Γράφει ο Ιωάννης Αθανασόπουλος
Ιστορικός, Πτυχιούχος της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Τον τελευταίο καιρό ακούγονται κάποιες
φωνές από πρόσωπα του εκκλησιαστικού χώρου, που προσπαθούν να μας
πείσουν ότι η συναίσθηση της καταγωγής είναι έννοια αντίθετη με τον
χριστιανισμό. Πρόσφατα παραδείγματα υπήρξαν ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου
Χρυσόστομος και ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερώθεος. Ο πρώτος υποστήριξε
μεταξύ άλλων «πρώτα όλοι να είμεθα Ορθόδοξοι και κατά δεύτερο λόγο
να είμαστε Έλληνες, Ρώσοι, Άραβες, Σλάβοι κλπ. Αν δεν αποβάλουμε τον
εθνισμό μας και να θέσουμε υπέρ άνω όλων την Ορθοδοξία, δυστυχώς δεν θα
πάμε καλά», ενώ ο δεύτερος σύμφωνα με ομιλία του που δημοσιεύθηκε στον Τύπο υποστήριξε ότι είμαστε Ρωμιοί και όχι Έλληνες.
Οι απόψεις αυτές πέρα από το ότι είναι
επικίνδυνες, δεν βοηθούν. Ο Ελληνισμός δεν περιορίζεται ούτε βεβαίως οι
απόψεις αυτές έχουν σχέση με την Ορθοδοξία. Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης
στα Απομνημονεύματά του δεν σταμάτησε να ταυτίζει τους αγώνες της
πατρίδας και της θρησκείας: «Εις το όνομα του Θεού και της βασιλείας του σηκώνεται η σημαία της πατρίδος!» (σελ. 434) και πιο κάτω: «…
Κ’ εγώ μένω εις την βοήθεια του Θεού. Και σάβανον έχω την σημαία
οπούφκειασα. Και σ’ αυτείνη απάνου θέλω να πεθάνω υπέρ της πατρίδας μου
και θρησκείας μου» (σελ. 435). Δεν γινόταν διαχωρισμός. Απόψεις σαν
τις παραπάνω είναι τουλάχιστον λανθασμένες. Ο κλήρος έδωσε τα
διαπιστευτήριά του δίπλα στους εθνικούς αγώνες. Από τον ξεσηκωμό του
γένους το 1821 μέχρι τους νεότερους χρόνους. Από τον Πατριάρχη Γρηγόριο
τον Ε’, τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, τον Παπαφλέσσα, τον Αθανάσιο Διάκο
μέχρι τον Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη, τον Σμύρνης
Χρυσόστομο, τον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο αλλά και τον μακαριστό
Χριστόδουλο. Ιεράρχες που πίστευαν στον Ελληνισμό με πράξεις και δεν
διαχώρισαν ποτέ τον εθνισμό με τη θρησκεία.
Είμαστε Έλληνες και όχι Ρωμιοί. Με
αφορμή λοιπόν αυτές τις απόψεις παραθέτω ένα άρθρο της εφημερίδας
Εμπρός, φύλλο 2ας Νοεμβρίου 1901, που αναφέρεται στα γνωστά
«Ευαγγελικά», όπου ξεσήκωσαν αντιδράσεις την εποχή εκείνη για το αν
έπρεπε ή όχι να μεταφραστεί το Ευαγγέλιο στη δημοτική. Είναι επίκαιρο
όσο ποτέ:
«Η προχθεσινή σύσκεψις των καθηγητών της
Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου και η απόφασις εις ήν προέβη επί του
ζητήματος της μεταφράσεως του Ευαγγελίου, προσθέτει έν επί πλέον
επιχείρημα εις τα όσα εγράφησαν και ελέχθησαν εναντίον του
πραξικοπήματος τούτου. Αλλά το ζήτημα δεν είνε κυρίως θεολογικόν, δεν
είναι θρησκευτικόν, δεν είνε μόνον γλωσσικόν. Είνε πρό πάντων πολιτικόν
ζήτημα.
Τί θέλει γείνει μετά τινάς χρόνους ο
Ελληνισμός, εάν εκάστη επαρχία μεταφράζη κατά το γλωσσικόν αυτής ιδίωμα
το Ευαγγέλιον και τα άλλα ιερά βιβλία; Ό,τι διετήρησε την γλωσσικήν και
θρησκευτικήν ενότητα του Ελληνισμού κατά τους σκοτεινούς χρόνους της
δουλείας δεν ήτο ούτε ο Όμηρος, ούτε ο Πλάτων. Ήτο το Ευαγγέλιον.
Αυτό αποτέλεσε την πυξίδα, προς την
οποίαν ήσαν επί αιώνας προσηλωμένα τα βλέμματα των υποδούλων. Έλληνες
της Μικράς Ασίας ή της Πελοποννήσου, Θεσσαλοί ή Θράκες, πριν η
αισθανθώσι την κοινότητα της θρησκείας και της γλώσσης, διά των ιερών
λόγων του Ευαγγελίου. Ήτο ο πυρήν, περί τον οποίον συνεπτήχθη το
διασκορπισμένο έθνος. Διότι το Ευαγγέλιον αυτό απετέλει παράδοσιν
ολοκλήρων αιώνων. Δεν ήσαν ούτε Ρωμαίοι, αλλ’ ούτε και Έλληνες οι πρώτοι
αυτοκράτορες του Βυζαντίου. Ήσαν μόνον Χριστιανοί. Το Βυζάντιον υπήρξε
κράτος συμπτηχθέν και διατηρηθέν διά της θρησκείας. Δεν είχεν ιδέαν
πατρίδος. Δεν είχεν συναίσθησιν εθνισμού. Ό,τι το κατέστησε κατόπιν
ελληνικόν, ήτο η γλώσσα της Εκκλησίας. Γλώσσα, ήτις από του Κωνσταντίνου
του Μεγάλου μέχρι του Ιουστινιανού εχρειάσθη τρείς ολοκλήρους αιώνας
όπως επιβάλη την κυριαρχίαν τους.
Και έρχεται τώρα ο συρφετός των
σοφολογιωτάτων διά να εφαρμόση γλωσσικάς θεωρίας, προσβάλλων το Έθνος
κατάκαρδα εις τας παραδόσεις και τα συμφέροντα αυτού. Τόσον τους
παραφέρει η αγάπη της αληθείας, ώστε απεφάσισαν να διασπάσουν πάντα μετά
του παρελθόντος και του μέλλοντος δεσμόν. Δεν υπάρχουν δι΄αυτούς
Έλληνες, αλλά Ρωμηοί. Δεν υπάρχει γλώσσα άλλη απο τας χιλίας λέξεις της
δημοτικής και τας τριάκοντα χιλιάδας εφευρέσεις, αίτινες την
πλαστοπροσωπούσιν.
Αλλ’ επί δέκα και πλέον αιώνας, καθ’ ούς
ήκμασεν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, δεν ανεγιγνώσκετο άραγε το Ευαγγέλιον
και δεν κατενοείτο εις την αυτήν Ελληνικήν γλώσσαν; Είνε δυνατόν κατά
την πάροδον τοσούτων αιώνων η γλώσσα να μή υπέστη μεταβολάς, πλειοτέρας
τουλάχιστον εκείνων, αίτινες επήλθον κατά το διάστημα του
εβδομηκονταετούς ελευθέρου ημών βίου;
Ποίαν των μεταβολών τούτων ηκολούθησε και
το Ευαγγέλιον; Και κατά ποιόν αιώνα υπήρξαν Έλληνες φαντασθέντες, ότι
έχουσιν ανάγκην μεταφράσεως τοιαύτης; Και ήτο δυνατόν να διατηρηθή
ανίκητος επί τοσούτον χρόνον η θρησκεία και η γλώσσα, εάν εφ΄εκάστης
δυναστείας παρουσιάζοντο νέοι εφευρέται λέξεων και γλωσσικών ιδιωμάτων;
Ελληνικόν Ευαγγέλιον εκράτει εις χείρας ο αυτοκράτωρ Ηράκλειος, οπόταν
εμάχετο και ενίκα και κατασυνέτριβε τους βαρβάρους εις την Ασίαν. Χάριν
αυτού Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος εξεστράτευσεν επί τεσσαράκοντα κατά
συνέχειαν έτη εις την Βουλγαρίαν. Αυτό ησπάσθη ο Κωνσταντίνος
Παλαιολόγος κατά την αποφράδα ημέραν, καθ΄ήν έπεσεν εις την Πύλην
Ρωμανού.
Δεν εγνώριζον αυτοί μεταφράσεις, ούτε
εμάχοντο δι΄αυτάς. Επί ένδεκα αιώνας μία απέραντος Αυτοκρατορία,
αποτελούμενη εξ απείρων φυλών, δεν ησθάνθη την ανάγκην της μεταφράσεως
του Ευαγγελίου και από βάρβαρου εγένετο χριστιανική και από χριστιανικής
εγένετο ελληνική, διά της γλώσσης. Το Βυζάντιο υπήρξε κυρίως έθνος
χριστιανικόν. Ό,τι εξελλήνισεν αυτό ήτο η γλώσσα της Εκκλησίας. Και την
γλώσσαν ταύτην την Ελληνοποιόν ζητούμεν τώρα να την καταστήσωμεν
άχρηστον διά της μεταφράσεως. Δεν παραδεχόμεθα, ότι οι ούτω εργαζομένοι
είσιν όργανα του Σλαυισμού. Αλλ’ είνε αναμφισβητήτως οικτρά θύματα
ολεθριωτάτης πλάνης». http://ellhnikaxronika.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου