Του Ιωάννου Αθανασόπουλου
Ιστορικού
Πηγές : Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος 13ος, Εκδοτική Αθηνών.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος 17ος,Μ. Κεκροπούλου – Γ. Χαρωνίτης, Liberis.
Τα Λαυρεωτικά και η χρεοκοπία του 1893, Τ. Βουρνά, ΤΑ ΝΕΑ.
Τοπίο και μνημεία της Λαυρεωτικής, Θορικός – Λαύριο – Σούνιο, Γ. Δερμάτη, Έκδοση Δήμου Λαυρεωτικής.
Το 1864 μια Γαλλική εταιρεία η περίφημη Serpieri – Roux , με μετόχους και από άλλες χώρες (Ιταλούς, Άγγλους) επενδύει στο Λαύριο. Στόχος της εταιρείας ήταν η εκμετάλλευση των πολύτιμων
κοιτασμάτων του Λαυρίου, για τα οποία άλλωστε φημίζονταν από την αρχαιότητα. Η εκμετάλλευση αυτή των μεταλλευμάτων της πόλης θα σήμαινε ταυτόχρονα και περαιτέρω ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής. Το Λαύριο από μία άγονη περιοχή θα αναπτυσσόταν σε μία πρότυπη βιομηχανική περιοχή. Η έλλειψη εξειδίκευσης του ντόπιου πληθυσμού σε ζητήματα τεχνοτροπίας και εξόρυξης του ορυκτού πλούτου, αναγκάζει την εταιρεία να φέρει μαζί της ειδικευμένους μεταλλευτές και εμπειρογνώμονες. Απόρροια όλων αυτών είναι η έντονη διαφοροποίηση των κοινωνικών αλλαγών στη ζωή των ντόπιων. Το ουσιαστικό πρόβλημα ωστόσο, έγκειται στο που ανήκουν οι δασώδεις εκτάσεις του Λαυρίου και κατ’ επέκταση ποιος μπορεί να κερδίσει από την δράση της εταιρείας.
Αρχικά λοιπόν, το επίσημο κράτος ενδιαφερόταν ανοιχτά για την προσέλκυση ξένων επενδυτών, κάτι που θα σήμαινε την ανάπτυξη της περιοχής. Από την άλλη μεριά ο ντόπιος πληθυσμός αντιλαμβανόταν την εκβιομηχάνιση της πόλης ως ευκαιρία εύκολου πλουτισμού των ξένων επενδυτών, που για ένα χαμηλότατο μεροκάματο ανά εργάτη θα αποκόμιζαν τεράστια κέρδη. Το πρόβλημα άρχισε να γίνεται πιο έντονο μεταξύ κυβέρνησης και εταιρείας, από την στιγμή που οι ξένοι επενδυτές αξίωναν εκμετάλλευση των εκβολάδων και των σκωριών που ήταν συσσωρευμένες σε μεγάλες ποσότητες στην περιοχή της Καμάριζας και της Συντερήνας. Εκβολάδες ήταν τα φτωχά σε μετάλλευμα, χώματα, τα οποία η ως τότε τεχνολογία δεν μπορούσε να εκμεταλλευθεί.
Ο γενικός διευθυντής της γαλλικής, Σερπιέρι αποστέλλει έκθεση στο νομάρχη Αττικοβοιωτίας, όπου του ζητά άδεια για περαιτέρω εκμετάλλευση της περιοχής. Ο τότε υπουργός Οικονομικών Δηλιγιάννης ενημερώνει εγγράφως την εταιρεία ότι δεν έχει κανένα δικαίωμα για «εκμετάλλευση επί των εκβολάδων». Ταυτόχρονα τον Ιούλιο του 1870 ορίζει μια επιτροπή από ειδικούς για να ερευνήσουν διεξοδικότερα το ζήτημα. Επιπλέον, προτείνει μέσω νομοσχεδίου την επιβάρυνση της εταιρείας κατά 10% επί των κερδών. Αναλυτικότερα το νομοσχέδιο ανέφερε: «Άρθρον 1. Επί του αργυρούχου μολύβδου, του εξαγόμενου εκ των παλαιών εκβολάδων, ήτοι των μεταλλούχων χωμάτων, των εξορυχθέντων παρά των αρχαίων και ευρισκομένων επί της επιφανείας της γής, επιβάλλεται φόρος 10 επί τοις %, επί της καθαράς προσόδου. Άρθρον 2. Η καθαρά πρόσοδος του εξαγόμενου μολύβδου, από τε τας εκβολάδας και τας σκωρίας, μεθ’ ων συγκαμινεύονται και εφ’ ων επιβάλλεται ο αυτός φόρος 10% επί της καθαράς προσόδου, κατα τον νόμον ΣΙΓ’ της 14 Απριλίου 1867, θέλει προσδιορίζεσθαι, εν αρχή εκάστου έτους, υπό επιτροπής, συγκεκριμένης από τους προέδρους της Βουλής, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δύο καθηγητάς του Πανεπιστημίου και δύο αξιωματικούς του μηχανικού, διοριζόμενους διά Βασ. Διατάγματος…Άρθρον 6. Αι επί των εθνικών γαιών κείμεναι εκβολάδες θέλουσι διατεθή δι’ ειδικού νόμου, μέχρι της εκδόσεως του οποίου απαγορεύεται πάσα αυτών χρήσις». Η ενέργεια αυτή του Δηλιγιάννη, προκάλεσε την έντονη αντίδραση της εταιρείας, που έστειλε άμεσα υπόμνημα διαμαρτυρίας στην Ελληνική κυβέρνηση καθώς και στους πρεσβευτές της Γαλλίας και της Ιταλίας. Οι πρέσβεις των δύο χωρών, θα αρχίσουν αφόρητες πιέσεις στη κυβέρνηση με σκοπό την άρση των εμποδίων που αυτή επέβαλε. Πρόκειται περί ξεκάθαρης περίπτωσης επεμβάσεως στα εσωτερικά ζητήματα άλλης χώρας από τρίτους.
Την ίδια περίοδο, διάφορα ζητήματα όπως η εμπλοκή της Γαλλίας σε πόλεμο με την Πρωσία, άλλα εγχώρια ζητήματα και γεγονότα όπως το Ελληνοβουλγαρικό ζήτημα και η σφαγή στο Δήλεσι, θα φέρουν το Λαυρεωτικό ζήτημα σε δεύτερη μοίρα. Τελικώς, επί κυβερνήσεως Κουμουνδούρου, οι εκβολάδες κηρύσσονται εθνικές μετά από ψήφιση νόμου. Η απόφαση αυτή, προκάλεσε πάλι τις αντιδράσεις των Γαλλοιταλών. Επιστολές πρεσβευτών αλλά και των μεγαλομετόχων της εταιρείας Σερπιέρι και Ρού, δεν μετέβαλαν την κατάσταση.Την 8η Ιουνίου 1871 η κυβέρνηση με επίσημο έγγραφό της απαντά στις αντιδράσεις των ξένων επενδυτών. Μεταξύ άλλων η επίσημη έκθεση της κυβέρνησης ανέφερε ότι η εταιρεία εφόσον από την αρχή ενδιαφερόταν και για την εκμετάλλευση των εκβολάδων, θα έπρεπε να το συμπεριλάβει στο αρχικό της αίτημα για τα μεταλλεία. Επιπλέον ανέφερε ότι ο νόμος δεν την αποβάλλει από την ιδιοκτησία της αλλά από αυτά που δεν της ανήκουν. Την ίδια περίοδο αρχίζουν να κυκλοφορούν φήμες περί εξαγοράς της εταιρείας από το κράτος. Τελικά μονόδρομο αποτελεί η λύση της διαιτησίας, ο Πρωθυπουργός Κουμουνδούρος προτείνει τη σύσταση πενταμελούς επιτροπής για τη διευθέτηση του ζητήματος. Σ’ αυτή θα συμμετείχαν δύο Έλληνες, ένας Γάλλος, ένας Ιταλός και ένας Άγγλος. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, όμως, η κυβέρνηση Κουμουνδούρου παραιτείται, λόγω της μη επίλυσης του Λαυρεωτικού. Άλλωστε την περίοδο αυτή οι κυβερνήσεις στη χώρα αλληλοδιαδέχονταν η μία την άλλη, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να παραχθεί έργο και σταθερή πολιτική στα εσωτερικά και εξωτερικά θέματα.
Παράλληλα, ο Γαλλικός τύπος αναφερόταν απαξιωτικά και ταπεινωτικά για την Ελλάδα, δείγμα του πόσο πολύ είχε επηρεάσει η αντιπαράθεση κράτους – εταιρείας Σερπιέρι – Ρου, τις σχέσεις των δύο χωρών. Σύμφωνα με ένα κατάπτυστο ρεπορτάζ των Times της εποχής, η γαλλική κυβέρνηση σκεφτόταν μέχρι και την διαταγή του στόλου της να πλεύσει προς τον Πειραιά για να επιλυθεί το όλο ζήτημα. Συγκεκριμένα ανέφερε: «Οι κυβερνήσεις Γαλλίας και Ιταλίας αγανάκτησαν και η ανεπάρκεια της ελληνικής δικαιοσύνης – υπόθεση στηριγμένη σε καλά ενημερωμένες πηγές – για μια διευθέτηση μεταξύ των δύο πλευρών τις οδήγησαν να υιοθετήσουν αυστηρά μέτρα. Η γαλλική κυβέρνηση πήρε την πρωτοβουλία και διέταξε το στόλο της στην Τουλών να σηκώσει άγκυρα και να πλεύσει προς τον Πειραιά. Η όλη υπόθεση, όπως αντιλαμβανόμαστε, περιορίζεται σε μια διαμάχη, σκυλοκαβγά θα λέγαμε, ανάμεσα στην ημιάγρια ζωή και στον ανώτερο πολιτισμό. Μια οκνηρή, αδαής φυλή ορίστηκε από την Θεία Πρόνοια με τις απίστευτες ευλογίες του εδάφους και του κλίματος». Μπροστά στο ενδεχόμενο διακοπής διπλωματικών και εμπορικών σχέσεων Ελλάδας και Γαλλίας, η συγκυβέρνηση Βούλγαρη – Κουμουνδούρου επεδίωξε την εξαγορά της γαλλικής εταιρείας. Οι υπερβολικές αξιώσεις του Σερπιέρι ωστόσο, σύμφωνα με την εφημερίδα Παλιγγενεσία της εποχής, ζήτησε 16 εκατομμύρια δραχμές, πάγωσαν τις όποιες διαπραγματεύσεις.
Τελικά, λίγο αργότερα στις 15 Φεβρουαρίου 1873, η κυβέρνηση Δεληγεώργη, υπογράφει συμβόλαιο με τον διαχειριστή της Τραπέζης Κωνσταντινουπόλεως, Ανδρέα Συγγρό και τους Σερπιέρι, Ρού. Οι όροι μεταξύ άλλων ήταν: α) ο Σερπιέρι παραχωρούσε τα δικαιώματα των σκωριών και των εκβολάδων έναντι 9 εκ. φράγκων, β) επίσης παραχωρούσε τα ατομικά του δικαιώματα, την οικία με τις αποθήκες και το ιπποστάσιο έναντι 2,5 εκ. φράγκων και γ) ο Συγγρός αναλάμβανε να πληρώνει την ετήσια υποχρέωση των 6.000 δραχμών προς την κοινότητα της Κερατέας. Η εξαγορά της εταιρείας πλέον ήταν γεγονός. Σ’ αυτή την ενέργεια σημαντικό ρόλο έπαιξε το γεγονός των παρασκηνιακών ενεργειών επιφανών ομογενών να βρουν αγοραστή, προκειμένου να λυθεί ένα ζήτημα τόσο σοβαρό, που είχε προκαλέσει τόσες κυβερνητικές κρίσεις αλλά και θερμά διπλωματικά επεισόδια. Μετά την ολοκλήρωση της εξαγοράς της εταιρείας, την 1η Μαρτίου 1973, ο Ανδρέας Συγγρός μαζί με τους Ε. Μπαλτατζή, Β. Μελά, Α. Παπούδωφ, Ι. Σκαλτσούνη ιδρύουν την «Εταιρεία των Μεταλλουργείων του Λαυρίου». Ιδρυτικό μέλος της νέας εταιρείας αποτέλεσε και ο Σερπιέρι, που ανέλαβε την βιομηχανική διεύθυνση της εταιρείας, κατόπιν απαίτησης του Συγγρού. Ο Ανδρέας Συγγρός σαν ιδιοκτήτης της νέας εταιρείας είχε σαν υποχρέωση να παρέχει στο κράτος το 44% από την εκκαμίνευση των εκβολάδων, ενώ το κράτος παραχωρούσε την περιοχή στην εταιρεία για 99 χρόνια.
Ανδρέας Συγγρός |
Η εξαγορά της ξένης εταιρείας κόστισε συνολικά 45.000.000 δραχμές, ενώ οι διπλωματικές σχέσεις με την Ιταλία και τη Γαλλία απεκαταστήθησαν. Περισσότερες λεπτομέρειες για την εξαγορά έγιναν γνωστές στο φύλλο του Μέλλοντος (23 Φεβρουαρίου 1873): «…Ο κ. Ανδρέας Συγγρός…ηγόρασε διά συμβολαίου τη 15 Φεβρουαρίου 1873 όλα τα διακιώματα και τας κτήσεις της εταιρίας Ρου – Σερπιέρι επί της λαυριωτικής χώρας, τουτέστι σκωρίας, απαιτήσεις επί των εκβολάδων, σιδηροδρόμον, καταστήματα, και εν γένει την κινητήν και ακίνητον ιδιοκτησίαν της…Ο κ. Συγγρός καταγίνεται, όπως εντός ολίγων ημερών καταρτισθή ελληνική εταιρεία, σκοπόν κύριον έχουσα την εκκαμίνευσιν σκωριών και παντός είδους μεταλλευμάτων, ως και την μεταποίησιν τηχθέντων μετάλλων…». Η νέα εταιρεία του Συγγρού εξέδωσε μετοχές, με τιμή πώλησης 200 δραχμές η μία. Ταυτόχρονα μετά την εξαγορά της εταιρείας κυκλοφόρησαν έντονα φήμες για κατακόρυφη ανάπτυξη του Λαυρίου, σε σημείο που άρχισαν οι βαρύγδουπες δηλώσεις-προβλέψεις ότι η περιοχή της Λαυρεωτικής έχει άφθονα κοιτάσματα χρυσού, ενώ πολλοί παρομοίαζαν το Λαύριο με την Καλιφόρνια. Η μανία επηρέασε άμεσα τον λαό, ο οποίος έτρεχε να αγοράσει μετοχές. Η τεράστια ζήτηση οδήγησε σε αύξηση της τιμής ανά μετοχή σε 110 δραχμές. Δηλαδή ενώ πριν κοστολογούν ταν 200 δραχμές τώρα ανέβαινε στις 310 δραχμές η μετοχή. Πολλοί πουλούσαν σπίτια και περιουσίες για να αγοράσουν μετοχές και να επενδύσουν στη νέα εταιρεία. Οι εφημερίδες της εποχής μας ενημερώνουν ότι καφενεία, γραφεία λειτουργούσαν μέρα νύχτα σαν χρηματιστηριακά γραφεία. Μέσα σε αυτή τη φρενίτιδα ενθουσιασμού του κοινού σκάει σαν βόμβα η ανακοίνωση της αστυνομίας, που αφορούσε την ανακάλυψη εργαστηρίου παραχαράξεων μετοχών της εταιρείας Λαυρίου: «Τη δραστηρία ενεργεία της αστυνομίας, ανεκαλύφθη εργαστήριον, εν ώ παρεποιούντο και παρεχαράττοντο μετοχαί της των Μεταλλουργείων εταιρίας. Οι το έγκλημα τούτο διαπράξαντες Λωρέντζος Καρατσόλας και Ι. Μουρά ή Αγγέλου Βαλσίκη Ιταλοί το γένος συνελήφθησαν επ’ αυτοφώρω και απήχθησαν εις τας ειρκτάς. Γενομένης ερεύνης εν τω οποίω ειργάζοντο οικήματι, ευρέθησαν 233 μετοχαί μή γνήσιαι και ικανός χάρτης πρός έκδοσιν πολλών άλλων. Συναυτουργοί του βδελυρού τούτου εγκλήματος λέγονται και δύο τυπογράφοι του τυπογραφείου Συληβριώτου…». Η ανακάλυψη αυτή της πληροφορίας έχει σαν αποτέλεσμα την κατακόρυφη πτώση της αξίας της μετοχής. Η φούσκα της εταιρείας Συγγρού οδήγησε τώρα όσους επηρεάστηκαν και επένδυσαν σ’ αυτή, στην απόλυτη καταστροφή. Παράλληλα, η σύμβαση που είχε υπογράψει ο Ανδρέας Συγγρός με το κράτος σταδιακά έπαψε να ισχύει, καθότι ο Συγγρός εκβίασε την κυβέρνηση να μειώσει τη συμβατική υποχρέωσή του προς το Δημόσιο κατά 200.000 αργυρές δραχμές, έτσι ώστε να μπορέσει να συνεχίσει τις εργασίες της. Αποτέλεσμα, ήταν ο Συγγρός να πλουτίσει και η εθνική οικονομία να καταρρεύσει ακόμα περισσότερο…
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Η ΠΟΛΗ ΜΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου