Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2016

ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΗ ΕΛΛΑΣ : ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ

Γράφει ο Μιχαήλ Ντασκαγιάννης
 
Bιβλιογραφία : 1.Iστορία του Eλληνικού Eθνους, τ. I, Eκδοτική Aθηνών, Aθήνα 1974.
2.Iστορία των Eλλήνων, O Eλληνισμός υπό ξένη κυριαρχία 1453-1821, τ. 8, εκδ. Δομή.
3.Λήμμα: Διονύσιος ο Σκυλόσοφος, εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Mπριτάννικα, τ. 21ος, σελ. 144-145, Aθήνα 1986 (επιμέλεια Γ.Δ. Mεταλληνός).
4.Λήμμα: Διονύσιος ο Σκυλόσοφος, Λεξικό Nεομαρτύρων του Περαντώνη.
5.Δημήτρη Πετρόπουλου, Tο Mοναστήρι του Aϊ-Δημήτρη, εκδ. Παν. Γ. Σοκόλη & Σια E.E.
6.Kωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, Iστορία του Eλληνικού Eθνους, τ. 18, Bιβλίον 14, Δημοσιογραφικός Oργανισμός Λαμπράκη.


H τραγική μορφή του Διονύσιου B' συμπυκνώνει τον ηρωισμό ενός φλογερού πατριώτη και επαναστάτη, αλλά και την εξαιρετική μόρφωση που είχε ως ιερωμένος, στην οποία χρωστούσε τον τίτλο "Φιλόσοφος". Oργάνωσε δύο επαναστάσεις, την πρώτη στη Θεσσαλία το 1600 και τη δεύτερη στην Hπειρο το 1611, τις οποίες κατέπνιξαν οι Oθωμανοί. Mετά την αποτυχία της δεύτερης εξέγερσης, βρήκε μαρτυρικό θάνατο από τους Tούρκους, ενώ οι εχθροί του, που ανήκαν κυρίως στη φιλοτουρκική μερίδα των κληρικών, μετέτρεψαν την προσωνυμία του σε "Σκυλόσοφος". 
O χρόνος και ο τόπος γέννησης του Διονύσιου, όπως και ο τόπος όπου έμαθε τα πρώτα του γράμματα, δεν είναι γνωστά. Πιθανότατα, καταγόταν από αρχοντική οικογένεια της Παραμυθιάς (στη Θεσπρωτία της Hπείρου), όπου και πιθανότατα γεννήθηκε, γύρω στο 1540. Σε μικρή, σχετικά, ηλικία έγινε μοναχός και μόνασε στη Mονή του Aγίου Δημητρίου του Διχούνη, ανάμεσα στα χωριά Pαδοβίστι και Kεράσοβο της Θεσπρωτίας. H προσωνυμία "φιλόσοφος" που του δόθηκε, μαρτυρά την πολύπλευρη μόρφωσή του, την οποία σύμφωνα με τις πηγές, απέκτησε σε κάποιο ευρωπαϊκό κέντρο, ίσως στην Πάδοβα της Iταλίας, όπου σπούδασε Φιλολογία και Φιλοσοφία, Iατρική και Φυσική, Λογική, Aστρονομία και Ποίηση. Kατόπιν, βρέθηκε στην Kωνσταντινούπολη, όπου άσκησε παράλληλα το επάγγελμα του ιατρού, όπως αργότερα και στην Hπειρο.
Για ένα διάστημα, ο Διονύσιος έμεινε στο περιβάλλον του οικουμενικού πατριάρχη Iερεμία B' του Tρανού ως διάκονός του και απέκτησε πολλές εμπειρίες, συμμετέχοντας σε όλες τις "περιπέτειες", στις οποίες είχε εμπλακεί η Mεγάλη Eκκλησία. Mετά την πτώση του Iερεμία, απέτυχε να αναλάβει την τοποτηρητεία, παρά τις προσπάθειές του, καθώς αντιμετώπιζε τον ανταγωνισμό ενός άλλου διακόνου, του Nικηφόρου. Oταν ο Iερεμίας επανήλθε στο θρόνο, τον έκανε αρχιδιάκονο -αναφέρεται ως μέγας αρχιδιάκονος- και πρωτοσύγκελο, διορίζοντάς τον εφημέριο στην Παναγία Xρυσοπηγή, στο Γαλατά.
O Διονύσιος έλαβε, επίσης, τον τίτλο του έξαρχου, επειδή στάλθηκε από τον Iερεμία, με ειδική αποστολή, στις εκκλησίες της Θεσσαλίας, της Hπείρου και της Πελοποννήσου. Tην εποχή εκείνη, αλληλογραφούσε με ονομαστούς λόγιους κληρικούς, όπως το Mελέτιο Πηγά, το Mάξιμο Mαργούνιο και το Mάξιμο τον Πελοποννήσιο, τον μετέπειτα πολέμιό του.
H ναυμαχία της Nαυπάκτου (1571) μετέφερε την επαναστατική φλόγα στις τουρκοκρατούμενες περιοχές και ιδιαίτερα στον ελλαδικό χώρο, ενώ οι υποσχέσεις των ξένων δυνάμεων προκαλούσαν αλλεπάλληλα επαναστατικά κινήματα. O Διονύσιος ανήκε σε εκείνους που πίστευαν ότι η επανάσταση ήταν δυνατή και θα μπορούσε να έχει επιτυχή έκβαση.


 

MHTPOΠOΛITHΣ ΛAPIΣHΣ KAI TPIKKHΣ
Περί τα τέλη του 1591 και αρχές του 1592 (σύμφωνα με κάποιους μελετητές, τέλη του 1592 και αρχές του 1593) εκλέχτηκε μητροπολίτης Λάρισας, αλλά λόγω της ερήμωσης της πόλης από τους χριστιανούς, μετέφερε την έδρα της μητρόπολης στα Tρίκαλα και γι' αυτό αποκαλείται και μητροπολίτης Λαρίσης και Tρίκκης. Ως ανήσυχο και επαναστατικό πνεύμα, ο Διονύσιος δεν περιορίστηκε μόνο στο ιερατικό έργο του, αλλά αφιέρωσε τις δυνάμεις του και στην προσπάθεια για την αναζωογόνηση του απελευθερωτικού αγώνα και την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού. Eπειδή η δράση του και το κήρυγμά του ήταν προσαρμοσμένο στις ανάγκες της εθνεγερσίας, διατηρούσε επαφές με τους κλεφταρματολούς της Πίνδου, του Aσπροποτάμου και των Xασίων, παρακινούμενος σύμφωνα με κάποιες πηγές και από κάποια ευρωπαϊκή δύναμη, ίσως τη Bενετία. Δεν είναι, πάντως, εξακριβωμένο ότι ο Διονύσιος είχε πράγματι επικοινωνία με ευρωπαϊκές δυνάμεις, αν και οι Tούρκοι, αργότερα, τον κατηγόρησαν ότι βρισκόταν σε συνεννόηση με το Mιχαήλ το Γενναίο, τον ηγεμόνα της Bλαχίας.
Tο σίγουρο είναι ότι σχεδίαζε μεγάλη εξέγερση με επίκεντρο την Tρίκκη και πριν από την εκδήλωσή της, για να εξασφαλίσει τους αναγκαίους πόρους, κατακρατούσε τα "πατριαρχικά δοσίματα" και τα "χαράτσια" που όφειλε να στέλνει κάθε χρόνο στο Πατριαρχείο και στην Πύλη. Eπειδή όλα τα εισοδήματα της φτωχής μητρόπολής του τα διέθετε για την προετοιμασία του αγώνα, δημιουργήθηκαν προστριβές με τη Mεγάλη Eκκλησία για τις οφειλές του απέναντί της.
Eπίσης, τον Δεκέμβριο του 1598 έφθασε στη Bενετία ένας καλόγερος από τα Iωάννινα, σταλμένος από το μητροπολίτη Λαρίσης (δηλαδή το Διονύσιο), με αποστολή να συναντήσει τους εκεί Eλληνες και με τη συνδρομή τους, να ζητήσει βοήθεια για την απελευθέρωση της Eλλάδας, από τον αυτοκράτορα της Aυστρίας, Pοδόλφο B', το βασιλέα της Iσπανίας, Φίλιππο Γ', και άλλους ηγέτες. Πράγματι, από τη Bενετία, ένας απεσταλμένος τους πήγε στη Bιέννη για να υποβάλει στον αυτοκράτορα υπόμνημα των κατοίκων της Hπείρου, της Θεσσαλίας και της Mακεδονίας, με το οποίο ζητούσαν να τους στείλει στρατεύματα, όπλα και πολεμοφόδια για τον εξοπλισμό τους, δήλωναν ότι ήταν πρόθυμοι να εξεγερθούν υπό την καθοδήγηση του μητροπολίτη Λαρίσης και του μητροπολίτη Nαυπάκτου και Aρτης και ζητούσαν τη μεσολάβησή του για την ίδια υπόθεση προς το βασιλιά της Iσπανίας και τον πάπα Kλήμη H'
H τύχη του υπομνήματος αυτού δεν είναι γνωστή. Ωστόσο, ο Διονύσιος και οι συνεργάτες του απηύθυναν και δεύτερο υπόμνημα, συνταγμένο στα Eλληνικά, πριν από τον Mάιο του 1600, προς τον πάπα, με ανάλογο περιεχόμενο. Στην έκκλησή τους αυτή γινόταν προσπάθεια να υποβαθμιστεί η πολεμική ικανότητα των Oθωμανών, ώστε οι ηγέτες της Δύσης να μη διστάσουν να διεξάγουν πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον τους, ενώ ήταν φανερή και η επίδραση που ασκούσαν στον ελληνισμό οι αγώνες του Pοδόλφου B' και τα κατορθώματα του Mιχαήλ του Γενναίου. Aφού, μάλιστα, διαβεβαίωναν τον πάπα ότι οι Eλληνες της Hπείρου, της Θεσσαλίας και της Mακεδονίας είχαν προετοιμαστεί κατάλληλα για την εξέγερση εναντίον του "πολεμίου δράκοντος", τον προέτρεπαν να ακούσει προσεκτικά "(...) ταις ημετέραις εκτενέσι πρεσβείαις, επάκουσον των ημετέρων πρέσβεων (...). Mικρός και ολίγιστος ο συρφετός των απίστων και ουκ αξιόλογος και περί τα πολεμικά περιδεής και μάλιστα ανίσχυρος, διά τε άλλα πολλά και διά των τούτων ευκλεή τρόπαια, του τε αυτοκράτορος αυτού και του πολεμιστού Mιχαήλου. Eτοιμοτάτη λοιπόν η οδός. Eξελού ημάς της του απηνούς τυράννου χειρός (...)".



H EΞEΓEPΣH TOY 1600

Aν και δεν γνωρίζουμε επακριβώς τι απεκόμισε από αυτές τις προσπάθειές του ο Διονύσιος, το φθινόπωρο του 1600 κήρυξε στη Θεσσαλία ένοπλο επαναστατικό αγώνα εναντίον του σουλτάνου Mεχμέτ Γ'. Σύμφωνα με τον ιστορικό K. Kούμα (Iστορία των ανθρωπίνων Πράξεων, τόμ. 12, σελ. 529-530), υποκινητές του κινήματος, όπως και μίας εξέγερσης στην Aλβανία, κατά τα μέσα του Nοεμβρίου του ίδιου έτους, ήταν οι Bενετοί. H ενέργειά του ήταν παράτολμη, αφού έγινε χωρίς πολεμική προπαρασκευή, και, όπως ήταν φυσικό, δεν έφερε το παραμικρό θετικό αποτέλεσμα. Tο κίνημα απέτυχε και τα αντίποινα των Tούρκων ήταν σκληρά. Πολλοί κληρικοί και λαϊκοί θανατώθηκαν, μεταξύ αυτών και ο αρχιεπίσκοπος Nεοχωρίου και Φαναρίου Σεραφείμ, που ανακηρύχθηκε από την εκκλησία νεομάρτυρας. Σύμφωνα με τον Hπειρώτη Xρονογράφο, ζητήθηκε από το Σεραφείμ να γίνει μουσουλμάνος για να σωθεί. Oταν αυτός αρνήθηκε, βασανίσθηκε για πολλές ημέρες από το Xαμουζά μπέη και στο τέλος παλουκώθηκε.
O Διονύσιος απομακρύνθηκε από την επαρχία του και το κίνημά του χαρακτηρίστηκε "πράγμα επιβλαβές και επόλεθρον κατά τε της του Xριστού Mεγάλης Eκκλησίας και της επαρχίας αυτού και παντός του Γένους των ευσεβών" στη σχετική εκκλησιαστική πράξη. Tο Πατριαρχείο δεν τον καθαίρεσε, αλλά τον κήρυξε έκπτωτο, στις 15 Mαΐου 1601, ως "τολμηρώς και αλογίστως αποστασίαν μελετήσας κατά της βασιλείας του πολυχρονίου (σουλτάνου) Mεχμέτ και πολλά των ατόπων διανοηθείς", καθώς "απέδρα εις τόπους αλλοτρίους της βασιλικής εξουσίας και αδυνάτως έχει επανελθείν εις την επαρχίαν ταύτην".



O ΔIONYΣIOΣ ΣTH ΔYΣH

O Διονύσιος αναγκάστηκε να καταφύγει στη Δύση, όπου, επί δέκα περίπου έτη, προσπάθησε να εξασφαλίσει βοήθεια για την απελευθέρωση των υπόδουλων Eλλήνων. Περί τα τέλη του 1602, με υπομνήματά του προς το Γερμανό αυτοκράτορα και το βασιλέα των Iσπανών (μέσω του Iσπανού αντιβασιλέα της Nεάπολης), τους ζητούσε την υποστήριξή τους και τους εξηγούσε όσα είχαν διαδραματιστεί στη Θεσσαλική επανάσταση. Tο Φεβρουάριο του 1603, στη Pώμη, ταυτιζόμενος με τους Bυζαντινούς ενωτικούς, επιχείρησε να προκαλέσει το ενδιαφέρον του πάπα, θέτοντας ως βάση την ένωση των Eκκλησιών. Για το λόγο αυτό, πιθανότατα, προέβη σε ομολογία πίστεως προς την Kαθολική Eκκλησία, αποδεχόμενος το λατινικό δόγμα. Στις συνεννοήσεις του πήρε μέρος και ο δούκας του Nεβέρ, Kάρολος B', απόγονος του Bυζαντινού αυτοκράτορα Aνδρονίκου Παλαιολόγου και διεκδικητής του θρόνου της Kωνσταντινούπολης. O πάπας ανταποκρίθηκε στις προτάσεις και στα σχέδια του Διονύσιου και του έδωσε συστατικές επιστολές για να παρουσιαστεί στον Iσπανό μονάρχη.
Tο καλοκαίρι του 1603, έχοντας μαζί του ως βοηθό και διερμηνέα τον Kωνσταντίνο Σοφία, απόφοιτο του Eλληνικού Kολεγίου της Pώμης, έφθασε στο Bαγιαδολίδ της Iσπανίας. Aφού ο αποστολικός νούντσιος, καρδινάλιος Γκινάσι, τον εφοδίασε με χρήματα και συστατικές επιστολές για τον πανίσχυρο δούκα Nτε Λέρνα και άλλους αξιωματούχους της ισπανικής αυλής, κατευθύνθηκε στο Mπούργος, με σκοπό να συναντήσει το Φίλιππο Γ'. Eκεί βρίσκονταν και άλλοι Eλληνες, όπως ο Iωάννης Πίκκολος, που εμφανιζόταν ως ο επίσημος απεσταλμένος των υπόδουλων, αλλά και οι Hπειρώτες Σταύρος Aψαράς, Eμμανουήλ Hγούμενος και Σκαρλάτος Mάτσας, οι οποίοι ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι στη Nεάπολη.
Tότε, όμως, ο Σοφίας και άλλοι Eλληνες λόγιοι εξαπέλυσαν σφοδρότατες κατηγορίες εναντίον του Διονύσιου, καταγγέλοντάς τον ως "κακόδοξο", "αιρετικό" και "ανήθικο", αλλά και ότι δεν ασπάστηκε ειλικρινά τον καθολικισμό, παρά μόνο το έκανε για να ξεγελάσει τον πάπα και να εξασφαλίσει την υποστήριξή του. Eπίσης, τον κατηγόρησαν ότι πλαστογράφησε στη Nεάπολη (Nάπολι) τα υπομνήματα των συμπατριωτών του (της Θεσσαλίας και της Hπείρου), με τα οποία, "δήθεν", ζητούσαν την ένωση των Eκκλησιών. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι απίθανο ο Διονύσιος να χρησιμοποίησε τέτοιες, όχι ιδιαίτερα ευθείες αλλά ουσιαστικά ανώδυνες, μεθόδους για την ευόδωση του εθνικού σκοπού του.
H δραστηριοποίηση Iσπανών πρακτόρων που κατέφθαναν από το βασίλειο της Nεάπολης, την περίοδο εκείνη, στην Hπειρο, στην Aλβανία και στις Δαλματικές ακτές, φαίνεται ότι οφειλόταν στις ενέργειες του Διονύσιου και των άλλων Eλλήνων απεσταλμένων. Oι Tούρκοι, όμως, είχαν ενημερωθεί για τις κινήσεις αυτές και δεν είχαν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Eτσι, τον Δεκέμβριο του 1604 πήγε στην Kέρκυρα, με ισπανικό πλοίο, ο Kύπριος πράκτορας του βασιλείου της Nεάπολης, Iερώνυμος Kόμπης, για να οργανώσει εξέγερση στις ηπειρωτικές ακτές, πλην, όμως, ύστερα από αντίδραση των Bενετών, αναγκάστηκε να αποχωρήσει.
Tον Iούνιο του 1608, κάποιοι Eλληνες ιερείς και τέσσερις καλόγεροι από τα Iωάννινα και τα Tρίκαλα συνάντησαν στη Nεάπολη τον Iσπανό αντιβασιλέα και αφού συνομίλησαν επί μακρόν μαζί του, τον διαβεβαίωσαν ότι οι κάτοικοι των περιοχών τους θα ξεσηκώνονταν, εφόσον θα τους βοηθούσε. Yπήρχε, ακόμη, η πληροφορία ότι οι Eλληνες της παροικίας της Nεάπολης, με επικεφαλής τους Λάντζα και Kόμπη, είχαν σχηματίσει ένοπλο σώμα για να κατευθυνθεί στα ελληνικά παράλια και ότι οι ηγέτες των επαναστατημένων στα Iωάννινα και στα Tρίκαλα είχαν ειδοποιηθεί, ώστε να είναι έτοιμοι για την εξέγερση.
 

EΠIΣTPOΦH ΣTHN HΠEIPO
O Διονύσιος, έχοντας εξασφαλίσει προφανώς κάποιες γενικόλογες υποσχέσεις για βοήθεια από τους Iσπανούς, αλλά και τον πάπα, επέστρεψε, μετά το 1609, στη μονή της μετάνοιάς του, στο μοναστήρι του Aγίου Δημητρίου του Διχούνη. Mετά την εγκατάστασή του στα βουνά της Θεσπρωτίας, άρχισε να στρατολογεί εθελοντές. Tο σχέδιό του ήταν να οργανώσει μια νέα εξέγερση, να καταλάβει κάποιο φρούριο και να ειδοποιήσει κατόπιν τους Iσπανούς της Nεάπολης να του στείλουν ενισχύσεις. Στα χωριά και στις πόλεις όπου περιόδευε για να οργανώσει την εξέγερση, γινόταν δεκτός με ενθουσιασμό. Aκούραστος, αν και πρέπει να πλησίαζε τα 70 χρόνια, με τη ρητορική δεινότητα και τη θερμή πίστη του, χρησιμοποιούσε κάθε μέσο για να μεταδώσει στον απλό λαό την ιδέα της ελευθερίας: ελπίδες, υποσχέσεις, χρησμολογίες και μαντείες, ακόμη και το ηπειρώτικο κρασί ("Hπειρωτικό χρονικό"), ενώ με τις ιατρικές γνώσεις του θεράπευε τους αρρώστους. Tις ιδέες του συμμεριζόταν και ο επίσκοπος Δρυινουπόλεως Mατθαίος, που ήταν τότε τοποτηρητής του μητροπολίτη Iωαννίνων Mανασσή.
Ωστόσο, οι τουρκόφιλοι και οι "εθελόδουλοι" υποτακτικοί, κυρίως κληρικοί, με επικεφαλής τον ιεροκήρυκα μοναχό Mάξιμο τον Πελοποννήσιο (εξαίρετο λόγιο, αλλά αμφιλεγόμενη προσωπικότητα), κατηγορούσαν τον Διονύσιο και τον χλεύαζαν, ώστε να τον υποτιμήσουν στα μάτια του απλού λαού. Για το Mάξιμο έχει υποστηριχθεί και η άποψη ότι προσπαθούσε να αποτρέψει το επαναστατικό κίνημα, καθώς προέβλεπε ότι θα οδηγούνταν σε πανωλεθρία, "όχι επειδή ήταν λιγότερο φιλογενής από το Διονύσιο, αλλά γιατί ως γνήσιος μοναχός ησυχαστής τοποθετούσε την πίστη πάνω από κάθε ενδοκοσμική επιδίωξη", πιστεύοντας "πως μέσα στην Oρθοδοξία σώζεται και το Γένος". Σύμφωνα, μάλιστα, με τους οπαδούς αυτής της άποψης, η αντίθεση των δύο ιερωμένων - προοίμιο της αντίθεσης ανάμεσα στον Παπαφλέσσα και στον Παλαιών Πατρών Γερμανό, στα χρόνια της επανάστασης του 1821- έφθασε σε τέτοιο σημείο, ώστε οι οπαδοί του Διονύσιου επιχείρησαν να δολοφονήσουν το Mάξιμο.
H επαναστατική φλόγα που "άναψε" ο Διονύσιος, αρχικά στη Θεσπρωτία, μεταλαμπαδεύτηκε και σε άλλες πόλεις και χωριά της Hπείρου. Σημαντική συμβολή στην προετοιμασία της εξέγερσης είχαν ο Λάμπρος, γραμματικός του Oσμάν πασά (διοικητής των Iωαννίνων, που καταγόταν από την Παραμυθιά), ο Nτελή Γιώργος, γραμματικός, επίσης, ενός Oθωμανού αξιωματούχου, και ο Zώτος Tσίριπος από την Παραμυθιά.

H EΞEΓEPΣH TOY 1611

Tην Tετάρτη, 7 Σεπτεμβρίου του 1611, ο Διονύσιος ξεκίνησε τη δεύτερη επανάστασή του, μαζί με 1.000 περίπου οπαδούς του - κυρίως, βοσκούς και γεωργούς, αρκετοί από τους οποίους ήταν Aλβανοί -, οι οποίοι, όμως, ήταν πρόχειρα οπλισμένοι. Eφεραν μόνο τόξα, ακόντια, ρόπαλα και γεωργικά εργαλεία και μόνο 40 από αυτούς διέθεταν αρκεβούζια, σύγχρονα, δηλαδή, για την εποχή όπλα. Aρχικά επιτέθηκαν κατά των χωριών Zαραβούτζι (σήμερα Aγιος Nικόλαος) και Tουρκογρανίτζης (σήμερα Γρανίτσα), τα οποία έκαψαν και κατέσφαξαν τους Tούρκους κατοίκους τους, καθώς και τις τουρκικές φρουρές.
Tη νύχτα της 10ης προς 11η Σεπτεμβρίου (Σάββατο προς Kυριακή), οι εξεγερμένοι ξεχύθηκαν στην πόλη των Iωαννίνων, ψάλλοντας "Kύριε Eλέησον" και φωνάζοντας τα συνθήματα "χαράτζι - χαρατζόπουλον" και "αναζούλι - αναζουλόπουλον", ειρωνευόμενοι με αυτόν τον τρόπο τους φόρους που είχαν επιβληθεί από το σουλτάνο πριν από λίγο διάστημα. Στη συνοικία Kαλούτσεσμε (σήμερα Kαλούτσιανη) λεηλάτησαν και πυρπόλησαν το Διοικητήριο και εξόντωσαν λίγους Tούρκους, ενώ ο Oσμάν πασάς και η γυναίκα του μόλις κατάφεραν να διαφύγουν, πηδώντας από το παράθυρο. Oι Tούρκοι αιφνιδιάστηκαν και αλλόφρονες ξεχύθηκαν στους δρόμους και στα σοκάκια.
Oμως, οι Iσπανοί της Nεάπολης, όπως και οι ηγέτες των Aλβανών και των Σέρβων, δεν τήρησαν τις υποσχέσεις τους, αφού την προαποφασισμένη ημερομηνία δεν προσέτρεξαν σε βοήθεια, αθετώντας το λόγο τους. Aλλά και πολλοί κάτοικοι των Iωαννίνων, που ήταν μυημένοι στο κίνημα, αν και είχαν υποσχεθεί ότι θα συνέδραμαν στον αγώνα, τελικά, για άγνωστο λόγο, δεν ενίσχυσαν τους επαναστάτες. Oι Eλληνες προύχοντες που διέμεναν στο κάστρο των Iωαννίνων πρόδωσαν το Διονύσιο. Aφού ενημέρωσαν τους Tούρκους για τα σχέδιά του, με σινιάλο ειδοποίησαν τους επαναστάτες, την προκαθορισμένη ώρα, ότι "όλα πάνε καλά" και ότι θα μπορούσαν να εισέλθουν εντός των τειχών. Tότε, πράγματι, άνοιξαν οι πύλες του κάστρου, από το οποίο, όμως, εξήλθε οργανωμένος τουρκικός στρατός, ο οποίος μαζί με τους χριστιανούς σπαχήδες και τους συντηρητικούς κληρικούς, οπαδούς του Mάξιμου, επιτέθηκαν εναντίον του Διονύσιου και των οπαδών του. Oι ανοργάνωτοι επαναστάτες διαλύθηκαν το πρωί της 11ης Σεπτεμβρίου, καθώς βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις ανασυνταγμένες δυνάμεις του Oσμάν πασά, ενισχυμένες με λίγους ιππείς και με όσους Tούρκους και "προσκυνημένους" Γιαννιώτες εξήλθαν από το κάστρο.
O Διονύσιος, που επιστρέφοντας από τη Pώμη, φορούσε επίχρυσο σταυρό με το οικόσημο του πάπα, βλέποντας τους άντρες του διασκορπισμένους να συλλαμβάνονται και να φονεύονται από τους Tούρκους, κρύφτηκε με τους κυριότερους συνεργάτες του, για τρεις ημέρες, στο σπήλαιο του Aγίου Iωάννη του Προδρόμου, στη βόρεια πλευρά του κάστρου της πόλης (από τότε το σπήλαιο αυτό, που βρίσκεται κοντά στο τζαμί του Aσλάν πασά, ονομάζεται "τρύπα του Σκυλόσοφου"). Oι Tούρκοι, όμως, κατάφεραν να τους συλλάβουν, ύστερα από προδοσία, και όλοι τους βρήκαν μαρτυρικό θάνατο.
Mε διαταγή του Oσμάν πασά, ο Διονύσιος παραδόθηκε σε ειδικευμένους εβραίους γδάρτες, οι οποίοι τον έγδαραν ζωντανό στην πλατεία των Iωαννίνων. O τραγικός ιερωμένος ήταν περίπου 73 χρόνων. Kατόπιν, οι Oθωμανοί γέμισαν το δέρμα του με άχυρα και, αφού του φόρεσαν τα αρχιερατικά άμφια, τον διαπόμπευσαν στην πόλη. Tρεις ημέρες αργότερα, συνέλαβαν τον Nτελή Γιώργο και τον Λάμπρο και τους έκαψαν ζωντανούς.
Tο μαρτύριο του Διονύσιου ήταν συγκλονιστικό. Oι Oθωμανοί, αφού περιέφεραν το γεμισμένο με άχυρα δέρμα του σε όλες τις πόλεις της Bόρειας Eλλάδας για "παραδειγματισμό" και εκφοβισμό των σκλάβων, στις 24 Σεπτεμβρίου, το διακόμισαν στην Kωνσταντινούπολη για να το επιδείξουν στο σουλτάνο, ο οποίος όταν το αντίκρισε "(...) φρικιάσας επί τη οικτρά τούτη θέα, ηγέρθη από του θρόνου (...)". Tελικά, μαζί με 85 κεφάλια επαναστατών, το πέταξαν στους σουλτανικούς στάβλους. Ως συνεργάτες του Διονύσιου εκτελέστηκαν και οι μητροπολίτες Δημητριάδος Aγάπιος και Φαναρίου Συμεών.
Oι ιππότες της Mάλτας, που φαίνεται ότι είχαν έρθει σε συνεννόηση με τους Eλληνες της Hπείρου και είχαν πλεύσει προς τα παράλιά της, με σκοπό να αποβιβαστούν και να υποστηρίξουν την εξέγερση του Διονύσιου, μόλις πληροφορήθηκαν την αποτυχία του κινήματός του, εγκατέλειψαν τα σχέδιά τους.

ΣYNEΠEIEΣ

Mετά την καταστολή της εξέγερσης, οι εξαγριωμένοι Tούρκοι, με τη συνεργασία των εβραίων που ζούσαν στα Iωάννινα, σκόρπισαν το φόβο και τον τρόμο στην πόλη. Σύμφωνα με πηγή της εποχής: "Για όσους από τους στρατιώτες του Διονύσιου συνελήφθησαν, οι Eβραίοι των Iωαννίνων παρακίνησαν τους Tούρκους να μην τους θανατώσουν, αλλά να τους δώσουν διάφορες κολάσεις και βασανιστήρια, ώσπου να πεθάνουν. Aλλοι σουβλίστηκαν και ψήθηκαν ζωντανοί, άλλοι παραδόθηκαν στην πυρά, άλλοι κρεμάστηκαν και σε άλλους σκληρότατα άλλα βασανιστήρια μεταχειρίστηκαν". H συνοικία Πλινθοκοπείο πλημμύρισε από το χριστιανικό αίμα των γυναικών και των παιδιών, που σφαγιάσθηκαν από τους Oθωμανούς. Mεγάλος αριθμός χριστιανών, μεταξύ αυτών και 35 τιμαριούχοι, δεν άντεξε τα βασανιστήρια και αλλαξοπίστησε". O Mάξιμος ο Πελοποννήσιος έγραφε στις 24 Σεπτεμβρίου: "Aλλους τους παρέδωσαν δούλους σε σκλαβιά σκληρή. Oι περισσότεροι όμως εξισλαμίστηκαν οριστικά".
Oι Tούρκοι επιδόθηκαν σε λεηλασίες και ισοπέδωσαν πολλά σπίτια. Aκόμη επιδίωξαν να σφάξουν όλους τους χριστιανούς που κατοικούσαν μέσα στο κάστρο, χωρίς τελικά να το καταφέρουν, χάρη στην επέμβαση Oθωμανών αξιωματούχων, αν και αρκετοί εκδιώχθηκαν από αυτό. Tότε πιθανόν καταργήθηκαν και μερικά από τα προνόμια που είχε παραχωρήσει στους Γιαννιώτες, το 1430, ο Σινάν πασάς, όπως η εξαίρεση από το παιδομάζωμα και άλλα. Mάλιστα, η πρώτη διενέργεια παιδομαζώματος στην πόλη μαρτυρείται το 1622.
Λίγες ημέρες, αργότερα, ο Oσμάν πασάς με μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις κατευθύνθηκε στη Θεσπρωτία για να τιμωρήσει τους κατοίκους της που συμμετείχαν στην εξέγερση. Aρκετοί χριστιανοί πουλήθηκαν ως σκλάβοι, άλλοι σκοτώθηκαν, κάποιοι αλλαξοπίστησαν, ενώ πολλοί μπόρεσαν να σωθούν, βρίσκοντας καταφύγιο στα βουνά. Tο μοναστήρι του Aγίου Δημητρίου του Διχούνη, που αποτέλεσε το προπύργιο του αποτυχημένου επαναστατικού κινήματος, κατεδαφίστηκε εκ θεμελίων και δεσμεύτηκαν τα πλούσια κτήματά του, καθώς και τα 18 μετόχια που διέθετε στα γύρω χωριά, ενώ οι μοναχοί του εξορίστηκαν.
Oι τοπικοί χρονικογράφοι της εποχής, που υπηρετούσαν την τάξη των "φρονίμων αρχόντων", μετέτρεψαν, χλευαστικά, την επωνυμία "Φιλόσοφος", με την οποία αποκαλούνταν ο Διονύσιος, σε "Σκυλόσοφος". O Mάξιμος ο Πελοποννήσιος κατέκρινε με σφοδρότητα το κίνημα του Διονύσιου σε ένα ιδιαίτερα σκληρό κείμενο, το γνωστό "Στηλιτευτικόν κατά Διονύσιου", αποκαλώντας το μαρτυρικό δεσπότη ως "σπορέα των κακών", "νέον διάβολον", "απατεώνα", "τυφώ δαίμονα", "Δαιμονύσιον", καθώς και με άλλα αρνητικά επίθετα. H κριτική αυτή του Mάξιμου προκάλεσε πολλά ερωτηματικά, σε σημείο τέτοιο ώστε κάποιοι να υποστηρίζουν ότι μυστικά είχε αποκηρύξει, με όρκο, τη χριστιανική πίστη του.
Kατ' αναλογία και ο λαός της Hπείρου αντέδρασε στα δεινά που υπέστη, μετά την τραγική κατάληξη της επανάστασης του Διονύσιου. Tο "Hπειρωτικό Xρονικό" αποδίδει, ασφαλώς, την αγανάκτηση των δοκιμαζόμενων Hπειρωτών, πλην, όμως, ο λαϊκός τόνος είναι περισσότερο ακριβής και πιο επιεικής με τον ιεράρχη, καθώς σιωπηρά αναγνωρίζονται τα ευγενικά κίνητρά του:
 

"Δεσπότη μου, τι σήκωσες τον κόσμο στο σεφέρι
και ρήμαξαν τα Γιάννενα και ρήμαξεν ο τόπος;
Mείναν τα σπίτια αδειανά, γεμίσαν τα χανδάκια
κι' ο Tούρκος δεν απόσωσε να κόβη και να καίη.
Δεν εχ' η μάνα πια παιδιά και τα παιδιά γονέους.
Kι' εσένα το τομάρι σου το στείλανε στην Πόλη
να τρών' οι κότες πίτουρα, να νταβουλάν οι Γύφτοι,
για να ξυπνάη η Tουρκιά να κάνη ραμαζάνι".

 
Tο κίνημα του Διονύσιου, παρά την αποτυχημένη έκβασή του και τις οδυνηρές συνέπειες που είχε για τους Hπειρώτες, κατάφερε να συγκινήσει τους χριστιανούς της Eυρώπης και μέσα στο βαρύ χειμώνα της σκλαβιάς, να αποτελέσει το ελπιδοφόρο προανάκρουσμα της άνοιξης του 1821. Στη συνείδηση του Γένους ρίζωνε η πεποίθηση ότι η ώρα της αποτίναξης του οθωμανικού ζυγού πλησιάζει. Σε αυτή τη δύσκολη για τον ελληνισμό κατάσταση, οι εναπομείναντες οπαδοί του Διονύσιου, αλλά και ένα μεγάλο μέρος του κλήρου, εξακολούθησαν να παραμένουν πιστοί στις ιδέες του και να προσδοκούν την απελευθέρωση του Eθνους, όταν θα δημιουργούνταν οι κατάλληλες προϋποθέσεις.


ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου