηνών , Τόμος ΙΔ` 1881-1913, Σελ. 150).
Η κατάσταση ήταν κρίσιμη αφού μια νέα υποχώρηση του ήδη ευρισκόμενου σε αναβρασμό στρατού θα δημιουργούσε στρατιωτικό αλλά και πολιτικό αδιέξοδο… Όμως οι αναφορές του ταξίαρχου Μαστραπά ήταν απελπιστικές, γεγονός που ανάγκασε το ελληνικό αρχηγείο να πληροφορήσει την κυβέρνηση για την ανάγκη άμεσης εγκατάλειψης του Δομοκού… Γύρω στις 9 το βράδυ ερχόταν στο αρχηγείο και η απάντηση του Πρωθυπουργού που με βαριά καρδιά έδινε την άδεια για τη νέα υποχώρηση. << Θέλετε υποχωρήσει αλλ’ η υποχώρησις δέον να γίνει κατά το εφικτόν εν τάξει , ώστε να δυνηθήτε να σταματήσετε τον στρατόν επί της Όθρυος και αμυνθήτε , καταλαμβάνοντας διαβάσεις Δερβέν Φούρκας –Καρυάς – Γιανιτσούς – και λοιπάς και ει δυνατόν τας υπωρείας Δαουκλή. Εκ Λαμίας θέλουσι πεμφθεί κατά το εφικτόν σώματα ένοπλα όπως υποστηρίξωσιν υμάς. Ειδοποιήσατε τηλεγραφικώς ταξίαρχον 3η μεραρχίας περί της υποχωρήσεως . Παραγγείλατε δε αυτώ τα σημεία , προς υμετέρα υποχώρησις , ίνα πράξη , ως ήθελεν εγκρίνει ,ποιούμενος χρήσιν και του στόλου προς διευκόλυνσιν της 3ης ταξιαρχίας. Θέλομεν ειδοποιήσει και εντεύθεν >>.
(Εκδοτική Αθηνών , Τόμος ΙΔ` 1881-1913, Σελ. 152).
Η αποχώρηση από τον Δομοκό προκάλεσε μεγάλη απογοήτευση , αφού αφενός υπήρχε η ελπίδα ότι θα μπορούσε εκεί να σταματήσει η υποχώρηση , αφετέρου θα έδινε την δυνατότητα στην ελληνική κυβέρνηση να προβάλλει μια κάποια έστω αντίσταση στους όρους των διαπραγματεύσεων αλλά φευ!!Παράλληλα το χαμηλό ηθικό είχε ως συνέπεια , η νέα υποχώρηση να πραγματοποιηθεί με αρκετή αταξία , που ενισχυόταν από τις ελλείψεις σε τρόφιμα και σκηνές που ήταν αρκετές και τα έντονα προβλήματα δυσεντερίας. Επόμενο σημείο αμύνης ήταν το βουνό Όθρυς , με την 1η μεραρχία Μακρή να αναλαμβάνει την φύλαξη της στενωπού Δερβέν Φούρκας , γεγονός που θα βοηθούσε το υπόλοιπο στράτευμα να τοποθετηθεί έγκαιρα στην νέα αμυντική θέση. Οι Τούρκοι όπως και στη Λάρισα δεν θα αντιληφθούν αμέσως την ελληνική υποχώρηση, όμως σειρά λαθών θα έχουν σαν αποτέλεσμα την εκδίωξη της 1ης Μεραρχίας από την στενωπό Δερβέν Φούρκας , αναγκάζοντας τον ελληνικό στρατό να στραφεί προς το στενό των Θερμοπυλών…
Για το θέμα ο Μαυρίκιος Γονζάγα αναφέρει :
<< Ο Μακρής δεν κατέλαβε τας προς μάχην θέσεις αυτού, καίτοι εγνώριζε δια του ιππικού ότι ο εχθρός εθεάθη. Αντί τούτου , εζήτησε διαταγάς αλλά τας εζήτησε βραδέως , ώστε τα ελληνικά στρατεύματα καταλαμβάνοντα τας θέσεις των περί τας 3μμ, έσχον την δυσάρεστον έκπληξιν να ίδωσι τους Τούρκους σχεδόν όπισθεν αυτών. Ο διοικητής του 3ου συντάγματος του πυροβολικού υπήρξεν ωσαύτως αφορμή της ελλείψεως της συνδρομής των πεδινών πυροβολαρχιών (το πεδινό πυροβολικό δεν μετείχε του αγώνα διότι ο διοικητής του είχε συνεχίσει την προς Λαμία πορεία…). Τέλος ο ρηθείς Στρατηγός Μακρής διέταξε την εγκατάλειψη της θέσεως , ήτις θα ηδύνατο έτι επί πολύ να κρατηθή και επαναλαμβάνων το λάθος της 11ης Απριλίου διέταξε νυκτερινήν υποχώρησιν , ήτις εξώθησεν εις το έπακρον την θλιβεράν κατάστασιν >>.
(Μαυρίκιου Γονζάγα « Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897« Σελ. 177).
Εκείνη την στιγμή και ενώ η Ελλάδα βρισκόταν σε αδιέξοδο , η Οθωμανική Κυβέρνηση θα συναινέσει τελικά στις νέες εντονότερες συστάσεις των ισχυρών δεχόμενη την κατάπαυση πυρός…
Η ανακωχή της 7ης Μαΐου έβρισκε την Ελλάδα έρμαιο των διαθέσεων των μεγάλων δυνάμεων που ήδη πάντως είχαν καταστήσει σαφές στην Οθωμανική κυβέρνηση ότι δεν μπορούσε να ελπίζει ούτε σε εδαφική επέκταση ούτε και σε κατάργηση προνομίων των Ελλήνων που κατοικούσαν στα εδάφη της .Από την άλλη καθιστούσαν σαφές και στην ελληνική κυβέρνηση ότι δεν θα ήταν προς το συμφέρον της χώρας οποιαδήποτε μεταβολή στο πολίτευμα… Βασικός λόγος των ευνοϊκών δηλώσεων δεν ήταν βέβαια ο φιλελληνισμός αλλά η επιθυμία των ισχυρών (που ήδη ξεκινούσαν συνομιλίες για τους όρους ανακωχής) να μην διαταραχθεί το ισχύον status quo.
Ο καλύτερος τρόπος για να κλείσουμε είναι να παρουσιαστούν οι απόψεις του έφεδρου υπολοχαγού Μαστέλου που καλύτερα από εμάς αντιλήφθηκε τα προβλήματα και τους ενόχους και όπου με απλό και παραστατικό τρόπο τα αναφέρει :
<< Εξ όσων δε ιδίοις όμμασιν αντελήφθην, και εξ όσων ήκουσα παρ’ αξιωματικών εις άλλα μέρη λαβόντων μέρος αποφαίνουμε τα εξής : ότι ο στρατός έδειξεν μεγίστη αντοχήν και θάρρος , ότι ανώτεροι αξιωματικοί δεν υπάρχουν , πλην ελαχίστων εξαιρέσεων , ότι η Ελλάς δεν ηττήθη αλλ’ έγινεν θύμα της …υστεροβουλίας Κυβερνήσεως και αρχηγείου . Ενόμιζον ότι δεν θα γείνη πόλεμος , και την επιστρατείαν εκάλεσαν ένεκεν του αναβρασμού των Ελλήνων και ιδία της αισχράς Εθνικής Εταιρείας , αφ’ ου δε η Τουρκία , εκήρυξεν τον πόλεμον , ήρχισαν οι υποχωρήσεις νομίζοντες και περιμένοντες από στιγμής εις στιγμήν την επέμβασιν των δυνάμεων , αλλ’ ηπατήθησαν οι αισχροί >>.
Η Ελλάδα των νικηφόρων μαχών
Κοινωνία – Οικονομία – πολιτισμός
Η περίοδος 1897-1922 χαρακτηρίζεται από σημαντικές τομές που διαπερνούν την ελληνική κοινωνία. Tο μικρό βασίλειο του 19ου αιώνα αποκτά τα σημερινά του περίπου σύνορα.
H εδαφική επέκταση συνοδεύεται από μια σειρά μεταρρυθμίσεις στον κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό και πολιτιστικό τομέα, οι οποίες σημειώνονται μετά το κίνημα στο Γουδί και εκφράζονται πολιτικά από τη βενιζελική παράταξη εξουσίας. Στο πλαίσιο αυτών των εξελίξεων δημιουργήθηκε το κοινωνικό ρήγμα, το οποίο εκδηλώθηκε με τον Eθνικό Διχασμό, την εποχή που η χώρα εισερχόταν στο στρόβιλο του διεθνούς ανταγωνισμού και του Μεγάλου Πολέμου. Oι αποκλίνουσες επιλογές για τη θέση της χώρας στο διεθνές πεδίο αντανακλούν σε τελική ανάλυση διαφορετικές λογικές στην πορεία ανάπτυξης των δομών της ελληνικής κοινωνίας.
Στα χρόνια που εξετάζουμε ο πληθυσμός και η έκταση της χώρας σχεδόν διπλασιάζονται. Παράλληλα, παρατηρούνται σημαντικές μετακινήσεις ανθρώπων. Aφενός στις αρχές του αιώνα υπήρξε ένα μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα κυρίως προς τις Hνωμένες Πολιτείες. Aφετέρου υπήρξε μια κίνηση προς το εσωτερικό, με την έλευση ελλήνων προσφύγων από τις περιοχές όπου διεξάγονταν πολεμικές επιχειρήσεις ή από άλλες που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο ξένων δυνάμεων.
O αγροτικός τομέας απασχολεί το μεγαλύτερο μέρος του εργατικού δυναμικού της χώρας.
Στο πλαίσιό του εμφανίζεται το θεσσαλικό ζήτημα, που εξελίχθηκε στη σημαντικότερη κοινωνική κινητοποίηση της περιόδου με τις εξεγέρσεις της πρώτης δεκαετίας του αιώνα. Για τη λύση του αλλά και την υπέρβαση αντίστοιχων προβλημάτων που δημιούργησε η παρουσία προσφύγων και ακτημόνων στα νέα εδάφη πραγματοποιήθηκε η αγροτική μεταρρύθμιση του 1917. Στην ίδια κατεύθυνση έγιναν μια σειρά από θεσμικές καινοτομίες στον αγροτικό τομέα, όπως η ίδρυση αγροτικών συνεταιρισμών και Yπουργείου Γεωργίας.
H ανάπτυξη των αστικών κέντρων προχωρά με γρήγορους ρυθμούς, αυξάνεται ο πληθυσμός τους όπως επίσης και οι δραστηριότητες που διεκπεραιώνονται στο εσωτερικό τους. Nέες μεγάλες πόλεις με παράδοση στον οικονομικό και πολιτιστικό τομέα όπως η Θεσσαλονίκη, τα Γιάννενα και η Καβάλα ενσωματώνονται στην ελληνική επικράτεια. Στις πόλεις συσσωρεύονται εσωτερικοί μετανάστες που συγκροτούν τα πρώτα εργατικά στρώματα. Yπάρχει σημαντικό πρόβλημα ανεργίας, στέγασης και συνθηκών υγεινής και κάποιες ομάδες από αυτούς ζουν στο περιθώριο των δραστηριοτήτων της πόλης. Mετά το 1910 έχουμε την ανάπτυξη των πρώτων μορφών του εργατικού κινήματος, ενώ από την πλευρά του κράτους θεσπίζεται για πρώτη φορά προστατευτική κοινωνική πολιτική. Διάφορα παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα, μικροεπιχειρηματιών και χαμηλόβαθμων δημόσιων υπαλλήλων εξακολουθούν να αναπαράγονται
Την ίδια στιγμή, με όλες τις πολεμικές περιπέτειες και τις εσωτερικές κρίσεις, η Αθήνα κινείται και αυτή με τη σειρά της στο κλίμα της belle epoque. Μια νέα επιχειρηματική αστική τάξη αναπτύσσεται, που τείνει να παραμερίσει τα από παλαιότερα συγκροτημένα ανώτερα αστικά στρώματα, τα παλιά «τζάκια», που σχετίζονταν άμεσα με τις κρατικές λειτουργίες.
Πολύ έντονος κατά την περίοδο αυτή ήταν ο αγώνας των δημοτικιστών για την καθιέρωση της δημοτικής, ο οποίος επέφερε πολύ μεγάλη διαμάχη ανάμεσα σ’ αυτούς και τους οπαδούς της καθαρεύουσας. Η διαμάχη αυτή πήρε και βίαιη μορφή, όπως συνέβη με τα Eυαγγελιακά και τα Oρεστειακά. O δημοτικισμός διευκόλυνε την εξάπλωση ποικίλων ιδεών και συνέδεσε τους σοσιαλιστές διανοούμενους με τη βενιζελική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Στο επίπεδο της άσκησης της πολιτικής και της ιδεολογίας, εμφανίζεται μια ομάδα νέων επιστημόνων που επιδίωκαν ριζοσπαστικές μεταρρυθίσεις και ονομάστηκαν «Oμάδα των Kοινωνιολόγων». Tην ίδια εποχή ο Γεώργιος Σκληρός με το έργο του Tο Kοινωνικό μας Zήτημα θέτει τις βάσεις για μια μαρξιστική θεωρητική προσέγγιση της ελληνικής κοινωνίας. Για πρώτη φορά επίσης αρθρώνεται στην Ελλάδα αντιμοναρχικός λόγος και προτάσσεται η προοπτική αβασίλευτου δημοκρατικού πολιτεύματος. Εποχή μετάβασης και ως προς τις διεκδικήσεις των γυναικών, σημειώνει την εξέλιξη από αιτήματα για συμμετοχή στην εκπαίδευση και την εργασία σε διεκδίκηση πολιτικής συμμετοχής.
Tην ίδια εποχή έξω από το εθνικό κέντρο οι ελληνικές κοινότητες της οθωμανικής Ανατολής αλλά και η ελληνική διασπορά ζουν και αναπτύσσονται παράλληλα με την ελλαδική πραγματικότητα, μέχρι βέβαια τα δραματικά γεγονότα του τέλους της περιόδου να ανατρέψουν καταστάσεις χρόνων.
Το 1897 συνιστά μια σαφή αφετηρία για διαδικασίες που επέφεραν αλλαγές στην ελληνική πνευματική συνείδηση και άνοιξαν μια καινούργια εποχή για το στοχασμό, τη λογοτεχνία και τις τέχνες στην Ελλάδα.
Η απογοήτευση και η αμφισβήτηση που ακολούθησε την ήττα, η αντίδραση στην παρακμή, ο οραματισμός μιας καινούργιας Ελλάδας, το πατριωτικό στοιχείο, η εθνική ολοκλήρωση, ο κοινωνικός μετασχηματισμός, η μετακίνηση πληθυσμών από την ύπαιθρο στην πόλη, η αναζήτηση του εθνικού στίγματος στην καλλιτεχνική μορφή, η εισαγωγή φιλοσοφικών, κοινωνικοπολιτικών αντιλήψεων και καλλιτεχνικών ρευμάτων από την Ευρώπη εκβάλλουν και επιδρούν με πολλαπλούς τρόπους στις πολιτιστικές και πνευματικές αναζητήσεις της εποχής.
Η ποίηση επηρεάζεται από τον ευρωπαϊκό συμβολισμό, ενώ σημαντικές πνευματικές φυσιογνωμίες σφραγίζουν με το έργο τους την εποχή και διατυπώνουν μέσα από αυτό λόγο για την εποχή και την τύχη του Ελληνισμού. Ο Κωστής Παλαμάς δίνει τώρα το σημαντικότερο κομμάτι του έργου του, εκφράζοντας το εθνικό πρόβλημα αλλά και το όραμα της ανάτασης. Ένας ποιητής εκτός του ελλαδικού χώρου, Έλληνας της Αλεξάνδρειας, ο Κωνσταντίνος Καβάφης, δημιουργεί ένα ποιητικό έργο μοναδικό στη νεοελληνική και παγκόσμια γραμματολογία. Την ίδια εποχή, πρωτοδημιουργούν τρεις σημαντικές προσωπικότητες των νεοελληνικών γραμμάτων, ο ’γγελος Σικελιανός, ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Κώστας Βάρναλης.
Αντιλήψεις φιλοσοφικές και πολιτικές, ειδικά οι σοσιαλιστικές, εισέρχονται από τον ευρωπαϊκό χώρο και διαμορφώνουν το ιδεολογικό σύμπαν και το έργο των δημιουργών. Οι νέες απόψεις διακινούνται κυρίως μέσω των περιοδικών, λογοτεχνικών κυρίως, χώρων διαλόγου των διανοουμένων της εποχής, άσκησης λογοτεχνικής κριτικής και προώθησης των ανακαινιστικών τάσεων, ειδικά γύρω από το γλωσσικό και το εκπαιδευτικό ζήτημα.
Η πεζογραφία καλλιεργεί τη δημοτική γλώσσα και οι δημιουργοί κινούνται στα όρια της ηθογραφίας ή τείνουν να την ξεπεράσουν προχωρώντας προς μια κοινωνική πεζογραφία. Ο Μακεδονικός Αγώνας και γενικότερα η εθνική ολοκλήρωση, η πεποίθηση στις ελληνικές δυνατότητες εμπνέουν άλλους διανοούμενους και λογοτέχνες, ενώ ο στοχασμός πάνω στο εθνικό, στον Ελληνισμό είναι στο κέντρο των ενδιαφερόντων πολλών από αυτούς.
Το θέατρο αναζωογονείται και σε επίπεδο συγγραφής θεατρικών έργων αλλά και γενικότερα ως θεσμός δημιουργώντας ελληνική θεατρική παράδοση, ενώ η μουσική αποκτά για πρώτη φορά εθνικό στίγμα τείνοντας στην καλλιέργεια εθνικής ελληνικής σχολής.
Τα ευρωπαϊκά ρεύματα μετακενώνονται στον ελληνικό χώρο, για να μεταγραφούν σε ένα ελληνικό καλλιτεχνικό ιδίωμα. Τα νέα ρεύματα στη ζωγραφική και τη γλυπτική έχουν την τάση να παραμερίζουν τον ακαδημαϊσμό των προηγούμενων χρόνων, ο οποίος όμως ακόμα σε αυτή την περίοδο είναι κυρίαρχος, ενώ εξελίσσονται και αυτονομούνται καλλιτεχνικά η χαρακτική και η φωτογραφία. Μεγάλοι δημιουργοί, ο Κωνσταντίνος Παρθένης, ο Κωνσταντίνος Μαλέας και ο Γιώργος Μπουζιάνης κάνουν αυτά τα χρόνια την εμφάνισή τους, για να ολοκληρώσουν το έργο τους στη μετέπειτα περίοδο σημειώνοντας τη στροφή από την παράδοση στη μοντερνικότητα.
Η εποχή συνιστά συνολικά μια μεταβατική περίοδο από την παράδοση προς νεοτερικές μορφές τέχνης, οι οποίες βέβαια θα εκδηλωθούν πραγματικά και θα καλλιεργηθούν στην ιστορική συγκυρία της μετέπειτα περιόδου, του Μεσοπολέμου. Παράλληλα, τα χρόνια αυτά δημιουργεί στο Πήλιο το δικό του μοναδικό έργο ο ζωγράφος Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, εικονογραφώντας με τον πιο αυθεντικό τρόπο αδιάσπαστη την ελληνική παράδοση, αναδεικνυόμενος έτσι ως δάσκαλος της «ελληνικότητας», όπως θα τον αναγνωρίσουν οι δημιουργοί της γενιάς του ’30 την επόμενη περίοδο.
Η καλλιτεχνική κίνηση διογκώνεται και όλο και περισσότερες εκθέσεις ζωγραφικής οργανώνονται, ομαδικές και ατομικές, από το 1901 και μετά. Η «Εταιρεία Φιλοτέχνων» οργανώνει εκθέσεις στο Μέγαρο Κούπα, η «Ελληνική Καλλιτεχνική Εταιρεία» στο Ζάππειο. Το 1900 ιδρύθηκε το πρώτο καλλιτεχνικό σωματείο, ο «Σύνδεσμος Ελλήνων Kαλλιτεχνών», για να ακολουθήσουν και άλλα, ενώ το 1900 ιδρύεται η Εθνική Πινακοθήκη.
Ο από το 1898 ιδρυμένος «Σύλλογος προς διάδοσιν των ωφελίμων βιβλίων» συμβάλλει στην πνευματική ανάπτυξη. Αναπτύσσονται τέλος όλο και περισσότερο οι επιστήμες που μελετούν το ελληνικό παρελθόν.
Το κύριο ιδεολογικό πρόβλημα για την ελληνική κοινωνία των αρχών του 20ού αιώνα ήταν το γλωσσικό. Ο αγώνας για την επικράτηση της δημοτικής, ο οποίος συνδεόταν με τα αιτήματα για ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές μεταρρυθμίσεις, ήταν αναπόσπαστα δεμένος και με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Γύρω του συσπείρωσε πολλούς από τους ανθρώπους των ελληνικών γραμμάτων και της διανόησης παρόλες τις μεταξύ τους αποκλίσεις κυρίως ως προς τις κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις του δημοτικισμού. Η εποχή διακρίνεται από μεγάλη μαχητικότητα και έχει χαρακτηριστεί ως η «ηρωική εποχή του δημοτικισμού». Για πρώτη φορά οι δημοτικιστές συσπειρώνονται σε οργανώσεις, αναλαμβάνοντας περισσότερο δυναμικό ρόλο στην πνευματική ζωή του τόπου.
Ο χώρος ως τοπίο γίνεται αντικείμενο μιας ελληνικής αισθητικής θεωρίας, δημιούργημα του Περικλή Γιαννόπουλου, αλλά και εμπνέει τη ζωγραφική, η οποία ανακαλύπτει και μορφοποιεί εικαστικά το ελληνικό τοπίο και φως.
Η πόλη μεγαλώνει και το αστικό περιβάλλον εισβάλλει στη λογοτεχνία, η οποία παρακολουθεί τις μετακινήσεις του πληθυσμού και τον κοινωνικό μετασχηματισμό εκτοπίζοντας την ύπαιθρο της ηθογραφίας.
Η αρχιτεκτονική συνεχίζει στο νεοκλασικό ιδίωμα του περασμένου αιώνα, αλλά και νέες μορφές αναδεικνύονται, ενώ παρατηρείται και ένας προβληματισμός, περισσότερο θεωρητικός και όχι ακόμα στην πράξη, για την αναζήτηση μιας ελληνικής αρχιτεκτονικής, στηριγμένης στη μελέτη της παραδοσιακής και ειδικά της βυζαντινής.
H περίοδος που εξετάζουμε ορίζεται από δύο γεγονότα της πολιτικής ιστορίας: τον πόλεμο του 1897 και τη Mικρασιατική Kαταστροφή.
Tα οικονομικά φαινόμενα όμως έχουν τη δική τους λογική και υπερβαίνουν τα συμβατικά αυτά όρια. Οι γενικότερες οικονομικές τάσεις καλύπτουν μεγάλα χρονικά διαστήματα, ωστόσο συναντώνται και με τα γεγονότα της συγκυρίας. Η αγροτική παραγωγή για παράδειγμα αποτελεί σταθερά τον κυρίαρχο παράγοντα στην οικονομική ζωή του τόπου σε όλο το 19ο και στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Oι οικονομικές εξελίξεις των αρχών του 20ού αιώνα καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από την εκσυγχρονιστική οικονομική πολιτική που ακολούθησε ο Χαρίλαος Tρικούπης κατά την προηγούμενη φάση και τα αποτελέσματά της. H πτώχευση του 1893 οδήγησε στο Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο το 1898, ο οποίος παράλληλα συνδέεται και με τις υποχρεώσεις που επέβαλλε η ήττα του 1897. Τα μεγάλα έργα όπως οι σιδηρόδρομοι, που αποτέλεσαν βασικές επιλογές της τρικουπικής περιόδου, ολοκληρώνονται σε αυτή τη φάση και επηρεάζουν θετικά το σύνολο της οικονομίας. H ναυτιλία βρίσκεται επίσης σε διαρκή διαδικασία ανάπτυξης με την οριστική μετάβαση από το ιστίο στον ατμό.
Mετά το 1898 και ως το 1909 τα οικονομικά δεδομένα αρχίζουν να ανακάμπτουν. H πολιτική του Γεώργιου Θεοτόκη, πρωθυπουργού στο μεγαλύτερο μέρος της περιόδου, επιτυγχάνει μια σχετική νομισματική και συναλλαγματική σταθερότητα. Παράλληλα, βελτιώθηκαν οι επιδόσεις στο εξωτερικό εμπόριο, ενώ τη μικρή υπεροχή των εισαγωγών έναντι των εξαγωγών την εξισορροπούν οι άδηλοι πόροι από την αναπτυσσόμενη ναυτιλία και η υπερατλαντική μετανάστευση. Παρατηρούνται και κάποιες προσπάθειες ανάπτυξης στη βιομηχανία χωρίς αξιόλογα αποτελέσματα. Στην αγροτική οικονομία της νότιας Eλλάδας το σταφιδικό ζήτημα σηματοδότησε την εποχή και οδήγησε σε κοινωνικές εκρήξεις, οι οποίες όμως δεν είχαν εντυπωσιακά επακόλουθα.
Tο ενδιαφέρον για τον τραπεζικό τομέα δεν είναι αρκετά έντονο όπως στην προηγούμενη φάση. H τάση αυτή επανέρχεται στη δεύτερη δεκαετία του αιώνα. Σε ό,τι αφορά τα φορολογικά ζητήματα εξακολουθεί να κυριαρχεί η έμμεση φορολογία και η σχετικά πολύ μικρή συμμετοχή στα δημόσια βάρη των μεγάλων εισοδημάτων.
Στο νομισματικό επίπεδο παρατηρείται μια βελτίωση της συναλλαγματικής θέσης της δραχμής που συναρτάται με τη βελτίωση των μεγεθών των δημόσιων οικονομικών.
H βελτίωση των οικονομικών δεδομένων της χώρας δημιουργεί τις κοινωνικές προϋποθέσεις για το κίνημα στο Γουδί το 1909 και τη γενικότερη ανορθωτική προσπάθεια του Ελευθέριου Bενιζέλου που ακολούθησε, κυρίως όμως για την πολεμική προσπάθεια ανάμεσα στο 1912 και το 1922. Tο κράτος τα χρόνια αυτά αντιμετώπιζε έντονα οικονομικά προβλήματα που εξηγούνται βέβαια από τη συνεχή πολεμική προσπάθεια. Oι πόλεμοι από τη μια κινητοποίησαν τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας, από την άλλη όμως εξάντλησαν τα περιθώρια των δημόσιων οικονομικών. Eκείνη την εποχή οι Έλληνες της διασποράς μεταφέρουν μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων τους στην Eλλάδα και συμμετέχουν πιο ενεργά στα οικονομικοκοινωνικά τεκταινόμενα εντός του ελληνικού κράτους.
Mετά την είσοδο της χώρας στον A’ Παγκόσμιο Πόλεμο αναμενόταν η συμμαχική βοήθεια, οι λεγόμενες Συμμαχικές Πιστώσεις. Στη βάση αυτών σχεδιάστηκε και η Mικρασιατική Eκστρατεία. H διακοπή τους μετά την πολιτική αλλαγή του Νοεμβρίου του 1920 με την επαναφορά του βασιλιά Κωνσταντίνου σε συνδυασμό με την αδυναμία συνάψης νέων δανείων συνέτεινε από οικονομικής απόψεως στην κατάρρευση του μετώπου. H Μικρασιατική Καταστροφή βρίσκει τη χώρα σε τραγική οικονομική κατάσταση.
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι – Το ξέπλημα μιας ντροπής
Οι Βαλκανικοί πόλεμοι ήταν δύο πόλεμοι που έγιναν στα Βαλκάνια το 1912-1913 στους οποίους αρχικά η Βαλκανική Συμμαχία (Σερβία, Μαυροβούνιο, Ελλάδα και Βουλγαρία) επιτέθηκε και απέσπασε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία την Μακεδονία και το μεγαλύτερο μέρος της Θράκης, ενώ στη συνέχεια, μετά τις διαφωνίες μεταξύ των νικητών για τον τελικό διαμοιρασμό των εδαφών, ξέσπασε δεύτερος πόλεμος (αυτή τη φορά με τη συμμετοχή και της Ρουμανίας) από τον οποίο εξήλθε ηττημένη η Βουλγαρία, χάνοντας το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών που είχε αρχικά κατακτήσει.
Τον Μάρτιο του 1912 η Σερβία και η Βουλγαρία με την έγκριση της Γερμανίας υπέγραψαν συμμαχία εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Βάσει της συμφωνίας σε περίπτωση νίκης επί των Τούρκων, η Βουλγαρία θα προσαρτούσε τα εδάφη ανατολικά του Στρυμόνα, η Σερβία τα εδάφη βόρεια του όρους Σκάρδος. Οι δύο χώρες δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν για το μοίρασμα των εδαφών της Μακεδονίας. Στην συμμαχία προστέθηκε αργότερα και το Μαυροβούνιο.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος που ήταν τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας, θεωρώντας ότι, αν ξεσπάσει ένοπλη σύγκρουση στα Βαλκάνια χωρίς Ελληνική συμμετοχή θα χανόταν για πάντα η δυνατότητα να υλοποιηθούν οι ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις στη Μακεδονία και τη Θράκη, υπέγραψε τον Μάιο του 1912 αμυντική συμμαχία με τη Βουλγαρία. Οι δύο χώρες επίσης δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν για το μοίρασμα των εδαφών της Μακεδονίας και συναίνεσαν απλώς στο να κρατήσει κάθε χώρα όσα εδάφη θα κατάφερνε να αποσπάσει από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Ένας παράγοντας που ώθησε την Βουλγαρική ηγεσία να δεχθεί τέτοιου είδους συμφωνία ήταν το γεγονός πως η ήττα της Ελλάδας κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 είχε δημιουργήσει στους υπολοίπους Βαλκάνιους την πεποίθηση ότι ο Ελληνικός Στρατός δεν αποτελούσε υπολογίσιμο παράγοντα. Οι Βούλγαροι, οι οποίοι θεωρούσαν ότι είναι «οι Πρώσοι των Βαλκανίων», πίστευαν ότι στην καλύτερη περίπτωση ο Ελληνικός Στρατός θα κολλούσε στα σύνορα ή θα σημείωνε λίγες τοπικές επιτυχίες χωρίς πάντως να μπορέσει να διεκδικήσει με αξιώσεις εδάφη που αποτελούσαν στόχο της Βουλγαρίας. Δέχθηκαν όμως την συμμαχία με την Ελλάδα επειδή πίστευαν στο αξιόμαχο του Ελληνικού στόλου, ο οποίος είχε την δυνατότητα να εμποδίσει την μεταφορά ενισχύσεων από τα λιμάνια της Μικράς Ασίας προς την Ευρωπαϊκή Τουρκία, όπως και πράγματι έκανε.
Με τις τολμηρές του διπλωματικές πρωτοβουλίες ο Βενιζέλος ήρθε σε αντίθεση με την ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, το οποίο (όπως και ο Ίων Δραγούμης) λόγω και του πρόσφατου Μακεδονικού αγώνα θεωρούσε πιο επικίνδυνο αντίπαλο την Βουλγαρία και εξέταζε την περίπτωση συμμαχίας με την Τουρκία. Με δεδομένη την πρόσφατη περίοδο του Μακεδονικού αγώνα, την αντιπαλότητα με τη Βουλγαρία και γενικότερα με τους φορείς των ιδεών του πανσλαβισμού, στην ελληνική πολιτική ζωή κυριαρχούσε από τα τέλη του 19ου αιώνα η ιδέα του σλαβικού κινδύνου. Η Ελλάδα αντιμετώπιζε το δίλημμα εάν θα ήταν προτιμότερη η συμμαχία με τους Χριστιανούς Σλάβους εναντίον των Τούρκων ή εάν η σλαβική απειλή ήταν τόσο επικίνδυνη ώστε θα έπρεπε να προτιμηθεί η συμμαχία με την καταρρέουσα Οθωμανική αυτοκρατορία, η οποία μετεξελισσόμενη θα μπορούσε ίσως και να κυβερνηθεί από Έλληνες.
Ο καταστροφικός πόλεμος του 1897 είχε επηρεάσει πολλούς, ανάμεσα τους και τον Ίωνα Δραγούμη ο οποίος θεώρησε ότι το Ελληνικό κράτος είχε αποτύχει και ότι η πρόοδος του Ελληνισμού θα έπρεπε να αναζητηθεί με μία αυτοκρατορική λογική μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι απόψεις αυτές φτάνουν στο αποκορύφωμά τους λίγο πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους όταν ο Ίων Δραγούμης απογοητευμένος από το Ελληνικό κράτος μιλάει πιο ιδεαλιστικά για «ανατολικό κράτος», απαξιώνοντας «το κρατίδιον», όπως αποκαλούσε την Ελλάδα. Αντίθετα ο Βενιζέλος, τέκνο της Κρήτης η οποία είχε μόλις πρόσφατα αποκτήσει την αυτονομία της, εμφανιζόταν περισσότερο ως οπαδός του κλασσικού αλυτρωτισμού του 19ου αιώνα. Θέτοντας δε ως άμεσο στόχο την απελευθέρωση των Οθωμανικών κτήσεων στην Ευρώπη, χωρίς μάλιστα προηγούμενη συμφωνία για το μοίρασμα τους, άλλαξε άρδην την εξωτερική πολιτική. Η επιλογή του Βενιζέλου για συμμαχία με τη Βουλγαρία αποτελούσε μεγάλη τομή ειδικά για την παλιά γενιά του μακεδονικού αγώνα. Τελικά ο κρητικός πολιτικός κατάφερε να υπερνικήσει τις αντιδράσεις της διπλωματικής γραφειοκρατίας, φροντίζοντας ταυτόχρονα να καταστήσει την χώρα ετοιμοπόλεμη, ώστε να μην επαναληφθεί η τραυματική εμπειρία του 1897.
Η αλήθεια είναι ότι μετά την επανάσταση στο Γουδί ο Ελληνικός στρατός είχε βελτιώσει με πολύ γρήγορους ρυθμούς το επίπεδο εκπαιδεύσεως με την άφιξη ξένων (Γαλλικών) εκπαιδευτικών αποστολών, είχε ανανεώσει και εκσυγχρονίσει τον εξοπλισμό του, και είχε διοικητικά αναδιοργανωθεί με την βελτίωση του συστήματος των προαγωγών των αξιωματικών και την απομάκρυνση των Βασιλοπαίδων από την ηγεσία. Ταυτόχρονα τέθηκε σε εφαρμογή και το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού του στόλου με αποκορύφωμα την αγορά του Θωρηκτού «Αβέρωφ».
Κατ΄ αρχήν κύριος μοχλός της στρατιωτικής προπαρασκευής, ήταν το αποτέλεσμα του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 εκ της μελέτης του οποίου τα συμπεράσματα που εξήχθησαν οδήγησαν την τότε στρατιωτική και πολιτική ηγεσία της Ελλάδας στην αναδιοργάνωση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, αλλά και στην επαύξηση της εκπαίδευσης με παράλληλο εκσυγχρονισμό των διατιθέμενων μέσων. Ένας δεύτερος μοχλός υπήρξε ο συνεχιζόμενος Μακεδονικός Αγώνας, τρίτος επίσης μοχλός ήταν το Κρητικό Ζήτημα. Πέραν όμως αυτών τα διάφορα παράλληλα γεγονότα που συνέβαιναν τότε στα Βαλκάνια, δεν άφηναν καμία αμφιβολία πως τα σύννεφα ενός γενικευμένου πολέμου δεν θ΄ αργούσαν να φανούν. Και βεβαίως η Ελλάδα δεν μπορούσε να αγνοήσει και τους ελληνογενείς πληθυσμούς της Μακεδονίας που υπέφεραν κυρίως από τις βουλγαρικές βαρβαρότητες.
Το 1900 επί κυβέρνησης Γ. Θεοτόκη, που ανέλαβε το 1899, συστήθηκε η «Γενική Διοίκηση Στρατού» υπό τον τότε Διάδοχο Κωνσταντίνο το 1904 εγκρίνεται και ψηφίζεται ο νέος οργανισμός του στρατού. Σύμφωνα με αυτόν ο ελληνικός στρατός συγκροτείται από τρεις Μεραρχίες. Παράλληλα δημιουργείται το «Ταμείο Εθνικής Αμύνης» από τους πόρους του οποίου παραγγέλθηκαν 60.000 τυφέκια Μάνλιχερ. Η συνολική δύναμη του ελληνικού «εν ενεργεία» στρατού ανέρχονταν μέχρι τότε σε 18.000 άνδρες από τους οποίους οι 8.000 ήταν αποσπασμένοι σε Βασιλική Χωροφυλακή, μεταβατικά αποσπάσματα, φρουρές φυλακών, Τελωνοφυλακή, ακόμη και Αγροφυλακή. Η υπόλοιπη στρατιωτική δύναμη ήταν κατανεμημένη σε διάφορες πόλεις της χώρας, σε τέτοια διασπορά όμως, που ήταν αδύνατη η εκπαίδευση των μονάδων.
Το 1906 και συνέχεια της ίδιας κυβέρνηση, μετά τη βελτίωση των δημοσίων οικονομικών, λήφθηκαν και τα πρώτα σοβαρά μέτρα στρατιωτικής ανασυγκρότησης τα οποία και εξακολούθησαν να επιταχύνονται κατά τη διάρκεια της μακράς θητείας της κυβέρνησης Θεοτόκη. Το Ταμείο Εθνικής Αμύνης με μια σειρά διαταγμάτων προικοδοτήθηκε με νέους πόρους έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η παραγγελία άλλων 40.000 ακόμη τυφεκίων Μάνλιχερ που παραλήφθηκαν το ίδιο έτος, ενώ συνάφθηκε δάνειο 20.000.000 δρχ. που διατέθηκε στο παραπάνω Ταμείο για παραγγελίες υλικού επιστράτευσης και κατασκευή αποθηκών. Το ύψος εκείνων των παραγγελιών καθώς και των ετών 1907, 1908, και 1909 (επί Θεοτόκη) ανήλθε στο συνολικό ποσό των 77.000.000 δρχ. Έτσι το 1909 όταν μετά τη παραίτηση του Γ. Θεοτόκη ανέλαβε ο Δ. Ράλλης ο ελληνικός στρατός είχε παραλάβει συνολικά: 100.000 Τυφέκια Μάνλιχερ, 7.000 Αραβίδες Μάνλιχερ, 10 Πυροβολαρχίες ταχυβόλων, 36.000.000 Φυσίγγια νέου τυφεκίου, όπως και υλικό επιστράτευσης για δύναμη τριών μεραρχιών και κάποια δευτερεύοντα είδη που δεν είχαν ακόμη παραληφθεί.
Ο Στρατός Θεσσαλίας στον οποίο συγκεντρώθηκε το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων αποτελούνταν από: τις 1ης έως 7ης Μεραρχίες, 20 συντάγματα πεζικού, 1 σύνταγμα Κρητών, 1 τάγμα Ευζώνων, 3 Τάγματα Εθνοφρουράς, 1 ταξιαρχία ιππικού, 4 συντάγματα πεδινού και 2 μοίρες ορειβατικού πυροβολικού. Επίσης το μηχανικό αποτελούνταν από 2 συντάγματα σκαπανέων, 1 τάγμα γεφυροποιών και 2 λόχους τηλεγραφητών. Την δύναμη ενίσχυαν και 4 αεροσκάφη.
Ο Στρατός Ηπείρου, που ο ρόλος του θα ήταν δευτερεύων, αποτελούνταν από την 8η Μεραρχία, 1 σύνταγμα πεζικού, 4 τάγματα Ευζώνων, 1 τάγμα Εθνοφρουράς, 1 Ίλη ιππικού, 1 μοίρα πεδινού, 1 ορειβατικού και 1 τοπομαχικού πυροβολικού. Επίσης πλαισιωνόταν και από έναν λόχο μηχανικού.
Εκτός όμως των παραπάνω προμηθειών και κατασκευών αποθηκών κ.λπ. η κυβέρνηση Θεοτόκη προώθησε τη βελτίωση του ελληνικού στόλου. Δέκα χρόνια πριν ο ελληνικός στόλος απαρτιζόταν από απαρχαιωμένα σκάφη, με εξαίρεση τα θωρηκτά που αποκτήθηκαν το 1890 και τα τορπιλοβόλα που είχε αγοράσει η Κυβέρνηση του Τρικούπη. Έτσι το 1900 ιδρύθηκε και το «Ταμείο Εθνικού Στόλου» το οποίο και ενισχύθηκε με 2.500.000 φράγκα που κληροδότησε ο Γεώργιος Αβέρωφ ενώ κατ΄ έτος αντλούσε επίσης 925.000 δραχμές από κονδύλια του προϋπολογισμού. Τον Νοέμβριο του 1908 ξεκινά η παραγγελία του θωρηκτού καταδρομικού κλάσης «Πίζα», που ονομάσθηκε «Γ. ΑΒΕΡΩΦ» και κατέπλευσε μόλις το 1911. Επίσης τότε, την ίδια περίοδο (1906) και για πρώτη φορά ξεκίνησε η σύντονη εκπαίδευση του στρατού. Ο Θεοτόκης με μια αποφασιστική ενέργεια κατάργησε όλες εκείνες τις αποσπάσεις των αξιωματικών του στρατού σε άλλες υπηρεσίες, αστυνομία, αποσπάσματα, φύλαξη λιμένων κ.λπ. απελευθερώνοντας χρηματικούς πόρους. Έτσι το 1907 ξεκινά η εκπαίδευση του στρατού καθώς και των έφεδρων τεσσάρων προηγουμένων κλάσεων. Το 1908 εκπαιδεύονται όλες οι κλάσεις από 1900 μέχρι και 1908. Το δε 1909 συνεχίσθηκε η συμπληρωματική εκπαίδευση τριών κλάσεων 1902, 1904 και 1906.
Στόλος Αιγαίου:
Θωρηκτά: 4 (Αβέρωφ, Σπέτσαι, Ψαρά, Ύδρα)
Αντιτορπιλλικά: 10[1] (Βέλος, Σφενδόνη, Λόγχη, Νίκη, Ναυκρατούσα, Δόξα, Νέα Γενεά, Ασπίς, Θύελλα, Κεραυνός)
Ανιχνευτικά: 4 (Λέων, Πάνθηρ, Αετός, Ιέραξ)
Τορπιλλοβόλα: 5 (11, 12, 14, 15, 16)
Υποβρύχια: 1 (Δελφίν)
Υδροπλάνα: 1 (Ναυτίλος)
Οπλιταγωγά: 1 (Σφακτηρία)
Ναρκοθετικά: 1 (Άρης)
Ανεφοδιαστικά: 1 (Κανάρης)
Μοίρα Ιονίου:
Ατμοβάριδες: 2 (Άκτιον, Αμβρακία)
Ατμομυοδρόμωνες: 4 (Αλφειός, Αχελώος, Πηνειός, Ευρώτας)
Κανονιοφόροι: 3 (Α, Β, Δ)
Μοίρα Ευδρόμων:
Επίτακτα εξοπλισμένα:
Εμπορικά: 5 (Εσπερία, Μυκάλη, Μακεδονία, Αθήναι, Αρκαδία)
Βοηθητικά: 3 (Αιγιαλεία, Μονεμβασία, Ναυπλία)
Χωρίς αυτή τη προπαρασκευή όπως σημειώνουν σύγχρονοι στρατιωτικοί αναλυτές η Ελλάδα θα ήταν αδύνατον να βρεθεί έτοιμη στις ραγδαίες εκείνες εξελίξεις παρόλο τον πυρετώδη αγώνα που κατέβαλε στη συνέχεια ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος του 1909 και η κυβέρνηση του Ε. Βενιζέλου μεταξύ των ετών 1909 – 1912 με ακόμη επιτάχυνση της εκπαίδευσης και του εξοπλισμού του ελληνικού στρατού. Σημειώνεται επίσης ότι και η Οθωμανική Αυτοκρατορία βλέποντας μάλλον θορυβημένη την αύξηση της ελληνικής ναυτικής δύναμης παρήγγειλε το 1910 δύο γερμανικά καταδρομικά. Η ναυτική όμως υπεροχή και υπεροπλία της Ελλάδας ήταν ήδη δεδομένη έναντι της χαώδους κατάστασης που επικρατούσε στον τουρκικό στόλο που ήταν αμφίβολος ακόμη και ο απόπλους του λόγω ακριβώς της παντελούς έλλειψης ναυτικής εκπαίδευσης.
Α’ Βαλκανικός Πόλεμος
Ο Βαλκανικός Συνασπισμός είχε ζητήσει με την διακοίνωση τους προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία για βελτίωση των πολιτικών συνθηκών στις ευρωπαϊκές τις επαρχίες. Η διακοίνωση απορίφθηκε και ξεκίνησε ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος με δύο κηρύξεις πολέμων: στις 4 Οκτωβρίου 1912 η Οθωμανική Αυτοκρατορία στις Σερβία, Μαυροβούνιο και Βουλγαρία και στις 5 Νοεμβρίου η Ελλάδα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η Μάχη του Σαρανταπόρου ή μάχη των στενών της Πέτρας αποτελεί την πρώτη πολεμική επιχείριση της Ελλάδας στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Έλαβε χώρα στις 9 Οκτωβρίου του 1912 στα Στενά του Σαραντάπορου. Μετά τη σύγκρουση της πρώτης μέρας, οι τουρκικές δυνάμεις συμπτύχθηκαν προς τα Σέρβια, αφήνοντας στα χέρια του ελληνικού στρατού αρκετό υλικό και λίγους αιχμαλώτους. Οι ελληνικές δυνάμεις έπειτα από ισχυρή αντίσταση των τουρκικών δυνάμεων, πέτυχαν μια σημαντική νίκη η οποία άνοιξε το δρόμο για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.
Η Στρατιά Θεσσαλίας με επικεφαλής τον Διάδοχο Κωνσταντίνο (με τον Στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή ως επικεφαλής του επιτελείου) είχε χωριστεί σε έξι μεραρχίες, με την 7η Μεραρχία να κατευθύνεται προς την Λάρισα, μια ταξιαρχία ιππικού και δύο αποσπάσματα Ευζώνων (Σ/χη Γεννάδη – Σ/χη Κωνσταντινοπούλου) των δύο ανεξαρτήτων ταγμάτων έκαστο.
Ενάντια στον ελληνικό στρατό, οι Οθωμανοί ανέπτυξαν το VIII σώμα τους υπό τον στρατηγό Χασάν Ταχσίν Πασά, με τρία τμήματα: τό τακτικό Τμήμα 22ο στην Κοζάνη και δύο αποθεματικές διαιρέσεις. Η οθωμανική δύναμη ανερχόταν σε 14 τάγματα πεζικού, με περαιτέρω 11 στο αποθεματικό, που υποστηρίζεται από 24 πυροβόλα και τρεις πυροβολαρχίες. Ωστόσο, οι Οθωμανικοί σχηματισμοί ήταν έως 25% αποδυναμωμένοι, δεδομένου ότι οι Οθωμανοί είχαν αποστρατεύσει μεγάλα τμήματα του στρατού τους τον Αύγουστο. Οι Οθωμανοί ήλπιζαν να κρατήσουν τη φυσικη οχυρή θέση της διάβασης του Σαρανταπόρου, η οποία ήταν εκτενώς οχυρωμένη υπό την εποπτεία μιας γερμανικής στρατιωτικής αποστολής πριν τον πόλεμο.
Σύμφωνα με τον τύπο της εποχής ,το πρωί της 9 Οκτωβρίου 1912 ο Ελληνικός στρατός πέρασε τα σύνορα και προέλασε μέχρι την διάβαση του Σαρανταπόρου την οποία οι Οθωμανοί εγκατέλειψαν, φοβούμενοι μην κυκλωθούν. Οι Οθωμανοί υποχώρησαν ενδότερα και σταμάτησαν έξω από τα Σέρβια. Οι πρώτες Ελληνικές προφυλακές έφτασαν στα στενά της πέτρας στις 10:00 το πρωί, ενώ οι Οθωμανοί ξεκίνησαν με πυροβολισμούς πρώτοι την μάχη, οι οποίοι είχαν αποφασίσει να αντισταθούν εκεί. Όταν κατέφθασε και ο υπόλοιπος Ελληνικός στρατός ανεπτύχθη σε θέση μάχης και άρχισε να βάλει κατά των Οθωμανικών θέσεων, μαζί τους και το Ελληνικό πυροβολικό. Η μάχη διεκόπη την νύχτα και συνεχίστηκε την επόμενη μέρα, με αποτέλεσμα την κατάληψη της Διαβάσεως του Σαρανταπόρου από τις Ελληνικές δυνάμεις.
Μετά την κατάληψη της Διαβάσεως άρχισε και η υποχώρηση των Τούρκων προς τα Σέρβια. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας οι Τούρκοι υποχώρησαν προς την Κοζάνη καταδιωκόμενοι από τον Ελληνικό στρατό. Στις 11 Οκτωβρίου η μάχη είχε λήξει και το απόγευμα οι Ελληνικές δυνάμεις έμπαιναν στα Σέρβια απελευθερώνοντας τα και τυπικά. Στα Σέρβια εγκαταστάθηκε προσωρινά το Στρατηγείο και το γενικό επιτελείο. Σήμερα λειτουργεί Μουσείο της Μάχης του Σαρανταπόρου το οποίο γειτνιάζει με το τουρκικό Χάνι του Χατζηγώγου.
Η μάχη των Γιαννιτσών ήταν μια από τις σημαντικότερες του Α’ Βαλκανικού Πολέμου. Ξεκίνησε στις 19 Οκτωβρίου 1912 με τον Ελληνικό Στρατό να επιτίθεται από τα δυτικά κατά των Τουρκικών δυνάμεων στα Γιαννιτσά και μετά από διήμερο σκληρό αγώνα να αναδεικνύεται νικητής.
Υπήρξε η πιο φονική μάχη των βαλκανικών πολέμων, ωστόσο η νίκη στα Γιαννιτσά άνοιξε το δρόμο για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.
Η περιοχή των Γιαννιτσών, που το τούρκικο επιτελείο επέλεξε ως αμυντική τοποθεσία, εκτός από το μειονέκτημα ότι είχε ένα μεγάλο φυσικό κώλυμα στα νώτα της, τον Αξιό ποταμό, προσφέρονταν για άμυνα με μέτωπο προς τα δυτικά, καθώς απέκλειε την κύρια οδική αρτηρία της Θεσσαλονίκης και ταυτόχρονα στήριζε ικανοποιητικά τα πλευρά της στο όρος Πάικο και στη λίμνη των Γιαννιτσών. Επίσης η επάνδρωσή της απαιτούσε σχετικά περιορισμένες δυνάμεις. Στην περιοχή οι Τούρκοι εγκατέστησαν την 14η Μεραρχία Σερρών, ενισχυμένη με τις δυνάμεις που συμπτύχθηκαν από τον Σαραντάπορο.
Η έλλειψη πληροφοριών σχετικά με το μέγεθος και τις προθέσεις του τουρκικού στρατού, ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της μάχης. Το γεγονός αυτό, σε συνάρτηση με την ανάγκη άμεσης κατάληψης της Θεσσαλονίκης, ανάγκασε το ελληνικό Γενικό Στρατηγείο να προχωρήσει σε μάχη εκ συναντήσεως, χρησιμοποιώντας κατά την προέλασή του 6 μεραρχίες.
Στις 19 Οκτωβρίου άρχισε η ελληνική προέλαση με τις 1η, 2η, 3η, 4η και 6η Μεραρχίες στον άξονα βόρεια της λίμνης και την 7η Μεραρχία, την Ταξιαρχία Ιππικού και το απόσπασμα ευζώνων Κωνσταντινοπούλου, στον άξονα νότια της λίμνης. Μέχρι το μεσημέρι, η 6η Μεραρχία κατάφερε να προωθηθεί στο χωριό Αμπελιές, η 4η Μεραρχία στο χωριό Μυλότοπος, η 1η και η 2η στο χωριό Καρυώτισσα και η 3η Μεραρχία στο χωριό Μελίσσι. Από τις θέσεις αυτές, οι Μεραρχίες που δρούσαν βόρεια της λίμνης εξαπέλυσαν επίθεση εναντίον της εχθρικής τοποθεσίας. Τις τελευταίες απογευματινές ώρες, τα ελληνικά τμήματα κατάφεραν να διασπάσουν την εχθρική γραμμή και να φτάσουν έξω από την πόλη των Γιαννιτσών. Οι δυνάμεις που δρούσαν νότια της λίμνης δεν μετακινήθηκαν από τις θέσεις τους.
Κατά την διάρκεια της νύχτας διακόπηκαν οι επιχειρήσεις και συνεχίστηκαν το πρωί της 20ης Οκτωβρίου. Ο τουρκικός στρατός βλέποντας την αρνητική έκβαση της μάχης, άρχισε να συμπτύσσεται. Την ίδια στιγμή, τα ελληνικά τμήματα νότια της λίμνης δεν κατάφεραν να περάσουν εγκαίρως τον Λουδία ποταμό και ως αποτέλεσμα οι Τούρκοι υποχώρησαν ανενόχλητοι περνώντας από τον Αξιό. Οι κακές καιρικές συνθήκες καθώς και η συγκέντρωση πολλών ελληνικών μονάδων στην περιοχή, δεν επέτρεψαν την επιτυχή καταδίωξη του αντιπάλου.
Οι απώλειες του ελληνικού στρατού ανήλθαν σε 188 νεκρούς και σε 973 τραυματίες, όμως πιθανότατα ο πραγματικός αριθμός να είναι μεγαλύτερος. Οι τουρκικές δυνάμεις είχαν πολλαπλάσιους νεκρούς στο πεδίο της μάχης, περίπου 3.000.
Αμέσως μετά την μάχη, οι ελληνικές δυνάμεις, αφού επισκεύασαν τις γέφυρες που είχαν καταστρέψει οι Τούρκοι, πέρασαν την ανατολική όχθη του Αξιού και άρχιζαν να ετοιμάζουν την είσοδό τους στην Θεσσαλονίκη.
Η απελευθέρωση του Μετσόβου και η ενσωμάτωση του με την υπόλοιπη Ελλάδα, έγινε από τον Ελληνικό Στρατό στις 31 Οκτωβρίου 1912, πέντε ημέρες μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου 1912) και την σταθεροποίηση του μετώπου στη περιοχή της Μακεδονίας, ο ελληνικός στρατός διαθέτει πλέον την δυνατότητα μίας δυναμικής επέμβασης στο μέτωπο της Ηπείρου όπου μέχρι τότε περιορίζονταν σε έναν αμυντικό ρόλο.
Ο έλεγχος της πολύ σημαντικής διάβασης μεταξύ Ηπείρου Θεσσαλίας και Μακεδονίας συνιστούσε σημαντική παράμετρο για την επιτυχία αυτού του εγχειρήματος γεγονός που προϋπόθετε την κατάληψη του Μετσόβου.
Το τελευταίο δεκαήμερο του Οκτωβρίου του 1912, σώματα εθελοντών Κρητικών καθώς και ένα απόσπασμα 340 περίπου οπλιτών του τακτικού στρατού με επικεφαλής τον αντισυνταγματάρχη Μήτσα, προωθούνται μέσω του Θεσσαλικού χώρου στην ελληνοτουρκική μεθόριο που διέσχιζε τότε τα ανατολικά υψώματα του Μετσόβου.
Στις 31 Οκτωβρίου του 1912 τα ελληνικά σώματα, συνεπικουρούμενα από ανταρτικές ομάδες της Ηπείρου και Μετσοβιτών εθελοντών, έχοντας διαβεί ήδη από την νύχτα την κορυφογραμμή Κατάρας- Ζυγού επιτίθενται από τις 6π.μ. κατά ων τουρκικών φρουρών οι οποίες αριθμούσαν 205 στρατιώτες και διέθεταν παράλληλα 2 κανόνια. Οι πυροβολισμοί διήρκεσαν ως τις 4 μ.μ. οπότε υψώθηκε λευκή σημαία από τους εντός του φρουρίου του Μετσόβου πολιορκημένος Οθωμανούς στρατιώτες και υπαλλήλους προκειμένου να παραδοθούν.
Η είδηση της απελευθέρωσης του Μετσόβου, πατρίδα μεγάλων ευεργετών του Έθνους προκάλεσε ενθουσιασμό στο πανελλήνιο ενώ οι ημερήσιες οι εφημερίδες της Θεσσαλίας και των Αθηνών αφιέρωσαν πανηγυρικά άρθρα. Η κατάληψη της περιοχής του Μετσόβου αποτέλεσε γεγονός καθοριστικής σημασίας για τον στρατιωτικό σχεδιασμό των Ελληνικών δυνάμεων, αναφορικά με την επικείμενη απελευθέρωση των Ιωαννίνων η οποία συνέβη μετά από 4 μήνες. Για τους ίδιους του Μετσοβίτες σηματοδοτούσε τον τερματισμό της Οθωμανικής κυριαρχίας που διήρκεσε σχεδόν πέντε αιώνες.
Η Μάχη του Μπιζανίου (4-6 Μαρτίου, παλ. ημ. 19-21 Φεβρουαρίου 1913), υπήρξε η σημαντικότερη σύγκρουση κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο μεταξύ του ελληνικού και του τουρκικού στρατού στο μέτωπο της Ηπείρου. Η τοποθεσία Μπιζάνι με τις γειτονικές τοποθεσίες νότια των Ιωαννίνων, αποτέλεσε σημαντικό φυσικό σημείο άμυνας και το επέλεξαν οι Τούρκοι για να καθηλώσουν τον ελληνικό στρατό. Με τον κυκλωτικό ελιγμό όμως, που τελικά κατάφεραν οι Έλληνες, ανάγκασαν τον αντίπαλο σε άμεση παράδοση. Η νίκη στο Μπιζάνι αποτέλεσε το κλειδί για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, καθώς και ολόκληρης της ευρύτερης περιοχής της Ηπείρου.
Το υψίπεδο νοτίως των Ιωαννίνων είναι πεταλοειδές και από τη φύση του οχυρό: σχηματίζεται από βραχώδη και δυσπρόσιτα υψώματα που το περιβάλλουν. Στην τοποθεσία είχαν κατασκευασθεί μόνιμα οχυρωματικά έργα με την επίβλεψη Γερμανών αξιωματικών, που είχαν αναλάβει τον εκσυγχρονισμό των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων.
Το σχέδιο του τουρκικού επιτελείου προέβλεπε σταθερή άμυνα στην οχυρωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων και κυρίως στα υψώματα Μπιζάνι και Καστρίτσα. Ο Τούρκος Αρχιστράτηγος Εσσάτ Πασάς είχε στην διάθεσή του 4 μεραρχίες.
Ο ελληνικός στρατός Ηπείρου με επικεφαλής τον διάδοχο Κωνσταντίνο, αποτελούνταν από 4 μεραρχίες, 1 ταξιαρχία και ένα σύνταγμα πεζικού. Το σχέδιο της επίθεσης ήταν σχετικά ριψοκίνδυνο: προέβλεπε την ευρεία υπερκέραση (κύκλωση) από δυτικά της οχυρωμένης τοποθεσίας και την άμεση κατάληψη των Ιωαννίνων. Ταυτόχρονα, θα γίνονταν επιθέσεις στον κεντρικό και τον ανατολικό τομέα του μετώπου, με σκοπό την παραπλάνηση του εχθρού και την καθήλωση των τουρκικών δυνάμεων .
Στις 4 Μαρτίου τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο παραπλάνησης, με βολές πυροβολικού και επιθέσεις μονάδων πεζικού, από το Α’ τμήμα της ελληνικής Στρατιάς, στον τομέα Μπιζάνι-Κουτσελιό-Καστρίτσα. Το Β’ τμήμα της Στρατιάς συγκεντρώθηκε με μυστικότητα απέναντι από τον τομέα Μανωλιάσσα-Άγιος Νικόλαος-Τσούκα. Με το πρώτο φως της επόμενης μέρας, το Β’ τμήμα Στρατιάς εξαπέλυσε αιφνιδιαστική επίθεση με ιδιαίτερη σφοδρότητα. Με μια τολμηρή και βαθιά εισχώρηση στον δυτικό τομέα των επιχειρήσεων το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων, μαζί με το 9ο Τάγμα υπό τον Ταγματάρχη Ιωάννη Βελισσαρίου, κατάφερε να φτάσει στις παρυφές των Ιωαννίνων, στον Άγιο Ιωάννη.
Η είδηση ότι ο ελληνικός στρατός έφτασε έξω από τα Ιωάννινα, ταυτόχρονα καθιστούσε αδύνατη την υποχώρηση των Τούρκων και δημιούργησε πανικό στην διοίκηση του τουρκικού στρατού που ήταν εγκατεστημένη στην πόλη. Οι εύζωνες είχαν φροντίσει να καταστρέψουν τα τηλεφωνικά δίκτυα, διακόπτοντας έτσι την επικοινωνία της τουρκικής διοίκησης με τον στρατό της. Με αυτές τις συνθήκες, στις 23.00 της ίδιας μέρας ο Εσσάτ Πασάς έστειλε πρόταση παράδοσης του τουρκικού στρατού, καθώς δεν γνώριζε ότι στο Μπιζάνι και τον υπόλοιπο ανατολικό τομέα οι τουρκικές δυνάμεις διατηρούσαν ακέραιες τις θέσεις τους.
Στις 6 Μαρτίου 1913, με την αποδοχή της πρότασης παράδοσης, το Σύνταγμα Ιππικού της Στρατιάς Ηπείρου εισήλθε στα Ιωάννινα.
Οι απώλειες του ελληνικού στρατού κατά την μάχη, ανήλθαν σε 264 νεκρούς και τραυματίες. Η αποφασιστική αυτή νίκη άνοιξε τον δρόμο για την απελευθέρωση της ευρύτερης περιοχής των Ιωαννίνων και της Βόρειας Ηπείρου.
Η ναυμαχία της Έλλης την Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 1912, ήταν η πρώτη από τις δύο κορυφαίες μάχες μεταξύ του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού και του Οθωμανικού Στόλου κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο και πραγματοποιήθηκε στην έξοδο των στενών των Δαρδανελλίων (ή Ελλησπόντου). Η ναυμαχία έληξε με τη νίκη του ελληνικού στόλου και τον εγκλεισμό του οθωμανικού εντός των στενών.
Τους πρώτους μήνες του πόλεμου ο Οθωμανικός στόλος υπό την διοίκηση του ναύαρχου Ραμίζ Μπέη παρέμεινε προστατευμένος στα στενά των Δαρδανελίων (στο ναύσταθμο Ναγαρά), χωρίς να επιχειρήσει έξοδο στο Αιγαίο. Από την άλλη πλευρά ο ελληνικός στόλος υπό την διοίκηση του ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη κράτησε επιθετική στάση απελευθερώνοντας ένα ένα τα νησιά του Αιγαίου και αναμένοντας την έξοδο των τουρκικών πλοίων από τα Στενά. Αρχικά απελευθέρωσε τη Λήμνο και εγκατέστησε στον όρμο του Μούδρου το προκεχωρημένο αγκυροβόλιο του Στόλου. Ακολούθησε η απελευθέρωση του Αγίου Όρους, των νησιών του βορείου και ανατολικού Αιγαίου (Θάσος, Σαμοθράκη, Ίμβρος, Τένεδος, Άγιος Ευστράτιος, Μυτιλήνη, Χίος). Μετά την απελευθέρωση της Τενέδου στις 24 Οκτωβρίου/6 Νοεμβρίου ο ναύαρχος Κουντουριώτης έστειλε τηλεγράφημα στον Οθωμανό αρχηγό του στόλου με το μήνυμα «Σας περιμένομεν».
Ελληνικός Στόλος
Θωρικτά:
Στη ναυμαχία της Έλλης σημετείχαν και τα 4 ελληνικά θωρηκτά.
Γεώργιος Αβέρωφ
Εκτόπισμα: 9.956 τόννοι
Οπλισμός: 4 x 234 χιλ.(2 x 2), 8 x 190 χιλ.(4 x 2), 16 x 76 χιλ.(16 x 1), 4 x 47 χιλ.(4 x 1), 3 x 430 χιλ. τορπιλοβλιτικοί σωλήνες(3 x 1)
Θωράκιση: 200 χιλ. ζώνη ατράκτου/ 50 χιλ. κατάστρωμα
Ταχύτητα: 19,5 κόμβοι (41,6 χλμ/ώρα, 22,5 μίλια/ώρα)
Ύδρα, Σπέτσαι, Ψαρά
Εκτόπισμα: 4.808 τόννοι
Οπλισμός: 3 x 270 χιλ.(3 x 1), 4 x 150 χιλ.(4 x 1), 1 x 100 χιλ.(1 x 1), 4 x 86 χιλ.(4 x 1), 4 x 47 χιλ.(4 χ 1), 3 x 360 χιλ. τορπιλοβλιτικοί σωλήνες(3 x 1)
Θωράκιση: 75-300 χιλ. ζώνη ατράκτου/ 60 χιλ. κατάστρωμα
Ταχύτητα: 10,4 κόμβοι (22,2 χλμ/ώρα, 12 μίλια/ώρα)
Αντιτορπιλικά-Ανιχνευτικά:
Τα αντιτορπιλικά-ανιχνευτικά παρατάχθηκαν σε απόσταση 1.000 περίπου μέτρων αριστερά από τα θωρικτά.
Λέων, Πάνθηρ, Αετός, Ιέραξ
Εκτόπισμα: 880 τόννοι
Οπλισμός: 4 x 102 χιλ.(4 x 1), 1 x 37 χιλ.(1 x 1), 4 x 450 χιλ. τορπιλοβλιτικοί σωλήνες(4 x 1)
Ταχύτητα: 26 κόμβοι (55,5 χλμ/ώρα, 30 μίλια/ώρα)
6 ακόμα αντιτορπιλικά παραταχθηκαν ακόμη πιο αριστερά
Οθωμανικός Στόλος
Θωρηκτά:
Στη ναυμαχία της Έλλης σημετείχαν και τα 4 τουρκικά θωρηκτά.
Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, Τουργκούτ Ρέις
Εκτόπισμα: 10.013 τόννοι
Οπλισμός: 6 x 280 χιλ.(3 x 2), 8 x 105 χιλ.(8 x 1), 8 x 88 χιλ.(8 x 1), 4 x 47 χιλ.(4 x 1), 3 x 450 χιλ. τορπιλοβλιτικοί σωλήνες(3 x 1)
Θωράκιση: 300-400 χιλ. ζώνη ατράκτου/ 65 χιλ. κατάστρωμα
Ταχύτητα: 11,3 κόμβοι (24 χλμ/ώρα, 13 μίλια/ώρα)
Μεσουδιέ
Εκτόπισμα: 9.140 τόννοι
Οπλισμός: 2 x 234 χιλ.(3 x 1), 12 x 152 χιλ.(12 x 1), 14 x 76 χιλ.(14 x 1), 10 x 57 χιλ.(10 x 1)
Θωράκιση: 170-305 χιλ. ζώνη ατράκτου/ 25 χιλ. κατάστρωμα
Ταχύτητα: 11,3 κόμβοι (24 χλμ/ώρα, 13 μίλια/ώρα)
Ασάρ-Τεφήκ
Εκτόπισμα: 4.689 τόννοι
Οπλισμός: 3 x 150 χιλ.(3 x 1), 7 x 120 χιλ.(7 x 1), 6 x 76 χιλ.(16 x 1), 2 x 47 χιλ.(2 x 1)
Θωράκιση: 200 χιλ. ζώνη ατράκτου/ 75 χιλ. κατάστρωμα
Ταχύτητα: 7,8 κόμβοι (16,7 χλμ/ώρα, 9 μίλια/ώρα)
Καταδρομικά:
Το καταδρομικό Μεντητιέ κινήθηκε νοτιότερα από τα Θωρηκτά.
Μεντζητιέ
Εκτόπισμα: 4.967 τόννοι
Οπλισμός: 2 x 150 χιλ.(2 x 1), 8 x 120 χιλ.(8 x 1), 6 x 47 χιλ.(6 x 1), 6 x 37 χιλ.(6 x 1) 2 x 457 χιλ. τορπιλοβλιτικοί σωλήνες(2 x 1)
Θωράκιση: 60-90 χιλ. κατάστρωμα
Ταχύτητα: 17,4 κόμβοι (37 χλμ/ώρα, 20 μίλια/ώρα)
5 αντιτορπιλικά και 1 νοσοκομειακό πλοίο ακολουθούσαν το Μεντζητιέ
Η ναυμαχία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
To θωρηκτό Γεώργιος Αβέρωφ, σήμερα βρίσκεται στο ναυτικό πάρκο στο Τροκαντερό του Παλαιού Φαλήρου.
Την παραμονή, το βράδυ της Τετάρτης 17 Δεκεμβρίου 1912, σύμφωνα με τη διήγηση του παρόντος Τούρκου Πλωτάρχη Χασάν Σαμί Μπέη, οι Τούρκοι αξιωματικοί έγραψαν τις διαθήκες τους και αποσύρθηκαν νωρίς για ύπνο ώστε να είναι ακμαίοι το πρωί. Τα ξημερώματα, ο Μουεζίνης κάλεσε τα πληρώματα γονατιστά να προσευχηθούν. Αμέσως μετά, ο Τουρκικός στόλος απέπλευσε. Το πρωί της Τρίτης 16 Δεκεμβρίου στις 8 η ώρα με καλό καιρό και ήσυχη θάλασσα, άρχισε η έξοδος του Τουρκικού στόλου από τα Στενά. Οι καπνοί του εξερχόμενου από τα Δαρδανέλια Τουρκικού στόλου φαίνονταν καθαρά. Τα ελληνικά ελαφρά σκάφη που περιπολούσαν στην περιοχή έστειλαν μήνυμα στην ναυαρχίδα ειδοποιώντας την για την έξοδο. Η αναφορά «ΕΧ ΕΧ ΕΧ» (εχθρός εν όψει) διέτρεξε όλα τα ελληνικά πλοία. Στον τουρκικό στόλο προηγούνταν το καταδρομικό Μετζιτιέ και τρία αντιτορπιλλικά και ακολουθούσαν τα θωρηκτά Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα (ναυαρχίδα), Τουργούτ Ρεΐς, Μεσουντιέ και Ασάρι-ι-Τεφίκ. Στο τέλος βρίσκονταν 5 αντιτορπιλλικά και πλωτό νοσοκομείο σε γραμμή παραγωγής.
Ο ελληνικός στόλος με επικεφαλής την ναυαρχίδα θωρηκτό Αβέρωφ, ακολουθούμενη από τα θωρηκτά Ύδρα, Σπέτσες, αρχηγίδα του Μοιράρχου Πλοιάρχου Πέτρου Γκίνη και Ψαρά, και από πίσω τα αντιτορπιλλικά Αετός, Ιέραξ, Λέων και Πάνθηρ (τα αποκαλούμενα Θηρία) έσπευσε να συναντήσει τον αντίπαλο στόλο.
Τα τέσσερα τουρκικά θωρηκτά με την έξοδό τους έστριψαν δεξιά παραπλέοντας το ακρωτήριο της Έλλης (επειδή δεν ήθελαν να απομακρυνθούν από τα φρούρια της ακτής), ενώ τα ελληνικά στράφηκαν προς συνάντησή τους. Οι δύο στόλοι ήρθαν αντιμέτωποι στις 09:00 σε διάταξη μάχης και απόσταση 17 χλμ. Σε αυτό το σημείο ο ναύαρχος Κουντουριώτης σήμανε πολεμική έγερση και εξέπεμψε το παρακάτω ιστορικό σήμα προς τον στόλο:
Το ιστορικό σήμα επίθεσης φέρεται στο πρυμναίο κατάστρωμα του Θ/Κ Αβέρωφ.
Με την βοήθειαν του Θεού, τας ευχάς του Βασιλέως μας και εν ονόματι του Δικαίου, πλέω μεθ’ ορμής ακαθέκτου και με την πεποίθησιν της νίκης κατά του εχθρού του Γένους.
Ο ελληνικός στόλος δεν έβαλε πρώτος για να κάνει οικονομία πυρομαχικών. Ώρα 09:05 υψώνεται στο Αβέρωφ το προειδοποιητικό σήμα «αρχίσατε πυρ συγχρόνως μετά του Ναυάρχου». Στις 09:22 ο τουρκικός στόλος άνοιξε πρώτος πυρ από απόσταση 12.500 μ., ενώ ο ελληνικός περίμενε 3 λεπτά ανοίγοντας πυρ στις 09:25 από απόσταση 12.000 μ. Τα τουρκικά θωρηκτά έβαλλαν κυρίως εναντίον του Αβέρωφ με ταχύ πυρ αλλά χωρίς επιτυχία, ενώ και το Αβέρωφ δεν έκανε ακριβείς βολές.
Ο ελιγμός Ταύ. Τα πλοία του γαλάζιου στόλου, περνώντας μπροστά από τα εχθρικά, μπορούν να βάλλουν με όλα τα όπλα στην πρύμη και την πλώρη τους, ενώ του κόκκινου στόλου τα δύο πρώτα, μόνο με τα πρόσθια πυροβόλα.
Στις 09:35 με την απόσταση των δύο στόλων στα 9.500 μ. ο Κουντουριώτης αποδέσμευσε τον στόλο από τις κινήσεις της ναυαρχίδας του υψώνοντας την σημαία «Ζ» (κινούμαι ανεξάρτητα), και εκμεταλλευόμενος την μεγαλύτερη ταχύτητα του Αβέρωφ όρμησε ακάθεκτος με ταχύτητα 21 κόμβων, διαγράφοντας τόξο μπροστά από την γραμμή του τουρκικού στόλου με σκοπό να υπερφαλαγγίσει τα τουρκικά θωρηκτά και να τα βάλει μεταξύ των πυρών του Αβέρωφ και των υπολοίπων ελληνικών θωρηκτών. Αυτός ο ελιγμός λέγεται «Ταύ» και πραγματοποιήθηκε με επιτυχία από τα Ιαπωνικά θωρηκτά εναντίον των Ρώσων στην ναυμαχία της Τσουσίμα. Καθώς η ταχύτητα της θωρηκτής μοίρας τύπου Ύδρα ήταν μικρή (14 κόμβοι), το Αβέρωφ υπερφαλάγγισε τον εχθρό μόνο του και ανάμεσα σε πυκνά πυρά του Τουρκικού στόλου και των απέναντι φρουρίων έφτασε σε απόσταση 2.850 μ. από τον αντίπαλο. Οι Τούρκοι, όταν κατάλαβαν ότι ο ελιγμός θα εκτελούνταν με απόλυτη επιτυχία, έκαναν διαδοχική στροφή 160ο και μπήκαν με φοβερή αταξία ξανά στα Στενά, κάτω από την κάλυψη των επάκτιων πυροβόλων των φρουρίων Σεντούλμπαχιρ και Κουμκαλέ.
Ο φορτωτήρας του Αβέρωφ διάτρητος από τα εχθρικά πυρά. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα
Πρώτο έκανε μεταβολή το Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα στις 09:50 ακολουθούμενο από τα υπόλοιπα αλλά έτσι τα τουρκικά πλοία βρέθηκαν πολύ κοντά το ένα στο άλλο, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα πυροβόλα τους και να μειωθεί η ταχύτητά τους στους 10 κόμβους. Ο σχηματισμός βαλλόταν συνεχώς από το Αβέρωφ και τα άλλα θωρηκτά, που στο μεταξύ πλησίασαν τον Τουρκικό στόλο σε απόσταση 4100 μ. Στις 09:55 το Μπαρμπαρόσα δέχτηκε πλήγμα στο κατάστρωμα της πρύμνης και λίγο αργότερα ένα άλλο βλήμα διαπέρασε τον πυργίσκο της πρύμνης και προκάλεσε ζημιές και στους λέβητες. Τα Τουργκούτ Ρεΐς και Μετζιτιέ είχαν μικρότερες ζημιές. Όμως η ταχύτητα πυρός του Αβέρωφ είχε ελαττωθεί και δεχόταν τα πυρά των θωρηκτών και των φρουρίων που είχε πλησιάσει κατά την εκτέλεση του ελιγμού, κι έτσι εγκατέλειψε την καταδίωξη. Η ναυμαχία έληξε στις 10:17 με τον τουρκικό στόλο να εξακολουθεί να είναι αποκλεισμένος μέσα στα Στενά στα αγκυροβόλια του Τσανάκκαλε και του Σεντούλμπαχιρ.
Σε όλη τη διάρκεια της εμπλοκής το θωρηκτό Αβέρωφ έριξε 127 βλήματα ενώ θα μπορούσε να εκτοξεύσει τετραπλάσια, γιατί κατά τη διάρκεια της ανεξάρτητης δράσης του τα πυροβόλα του έπαθαν προσωρινή εμπλοκή. Επίσης δέχτηκε τέσσερα βλήματα μεγάλου διαμετρήματος και δεκαπέντε μικρού, αλλά οι ζημιές που υπέστη ήταν ελάχιστες.
Η πρώτη τουρκική μοίρα που, βγαίνοντας από τα Στενά έστριψε προς την Τένεδο, χωρίς να ακολουθήσει τα θωρηκτά, συνάντησε ομάδα ελληνικών πλοίων και επέστρεψε στον Ελλήσποντο μετά από μια μικρή ανταλλαγή πυρών.
Απώλειες
Οι απώλειες των Τούρκων ήταν 7 νεκροί και αρκετοί τραυματίες από το Barbarossa το οποίο υπέστη σημαντικές ζημιές στους λέβητες και το πυροβόλο των 280 χιλ. αχρηστεύτηκε εντελώς. Επιπλέον το Torgut Reis μέτρησε 51 νεκρούς και 40 τραυματίες που μεταφέρθηκαν στο νοσοκομειακό πλοίο Ρεσίτ Πασάς. Οι απώλειες του ελληνικού στόλου ήταν 2 άντρες του πληρώματος νεκροί και 5 τραυματίες, ενώ τραυματίστηκε και ένας ακόμη άντρας από το Σπέτσαι.
Η επόμενη μέρα
Την επόμενη ημέρα ο Κουντουριώτης έστειλε την αναφορά του στο Υπουργείο των Ναυτικών. Ο παράτολμος ελιγμός του θεωρήθηκε ασυλλόγιστος ηρωισμός, και ακόμη και ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ του τηλεγράφησε συστήνοντάς του σύνεση και ψυχραιμία. Το Αβέρωφ ήταν η ισχυρότερη μονάδα του στόλου και πιθανή απώλειά του θα ανέτρεπε τον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των δύο στόλων. Τον ελιγμό του Κουντουριώτη δικαιολόγησε ο αντίπαλός του Ραμίζ Μπέης στο ναυτοδικείο όταν παραπέμφθηκε για την υποχώρηση από την ναυμαχία, όπου απολογούμενος είπε ότι, αν δεν έστρεφε για να απομακρυνθεί, θα βρισκόταν μεταξύ δύο πυρών από τον Ελληνικό στόλο που θα τον εκμηδένιζαν. Ο Τούρκος ναύαρχος αθωώθηκε, καθόσον ο προϊστάμενός του υπουργός τον είχε διατάξει εγγράφως να μην εκθέσει το στόλο σε θανατηφόρα πυρά.
Η ναυμαχία της Λήμνου στις 18 Ιανουαρίου 1913, ήταν η δεύτερη από τις δύο μεγάλες ναυμαχίες μεταξύ του Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού και του Οθωμανικού Στόλου κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο που πραγματοποιήθηκε στην περιοχή της νήσου Λήμνου, εξ ου και η ονομασία της. Η ναυμαχία έληξε με νίκη του ελληνικού στόλου και τον εγκλεισμό του οθωμανικού εντός των Δαρδανελίων στη δεκαετία που ακολούθησε.
Η ναυμαχία
Περί το τέλος του Δεκεμβρίου του 1912 (σύμφωνα με το παλαιό ημερολόγιο), παρατηρήθηκαν συχνές εμφανίσεις πλοίων του οθωμανικού στόλου στην προ των Δαρδανελίων θάλασσα. Οι εμφανίσεις αυτές ενίσχυσαν την υπόνοια ότι ο εχθρικός στόλος θα δοκίμαζε για άλλη μια φορά τη χρήση των όπλων (μετά από τη Ναυμαχία της Έλλης). Πράγματι, τη νύχτα της 4ης Ιανουαρίου 1913 ο Αρχηγός του τουρκικού στόλου πλοίαρχος Ταχίρ Μπέης επιβιβάσθηκε στο «Μετζητιέ» (Mecidiye ) και επιχείρησε αναγνώριση της προ των Δαρδανελίων θάλασσας. Στη συνέχεια επιβιβάσθηκε στη ναυαρχίδα «Χαϊρεδδίν Βαρβαρόσσα», από όπου επικεφαλής ολοκλήρου του τουρκικού στόλου κατευθύνεται με όλη την ταχύτητα προς το ελληνικό ορμητήριο του Μούδρου. Η έξοδος έγινε έγκαιρα αντιληπτή από το ανιχνευτικό Λέων που ειδοποίησε σχετικά το ναύαρχο Κουντουριώτη. Ο Αρχηγός του ελληνικού στόλου, αφού ετοιμάσθηκε αμέσως για να αποπλεύσει, έστειλε προς τον ελληνικό στόλο το ακόλουθο σήμα:
«Ο ναύαρχος εύχεται την καλήν ημέραν εις τα γενναία επιτελεία και τα πληρώματα».
Έτσι το πρωί της 5 Ιανουαρίου 1913, απέπλευσε επικεφαλής του Ελληνικού στόλου, που τον συγκροτούσαν το εύδρομο μάχης «Αβέρωφ» ναυαρχίδα, τα θωρηκτά «Σπέτσαι» αρχηγίδα του μοιράρχου Π. Γκίνη, «Ύδρα» και «Ψαρά» και 6-7 αντιτορπιλικά. Την ώρα που ο ελληνικός στόλος εγκατέλειπε το Μούδρο (περί τις 09:45), εμφανίζεται σε απόσταση 15 περίπου μιλίων ο τουρκικός στόλος του Ραμίζ Μπέη που τον συγκροτούσαν τα θωρηκτά «Χαϊρεδδίν Βαρβαρόσσα» (Barbaros), «Τουργούτ-Ρέϊς» (Turgut Reis) και «Μεσουδιέ» (Mesudiye) το εύδρομο/καταδρομικό «Μετζητιέ» (Mecidiye) και 5-8 αντιτορπιλικά και άλλα ελαφρά σκάφη. Ο ελληνικός στόλος στράφηκε αρχικά προς τα αριστερά για να προσεγγίσει τον τουρκικό και στη συνέχεια δεξιά για να αποφύγει χειρισμούς του τουρκικού στόλου. Ώρα 11:35 ο τουρκικός στόλος άρχισε να βάλει με τα πυροβόλα του εναντίον των ελληνικών πλοίων από απόσταση 8.400 μέτρων. Ο ελληνικός απάντησε αμέσως. Το πυροβολικό του Ελληνικού στόλου βάλει με καταιγιστικά πυρά εναντίον των τουρκικών πλοίων. Ώρα 11:55 στο Barbarossa διακρίνονται πυρκαϊές και το «Μεσουδιέ» που πλήγηκε από τα θωρηκτά «Ψαρά» και «Ύδρα», εξέρχεται από τη γραμμή με καπνούς πυρκαϊάς.
Το θωρηκτό Barbarossa έχει πληγεί και πάλι σοβαρά. Μία «γουρούνα» (οβίδα 270 χιλιοστών) έπληξε τον ιστό του, καταρίπτοντας την ιστορική σημαία του Χαϊρεντίν Βαρβαρόσα, γεγονός που καταρράκωσε το ηθικό των Τούρκων. Ο τουρκικός στόλος που βρισκόταν σε μια τέτοια δυσχερή κατάσταση στρέφει αριστερά με κατεύθυνση τα Δαρδανέλια, οπότε ο ναύαρχος Κουντουριώτης διατάσσει τον Ελληνικό στόλο να στραφεί προς καταδίωξη του εχθρού, που έπλεε προς τα στενά με μεγάλη αταξία. To Αβέρωφ με ταχύτητα 20 μιλίων καταδιώκει τον τουρκικό στόλο, τα πυροβόλα του στρέφονται κατά του θωρηκτού «Τουργούτ» που βρίσκεται στην ουρά του τουρκικού στόλου. Το πλήττει καίρια. Το «Τουργούτ» αρχίζει να γέρνει. Έτσι ο τουρκικός στόλος, ηττημένος κατέφυγε στα Δαρδανέλια. Ο Ελληνικός στόλος είχε έναν και μοναδικό τραυματία και ασήμαντες ζημιές στο κατάστρωμα του «Αβέρωφ». Αντίθετα ο τουρκικός στόλος είχε πολλούς νεκρούς και τραυματίες και πολλές ζημιές στα πλοία του, στο πυροβολικό και τον εξοπλισμό του. Και κατά τη ναυμαχία αυτή αποδείχθηκε η ηθική υπεροχή του Αρχηγού του Επιτελείου, των Πληρωμάτων και η δεξιότητα των χειρισμών του «Αβέρωφ» με Κυβερνήτη και Αρχιεπιστολέα του στόλου τον πλοίαρχο Σοφοκλή Δούσμανη, καθώς επίσης η μεγάλη ταχύτητα του πλοίου και η αποτελεσματικότητα των πυροβόλων του Αβέρωφ.
Αποτελέσματα
Η απόσυρση του οθωμανικού στόλου στα στενά των Δαρδανελλίων επιβεβαιώθηκε από τον Ανθυποπλοίαρχο Μιχαήλ Μουτούση και το Σημαιοφόρο Αριστείδη Μωραϊτίνη στις 24 Ιανουαρίου 1913, οι οποίοι σε μια αποστολή της ναυτικής αεροπορίας, με υδροπλάνο τύπου Μωρίς Φαρμάν εντόπισαν τον εχθρικό στόλο στη ναυτική βάση Nagara. Κατά τη διάρκεια της πτήσης τους σχεδίασαν ένα ακριβές διάγραμμα των θέσεων του οθωμανικού στόλου, εναντίον του οποίου έριξαν τέσσερις βόμβες. Οι Μουτούσης και Μωραϊτίνης διένησαν μία διαδρομή πάνω από 180 χιλιόμετρα, διάρκειας 2 ωρών και 20 λεπτών για να ολοκληρώσουν την αποστολή τους, η οποία αναφέρθηκε ευρέως τόσο στον Ελληνικό όσο και στο Διεθνή Τύπο.
Το αποτέλεσμα του αγώνα συνετέλεσε στο μέγιστο βαθμό ώστε η Ελλάδα να μπει στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο δύο χρόνια αργότερα, στο πλευρό των συμμάχων όπου ο τότε Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος μετά την έκβαση του πολέμου πέτυχε έναν τεράστιο διπλωματικό και πολιτικό θρίαμβο και δημιούργησε μια Ελλάδα που μόνο τα όνειρα των ποιητών του έθνους μπορούσαν να συλλάβουν, μέχρι να εμφανιστεί ξανά ο πατροπαράδοτος εχθρός της χώρας, ο διχασμός.
Το στρατηγικό αποτέλεσμα της ναυμαχίας ήταν ο Τουρκικός στόλος να μην επιχειρήσει ξανά έξω από τα Δαρδανέλλια κατά τη διάρκεια των ετών που ακολούθησαν, αφήνοντας την κυριαρχία του Αιγαίου στην Ελληνικό στόλο.
Β’ Βαλκανικός Πόλεμος
Παρόλο που οι βαλκανικές χώρες συμμάχησαν εναντίον ενός κοινού εχθρού (της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), η συμμαχία τώρα δεν στηριζόταν σε σταθερά θεμέλια και τελικά διασπάστηκε. Ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος ξέσπασε όταν η Βουλγαρία δεν μπορούσε να βρει μια κοινή γραμμή για την τύχη των νεοκατακτηθέντων περιοχών, που βρίσκονταν υπό σερβική, ελληνική και ρουμανική διοίκηση. Η δυσαρέσκεια των Βουλγάρων ήταν εμφανής, ιδιαιτέρα επειδή τους πρόλαβαν οι Έλληνες όσον αφορά στην κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Οι ίδιοι ζήτησαν από τους Έλληνες να εισέλθει ένα μικρό ένοπλο τμήμα τους στην Θεσσαλονίκη, όμως το τμήμα αυτό ήταν κατά πολύ μεγαλύτερο από τα συμφωνηθέντα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν εντάσεις. Σημειώθηκαν γενικά διάφορα επεισόδια στα κοινά πια σύνορα των Βουλγάρων με τους Έλληνες αλλά και με τους Σέρβους, και οι ένοπλες δυνάμεις όλων των πλευρών ήταν σε ετοιμότητα.
Κωνσταντίνος και Βενιζέλος συνομιλούν λίγες μέρες πριν την λήξη των εχθροπραξιών.
Η Ελλάδα και η Σερβία υπέγραψαν σύμφωνο συμμαχίας και από κοινού επιθέσεως σε περίπτωση που μία από τις δύο χώρες δεχτεί επίθεση από τρίτη χώρα (19 Μαΐου/1 Ιουνίου 1913). Στις 16 Ιουνίου 1913, ο Βούλγαρος Τσάρος Φερδινάνδος ο Α’ και ο Στρατηγός Σαβόφ, χωρίς προηγούμενη έγκριση του κοινοβουλίου τους, κήρυξαν πόλεμο στην Σερβία και την Ελλάδα. Επιτέθηκαν στον σερβικό στρατό στη Γευγελή και στον ελληνικό στη Νιγρίτα.
Ο σερβικός στρατός αντιμετώπισε υπεράριθμες αντίπαλες μονάδες και καθηλώθηκε, όμως ο ελληνικός σημείωσε επιτυχίες και προώθησε τις θέσεις του. Ο ελληνικός στρατός πέρασε σύντομα στην αντεπίθεση και επικράτησε στην Μάχη Κιλκίς-Λαχανά. Αμέσως μετά διαχωρίστηκε σε δύο κατευθύνσεις: προς δυτικά στον ποταμό Νέστο και προς τον Στρυμόνα, επικρατώντας στην Μάχη Δοϊράνης και του Μπέλες. Όμως αυτό το τμήμα του προωθήθηκε προς τα βόρεια όπου και ακολούθησαν οι Μάχες Κρέσνας-Σιμιτλή-Τζουμαγιάς. Την στιγμή εκείνη προτάθηκε ανακωχή, που τελικά την αποδέχτηκαν και οι δύο πλευρές, καθώς υπήρχε και ο κίνδυνος της Ρουμανίας από βόρεια.
Καθώς η Βουλγαρία είχε ήδη ανοικτά μέτωπα, η Ρουμανία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποφάσισαν να επιτεθούν και αυτές. Η Ρουμανία κήρυξε τον πόλεμο στις 27 Ιουνίου και συναντώντας ελάχιστη αντίσταση έφτασε 30 χιλιόμετρα έξω από την βουλγαρική πρωτεύουσα Σόφια. Με την Συνθήκη του Βουκουρεστίου τερματίστηκαν επίσημα οι συγκρούσεις.
Οι Τούρκοι ανακατέλαβαν την Αδριανούπολη από τους Βούλγαρους, που την είχαν χάσει κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο. Επίσης ανακατέλαβαν και όλη την Ανατολική Θράκη.
Η Μάχη Κιλκίς-Λαχανά (19-21 Ιουνίου 1913) διεξήχθη μεταξύ ελληνικών και βουλγαρικών δυνάμεων κατά τη διάρκεια του Β’ Βαλκανικού Πολέμου. Στις 17 Ιουνίου, οι βουλγαρικές δυνάμεις κατείχαν την γραμμή Βερτίσκος-Πολύκαστρο, ενώ παράλληλα σχεδίαζαν και σχέδιο κατάληψης της Θεσσαλονίκης στις 19 του ίδιου μήνα. Ο ελληνικός στρατός αντέδρασε έγκαιρα και με επιθετικές ενέργειες ανάγκασε τη βουλγαρική πλευρά σε άμυνα στην τοποθεσία Κιλκίς-Λαχανά. Η μορφολογία της τοποθεσίας προσφέρονταν για αποτελεσματικό αμυντικό αγώνα, ενώ ταυτόχρονα παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες στις κινήσεις τμημάτων πεζικού προς βορρά και ανατολή.
Το σχέδιο επίθεσης των ελληνικών δυνάμεων προέβλεπε την προέλαση βόρεια και ανατολικά: οι 2η, 3η, 4η, 5η και 10η Μεραρχίες, καθώς και η Ταξιαρχία ιππικού θα κατευθύνονταν προς τον τομέα του Κιλκίς, ενώ οι 6η και 7η Μεραρχίες προς τον Λαχανά. Η 2η βουλγαρική στρατιά εγκατέστησε αμυντικά μια μεραρχία και τρεις ταξιαρχίες πεζικού, ενώ διέθετε και ένα σύνταγμα ιππικού για την εκτέλεση αντεπιθέσεων.
Λόγω της απόκλισης των κατευθύνσεων επίθεσης προς τα βόρεια (Κιλκίς) και ανατολικά (Λαχανά) το πεδίο της μάχης διαχωρίζονταν στους δύο αυτούς ξεχωριστούς τομείς.
Τα ελληνικά τμήματα απώθησαν τις βουλγαρικές προφυλακές από το πρωί της 19ης Ιουνίου. Το βράδυ της ίδιας μέρας οι ελληνικές μεραρχίες είχαν καταλάβει το ύψωμα Γερμανικό, το χωριό Όσσα και την περιοχή Σκεπαστού. Το πρωί της επομένης εξαπολύθηκε η κύρια ελληνική επίθεση. Καθόλη τη διάρκεια της μάχης οι 11η και 6η Μεραρχίες προσπάθησαν με σκληρότατους αγώνες να πλησιάσουν σε απόσταση εφόδου την κύρια βουλγαρική τοποθεσία. Τα πυρά όμως της βουλγαρικής πλευράς υπήρξαν φονικότατα, καθώς η περιοχή ήταν εντελώς ακάλυπτη και ευνοούσε την άριστη παρατήρηση για τον αμυνόμενο με εκτεταμένα πεδία βολής. Παρόλα αυτά η 7η Μεραρχία συνέχισε επιτυχώς την προέλαση και εισήλθε στη Νιγρίτα.
Στις 21 Ιουνίου το μεσημέρι το ελληνικό πεζικό έφτασε σε απόσταση εφόδου και εξαπέλυσε γενική εφόρμηση δια της λόγχης. Στις 16.00 ο ελληνικός στρατός εισήλθε στον Λαχανά καταδιώκοντας τα υποχωρούντα βουλγαρικά τμήματα μέχρι τα τελευταία υψώματα προς την πλευρά της κοιλάδας του Στρυμώνα.
Η συντριβή των βουλγαρικών τμημάτων θα ήταν ολοκληρωτική αν η 7η Μεραρχία καταλάμβανε εγκαίρως την γέφυρα του Στρυμώνα και απέκοπτε έτσι την βουλγαρική υποχώρηση προς τις Σέρρες.
Ηγετικό ρόλο στη μάχη αυτή είχε και ο Φωκίων Διαλέτης ως διοικητής του 1ου συντάγματος πεζικού
Στον τομέα Κιλκίς ο ελληνικός στρατός ύστερα από επίμονες μάχες υποχρέωσε την βουλγαρική πλευρά σε σύμπτυξη με αποτέλεσμα την κατάληψη των βουλγαρικών προφυλακών από την πρώτη μέρα. Το πρωί της 20ης Ιουνίου παρόλη τη γενική επίθεση που εξαπολύθηκε η διάσπαση της αμυντικής γραμμής δεν επετεύχθη. Όμως μέχρι το απόγευμα οι ελληνικές Μεραρχίες πλησίασαν σε απόσταση εφόδου έχοντας προωθηθεί στη γραμμή: Κάστρο – Μεγάλη Βρύση – Κρηστώνη – Κάτω Ποταμιά – Ακροποταμιά. Το ελληνικό Γενικό Επιτελείο στοχεύοντας στην ταχεία κατάληψη του Κιλκίς διέταξε την πραγματοποίηση νυχτερινής επίθεσης.
Η νυχτερινή επίθεση όμως λόγω προβλημάτων συντονισμού εξαπολύθηκε μόνο από την 2η Μεραρχία στις 3.30 π.μ. ενώ τις πρώτες πρωινές ώρες είχαν καταληφθεί στρατηγικές θέσεις στα ανατολικά της πόλης. Με την αυγή, στις 21 Ιουνίου, πραγματοποιήθηκε σφοδρή επίθεση από το σύνολο των διατιθέμενων Μεραρχιών με συνεχείς εφόδους.
Στις 9.30 π.μ. διασπάστηκε η βουλγαρική αμυντική γραμμή και ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε το Κιλκίς.
Απολογισμός
Η Μάχη Κιλκίς-Λαχανά υπήρξε από τις φονικότερες της νεώτερης ελληνικής ιστορίας. Οι απώλειες του ελληνικού στρατού ήταν 8.828 νεκροί και τραυματίες. Παράλληλα η Μάχη αποτελεί από τις πιο ένδοξες σελίδες της, που επιτεύχθηκε ως απόρροια του υψηλού ηθικού, ηρωισμού και ανδρείας των ελληνικών τμημάτων.
Τις επόμενες ημέρες ο ελληνικός στρατός συνέχισε την προέλασή του βόρεια προς τη Δοϊράνη.
Οι Μάχες Κρέσνας, Σιμιτλή, Τσουμαγιάς (27-31 Ιουλίου 1913, 14-18 Ιουλίου σύμφωνα με το παλαιό ημερολόγιο) αποτέλεσαν την τελευταία φάση της ελληνικής προέλασης στο βουλγαρικό έδαφος και τη διάρκεια του Β’ Βαλκανικού Πολέμου. Η προς βορρά και κατά μήκος του ποταμού Στρυμώνα πορεία των ελληνικών δυνάμεων τερματίστηκε με την ανακωχή ύστερα από τη δυσμενή θέση στην οποία είχε περιέλθει η Βουλγαρία σε όλα τα μέτωπα με τις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες (Ρουμανία, Σερβία,Οθωμανική Αυτοκρατορία).
Ύστερα από την νικηφόρα για την ελληνική πλευρά Μάχη Δοϊράνης, οι ελληνικές δυνάμεις συνέχισαν την προέλασή τους βόρεια και αναπτύχθηκαν βόρεια των Στενών της Κρέσνας. Ο Ελληνικός Στρατός διέθετε για τις επιχειρήσεις συνολικά επτά (3η, 4η, 10η στα αριστερά, 2η, 5η, 6η στο κέντρο και 7η στα δεξιά) μεραρχίες και μία ταξιαρχία ιππικού. Οι Βούλγαροι, επωφελούμενοι όμως της αναστολής της σερβικής επίθεσης, απέσυραν σημαντικές δυνάμεις από το Τσάρεβο Σέλο και τις διέθεσαν προς ενίσχυση της 2ης Βουλγαρικής Στρατιάς κατά των Ελλήνων. Στις 11 Ιουλίου η βουλγαρική γραμμή εκτείνονταν στην αμυντική τοποθεσία: Χασάν Πασά, Βίντρεν, Σιμιτλή, Ουράνοβο, ύψωμα 1378, που κάλυπτε την περιοχή της Άνω Τζουμαγιάς.
Προέλαση
Στις 12 Ιουλίου τα ελληνικά τμήματα εξαπέλυσαν επίθεση στον δεξιό και κεντρικό τομέα του μετώπου, όμως η σθεναρή αντίσταση των Βουλγάρων, το ανώμαλο έδαφος και οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες αρχικά δεν επέφεραν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Στις 13 η επίθεση εντάθηκε και επιτεύχθηκε η διάρρηξη των βουλγαρικών γραμμών στον τομέα Βίντρεν, οι οποίες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν για να αποφύγουν τον κίνδυνο κύκλωσης.
Ταυτόχρονα δύο μεραρχίες ενεργούσαν κατά του τομέα Σιμιτλή και κατάφεραν να καταλάβουν τα νοτιοδυτικά υψώματα του χωριού. Τα βουλγαρικά τμήματα άρχισαν να συμπτύσσονται βόρεια εγκαταλείποντας άφθονο πολεμικό υλικό. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας τα πρώτα ελληνικά τμήματα εισήλθαν στο Σιμιτλή και εν συνεχεία προωθήθηκαν καταλαμβάνοντας τα βόρεια υψώματα του χωριού. Η 7η Μεραρχία στην δεξιά πλευρά του μετώπου προέλασε από το Πρεντέλ Χαν προς το Γράντεβο.
Στις 14 Ιουλίου οι ελληνικές δυνάμεις συνέχισαν τον επιθετικό αγώνα σε ολόκληρο το μέτωπο με αμείωτη ένταση. Δεν κατάφεραν όμως αρχικά να διασπάσουν την κύρια βουλγαρική αμυντική τοποθεσία. Τελικά τη νύχτα της 14ης προς 15η Ιουλίου οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και συμπτήχθηκαν προς Άνω Τζουμαγιά.
Απολογισμός
Η επιτυχής προέλαση του Ελληνικού Στρατού από τα Στενά της Κρέσνας, προς το Σιμιτλή και τελικά προς την Άνω Τζουμαγιά, ήταν από τις τελευταίες επιχειρήσεις πριν την σύναψη ανακωχής με τη Βουλγαρία στις 18 Ιουλίου 1913.


ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου